Αρχική Εθνική Στρατηγική για την Ανώτατη ΕκπαίδευσηΗ πρόκληση των αλλαγών στην εκπαίδευσηΣχόλιο του χρήστη Σύλλογοι Φοιτητών Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδας | 14 Ιανουαρίου 2011, 18:26
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΘΕΜΑ: <> Το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο με την πάροδο των χρόνων απόλεσε το ρόλο και το σκοπό του οδηγόντας το σε σκοτεινά μονοπάτια, που είχαν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαχρονικά έπαιξαν οι διοικήσεις των υπουργείων παιδείας που το αγνοούσαν, το υποχρηματοδοτούσαν και εκ του αποτελέσματος δεν στάθηκαν πραγματικοί και ουσιαστικοί αρωγοί στην επίλυση των χρόνιων προβλημάτων. Η απαξίωσή του φυσικά επήλθε και με τη συνεισφορά και άλλων παραγόντων όπως η ακαδημαική κοινότητα με τις διοικήσεις της καθώς και οι φοιτητικές παρατάξεις. Ως συνδικαλιζόμενοι φοιτητές θεωρούμε ότι πρώτα απ’ όλα, κρίνεται αναγκαίο ο κάθε φορέας να προβεί από τη μεριά του στην αυτοκριτική του και κανείς να μην διεκδικεί το αλάθητο. Αναλύοντας το προσχέδιο του νόμου, το οποίο κατατέθηκε προς διαβούλευση και οραματιζόμενοι το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο που εμείς επιθυμούμε, εντοπίσαμε τα σημεία που κατά τη γνώμη μας χρήζουν διόρθωσης και παραθέτουμε τις προτάσεις μας. • <> Εστιάζοντας στο ζήτημα του αυτοδιοικήτου, διαπιστώνεται ότι τα γραφειοκρατικά προβλήματα αποτελούν παρακαταθήκη του παρελθόντος και ζημιογόνα κληρονομιά, διαδραματίζοντας ένα από τους πιο δυσλειτουργικούς ρόλους τόσο για την ελληνική κοινωνία, όσο και για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κρίνεται επιτακτική ανάγκη το Υπουργείο Παιδείας να προβεί σε διανομή αρμοδιοτήτων ανά ίδρυμα, θέτωντας τους βασικούς πυλώνες για τη δημιουργία ενός αυτοδιοίκητου που θα αποτελέσει εφαλτήριο για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των πανεπιστημίων. Τα ιδρύματα, μέσω του αυτοδιοίκητου πρέπει να είναι αυτάρκη και υπεύθυνα των πράξεών τους, χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτούν στο Υπουργείο Παιδείας για οποιαδήποτε ενέργειά τους. • <> Αναφορικά με την Εισαγωγή στα Ιδρύματα Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η εισαγωγή σε σχολή και όχι τμήμα πιστεύουμε ότι θα εξυγιάνει το παρόν σύστημα χωρίς όμως να αποτελεί πανάκεια. Στην παρούσα φάση, οι τελειόφοιτοι του λυκείου δε είναι σε θέση να κρίνουν και να αποφασίσουν ποια σταδιοδρομία θα επιλέξουν, στηρίζοντας έτσι την πιο καίρια επιλογή για το μέλλον τους σε εμπειρίες και γνώμες τρίτων. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι φοιτητές να μην σπουδάζουν πάντα ακριβώς αυτό που επιθυμούν και αυτό συμβαίνει για δυο λόγους: 1. Δε έχουν επαρκή ενημέρωση για το αντικείμενο ενός τμήματος και όταν εισάγονται σε αυτό δεν μπορούν εύκολα να κάνουν πίσω. 2. Δεν συγκέντρωσαν όσα μόρια χρειάζονται για να επιτύχουν στο τμήμα της αρεσκείας τους και για αυτό σπουδάζουν κάτι παρεμφερές. Αυτή λοιπόν η λανθασμένη νοοτροπία που κυριαρχεί,θέλουμε να πιστεύουμε πως με την αλλαγή της εισαγωγής από τμήμα σε σχολή, θα εκλείψει. Όταν ο πρωτοετής φοιτητής θα εισάγεται λοιπόν για παραδειγμα. σε μια Πολυτεχνική Σχολή, με το πέρας του προπαρασκευαστικού έτους θα μπορεί να επιλέξει το τμήμα –πρόγραμμα σπουδών- της αρεσκείας του ανάλογα με τις επιδόσεις