• Σχόλιο του χρήστη 'Απόστολος' | 28 Απριλίου 2020, 12:24

    Αν θέλουμε να μιλάμε για την αναβάθμιση της δημόσιας ξενόγλωσσης εκπαίδευσης κι αν την έχουμε ως στόχο, θα πρέπει να δούμε τα δεδομένα. Λέω τα δεδομένα, διότι όλα αυτά τα χρόνια η διαχείριση σε όλο το φάσμα των γνωστικών αντικειμένων γινόταν με τη λογική των αριθμών και των δεκαδικών ψηφίων, είτε επρόκειτο για μαθητές είτε για καθηγητές. Ενώ παράλληλα μιλάμε για ΚΠγ κι διασύνδεσή του με το δημόσιο σχολείο, από το δημοτικό μέχρι έστω το Γυμνάσιο. Για το Λύκειο δεν ανοίγω εδώ την κουβέντα παραπέρα. Η εμπειρία -αν και θα πρέπει , εικάζω, να υπάρχουν εξαιρέσεις- έχει δείξει ότι η διασύνδεση είναι κενό γράμμα. Τα δημόσια σχολεία γίνονταν απλά χώροι υποδοχής («παραχώρηση») και τα αποτελέσματα των εξεταζομένων πιστοποιούσαν τα ιδιωτικά φροντιστήρια. Αυτό δεν είναι ούτε αναβάθμιση ούτε διασύνδεση. Γιατί πόσα παιδιά (οικογένειες) είχαν και έχουν ειδικά τα τελευταία χρόνια την οικονομική δυνατότητα μιας παράλληλης εκπαίδευσης στην β΄ξένη γλώσσα; Ποιοι είναι οι όροι που θα μπορούσαν να ανοίξουν την προοπτική γι΄αυτά τα παιδιά; Το εβδομαδιαίο 2ωρο;Τα υπεράριθμα κι ανομοιογενή τμήματα μαζί με την κατάργηση της ελεύθερης επιλογής της β΄ξένης γλώσσας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα που μιλάμε; Κι αν αυτό αρθεί κι επιστρέψουμε στο προηγούμενο καθεστώς, της ελεύθερης επιλογής και όχι της επιλογής της πλειοψηφίας με το +1, μια πλειοψηφία η οποία, δυστυχώς, σε πάρα πολλές περιπτώσεις διαμορφώνεται από τα γραφεία των διευθυντών των δημοτικών σχολείων, υπάρχει περίπτωση να μιλάμε για πραγματική διασύνδεση του ΚΠγ με το δημόσιο σχολείο; Εκτός και αν η όλη μέχρι σήμερα φιλοσοφία αποσκοπεί στην καλλιέργεια δημοκρατικής συνείδησης. Δηλαδή δεν πρέπει να εστιάσουμε και στα ποιοτικά κριτήρια ταυτόχρονα; Η λογική του μέσου όρου στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, υπό την έννοια ότι προφέρεται μια παλέτα γνωστικών αντικειμένων όπου a priori διαιωνίζεται η ύπαρξη δύο «πυρήνων», πρωτεύοντα και δευτερεύοντα, παράλληλα με τη συμπληρωματική εκπαίδευση (για όσους μπορούν και έχουν), όπου μέσω αυτής της μερικής δυνατότητας μαζί με την απόκτηση της εξωτερικής πιστοποίησης η διάκριση απαλείφεται. Κι αν απαλείφεται, δεν απαλείφεται ούτε για όλους ούτε για την πλειοψηφία. Και αυτό δεν είναι στατιστική μόνο. Το βιώνουμε όλοι μας όχι μόνο ως μάχιμοι εκπαιδευτικοί γερμανικών, γαλλικών αλλά και ως γονείς. Για να μην κουράζω, αν και θα είχα να γράψω ακόμα αρκετά, αν πραγματικά θέλει η νυν ή η όποια μελλοντική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να βάλει ένα γερό θεμέλιο, θα πρέπει να θέλει να αποδράσει από εκείνα τα στοιχεία, που τεκμηριωμένα καθιστούν τη «διασύνδεση» σημαίνον χωρίς σημαινόμενο.