Αρχικά σκοπός μας είναι να διακρίνουμε ποιος είναι ο στόχος του εκπαιδευτικού συστήματος σε κάθε βαθμίδα, και έπειτα να κάνουμε τις κατάλληλες ενέργειες, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ότι εξυπηρετεί το στόχο αυτό η κάθε βαθμίδα ξεχωριστά. Για το λόγο αυτό θα ξεκινήσουμε από τη βασική – υποχρεωτική (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια) εκπαίδευση και θα περάσουμε στην τριτοβάθμια, στις μεταπτυχιακές και τις διδακτορικές σπουδές.
Πρωτοβάθμια – Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να έχει ως στόχο την κατάρτιση στα βασικά πεδία γνώσεων, να βάζει βάσεις για την ανάπτυξη κριτικής ικανότητας στους μαθητές και τέλος να τους μαθαίνει με πιο τρόπο πρέπει να διαβάζουν έτσι ώστε να είναι αποδοτικοί και να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες τους σε ολόκληρο το φάσμα τους. Είναι πολύ βασικό πέρα από τα μαθηματικά, τη γλώσσα, την ιστορία, τη γεωγραφία, τη γνωριμία με τη φύση και τον κόσμο γύρω τους, οι μαθητές να μάθουν πώς να διαβάζουν, την αξία του σωστού διαβάσματος, αλλά το βασικότερο πως θα ξεκινήσουν να σκέφτονται. Οι αλλαγές λοιπόν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι στο περιεχόμενο ή την ύλη των διδασκόμενων μαθημάτων αλλά στις παιδαγωγικές μεθόδους και στα βιβλία που τις υποστηρίζουν για την δημιουργία πιο αποτελεσματικών μαθητών που θα στοχεύουν στην ουσία. Σε αυτή την κατεύθυνση βοηθάει πολύ και η θεσμοθέτηση των ολοήμερων σχολείων όπου με την καθοδήγηση των δασκάλων θα μπορούν τα παιδιά να μάθουν να μελετάνε, αλλά και να ασχολούνται με δημιουργικά πράγματα – της αρεσκείας τους – πέρα των μαθημάτων, στον ελεύθερο χρόνο τους.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να έχει σαν στόχο αρχικά την εμβάθυνση των αντικειμένων με τα οποία ασχολήθηκε η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, να δείξει για ποιο λόγο ισχύουν αυτά που έχουν ήδη διδαχτεί, πού αποσκοπούν και πού χρησιμεύουν. Πρέπει μέσα από την εξέλιξη των μαθητών τα μαθήματα να δικαιολογούν την παρουσία τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Οι ερωτήσεις κρίσης και οι συνδυαστικές εργασίες και ασκήσεις θα αναδείξουν το ενιαίο των διαφορετικών μαθημάτων, την αναγκαιότητα όλων αλλά και τη συμβολή τους στη διαπαιδαγώγηση του μαθητή. Πρέπει επίσης η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ως συμπληρωματική της πρωτοβάθμιας, να παράσχει όλα τα εφόδια που θα χρειαστεί κάποιος για να ανταπεξέλθει στην μετέπειτα ζωή του, ακόμα και αν δεν επιθυμεί να περάσει σε ανώτερες σπουδές. Που σημαίνει ότι θα πρέπει να προσφέρει σφαιρική – και όχι εξειδικευμένη – ενημέρωση σε όλα τα αντικείμενα τα οποία πραγματεύεται ήδη η βασική υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να οπλίζει και με τις απαιτούμενες γνώσεις τους μαθητές για την περίπτωση που θέλουν να ασχοληθούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, να ανοίξουν δικές τους επιχειρήσεις, θέλουν να εργαστούν σαν ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, σαν γραμματειακή υποστήριξη ή παρόμοιου τύπου εργασίες όπου δεν απαιτείται πτυχίο ανώτερων σπουδών.
Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει να εισαχθεί ένα μάθημα για την λειτουργία της αγοράς, των ΜΜΕ, την διοίκηση, το marketing, βασικές οικονομικές αρχές, πράγματα τα οποία οφείλει να γνωρίζει κάποιος που εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο όχι μόνο για την εξασφάλιση πόρων, αλλά κυρίως για τη θωράκιση του (ας σημειώσουμε πως η πλειοψηφία δαπανά μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου της μπροστά από την τηλεόραση, βομβαρδιζόμενη από μηνύματα χωρίς να έχει μάθει να τα κρίνει ή να τα διαχειρίζεται). Πρέπει επίσης να γίνουν ουσιαστικές οι γνώσεις που παρέχονται πάνω στους υπολογιστές τη στιγμή που ζούμε στην εποχή της πληροφορίας, σε τέτοιο βαθμό που όλοι βγαίνοντας από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση – και νωρίτερα – να μπορούν να χειριστούν τον υπολογιστή επαρκώς στις βασικές του λειτουργίες (να μπορούν να γράφουν εργασίες, να κάνουν παρουσιάσεις, πλοήγηση στο διαδίκτυο, διαχείριση του ηλεκτρονικού τους ταχυδρομείου, δημιουργία απλών αρχείων excel και access, όπως και να κάνουν format, εγκατάσταση και απεγκατάσταση προγραμμάτων). Πρέπει επίσης τα μαθήματα ξένων γλωσσών να είναι στοχευμένα και ουσιαστικά έτσι ώστε ο μαθητής με το απολυτήριο λυκείου να έχει γνώσεις επιπέδου proficiency στα αγγλικά, και βασικές γνώσεις στη δεύτερη γλώσσα που θα επιλέξει (γερμανικά, γαλλικά ή ισπανικά). Θα μπορούσε το σχολείο σαν θεσμικό όργανο να παραπέμπει και σε εξετάσεις πιστοποίησης των εν λόγω γνώσεων μέσω των αρμόδιων φορέων αντικαθιστώντας – εν μέρει τουλάχιστον – τα ξενόγλωσσα φροντιστήρια εφόσον πλέον η καλή γνώση δύο ξένων γλωσσών θεωρείται βασική και προαπαιτούμενη στην αγορά εργασίας. Τέλος είναι πολύ βασικό για κάποιον βγαίνοντας από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση να γνωρίζει για τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, τον τρόπο λήψης αποφάσεων, αλλά και τη βαρύτητα των δικών του αποφάσεων έτσι ώστε να ενταχτεί πλέον στο κοινωνικό σύνολο. Η έμφαση και εμβάθυνση των αντικειμένων που προαναφέρθηκαν δεν είναι αποτρεπτική για το φόρτο εργασίας ενός μαθητή από τη στιγμή που μπορεί να αντικαταστήσει τις εξειδικευμένες γνώσεις που παρέχονται στις κατευθύνσεις, που αναγκάζεται κανείς να ακολουθήσει προς το παρόν στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πράγμα που δεν πρέπει να συνεχιστεί.
Πρέπει να εισαχθούν περισσότερα πειράματα στον τρόπο διδασκαλίας όσων μαθημάτων το απαιτούν και είναι εφικτό, ενώ θα έπρεπε όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες διδασκαλίας να γίνονται στις αίθουσες των εργαστηρίων, έτσι ώστε να μπορούν οι μαθητές παράλληλα με την θεωρία να βλέπουν και πρακτικές εφαρμογές. Είναι σημαντικό και εδώ να βλέπουμε εφαρμογές του ενός μαθήματος στο άλλο έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτή η ενοποίηση των μαθημάτων και η χρησιμότητα τους. Το ολοήμερο σχολείο έχει ήδη βάλει σε μια νοοτροπία τους μαθητές οι οποίοι μπορούν πλέον να χρησιμοποιήσουν τη βιβλιοθήκη – αναγνωστήριο του σχολείου με μικρότερη καθοδήγηση για να κάνουν τα μαθήματα τους.
Πρέπει επίσης, παράλληλα, κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συμπληρωματικά και όχι σε ώρες μαθημάτων – για να μην θεωρηθεί ώρα ξεκούρασης – να δίνονται μια σειρά από σεμινάρια με θέματα όπως η κυκλοφορική, περιβαλλοντική, φυσική αγωγή, υγιεινή, υγεία –κάπνισμα, αλκοόλ – και άλλα θέματα στο ίδιο πλαίσιο, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σε παρόμοιο πλαίσιο θα είναι καλό οι μαθητές να κάνουν ομάδες και να ασχολούνται με γενικούς προβληματισμούς – προβλήματα τα οποία δεν έχουν ήδη επιλυθεί έτσι ώστε να μάθουν να παράγουν πρωτογενή σκέψη (think-tank).
Οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι ένας θεσμός ο οποίος πρέπει να διατηρηθεί για να υπάρχει κύρος και ουσία στο απολυτήριο του λυκείου (ενιαίου ή τεχνικού). Πρέπει με το απολυτήριο αυτό να πιστοποιείται ότι ο απόφοιτος έχει ένα βασικό επίπεδο γνώσεων οπότε δε μπορεί να δίνεται με ενδοσχολικές εξετάσεις. Παρόλα αυτά οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν πρέπει να είναι εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εφόσον σκοπός του λυκείου δεν είναι η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο αλλά έχει διαφορετικό ρόλο όπως παρατηρήσαμε πιο πάνω. Οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν πρέπει να είναι απαιτητικές σε λεπτομέρειες αλλά να έχουν συνδυαστικές ερωτήσεις κρίσεως στις οποίες να ζητούνται βασικές μέθοδοι σκέψης, έννοιες και γνώσεις οι οποίες αποκομίστηκαν από το σύνολο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Σύστημα Εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει αρχικά το σύστημα να δείχνει τάσεις και κατευθύνσεις στους νέους ανάλογα με τις κλίσεις τους, ανάλογα με τις απαιτήσεις των αντικειμένων αλλά και ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς έτσι ώστε ο νέος να είναι πλήρως ενημερωμένος για τις επιλογές που θα κάνει, τι δυσκολίες θα αντιμετωπίσει στη σχολή που θα επιλέξει να ακολουθήσει, αν τελικά επιλέξει την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για το λόγο αυτό πρέπει να θεσπιστεί ένας φορέας (εάν όχι το ίδιο το λύκειο) όπου ο νέος θα κάνει κάποια τεστ δεξιοτεχνίας, ικανοτήτων, κλίσης – μέσω ερωτηματολογίων, σχημάτων, αντιστοίχισης κλπ – σχεδιασμένα από ειδικούς όπου θα φανερώνουν τους δυνατούς τομείς αλλά και τις αδυναμίες των νέων, όπως και θα μπορούν να προτείνουν τομείς ενασχόλησης. Τέτοια τεστ γίνονται ακόμα και τώρα από ιδιωτικές εταιρίες υπό την επίβλεψη ψυχολόγων. Επιπρόσθετα θα γίνεται ουσιαστικός επαγγελματικός προσανατολισμός με το αντικείμενο της κάθε σχολής, τι πραγματεύεται και τι δυνατότητες προσφέρει. Έτσι θα μπορεί ο νέος, με τη βοήθεια ενός σύμβουλου καθηγητή, να αποφασίσει βάση των επιθυμιών, ικανοτήτων, δυνατοτήτων και ευκαιριών για το ποιες σπουδές θέλει να ακολουθήσει. Αφού τελειώσει με αυτό το στάδιο έχει διαλέξει τομέα και αντικείμενο (ουσιαστικά ποιο τμήμα τον ενδιαφέρει) και διαλέγει τα απαιτούμενα εισαγωγικά μαθήματα που θα παρακολουθήσει, τα οποία γίνονται στα πλαίσια του φορέα που θα ιδρυθεί (αν δεν περάσουν στο λύκειο).
Τα εισαγωγικά μαθήματα ποικίλουν και εξαρτώνται από το αντικείμενο του κάθε τμήματος. Οι υποψήφιοι φοιτητές εξετάζονται στα μαθήματα αυτά στο τέλος της χρονιάς και με τα αποτελέσματα αυτά αλλά και με συστατικές από τους καθηγητές κάνουν αιτήσεις στα πανεπιστήμια που επιθυμούν να ενταχθούν. Τα πανεπιστήμια επιλέγουν κυρίως βάση των βαθμών στα μαθήματα, αλλά μπορεί να λάβουν υπ’ όψιν τους και τις συστατικές σε μικρές διαφορές μεταξύ υποψηφίων ενώ καλούν και σε προσωπική συνέντευξη για την αποδοχή ή όχι του υποψήφιου φοιτητή. Ο νέος μπορεί να προσπαθήσει όσες φορές επιθυμεί να μπει σε όποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα επιθυμεί. Οι εξετάσεις πρέπει και αυτές να γίνονται με αδιάβλητο τρόπο, οι εξεταστές και διορθωτές να μη γνωρίζουν τους εξεταζόμενους και να είναι ίδιας δυσκολίας, εάν όχι ίδια, τα θέματα για όλους τους υποψήφιους για ομότιμα τμήματα.
Ουσιαστικά η προετοιμασία και οι εξετάσεις διαρκούν λιγότερο από ένα χρόνο, οι υποψήφιοι μετράνε τις δυνάμεις τους βλέποντας τις επιδόσεις των υπολοίπων υποψηφίων και μπορούν να κάνουν πιο στοχευμένα τις αιτήσεις τους. Συνυπολογίζουν τις επιθυμίες τους, τις δυνατότητες τους, τους βαθμούς τους σχετικά με τους υπόλοιπους, τα κριτήρια της κάθε σχολής επιλέγουν τη σχολή της αρεσκείας τους. Με αυτό τον τρόπο αρχικά περιορίζονται – αν όχι αποκλείονται – οι μεταγραφές, αφού οι υποψήφιοι έχουν κάνει αίτηση σε συγκεκριμένα ιδρύματα και έχουν επιλεγεί από αυτά, ενώ μεταγραφές ίσως να επιτραπούν σε περίπτωση που προκύψουν λόγοι κατά τη διάρκεια της φοίτησης. Επίσης περιορίζεται η παραπαιδεία, αν συνυπολογίσει κανείς και τη συνεισφορά των ολοήμερων σχολείων, γιατί με αυτό τον τρόπο ακόμα και να θεωρεί κάποιος ότι έχει την ανάγκη να πάει σε βοηθητικά μαθήματα, ακόμα και αν βρει το χρόνο, θα το κάνει για λιγότερο από ένα χρόνο. Εδώ ας παρατηρήσουμε ότι έχουμε περισσότερα μαθήματα, τα οποία επιλέγονται από μικρότερα ακροατήρια, έτσι έχουμε καλύτερη ποιότητα μαθήματος, μεγαλύτερη απορρόφηση εκπαιδευτικών, και οι υποψήφιοι δίνουν απολύτως σχετικά μαθήματα με το αντικείμενο που θα ασχοληθούν στο πανεπιστήμιο. Φυσικά στο πανεπιστήμιο μπαίνουν έχοντας κάνει τα εισαγωγικά μαθήματα οπότε μειώνεται και η διάρκεια των σπουδών κατά ένα χρόνο, το χρόνο που έχασε ο υποψήφιος για την επιλογή, την προετοιμασία και τις εισαγωγικές εξετάσεις.
