Περί αξιολόγησης
Κάθε απόπειρα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών στην ελληνική κοινωνία οφείλει να λάβει υπόψιν παραμέτρους συναρτημένες τόσο με την ποιότητα των αξιολογητών όσο και με την πολιτισμική ιδιαιτερότητα κάθε περιοχής και την αποκέντρωση του όλου εγχειρήματος σε όψεις του φαίνεσθαι, απότοκες σπασμωδικών κινήσεων φόβου των εκπαιδευτικών ο οποίος μπορεί να διολισθήσει σε πρόχειρες κινήσεις εντυπωσιασμού. Συγκεκριμένα:
• Μολονότι αρκετοί εκπαιδευτικοί είχαν επιφυλάξεις για τη σύγχρονη τηλεκπαίδευση, τις προσπέλασαν γρήγορα χάρη στην ποιότητα της διεύθυνσης του σχολείου τους και στη συμπαράστασή της. Γνωρίζω όμως ότι υπάρχουν σε σχολεία διευθυντές εντελώς ακαλλιέργητοι, οκνηροί και ακατάλληλοι, με κύριο γνώρισμα την πλήρη επίγνωση από τους ίδιους της ανικανότητας τους, ώστε όλες οι κινήσεις τους να εστιάζουν στην απόκρυψή της: ήτοι χειριστική συμπεριφορά, κολακεία προς τους γονείς και τους μαθητές, καθιέρωση τυραννικού παιδοκεντρικού μοντέλου, ψεύδη, προσοικείωση των πιο «αδύναμων» εκπαιδευτικών, καταδίωξη των επίφοβων ικανών, οι οποίοι και δεν μετέρχονται την οσφυοκαμψία ως δεκανίκι. Ένα κράτος που ποιεί διευθυντές με αδιαφανή κριτήρια -η συνέντευξη αποδεικνύεται λάστιχο αξιοθαύμαστης αντοχής- δεν παρέχει κίνητρα σε ικανά στελέχη τα οποία αποποιούνται μια θέση με άχαρες και άπειρες γραφειοκρατικές ασχολίες. Η παροχή κινήτρων και η συνεχής επαναξιολόγηση των διευθυντών-συχνά εγκατεστημένων σε έναν θρόνο ανέλεγκτου μικρού φεουδάρχη- είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, με αποφυγή της διόγκωσης της κολακείας και της ευνοιοκρατίας, ιδίως σε μία χώρα με ισχυρή κουλτοὐρα «κουμπαριάς». Διαφορετικά, ένας αξιολογικός ρόλος σε ανίκανους ή διαταραγμένους ψυχικά διευθυντές θα είναι ολέθριος.
• Η πρόκριση, κατά τις αξιολογικές κρίσεις, μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων παραβλέπει το γεγονός ότι αυτοί αποκτώνται συχνά από αδύναμους ως προς την επιβολή εκπαιδευτικούς οι οποίοι βλέπουν τη διευθυντική θέση ως σωσίβιο. Κανένας τίτλος δεν πιστοποιεί τη διοικητική ικανότητα, δεδομένου μάλιστα του τρόπου απόκτησης σε μια διεθνή αγορά πώλησης τίτλων, συχνά χωρίς έρευνα. Αποτελεί σκάνδαλο το γεγονός ότι μεταπτυχιακά προγράμματα δεν απαιτούν προπτυχιακό επίπεδο σπουδών και κάνουν εκπτώσεις και ως προς τη διπλωματική εργασία.
• Το διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο διαδραματίζει σημαντικότατη επιρροή στις επιδόσεις των μαθητών, ενώ το περιβόητο σκανδιναβικό μοντέλο αφορά γηγενείς μαθητές-η σύνθεση του πληθυσμού λόγω της μετανάστευσης μεταβάλλει πλέον τα δεδομένα- και προτάσσει, παράλληλα, την τεχνική εκπαίδευση. Συνεπώς μία σύγκριση με άλλα εκπαιδευτικά συστήματα απαιτεί έναν εξορθολογισμό της ελληνικής βιομηχανίας παραγωγής πτυχίων όπως και το τολμηρό μέτρο της δημιουργίας τεχνικών γυμνασίων, μιας και καμία μέθοδος διδασκαλίας δεν μπορεί να αντισταθμίσει τα θηριώδη κενά ενός στερητικού περιβάλλοντος.
• Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε καθεστώς ναρκισσιστικής ψευδαίσθησης γονέων ως προς τις ικανότητες των παιδιών τους και χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση των μαθητών αποτελεί φενάκη.
• Ο υπολογισμός των εκπαιδευτικών δράσεων χρήζει σαφών προδιαγραφών ποιότητας, ώστε οι επισκέψεις να μην εκπέσουν σε εντυπωσιοθηρικές περιπλανήσεις και τα προγράμματα να μην αποσκοπούν απλώς σε μία εκδρομή, δίχως σχέδιο, στοχεύσεις και αληθινές συναντήσεις μετά το μάθημα. Στο σημείο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα, αλλιώς τα ελάχιστα χαρισματικά παιδιά κάθε σχολείου θα γίνουν μήλο της έριδας για έντρομους εκπαιδευτικούς που θα επιδίδονται σε εκπόνηση προγραμμάτων και δράσεων, ώστε να γίνουν κρίκος της αλυσίδας ενός σχολείου, το οποίο θα διαλαλά ασημαντότητες ως πολύτιμη αξιολογική πραμάτεια.
Χωρίς αυτές και άλλες, ίσως, προϋποθέσεις εκφράζω την επιφύλαξη ότι κάθε αξιολόγηση θα αποβεί αποτυχημένη.
