Αρχική Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξειςΆρθρο 07 – Διάρθρωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων Γενικού Λυκείου και εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποφοίτων Γενικού ΛυκείουΣχόλιο του χρήστη Γρηγόρης Ι. Παπαγιάννης | 4 Μαΐου 2020, 19:05
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Pro Latinitate ή γιατί να μαθαίνουμε Λατινικά στο ελληνικό σχολείο του 21ου αιώνα I. Η αξία των Λατινικών Η επαναφορά του μαθήματος των Λατινικών στις Πανελλαδικές εξετάσεις κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη λόγω της κεφαλαιώδους σημασίας του αντικειμένου για το σύνολο των Ανθρωπιστικών Επιστημών: Γλώσσες (με άμεσους «απογόνους» τα Ιταλικά, Ισπανικά, Πορτογαλικά, Γαλλικά, Ρουμανικά, αλλά και σημαντική επίδραση στα Αγγλικά, Γερμανικά και πολλές ακόμη άλλες), Φιλοσοφία (Κικέρων, Σενέκας, Αυγουστίνος, Βοήθιος, Θωμάς Ακινάτης, Καρτέσιος…), Θέατρο (Πλαύτος, Τερέντιος, Σενέκας), Ποίηση (Βιργίλιος, Οράτιος, Οβίδιος…), Ρητορική θεωρία και πράξη (Κικέρων, Κοϊντιλιανός), Ιστορία (το Βυζαντινό κράτος δεν είναι άλλωστε παρά η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με επίσημη γλώσσα μέχρι και τον 7ο αι. μ.Χ. την Λατινική, ενώ στη Δυτική Ευρώπη η Λατινική εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρύτατα ως lingua franca μέχρι και τον 18ο αι. μ.Χ.), Χριστιανισμός (Αμβρόσιος, Ιερώνυμος, Αυγουστίνος…) φέρουν ανεξίτηλο το πολιτισμικό αποτύπωμα του Ρωμαϊκού Πολιτισμού και του γλωσσικού του φορέα, των Λατινικών. Για να μην επεκταθούμε στις Θετικές επιστήμες, όπου η παρουσία των Λατινικών είναι διάχυτη στην Ιατρική, την Βιολογία, τη Φυσική, τη Χημεία, αρκεί να επισημάνουμε ότι ανασκάπτοντας τα θεμέλια των Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών δεν αργεί κανείς να φτάσει στην πολιτειολογία και των περί νόμων στοχασμό του Κικέρωνα (De re publica, De legibus), στο εκχριστιανισμένο πλατωνικό όραμα της ιδεατής πολιτείας του Αυγουστίνου (De ciuitate Dei) ή στην κωδικοποίηση του Ρωμαϊκού Δικαίου από τον Ιουστινιανό (Iustiniani Augusi Digesta seu Pandectae). Ελλείψει συγκροτημένης ιστορικής παιδείας και συνείδησης, σπάνια γίνεται αντιληπτό στη σημερινή Ελλάδα ότι οι Ρωμαίοι υπήρξαν οι μεγαλύτεροι θαυμαστές και «επιμελέστεροι μαθητές» του ελληνικού πνεύματος. Στα Γράμματα, στις Τέχνες, στις Επιστήμες οι εσπέριοι Λατίνοι προσέλαβαν και μετουσίωσαν το «ελληνικό» σε «ευρωπαϊκό». Όταν τα Graeca non leguntur (τα Ελληνικά δεν μπορούν να αναγνωσθούν…) για μία χιλιετία περίπου κατά τους Μέσους Αιώνες, τα Λατινικά διασώζουν και μεταλαμπαδεύουν στην Ευρώπη την ελληνική σκέψη, διηθημένη μέσα από το γλωσσικό και πολιτισμικό τους όχημα. Με την Αναγέννηση, οι δύο γλώσσες συνυπάρχουν, τα Αρχαία Ελληνικά κείμενα μεταφράζονται και σχολιάζονται στα Λατινικά, προτού ξαναμεταφραστούν και διαβαστούν εκ νέου στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες. Η παγκοσμιότητα του Ἑλληνισμοῦ οφείλει, επομένως, πάρα πολλά στον πολιτισμικό δίαυλο της Latinitas. Τα θεμέλια του Δυτικού Πολιτισμού έχουν οικοδομηθεί επάνω στα συνυφασμένα νήματα του Ελληνορωμαϊκού Πολιτισμού και η αδιαμεσολάβητη πρόσβαση και στις δύο γλώσσες που τον συγκροτούν είναι Δικαίωμα