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να παρέχονται πιο εξειδικευμένες γνώσεις, και τα ιδρύματα πρέπει να παρέχουν υψηλού επιπέδου ποιότητα σπουδών– τουλάχιστον μέχρι να ανοίξει η αγορά, οπότε και δε θα είναι δυνατή η διασφάλιση του επιπέδου των σπουδών αλλά η κατηγοριοποίηση του – ενώ θα πρέπει ο συνολικός αριθμός των εισακτέων ενός αντικειμένου να συναντά κατά κάποιο τρόπο και τις ανάγκες της αγοράς αναφορικά με το αντικείμενο αυτό – και αυτό φυσικά μέχρι να ανοίξει η αγορά, οπότε και δε θα μπορούμε να ασκούμε έλεγχο, παρά μόνο ο ανταγωνισμός θα μπορεί να φέρει ισορροπίες – έτσι ώστε να επιτύχουμε και μείωση της ανεργίας σε κορεσμένους τομείς, αφήνοντας πάντα περιθώριο για όσους θέλουν να ασχοληθούν με την έρευνα – όπου και δεν υπάρχει θέμα ανταποδοτικότητας σε σχέση με την αγορά αφού οι ερευνητές μπορούν να δρουν παράλληλα με αυτή.
Η αξιολόγηση πρέπει επιτέλους να έρθει κάποια στιγμή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να γίνει μια πλήρης καταγραφή υποδομών, υλικών, αναγκών κάθε τμήματος, να αξιολογηθούν τα συγγράμματα, το πρόγραμμα σπουδών, η ποιότητα του μαθήματος και οι καθηγητές από εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς παρατηρητές, και να εντοπιστούν τα προβλήματα του κάθε τμήματος ξεχωριστά. Πρέπει να διατεθούν μεγαλύτερα κονδύλια στα ιδρύματα που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από οικονομική στήριξη, να ασκηθεί μεγαλύτερος έλεγχος και καθοδήγηση στα τμήματα που παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα διοικητικής φύσης. Να δοθούν κίνητρα στους καθηγητές για να κάνουν έρευνα, αλλά να υπάρχουν και εκθέσεις φοιτητών αλλά και εξωτερικών παρατηρητών για την μεταδοτικότητα τους που θα λαμβάνονται υπ’ όψιν στις κρίσεις τους. Πρέπει να φέρουμε όλα τα ιδρύματα σε μια ισορροπία, για να μην έχουμε αποφοίτους πολλών ταχυτήτων – γιατί τότε θα έπρεπε να έχουμε και επαγγελματικά δικαιώματα πολλών ταχυτήτων – και από εκεί να τα αναπτύξουμε ομόρροπα, να τα κάνουμε ανταγωνιστικά με τα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, και έτσι όταν ανοίξει η αγορά, η δημόσια εκπαίδευση δε θα κινδυνεύσει να εξαφανιστεί ενώ δε θα έχουμε και κοινωνικές ανισότητες στις ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Αν φτάσουμε τελικά στην κατηγοριοποίηση των πανεπιστημίων θα πρέπει τα δημόσια πανεπιστήμια να είναι στην πρώτη βαθμίδα και να κρατηθούν εκεί.
Αυτό βέβαια για να επιτευχθεί πρέπει να υπάρχει ενιαία εθνική στρατηγική για την εκπαίδευση, και δεν πρέπει η κάθε κυβέρνηση ανάλογα με τις σκοπιμότητες της να υποβαθμίζει ή να αναβαθμίζει τα δημόσια πανεπιστήμια. Για αυτό το λόγο πρέπει να αφήσουμε στα ιδρύματα την δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτούνται από εναλλακτικούς πόρους. Πρέπει να μπορούνε να αξιοποιήσουνε την έρευνα που παράγουν, αφού θεσπιστεί μια επιτροπή δεοντολογίας που θα εξασφαλίζει ότι η έρευνα αυτή είναι αντικειμενική και δεν καθοδηγείται. Επίσης πρέπει να θεσπιστούν ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών (προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών) τα οποία θα μπορούν να παρακολουθούν ξένοι φοιτητές επί πληρωμή, προγράμματα τηλε-εκπαίδευσης με συνδρομητές ανά τον κόσμο, ή ακόμα και βιντεοσκοπημένα μαθήματα που θα ανεβαίνουν στο site του πανεπιστημίου, να τα παρακολουθούν όσοι θέλουν να γίνουν συνδρομητές – ελεύθερα για τους φοιτητές – (βλ. MIT open courseware).
Σημαντικό είναι επίσης να ενθαρρύνονται οι επιχειρήσεις να δέχονται φοιτητές για πρακτική άσκηση, με κάποιες φοροαπαλλαγές ή μείωση εισφορών ενδεχομένως, έτσι ώστε να μπορούν οι φοιτητές να αποκτούν πρακτικές γνώσεις πάνω στο αντικείμενο τους και να περνάνε από τη θεωρία και την πράξη του εργαστηρίου, στις πραγματικές συνθήκες δουλειάς και τις πραγματικές απαιτήσεις. Με αυτό τον τρόπο και οι εταιρίες γνωρίζουν ενδεχόμενους μελλοντικούς εργαζόμενους, αφού δεν αποκλείεται να μείνουν ευχαριστημένοι από την απόδοση των φοιτητών και να αποφασίσουν να επενδύσουν πάνω τους έτσι ώστε να έχουν καταρτισμένους εργαζόμενους με το που θα πάρουν το πτυχίο τους.
Και σε αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης χρειάζεται να έχουμε συνδυαστικά θέματα κρίσεως και εναλλακτικούς τρόπους εξέτασης για κατανόηση σε μεγαλύτερο βάθος του αντικειμένου, κάτι που απαιτεί ασφαλώς τον περιορισμό των μαθημάτων ανά εξάμηνο. Δεν είναι δυνατόν ο φοιτητής να μπορέσει να μελετήσει σε βάθος, μέσα από πηγές και άλλη βιβλιογραφία, όταν έχει τόσο μεγάλο φόρτο εργασίας, οπότε θέτουμε και στόχους με την αξιολόγηση του προγράμματος σπουδών, έτσι ώστε να καλύπτουν τα απαραίτητα, αλλά με ρεαλιστικά κριτήρια. Επίσης θα πρέπει να θεσπίσουμε και διαγωνισμούς ευρεσιτεχνίας, καινοτομίας και πρωτότυπων ιδεών έτσι ώστε να παροτρύνουμε αλλά και να εμπνεύσουμε τους φοιτητές να ασχοληθούν πιο ουσιαστικά με το αντικείμενο τους, αλλά και να παράγουν πρωτογενή σκέψη.
