Αρχική Εθνική Στρατηγική για την Ανώτατη ΕκπαίδευσηΗ πρόκληση των αλλαγών στην εκπαίδευσηΣχόλιο του χρήστη ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ | 13 Δεκεμβρίου 2010, 18:27
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Απόφαση της Γ.Σ. 178/1-12ου-2010του Τμήματος Φιλοσοφίας του Παν/μίου Πατρών επί του «Κειμένου Διαβούλευσης» που δημοσιοποιήθηκε στα τέλη Οκτωβρίου ε.ε. από το Υπουργείο Παιδείας ως βάση διαλόγου για ένα νέο Νόμο Πλαίσιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση Το Κείμενο Διαβούλευσης [στο εξής ΚΔ] αποτελείται κατά το ποιόν από μέρη διαφορετικής λειτουργίας, τα οποία δεν μπορούν παρά να αντιμετωπισθούν και να σχολιασθούν με διαφορετικό τρόπο. 1. Περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης σε ΑΕΙ (και ΤΕΙ) αλλά και της ευρύτερης κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας με σκοπό την αιτιολόγηση των προτεινόμενων θεσμικών και νομικών αλλαγών. (ΚΔ, κυρίως στις σσ. 2,3, 7,8 καθώς και οι αναφορές στην ισχύουσα κατάσταση από την ενότητα «Τα διακυβεύματα ...», σελ. 4-5) Ως οριακές συνθήκες, οι οποίες στο ΚΔ αιτιολογούν την πρόταση θεσμικών αλλαγών και νέου νόμου, εντοπίζονται κυρίως: α) η οικονομική κρίση (σ. 2, πρώτη πρόταση!), β) «το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας [που] δεν μπορεί παρά να είναι διεθνώς ανταγωνιστικό και μακροπρόθεσμα βιώσιμο στην παγκόσμια, πλέον, οικονομία» (σ. 2 παρ. 2), γ) μια αναμόρφωση «του συστήματος Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» (σ. 3), της οποίας οργανική συνέχεια θα αποτελέσει η αναμορφωση της τριτοβάθμιας. δ) η στασιμότητα σε μια διαδικασία αναβάθμισης και προόδου στην έρευνα και στην εκπαίδευση στα ελληνικά Παν/μια τις τελευταίες δεκαετίες (σ. 2, παρ. 4), όπου «μια θετική και ανοδική πορεία» «κινδυνεύει» καθώς «συνυπάρχουν δυναμισμός και δομική δυσκινησία ή/και ακινησία» (σ. 3). ε) η «άκριτη Ιδρυση Ιδρυμάτων και Τμημάτων» με στόχο την μαζική Ανώτατη Εκπαίδευση χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό, για την οποίαν «σημαντική ευθύνη φέρει η Πολιτεία» (σ. 3) στ) το ότι παρά την αύξηση της χρηματοδότησης (από εθνικούς και ευρωπαίκούς πόρους) τις τελευταίες δεκαετίες «η συνολική απόδοση [...] ως προς ουσιώδεις δείκτες» μειώνεται (σ. 7), πράγμα το οποίο αποδίδεται «τόσο στον σημερινό τρόπο χρηματοδότησης όσο και τα κριτήρια κατανομής» που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν «υπαρκτές διαφορές» σε «επιτεύγματα και ανάγκες» μεταξύ των ΑΕΙ ζ) μια μελανή εικόνα της σημερινής λειτουργίας των ΑΕΙ (και των ΤΕΙ) τόσο σε θεσμικό, όσο και σε επίπεδο ακαδημαϊκών ηθών και δεοντολογίας (σσ. 7-9), η οποία αποδίδεται στο «σημερινό πλαίσιο εποπτείας» (σ. 7) και στον «σημερινό τρόπο εσωτερικής οργάνωσης» των ΑΕΙ, που κρίνεται ως «παρωχημένος» (σ. 8) Σχολιασμός / τοποθέτηση ΰ Τα σημεία (β) και (γ), ενώ φαίνεται να αποτελούν το καθοριστικό ευρύτερο πλαίσιο, εντός του οποίου εντάσσεται και ο προτεινόμενος αναπροσανατολισμός της λειτουργίας των ΑΕΙ, με κανέναν τρόπο δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα. Η αναφορές σε νέες απαιτήσεις «της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης» (σ. 4) είναι απλώς ασαφείς και δεν εξειδικεύονται ως προς την σημασία τους για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι δε παρεμπίπτουσες αναφορές στην αναμόρφωση της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, που θα ενδιέφεραν ιδιαιτέρως για τον προγραμματισμό μιας συνέχειας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν εξηγούν ούτε ακροθιγώς περί τίνος πρόκειται. ΰ Τα στοιχεία (δ), (ε) και (στ) μιλούν για βασικές δομικές αδυναμίες του μέχρι τώρα συστήματος και μπορούν να θεωρηθούν ως οι κατ΄ εξοχήν και πλέον ενδιαφέροντες λόγοι για διαρθρωτικές αλλαγές στην λειτουργία των ΑΕΙ και ως αίτια των προτεινόμενων νομικών αλλαγών, ωστόσο α) δεν εξειδικεύονται όπως θα απαιτείτο για μια διαφοροποιημένη και κατά περίπτωση εύστοχη εκτίμηση της κατάστασης, αλλά αποδίδονται περιληπτικά στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας, έτσι ώστε δεν εντοπίζουν συγκεκριμένες αλλά αδυναμίες γενικευτικά και β) ως εκ τούτου δεν συναρτώνται στην συνέχεια συγκεκριμένα αλλά συνολικά με τα προτεινόμενα μέτρα, έτσι ώστε μάλλον να προκαλείται σύγχυση, καθώς δεν προκύπτει σαφής λογική σύνδεση αυτής της ανάπτυξης ιδεών με τις συγκεκριμένες προτάσεις του ΚΔ. ΰ Η αναφορά στην οικονομική κρίση (α), έστω ως καταλύτη για την «ανάδειξη» των αδυναμιών (σ.2) δημιουργεί επί πλέον σύγχυση καθώς δεν είναι δυνατόν βαθειές τομές στην λειτουργία, τους προσανατολισμούς και την στοχοθεσία των ΑΕΙ (και