Κατά την υπουργό Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων πρόκειται να διεξαχθεί η «μητέρα όλων των μαχών» με έπαθλο τις αλλαγές που θα αφορούν το «DΝΑ της λειτουργίας των πανεπιστημίων». Αφήνοντας στην άκρη την ποδοσφαιρική φρασεολογία ή το Ράλι της Φινλανδίας (μια και αλλού δεν χρησιμοποιείται πια), σπεύδω να διακρίνω σε ποιο νομοθέτημα θα μπορούσε να καταλήξει το «Κείμενο διαβούλευσης για την έναρξη διαλόγου». Παρατρέχοντας, επίσης, τον πλεονασμό της τιτλοφόρησής του και μη γνωρίζοντας τους συντάκτες του θα επιμείνω στο διατυμπανιζόμενο ως τρίπτυχο της «Εθνικής Στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση». Και εφόσον, πράγματι, δεν υπάρχουν «περιθώρια στρουθοκαμηλισμού» ή «πόσω μάλλον αποπροσανατολισμού», απαιτείται να στοιχειοθετηθεί μια αναλυτική αντέκθεση του προτεινόμενου «σκεπτικού», μέσα έστω από τη ρητορεία που το συνέχει.
Ως προς τον πρώτο «κύριο άξονα» ή την «ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ»: εκτιμώ ότι δεν είναι διαθέσιμα τέτοια «περιθώρια» στους συνταγματολόγους εντός της Βουλής και των πανεπιστημίων της χώρας, ιδίως στους συναδέλφους που «πρόσκεινται» στο κυβερνών κόμμα ή έχουν αλισβερίσια μ΄ αυτό, να σιωπήσουν. Γιατί μπορεί να μνημονεύεται, και σε εντελώς άσχετες παραγράφους του «Κειμένου», η «πλήρης και ουσιαστική αυτοδιοίκηση», «σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις», ακολουθεί όμως πάραυτα η πρόταση για «ταυτόχρονη δημιουργία ισχυρών και αποτελεσματικών αντίβαρων». Ειδικότερα, το «Συμβούλιο του Ιδρύματος» ως προς τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητές του (παρά το επιτηδευμένο «στρογγύλεμα» του «Κειμένου», θα επιλέγει τον πρύτανη και θα αποφασίζει την «παύση των καθηκόντων του» ή θα προβαίνει σε «τακτικούς ελέγχους» ως προς τους χειρισμούς δημοσίων λειτουργών με αντικείμενο «διαδικασίες ένταξης φοιτητών στα προγράμματα σπουδών» και θα «επικυρώνει» την πρόσληψη των διοικητικών υπαλλήλων) παντελώς δεν ανταποκρίνεται στην ισχύουσα συνταγματική διάταξη για τα «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Θυμίζω μόνον την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αρ. 32/1990) για την «αρχή της αυτοδιοικήσεως των ΑΕΙ» (ήδη από το Σύνταγμα του 1952 και όχι στην περίοδο που τώρα αποδοκιμάζεται, με μορφή «πατροκτονίας», ως «δήθεν δημοκρατική») που έχει ως «περιεχόμενο την εξουσία των ιδρυμάτων αυτών να αποφασίζουν με δικά τους όργανα στις δικές τους υποθέσεις, όπως είναι η διαχείριση της περιουσίας τους ή η εκλογή του διδακτικού και διοικητικού αυτών προσωπικού».