του. Πρέπει όμως σ’ αυτό το σημείο να προσέξουμε τα εξής: 1. Να μην γίνει το προπαρασκευαστικό έτος μια λεγόμενη 4η λυκείου όπου θα ελλοχεύει ο κίνδυνος να προσφεύγουν οι φοιτητές στην παραπαιδεία προκειμένου να βαθμοθηρούν και να ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους. 2. Να μην υπάρχουν και εκεί φοιτητές 2ης ταχύτητας οι οποίοι δεν θα σπουδάζουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν. Πέρα όμως από αυτό είναι απορίας άξιο το πώς θα γίνεται η εισαγωγή στη σχολή. Το σημείο αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή καθώς δεν γνωρίζουμε κατά πόσο η κατάργηση των Πανελληνίων εξετάσεων είναι στο πρόγραμμά σας ή όχι. Για εμάς σίγουρα η δευτεροβάθμια εκπαίδευση χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί και επίσης να αποκτήσει κύρος και αναγνωρισιμότητα το απολυτήριο λυκείου. • <> • <> Σχετικά με τα όργανα συνδιοίκησης στα ΑΕΙ οι θέσεις είναι οι ακόλουθες: <>: Αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα η θέση μας είναι ότι ο πρύτανης πρέπει να εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία και αυτό να πραγματοποιείται πάντα με διαδικασίες διαφάνειας και όχι με τον διορισμό του από το εκάστοτε συμβούλιο διοίκησης. Συμφωνούμε οι αρμοδιότητες της συγκλήτου να έχουν ακαδημαϊκό χαρακτήρα έτσι ώστε να μπορέσουν να εκσυγχρονίσουν τα προγράμματα σπουδών, ομόρροπα με την ανάπτυξη της κοινωνίας. Εν συνεχεία, θα ασκούν αρμοδιότητες σχετικά με την έρευνα και θα είναι αρμόδιοι για το πως αυτή η έρευνα θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελος των ιδρυμάτων. <>: Όπως αναφέρεται και στο κείμενο προς διαβούλευση του υπουργείου τα συμβούλια διοίκησης θα έχουν οικονομικές και διοικητικές αρμοδιότητες κάτι που μας βρίσκει σύμφωνους. Όμως σχετικά με τα μέλη που θα απαρτίζουν τα συμβούλια αυτά δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την είσοδο των επιχειρήσεων μέσα στα Πανεπιστήμια. Επιπλέον σχετικά με τα εξωτερικά μέλη στα συμβούλια διοίκησης, προτείνουμε να είναι άτομα κύρους που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για να βρίσκονται σε αυτές τις θέσεις. Καταλήγοντας δεν μπορούμε να παραλείψουμε μερικούς προβληματισμούς μας σε ζητήματα, όπως η ποσόστωση και η πλειοψηφία των μελών σε αυτά. Επιπροσθέτως, προτείνουμε την εκπροσώπηση φοιτητών με δικαίωμα ψήφου προασπίζοντας με αυτόν το τρόπο τα προβλήματα της φοιτητικής κοινότητας. <>: Όσον αφορά τα Περιφερειακά Συμβούλια θεωρούμε θετική τη δημιουργία τους εφόσον θα μπορούν να δίνουν άμεσες λύσεις μακριά από τα γραφειοκρατικά προβλήματα του σήμερα. Ο ρόλος όμως όλων των παραπάνω οργάνων πρέπει να είναι διακριτός. Θέση μας είναι τα περιφερειακά συμβούλια να έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα. Τα Περιφερειακά Συμβούλια πρέπει να περιορίζονται στα πανεπιστημιακά ζητήματα και να μην συσχετίζονται τα κέντρα ελευθέρων σπουδών. Στο ελληνικό Πανεπιστήμιο υπάρχει ένα ισχυρό κατεστημένο που διοικεί με όρους πλήρους αδιαφάνειας , αναξιοκρατίας και νεποτισμού τα τμήματα, τις σχολές και τα ιδρύματα μας, με αποκορύφωμα το καθεστώς της ομαδοποίησης και της οικογενειοκρατίας να δεσπόζει στα ιδρύματα. Κρίνουμε ότι αυτός ο νόμος πρέπει να είναι η αφετηρία του τέλους για τους εν λόγω καθηγητές για τους οποίους κατά τη γνώμη μας δεν υπάρχει χώρος στο Πανεπιστήμιο. Σχετικά με το θέμα των βαθμίδων των μελών ΔΕΠ, οι οποίες μειώνονται, πρέπει να εξεταστεί από δύο οπτικές γωνίες. Αρχικά ο λέκτορας και οι ΠΔ 407/80 αναλαμβάνουν κατά κύριο λόγο τη σκληρή δουλειά μέσα στα Πανεπιστήμια. Οι περισσότεροι είναι τουλάχιστον τυπικοί στις διαλέξεις και στην ερευνητική τους δραστηριότητα. Το πρόβλημα είναι οι πρωτοβάθμιοι καθηγητές. Οπότε κόβοντας στην ουσία το θεσμό του λέκτορα και του Π.Δ. 407/80 αποθαρρύνεται ο νέος κόσμος από το να παράξει έργο στον ακαδημαϊκό τομέα. Από την αντίπερα όχθη θα μπορούσαμε να εστιάσουμε στο ότι θα δημιουργηθεί μια νοοτροπία απεγκλώβισης του Πανεπιστημίου από τις γκρούπες που το μαστίζουν αν η διαδικασία εξέλιξης των μελών ΔΕΠ γίνει δυσκολότερη και πιο εντατικοποιημένη. Η εξέλιξη θα πρέπει να γίνεται με πλήρη διαφάνεια και από εξωτερικούς κριτές σε ένα εκλεκτορικό σώμα το οποίο θα κρίνει τον εξελισσόμενο καθηγητή με βάση ακαδημαϊκά και ερευνητικά κριτήρια μόνο. Η αξιολόγηση των μόνιμων καθηγητών στο κείμενο διαβούλευσης αναφέρεται ότι θα είναι μετά από αίτησή τους. Διαφωνούμε σε αυτό με τον εντονότερο τρόπο και προτείνουμε η αξιολόγηση να είναι συνεχής, για την προάσπιση της διαφάνειας. Εφόσον όμως οι διαδικασίες εξέλιξης και μονιμοποίησης γίνουν δυσκολότερες θα πρέπει το επίπεδο να είναι υψηλό. Για τους καθηγητές οι οποίοι δεν έχουν το επίπεδο αυτό και δεν είναι τυπικοί στις υποχρεώσεις τους, αλλά εμμένουν στην ιδιοτέλεια και όχι στην ακαδημαϊκότητα, προτείνουμε να υπάρχει διαδικασία υποβάθμισης από την 1η στη 2η ή και στην 3η βαθμίδα. Επίσης σε ακραίες περιπτώσεις προτείνουμε να χάνεται και η μονιμοποίηση. • <>: Στα πλαίσια του καθηγητικού συνηγόρου προτείνουμε τη διερεύνηση του ρόλου του και την παρέμβαση εισαγγελέα σε περιπτώσεις δόλου, όπως υπεξαιρέσεις χρημάτων κ.τ.λ. σε όλα τα όργανα συνδιοίκησης. Επίσης προτείνουμε να γίνεται έλεγχος του πόθεν έσχες σε όλα τα μέλη ΔΕΠ που συμμετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα. • <> Οι πιστωτικές μονάδες στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα με τα τωρινά προγράμματα σπουδών είναι ανέφικτο να εφαρμοστούν. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου θα αποτελέσει τροχοπέδη στις σπουδές των φοιτητών καθώς θα είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν σε κάθε εξάμηνο μαθήματα που δεν θα υπερβαίνουν το όριο των 30 πιστωτικών μονάδων. Αν συγκρίνουμε, για παράδειγμα τις πιστωτικές μονάδες με τις σημερινές διδακτικές μονάδες, τότε ο φοιτητής θα μπορεί να δηλώνει το πολύ 6-7 μαθήματα το εξάμηνο. Γεγονός που συνεπάγεται, πως αν κάποιος φοιτητής για οποιοδήποτε λόγο αφήνει ένα μάθημα το εξάμηνο, σε μια τετραετή σχολή, θα χρωστά στο τέλος 8 μαθήματα, έχοντας ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει τις σπουδές του για ένα τουλάχιστον έτος. Το μέτρο αυτό είναι ακόμα πιο δυσοίωνο για τα εργαστηριακά τμήματα που έχουν μαθήματα με πολλές πιστωτικές μονάδες. • <> Η Χρηματοδότηση των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια μειώνεται σε σημαντικό βαθμό. Με δεδομένη την οικονομική κρίση που μαστίζει αυτή τη στιγμή τη χώρα γνωρίζουμε πως δεν είναι στο βαθμό που θα έπρεπε να αντιστοιχεί στα ελληνικά ΑΕΙ. Η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων θα πρέπει να γίνεται με βάση τις ανάγκες τους. Το κράτος