των ΤΕΙ), να υπαγορεύονται αδιακρίτως τόσο από τις συγκυριακές συνθήκες της οικονομικής κρίσης όσο και από ενδογενείς αδυναμίες του συστήματος όπως αυτές επισημαίνονται στα σημεία (δ), (ε) και (στ). Η διάκριση εδώ ως προς το τι ακριβώς εξυπηρετεί ποιό μέτρο είναι επιβαλλόμενη, διότι θα ήταν σφάλμα αν οι συγκυριακές ανάγκες του παρόντος είχαν διαρθρωτικές συνέπειες για την λειτουργία των ΑΕΙ. Δεν είναι δυνατόν να ισχυσει μια λογική κατά την οποίαν προτείνεται νομοθεσία για την αναδιάρθρωση και χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων επειδή λόγω της οικονομικής κρίσης απαιτούνται περικοπές. Η σαφής διάκριση μεταξύ αναδιάρθρωσης και εξοικονόμησης πόρων θα έδιδε διαύγεια στην ανάλυση και στην συζήτηση των μέτρων. ΰ Τέλος, η γενική κριτική για τον τρόπο λειτουργίας θεσμικών οργάνων, το επίπεδο του ακαδημαϊκού βίου, αντιδεοντολογικές συμπεριφορές και αντιακαδημαϊκά ήθη (ζ) είναι όλως άστοχη ως αιτιολόγηση αλλαγών θεσμικού και νομικού τύπου, καθώς για την οιουδήποτε είδους αποκλίνουσα από την νομιμότητα πρακτική υπάρχουν σε κάθε νομικό καθεστώς και σε κάθε θεσμικό πλαίσιο προσωπικές ευθύνες είτε των δραστών είτε των μελών των εποπτικών οργάνων, είτε των ατομικών ή συλλογικών οργάνων λήψης αποφάσεων έως και την κορυφή του κρατικού μηχανισμού. Η ολιγωρία στην τυπική και ουσιαστική τήρηση της νομιμότητας μπορεί να ελεγχθεί και μεταφράζεται σε προσωπική ευθύνη. Κανένα θεσμικό και νομικό πλαίσιο δεν εξασφαλίζεται εναντι του ηθικού ελλείμματος των προσώπων που το υπηρετούν. (Επί πλέον, αυτής της διαπίστωσης δεδομένης, προκύπτει ακόμη πιο εμφατικά ότι ο χαρακτηρισμός της λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο σύνολό της βάσει περιστατικών που αφορούν την προσωπική ευθύνη προσώπων, που θεωρητικά και πρακτικά είναι προσδιορίσιμα, δεν εξυπηρετεί έναν νηφάλιο διάλογο, διότι έχει εν τέλει ως συνέπεια την προσωπική δυσφήμιση των λειτουργών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ατομικά. Επίσης, η Πολιτεία μέσω του ΚΔ εμφανίζεται εδώ να μέμφεται έμμεσα ή άμεσα, αλλά πάντως άκριτα, τους ανθρώπους των ΑΕΙ και ΤΕΙ, στους οποίους απευθύνεται με πρόταση διαλόγου, και ισοπεδωτικά, αμελώντας ότι περισσότεροι από αυτούς, παρά τις μάταια εκφρασμένες αντιρρήσεις τους, π.χ. για τον αυξανόμενο αριθμό εισακτέων, διέτρεξαν και διατρέχουν αναγκαστικά την «πορεία για τα αρνητικά της οποίας σημαντική ευθύνη φέρει η πολιτεία με τις πρακτικές άκριτης ίδρυσης Ιδρυμάτων και τμημάτων» (ό.π.). Συμπερασματικά, οι βασικότερες επισημάνσεις μας είναι, · οτι το ΚΔ τείνει να συμφύρει αίτια και ανάγκες για πραγματικές αλλαγές - που από πολλά χρόνια έχουν εντοπισθεί ως προβλήματα του συστήματος λειτουργίας των ΑΕΙ και ΤΕΙ - με συγκυριακά αίτια «αλλαγών», που αφορούν εξοικονόμηση πόρων. Η διάκριση όμως είναι ουσιώδης για την αξιολόγηση των προτάσεων. · οτι η αιτιολόγηση των μέτρων γίνεται γενικευτικά ρητορικά και όχι συγκεκριμένα και τεχνικά και δεν συμβάλλει έτσι στην ανάλυση. Σε αυτό το γενικό και ρητορικό επίπεδο θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμη και συμφωνία για την ανάγκη αλλαγών. · οι αναφορές σε αστοχίες και παραβατικότητες σε ζητήματα προσωπικής ευθύνης των λειτουργών των ΑΕΙ δεν έχουν θέση και δεν συμβάλλουν ούτε ως επιχειρήματα ούτε ως πραγματολογικό περιβάλλον διαλόγου σε μια ανάλυση δομικών προβλημάτων των ΑΕΙ και στην αναζήτηση λύσεων. 2. Προσδιορισμός των στόχων που επιδιώκονται με τις προτεινόμενες διαρθρωτικές αλλαγές (ΚΔ, κυρίως σσ. 4-5 «Τα διακυβεύματα ...» και σσ. 8-10 «Νέα ταυτότητα ...») Το περιεχόμενο και οι σκοποί της δημόσιας Ανώτατης Εκπαίδευσης, υπό τους όρους που αναφέρονται στα μέρη της θεωρητικής ανάλυσης της παρούσας κατάστασης (βλ. α.), προσδιορίζονται ως γενικό πλαίσιο υπό την μορφή ερωτημάτων στην ενότητα «Τα διακυβεύματα των αλλαγών στην Ανώτατη Εκπαίδευση» και εξειδικεύονται περισσότερο στην ενότητα «Νέα ταυτότητα με νέα ηγεσία και ενίσχυση της αυτοδιοίκησης...» (ιδίως στις σσ. 8-10). Τα ζητήματα που τίθενται εκεί είναι σημαντικά, διότι σαφώς από τους σκοπούς αυτούς εξαρτώνται οι συγκεριμένες προτάσεις για θεσμικές αλλαγές. Η συζήτηση που μπορεί να γίνει εδώ δεν μπορεί παρά να έχει ως περιεχόμενο μια αξιολόγηση των σκοπών αυτών ως προς τους προσανατολισμούς της αλλαγής και ως προς τα προβλήματα που επιδιώκεται να λύσουν. Ως γενική παρατήρηση ισχύει και πάλι, ότι δεν εξηγείται με σαφήνεια πώς ακριβώς σχετίζονται οι προτεινόμενες στη συνέχεια νομικές αλλαγές στην τριτοβάθμια με με τους σκοπούς αυτούς. Μια συγκεκριμένη και συστηματική μελέτη θα μπορούσε εδώ όμως να διεισδύσει στην διαύγαση και στην συγκεκριμένη διαμόρφωση των συναρτήσεων αυτών. Ως τους βασικότερους στόχους μπορεί κανείς εδώ να εντοπίσει: 1.ΰ Διατήρηση της μαζικότητας (σ. 4 σημείο 1ο και 2ο) – λογικά σε επίπεδο τόσο φοιτητών όσο και ερευνητών (;), διότι το ένα συνεπάγεται το άλλο – σε συνδυασμό με συγκεντρωτικότητα στο διοικητικό και ακαδημαίκό επίπεδο της λήψης αποφάσεων (σ. 9 σημείο 4) και ταυτόχρονη «ισχυροποίηση της συλλογικής δημοκρατικής διακυβέρνησης» των Ιδρυμάτων (σ. 5). Η συμβατότητα μεταξύ συγκεντρωτικού προτύπου διοίκησης και ενίσχυσης της συλλογικότητας μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης κάθε άλλο παρά εμφανής είναι εδώ. Επίσης, δεν είναι σαφές, γιατί το ΚΔ διαφοροποιείται από τις θεωρητικές θέσεις όλων των προηγούμενων μετά τη μεταπολίτευση νόμων για μαζική ανώτατη εκπαίδευση, εκκινώντας χωρίς εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση από την αποτυχία τους (πρβλ. κείμενο καθ. Α. Λιάκου, ο οποίος το δικαιώνει). 2.ΰ Διατήρηση του ρόλου της Ανώτατης Εκπαίδευσης «ώστε να αποτελεί έναν αυτοτελή θεσμό κριτικής θεώρησης της κοινωνίας και του κόσμου ένα χώρο ελέυθερης διακίνησης ετερογενών ιδεών και προβληματισμού, υπεράσπισης των αξιών του διαφωτισμού [...]» κλπ. (σ. 4, σημείο 4). Δεν αναφέρεται η υπεράσπιση των αξιών του Ανθρωπισμού (ο Διαφωτισμός είναι μια μόνο και σχετικά στενή εκδοχή του Ανθρωπισμού). Θα έπρεπε να προστεθεί ειδικά. Ωστόσο ειδικά για αυτόν τον ρόλο των ΑΕΙ είναι εντελώς αδιαφανές ποία είναι εκείνα τα μέτρα που τον αναβαθμίζουν ή εξασφαλίζουν. Εδώ θα χρειαζόταν ειδική αναφορά στις ανθρωπιστικές επιστήμες και ρητή δέσμευση για την ενίσχυσή τους στην ιδιαιτερότητα τους ως επιστημών που προάγουν την κριτική δύναμη με την καντιανή έννοια του όρου. Μία από τις εναργέστερα προκύπτουσες αντιφατικές θέσεις του ΚΔ αφορά στην εσφαλμένη και πεπλανημένη συσχέτιση μεταξύ του ιδεώδους Παιδείας του Διαφωτισμού και αυτού της λεγόμενης «Κοινωνίας της Γνώσης». Βάσει των γραφομένων στο ΚΔ η ουσιαστική στόχευση των σπουδών στο Πανεπιστήμιο κατευθύνεται προς τον εφοδιασμό των φοιτητών με την απαραίτητη γνώση για να επιβιώσουν απλά στην αγορά εργασίας. Η «κοινωνία της γνώσης» ως σαφές ιδεολόγημα της μεταβιομηχανικής πολιτικής οικονομίας θεμελιώνει έτσι προγράμματα σπουδών προσαρμοσμένα απόλυτα και αποκλειστικά στις ανάγκες εκείνων των οικονομικών κέντρων εξουσίας που ελέγχουν μέσω της συμμετοχής τους στα Συμβούλια Διοίκησης των ΑΕΙ τις κατευθύνσεις των σπουδών και της έρευνας με βάση τις ανάγκες και μόνο της αγοράς εργασίας. Το πόσο απέχει αυτή η μετατροπή των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων σε παραγωγικές σχολές ταχύρρυθμης κατάρτισης (με διετή και μονοετή ακόμα προγράμματα σπουδών) από το ιδεώδες του Διαφωτισμού, που στηρίζεται στην εγκύκλιο παιδεία και στη διαμόρφωση υπεύθυνων και ώριμων πολιτών είναι αυταπόδεικτο. 3. ΰ Πολυτυπία Ιδρυμάτων, ευελιξία σπουδών και επαγγελματικών προφίλ. Ενίσχυση διεπιστημονικότητας. 4.ΰ Εξωστρέφεια: Διεθνείς συνεργασίες, ανταγωνιστικότητα και συμμετοχή στην έρευνα και εκπαίδευση σε διεθνές επίπεδο, συγκρισιμότητα και αξιολόγηση. Συμπεριλαμβάνει και εμπλοκή εξωτερικών αξιολογητών και πιστοποιήσεις ποιότητας προγραμμάτων σπουδών (χωρίς να αναφέρει πώς και από ποιόν ανώτερο (;) των Παν/μίων φορέα (;!) θα γίνεται αυτό), χρηματοδότηση ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών κλπ. (Φιλολογική παράκληση: όχι «διεθνοποίηση» των ΑΕΙ, πιο καλά «διεθνής συμμετοχή» των ελληνικών ΑΕΙ ή «συμμετοχή στην διεθνή επιστημονική συζήτηση»!!!) 5. ΰ «Ολοκλήρωση της αυτοτέλειας» των ΑΕΙ εννοούμενης υπό συγκεκριμένους όρους με τα εξής ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: α) Τοποθετείται σε επίπεδο Ιδρυματικής Μονάδας με περιορισμό της αυτοτέλειας επι μέρους μονάδων εντός αυτής όπως τα Τμήματα ή οι Τομείς β) Περιλαμβάνει δεσμευτικούς όρους έναντι των ΑΕΙ για την χρηματοδότησή τους υπό την μορφή συμβολαίων με την Πολιτεία γ) Υπάγεται σε προσδιορισμούς από το κοινωνικοοικονομικό, εξωακαδημαικό περιβάλλον (οικονομία, περιφέρεια κλπ). Οι αφηρημένοι και σχηματικοί αυτοί στόχοι θα πρέπει να κριθούν μέσα από μια διαδικασία: · ερμηνείας τους με συγκεκριμένο περιεχόμενο που θα περιλαμβάνει και το ποιό πρόβλημα λύνουν και ποιό αποτέλεσμα αναμένεται να έχουν. · ερμηνείας τους μέσω των συγκεκριμένων μέτρων και αξιολόγησης των μέσων πλέον που προτείνονται για την επίτευξή τους. · ελέγχου της συνεκτικότητάς τους (συμβατότητας μεταξύ τους) · ελέγχου της εφαρμοσιμότητας των μέτρων, με τα οποία επιδιώκονται · ελέγχου της βιωσιμότητάς τους δεδομένου ότι σημαίνουν ούτως ή άλλως μιαν τεράστια επένδυση και τεράστιο κόστος σε οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους (αναπροσαρμογή/ μετεκπαίδευση/πειραματικές εφαρμογές και ερμηνείες για όλες τις ακαδημαίκές λειτουργίες) στον χώρο των ΑΕΙ, · εξάντλησης κάθε δυνατότητας για την εξασφάλιση μιας ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης (πέραν της κυβερνητικής πλειοψηφίας στα νομοθετικά όργανα του κράτους), για μιαν ουσιαστικά εθνική στρατηγική για την ανάπτυξη των ΑΕΙ. με χρονικό βάθος ισχύος μιας 30ετίας. Ο σχολιασμός των συγκεκριμένων μέτρων που ακολουθεί θα γίνει μεταξύ άλλων και υπό το πρίσμα αυτών των ερωτημάτων. Ενα ερώτημα που τίθεται ταυτόχρονα με την εισήγηση για την «ολοκλήρωση» της αυτοτέλειας είναι, για ποιά πράγματα ωστόσο εγγυάται η Πολιτεία ως προς την λειτουργία και τον χαρακτήρα των δημοσίων ΑΕΙ και μέσω ποιών θεσμικών μέτρων; 3. Προτεινόμενα μέτρα: Αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ (και των ΤΕΙ): Διοίκηση (σσ. 10-13) Από τις νομικές αλλαγές που προτείνει το ΚΔ οι πρώτες αναφέρονται στη διοικητική δομή των Ιδρυμάτων (σσ. 10-13). Εισηγείται την «αυτοδιοίκησή» τους από μία δυαρχία της Συγκλήτου (ή Συνέλευσης ΤΕΙ) και ενός Συμβουλίου Διοίκησης. Επ’ αυτού τίθενται κατ’ αρχήν ζητήματα καθαρά λειτουργικού χαρακτήρα (υπό Α) καθώς και σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας (υπό Β). Α. Στο Συμβούλιο μετέχουν διακεκριμένες προσωπικότητες ως εξωτερικά μέλη, εκτός από εκπροσώπους των κατηγοριών που εργάζονται στο Ίδρυμα και των φοιτητών. Το όργανο αυτό θα έχει καθοριστικό ρόλο στη στρατηγική ανάπτυξης του Ιδρύματος, στην έγκριση προγραμματισμού και προϋπολογισμού, στη λήψη αποφάσεων και στην εκλογή Πρύτανη (ή Προέδρου ΤΕΙ) από το ίδιο ή άλλο ελληνικό ή ξένο Ίδρυμα. Ο τρόπος συγκρότησης του Συμβουλίου Διοίκησης τίθεται προς συζήτηση. Στην Σύγκλητο δίδονται οι αρμοδιότητες σε όλα (;) τα ακαδημαϊκά θέματα. Ωστόσο το ΚΔ περιορίζει τον αριθμό μελών της Συγκλήτου στον Πρύτανη, στους Κοσμήτορες και σε εκπροσώπους των κατηγοριών που εργάζονται στο Ίδρυμα και των φοιτητών. Σχολιασμός/τοποθέτηση Ως προς την σύνθεση και τις αρμοδιότητες των οργάνων αυτών είναι εντελώς αμφίβολο το κατά πόσο μπορούν στην ουσία να είναι διακριτοί (όπως προβλέπονται χωρίς ακριβείς διευκρινίσεις στις σσ. 10-11) οι τρόποι σύνθεσης και οι διοικητικοί ρόλοι του Συμβουλίου Διοίκησης και της Συγκλήτου με ακαδημαϊκές (;) αρμοδιότητες. Επίσης, η συμμετοχή του σώματος των μελών του ΔΕΠ στην λήψη στρατηγικών αποφάσεων για την εκπαίδευση, έρευνα και ακαδημαίκή ανάπτυξη των ΑΕΙ με την συμμετοχή τους στο Συμβούλιο παραμένει αδιευκρίνιστος, ενώ ρητά περιορίζεται δραστικά - και ασύμμετρα έναντι των λοιπών εργαζομένων και των φοιτητών - στην περίπτωση της Συγκλήτου, εφ΄ όσον πλέον δεν συμμετέχουν οι Πρόεδροι των Τμημάτων. Μία από τις σημαντικές προτάσεις του ΚΔ, κάθε Ίδρυμα να εγκρίνει δικό του Εσωτερικό Κανονισμό λειτουργίας (σσ. 11 και 13) ανατίθεται στο Συμβούλιο Διοίκησης, ενώ κατ΄ εξοχήν στον Εσωτερικό Κανονισμό ρυθμίζονται κατ΄αρχήν όλα τα ακαδημαϊκά θέματα της λειτουργίας ενός Ιδρύματος. Η θεσμοθέτηση Συμβουλίου Διοίκησης, με συμμετοχή και ρόλο εξωτερικών παραγόντων στις διοικητικές, στρατηγικές και χρηματοδοτικές αποφάσεις και λειτουργίες, (σσ. 21-22), η συρρίκνωση της εκπροσώπησης των Παν/κων Μονάδων στο σώμα της Συγκλήτου, η θεσμοθέτηση Σχολών στις οποίες ενσωματώνονται τα Τμήματα, χάνοντας την μέχρι τώρα ακαδημαίκή αυτονομία τους (ενώ αποσιωπάται πλήρως η ως τώρα ύπαρξη Τομέων), σημαίνει ολοφάνερα ότι η διοίκηση των Ιδρυμάτων μετά από πλήρη αναδιάρθρωση της δομής τους νοείται να συγκεντρωθεί, αφ’ ενός, στις Σχολές, που έχουν «την ευθύνη για τα προγράμματα σπουδών» (σ. 21) - αν και δεν αναφέρονται διόλου Γενικές Συνελεύσεις των Σχολών - αφ’ ετέρου, στην Σύγκλητο με περιορισμένο, όπως αναφέραμε, αριθμό μελών, στην οποία οι Σχολές θα εκπροσωπούνται από τους Κοσμήτορες και εκπροσώπους φοιτητών, καθώς και στο Συμβούλιο Διοίκησης. Δηλαδή, το ΚΔ, χωρίς να εξηγεί αν προτείνει ως αντίδοτο της παθολογίας που έχει διαγνώσει στα Ιδρύματα τον περιορισμό της ως τώρα μεγάλης συμμετοχής και εκπροσώπησης διδασκόντων και διδασκόμενων στις γενικές συνελεύσεις συλλογικών οργάνων, επανέρχεται σε μια συγκεντρωτική δομή και διοίκηση των Ιδρυμάτων, κατ΄ αναλογίαν θεσμών που ίσχυαν πριν από τον Νόμο 1268/1982. Η «ταυτόχρονη ισχυροποίηση της συλλογικής δημοκρατικής διακυβέρνησης των Ιδρυμάτων» (σ. 5) αποτελεί εδώ απλώς αντίφαση. Β. Kατά πόσο συνάδει με το Σύνταγμα αυτού του είδους η δυαρχία, η σύνθεση της Συγκλήτου, ο τρόπος εκλογής Πρύτανη καθώς και η συμμετοχή εξωτερικών μελών στα όργανα της αυτοδιοίκησης (είτε κατοχυρώνουν είτε όχι την