Ως προς την «ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για τη διεθνοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης», που αντιμετωπίζεται μάλιστα ως «κεντρικός άξονας», οι διαπιστώσεις και οι προτεινόμενες ρυθμίσεις προϋποθέτουν ένα αρκετά χαλαρό και συχνά αθεμελίωτο πλαίσιο διατυπώσεων. Για παράδειγμα: «απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων με διεθνή χαρακτήρα», «ανάπτυξη διαπολιτισμικών γνώσεων», «πολύτιμες γνώσεις και ικανότητες επιστημονικού δυναμικού με διεθνείς γνώσεις και δεξιότητες», «με ορατότητα και ποιότητα διεθνούς εμβέλειας», «εργαλείο με διεθνή διαφάνεια», «νέα ορατότητα και ποιότητα διεθνούς εμβέλειας», «νέα καινοτόμα προγράμματα σπουδών διεθνούς εμβέλειας» κτλ. Από το σύνολο της ακατάσχετης φλυαρίας και αυτού του μέρους του «Κειμένου διαβούλευσης» συνάγονται ευκρινώς τόσο μια πρακτική φόρου υποτελών προς το διεθνές μορφωτικό κεφάλαιο όσο και ο σύστοιχος επαρχιωτισμός που κουνάει «κουτοπόνηρα» το μάτι του με την προσδοκία προσέλκυσης ενός αυξημένου «αριθμού φοιτητών και επιστημόνων από άλλες χώρες» ή ακόμη «από ολόκληρο τον κόσμο». Και όλα αυτά με την πλήρη άγνοια των όρων διαμόρφωσης του διεθνούς επιμερισμού της επιστημονικής γνώσης και των θεσμών που την παράγουν και συναφώς τη διαχέουν.
Τέλος, ως προς την ενδιάμεση πτυχή που αποσκοπεί σε «πτυχία με αντίκρισμα», δοξολογούνται τα «νέα προγράμματα» σπουδών που, στους κόλπους «Σχολών» ως «βασικών ακαδημαϊκών μονάδων», θα «διευκολύνουν την κινητικότητα» και θα «ενισχύουν τη διεπιστημονικότητα». Μήπως εδώ έχουμε έναν λανθάνοντα ζήλο θεσμοποίησης της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας συντακτών του «Κειμένου»; Ο,τι και να συμβαίνει, φαίνεται ότι επιστρέφουμε στην ΑΣΟΕΕ ή στην Πάντειο. Με τριετείς σπουδές, μετά τον ετήσιο προθάλαμο στη «Σχολή», που συμμορφώνονται προς το ομόλογο αγγλοσαξονικό «πρότυπο», θα προκύψει η διάσπαση του ενιαίου γνωστικού αντικειμένου και των οικείων πτυχίων, όσες και όποιες υποσχέσεις κι αν δοθούν για απόκτηση «σύγχρονων δεξιοτήτων». Μάλιστα αυτός ο «χυλός» δεν θα ανταποκρίνεται στο διατυμπανιζόμενο «νέο πρότυπο ανάπτυξης» ούτε στις «προκλήσεις της εποχής μας», όπως κι αν αυτές ορισθούν από όσους διδάσκουν πιθανότητες και στατιστική, «θέματα συγκολλήσεων και αντοχής θαλάσσιων κατασκευών» ή «Παιδαγωγική» με αφετηρία ό,τι μαθαίνουν χημικοί μηχανικοί ή έστω ειδικευόμενοι στη Διδακτική των φυσικών επιστημών.
Χωρίς να επαναλάβω ό,τι έχω προειδοποιήσει στην ίδια εφημερίδα ( «Το Βήμα», 17.10.2010) για τη δήθεν «υψηλή ποιότητα» των υπό συστέγαση προγραμμάτων σπουδών, με «άξονα» τη Σχολή, προσθέτω τώρα τη βεβαιότητά μου ότι η προσδοκώμενη «οριζόντια διάχυση», μέσα από την «ανάπτυξη σύγχρονων διαπολιτισμικών δεξιοτήτων» (θα ζεσταίνει κιόλας τις μηχανές απορρόφησης «προγραμμάτων» το «Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης») και την «επικοινωνία μεταξύ επιστημονικών αντικειμένων», δεν πρόκειται να «ενισχύσει τη διεπιστημονικότητα». Στο ζήτημα αυτό θα χρειασθεί να επανέλθω.