Περί αξιολόγησης Κάθε απόπειρα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών στην ελληνική κοινωνία οφείλει να λάβει υπόψιν παραμέτρους συναρτημένες τόσο με την ποιότητα των αξιολογητών όσο και με την πολιτισμική ιδιαιτερότητα κάθε περιοχής και την αποκέντρωση του όλου εγχειρήματος σε όψεις του φαίνεσθαι, απότοκες σπασμωδικών κινήσεων φόβου των εκπαιδευτικών ο οποίος μπορεί να διολισθήσει σε πρόχειρες κινήσεις εντυπωσιασμού. Συγκεκριμένα: • Μολονότι αρκετοί εκπαιδευτικοί είχαν επιφυλάξεις για τη σύγχρονη τηλεκπαίδευση, τις προσπέλασαν γρήγορα χάρη στην ποιότητα της διεύθυνσης του σχολείου τους και στη συμπαράστασή της. Γνωρίζω όμως ότι υπάρχουν σε σχολεία διευθυντές εντελώς ακαλλιέργητοι, οκνηροί και ακατάλληλοι, με κύριο γνώρισμα την πλήρη επίγνωση από τους ίδιους της ανικανότητας τους, ώστε όλες οι κινήσεις τους να εστιάζουν στην απόκρυψή της: ήτοι χειριστική συμπεριφορά, κολακεία προς τους γονείς και τους μαθητές, καθιέρωση τυραννικού παιδοκεντρικού μοντέλου, ψεύδη, προσοικείωση των πιο «αδύναμων» εκπαιδευτικών, καταδίωξη των επίφοβων ικανών, οι οποίοι και δεν μετέρχονται την οσφυοκαμψία ως δεκανίκι. Ένα κράτος που ποιεί διευθυντές με αδιαφανή κριτήρια -η συνέντευξη αποδεικνύεται λάστιχο αξιοθαύμαστης αντοχής- δεν παρέχει κίνητρα σε ικανά στελέχη τα οποία αποποιούνται μια θέση με άχαρες και άπειρες γραφειοκρατικές ασχολίες. Η παροχή κινήτρων και η συνεχής επαναξιολόγηση των διευθυντών-συχνά εγκατεστημένων σε έναν θρόνο ανέλεγκτου μικρού φεουδάρχη- είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, με αποφυγή της διόγκωσης της κολακείας και της ευνοιοκρατίας, ιδίως σε μία χώρα με ισχυρή κουλτοὐρα «κουμπαριάς». Διαφορετικά, ένας αξιολογικός ρόλος σε ανίκανους ή διαταραγμένους ψυχικά διευθυντές θα είναι ολέθριος. • Η πρόκριση, κατά τις αξιολογικές κρίσεις, μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων παραβλέπει το γεγονός ότι αυτοί αποκτώνται συχνά από αδύναμους ως προς την επιβολή εκπαιδευτικούς οι οποίοι βλέπουν τη διευθυντική θέση ως σωσίβιο. Κανένας τίτλος δεν πιστοποιεί τη διοικητική ικανότητα, δεδομένου μάλιστα του τρόπου απόκτησης σε μια διεθνή αγορά πώλησης τίτλων, συχνά χωρίς έρευνα. Αποτελεί σκάνδαλο το γεγονός ότι μεταπτυχιακά προγράμματα δεν απαιτούν προπτυχιακό επίπεδο σπουδών και κάνουν εκπτώσεις και ως προς τη διπλωματική εργασία. • Το διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο διαδραματίζει σημαντικότατη επιρροή στις επιδόσεις των μαθητών, ενώ το περιβόητο σκανδιναβικό μοντέλο αφορά γηγενείς μαθητές-η σύνθεση του πληθυσμού λόγω της μετανάστευσης μεταβάλλει πλέον τα δεδομένα- και προτάσσει, παράλληλα, την τεχνική εκπαίδευση. Συνεπώς μία σύγκριση με άλλα εκπαιδευτικά συστήματα απαιτεί έναν εξορθολογισμό της ελληνικής βιομηχανίας παραγωγής πτυχίων όπως και το τολμηρό μέτρο της δημιουργίας τεχνικών γυμνασίων, μιας και καμία μέθοδος διδασκαλίας δεν μπορεί να αντισταθμίσει τα θηριώδη κενά ενός στερητικού περιβάλλοντος. • Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε καθεστώς ναρκισσιστικής ψευδαίσθησης γονέων ως προς τις ικανότητες των παιδιών τους και χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση των μαθητών αποτελεί φενάκη. • Ο υπολογισμός των εκπαιδευτικών δράσεων χρήζει σαφών προδιαγραφών ποιότητας, ώστε οι επισκέψεις να μην εκπέσουν σε εντυπωσιοθηρικές περιπλανήσεις και τα προγράμματα να μην αποσκοπούν απλώς σε μία εκδρομή, δίχως σχέδιο, στοχεύσεις και αληθινές συναντήσεις μετά το μάθημα. Στο σημείο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα, αλλιώς τα ελάχιστα χαρισματικά παιδιά κάθε σχολείου θα γίνουν μήλο της έριδας για έντρομους εκπαιδευτικούς που θα επιδίδονται σε εκπόνηση προγραμμάτων και δράσεων, ώστε να γίνουν κρίκος της αλυσίδας ενός σχολείου, το οποίο θα διαλαλά ασημαντότητες ως πολύτιμη αξιολογική πραμάτεια. Χωρίς αυτές και άλλες, ίσως, προϋποθέσεις εκφράζω την επιφύλαξη ότι κάθε αξιολόγηση θα αποβεί αποτυχημένη.