αυτονομία) των Ιδρυμάτων ως ΝΠΔΔ τελεί υπό αμφισβήτηση. Ι. Κατ’ αρχήν συνταγματικές ή μη συνταγματικές θα ήταν τυχόν διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Στην παρούσα φάση εκφράζονται προθέσεις και επιχειρήματα. Παρ’ όλα αυτά διέπονται από το καθήκον χρήσης ενός δημόσιου λόγου, το λεγόμενο καθήκον πολιτικότητας, δηλ. από το καθήκον που έχουν οι φορείς δημόσιας εξουσίας να επιχειρηματολογούν όχι από την ατομική πολιτική ή ηθική τους σκοπιά, αλλά σεβόμενοι τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος. Την υποχρέωση αυτή της θεμελίωσης των προτεινομένων λύσεων σε ισχύουσες συνταγματικές αρχές και διατάξεις δεν τηρεί το ΚΔ. ΙΙ. Κάθε αναφερόμενη στο Σύνταγμα επιχειρηματολογία έχει αμυντικό χαρακτήρα, αφού τα συνταγματικά δικαιώματα από συστάσεώς τους λειτουργούν προστατευτικά απέναντι σε αυθαίρετες πράξεις ή επιλογές των φορέων εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας. Έτσι η επιχειρηματολογία από συνταγματική σκοπιά δεν παρουσιάζει κατ’ αρχήν αντιπροτάσεις, αλλά αφ’ ενός θέτει το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λογική των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων και αφ’ ετέρου κρίνει τις κατ’ ιδίαν προβλέψεις του ΚΔ. ΙΙΙ. Με τις προβλέψεις του σχετικά με την κατάργηση των Τμημάτων και των ΓΣ τους, με την κατάργηση της νυν συνθέσεως της Συγκλήτου, με την μη πρόβλεψη συλλογικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Σχολής, καθώς και με την λειτουργική μετατροπή των καθηγητών σε «διδάσκοντες/ερευνητές» υπαλλήλους, διέπεται το ΚΔ από ένα γενικό πνεύμα που τείνει να καταργήσει την δημοκρατία, τη συμμετοχικότητα, τη διαβουλευτικότητα και την αυτονομία και ανεξαρτησία του πανεπιστημίου. Ως τοιούτο το ίδιο το πνεύμα της ρύθμισης αντίκειται στο πνεύμα του Συντάγματος της Ελλάδας ως δημοκρατικής πολιτείας. ΙV. Κατά το αρ. 16.2 του Συντάγματος «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.» Η διάπλαση ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών αποτελεί κατ’ εξοχήν αποστολή της Ανώτατης Παιδείας, η οποία κατά το άρ. 16.5 «παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.» Ως εκ τούτου τα Πανεπιστήμια αποτελούν έναν από τους πυλώνες μιας δημοκρατικής πολιτείας, εντός της οποίας έρχονται να επιτελέσουν την από το άρ. 16.1 προβλεπόμενη υποχρέωση της πολιτείας να αναπτύσσει και να προάγει την τέχνη και την επιστήμη υπό συνθήκες ελευθερίας της ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας, με μόνο περιορισμό το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα. Ακριβώς επειδή τα Πανεπιστήμια αναλαμβάνουν μιαν αναγκαία λειτουργία της πολιτείας και επί σκοπώ ουσιαστικής πραγμάτωσης της αποστολής τους αποτελούν αυτοδιοικούμενους και αυτόνομους πολιτειακούς θεσμούς με μέλη ΔΕΠ που αναγνωρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί. Η έννοια του δημόσιου λειτουργού προϋποθέτει θεσμική ανεξαρτησία και ελευθερία άσκησης κριτικού ελέγχου με τα μέσα της επιστήμης. Με τον τρόπο αυτό οι Καθηγητές Πανεπιστημίου λειτουργούν σε αντιστοιχία με τα μέλη του Δικαστικού σώματος, τα οποία στα πλαίσια μιας θεσμικής διάκρισης των εξουσιών επίσης αναγνωρίζονται ως θεσμικά ανεξάρτητα και απολαμβάνουν εγγυήσεων μονιμότητας και ισοβιότητας. Άρα ο ακαδημαϊκός λόγος είναι λόγος θεσμικός και όχι συντεχνιακός, λόγος δημόσιων λειτουργών και όχι δημόσιων υπαλλήλων. ΙV. Ως προς το περιεχόμενο των επί μέρους προβλέψεων του το ΚΔ αντιβαίνει στο Σύνταγμα και συγκεκριμένα στις ακόλουθες διατάξεις: α) αρ. 16. Παρ. 1: «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες· η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Ερωτάται πως μπορεί να διατηρηθεί η ελευθερία της διδασκαλίας και της έρευνας, όταν η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων θα εξαρτάται από την ένταξη τους σε ακαδημαϊκά προκαθορισμένους «δείκτες ποιότητος», τετραετή συμβόλαια ανάπτυξης και επέμβαση στις ακαδημαϊκές κατευθύνσεις των Ιδρυμάτων. Μια ανύπαρκτη από την πλευρά της πολιτείας χάραξη μακροπρόθεσμης εθνικής πολιτικής έρευνας σε συστοιχία με εθνικούς πολιτικούς ή οικονομικούς στόχους αντικαθίσταται στο ΚΔ από μια μεσοβραχυπρόθεσμη «στρατηγική για την ανώτατη παιδεία». β) αρ. 16 παρ. 4: «Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια.» Δωρεάν παιδεία υφίσταται όμως όχι μόνο ως προς την εγγραφή και την παρακολούθηση μαθημάτων, καθώς και τη διανομή συγγραμμάτων, αλλά και ως προς το σύνολο των συνθηκών διαβίωσης των φοιτητών. Ερωτάται πως είναι συμβατά με την επιταγή του Συντάγματος ΣΔΙΤ για εστίαση και σίτιση φοιτητών, καθώς και έντοκα (ιδιωτικο)τραπεζικά και όχι κρατικά δάνεια. γ) αρ. 