Κατά την υπουργό Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων πρόκειται να διεξαχθεί η «μητέρα όλων των μαχών» με έπαθλο τις αλλαγές που θα αφορούν το «DΝΑ της λειτουργίας των πανεπιστημίων». Αφήνοντας στην άκρη την ποδοσφαιρική φρασεολογία ή το Ράλι της Φινλανδίας (μια και αλλού δεν χρησιμοποιείται πια), σπεύδω να διακρίνω σε ποιο νομοθέτημα θα μπορούσε να καταλήξει το «Κείμενο διαβούλευσης για την έναρξη διαλόγου». Παρατρέχοντας, επίσης, τον πλεονασμό της τιτλοφόρησής του και μη γνωρίζοντας τους συντάκτες του θα επιμείνω στο διατυμπανιζόμενο ως τρίπτυχο της «Εθνικής Στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση». Και εφόσον, πράγματι, δεν υπάρχουν «περιθώρια στρουθοκαμηλισμού» ή «πόσω μάλλον αποπροσανατολισμού», απαιτείται να στοιχειοθετηθεί μια αναλυτική αντέκθεση του προτεινόμενου «σκεπτικού», μέσα έστω από τη ρητορεία που το συνέχει. Ως προς τον πρώτο «κύριο άξονα» ή την «ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ»: εκτιμώ ότι δεν είναι διαθέσιμα τέτοια «περιθώρια» στους συνταγματολόγους εντός της Βουλής και των πανεπιστημίων της χώρας, ιδίως στους συναδέλφους που «πρόσκεινται» στο κυβερνών κόμμα ή έχουν αλισβερίσια μ΄ αυτό, να σιωπήσουν. Γιατί μπορεί να μνημονεύεται, και σε εντελώς άσχετες παραγράφους του «Κειμένου», η «πλήρης και ουσιαστική αυτοδιοίκηση», «σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις», ακολουθεί όμως πάραυτα η πρόταση για «ταυτόχρονη δημιουργία ισχυρών και αποτελεσματικών αντίβαρων». Ειδικότερα, το «Συμβούλιο του Ιδρύματος» ως προς τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητές του (παρά το επιτηδευμένο «στρογγύλεμα» του «Κειμένου», θα επιλέγει τον πρύτανη και θα αποφασίζει την «παύση των καθηκόντων του» ή θα προβαίνει σε «τακτικούς ελέγχους» ως προς τους χειρισμούς δημοσίων λειτουργών με αντικείμενο «διαδικασίες ένταξης φοιτητών στα προγράμματα σπουδών» και θα «επικυρώνει» την πρόσληψη των διοικητικών υπαλλήλων) παντελώς δεν ανταποκρίνεται στην ισχύουσα συνταγματική διάταξη για τα «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Θυμίζω μόνον την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αρ. 32/1990) για την «αρχή της αυτοδιοικήσεως των ΑΕΙ» (ήδη από το Σύνταγμα του 1952 και όχι στην περίοδο που τώρα αποδοκιμάζεται, με μορφή «πατροκτονίας», ως «δήθεν δημοκρατική») που έχει ως «περιεχόμενο την εξουσία των ιδρυμάτων αυτών να αποφασίζουν με δικά τους όργανα στις δικές τους υποθέσεις, όπως είναι η διαχείριση της περιουσίας τους ή η εκλογή του διδακτικού και διοικητικού αυτών προσωπικού». Ως προς την «ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για τη διεθνοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης», που αντιμετωπίζεται μάλιστα ως «κεντρικός άξονας», οι διαπιστώσεις και οι προτεινόμενες