ταυτοτικό για τον σημερινό «δυτικό άνθρωπο». II. Η διδασκαλία των Λατινικών Πολύς λόγος έχει δικαίως γίνει για τον ελλιπή και συχνά απωθητικό για τους μαθητές τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να επαναλάβουμε το ευκόλως εννοούμενο, ότι δηλαδή η αξία ενός γνωστικού αντικειμένου δεν καθορίζεται από την ποιότητα της διδασκαλίας του. Διαπιστώνοντας ότι λίγο-πολύ συμφωνούμε όλοι στην ανάγκη «αναβάθμισης» του μαθήματος των Λατινικών, αλλά οι περισσότερες – δημόσιες τουλάχιστον – συζητήσεις περιορίζονται σε γενικόλογα ευχολόγια, επιλέγουμε εδώ συνειδητά να μιλήσουμε «με διευθύνσεις και ονόματα», προκειμένου να καταδείξουμε ότι υπάρχει πλέον στη γλώσσα μας ένα επαρκές «οπλοστάσιο», ικανό να υποστηρίξει τη συγγραφή του «πολυπόθητου» νέου σχολικού εγχειριδίου Λατινικών ή, ίσως σε ένα εξιδανικευμένο σχολείο, να λειτουργήσει ως βιβλιογραφική βάση στην οποία θα προστρέχουν μαθητές και διδάσκοντες, απελευθερωμένοι από την «αυθεντία» του ενός βιβλίου. Ευθύς αμέσως στο θέμα μας, όμως: γραμμένο για να υποστηρίξει την ελλιπή ρωμαιογνωσία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε μοναδικό για τα ελληνικά τουλάχιστον χρονικά της ελληνικής εκπαίδευσης ύφος, το αρχαιογνωστικό εγχειρίδιο Η Ρώμη και ο κόσμος της του καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας Θ. Παπαγγελή δεν βρήκε ποτέ τον δρόμο προς τις σχολικές αίθουσες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί «ατόφιο» ή τουλάχιστον να ληφθεί σοβαρά υπόψιν σε οποιαδήποτε μελλοντική απόπειρα διδασκαλίας των Λατινικών σε εφηβικό κοινό. Ούτε και βιβλία Ρωμαϊκής Ιστορίας μας λείπουν: τα παλαιά αλλά κραταιά εγχειρίδια των Rostovtzeff και Alföldi συμπληρώνονται τώρα από τους Τρόφιμους της Λύκαινας του καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας Κ. Μπουραζέλη, ο οποίος περιλαμβάνει στην επισκόπησή του ακόμα και την συχνά παραμελημένη περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας, καθώς και την παίζουσα αφήγηση της M. Beard, καθηγήτριας Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, στο μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο της SQPR: Ιστορία της Αρχαίας Ρώμης. Όσον αφορά στη διδασκαλία της Λατινικής γλώσσας, διαθέτουμε το εύχρηστο ηλεκτρονικό open access εγχειρίδιο Lingua Latina των καθηγητών Λατινικής Φιλολογίας, Β. Φυντίκογλου και Χ. Τσίτσιου-Χελιδόνη, καθώς και Τα Λατινικά: Μαθαίνοντας την γλώσσα από τις πηγές των R. Maltby και K. Belcher, καθηγητών Λατινικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Leeds, σε μετάφραση και επιμέλεια των επίσης καθηγητών Λατινικής φιλολογίας Ε. Καρακάση και Ε. Περάκη-Κυριακίδου. Οι δύο μεταφρασμένες Ιστορίες της Λατινικής Λογοτεχνίας των Kenney-Clausen και κυρίως εκείνη του M. von Albrecht δίνουν αναλυτική εικόνα του αντικειμένου από τις απαρχές μέχρι και το λυκόφως της Αρχαιότητας. Το επιτακτικότερο ίσως desideratum στις νεοελληνικές λατινικές σπουδές εκπληρώθηκε πολύ πρόσφατα και αυτό: τα ξεπερασμένα από γλωσσική και επιστημονική άποψη Λατινο-ελληνικά Λεξικά των Ουλερίχου-Κουμανούδη και Τσακαλώτου, τα οποία μετρούσαν αμφότερα περίπου ενάμιση αιώνα ζωής, έδωσαν τη θέση τους στο Σύχρονο Λατινοελληνικό Λεξικό: από τις απαρχές της Λατινικής Γραμματείας μέχρι τον 9ο μ.