Αρχική Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξειςΆρθρο 04 – Διδασκόμενα μαθήματα και αξιολόγηση μαθητών του ΓυμνασίουΣχόλιο του χρήστη Κουτέλας Χάρης | 26 Απριλίου 2020, 10:16
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Κουτέλας Χάρης: Βλέπω με θετικό τρόπο το νομοσχέδιο, επειδή είναι αναγκαία μια βαθιά τομή στην εκπαίδευση, πιστεύω όμως ότι κάθε απόπειρα αξιολόγησης των μαθητών θα πέσει στο κενό, ενώ ποιο μάθημα θα εξετάζεται γραπτώς αποτελεί δευτερεύον ζήτημα. Οι λόγοι είναι αρκετοί και τους συνοψίζω ως ακολούθως: • Όσοι μαθητές στο δημοτικό δε έχουν βοήθεια από τους γονείς τους, εγκαταλείπουν πρώιμα κάθε προσπάθεια και στις επόμενες βαθμίδες τους προάγουμε για καθαρά φιλανθρωπικούς λόγους. Τα προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία και των δύο βαθμίδων συντάσσονται από μεσοαστούς διανοούμενους που απευθύνονται σε μικρούς Αϊνστάιν, είναι δηλαδή φαντασιακή κατασκευή για ένα κοινό με γονείς μορφωμένους που ονειρεύονται καριέρα για τα παιδιά τους. Τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων είναι συνήθως καταδικασμένα από την πλήρη έλλειψη ρεαλισμού των αρμοδίων και επαφίενται στη φιλανθρωπία μας για την προαγωγή τους. • Η διγλωσσία στον εκπαιδευτικό χώρο είναι πλέον θεσμικά κατοχυρωμένη. Ο συντονιστής για κάθε μάθημα προτάσσει την κάλυψη της ύλης, ο δε συντονιστής παιδαγωγικού έργου συνιστά πλήρη ανοχή για όποιον παραβατικό μαθητή τορπιλίζει το μάθημα, δυνάμενος, ατιμωρητί, να αναστατώνει ολόκληρο το σχολείο. Για τη σχετική ασυδοσία έχει μιλήσει ο Λεωνίδας Καστανάς σε εξαίρετο άρθρο του στην Athens Voice, όπου εκθέτει αναλυτικά την κατάσταση των σχολείων . Η κύρια τάση είναι τα σχολεία να χρησιμεύουν ως τρόπος ανάσχεσης της εφηβικής εγκληματικότητας και οι εκπαιδευτικοί να επιδεικνύουν ανοχή, σε μια μεταμοντέρνα κοινωνία αποδοχής κάθε ιδιαιτερότητας εν είδει λυοταρικής απόδοσης δικαιοσύνης . Καμία κυβέρνηση δε γνωρίζει αν ο εκπαιδευτικός είναι τελικά φύλακας ή δάσκαλος, η δε σύμφυρση των δύο ρόλων, όταν δεν επιτείνει τη σύγχυση των εκπαιδευτικών, απαιτεί ναπολεόντειες ικανότητες, παρά τη γενικευμένη υποκρισία. • Καμία αξιολόγηση των μαθητών δεν είναι εφικτή σε ένα και ενιαίο σχολείο, όπου ένα παιδί με νοητική καθυστέρηση, λόγου χάρη, συνυπάρχει και διδάσκεται ακαδημαϊκά μαθήματα, χωρίς εναλλακτικές επιλογές πρακτικής εκπαίδευσης. Μόνη λύση είναι να μετατραπούν τα ΕΠΑΛ σε τεχνικά γυμνάσια για όποια παιδιά δε διαθέτουν προσόντα ή απλώς δεν επιθυμούν να γίνουν επιστήμονες. Μια τέτοια λύση θα προκαλούσε, λόγω των τεράστιων συμφερόντων, αληθινό πόλεμο, συνεργούσης της αποβιομηχάνισης της ελληνικής κοινωνίας και της υπερπαραγωγής θεωρητικών λόγων. Υπάρχει πλήθος επαγγελματιών σήμερα που επιβιώνουν μέσω της εκπαίδευσης, πωλώντας κάθε είδους μεσσιανικό εμπόρευμα, από λογοθεραπεία μέχρι σεμινάρια, για αυτό και είναι κατανοητή η απελπισία κάποιων κλάδων ή ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα λόμπι