ρυθμίσεις προϋποθέτουν ένα αρκετά χαλαρό και συχνά αθεμελίωτο πλαίσιο διατυπώσεων. Για παράδειγμα: «απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων με διεθνή χαρακτήρα», «ανάπτυξη διαπολιτισμικών γνώσεων», «πολύτιμες γνώσεις και ικανότητες επιστημονικού δυναμικού με διεθνείς γνώσεις και δεξιότητες», «με ορατότητα και ποιότητα διεθνούς εμβέλειας», «εργαλείο με διεθνή διαφάνεια», «νέα ορατότητα και ποιότητα διεθνούς εμβέλειας», «νέα καινοτόμα προγράμματα σπουδών διεθνούς εμβέλειας» κτλ. Από το σύνολο της ακατάσχετης φλυαρίας και αυτού του μέρους του «Κειμένου διαβούλευσης» συνάγονται ευκρινώς τόσο μια πρακτική φόρου υποτελών προς το διεθνές μορφωτικό κεφάλαιο όσο και ο σύστοιχος επαρχιωτισμός που κουνάει «κουτοπόνηρα» το μάτι του με την προσδοκία προσέλκυσης ενός αυξημένου «αριθμού φοιτητών και επιστημόνων από άλλες χώρες» ή ακόμη «από ολόκληρο τον κόσμο». Και όλα αυτά με την πλήρη άγνοια των όρων διαμόρφωσης του διεθνούς επιμερισμού της επιστημονικής γνώσης και των θεσμών που την παράγουν και συναφώς τη διαχέουν. Τέλος, ως προς την ενδιάμεση πτυχή που αποσκοπεί σε «πτυχία με αντίκρισμα», δοξολογούνται τα «νέα προγράμματα» σπουδών που, στους κόλπους «Σχολών» ως «βασικών ακαδημαϊκών μονάδων», θα «διευκολύνουν την κινητικότητα» και θα «ενισχύουν τη διεπιστημονικότητα». Μήπως εδώ έχουμε έναν λανθάνοντα ζήλο θεσμοποίησης της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας συντακτών του «Κειμένου»; Ο,τι και να συμβαίνει, φαίνεται ότι επιστρέφουμε στην ΑΣΟΕΕ ή στην Πάντειο. Με τριετείς σπουδές, μετά τον ετήσιο προθάλαμο στη «Σχολή», που συμμορφώνονται προς το ομόλογο αγγλοσαξονικό «πρότυπο», θα προκύψει η διάσπαση του ενιαίου γνωστικού αντικειμένου και των οικείων πτυχίων, όσες και όποιες υποσχέσεις κι αν δοθούν για απόκτηση «σύγχρονων δεξιοτήτων». Μάλιστα αυτός ο «χυλός» δεν θα ανταποκρίνεται στο διατυμπανιζόμενο «νέο πρότυπο ανάπτυξης» ούτε στις «προκλήσεις της εποχής μας», όπως κι αν αυτές ορισθούν από όσους διδάσκουν πιθανότητες και στατιστική, «θέματα συγκολλήσεων και αντοχής θαλάσσιων κατασκευών» ή «Παιδαγωγική» με αφετηρία ό,τι μαθαίνουν χημικοί μηχανικοί ή έστω ειδικευόμενοι στη Διδακτική των φυσικών επιστημών. Χωρίς να επαναλάβω ό,τι έχω προειδοποιήσει στην ίδια εφημερίδα ( «Το Βήμα», 17.10.2010) για τη δήθεν «υψηλή ποιότητα» των υπό συστέγαση προγραμμάτων σπουδών, με «άξονα» τη Σχολή, προσθέτω τώρα τη βεβαιότητά μου ότι η προσδοκώμενη «οριζόντια διάχυση», μέσα από την «ανάπτυξη σύγχρονων διαπολιτισμικών δεξιοτήτων» (θα ζεσταίνει κιόλας τις μηχανές απορρόφησης «προγραμμάτων» το «Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης») και την «επικοινωνία μεταξύ επιστημονικών αντικειμένων», δεν πρόκειται να «ενισχύσει τη διεπιστημονικότητα». Στο ζήτημα αυτό θα χρειασθεί να επανέλθω.