Η διάσπαση της ενότητας των πειραματικών σχολείων Θεσσαλονίκης, Πάτρας και Αθήνας δεν δικαιολογείται. Και είναι διπλή αυτή η έλλειψη δικαιολόγησης: πρώτον, δεν εξηγείται για ποιον λόγο επιλέχθηκε η διάσπαση της συνέχειας της φοίτησης των παιδιών και της ενότητας των πειραματικών (που, στην περίπτωση του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ξεκινά από το στάδιο του νηπιαγωγείου και φτάνει στο Λύκειο), και δεύτερον, δεν εξηγείται με ποια κριτήρια προτιμήθηκαν συγκεκριμένα γυμνάσια και λύκεια για να γίνουν πρότυπα, ενώ άλλα που δεν είχαν διασύνδεση με δημοτικά (άρα δεν υπήρχε κόστος για ήδη υπάρχοντα μαθητικό πληθυσμό) παρέμειναν πειραματικά.
Η επιλογή στα πειραματικά σχολεία γίνεται με κλήρωση στην οποία μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι μαθητές. Οι γονείς που επιλέξαμε να βάλουμε τα παιδιά μας στην κλήρωση αυτή το κάναμε εν γνώσει του ότι θα έχουμε (εμείς και τα παιδιά) μια επιπλέον ταλαιπωρία λόγω των αποστάσεων που πρέπει να διανύσουμε κάθε μέρα, αλλά επίσης εν γνώσει του ότι αυτό αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι το παιδί μας (αν κληρωνόταν) θα πήγαινε επί 12 έτη στο ίδιο σχολείο, χωρίς αλλαγές σχολικού περιβάλλοντος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τα ίδια τα παιδιά το γνωρίζουν αυτό και αντιλαμβάνονται το σχολείο τους ως δικό τους σχολείο μέχρι το Λύκειο.
Τώρα ξαφνικά το σχολείο διακόπτεται - όποιος θέλει να μείνει στο σχολείο του πρέπει να επιτύχει σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές εξετάσεις με παιδιά από άλλα σχολεία. Και για τα μεν παιδιά από τα άλλα σχολεία τυχόν αποτυχία στις εξετάσεις σημαίνει ότι απλώς θα επιστρέψουν στο σχολείο της περιοχής τους, με τους συμμαθητές και τους φίλους τους. Για τα παιδιά του πειραματικού δημοτικού, όμως, η αποτυχία στις εξετάσεις ή ακόμη και η επιλογή της μη συμμετοχής σημαίνει ότι θα αναγκαστούν να ΑΛΛΑΞΟΥΝ σχολείο και να αποχωριστούν τους συμμαθητές τους. Κοινώς η τυχόν αποτυχία θα γίνει αντιληπτή ως τιμωρία: οι άλλοι συνεχίζουν, εγώ δεν είμαι αρκετά καλός και φεύγω.
Αν γνωρίζαμε ότι αυτό είναι το σύστημα, είναι προφανές ότι δεν θα υποβάλαμε το παιδί μας σε αυτή τη διαδικασία. Είτε περάσει στις εξετάσεις, είτε κοπεί η πίεση που θα υποστεί (πίεση πολλαπλάσια αυτής που θα υποστούν τα παιδιά άλλων δημοτικών που θέλουν να πάνε σε πρότυπο γυμνάσιο) θα είναι οπωσδήποτε πολλαπλά επιζήμια.
Και αν μεν ήταν μια κεντρική πολιτική επιλογή να καταργηθούν τα πειραματικά σχολεία ή δεν υπήρχε άλλη λύση για τη δημιουργία προτύπων, θα καταλάβαινα (αν και δεν θα δικαιολογούσα) αυτή την επιλογή. Από τη στιγμή όμως που υπάρχουν, μέσα στη Θεσσαλονίκη, πειραματικά γυμνάσια και λύκεια χωρίς διασύνδεση με δημοτικά σχολεία, για ποιο λόγο επιλέγεται το ΠΣΠΘ για να γίνει πρότυπο σχολείο; Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι που υπερτερούν της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που επιδείξαμε οι γονείς στο κράτος, όταν επιλέξαμε να μπούμε στη διαδικασία της κλήρωσης, ότι οι όροι με τους οποίους ξεκινήσαμε θα παραμείνουν οι ίδιοι; Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι που υπερτερούν ακόμη και της απλής, κοινής λογικής ότι δεν έχει νόημα να διασπάσεις την ενότητα ενός σχολείου με παράδοση 90 ετών, τη στιγμή που έχεις άλλες επιλογές διαθέσιμες; Ποιοι είναι οι λόγοι που υπερτερούν της παιδαγωγικής λογικής ότι ο σκοπός των πειραματικών σχολείων (δοκιμή βέλτιστων παιδαγωγικών πρακτικών) υπηρετείται καλύτερα από σχολεία που έχουν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από νηπιαγωγείο ως λύκειο;
Πολύ φοβάμαι ότι για αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχει απάντηση, εξ ου και δεν γίνεται ούτε καν νύξη στην αιτιολογική έκθεση. Ζητώ, λοιπόν, από το Υπουργείο να αναθεωρήσει τη θέση του και να μην προχωρήσει στη διάσπαση του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ή, στη χειρότερη, να προβλέψει με μεταβατική διάταξη ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δεν καταλαμβάνουν τα παιδιά που ήδη φοιτούν σε αυτό.
Η διάσπαση της ενότητας των πειραματικών σχολείων Θεσσαλονίκης, Πάτρας και Αθήνας δεν δικαιολογείται. Και είναι διπλή αυτή η έλλειψη δικαιολόγησης: πρώτον, δεν εξηγείται για ποιον λόγο επιλέχθηκε η διάσπαση της συνέχειας της φοίτησης των παιδιών και της ενότητας των πειραματικών (που, στην περίπτωση του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ξεκινά από το στάδιο του νηπιαγωγείου και φτάνει στο Λύκειο), και δεύτερον, δεν εξηγείται με ποια κριτήρια προτιμήθηκαν συγκεκριμένα γυμνάσια και λύκεια για να γίνουν πρότυπα, ενώ άλλα που δεν είχαν διασύνδεση με δημοτικά (άρα δεν υπήρχε κόστος για ήδη υπάρχοντα μαθητικό πληθυσμό) παρέμειναν πειραματικά. Η επιλογή στα πειραματικά σχολεία γίνεται με κλήρωση στην οποία μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι μαθητές. Οι γονείς που επιλέξαμε να βάλουμε τα παιδιά μας στην κλήρωση αυτή το κάναμε εν γνώσει του ότι θα έχουμε (εμείς και τα παιδιά) μια επιπλέον ταλαιπωρία λόγω των αποστάσεων που πρέπει να διανύσουμε κάθε μέρα, αλλά επίσης εν γνώσει του ότι αυτό αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι το παιδί μας (αν κληρωνόταν) θα πήγαινε επί 12 έτη στο ίδιο σχολείο, χωρίς αλλαγές σχολικού περιβάλλοντος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τα ίδια τα παιδιά το γνωρίζουν αυτό και αντιλαμβάνονται το σχολείο τους ως δικό τους σχολείο μέχρι το Λύκειο. Τώρα ξαφνικά το σχολείο διακόπτεται - όποιος θέλει να μείνει στο σχολείο του πρέπει να επιτύχει σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές εξετάσεις με παιδιά από άλλα σχολεία. Και για τα μεν παιδιά από τα άλλα σχολεία τυχόν αποτυχία στις εξετάσεις σημαίνει ότι απλώς θα επιστρέψουν στο σχολείο της περιοχής τους, με τους συμμαθητές και τους φίλους τους. Για τα παιδιά του πειραματικού δημοτικού, όμως, η αποτυχία στις εξετάσεις ή ακόμη και η επιλογή της μη συμμετοχής σημαίνει ότι θα αναγκαστούν να ΑΛΛΑΞΟΥΝ σχολείο και να αποχωριστούν τους συμμαθητές τους. Κοινώς η τυχόν αποτυχία θα γίνει αντιληπτή ως τιμωρία: οι άλλοι συνεχίζουν, εγώ δεν είμαι αρκετά καλός και φεύγω. Αν γνωρίζαμε ότι αυτό είναι το σύστημα, είναι προφανές ότι δεν θα υποβάλαμε το παιδί μας σε αυτή τη διαδικασία. Είτε περάσει στις εξετάσεις, είτε κοπεί η πίεση που θα υποστεί (πίεση πολλαπλάσια αυτής που θα υποστούν τα παιδιά άλλων δημοτικών που θέλουν να πάνε σε πρότυπο γυμνάσιο) θα είναι οπωσδήποτε πολλαπλά επιζήμια. Και αν μεν ήταν μια κεντρική πολιτική επιλογή να καταργηθούν τα πειραματικά σχολεία ή δεν υπήρχε άλλη λύση για τη δημιουργία προτύπων, θα καταλάβαινα (αν και δεν θα δικαιολογούσα) αυτή την επιλογή. Από τη στιγμή όμως που υπάρχουν, μέσα στη Θεσσαλονίκη, πειραματικά γυμνάσια και λύκεια χωρίς διασύνδεση με δημοτικά σχολεία, για ποιο λόγο επιλέγεται το ΠΣΠΘ για να γίνει πρότυπο σχολείο; Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι που υπερτερούν της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που επιδείξαμε οι γονείς στο κράτος, όταν επιλέξαμε να μπούμε στη διαδικασία της κλήρωσης, ότι οι όροι με τους οποίους ξεκινήσαμε θα παραμείνουν οι ίδιοι; Ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι που υπερτερούν ακόμη και της απλής, κοινής λογικής ότι δεν έχει νόημα να διασπάσεις την ενότητα ενός σχολείου με παράδοση 90 ετών, τη στιγμή που έχεις άλλες επιλογές διαθέσιμες; Ποιοι είναι οι λόγοι που υπερτερούν της παιδαγωγικής λογικής ότι ο σκοπός των πειραματικών σχολείων (δοκιμή βέλτιστων παιδαγωγικών πρακτικών) υπηρετείται καλύτερα από σχολεία που έχουν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από νηπιαγωγείο ως λύκειο; Πολύ φοβάμαι ότι για αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχει απάντηση, εξ ου και δεν γίνεται ούτε καν νύξη στην αιτιολογική έκθεση. Ζητώ, λοιπόν, από το Υπουργείο να αναθεωρήσει τη θέση του και να μην προχωρήσει στη διάσπαση του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ή, στη χειρότερη, να προβλέψει με μεταβατική διάταξη ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δεν καταλαμβάνουν τα παιδιά που ήδη φοιτούν σε αυτό.