Αναφορικά με την εντατικοποίηση των σπουδών, εξασφαλίζοντας πως οι λιμνάζοντες φοιτητές δε θα κοστίζουν τίποτα στο πανεπιστήμιο – χωρίς πάσο, δεν προμηθεύονται καινούρια βιβλία κλπ – μπορούμε να θεσπίσουμε ταχύρυθμα και απλά τμήματα, έτσι ώστε στα πρώτα όσοι παρακολουθούν να υποχρεώνονται να περνάνε τα μαθήματα τους, με μικρές αποκλίσεις, μέσα στο ακαδημαϊκό έτος για να προβιβαστούν στο επόμενο, να μην μπορούν να αποτύχουν πάνω από 2+1 φορές σε κάποιο μάθημα και έτσι να τελειώνουν σε ν ή ν+1 χρόνια, ενώ αν αποτύχουν εκπίπτουν στο απλό τμήμα και συνεχίζουν τις σπουδές τους από εκεί. Έτσι το ταχύρυθμο τμήμα ικανοποιεί τους δείκτες αξιολόγησης των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ενώ στα απλά τμήματα μπορούν να ρυθμίσουν οι φοιτητές τον ρυθμό σπουδών τους όπως επιθυμούν και να έχουν και παράπλευρες ασχολίες παράλληλα με το πανεπιστήμιο. Οι αλυσίδες μαθημάτων από την άλλη θα πρέπει να θεσπιστούν και για τους δύο τύπους τμημάτων, για μαθήματα που αποτελούν προαπαιτούμενο το ένα του άλλου και όχι απλά αν έχουν συνάφεια ή συνέχεια βάση ονόματος, γιατί είναι παράλογο να χάνει κάποιος το χρόνο του παρακολουθώντας ένα μάθημα στο οποίο δεν έχει τα εφόδια να επιτύχει.
Έμφαση είναι απαραίτητο επίσης να δώσουμε και στην έρευνα. Πρέπει σαν κράτος να αποφασίσουμε επιτέλους να επενδύσουμε ένα ποσό της τάξης του 2.5% του ΑΕΠ στην βασική έρευνα, πάνω στην οποία μπορούν να στηριχτούν τα πιο επίκαιρα μεταπτυχιακά και διδακτορικά ερευνητικά προγράμματα. Η έρευνα που παράγεται από ένα πανεπιστήμιο ή από μια χώρα είναι η πιο βασική για τις ανώτατες σπουδές. Θα προσελκύσουμε φοιτητές από τα Βαλκάνια άλλα και ολόκληρη την Ευρώπη, θα μπορέσουμε να πουλήσουμε μετά από κάποια χρόνια αποτελέσματα της έρευνας αυτής, ενώ πέρα από τον καθοριστικό χαρακτήρα που έχει η βασική έρευνα για την μεταπτυχιακή και διδακτορική εκπαίδευση αποτελεί και πόλο έλξης για επιχειρήσεις οι οποίες θα την χρησιμοποιήσουν για να πατήσουν πάνω σε αυτή, να κάνουν εφαρμοσμένη έρευνα, και να βρουν εφαρμογές. Μια επιχείρηση δεν είναι σε θέση να επενδύσει τα ποσά που χρειάζονται για τη βασική έρευνα, ούτε έχει τέτοιο βάθος χρόνου για να περιμένει αποτελέσματα. Οπότε πρέπει το κράτος να αποφασίσει να επενδύσει έτσι ώστε να καταφέρουμε κάποια στιγμή μέσα από τα πανεπιστήμια μας και τα ερευνητικά μας κέντρα να εξάγουμε τεχνογνωσία. Εδώ είναι αυτονόητο φυσικά ότι αν θέλουμε να ασχοληθούμε με την έρευνα πρέπει να αγοράσουμε άδειες χρήσης για όλες τις βιβλιοθήκες επιστημονικών εργασιών και να είναι προσβάσιμες από όλα τα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.
Θα μπορούσαμε ακόμα να χρησιμοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα μας σε διάφορα πεδία, έναντι των άλλων χωρών, και να τα εξάγουμε με μορφή εκπαίδευσης. Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε πολύ καλά αγγλόφωνα τμήματα φιλοσοφίας και να τα διαφημίσουμε στο εξωτερικό προσελκύοντας ξένους φοιτητές, προβάλλοντας τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, τμήματα τουριστικών επαγγελμάτων προβάλλοντας τον τουρισμό και τη νυχτερινή ζωή, τμήματα αρχαιολογίας έχοντας να επιδείξουμε τόσους αρχαιολογικούς χώρους, ευκλείδειας γεωμετρίας, ή ακόμα και ελληνικής ιστορίας, ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας, τμήμα ελληνικής φιλολογίας, αγροτικής μεσογειακής καλλιέργειας και ναυσιπλοΐας. Σαν χώρα είμαστε γνωστοί σε διάφορους τομείς τους οποίους οφείλουμε να προβάλουμε για να επωφεληθούμε.
Το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να μην είναι άκαμπτο και να αναγνωρίζει ιδιαιτερότητες στους μαθητές – φοιτητές που το ακολουθούν. Υπάρχουν προικισμένα παιδιά τα οποία καταστρέφονται προσπαθώντας να παρακολουθήσουν μαθήματα σε πολύ αργούς, για αυτά, ρυθμούς και έτσι δημιουργείται η ανάγκη για δημιουργία ειδικών ταχύρυθμων τμημάτων για τα ειδικά αυτά παιδιά ή τουλάχιστον η εκχώρηση της δυνατότητας ταυτόχρονης παρακολούθησης μαθημάτων περισσότερων τάξεων έτσι ώστε να μπορέσουν να βρουν με ενδιαφέρον τη θέση τους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και από την άλλη πλευρά με τμήματα για παιδιά με νοητική στέρηση τα οποία καταστρέφονται αφού δεν είναι δυνατό να παρακολουθήσουν τους συμβατικούς ρυθμούς του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι ιδιαίτερες αυτές περιπτώσεις φυσικά είναι απαραίτητο πρώτα από όλα να αναγνωριστούν κάτι που χρειάζεται φυσικά ικανότητα από την πλευρά των εκπαιδευτικών.
Όσον αφορά το κράτος είναι απαραίτητο να εστιάσουμε στα προβλήματα εκπαίδευσης, γιατί είναι μορφές δημόσιας επένδυσης, είναι ανταποδοτικά, φέρνουν οικονομική μεγέθυνση στο κράτος, παράγουν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και προσελκύουν ξένες επιχειρήσεις. Αντιθέτως όταν εστιάζουμε στις αμυντικές δαπάνες ή στην περίθαλψη επιλέγουμε μια μορφή δημόσιας κατανάλωσης. ‘’Η επινόηση της καθολικής υποχρεωτικής δημόσια χρηματοδοτούμενης εκπαίδευσης ήταν η μεγαλύτερη κοινωνική επινόηση της ανθρωπότητας. Με αυτή αποκόπηκε ο δεσμός ανάμεσα στο οικογενειακό εισόδημα και στην παιδεία και η άγνοια και το χαμηλό εισόδημα της μιας γενιάς δεν οδηγούσαν αυτόματα στην άγνοια και το χαμηλό εισόδημα της άλλης […] Σε τελευταία ανάλυση, το σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης βρίσκεται πίσω από την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τα ανερχόμενα επίπεδα πλούτου. Η συνεχής οικονομική βελτίωση δεν υπήρχε ούτε καν ως έννοια, πόσο μάλλον ως πραγματικότητα, προτού επινοηθεί η καθολική δημόσια εκπαίδευση τον δέκατο ένατο αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες’’ (Lester Thurow – καθηγητής του τμήματος οικονομίας και κοσμήτορας της σχολής διοίκησης επιχειρήσεων Sloan school of Management του ΜΙΤ).