Χ. αιώνα, υπό την επιμέλεια των καθηγητών Λατινικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, Δ. Νικήτα και Λ. Τρομάρα†. Ο περιορισμένος χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε εδώ στις πολλές και καλές μεταφράσεις (βλ. ενδεικτικά: Τρομάρας, Λ. «Από το vortit barbare στο Graece vertere: ελληνικές μεταφράσεις λατινικών κειμένων», Νέα Πορεία, Οκτ.-Δεκ. 1999, 286-306. http://www.greek-language.gr/periodika/mags/neaporeia/1999/536-538/31035. Εννοείται ότι από το μακρινό πλέον 1999 οι μεταφράσεις λατινικών κειμένων έχουν έκτοτε κατά πολύ αυξηθεί…), σχολιασμένες εκδόσεις, ερμηνευτικές μονογραφίες και ανέκδοτες διδακτορικές διατριβές που επιμένουν, παρά τις αντίξοες οικονομικές, εκδοτικές και ερευνητικές συνθήκες, να παράγουν μη εμπορεύσιμη, πνευματική και πολιτισμική γνώση. Παρά τις αρκετές ελλείψεις σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες – ελλείψεις οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, αφορούν σχεδόν εξίσου και τα «δικά μας» Αρχαία Ελληνικά – υπάρχει μια διόλου ευκαταφρόνητη βιβλιογραφική κοιτίδα που δύναται κάλλιστα να εκθρέψει την Αναγέννηση των Λατινικών γραμμάτων στη χώρα μας. Αναντίρρητα, οι Έλληνες θεράποντες της Λατινικής φιλολογίας έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας, κυριότερα να μεταφράσουμε έγκυρα αλλά και με υψηλά αισθητικά κριτήρια μέγα μέρος της Λατινικής γραμματείας που παραμένει αμετάφραστο στα Νέα ελληνικά, όχι για να «υποκατασταθεί» το «νεκρό» και ερμητικά απροσπέλαστο λατινικό κείμενο, αλλά για να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε αυτό, ανοίγοντας τη «λατιν-όρεξη» μαθητών, φοιτητών και αναγνωστικού κοινού. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόσφατη, υποδειγματική μετάφραση της Αινειάδας του Βιργιλίου από τον Θ. Παπαγγελή φιγουράρει ψηλά σε όλες τις λίστες των «ευπώλητων», αποδεικνύοντας ότι ενδιαφέρον υπάρχει, αρκεί να οξυνθεί με βιβλιοπαρουσιάσεις, ελεύθερες διαλέξεις και φιλαναγνωστικές συζητήσεις που βγάζουν το αντικείμενο από τον περιχαρακωμένο ακαδημαϊσμό του και το καθιστούν «πολιτισμικό event». Παρόμοια θα μπορούσε να είναι η προσέγγιση και στο σχολείο‧ το μόνο που απαιτείται είναι η βούληση πολιτείας και δασκάλων. III. Πολιτική, η τέχνη του εφικτού; Επειδή το ζήτημα πέρα και πάνω από (μικρο)πολιτικό και συντεχνιακό, έχει βαθύτερες επιστημολογικές ρίζες, σκόπιμο είναι να διευκρινίσουμε ότι η αξιολογική σύγκριση μεταξύ διαφορετικών τομέων του επιστητού στερείται ασφαλώς οποιασδήποτε επιστημονικής και λογικής βάσης. Απλούστερα: δεν είναι ανώτερα τα Λατινικά από την Κοινωνιολογία ούτε και το αντίστροφο. Ούτε βέβαια οι υπεραπλουστεύσεις, σύμφωνα με τις οποίες το ένα αντικείμενο διαμορφώνει «δεξιούς» πολίτες, ενώ το άλλο «αριστερούς», προάγουν κάποιον γόνιμο διάλογο ή, πολλώ δε μάλλον, δείχνουν τον δρόμο προς οποιαδήποτε διέξοδο. Η διόγκωση της πληροφορίας, της γνώσης, της βιβλιογραφίας απαιτεί, καλώς ή κακώς, ολοένα και μεγαλύτερη εξειδίκευση και οδηγεί στην ανάδυση νέων επιστημονικών κλάδων. Αν και η αναψηλάφηση της ιστορικής καταγωγής των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών επιβεβαιώνει, όπως επισημάναμε παραπάνω, τη