θα πρέπει να καλύπτει πλήρως τις οποιεσδήποτε ανάγκες για χρηματοδότηση εφόσον αυτές ενισχύουν την ακαδημαϊκότητα και τη μόρφωση. Το αρχικό χρηματικό ποσό προτείνουμε να διανέμεται στα ιδρύματα από μια ανεξάρτητη αρχή. Αρμοδιότητά της θα είναι τόσο η χρηματοδότηση όσο και ο έλεγχος για τη σωστή αξιοποίηση των χρημάτων. Θα πρέπει, επίσης, να αναρτώνται στο internet, τα ποσά που δίνονται στα ιδρύματα της χώρας και το συνολικό ποσό της χρηματοδότησης, προκειμένου να υπάρχει πλήρης διαφάνεια. Οι δείκτες οι οποίοι θα συμπληρώνουν τη χρηματοδότηση θεωρούμε πως είναι υποκειμενικοί, γιατί δεν υπάρχουν στο σύνολο των ιδρυμάτων οι εγκαταστάσεις και οι θεσμοί για να αξιολογούνται παράλληλα και θα τους χαρακτηρίζαμε ελλιπείς καθώς δεν κάνουν καμία αναφορά στην αύξηση των δαπανών για τη φοιτητική μέριμνα. Προτείνουμε τους εξής δείκτες για φοιτητική μέριμνα: 1. τ.μ. Παν/μίου / Αριθμός φοιτητών. 2. τ.μ. εργαστηριακών χώρων / αριθμός φοιτητών τμήματος εργαστηρίου. 3. αριθμός κλινών εστιών / αριθμός φοιτητών που δικαιούνται. 4. αριθμός μερίδων λέσχης / αριθμός φοιτητών. Αντιθέτως αν το πανεπιστήμιο μπορούσε να εκμεταλλευτεί το αποτέλεσμα μιας έρευνας ή μιας καινοτομίας που εφευρέθηκε εντός του ιδρύματος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το ίδρυμα θα μπορεί να αυτοσυντηρείται και να αυτοδιοικείται πέραν της οικονομικής ενίσχυσης του υπουργείου. Πιστεύουμε λοιπόν πως οι δείκτες συμπεριλαμβανομένου και αυτών που προτείνουμε πρέπει να καταδεικνύουν τα προβλήματα των ιδρυμάτων προκειμένου να υπάρχει περαιτέρω χρηματοδότηση και όχι να υποδεικνύουν ανταγωνιστικές νοοτροπίες μεταξύ ελληνικών ΑΕΙ ή να είναι απλά ένα στατιστικό στοιχείο. • <> Οι διοικήσεις του Υπουργείου Παιδείας από τη μεταπολίτευση έως σήμερα, ακολουθώντας τακτικές ψηφοθηρίας προέβησαν σε δημιουργία ιδρυμάτων κατακερματισμένα σε 72 πόλεις και κωμοπόλεις στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα των παραπάνω διαχρονικών ενεργειών, είναι η ύπαρξη 24 Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και 18 ΤΕΙ, αριθμός δυσανάλογος σε σύγκριση με την πληθυσμιακή δυναμική της Ελλάδος. Ο λεγόμενος και ως «Καλλικράτης» στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση υποχρεούται να αντίκειται σε συγχωνεύσεις ΑΕΙ-ΤΕΙ, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο σε μια κατάσταση ημιαπασχόλησης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επιπροσθέτως, θέση μας πάντα είναι πως για να γίνει οποιαδήποτε κίνηση συγχώνευσης, συνένωσης ή κατάργησης τμημάτων και ιδρυμάτων, πρέπει να βασίζεται σε ακαδημαϊκά κριτήρια για την ενδυνάμωση των δημοσίων πανεπιστημίων. Επίσης απαραίτητο για μας είναι οι κινήσεις που πρόκειται να γίνουν να περιέχουν ασφαλιστικές δικλείδες για τους φοιτητές, τα πτυχία τους και κατ’ επέκταση τα επαγγελματικά τους δικαιώματα. Καταληκτικά, βιώνοντας σε καθημερινή βάση τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο και αποφεύγοντας καταστάσεις οκνηρίας και ωχαδερφισμού, παραθέτουμε τις ιδέες και τις απόψεις μας. Καλούμε το Υπουργείο Παιδείας να λάβει υπ’ όψιν του τις προτάσεις μας αυτές, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η διαβούλευση υφίσταται και ότι τα έγγραφα που διαβιβάζονται για αυτό το σκοπό, αποτελούν έναυσμα συζήτησης, προβληματισμού και λήψης αποφάσεων.