• Σχόλιο του χρήστη 'Θεόδωρος Παππάς' | 3 Μαΐου 2020, 21:38

    Η κατάργηση του μαθήματος των Λατινικών από το Πρόγραμμα Σπουδών της Γ΄ Λυκείου δικαιολογημένα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, όχι μόνο στον φιλολογικό κόσμο αλλά και στο σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη χρησιμότητα της λατινικής γλώσσας ως γνωστικού αντικειμένου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης γιατί συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη της σκέψης και της προσωπικότητας του μαθητή. Αυτό θα πρέπει να είναι το κριτήριο για να συμπεριληφθεί σε ένα προοδευτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Δύσκολα μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι η λατινική γλώσσα και γραμματεία είναι οι σημαντικότερες εκφάνσεις του ρωμαϊκού πολιτισμού, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη της Νεότερης Ευρώπης. Ακόμη, τα λατινικά αποτελούν τη γλώσσα προέλευσης των σύγχρονων ρομανικών γλωσσών και έχουν ασκήσει ισχυρή επίδραση και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως αναδεικνύει ο μεγάλος αριθμός ενσωμάτωσης λατινικών λέξεων σ’ αυτές. Εκτός, λοιπόν, από το γεγονός ότι η λατινική γλώσσα είναι η βάση πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν οι νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, η ρωμαϊκή Ιστορία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα κείμενα της λατινικής γραμματείας, υπήρξε σημαντική πηγή έμπνευσης για τη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Παράδειγμα χαρακτηριστικό αποτελούν τα έργα του Σαίξπηρ («Ιούλιος Καίσαρας», «Τίτος Ανδρόνικος» κ.ά.). Η διδασκαλία της λατινικής γλώσσας, με τις πολιτισμικές και γλωσσικές της επιβιώσεις, συμβάλλει στη γλωσσική ανάπτυξη και τη συγκρότηση της σκέψης των μαθητών, ενώ συγχρόνως μπορεί να διευρύνει τον γνωστικό τους ορίζοντα, υπό τον όρο ότι θα αναμορφωθεί η διδασκαλία της στη βάση μιας νέας διδακτικής, η οποία θα έχει ως κύριο στόχο να αναδείξει την ιστορική σημασία και τη δυναμική της λατινικής γλώσσας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ουσιαστική μελέτη της δομής και του λεξιλογίου της, τη σύνδεσή της με σημαντικά κείμενα της λατινικής γραμματείας τα οποία επέδρασαν στη διαμόρφωση της νεότερης ευρωπαϊκής σκέψης, και την ένταξη της διδασκαλίας της στο ευρύτερο πλαίσιο του ρωμαϊκού πολιτισμού. Είναι γνωστό ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η κλασική φιλολογία διέρχεται περίοδο κρίσης και αποξένωσης του κλάδου, όπως και οι περισσότερες ειδικότητες των ανθρωπιστικών σπουδών. Οι κλασικές σπουδές δεν αποτελούν πλέον πρότυπο και δεν απολαμβάνουν μεγάλης εκτίμησης. Στις μέρες μας φαίνεται να μην ισχύει ο παιδευτικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο η επιστημονική δραστηριότητα αποσκοπούσε πρωτίστως στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Με την επικράτηση του αγγλοαμερικανικού προτύπου, κύριος στόχος της γνώσης δεν είναι η παιδεία, αλλά η αποδοτικότητα, με αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό και υποβιβασμό των κλασικών σπουδών. Τίθεται πλέον επιτακτικό το ερώτημα αν η μελέτη των κλασικών κειμένων μπορεί να υπηρετήσει τη σύγχρονη πραγματικότητα και αν η φιλολογία είναι σε θέση να παράγει μοντέλα συμπεριφοράς προσανατολισμένα προς το μέλλον. Για την ανανέωση όμως της κλασικής φιλολογίας πρέπει να δούμε τους λόγους που την οδήγησαν στο περιθώριο. Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης καταντά πολύ συχνά στεγνή και ανούσια. Οι φιλόλογοι καθηγητές, οι οποίοι πολλές φορές δεν είναι άρτια καταρτισμένοι στο γνωστικό τους αντικείμενο, περιορίζονται στο συντακτικό και στις λεπτομέρειες της γραμματικής, ώστε οι μαθητές δεν αντιλαμβάνονται την ομορφιά και το βαθύτερο νόημα των έργων που αναλύουν. Παρατηρείται, λοιπόν, μια συνεχής πτώση του ενδιαφέροντος για τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά και μια βαθμηδόν απαξίωση, που οδηγεί συνακόλουθα στην παρακμή των κλασικών σπουδών. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί λόγοι που οδηγούν στην υποβάθμιση των σπουδών αυτών, όπως η πρόοδος των φυσικών επιστημών, η δημιουργία νέων γνωστικών αντικειμένων κ.ά. Όμως, κύριος λόγος για την παρακμή της κλασικής φιλολογίας είναι η κακή διδασκαλία και η ποιότητα των σχολικών εγχειριδίων. Το πρόβλημα της διδασκαλίας των λατινικών και των αρχαίων ελληνικών και η περιθωριοποίηση των κλασικών σπουδών δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Όλα τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα, κυρίως μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου· έγινε, μάλιστα, οξύτερο στη δεκαετία του ’70. Την τελευταία όμως δεκαετία φαίνεται πως οι κλασικές σπουδές στην Aγγλία, τη Γερμανία, την Iταλία, την Iσπανία και τη Γαλλία άρχισαν σιγά σιγά να απελευθερώνονται από την κρίση του παρελθόντος. Παρατηρείται στα κράτη αυτά μια αναζωογόνηση των ανθρωπιστικών σπουδών. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι μαθητές και φοιτητές δείχνουν να ενδιαφέρονται, κυρίως για τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών. Βέβαια, δεν αρκεί να στηριχθεί κανείς μόνο στις γνώμες και τα επιχειρήματα των ξένων για να τονίσει την ανάγκη να διδάξουμε περισσότερο τις κλασικές γλώσσες και τον πολιτισμό, επειδή ακριβώς οι ξένοι λαοί διδάσκουν τις γλώσσες αυτές. Τέτοιου είδους επιχειρήματα όχι μόνο δεν έχουν καμία αξία, αλλά, όπως επισημαίνει ο I.Θ. Kακριδής, είναι και αστήρικτα: «Γιατί με τον τρόπο αυτό την εκλογή ενός μορφωτικού ιδανικού παύει να την ορίζει μία συνειδητή, ύστερα από σκληρό αγώνα κερδισμένη πίστη. Και ένα ιδανικό με στήριγμα την πίστη των άλλων έχει πάντα πολύ σαθρή βάση και πέφτει με το πρώτο φύσημα της αμφιβολίας». Πρέπει από μόνοι μας να συνειδητοποιήσουμε την αξία και την αναγκαιότητα να έλθουμε σε επαφή με τον κλασικό πολιτισμό. Η κλασική παιδεία βοηθά τον άνθρωπο να ανακαλύψει τον πραγματικό εαυτό του και να διαμορφώσει την προσωπικότητά του. Η ανθρωπιστική επίδραση του αρχαίου πνεύματος αφυπνίζει, θέτοντας ενώπιόν μας το ιδεώδες υπόδειγμα ανθρώπου, την πιο δυναμική ανθρώπινη ορμή, από την οποία εξαρτάται ολόκληρη η εκπαίδευση, το ένστικτο της μίμησης. Κάθε εποχή, κάθε λαός, κάθε έργο τέχνης και επιστήμης είναι φυσικό να περιέχουν στοιχεία μορφωτικά για κάθε νεότερη γενιά. Η φροντίδα να φτάσουμε και μάλιστα να ξεπεράσουμε το αρχαίο πρότυπο δίνει κυρίως ελπίδα και σκοπό στη ζωή. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι επιτακτική η ανάγκη για μια βαθύτερη κατανόηση των αρχαίων κειμένων και του πνευματικού τους περιεχομένου. Η κατανόηση του περιεχομένου των κλασικών κειμένων συμβάλλει στο να καταλάβει ο σύγχρονος άνθρωπος τον εαυτό του. Οι αρχές του ουμανισμού και της δημοκρατίας, πάνω στις οποίες βασίστηκε ο αρχαίος ελληνικός και ο ρωμαϊκός πολιτισμός, συνεχίζουν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη σημερινή κοινωνία. Η εκπαίδευση πρέπει να δίνει στους ανθρώπους πνευματικά εφόδια, αλλά και τη γνώση ορισμένων αξιών και ενός πολιτικού ιδεώδους. Στη σημερινή κοινωνία, όπου συχνά κυριαρχεί η βία, όπου ο πολίτης αισθάνεται ανασφαλής, μόνο η σωστή παιδεία μπορεί να την καταργήσει με τη διδασκαλία και την προβολή των ιδεών που καλλιεργούν την άρνηση κάθε μορφής βίας. Αυτή η συνάντηση των νέων με τις αρετές και τις αξίες που θα τους βοηθήσουν να διαμορφώσουν την ηθική και την ισορροπημένη συναισθηματική τους προσωπικότητα, μπορεί να επιτευχθεί κάλλιστα μέσα από την επαφή με τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Απαραίτητη προϋπόθεση και συνθήκη για να επιτευχθεί ο παραπάνω σκοπός είναι η αγάπη γι’ αυτό που κάνουμε. Εάν ο διδάσκων δεν έχει τη χαρά της διδασκαλίας, την αγάπη για το γνωστικό αντικείμενο και τους μαθητές, σημαίνει πως δεν πιστεύει ούτε ο ίδιος στο αντικείμενο της διδασκαλίας του. Και οφείλει να γνωρίζει ότι οποιαδήποτε γνώση αποκτάται χωρίς χαρά, δεν ενδιαφέρει τον διδασκόμενο και ξεχνιέται εύκολα. Αγάπη, λοιπόν, και ενδιαφέρον για τη διδασκαλία, αν θέλουμε να υπηρετήσουμε αποτελεσματικά την υπόθεση του πολιτισμού και της παιδείας. O πολιτισμός της κλασικής αρχαιότητας σφυρηλάτησε πανανθρώπινες αξίες, τις αποτύπωσε γραπτά, τους έδωσε δυναμική και τις κληροδότησε στη σημερινή Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η κλασική κληρονομιά, βασισμένη στο όραμα της οικουμενικότητας, έγινε το ίδιο το πνεύμα του δυτικού πολιτισμού. Η Αθήνα και η Ρώμη κληροδότησαν στην Ευρώπη την πρώτη πραγματική λογοτεχνία του δυτικού κόσμου, εφεύρε τη δημοκρατία και τον πολιτικό στοχασμό. Το μάθημα που δίνει η αρχαία Ελλάδα και η Ρώμη, τονίζει ο François Chamoux, είναι όχι τόσο μάθημα πολιτικής όσο μάθημα ηθικής. Είναι μάθημα μετριοφροσύνης και οξυδέρκειας, που τοποθετεί τον άνθρωπο στη σωστή του θέση: να είναι ικανός να καταλαβαίνει πολλά, και να ξέρει επίσης ότι υπάρχουν πράγματα που αγνοεί· να αγαπάει τη ζωή, και να γνωρίζει ότι είναι πρόσκαιρη· να χρησιμοποιεί με ικανοποίηση την εξυπνάδα του, χωρίς να ξεχνάει ότι το μέλλον ανήκει στους θεούς που έπλασε σύμφωνα με την εικόνα του και που μέσα από αυτούς το ανθρώπινο μέτρο, όταν έχει την ιδανική μορφή του, εξυψώνει το σύμπαν. Αυτός ο άνθρωπος γνωρίζει τα ανθρώπινα πάθη. Ξέρει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει τίποτε χωρίς να παλέψει. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι στις σημερινές συνθήκες μια υπερ-προσαρμοστική πίεση ωθεί την προσαρμογή της εκπαίδευσης και της έρευνας στις οικονομικές, τεχνικές, διοικητικές ανάγκες της στιγμής, στην προσαρμογή στις τελευταίες μεθόδους και στις τελευταίες συνταγές της αγοράς, στη μείωση της γενικής παιδείας, στην περιθωριοποίηση της κλασικής κουλτούρας. Πάντα όμως, στη ζωή και στην ιστορία, η υπερ-προσαρμογή σε δεδομένες συνθήκες δεν υπήρξε σημείο ικμάδας, αλλά αναγγελία γήρανσης και θανάτου. Στις μέρες μας είναι αναγκαία μια μεταρρύθμιση που θα στοχεύει στην οργάνωση της γνώσης, δηλαδή στη δημιουργία σκεπτόμενων πολιτών. O μελλοντικός πολίτης, πριν βαδίσει προς την εξειδίκευση, θα πρέπει να εμβαπτισθεί στον ανθρωπισμό. Αυτός μας δείχνει ότι ένας τρόπος σκέψης ικανός να συνδέσει ξεχωριστές γνώσεις είναι επίσης ικανός να επεκταθεί σε μια ηθική της σύνδεσης και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Γιατί είναι λάθος να θεωρεί κανείς κατάλληλο για την εκπαίδευση μόνο ό,τι είναι χρηστικό. Τα ελληνικά και τα λατινικά χρησιμεύουν, πριν απ’ όλα, στη διαμόρφωση του πνεύματος. Η Ελλάδα οφείλει να εκτιμήσει την προσφορά των κλασικών γλωσσών και να έρθει σε επαφή με τα έργα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού. Το ερώτημα ποιος χρειάζεται τα λατινικά δεν είναι κλασικιστική έπαρση ή απελπισία, αλλά μάλλον εντολή για αυτογνωσία και συνειδητή εξερεύνηση της θέσης μας στην ιστορία και στον πολιτισμό – της συμμετοχής μας στις πολιτιστικές αξίες. Καθ’ όσον με αφορά, στην ερώτηση “ποιος χρειάζεται τα λατινικά”, θα απαντούσα: δεν μπορούμε να πορευτούμε χωρίς αυτά.