Αρχική Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξειςΆρθρο 07 – Διάρθρωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων Γενικού Λυκείου και εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποφοίτων Γενικού ΛυκείουΣχόλιο του χρήστη Ευάγγελος Β. | 5 Μαΐου 2020, 09:53
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Είναι δυστυχώς δυσάρεστο αυτοί οι δυο επιστημονικοί κλάδοι να εργαλειοποιούνται στο πλαίσιο πολιτικών αντιπαραθέσεων. Επίσης είναι και από πολλές απόψεις αντιεπιστημονικό και ανορθολογικό να γίνεται αυτή η διάκριση και να εμφυσείται μια αντιπαλότητα εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, ανάμεσα στα λατινικά και στην κοινωνιολογία, ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, οι οποίοι όμως έχουν και πολλά σημεία επαφής και εργαλεία του ενός μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολύ εποικοδομητικά στην έρευνα του άλλου. Αν θα έπρεπε να πάρω μια θέση, θα θεωρούσα ότι η επαναφορά του μαθήματος των Λατινικών βρίσκεται προς μια σωστή κατεύθυνση. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το πόσο χρήσιμα και παραγωγικά μπορούν να είναι και τα δύο μαθήματα για τους έφηβους μαθητές. Το ιδανικό θα ήταν να μπορούσαν να διατηρηθούν και τα δύο στην Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών, κάτι που δεν είναι ανέφικτο (αντί για την εισαγωγή του λεγόμενου κόντρα μαθήματος, π.χ. μαθηματικών ως μαθήματος γενικής παιδείας για τους μαθητές των Ανθρωπιστικών Σπουδών). Ή ακόμα καλύτερα θα μπορούσε να γίνει μια διαίρεση πεδίων στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, και όσοι μαθητές επιλέγουν Κοινωνικές Επιστήμες να παίρνουν την κοινωνιολογία, ενώ όσοι ενδιαφέρονται να εισαχθούν σε φιλολογίες και νομικές σχολές να παίρνουν τα λατινικά. Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή του μαθήματος των λατινικών θα ήταν εξαιρετικά πιο εποικοδομητική και ενδιαφέρουσα για τους μαθητές με την προϋπόθεση να αναβαθμιστεί ριζικά το μάθημα και το σχολικό του βιβλίο. Οι πληροφορίες του μαθήματος θα μπορούσαν να αφορούν όχι μόνο στη γλώσσα (τη γραμματική και τη σύνταξη (αυτά τα δύο δεν γίνεται και ούτε πρέπει να τα παραλείπουμε ούτε να τα υπονομεύουμε, γιατί πάνω σε αυτά δομείται κάθε γλώσσα, της οποίας τις βασικές δομές ο μαθητής καλείται να αφομοιώσει στο Λύκειο και να καλλιεργήσει στο Πανεπιστήμιο, αν ακολουθήσει τη φιλολογία)· αλλά και με το να δίνονται κείμενα, τα οποία θα πλαισιώνονται με ιστορικό-κοινωνικές πληροφορίες (όχι σε υπέρμετρο βαθμό), προκειμένου ο μαθητής να μπορεί να αντιληφθεί σε ποια περίοδο και κοινωνία συντέθηκαν αυτά τα κείμενα. Η επαναφορά των λατινικών θα έχει επίσης και το πολύ μεγάλο πλεονέκτημα ότι οι πρωτοετείς φοιτητές των Φιλοσοφικών σχολών θα έχουν διδαχθεί ως έναν βαθμό τη γλώσσα και έτσι θα είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να την αναπτύξουν περισσότερο κατά τα πρώτα έτη των πανεπιστημιακών σπουδών τους, χωρίς ταυτόχρονα (και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό) να υπονομεύουν την πανεπιστημιακή διδασκαλία τους, και κατά τα επόμενα έτη θα είναι σε καλύτερη θέση να γευτούν τους γλυκούς καρπούς της Λατινικής Λογοτεχνίας. Καταληκτικά, το πλέον ιδανικό θα ήταν το μάθημα των λατινικών, όπως και όλα τα μαθήματα, να απαλλαγεί από τη μέγγενη των Πανελλαδικών εξετάσεων, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί όλα σχεδόν τα μαθήματα στη στείρα απομνημόνευση και στην μη πραγματική αφομοίωση γνώσεων· γνώσεις, που έστω και στη στοιχειώδη μορφή τους που θα μπορούσαν να διδάσκονται στο Λύκειο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους έφηβους μαθητές, σε συνδυασμό με τα Αρχαία Ελληνικά, να ανοίξουν και να πλατύνουν τον νου τους, απομακρύνοντάς τους από τα κάθε είδους σκοτάδια, οδηγώντας τους στο πραγματικό φως του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού, που ας ελπίσουμε να τους βοηθήσει σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.