Αρχικά σκοπός μας είναι να διακρίνουμε ποιος είναι ο στόχος του εκπαιδευτικού συστήματος σε κάθε βαθμίδα, και έπειτα να κάνουμε τις κατάλληλες ενέργειες, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ότι εξυπηρετεί το στόχο αυτό η κάθε βαθμίδα ξεχωριστά. Για το λόγο αυτό θα ξεκινήσουμε από τη βασική – υποχρεωτική (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια) εκπαίδευση και θα περάσουμε στην τριτοβάθμια, στις μεταπτυχιακές και τις διδακτορικές σπουδές. Πρωτοβάθμια – Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να έχει ως στόχο την κατάρτιση στα βασικά πεδία γνώσεων, να βάζει βάσεις για την ανάπτυξη κριτικής ικανότητας στους μαθητές και τέλος να τους μαθαίνει με πιο τρόπο πρέπει να διαβάζουν έτσι ώστε να είναι αποδοτικοί και να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες τους σε ολόκληρο το φάσμα τους. Είναι πολύ βασικό πέρα από τα μαθηματικά, τη γλώσσα, την ιστορία, τη γεωγραφία, τη γνωριμία με τη φύση και τον κόσμο γύρω τους, οι μαθητές να μάθουν πώς να διαβάζουν, την αξία του σωστού διαβάσματος, αλλά το βασικότερο πως θα ξεκινήσουν να σκέφτονται. Οι αλλαγές λοιπόν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι στο περιεχόμενο ή την ύλη των διδασκόμενων μαθημάτων αλλά στις παιδαγωγικές μεθόδους και στα βιβλία που τις υποστηρίζουν για την δημιουργία πιο αποτελεσματικών μαθητών που θα στοχεύουν στην ουσία. Σε αυτή την κατεύθυνση βοηθάει πολύ και η θεσμοθέτηση των ολοήμερων σχολείων όπου με την καθοδήγηση των δασκάλων θα μπορούν τα παιδιά να μάθουν να μελετάνε, αλλά και να ασχολούνται με δημιουργικά πράγματα – της αρεσκείας τους – πέρα των μαθημάτων, στον ελεύθερο χρόνο τους. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να έχει σαν στόχο αρχικά την εμβάθυνση των αντικειμένων με τα οποία ασχολήθηκε η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, να δείξει για ποιο λόγο ισχύουν αυτά που έχουν ήδη διδαχτεί, πού αποσκοπούν και πού χρησιμεύουν. Πρέπει μέσα από την εξέλιξη των μαθητών τα μαθήματα να δικαιολογούν την παρουσία τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Οι ερωτήσεις κρίσης και οι συνδυαστικές εργασίες και ασκήσεις θα αναδείξουν το ενιαίο των διαφορετικών μαθημάτων, την αναγκαιότητα όλων αλλά και τη συμβολή τους στη διαπαιδαγώγηση του μαθητή. Πρέπει επίσης η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ως συμπληρωματική της πρωτοβάθμιας, να παράσχει όλα τα εφόδια που θα χρειαστεί κάποιος για να ανταπεξέλθει στην μετέπειτα ζωή του, ακόμα και αν δεν επιθυμεί να περάσει σε ανώτερες σπουδές. Που σημαίνει ότι θα πρέπει να προσφέρει σφαιρική – και όχι εξειδικευμένη – ενημέρωση σε όλα τα αντικείμενα τα οποία πραγματεύεται ήδη η βασική υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να οπλίζει και με τις απαιτούμενες γνώσεις τους μαθητές για την περίπτωση που θέλουν να ασχοληθούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, να ανοίξουν δικές τους επιχειρήσεις, θέλουν να εργαστούν σαν ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, σαν γραμματειακή υποστήριξη ή παρόμοιου τύπου εργασίες όπου δεν απαιτείται πτυχίο ανώτερων σπουδών. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει να εισαχθεί ένα μάθημα για την λειτουργία της αγοράς, των ΜΜΕ, την διοίκηση, το marketing, βασικές οικονομικές αρχές, πράγματα τα οποία οφείλει να γνωρίζει κάποιος που εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο όχι μόνο για την εξασφάλιση πόρων, αλλά κυρίως για τη θωράκιση του (ας σημειώσουμε πως η πλειοψηφία δαπανά μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου της μπροστά από την τηλεόραση, βομβαρδιζόμενη από μηνύματα χωρίς να έχει μάθει να τα κρίνει ή να τα διαχειρίζεται). Πρέπει επίσης να γίνουν ουσιαστικές οι γνώσεις που παρέχονται πάνω στους υπολογιστές τη στιγμή που ζούμε στην εποχή της πληροφορίας, σε τέτοιο βαθμό που όλοι βγαίνοντας από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση – και νωρίτερα – να μπορούν να χειριστούν τον υπολογιστή επαρκώς στις βασικές του λειτουργίες (να μπορούν να γράφουν εργασίες, να κάνουν παρουσιάσεις, πλοήγηση στο διαδίκτυο, διαχείριση του ηλεκτρονικού τους ταχυδρομείου, δημιουργία απλών αρχείων excel και access, όπως και να κάνουν format, εγκατάσταση και απεγκατάσταση προγραμμάτων). Πρέπει επίσης τα μαθήματα ξένων γλωσσών να είναι στοχευμένα και ουσιαστικά έτσι ώστε ο μαθητής με το απολυτήριο λυκείου να έχει γνώσεις επιπέδου proficiency στα αγγλικά, και βασικές γνώσεις στη δεύτερη γλώσσα που θα επιλέξει (γερμανικά, γαλλικά ή ισπανικά). Θα μπορούσε το σχολείο σαν θεσμικό όργανο να παραπέμπει και σε εξετάσεις πιστοποίησης των εν λόγω γνώσεων μέσω των αρμόδιων φορέων αντικαθιστώντας – εν μέρει τουλάχιστον – τα ξενόγλωσσα φροντιστήρια εφόσον πλέον η καλή γνώση δύο ξένων γλωσσών θεωρείται βασική και προαπαιτούμενη στην αγορά εργασίας. Τέλος είναι πολύ βασικό για κάποιον βγαίνοντας από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση να γνωρίζει για τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, τον τρόπο λήψης αποφάσεων, αλλά και τη βαρύτητα των δικών του αποφάσεων έτσι ώστε να ενταχτεί πλέον στο κοινωνικό σύνολο. Η έμφαση και εμβάθυνση των αντικειμένων που προαναφέρθηκαν δεν είναι αποτρεπτική για το φόρτο εργασίας ενός μαθητή από τη στιγμή που μπορεί να αντικαταστήσει τις εξειδικευμένες γνώσεις που παρέχονται στις κατευθύνσεις, που αναγκάζεται κανείς να ακολουθήσει προς το παρόν στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πράγμα που δεν πρέπει να συνεχιστεί. Πρέπει να εισαχθούν περισσότερα πειράματα στον τρόπο διδασκαλίας όσων μαθημάτων το απαιτούν και είναι εφικτό, ενώ θα έπρεπε όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες διδασκαλίας να γίνονται στις αίθουσες των εργαστηρίων, έτσι ώστε να μπορούν οι μαθητές παράλληλα με την θεωρία να βλέπουν και πρακτικές εφαρμογές. Είναι σημαντικό και εδώ να βλέπουμε εφαρμογές του ενός μαθήματος στο άλλο έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτή η ενοποίηση των μαθημάτων και η χρησιμότητα τους. Το ολοήμερο σχολείο έχει ήδη βάλει σε μια νοοτροπία τους μαθητές οι οποίοι μπορούν πλέον να χρησιμοποιήσουν τη βιβλιοθήκη – αναγνωστήριο του σχολείου με μικρότερη καθοδήγηση για να κάνουν τα μαθήματα τους. Πρέπει επίσης, παράλληλα, κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συμπληρωματικά και όχι σε ώρες μαθημάτων – για να μην θεωρηθεί ώρα ξεκούρασης – να δίνονται μια σειρά από σεμινάρια με θέματα όπως η κυκλοφορική, περιβαλλοντική, φυσική αγωγή, υγιεινή, υγεία –κάπνισμα, αλκοόλ – και άλλα θέματα στο ίδιο πλαίσιο, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σε παρόμοιο πλαίσιο θα είναι καλό οι μαθητές να κάνουν ομάδες και να ασχολούνται με γενικούς προβληματισμούς – προβλήματα τα οποία δεν έχουν ήδη επιλυθεί έτσι ώστε να μάθουν να παράγουν πρωτογενή σκέψη (think-tank). Οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι ένας θεσμός ο οποίος πρέπει να διατηρηθεί για να υπάρχει κύρος και ουσία στο απολυτήριο του λυκείου (ενιαίου ή τεχνικού). Πρέπει με το απολυτήριο αυτό να πιστοποιείται ότι ο απόφοιτος έχει ένα βασικό επίπεδο γνώσεων οπότε δε μπορεί να δίνεται με ενδοσχολικές εξετάσεις. Παρόλα αυτά οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν πρέπει να είναι εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εφόσον σκοπός του λυκείου δεν είναι η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο αλλά έχει διαφορετικό ρόλο όπως παρατηρήσαμε πιο πάνω. Οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν πρέπει να είναι απαιτητικές σε λεπτομέρειες αλλά να έχουν συνδυαστικές ερωτήσεις κρίσεως στις οποίες να ζητούνται βασικές μέθοδοι σκέψης, έννοιες και γνώσεις οι οποίες αποκομίστηκαν από το σύνολο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σύστημα Εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση Για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει αρχικά το σύστημα να δείχνει τάσεις και κατευθύνσεις στους νέους ανάλογα με τις κλίσεις τους, ανάλογα με τις απαιτήσεις των αντικειμένων αλλά και ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς έτσι ώστε ο νέος να είναι πλήρως ενημερωμένος για τις επιλογές που θα κάνει, τι δυσκολίες θα αντιμετωπίσει στη σχολή που θα επιλέξει να ακολουθήσει, αν τελικά επιλέξει την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για το λόγο αυτό πρέπει να θεσπιστεί ένας φορέας (εάν όχι το ίδιο το λύκειο) όπου ο νέος θα κάνει κάποια τεστ δεξιοτεχνίας, ικανοτήτων, κλίσης – μέσω ερωτηματολογίων, σχημάτων, αντιστοίχισης κλπ – σχεδιασμένα από ειδικούς όπου θα φανερώνουν τους δυνατούς τομείς αλλά και τις αδυναμίες των νέων, όπως και θα μπορούν να προτείνουν τομείς ενασχόλησης. Τέτοια τεστ γίνονται ακόμα και τώρα από ιδιωτικές εταιρίες υπό την επίβλεψη ψυχολόγων. Επιπρόσθετα θα γίνεται ουσιαστικός επαγγελματικός προσανατολισμός με το αντικείμενο της κάθε σχολής, τι πραγματεύεται και τι δυνατότητες προσφέρει. Έτσι θα μπορεί ο νέος, με τη βοήθεια ενός σύμβουλου καθηγητή, να αποφασίσει βάση των επιθυμιών, ικανοτήτων, δυνατοτήτων και ευκαιριών για το ποιες σπουδές θέλει να ακολουθήσει. Αφού τελειώσει με αυτό το στάδιο έχει διαλέξει τομέα και αντικείμενο (ουσιαστικά ποιο τμήμα τον ενδιαφέρει) και διαλέγει τα απαιτούμενα εισαγωγικά μαθήματα που θα παρακολουθήσει, τα οποία γίνονται στα πλαίσια του φορέα που θα ιδρυθεί (αν δεν περάσουν στο λύκειο). Τα εισαγωγικά μαθήματα ποικίλουν και εξαρτώνται από το αντικείμενο του κάθε τμήματος. Οι υποψήφιοι φοιτητές εξετάζονται στα μαθήματα αυτά στο τέλος της χρονιάς και με τα αποτελέσματα αυτά αλλά και με συστατικές από τους καθηγητές κάνουν αιτήσεις στα πανεπιστήμια που επιθυμούν να ενταχθούν. Τα πανεπιστήμια επιλέγουν κυρίως βάση των βαθμών στα μαθήματα, αλλά μπορεί να λάβουν υπ’ όψιν τους και τις συστατικές σε μικρές διαφορές μεταξύ υποψηφίων ενώ καλούν και σε προσωπική συνέντευξη για την αποδοχή ή όχι του υποψήφιου φοιτητή. Ο νέος μπορεί να προσπαθήσει όσες φορές επιθυμεί να μπει σε όποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα επιθυμεί. Οι εξετάσεις πρέπει και αυτές να γίνονται με αδιάβλητο τρόπο, οι εξεταστές και διορθωτές να μη γνωρίζουν τους εξεταζόμενους και να είναι ίδιας δυσκολίας, εάν όχι ίδια, τα θέματα για όλους τους υποψήφιους για ομότιμα τμήματα. Ουσιαστικά η προετοιμασία και οι εξετάσεις διαρκούν λιγότερο από ένα χρόνο, οι υποψήφιοι μετράνε τις δυνάμεις τους βλέποντας τις επιδόσεις των υπολοίπων υποψηφίων και μπορούν να κάνουν πιο στοχευμένα τις αιτήσεις τους. Συνυπολογίζουν τις επιθυμίες τους, τις δυνατότητες τους, τους βαθμούς τους σχετικά με τους υπόλοιπους, τα κριτήρια της κάθε σχολής επιλέγουν τη σχολή της αρεσκείας τους. Με αυτό τον τρόπο αρχικά περιορίζονται – αν όχι αποκλείονται – οι μεταγραφές, αφού οι υποψήφιοι έχουν κάνει αίτηση σε συγκεκριμένα ιδρύματα και έχουν επιλεγεί από αυτά, ενώ μεταγραφές ίσως να επιτραπούν σε περίπτωση που προκύψουν λόγοι κατά τη διάρκεια της φοίτησης. Επίσης περιορίζεται η παραπαιδεία, αν συνυπολογίσει κανείς και τη συνεισφορά των ολοήμερων σχολείων, γιατί με αυτό τον τρόπο ακόμα και να θεωρεί κάποιος ότι έχει την ανάγκη να πάει σε βοηθητικά μαθήματα, ακόμα και αν βρει το χρόνο, θα το κάνει για λιγότερο από ένα χρόνο. Εδώ ας παρατηρήσουμε ότι έχουμε περισσότερα μαθήματα, τα οποία επιλέγονται από μικρότερα ακροατήρια, έτσι έχουμε καλύτερη ποιότητα μαθήματος, μεγαλύτερη απορρόφηση εκπαιδευτικών, και οι υποψήφιοι δίνουν απολύτως σχετικά μαθήματα με το αντικείμενο που θα ασχοληθούν στο πανεπιστήμιο. Φυσικά στο πανεπιστήμιο μπαίνουν έχοντας κάνει τα εισαγωγικά μαθήματα οπότε μειώνεται και η διάρκεια των σπουδών κατά ένα χρόνο, το χρόνο που έχασε ο υποψήφιος για την επιλογή, την προετοιμασία και τις εισαγωγικές εξετάσεις. Τριτοβάθμια Εκπαίδευση Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να παρέχονται πιο εξειδικευμένες γνώσεις, και τα ιδρύματα πρέπει να παρέχουν υψηλού επιπέδου ποιότητα σπουδών– τουλάχιστον μέχρι να ανοίξει η αγορά, οπότε και δε θα είναι δυνατή η διασφάλιση του επιπέδου των σπουδών αλλά η κατηγοριοποίηση του – ενώ θα πρέπει ο συνολικός αριθμός των εισακτέων ενός αντικειμένου να συναντά κατά κάποιο τρόπο και τις ανάγκες της αγοράς αναφορικά με το αντικείμενο αυτό – και αυτό φυσικά μέχρι να ανοίξει η αγορά, οπότε και δε θα μπορούμε να ασκούμε έλεγχο, παρά μόνο ο ανταγωνισμός θα μπορεί να φέρει ισορροπίες – έτσι ώστε να επιτύχουμε και μείωση της ανεργίας σε κορεσμένους τομείς, αφήνοντας πάντα περιθώριο για όσους θέλουν να ασχοληθούν με την έρευνα – όπου και δεν υπάρχει θέμα ανταποδοτικότητας σε σχέση με την αγορά αφού οι ερευνητές μπορούν να δρουν παράλληλα με αυτή. Η αξιολόγηση πρέπει επιτέλους να έρθει κάποια στιγμή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να γίνει μια πλήρης καταγραφή υποδομών, υλικών, αναγκών κάθε τμήματος, να αξιολογηθούν τα συγγράμματα, το πρόγραμμα σπουδών, η ποιότητα του μαθήματος και οι καθηγητές από εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς παρατηρητές, και να εντοπιστούν τα προβλήματα του κάθε τμήματος ξεχωριστά. Πρέπει να διατεθούν μεγαλύτερα κονδύλια στα ιδρύματα που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από οικονομική στήριξη, να ασκηθεί μεγαλύτερος έλεγχος και καθοδήγηση στα τμήματα που παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα διοικητικής φύσης. Να δοθούν κίνητρα στους καθηγητές για να κάνουν έρευνα, αλλά να υπάρχουν και εκθέσεις φοιτητών αλλά και εξωτερικών παρατηρητών για την μεταδοτικότητα τους που θα λαμβάνονται υπ’ όψιν στις κρίσεις τους. Πρέπει να φέρουμε όλα τα ιδρύματα σε μια ισορροπία, για να μην έχουμε αποφοίτους πολλών ταχυτήτων – γιατί τότε θα έπρεπε να έχουμε και επαγγελματικά δικαιώματα πολλών ταχυτήτων – και από εκεί να τα αναπτύξουμε ομόρροπα, να τα κάνουμε ανταγωνιστικά με τα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, και έτσι όταν ανοίξει η αγορά, η δημόσια εκπαίδευση δε θα κινδυνεύσει να εξαφανιστεί ενώ δε θα έχουμε και κοινωνικές ανισότητες στις ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Αν φτάσουμε τελικά στην κατηγοριοποίηση των πανεπιστημίων θα πρέπει τα δημόσια πανεπιστήμια να είναι στην πρώτη βαθμίδα και να κρατηθούν εκεί. Αυτό βέβαια για να επιτευχθεί πρέπει να υπάρχει ενιαία εθνική στρατηγική για την εκπαίδευση, και δεν πρέπει η κάθε κυβέρνηση ανάλογα με τις σκοπιμότητες της να υποβαθμίζει ή να αναβαθμίζει τα δημόσια πανεπιστήμια. Για αυτό το λόγο πρέπει να αφήσουμε στα ιδρύματα την δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτούνται από εναλλακτικούς πόρους. Πρέπει να μπορούνε να αξιοποιήσουνε την έρευνα που παράγουν, αφού θεσπιστεί μια επιτροπή δεοντολογίας που θα εξασφαλίζει ότι η έρευνα αυτή είναι αντικειμενική και δεν καθοδηγείται. Επίσης πρέπει να θεσπιστούν ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών (προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών) τα οποία θα μπορούν να παρακολουθούν ξένοι φοιτητές επί πληρωμή, προγράμματα τηλε-εκπαίδευσης με συνδρομητές ανά τον κόσμο, ή ακόμα και βιντεοσκοπημένα μαθήματα που θα ανεβαίνουν στο site του πανεπιστημίου, να τα παρακολουθούν όσοι θέλουν να γίνουν συνδρομητές – ελεύθερα για τους φοιτητές – (βλ. MIT open courseware). Σημαντικό είναι επίσης να ενθαρρύνονται οι επιχειρήσεις να δέχονται φοιτητές για πρακτική άσκηση, με κάποιες φοροαπαλλαγές ή μείωση εισφορών ενδεχομένως, έτσι ώστε να μπορούν οι φοιτητές να αποκτούν πρακτικές γνώσεις πάνω στο αντικείμενο τους και να περνάνε από τη θεωρία και την πράξη του εργαστηρίου, στις πραγματικές συνθήκες δουλειάς και τις πραγματικές απαιτήσεις. Με αυτό τον τρόπο και οι εταιρίες γνωρίζουν ενδεχόμενους μελλοντικούς εργαζόμενους, αφού δεν αποκλείεται να μείνουν ευχαριστημένοι από την απόδοση των φοιτητών και να αποφασίσουν να επενδύσουν πάνω τους έτσι ώστε να έχουν καταρτισμένους εργαζόμενους με το που θα πάρουν το πτυχίο τους. Και σε αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης χρειάζεται να έχουμε συνδυαστικά θέματα κρίσεως και εναλλακτικούς τρόπους εξέτασης για κατανόηση σε μεγαλύτερο βάθος του αντικειμένου, κάτι που απαιτεί ασφαλώς τον περιορισμό των μαθημάτων ανά εξάμηνο. Δεν είναι δυνατόν ο φοιτητής να μπορέσει να μελετήσει σε βάθος, μέσα από πηγές και άλλη βιβλιογραφία, όταν έχει τόσο μεγάλο φόρτο εργασίας, οπότε θέτουμε και στόχους με την αξιολόγηση του προγράμματος σπουδών, έτσι ώστε να καλύπτουν τα απαραίτητα, αλλά με ρεαλιστικά κριτήρια. Επίσης θα πρέπει να θεσπίσουμε και διαγωνισμούς ευρεσιτεχνίας, καινοτομίας και πρωτότυπων ιδεών έτσι ώστε να παροτρύνουμε αλλά και να εμπνεύσουμε τους φοιτητές να ασχοληθούν πιο ουσιαστικά με το αντικείμενο τους, αλλά και να παράγουν πρωτογενή σκέψη. Αναφορικά με την εντατικοποίηση των σπουδών, εξασφαλίζοντας πως οι λιμνάζοντες φοιτητές δε θα κοστίζουν τίποτα στο πανεπιστήμιο – χωρίς