Αρχική Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξειςΆρθρο 49 Ρυθμίσεις για τη λειτουργία των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςΣχόλιο του χρήστη Δάσκαλος ΠΕ70, ΠΕ70 ΕΑΕ | 5 Μαΐου 2020, 19:13
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Αξιότιμοι, αρχικά θα ήθελα να επισημάνω την αστοχία αναφορικά με την επιλογή του χρονικού σημείου ανάρτησης του νομοσχεδίου προς σχολιασμό, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε ουσιαστική διαβούλευση/διάλογος με τις ομάδες της εκπαίδευσης (εκπαιδευτικούς, συνδικαλιστικούς φορείς, γονείς και όχι μόνο). Αποτελεί σαφέστατα μία top-down προσέγγιση, η οποία δύσκολα συμβάλλει στην ικανοποίηση των αναγκών της εκπαίδευσης. Ως προς την αύξηση του αριθμού ανά τμήμα, διερωτάται κανείς σε ποια δεδομένα από τον χώρο της παιδαγωγικής επιστήμης βασίστηκε ο συγγραφέας του νομοσχεδίου, καθώς τόσο η εγχώρια όσο και διεθνής επιστημονική βιβλιογραφία τεκμηριώνουν την ακριβώς αντίθετη προσέγγιση, γεγονός εύκολα διαπιστώσιμο μέσω μιας απλής έρευνας σε κατάλληλα αποθετήρια (και όχι μόνο) διαδικτυακά. Η ρύθμιση, όπως παρουσιάζεται, δείχνει να στηρίζεται σε μια αίσθηση αναγκαιότητας προφανώς λόγω του διαρκώς μειούμενου μαθητικού πληθυσμού, αλλά και σε εξοικονόμηση οικονομικών πόρων. Ως προς το τελευταίο κομμάτι, η ρύθμιση αναμένεται να επηρεάσει άμεσα τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, οι οικονομικοί πόροι για την πρόσληψη των οποίων προέρχονται αποκλειστικά πλέον από κοινοτικούς πόρους (ΕΣΠΑ). Είναι απορίας άξιο ποια θα ήταν η κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος αν αυτοί οι χρηματικοί πόροι απουσίαζαν ή αν απουσιάσουν στο μέλλον, δεδομένου του διαρκώς μειούμενου αριθμού των μονίμων εκπαιδευτικών. Και για τους τελευταίους, η εισαγωγή της ρύθμισης προβληματίζει, καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα διαθέτει ήδη (σχεδόν από πάντα) το σύστημα του προβιβασμού ή υποβιβασμού των σχολικών μονάδων και τη συνεπαγόμενη κατανομή του προσωπικού μέσω των διαδικασιών των αποσπάσεων, μεταθέσεων κ.λπ., το οποίο λειτουργεί σε ετήσια βάση. Μία άλλη παράμετρος που η ρύθμιση αγνοεί αποτελεί ο ηλικιακός μέσος όρος του μόνιμου προσωπικού, που σαφώς δε διευκολύνει τη διαχείριση αυξημένου αριθμού μαθητών. Το σημείο προβληματίζει, καθώς η πολιτική ηγεσία διαχρονικά αναγνωρίζει τη γήρανση του προσωπικού, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ισχύει στη δευτεροβάθμια). Ως προς τον συρρικνούμενο αριθμό μαθητών, η παροχή ποιοτικής δημόσιας εκπαίδευσης και η αύξηση της αξιοπιστίας του δημόσιου σχολείου, μόνο θετικά μπορεί να συμβάλλει στην επιλογή των νέων ανθρώπων να γίνουν γονείς. Και σίγουρα θα αυξήσει την εμπιστοσύνη όσων ήδη έχουν αποκτήσει παιδιά. Αναρωτιέται κανείς πως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο σε σχολικές μονάδες με υπεράριθμες τάξεις και μειωμένο εκπαιδευτικό προσωπικό. Άλλωστε, το μεγάλο (εθνικό) στοίχημα (και) του υπουργείου της παιδείας σήμερα αποτελεί ακριβώς αυτό, η δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων και παροχής κινήτρων για την αύξηση του μαθητικού πληθυσμού. Καταλήγοντας, πρέπει να αναφερθεί πως η εξελισσόμενη υγειονομική κρίση και η ατελής γνώση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας για την εξέλιξή της, κάθε άλλο παρά συναινούν σε αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, θεωρώ πως η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να αποσυρθεί. Το προσωπικό και οι πόροι υπάρχουν, ζητούμενο παραμένει η σωστή αξιοποίησή τους εντός ενός συστηματικού μακροπρόθεσμου σχεδιασμού που ίσως πρέπει να συμφωνηθεί σε πλαίσιο πέραν της τετραετίας ενός κυβερνητικού σχήματος ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης. