Το θέμα αυτό είναι πολυσύνθετο και δύσκολο. Χρειάζεται διάκριση, προσοχή και υπευθυνότητα. Χρειάζεται πάνω από όλα σεβασμό στην ιερότητα της παιδικής ηλικίας, την αγνότητα και καθαρότητα των παιδιών, την ευαισθησία της ψυχής τους. Μαθήματα τέτοιου περιεχομένου θα μπορούσαν με εσφαλμένους παιδαγωγικούς χειρισμούς αντί να οδηγήσουν στην επίτευξη παιδαγωγικών στόχων να δημιουργήσουν παρερμηνείες στην παιδική αντίληψη ακόμα και ψυχικά τραύματα, καθώς τα παιδιά αυθόρμητα θα ερμηνεύουν όσα μαθαίνουν αντικατοπτρίζοντας τα στα οικεία τους πρόσωπα. Είναι καλύτερο να συζητούν τις παιδικές τους απορίες, αν έχουν, με τους γονείς τους. Ενώ και οι γονείς με τη σειρά τους οφείλουν να είναι προετοιμασμένοι για τέτοιες συζητήσεις, ώστε να μην κατανοούνται πράγματα φυσιολογικά με μία πονηρή ή αμαρτωλή προσέγγιση ούτε να οδηγούν στην καλλιέργεια ενοχών.
Και στο σημείο αυτό προκύπτει ένα ακόμα πιο σοβαρό θέμα, δηλαδή το πρόσωπο που θα κληθεί να διδάξει το μάθημα αυτό. Αρκεί να υποθέσουμε την περίπτωση που ανατίθεται το μάθημα σε εκπαιδευτικό ψυχικά ασθενή, ασταθή, ανισόρροπο. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που είναι ψυχικά υγιής, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην προβάλλει την υποκειμενική του προσέγγιση και την ιδεολογική του προδιάθεση μέσα στο μάθημα. Αυτό λοιπόν συνιστά ακόμα ένα κίνδυνο.
Ύστερα από τα παραπάνω ήθελα να πω ότι οι επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που διατυπώνονται ενδεχομένως από μέλη της Εκκλησίας, κληρικούς ή λαϊκούς, δεν εκπορεύονται από ένα πνεύμα συντήρησης, παλαιολιθικότητας ή ηθικισμού, αλλά από βαθειές παιδαγωγικές αγωνίες. Αν λυθούν κάποια προβλήματα με την καθιέρωση του μαθήματος αλλά παράλληλα δημιουργηθούν άλλα πιο σοβαρά, οφείλουμε οπωσδήποτε να είμαστε προσεκτικοί και υπεύθυνοι, να αποφύγουμε σπασμωδικές κινήσεις (ένα χαρακτηριστικό των παιδαγωγικών αλλαγών στον τόπο μας) και επίσης να αποφύγουμε σπασμωδικές αντιδράσεις.
Το θέμα αυτό είναι πολυσύνθετο και δύσκολο. Χρειάζεται διάκριση, προσοχή και υπευθυνότητα. Χρειάζεται πάνω από όλα σεβασμό στην ιερότητα της παιδικής ηλικίας, την αγνότητα και καθαρότητα των παιδιών, την ευαισθησία της ψυχής τους. Μαθήματα τέτοιου περιεχομένου θα μπορούσαν με εσφαλμένους παιδαγωγικούς χειρισμούς αντί να οδηγήσουν στην επίτευξη παιδαγωγικών στόχων να δημιουργήσουν παρερμηνείες στην παιδική αντίληψη ακόμα και ψυχικά τραύματα, καθώς τα παιδιά αυθόρμητα θα ερμηνεύουν όσα μαθαίνουν αντικατοπτρίζοντας τα στα οικεία τους πρόσωπα. Είναι καλύτερο να συζητούν τις παιδικές τους απορίες, αν έχουν, με τους γονείς τους. Ενώ και οι γονείς με τη σειρά τους οφείλουν να είναι προετοιμασμένοι για τέτοιες συζητήσεις, ώστε να μην κατανοούνται πράγματα φυσιολογικά με μία πονηρή ή αμαρτωλή προσέγγιση ούτε να οδηγούν στην καλλιέργεια ενοχών. Και στο σημείο αυτό προκύπτει ένα ακόμα πιο σοβαρό θέμα, δηλαδή το πρόσωπο που θα κληθεί να διδάξει το μάθημα αυτό. Αρκεί να υποθέσουμε την περίπτωση που ανατίθεται το μάθημα σε εκπαιδευτικό ψυχικά ασθενή, ασταθή, ανισόρροπο. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που είναι ψυχικά υγιής, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην προβάλλει την υποκειμενική του προσέγγιση και την ιδεολογική του προδιάθεση μέσα στο μάθημα. Αυτό λοιπόν συνιστά ακόμα ένα κίνδυνο. Ύστερα από τα παραπάνω ήθελα να πω ότι οι επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που διατυπώνονται ενδεχομένως από μέλη της Εκκλησίας, κληρικούς ή λαϊκούς, δεν εκπορεύονται από ένα πνεύμα συντήρησης, παλαιολιθικότητας ή ηθικισμού, αλλά από βαθειές παιδαγωγικές αγωνίες. Αν λυθούν κάποια προβλήματα με την καθιέρωση του μαθήματος αλλά παράλληλα δημιουργηθούν άλλα πιο σοβαρά, οφείλουμε οπωσδήποτε να είμαστε προσεκτικοί και υπεύθυνοι, να αποφύγουμε σπασμωδικές κινήσεις (ένα χαρακτηριστικό των παιδαγωγικών αλλαγών στον τόπο μας) και επίσης να αποφύγουμε σπασμωδικές αντιδράσεις.