Η πρόβλεψη για παράταση πέραν της εξαετίας μετά την έκδοση ειδικής πρόσκλησης που θα ακολουθεί την ολοκλήρωση όλων των άλλων αποσπάσεων, δημιουργεί τον κίνδυνο να μην βρεθούν εκπαιδευτικοί διατεθειμένοι να καλύψουν τις "επιτακτικές" ανάγκες των σχολείων. Το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί θα είναι όμηροι γραφειοκρατικών διαδικασιών -που η εμπειρία έχει αποδείξει ότι ολοκληρώνονται ακόμα και μήνες μετά την έναρξη του σχολικού έτους- θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο, αποκλείοντας στην ουσία όσους επιθυμούν να αποσπαστούν χωρίς επιμίσθιο πέραν της εξαετίας. Είναι πρακτικά αδύνατον ένας εκπαιδευτικός να μπορέσει να διατηρήσει το σπίτι του στο εξωτερικό περιμένοντας μήνες μέχρι να κληθεί από την υπηρεσία, ενώ μάλιστα από την 1η Σεπτέμβρη θα είναι υποχρεωμένος να παρουσιαστεί και να υπηρετήσει στη θέση του στην Ελλάδα. Παράλληλα, η τοποθέτηση του εκπαιδευτικού στα εναπομείναντα κενά -και δεδομένου ότι στο εξωτερικό μιλάμε για ένα σχολείο σε κάθε πόλη, και για πόλεις που απέχουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους- σημαίνει ότι εκπαιδευτικοί που δεν λαμβάνουν επιμίσθιο θα πρέπει να μπαίνουν στη διαδικασία της μετακόμισης και της εύρεσης νέας κατοικίας κάθε χρόνο.
Προκειμένου, λοιπόν, να εξασφαλιστεί η εύρεση εκπαιδευτικών διαθέσιμων να καλύψουν τα κενά, θα πρέπει να δίνεται το δικαίωμα σε όλους τους εκπαιδευτικούς μετά την εξαετία να αιτούνται νέας απόσπασης, εντασσόμενοι σε έναν ενιαίο πίνακα απόσπασης από τον οποίο οι νέοι αποσπασμένοι θα δικαιούνται να αποσπαστούν για τρία χρόνια λαμβάνοντας το ειδικό επιμίσθιο (και στη συνέχεια την παράταση), ενώ όσοι εκπαιδευτικοί έχουν συμπληρώσει τον χρόνο απόσπασης με επιμίσθιο θα αποσπώνται για ίσο αριθμό χρόνων λαμβάνοντας αποκλειστικά τις τακτικές τους αποδοχές. Ο κοινός πίνακας των προς απόσπαση εκπαιδευτικών θα συγκροτείται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να εξασφαλιστεί η ισότητα, η άρση αδικαιολόγητων αποκλεισμών και κυρίως η στελέχωση των σχολείων.
Η πρόβλεψη για παράταση πέραν της εξαετίας μετά την έκδοση ειδικής πρόσκλησης που θα ακολουθεί την ολοκλήρωση όλων των άλλων αποσπάσεων, δημιουργεί τον κίνδυνο να μην βρεθούν εκπαιδευτικοί διατεθειμένοι να καλύψουν τις "επιτακτικές" ανάγκες των σχολείων. Το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί θα είναι όμηροι γραφειοκρατικών διαδικασιών -που η εμπειρία έχει αποδείξει ότι ολοκληρώνονται ακόμα και μήνες μετά την έναρξη του σχολικού έτους- θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο, αποκλείοντας στην ουσία όσους επιθυμούν να αποσπαστούν χωρίς επιμίσθιο πέραν της εξαετίας. Είναι πρακτικά αδύνατον ένας εκπαιδευτικός να μπορέσει να διατηρήσει το σπίτι του στο εξωτερικό περιμένοντας μήνες μέχρι να κληθεί από την υπηρεσία, ενώ μάλιστα από την 1η Σεπτέμβρη θα είναι υποχρεωμένος να παρουσιαστεί και να υπηρετήσει στη θέση του στην Ελλάδα. Παράλληλα, η τοποθέτηση του εκπαιδευτικού στα εναπομείναντα κενά -και δεδομένου ότι στο εξωτερικό μιλάμε για ένα σχολείο σε κάθε πόλη, και για πόλεις που απέχουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους- σημαίνει ότι εκπαιδευτικοί που δεν λαμβάνουν επιμίσθιο θα πρέπει να μπαίνουν στη διαδικασία της μετακόμισης και της εύρεσης νέας κατοικίας κάθε χρόνο. Προκειμένου, λοιπόν, να εξασφαλιστεί η εύρεση εκπαιδευτικών διαθέσιμων να καλύψουν τα κενά, θα πρέπει να δίνεται το δικαίωμα σε όλους τους εκπαιδευτικούς μετά την εξαετία να αιτούνται νέας απόσπασης, εντασσόμενοι σε έναν ενιαίο πίνακα απόσπασης από τον οποίο οι νέοι αποσπασμένοι θα δικαιούνται να αποσπαστούν για τρία χρόνια λαμβάνοντας το ειδικό επιμίσθιο (και στη συνέχεια την παράταση), ενώ όσοι εκπαιδευτικοί έχουν συμπληρώσει τον χρόνο απόσπασης με επιμίσθιο θα αποσπώνται για ίσο αριθμό χρόνων λαμβάνοντας αποκλειστικά τις τακτικές τους αποδοχές. Ο κοινός πίνακας των προς απόσπαση εκπαιδευτικών θα συγκροτείται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να εξασφαλιστεί η ισότητα, η άρση αδικαιολόγητων αποκλεισμών και κυρίως η στελέχωση των σχολείων.