πάσο, δεν προμηθεύονται καινούρια βιβλία κλπ – μπορούμε να θεσπίσουμε ταχύρυθμα και απλά τμήματα, έτσι ώστε στα πρώτα όσοι παρακολουθούν να υποχρεώνονται να περνάνε τα μαθήματα τους, με μικρές αποκλίσεις, μέσα στο ακαδημαϊκό έτος για να προβιβαστούν στο επόμενο, να μην μπορούν να αποτύχουν πάνω από 2+1 φορές σε κάποιο μάθημα και έτσι να τελειώνουν σε ν ή ν+1 χρόνια, ενώ αν αποτύχουν εκπίπτουν στο απλό τμήμα και συνεχίζουν τις σπουδές τους από εκεί. Έτσι το ταχύρυθμο τμήμα ικανοποιεί τους δείκτες αξιολόγησης των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ενώ στα απλά τμήματα μπορούν να ρυθμίσουν οι φοιτητές τον ρυθμό σπουδών τους όπως επιθυμούν και να έχουν και παράπλευρες ασχολίες παράλληλα με το πανεπιστήμιο. Οι αλυσίδες μαθημάτων από την άλλη θα πρέπει να θεσπιστούν και για τους δύο τύπους τμημάτων, για μαθήματα που αποτελούν προαπαιτούμενο το ένα του άλλου και όχι απλά αν έχουν συνάφεια ή συνέχεια βάση ονόματος, γιατί είναι παράλογο να χάνει κάποιος το χρόνο του παρακολουθώντας ένα μάθημα στο οποίο δεν έχει τα εφόδια να επιτύχει. Έμφαση είναι απαραίτητο επίσης να δώσουμε και στην έρευνα. Πρέπει σαν κράτος να αποφασίσουμε επιτέλους να επενδύσουμε ένα ποσό της τάξης του 2.5% του ΑΕΠ στην βασική έρευνα, πάνω στην οποία μπορούν να στηριχτούν τα πιο επίκαιρα μεταπτυχιακά και διδακτορικά ερευνητικά προγράμματα. Η έρευνα που παράγεται από ένα πανεπιστήμιο ή από μια χώρα είναι η πιο βασική για τις ανώτατες σπουδές. Θα προσελκύσουμε φοιτητές από τα Βαλκάνια άλλα και ολόκληρη την Ευρώπη, θα μπορέσουμε να πουλήσουμε μετά από κάποια χρόνια αποτελέσματα της έρευνας αυτής, ενώ πέρα από τον καθοριστικό χαρακτήρα που έχει η βασική έρευνα για την μεταπτυχιακή και διδακτορική εκπαίδευση αποτελεί και πόλο έλξης για επιχειρήσεις οι οποίες θα την χρησιμοποιήσουν για να πατήσουν πάνω σε αυτή, να κάνουν εφαρμοσμένη έρευνα, και να βρουν εφαρμογές. Μια επιχείρηση δεν είναι σε θέση να επενδύσει τα ποσά που χρειάζονται για τη βασική έρευνα, ούτε έχει τέτοιο βάθος χρόνου για να περιμένει αποτελέσματα. Οπότε πρέπει το κράτος να αποφασίσει να επενδύσει έτσι ώστε να καταφέρουμε κάποια στιγμή μέσα από τα πανεπιστήμια μας και τα ερευνητικά μας κέντρα να εξάγουμε τεχνογνωσία. Εδώ είναι αυτονόητο φυσικά ότι αν θέλουμε να ασχοληθούμε με την έρευνα πρέπει να αγοράσουμε άδειες χρήσης για όλες τις βιβλιοθήκες επιστημονικών εργασιών και να είναι προσβάσιμες από όλα τα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Θα μπορούσαμε ακόμα να χρησιμοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα μας σε διάφορα πεδία, έναντι των άλλων χωρών, και να τα εξάγουμε με μορφή εκπαίδευσης. Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε πολύ καλά αγγλόφωνα τμήματα φιλοσοφίας και να τα διαφημίσουμε στο εξωτερικό προσελκύοντας ξένους φοιτητές, προβάλλοντας τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, τμήματα τουριστικών επαγγελμάτων προβάλλοντας τον τουρισμό και τη νυχτερινή ζωή, τμήματα αρχαιολογίας έχοντας να επιδείξουμε τόσους αρχαιολογικούς χώρους, ευκλείδειας γεωμετρίας, ή ακόμα και ελληνικής ιστορίας, ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας, τμήμα ελληνικής φιλολογίας, αγροτικής μεσογειακής καλλιέργειας και ναυσιπλοΐας. Σαν χώρα είμαστε γνωστοί σε διάφορους τομείς τους οποίους οφείλουμε να προβάλουμε για να επωφεληθούμε. Το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να μην είναι άκαμπτο και να αναγνωρίζει ιδιαιτερότητες στους μαθητές – φοιτητές που το ακολουθούν. Υπάρχουν προικισμένα παιδιά τα οποία καταστρέφονται προσπαθώντας να παρακολουθήσουν μαθήματα σε πολύ αργούς, για αυτά, ρυθμούς και έτσι δημιουργείται η ανάγκη για δημιουργία ειδικών ταχύρυθμων τμημάτων για τα ειδικά αυτά παιδιά ή τουλάχιστον η εκχώρηση της δυνατότητας ταυτόχρονης παρακολούθησης μαθημάτων περισσότερων τάξεων έτσι ώστε να μπορέσουν να βρουν με ενδιαφέρον τη θέση τους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και από την άλλη πλευρά με τμήματα για παιδιά με νοητική στέρηση τα οποία καταστρέφονται αφού δεν είναι δυνατό να παρακολουθήσουν τους συμβατικούς ρυθμούς του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι ιδιαίτερες αυτές περιπτώσεις φυσικά είναι απαραίτητο πρώτα από όλα να αναγνωριστούν κάτι που χρειάζεται φυσικά ικανότητα από την πλευρά των εκπαιδευτικών. Όσον αφορά το κράτος είναι απαραίτητο να εστιάσουμε στα προβλήματα εκπαίδευσης, γιατί είναι μορφές δημόσιας επένδυσης, είναι ανταποδοτικά, φέρνουν οικονομική μεγέθυνση στο κράτος, παράγουν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και προσελκύουν ξένες επιχειρήσεις. Αντιθέτως όταν εστιάζουμε στις αμυντικές δαπάνες ή στην περίθαλψη επιλέγουμε μια μορφή δημόσιας κατανάλωσης. ‘’Η επινόηση της καθολικής υποχρεωτικής δημόσια χρηματοδοτούμενης εκπαίδευσης ήταν η μεγαλύτερη κοινωνική επινόηση της ανθρωπότητας. Με αυτή αποκόπηκε ο δεσμός ανάμεσα στο οικογενειακό εισόδημα και στην παιδεία και η άγνοια και το χαμηλό εισόδημα της μιας γενιάς δεν οδηγούσαν αυτόματα στην άγνοια και το χαμηλό εισόδημα της άλλης […] Σε τελευταία ανάλυση, το σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης βρίσκεται πίσω από την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τα ανερχόμενα επίπεδα πλούτου. Η συνεχής οικονομική βελτίωση δεν υπήρχε ούτε καν ως έννοια, πόσο μάλλον ως πραγματικότητα, προτού επινοηθεί η καθολική δημόσια εκπαίδευση τον δέκατο ένατο αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες’’ (Lester Thurow – καθηγητής του τμήματος οικονομίας και κοσμήτορας της σχολής διοίκησης επιχειρήσεων Sloan school of Management του ΜΙΤ).