16 παρ. 5: « Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους.» Η εισαγωγή τόσο του θεσμού του Συμβουλίου στο οποίο μετέχουν μέλη της τοπικής κοινωνίας όσο και του εξωτικού Πρύτανη, αίρει την αυτονομία και το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου από τα μέλη της επιστημονικής κοινότητας που το απαρτίζει, καθώς και την άμεση υπαγωγή του στην κεντρική κρατική εξουσία ως φορέως εποπτείας. Στο ίδιο κατατείνει και η διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκών και μη ακαδημαϊκών υποθέσεων, και κατά μείζονα λόγο η απόσυρση της πολιτείας από την πλήρη και αποκλειστική χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων που ρητά επιβάλλει το Σύνταγμα. δ) αρ. 16 παρ. 6: «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων.» Ως ανωτέρω αναφέρθηκε οι Καθηγητές οφείλουν να παραμείνουν δημόσιοι λειτουργοί και όχι απλοί υπάλληλοι με ελεύθερα διαπραγματεύσιμο μισθό, όπως τους καθιστά το ΚΔ. Η χιλιόχρονη ιστορία του δυτικού Πανεπιστημίου στηρίχθηκε στην αρχή ότι το Πανεπιστήμιο αποτελεί ένα σύμπαν γνώσης (Universitas litterarum) και ένα σύμπαν γραμματισμένων, δασκάλων και διδασκομένων (Universitas magistrorum et studentorum), που συνυπάρχουν σε συνθήκες ανεξαρτησίας ώστε να υπηρετούν την εμβάθυνση και πρόοδο της Γνώσης, ανεξάρτητα από την άμεση εφαρμοσιμότητα ή πρακτικότητα αυτής. Κατά τούτο οι Καθηγητές λειτουργούν στο όνομα της Γνώσης ως θεματοφύλακες δημόσιας περιουσίας, όντας αποκλειστικά υπόλογοι στην συνείδησή τους και στο Σύνταγμα. 4. Εθνική στρατηγική για την Ανώτατη Εκπαίδευση και Έρευνα: Χρηματοδότηση (σσ. 15-19) και «διεθνοποίηση» (σσ. 25-27) Είναι βέβαιο ότι πρέπει να υπάρξει Εθνική Στρατηγική για την Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα, η οποία θα προσδιορίσει προσανατολισμό, κατευθυνση σε θεματικά πεδία κλπ. στην έρευνα, θα προύπολογίσει επενδύσεις για την ανάπτυξη των ΑΕΙ και γενικά την αναβάθμιση του έργου των ΑΕΙ και την εξασφάλιση παραγωγής έργου τόσο με εθνική σημασία όσο και διεθνώς ανταγωνιστικού. Η δρομολόγηση ευρύτατου, αλλά συντεταγμένου και οργανωμένου διαλόγου επί αυτών των θεμάτων είναι επιτακτική ανάγκη. Το ΚΔ δεν διευκρινίζει συγκεκριμένες διαδικασίες και μεθοδολογίες διαβούλευσης στην κατάστρωση των στρατηγικών αυτών σχεδίων. Ο ρόλος των Συμβουλίων Διοίκησης αφ΄ενός, των Συγκλήτων και λοιπών ακαφημαϊκών μονάδων αφ΄ετέρου, ως προς τον σχεδιασμό της ανάπτυξης είναι ασαφής. Αντίθετα το ΚΔ εστιάζει κυρίως στον στρατηγικό ρόλο ενός νέου μοντέλου χρηματοδότησης, ενώ επί συγκεκριμένων επιλογών ερευνητικού προσανατολισμού αναφέρει κυρίως την συμμετοχή των ελληνικών ΑΕΙ στην ερευνα σε διεθνές επίπεδο (ατυχώς ονομαζόμενη στο ΚΔ «διεθνοποίηση»), καθώς και μια εξωστρεφή έκθεση των ΑΕΙ σε πάης φύσεως διεθνή αξιολόγηση (από τα προγράμματα σπουδών έως και τις εκλογές μελών ΔΕΠ). Από πλευράς συγκεκριμένων βημάτων προβλέπεται ιδρυση μέας υπηρεσία κατά το ΚΔ (ανεξάρτητης ή του Υπουργείου ή μία νέα ΑΔΙΠ), με αποστολή την «υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής» για την Ανώτατη Εκπαίδευση και Έρευνα και με συμμετοχή στην κατάστρωση της στρατηγικής αυτής, η οποία με «υποστήριξη ειδικών επιστημόνων και φορέων, αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή [...] προγραμματικών συμβάσεων με τα Ιδρύματα, τη διαχείριση και κατανομή της δημόσιας χρηματοδότησης στα Ιδρύματα» (σ. 17) «στη βάση δεικτών ποιότητας και των επιτευγμάτων τους» (σ. 16). Συγχρόνως ενθαρρύνονται, αφ’ ενός, «συνενώσεις Ιδρυμάτων με στόχο τη δημιουργία κρίσιμων μαζών που θα αποτελέσουν ‘πυλώνες’ αριστείας διεθνούς εμβέλειας» (σ. 19), αφ’ ετέρου, ο διεθνής χαρακτήρας και η διεθνής παρουσία των Ιδρυμάτων (σσ. 25-27). Η προϋπόθεση για να συμμετάσχει κανείς ουσιαστικά στη διαβούλευση για τα ζητήματα αυτά θα ήταν το ΚΔ να διευκρινίζει, όχι μόνο το για ποιά πράγματα αναλάμβάνουν τα αυτοτελή Ιδρύματα πλέον την ευθύνη που αναλογεί στην αυτοτέλειά τους, αλλά κυρίως υπό τους νέους όρους που τίθενται στο ΚΔ το για ποια ακριβώς πράγματα αναλαμβάνει να εγγυηθεί ή θα εξακολουθήσει να εγγυάται η Πολιτεία ως προς τον χαρακτήρα, τον ρόλο και τις προύποθέσεις ύπαρξης και λειτοπυργίας των ΑΕΙ. Ειδικά ως προς τον σχεδιασμό ανάπτυξης επίσης, το κατά πόσον θα εξασφαλίσει την συνέχεια σε προσπάθειες που ήδη έχει δρομολογήσει το ελληνικό Πανεπιστήμιο όπως π.