για τα εξεταζόμενα μαθήματα και τα απορρέοντα ιδιαίτερα μαθήματα. • Συνακόλουθα, κάθε σχολική μονάδα υπάρχει για δύο λόγους: αναχαιτίζει την εφηβική εγκληματικότητα και εξασφαλίζει θέσεις εργασίας-η μόρφωση κάποιων μαθητών είναι μόνο παράπλευρη λειτουργία. Οπότε το οποιοδήποτε σύστημα αξιολόγησης των μαθητών θα παρακαμφθεί, ώστε να μείνει σταθερό το μαθητολόγιο-πελατολόγιο. Οι εκπαιδευτικοί είναι εξόχως επινοητικοί ως προς την προαγωγική αριθμητική και οι βαθμολογίες μεταβάλλονται εύκολα, ιδίως όταν ένας και μόνος μαθητής κρίνει τη σύσταση ολόκληρου τμήματος. • Ο μέσος εκπαιδευτικός σήμερα, παρά τη συγκάλυψη του χάους από κόμματα και συνδικαλιστές, είναι έκθετος σε μια λαϊκίστικη τακτική δεκαετιών, σε απειλές για τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα, σε καταστροφές των περιουσιακών του στοιχείων (το αυτοκίνητο είναι ο πρώτος στόχος), σε πίεση από διευθυντές που, όταν καθιερώνουν ένα τυραννικό μαθητοκεντρικό μοντέλο, μπορούν να παρακάμψουν έναν καθηγητή, αν δεν τον απειλήσουν κιόλας ευθέως. Αφήνω κατά μέρος τις άπειρες ειδικές περιπτώσεις και τις μαθησιακές δυσκολίες που ταυτίζονται με καθεστώς ασυλίας. Γιατί λοιπόν να βαθμολογήσει αντικειμενικά ένας εκπαιδευτικός και να υποστεί τον εξευτελισμό μιας εικονικής επαναληπτικής εξέτασης ενός μαθητή, στην οποία μπορεί και να μην παρίσταται, αφού η επιτροπή σχεδιάζεται από τον διευθυντή και στελεχώνεται με λιγότερο «αυστηρούς» εξεταστές, όπως ο νόμος δίνει τη δυνατότητα; • Περίτρανη απόδειξη μηδενικής -και όχι ήσσονος- προσπάθειας είναι το εξής παράδειγμα: Αν ένας ανελλήνιστος Νεοζηλανδός, λόγου χάρη, έφηβος γραφτεί στο ελληνικό λύκειο, όπου η φοίτηση δεν ανήκει καν στην υποχρεωτική εκπαίδευση, μπορεί να μάθει απλώς να γράφει το όνομά του σε λευκές κόλλες-διαγωνίσματα και να λάβει απολυτήριο, αν κιόλας δεν επιτύχει σε κάποια φιλοσοφική σχολή. Ένα κράτος που δίνει τη δυνατότητα σε έναν μαθητή να περνά τις λυκειακές τάξεις με μαθήματα-σωσίβια, στα οποία οι πάντες βαθμολογούνται με άριστα, αποφασίζει ξαφνικά για αυστηροποίηση της αξιολόγησης. Πρόκειται για αντινομία, καθώς στα ελληνικά σχολεία επί δεκαετίες περιφερόμενοι μαθητές χωρίς να φέρουν καν σχολική τσάντα αμείβονται με τίτλους σπουδών οι οποίοι για τους γονείς είναι παραπάνω από σίγουροι. Το νομοσχέδιο κινείται στο χώρο του ιδεατού δίχως ασφαλιστικές δικλείδες: η προαγωγή κρίνεται από τους προφορικούς βαθμούς και η γραπτή εξέταση είναι και θα μείνει προσχηματική. Η λαϊκή θυμοσοφία γνωρίζει ότι η μη προαγωγή μαθητή στο ελληνικό σχολείο προϋποθέτει πρωθυπουργική μεσολάβηση. Για μια πραγματική αξιολόγηση των μαθητών απαιτείται ένας τιτάνιος αγώνας κατάρτισης, καταρχάς, προγραμμάτων σπουδών που ανταποκρίνονται στις δυνατότητες του μέσου μαθητή, θέσμισης τεχνικών γυμνασίων και σύγκρουσης με κατεστημένες νοοτροπίες και συμφέροντα μιας στρατιάς επαγγελματιών και συνδικαλιστών που μονολογούν ιδεοληπτικά επί σειρά ετών μπροστά σε μια διευρυνόμενη παρακμή.