Οι μαθητές που πέτυχαν στην εξέταση της πρώτης Γυμνασίου στα Πρότυπα τη χρονιά 2018-2019, συμμετείχαν σε έναν διαγωνισμό που προκηρύχθηκε με την υπουργική απόφαση 308/2018 (ΥΑ 30813/Δ6, ΦΕΚ τΒ αρ 810/2018). Η υπουργική αυτή απόφαση (η οποία ασφαλώς έχει κανονιστική ισχύ) προέβλεπε ότι όσοι πετύχουν στον διαγωνισμό εισέρχονται στην πρώτη τάξη του Προτύπου Γυμνασίου χωρίς να προβλέπεται ρητώς ότι η διάρκεια φοίτησης θα είναι μόνον έως και την τρίτη Γυμνασίου και ότι όσον αφορά στις τάξεις του Λυκείου η εισαγωγή θα γίνει με νέα εισαγωγική πανελλαδική εξέταση (την οποία προέβλεψε ξαφνικά το νομοσχέδιο, αιφνιδιάζοντας δυσάρεστα όλους μας). Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά που πέτυχαν στη συγκεκριμένη εξέταση - διαγωνισμό έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν τη φοίτηση ως τα τέλη του Λυκείου, δηλαδή σε ολόκληρη την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως άλλωστε έχει συμβεί με όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές των οποίων η εισαγωγή στα Πρότυπα έγινε με το σύστημα αυτό (της εισαγωγικής εξέτασης της πρώτης Γυμνασίου).
Άλλωστε με το σύστημα αυτό η εξέταση προκηρύχθηκε προκειμένου για την εισαγωγή των μαθητών στην δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης, δηλαδή στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, δευτεροβάθμια εκπαίδευση ονομάζεται η σχολική θητεία που παρακολουθούν οι μαθητές κατά τις σχολικές χρονιές του Γυμνασίου όσο και του Λυκείου. Τα παιδιά λοιπόν που κατά την ολοκλήρωση της 6ης δημοτικού επέτυχαν στην εξέταση για την εισαγωγή τους στα Πρότυπα σχολεία στη δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης, προφανώς δικαιούνται δυνάμει της σχετικής προκήρυξης, δηλαδή της υπουργικής απόφασης (αλλά και της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν 2101/1992, ΦΕΚ Α 192/1992) να συνεχίσουν τη φοίτησή τους στο συγκεκριμένο Πρότυπο σχολείο σε όλη την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή σε όλη τη δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης (συμπεριλαμβανομένου και του Λυκείου), χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση πέραν της προαγωγής τους στις εξετάσεις του ίδιου του σχολείου, εφόσον η προκήρυξη δεν προέβλεπε κάτι διαφορετικό.
Ειδικότερα, κατά την παράγραφο ΣΤ της ΥΑ 308/2018 «για τα υφιστάμενα Πρότυπα Γυμνάσια και Λύκεια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους, οι απόφοιτοι του Γυμνασίου θα εγγραφούν αυτοδίκαια στην Α` τάξη του συνδεδεμένου Λυκείου, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση- δήλωση από τους γονείς και κηδεμόνες αυτών από την 30η Απριλίου 2018 μέχρι και την 14η Μαΐου 2018. Στην περίπτωση που ο αριθμός των αιτούντων αποφοίτων υπερβαίνει τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων, τότε ο τελευταίος αυξάνεται αναλόγως. Προφανώς λοιπόν, εφόσον οι επιτυχόντες της ίδιας εξέτασης του σχολικού έτους 2015-2016 που κατά το 2018 φοιτούσαν ήδη στην Γ΄ Γυμνασίου προβλέφθηκε ότι εδικαιούντο να εισαχθούν αυτοδίκαια και στο Λύκειο, ενδεχόμενη πρόβλεψη (με μια νέα ρύθμιση του Υπουργείου Παιδείας) ότι οι επιτυχόντες του 2018 δεν θα εισαχθούν αυτοδίκαια στην Α τάξη του Λυκείου αλλά θα χρειαστεί να δώσουν εξετάσεις παραβιάζει οπωσδήποτε την συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) αλλά και την ελεύθερη πρόσβαση στην παιδεία (άρθρο 16 παρ 4 του Συντάγματος) στην ειδική αυτή έκφανση του δικαιώματος πρόσβασης στην παιδεία που αφορά στην εισαγωγή και φοίτηση στα Πρότυπα βάσει εξετάσεων, καθ ό επιβάλλει στους μαθητές αυτούς έναν πρόσθετο –μη δικαιολογημένο αλλά και ανεπίτρεπτο συνταγματικά- περιορισμό, και μάλιστα αναδρομικώς, και τους περιάγει σε δυσμενέστερη θέση έναντι των υπολοίπων μαθητών που ενώ είχαν εισαχθεί με το ίδιο σύστημα συνέχισαν κανονικά και στο συνδεδεμένο Λύκειο χωρίς δεύτερη εισαγωγική εξέταση. Επίσης, παραβιάζει και την ίδια την Υπουργική Απόφαση – προκήρυξη εισαγωγής στα Πρότυπα Γυμνάσια το 2018, εφόσον αυτή προέβλεπε δικαίωμα αυτοδίκαιης εγγραφής στο Λύκειο σε όσους θα επιτύγχαναν στην εξέταση για εισαγωγή στην Α Γυμνασίου. Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά που εισήχθησαν στα Πρότυπα τη χρονιά 2019-2020, όπου επίσης αναφέρεται ότι οι μαθητές που θα είναι προακτέοι στο Λύκειο εισάγονται αυτοδίκαια, δηλ χωρίς εξετάσεις. Η ισότητα (και ως προς αυτή της τη μορφή) παραβιάζεται όταν αποφασίζεται (με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 56 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου) ότι οι μαθητές της φετινής τρίτης Γυμνασίου δεν θα δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά οι άλλες δύο τάξεις του Γυμνασίου (δηλαδή η φετινή δευτέρα και η φετινή πρώτη) θα δώσουν εξετάσεις κανονικά, ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος διαφοροποίησης. Ο ίδιος λόγος που υπαγορεύει το να εξαιρεθούν οι μαθητές της φετινής τρίτης Γυμνασίου συντρέχει και για τους μαθητές της φετινής δευτέρας και πρώτης Γυμνασίου: όλοι αυτοί έδωσαν εξετάσεις με το προηγούμενο σύστημα, πέτυχαν, όταν έδωσαν ήξεραν ότι μπαίνουν στη δεύτερη βαθμίδα (Γυμνάσιο - Λύκειο, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνει και τα δύο), άρα θα πρέπει όλους να τους καταλαμβάνει η μεταβατική διάταξη και τελικά το νέο σύστημα να ξεκινήσει από αυτούς που θα δώσουν φέτος για το Γυμνάσιο.
Άλλωστε στη σελίδα 59 της αιτιολογικής, στην αιτιολογία ειδικά για το θέμα αυτό, δηλ της μεταβατικής διάταξης μόνο για τους μαθητές της φετινής Γ Γυμνασίου, ο ίδιος ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι: Οι εν λόγω μεταβατικές διατάξεις κρίνονται απαραίτητες, καθώς είναι ανεπιεικές, ενόψει ιδίως της εκτιμώμενης ημερομηνίας δημοσίευσης του παρόντος, οι μαθητές, που κατά το σχολικό έτος 2021 θα εισάγονταν, με βάση τις ισχύουσες μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος διατάξεις, συνδεδεμένο Πειραματικό Γυμνάσιο ή Λύκειο, το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται ως Πρότυπο,σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 ή σε συνδεδεμένο Πρότυπο Λύκειο, να κληθούν να δώσουν εξετάσεις στο τέλος του τρέχοντος διδακτικού έτους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εισαγωγή τους στο σχολείο αυτό. ,
Άρα το ίδιο ακριβώς δεν ισχύει και για όσους σήμερα φοιτούν στην πρώτη και στη δευτέρα Γυμνασίου; Γιατί είναι ανεπιεικές για τους μεν, και καταρχήν επιεικές για τους δε;
Συνεπώς, για όλους τους μαθητές που ολοκληρώνοντας το δημοτικό εισήχθησαν σε Πρότυπο σχολείο για την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους (πρότυπο Γυμνάσιο και συνδεδεμένο Λύκειο) και φοιτούν αυτή τη στιγμή στο Γυμνάσιο με το σύστημα της μιας εξέτασης που ισχύει σήμερα, δεν επιτρέπεται να εμποδιστεί (ή περιοριστεί) η αυτοδίκαιη εισαγωγή τους στο Λύκειο με διαδικασία νέων εξετάσεων. Οι μαθητές αυτοί θα πρέπει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να εξαιρεθούν από τη νέα ρύθμιση.