χ. το κατά πόσο θα τηρήσει τον τετραετή προγραμματισμό που εισήγαγε ο προηγούμενος νόμος για την Ανώτατη Εκπαίδευση - αν κρίνουμε από τις περικοπές το 2010, ή το κατά πόσον θα αξιοποιήσει την ήδη τρέχουσα διαδικασία αξιολόγησης, για την οποίαν έχουν επίσης ήδη αναλωθεί οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι. Επί της ουσίας μιας στρατηγικής ανάπτυξης, το ΚΔ δεν διευκρινίζει ακριβώς παρά μόνο προτάσεις που αφορούν μία εθνική στρατηγική για «διεθνοποίηση», όπως τη λέει (σ. 27), των ΑΕΙ. Ορισμένες από αυτές είναι εύλογες, όπως η χρηματοδότηση προγραμμάτων σπουδών σε ξένη γλώσσα, η εφαρμογή του ευρωπαϊκού πλαισίου προσόντων και του ευρωπαϊκού συστήματος πιστωτικών μονάδων. Άλλες πάλι συγχέουν ανεξήγητα επιστημονικούς θεσμούς προτείνοντας τη συνένωση «εκπαιδευτικών» Ιδρυμάτων με «ερευνητικά Ιδρύματα» και αξιώνοντας ότι έτσι εξυπηρετείται η «ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας τους» (αυτ.). Άλλες, όπως η πιστοποίηση προγραμμάτων σπουδών των Ιδρυμάτων από ξένους επιστήμονες και εκλεκτορικά σώματα με αρκετούς ξένους επιστήμονες, δεν φαίνονται τόσο ρεαλιστικές όσο ευφάνταστες, εκτός αν οριστεί η αγγλική ως δεύτερη εν χρήσει γλώσσα των Ιδρυμάτων. Ενα ειδικό σημείο αιχμής στο πλαίσο μιας Εθνικής Στρατηγικής: Ανθρωπιστικές Επιστήμες στα ελληνικά ΑΕΙ Στο πλαίσιο των προγραμματικών στοχεύσεων του ΚΔ για Ανώτατη Εκπαίδευση τέτοια, «ώστε να αποτελεί έναν αυτοτελή θεσμό κριτικής θεώρησης της κοινωνίας και του κόσμου ένα χώρο ελέυθερης διακίνησης ετερογενών ιδεών και προβληματισμού, υπεράσπισης των αξιών του διαφωτισμού [...]» κλπ. (ΚΔ, σ.4 και στο παρόν κείμενο σ. 5) πρέπει να σημειωθεί, ότι απαιτείται σαφής τοποθέτηση και προγραμματισμός της θέσης των Ανθρωπιστικών Επιστημών υπό την ιδιάζουσα ανθρωπιστική τους στοχοθεσία εντός του νέου πλαισίου ανάπτυξης, καθώς ο χαρακτήρας των επιστημών αυτών δεν τις υπάγει αυτόματα στις επιταγές των όρων και διακυβευμάτων που θεματοποιεί το ΚΔ. Ομως και εντός της δυσχερούς διεθνούς συγκυρίας η αναγκαιότητα για ολιστικές, συνθετικές, δημιουργικές και κριτικές ερμηνείας του ιστορικού γίγνεσθαι πρέπει να αναδειχθεί και να τύχει μεθοδευμένης υποστήριξης και για τον ελληνικό χώρο και την ελληνική πολιτισμική παράδοση η καλλιέργεια των κατ’ εξοχήν ανθρωπιστικών επιστημών θα μπορούσε να αποτελεί σημαντική επένδυση. Λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψη τη συρρίκνωση της κρατικής χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και της επιστημονικής έρευνας σε άλλες χώρες εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, καθώς και τις επιπτώσεις που αυτή έχει ήδη για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες στην λοιπή Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Αγγλία, προτείνουμε η λεγόμενη εθνική στρατηγική να συνεκτιμήσει τον διεθνή πολιτισμικό και κοινωνικό ρόλο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας - η τύχη των οποίων δεν υποδηλώνεται ποτέ στο ΚΔ - αλλά και να μην αρκεστεί βάσει των προτεινόμενων δεικτών ποιότητας και αποτελεσματικότητας να περισωθούν μόνο κονφορμιστικές εκδοχές τους. 5. Επί μέρους θέματα: ΔΕΠ και άλλες κατηγορίες προσωπικού (σσ. 13-15) Το ΚΔ προτείνει κατάργηση των συμβασιούχων διδασκόντων βάσει του ΠΔ 407/1980 και αντικατάστασή τους από διδάσκοντες που θα ονομάζονται λέκτορες, κατάργηση κατά ταύτα της βαθμίδας του Λέκτορα ως μέλους ΔΕΠ (που θυμίζει τη σχετική περιοριστική παρέμβαση του νόμου του 1993 στον νόμο του 1982, αλλά και την τεκμηριωμένη άρση αυτής της παρέμβασης από τον επόμενο νόμο), κατάργηση της διαδικασίας μονιμοποίησης των Επίκουρων και αναγνώριση δικαιώματος «μετάταξης σε άλλες υπηρεσίες του δημοσίου» ήδη υπηρετούντων διοικητικών υπαλλήλων και μελών του τεχνικού προσωπικού (σ. 15). Οι δύο πρώτες στη σειρά προβλέψεις κατάργησης συμβάλλουν προφανώς στην πλήρη αναδιάρθρωση των Ιδρυμάτων, αλλά δεν εξηγείται διόλου σε τι αποσκοπούν, απλώς αντιλαμβάνεται κανείς ότι πρόκειται για οικονομικές περικοπές, ενώ για τις επόμενες δύο προτάσεις ούτε δίνεται ούτε προκύπτει εξήγηση. Σχολιασμός/τοποθέτηση ΰ Τι είδους διαβούλευση αναμένεται να επιτευχθεί στο σημείο αυτό; Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα τυπικά και ουσιαστικά κενά ή υπονοούμενα του ΚΔ: εισηγείται χωρίς ρητή τεκμηρίωση αλλαγή του προσωπικού σε τέτοια έκταση και συγχρόνως ορίζει ότι «μεταβατικές διατάξεις για τα υπηρετούντα μέλη» «θα εξειδικευτούν στο πλαίσιο της διαβούλευσης» (σ. 15). Συνεπώς, πρώτον, θα πρέπει να υπάρχουν μεταβατικές διατάξεις του νόμου για τη βαθμολογική εξέλιξη των ήδη διορισμένων ή υπό διορισμό με την προγενέστερη νομοθεσία λεκτόρων, καθώς και για τη μονιμοποίηση των ήδη διορισμένων ή υπό διορισμό επίκουρων; Και αν θα υπάρχουν τέτοιες μεταβατικές διατάξεις, γιατί αυτό δεν δηλώνεται ακριβώς, αλλά αφήνεται να αιωρείται ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης; ΰ Δεύτερον, ποιό θα είναι το καθεστώς εργασίας στις νέες θεσπιζόμενες θέσεις λεκτόρων; Το ΚΔ δεν δίνει κανέναν στοιχείο επ’ αυτού. Αν οι εκλεγόμενοι στο εξής ως λέκτορες υποκαθιστούν τους ως τώρα συμβασιούχους του ΠΔ 407/1980, αλλά δεν είναι μέλη ΔΕΠ, οι κατά τον νέο νόμο διοριζόμενοι λέκτορες θα έχουν επταετή θητεία, όπως οι ως τώρα λέκτορες, ή ετήσια, όπως οι ως τώρα συμβασιούχοι, και τι θα ισχύει γι’ αυτούς μετά το πέρας της θητείας τους; ΰ Τρίτον, εάν νέες θέσεις προκηρύσσονται μόνο μία μετά από κάθε πέντε κενές (κατά το άρθρο 29 του νόμου 3879/2010), με ποια θεσμικά μέτρα θα αποφευχθεί η δυσοίωνη συνέπεια το καθεστώς επιστημονικής εργασίας των νεότερων – αλλά και των παλαιότερων – διδασκόντων να παραμένει μετέωρο; Θα ήταν εντελώς παράλογο να συναινέσουμε χωρίς επαρκείς εξηγήσεις σε τέτοιες αλλαγές ως προς το καθεστώς επιστημονικής εργασίας, τα διοικητικά δικαιώματα συμμετοχής και εκπροσώπησης των διδασκόντων και σε ό,τι αυτές οι αλλαγές συνεπάγονται για τους κατά κανόνα νεότερους διδάσκοντες και την επιστημονική ανανέωση των Ιδρυμάτων. ΰ Αναπτύσσοντας το τελευταίο αυτό επιχείρημα, θέτουμε υπ’ όψιν ότι σε πολλούς νέους επιστημονικούς κλάδους και σε νέες επιστήμες οι νέοι επιστήμονες, που συνήθως θα είχαν προσόντα ως ΔΕΠ της βαθμίδας του λέκτορα με τον ισχύοντα νόμο, είναι οι καλλίτερα καταρτισμένοι και ενημερωμένοι και οι μόνοι που μπορούν να εισαγάγουν τις νέες αυτές τάσεις στο ελληνικό ΑΕΙ. Επίσης σε παλαιά Τμήματα με ιστορικά παγιωμένες δομές οι νέοι επιστήμονες, οι οποίοι συνήθως έχουν και άλλες αφετηριακές συνθήκες (σπουδές σε μεγάλα πανεπιστήμια του Εξωτερικού ή και εμπειρία διδασκαλίας σε αυτά) είναι τα δυναμικότερα μέλη που μπορούν να εργασθούν για τον εκσυγχρονισμό και τις διεθνείς συνεργασίες στα Τμήματα αυτά. Η ένταξη των νέων επιστημόνων σε αυτές τις ακαδημαίκές διαδικασίες επιταχύνει, στην παρούσα φάση, την ανάπτυξη των ελληνικών πανεπιστημίων. 6. Επί μέρους θέματα: Συνενώσεις και κατάργηση του Τμήματος ως βασικής ακαδημαϊκής μονάδας (σσ. 19-24) Σημαντικές απόψεις για τη βελτίωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και των προγραμμάτων σπουδών κατά τις σύγχρονες απαιτήσεις εκτίθενται στις σσ. 20-21, αλλά χωρίς να συνδέονται με την οργάνωση της δομής των Ιδρυμάτων και των σπουδών που προβλέπεται στη συνέχεια: α) Αντιδρώντας καθαρά σε μία πολιτική «πληθωριστικής» Ανώτατης Εκπαίδευσης που ίσχυσε με τον πολλαπλασιασμό και την επέκταση περιφερειακών ΑΕΙ και ΤΕΙ τα τελευταία 20 χρόνια, το ΚΔ εισηγείται («ενθαρρύνουμε», σ. 19) ριζική αναδιάρθρωση με «συνενώσεις Ιδρυμάτων» (ο. π.), συνενώσεις «εκπαιδευτικών και ερευνητικών Ιδρυμάτων» (ο.π.) και «συνενώσεις Ιδρυμάτων και των τμημάτων τους» (ο.π.). Σχετικά με αυτό το ενδεχόμενο δεν διευκρινίζεται τίποτα στο ΚΔ, πλην των στόχων: «τη δημιουργία κρίσιμων μαζών που θα αποτελέσουν ‘πυλώνες’ αριστείας διεθνούς εμβέλειας», ενώ ταυτόχρονα οι συνενώσεις αυτές «θα επιτρέψουν [...] την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του διδακτικού και διοικητικού τους προσωπικού, [...] των υποδομών τους και τον περιορισμό των διοικητικών και διαχειριστικών δαπανών» (ο.π.). Σχολιασμός/τοποθέτηση: ΰ Αν δεχόμασταν ότι οι συνενώσεις Ιδρυμάτων και Τμημάτων που προτείνονται είναι για οικονομικούς λόγους απαραίτητες, θα θεωρούσαμε πάντως απολύτως αναγκαίο, αφ’ ενός, το Υπουργείο Παιδείας να συγκεκριμενοποιήσει ποιες ακριβώς συνενώσεις εννοεί και να επανέλθει σε σχετική διαβούλευση με τα συλλογικά όργανα ΑΕΙ και ΤΕΙ. ΰ Η ανωτέρω δηλούμενη στοχοθεσία δεν φωτίζει καθόλου τον χαρακτήρα αυτών των συνενώσεων καθώς αυτός μένει μετέωρος ανάμεσα σε τρείς τουλάχιστον διαφορετικές στοχεύσεις: α) μέτρα στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής ισχυροποίησης του ερευνητικού και εκπαιδευτικού δυναμικού του τόπου με την συσπείρωσή του βάσει καθαρά επιστημονικών κριτηρίων και σκοπιμοτήτων, θα ανέμενε κανείς, β) μέτρα εξορθολογισμού δαπανών με υπολογισμούς «κόστους/οφέλους» σε περιπτώσεις που υπάρχει υπόνοια ότι δεν αξιοποιείται επαρκώς η κρατική επένδυση και γ) απλής εξοικονόμησης κονδυλίων. Το ΚΔ παρουσιάζει εδώ μια συστηματική αδυναμία να ορίσει τον χαρακτήρα και τους στόχους των συνενώσεων με καθαρότητα και άρα να αποδείξει επίγνωση του τί επιδιώκει ή έτσω του τί επιδιώκει σε κάθε μία συγκεκριμένη περίπτωση πιθανής συνένωσης. β) Προτείνεται η κατάργηση της ακαδημαικής αυτονομίας των από τον νόμο 1268/1982 οριζόμενων Τμημάτων και η συγχώνευσή τους σε Σχολές, «με βασικά κριτήρια τη συνάφεια επιστημονικού αντικειμένου των Τμημάτων, το μέγεθός τους και τη γεωγραφική τους εγγύτητα», επαναφέροντας από την προγενέστερη νομοθεσία ως βασική ακαδημαϊκ