στημονική θέση των Λατινικών στη συνολική διαμόρφωση του κλάδου, δεν αρνούμαστε εντούτοις τη σημασία της συμπερίληψης και άλλων αντικειμένων, όπως είναι η Κοινωνιολογία, στο σχολικό curriculum και τις Πανελλαδικές εξετάσεις. Στις Θετικές Επιστήμες έχει γίνει εδώ και χρόνια αντιληπτή η ανάγκη κατάτμησής τους σε ειδικότερα πεδία, λόγου χάριν «Επιστημών Υγείας», «Τεχνολογικών Επιστημών», «Οικονομικών Επιστημών και Πληροφορικής» με αρκετά κοινά αλλά και με κάποια ξεχωριστά μαθήματα (π.χ. Βιολογία, Οικονομική Θεωρία, Πληροφορική...). Ανάλογη λύση θα μπορούσε να εφαρμοσθεί και στις Θεωρητικές Επιστήμες: τα «Λατινικά» αποτελούν αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την εισαγωγή στα πολυάριθμα τμήματα των Φιλοσοφικών, Θεολογικών, Παιδαγωγικών και πολλών ακόμα σχολών, όσων δηλαδή θα υπάγονταν στο πεδίο των «Ανθρωπιστικών Πεδίων». Για το πεδίο των «Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών» (Νομική, Πολιτική Επιστήμη, Δημοσιογραφία κ.ά.) θα μπορούσε να δίνεται ως επιπλέον μάθημα και η Κοινωνιολογία (ή η Φιλοσοφία ή το Δίκαιο ή κάποιο άλλο ενδεχομένως…), όχι όμως αντί των Λατινικών. Κι αυτό για έναν πολύ βασικό λόγο: σε αντίθεση, επί παραδείγματι, με την Ιατρική, όπου μια διδακτορική διατριβή του 18ου αι. γραμμένη στα Λατινικά διατηρεί σήμερα κάποια «μουσειακή» αλλά μικρή ή και καμία πρακτική αξία, καθώς τα συμπεράσματά της είναι στις πλείστες των περιπτώσεων παρωχημένα, στις Θεωρητικές Επιστήμες, οι οποίες εδράζονται στο σύνολό τους σε εξελισσόμενες εν ιστορία Ιδέες, η γνώση του ατέρμονου διαλόγου τους με σταθερό πυρήνα αναφοράς τις ποικίλες εκφάνσεις του ελληνορωμαϊκού πνεύματος συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση – conditio sine qua non. Από τον Ιστορικό της Τέχνης, τον Μουσικολόγο και τον Ιστορικό του Δικαίου μέχρι τον Πολιτικό Επιστήμονα και τον Κοινωνιολόγο, ο οποίος προκειμένου να εντρυφήσει στις θέσεις ενός σημερινού στοχαστή πρέπει να «αποκωδικοποιήσει» την αλληλεπίδραση των ιδεών του με εκείνες του παρελθόντος που ανάγονται σχεδόν πάντοτε άμεσα ή έμμεσα στον ελληνορωμαϊκό στοχασμό, όλοι πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με ένα minimum «λατινομάθειας» και «ρωμαιογνωσίας». Η άρνηση στην άμεση πρόσβαση στα μνημεία του λατινικού λόγου ισοδυναμεί με απόλυτη αδυναμία κατανόησης του «πυρήνα» των Θεωρητικών Επιστημών. Καθώς το σημερινό Λύκειο της εξειδίκευσης λειτουργεί καλώς ή κακώς, ιδίως στις δύο τελευταίες τάξεις του, ως προθάλαμος του πανεπιστημίου, η ανάγκη άμεσης εμπλοκής φορέων και προσώπων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη λήψη των αποφάσεων κρίνεται επιτακτική. Ασφαλώς, η αξιολόγηση του ενός ή του άλλου (ή κάποιου τρίτου στο μέλλον…) μαθήματος ως «εγγύτερου», «καταλληλότερου», «χρησιμότερου» για την εισαγωγή στην Α ή Β σχολή κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Ενεργό και αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την απόφαση θα πρέπει να διαδραματίσουν τα μέλη ΔΕΠ του εκάστοτε πανεπιστημιακού τμήματος με μόνο κριτήριο την αρτιότερη κατάρτιση των μελλοντικών φοιτητών τους, των αυριανών επιστημόνων. _ Γρηγόρης Ι. Παπαγιάννης, υποψήφιος διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης