• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΘΗΝΑ ΣΟΥΛΗ' | 24 Απριλίου 2020, 22:11

    Η ξενόγλωσση εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο πρέπει να ενισχυθεί. Θεωρώ ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση ότι μπαίνουν τα αγγλικά στο νηπιαγωγείο, είναι όμως σημαντικό σ' αυτή την ηλικία να γίνεται αφύπνιση γενικότερα στις γλώσσες και όχι να εστιάζουμε σε μια μόνο ξένη γλώσσα. Η μονόπλευρη πριμοδότηση της αγγλικής σε όλες τις βαθμίδες, δεν επαρκεί για να ανταποκριθεί το δημόσιο σχολείο στις προκλήσεις του 21ου αι. Είναι κοινός τόπος ότι στις μέρες μας, η εκμάθηση μιας μόνο ξένης γλώσσας δεν είναι αρκετό εφόδιο για να αντιμετωπίσει ο νέος άνθρωπος, ο εργαζόμενος, ο επιστήμονας τις απαιτήσεις μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Μόνο η γνώση της αγγλικής, αν και απαραίτητη, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη για επικοινωνία με διάφορους λαούς. Σε χώρες δε όπως η δική μας, όπου βασική πηγή εσόδων είναι ο τουρισμός, γίνεται πολύ περισσότερο αναγκαία η έμφαση στην εκμάθηση πολλών ξένων γλωσσών. Οι επιστήμονες από την άλλη, ακόμα και αυτοί που μένουν και εργάζονται στην Ελλάδα, χρειάζεται να ενημερώνονται από μια διεθνή βιβλιογραφία. Συνεπώς η γνώση περισσότερων της μιας ξένης γλώσσας είναι επιβεβλημένη. Η κοινωνία γνωρίζει ήδη αυτή την αναγκαιότητα, γι’ αυτό και οι γονείς επιβαρύνονται οικονομικά στέλνοντας τα παιδιά τους στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, όχι μόνο για την εκμάθηση των αγγλικών αλλά οπωσδήποτε πλέον και μιας δεύτερης ξένης γλώσσας. Όμως η γνώση μιας ξένης γλώσσας δεν ικανοποιεί μόνο οικονομικές και επαγγελματικές ανάγκες όπως αυτές ς οποίες προανέφερα. Μια γλώσσα κλείνει μέσα της έναν ολόκληρο πολιτισμό, τον πνευματικό πλούτο κάθε λαού αποτυπωμένο στη λογοτεχνία του, στους μύθους του, στα ήθη και έθιμα του, στα τραγούδια του, στην ιστορία του. Μαθαίνω μια ξένη γλώσσα σημαίνει εμπλέκομαι συναισθηματικά με έναν άλλο λαό, είναι το αντίδοτο στις ξενοφοβικές, ρατσιστικές μισαλλόδοξες, κοινωνίες. Δημιουργείται έτσι η συλλογική συνείδηση του Ευρωπαίου πολίτη μέσα από την γνώση ευρωπαϊκών γλωσσών και πολιτισμών που συμβάλλουν στην εμπέδωση ευρωπαϊκών αξιών, πράγμα που βοηθάει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να θεμελιωθεί σε πιο σταθερές βάσεις με γνώμονα την παιδεία, τον πολιτισμό και όχι μόνο οικονομικά κίνητρα. Άλλωστε τα προγράμματα ERASMUS που πραγματοποιούνται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αυτό τον στόχο δεν έχουν; Με μεγάλη απογοήτευση είδαμε ότι το πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία δεν ενισχύει εξίσου τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να οδηγήσουμε τους μαθητές στη σύνδεση της διδασκαλίας με την πιστοποίηση. Δεδομένης αυτής της κατάστασης που επικρατεί χρόνια τώρα, το επίπεδο γλωσσομάθειας της δεύτερης ξένης γλώσσας παραμένει χαμηλό σύμφωνα με το κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς διδασκαλίας των γλωσσών. Ενώ τα ιδιωτικά σχολεία ξεκινούν τη δεύτερη ξένη γλώσσα από την Γ’ Δημοτικού, στα δημόσια σχολεία το μάθημα της Β’ Ξένης Γλώσσας διδάσκεται δυο ώρες την εβδομάδα στις τάξεις Ε’ και ΣΤ’ ,ανάλογη είναι η κατάσταση και στη δευτεροβάθμια. Με αυτό το χρόνο στη διάθεση μας δεν μπορούμε να προετοιμάσουμε τα παιδιά να δώσουν στην ΣΤ’ τάξη εξετάσεις για το Α1 επίπεδο γλωσσομάθειας και δεν δίνεται η δυνατότητα να προβλεφθεί ανάλογο χρονοδιάγραμμα της ύλης που πρέπει να διδαχθεί στο Γυμνάσιο ώστε στην Γ’ τάξη να πάρουν το Β1 επίπεδο. Έχουμε λοιπόν σχολεία δυο ταχυτήτων με την συγκατάθεση της πολιτείας; Επιτρέπεται το δημόσιο σχολείο να μην μπορεί να επιτελέσει το στόχο για δωρεάν παιδεία;