Και βέβαια, σε κάθε περίπτωση η συνταγματικώς κατοχυρωμένη και αναγνωρισμένη από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αρχή της υποχρέωσης παροχής μιας εύλογης μεταβατικής περιόδου έχει οπωσδήποτε εφαρμογή και για τα παιδιά που σήμερα (σχολικό έτος 2019-2020) φοιτούν στην πρώτη και την δεύτερη τάξη των Προτύπων Γυμνασίων. Πέραν, δηλαδή, του ότι για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε νόμιμο η νέα ρύθμιση να καταλαμβάνει τους μαθητές αυτούς που όταν έδωσαν και πέτυχαν στις εξετάσεις εισαγωγής στο Γυμνάσιο ήξεραν ότι έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν και στο συνδεδεμένο Λύκειο με την προαγωγή τους διά των εξετάσεων του σχολειου, για τους μαθητές αυτούς –ακόμη και αν δεν υπήρχε πρόβλημα νομιμότητας- και πάλι θα έπρεπε να υπάρχει εξαίρεση, αφού στην προηγούμενη περίπτωση που έλαβαν χώρα τόσο σημαντικές αλλαγές (θεσμοθέτηση νέας εισαγωγικής εξέτασης) αναγνωρίστηκε ότι η εύλογη μεταβατική περίοδος για προετοιμασία των γονέων και των μαθητών που θα υποβάλλονταν στην δοκιμασία δεν ήταν μικρότερη των δύο ετών. Άρα και δίκαιο και νόμιμο να ήταν, οι μαθητές αυτοί οπωσδήποτε δεν προλαβαίνουν να προετοιμαστούν.
Οι μαθητές που πέτυχαν στην εξέταση της πρώτης Γυμνασίου στα Πρότυπα τη χρονιά 2018-2019, συμμετείχαν σε έναν διαγωνισμό που προκηρύχθηκε με την υπουργική απόφαση 308/2018 (ΥΑ 30813/Δ6, ΦΕΚ τΒ αρ 810/2018). Η υπουργική αυτή απόφαση (η οποία ασφαλώς έχει κανονιστική ισχύ) προέβλεπε ότι όσοι πετύχουν στον διαγωνισμό εισέρχονται στην πρώτη τάξη του Προτύπου Γυμνασίου χωρίς να προβλέπεται ρητώς ότι η διάρκεια φοίτησης θα είναι μόνον έως και την τρίτη Γυμνασίου και ότι όσον αφορά στις τάξεις του Λυκείου η εισαγωγή θα γίνει με νέα εισαγωγική πανελλαδική εξέταση (την οποία προέβλεψε ξαφνικά το νομοσχέδιο, αιφνιδιάζοντας δυσάρεστα όλους μας). Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά που πέτυχαν στη συγκεκριμένη εξέταση - διαγωνισμό έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν τη φοίτηση ως τα τέλη του Λυκείου, δηλαδή σε ολόκληρη την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως άλλωστε έχει συμβεί με όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές των οποίων η εισαγωγή στα Πρότυπα έγινε με το σύστημα αυτό (της εισαγωγικής εξέτασης της πρώτης Γυμνασίου). Άλλωστε με το σύστημα αυτό η εξέταση προκηρύχθηκε προκειμένου για την εισαγωγή των μαθητών στην δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης, δηλαδή στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, δευτεροβάθμια εκπαίδευση ονομάζεται η σχολική θητεία που παρακολουθούν οι μαθητές κατά τις σχολικές χρονιές του Γυμνασίου όσο και του Λυκείου. Τα παιδιά λοιπόν που κατά την ολοκλήρωση της 6ης δημοτικού επέτυχαν στην εξέταση για την εισαγωγή τους στα Πρότυπα σχολεία στη δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης, προφανώς δικαιούνται δυνάμει της σχετικής προκήρυξης, δηλαδή της υπουργικής απόφασης (αλλά και της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν 2101/1992, ΦΕΚ Α 192/1992) να συνεχίσουν τη φοίτησή τους στο συγκεκριμένο Πρότυπο σχολείο σε όλη την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή σε όλη τη δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης (συμπεριλαμβανομένου και του Λυκείου), χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση πέραν της προαγωγής τους στις εξετάσεις του ίδιου του σχολείου, εφόσον η προκήρυξη δεν προέβλεπε κάτι διαφορετικό. Ειδικότερα, κατά την παράγραφο ΣΤ της ΥΑ 308/2018 «για τα υφιστάμενα Πρότυπα Γυμνάσια και Λύκεια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους, οι απόφοιτοι του Γυμνασίου θα εγγραφούν αυτοδίκαια στην Α` τάξη του συνδεδεμένου Λυκείου, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση- δήλωση από τους γονείς και κηδεμόνες αυτών από την 30η Απριλίου 2018 μέχρι και την 14η Μαΐου 2018. Στην περίπτωση που ο αριθμός των αιτούντων αποφοίτων υπερβαίνει τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων, τότε ο τελευταίος αυξάνεται αναλόγως. Προφανώς λοιπόν, εφόσον οι επιτυχόντες της ίδιας εξέτασης του σχολικού έτους 2015-2016 που κατά το 2018 φοιτούσαν ήδη στην Γ΄ Γυμνασίου προβλέφθηκε ότι εδικαιούντο να εισαχθούν αυτοδίκαια και στο Λύκειο, ενδεχόμενη πρόβλεψη (με μια νέα ρύθμιση του Υπουργείου Παιδείας) ότι οι επιτυχόντες του 2018 δεν θα εισαχθούν αυτοδίκαια στην Α τάξη του Λυκείου αλλά θα χρειαστεί να δώσουν εξετάσεις παραβιάζει οπωσδήποτε την συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) αλλά και την ελεύθερη πρόσβαση στην παιδεία (άρθρο 16 παρ 4 του Συντάγματος) στην ειδική αυτή έκφανση του δικαιώματος πρόσβασης στην παιδεία που αφορά στην εισαγωγή και φοίτηση στα Πρότυπα βάσει εξετάσεων, καθ ό επιβάλλει στους μαθητές αυτούς έναν πρόσθετο –μη δικαιολογημένο αλλά και ανεπίτρεπτο συνταγματικά- περιορισμό, και μάλιστα αναδρομικώς, και τους περιάγει σε δυσμενέστερη θέση έναντι των υπολοίπων μαθητών που ενώ είχαν εισαχθεί με το ίδιο σύστημα συνέχισαν κανονικά και στο συνδεδεμένο Λύκειο χωρίς δεύτερη εισαγωγική εξέταση. Επίσης, παραβιάζει και την ίδια την Υπουργική Απόφαση – προκήρυξη εισαγωγής στα Πρότυπα Γυμνάσια το 2018, εφόσον αυτή προέβλεπε δικαίωμα αυτοδίκαιης εγγραφής στο Λύκειο σε όσους θα επιτύγχαναν στην εξέταση για εισαγωγή στην Α Γυμνασίου. Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά που εισήχθησαν στα Πρότυπα τη χρονιά 2019-2020, όπου επίσης αναφέρεται ότι οι μαθητές που θα είναι προακτέοι στο Λύκειο εισάγονται αυτοδίκαια, δηλ χωρίς εξετάσεις. Η ισότητα (και ως προς αυτή της τη μορφή) παραβιάζεται όταν αποφασίζεται (με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 56 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου) ότι οι μαθητές της φετινής τρίτης Γυμνασίου δεν θα δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά οι άλλες δύο τάξεις του Γυμνασίου (δηλαδή η φετινή δευτέρα και η φετινή πρώτη) θα δώσουν εξετάσεις κανονικά, ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος διαφοροποίησης. Ο ίδιος λόγος που υπαγορεύει το να εξαιρεθούν οι μαθητές της φετινής τρίτης Γυμνασίου συντρέχει και για τους μαθητές της φετινής δευτέρας και πρώτης Γυμνασίου: όλοι αυτοί έδωσαν εξετάσεις με το προηγούμενο σύστημα, πέτυχαν, όταν έδωσαν ήξεραν ότι μπαίνουν στη δεύτερη βαθμίδα (Γυμνάσιο - Λύκειο, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνει και τα δύο), άρα θα πρέπει όλους να τους καταλαμβάνει η μεταβατική διάταξη και τελικά το νέο σύστημα να ξεκινήσει από αυτούς που θα δώσουν φέτος για το Γυμνάσιο. Άλλωστε στη σελίδα 59 της αιτιολογικής, στην αιτιολογία ειδικά για το θέμα αυτό, δηλ της μεταβατικής διάταξης μόνο για τους μαθητές της φετινής Γ Γυμνασίου, ο ίδιος ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι: Οι εν λόγω μεταβατικές διατάξεις κρίνονται απαραίτητες, καθώς είναι ανεπιεικές, ενόψει ιδίως της εκτιμώμενης ημερομηνίας δημοσίευσης του παρόντος, οι μαθητές, που κατά το σχολικό έτος 2021 θα εισάγονταν, με βάση τις ισχύουσες μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος διατάξεις, συνδεδεμένο Πειραματικό Γυμνάσιο ή Λύκειο, το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται ως Πρότυπο,σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 ή σε συνδεδεμένο Πρότυπο Λύκειο, να κληθούν να δώσουν εξετάσεις στο τέλος του τρέχοντος διδακτικού έτους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εισαγωγή τους στο σχολείο αυτό. , Άρα το ίδιο ακριβώς δεν ισχύει και για όσους σήμερα φοιτούν στην πρώτη και στη δευτέρα Γυμνασίου; Γιατί είναι ανεπιεικές για τους μεν, και καταρχήν επιεικές για τους δε; Συνεπώς, για όλους τους μαθητές που ολοκληρώνοντας το δημοτικό εισήχθησαν σε Πρότυπο σχολείο για την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους (πρότυπο Γυμνάσιο και συνδεδεμένο Λύκειο) και φοιτούν αυτή τη στιγμή στο Γυμνάσιο με το σύστημα της μιας εξέτασης που ισχύει σήμερα, δεν επιτρέπεται να εμποδιστεί (ή περιοριστεί) η αυτοδίκαιη εισαγωγή τους στο Λύκειο με διαδικασία νέων εξετάσεων. Οι μαθητές αυτοί θα πρέπει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να εξαιρεθούν από τη νέα ρύθμιση. Και βέβαια, σε κάθε περίπτωση η συνταγματικώς κατοχυρωμένη και αναγνωρισμένη από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αρχή της υποχρέωσης παροχής μιας εύλογης μεταβατικής περιόδου έχει οπωσδήποτε εφαρμογή και για τα παιδιά που σήμερα (σχολικό έτος 2019-2020) φοιτούν στην πρώτη και την δεύτερη τάξη των Προτύπων Γυμνασίων. Πέραν, δηλαδή, του ότι για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε νόμιμο η νέα ρύθμιση να καταλαμβάνει τους μαθητές αυτούς που όταν έδωσαν και πέτυχαν στις εξετάσεις εισαγωγής στο Γυμνάσιο ήξεραν ότι έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν και στο συνδεδεμένο Λύκειο με την προαγωγή τους διά των εξετάσεων του σχολειου, για τους μαθητές αυτούς –ακόμη και αν δεν υπήρχε πρόβλημα νομιμότητας- και πάλι θα έπρεπε να υπάρχει εξαίρεση, αφού στην προηγούμενη περίπτωση που έλαβαν χώρα τόσο σημαντικές αλλαγές (θεσμοθέτηση νέας εισαγωγικής εξέτασης) αναγνωρίστηκε ότι η εύλογη μεταβατική περίοδος για προετοιμασία των γονέων και των μαθητών που θα υποβάλλονταν στην δοκιμασία δεν ήταν μικρότερη των δύο ετών. Άρα και δίκαιο και νόμιμο να ήταν, οι μαθητές αυτοί οπωσδήποτε δεν προλαβαίνουν να προετοιμαστούν.