Η επιβολή εξετάσεων, ως προϋπόθεση της φοίτησης στο πρότυπο Λύκειο, παρά το γεγονός ότι οι μαθητές ήδη έχουν υποβληθεί σε διαδικασία επιλογής μέσω αδιάβλητων εξετάσεων ανοικτών σε όλους, που διενεργήθηκαν με διαφάνεια και αντικειμενικότητα, για τη φοίτησή τους στην Α’ Γυμνασίου, διακόπτει την εκπαιδευτική διαδικασία, τους αποσπά από την εκπαιδευτική κοινότητα που ήδη έχει διαμορφωθεί κατά τα χρόνια της γυμνασιακής τους εκπαίδευσης και διακόπτει τη σχέση τους με τους διδάσκοντες, με πολύ κακό αποτέλεσμα για τη συνέχιση της μόρφωσής τους.
Τα ανωτέρω συνιστούν παραβίαση της συνταγματικής υποχρέωσης της πολιτείας για την παροχή δημόσιας υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, χωρίς η πρόσβαση σε αυτήν να υποβάλλεται συνεχώς σε εξαιρετικά επαχθείς προϋποθέσεις και υπέρμετρους περιορισμούς, όπως οι επαναλαμβανόμενες εξετάσεις, που αποκλείουν τους μαθητές από την άσκηση του δικαιώματός τους.
Ο ανωτέρω εξαιρετικά επαχθής περιορισμός των αρίστων μαθητών στην πρόσβασή τους στα συνδεδεμένα πρότυπα Λύκεια δεν φαίνεται να δικαιολογείται από κάποιο λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, αντιθέτως παραβιάζει το συμφέρον της ελληνικής πολιτείας να αναπτύξει ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα υψηλού επιπέδου.
Η παρεμπόδιση αυτή στη συνέχεια της φοίτησής των μαθητών των προτύπων Γυμνασίων στα πρότυπα Λύκεια δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς που αποτυπώνονται στο άρθρο 11 παρ. 2 του νομοσχεδίου που είναι η καλλιέργεια της αριστείας και της καινοτομίας.
Η επιβολή επιπλέον εξετάσεων θα είναι αντικίνητρο για την προσέλκυση αρίστων μαθητών στα πρότυπα Γυμνάσια, καθώς θα πιθανολογείται η μη συνέχιση της φοίτησής τους στο ίδιο σχολικό περιβάλλον στο Λύκειο.
Για τους ήδη εγγεγραμμένους μαθητές στο Γυμνάσιο η επιβολή εξετάσεων, χωρίς την πρόβλεψη τουλάχιστον μιας μεταβατικής ευνοϊκότερης διαδικασίας, διασπά την εμπιστοσύνη που επέδειξαν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους στο σταθερό θεσμικό πλαίσιο που θα επέτρεπε την ομαλή ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής τους, τραυματίζοντας την εμπιστοσύνη των νέων παιδιών στην ασφάλεια δικαίου και στη συνέπεια και συνέχεια της νομοθετικής δράσης.
Η επιβολή εξετάσεων, ως προϋπόθεση της φοίτησης στο πρότυπο Λύκειο, παρά το γεγονός ότι οι μαθητές ήδη έχουν υποβληθεί σε διαδικασία επιλογής μέσω αδιάβλητων εξετάσεων ανοικτών σε όλους, που διενεργήθηκαν με διαφάνεια και αντικειμενικότητα, για τη φοίτησή τους στην Α’ Γυμνασίου, διακόπτει την εκπαιδευτική διαδικασία, τους αποσπά από την εκπαιδευτική κοινότητα που ήδη έχει διαμορφωθεί κατά τα χρόνια της γυμνασιακής τους εκπαίδευσης και διακόπτει τη σχέση τους με τους διδάσκοντες, με πολύ κακό αποτέλεσμα για τη συνέχιση της μόρφωσής τους. Τα ανωτέρω συνιστούν παραβίαση της συνταγματικής υποχρέωσης της πολιτείας για την παροχή δημόσιας υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, χωρίς η πρόσβαση σε αυτήν να υποβάλλεται συνεχώς σε εξαιρετικά επαχθείς προϋποθέσεις και υπέρμετρους περιορισμούς, όπως οι επαναλαμβανόμενες εξετάσεις, που αποκλείουν τους μαθητές από την άσκηση του δικαιώματός τους. Ο ανωτέρω εξαιρετικά επαχθής περιορισμός των αρίστων μαθητών στην πρόσβασή τους στα συνδεδεμένα πρότυπα Λύκεια δεν φαίνεται να δικαιολογείται από κάποιο λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, αντιθέτως παραβιάζει το συμφέρον της ελληνικής πολιτείας να αναπτύξει ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα υψηλού επιπέδου. Η παρεμπόδιση αυτή στη συνέχεια της φοίτησής των μαθητών των προτύπων Γυμνασίων στα πρότυπα Λύκεια δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς που αποτυπώνονται στο άρθρο 11 παρ. 2 του νομοσχεδίου που είναι η καλλιέργεια της αριστείας και της καινοτομίας. Η επιβολή επιπλέον εξετάσεων θα είναι αντικίνητρο για την προσέλκυση αρίστων μαθητών στα πρότυπα Γυμνάσια, καθώς θα πιθανολογείται η μη συνέχιση της φοίτησής τους στο ίδιο σχολικό περιβάλλον στο Λύκειο. Για τους ήδη εγγεγραμμένους μαθητές στο Γυμνάσιο η επιβολή εξετάσεων, χωρίς την πρόβλεψη τουλάχιστον μιας μεταβατικής ευνοϊκότερης διαδικασίας, διασπά την εμπιστοσύνη που επέδειξαν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους στο σταθερό θεσμικό πλαίσιο που θα επέτρεπε την ομαλή ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής τους, τραυματίζοντας την εμπιστοσύνη των νέων παιδιών στην ασφάλεια δικαίου και στη συνέπεια και συνέχεια της νομοθετικής δράσης.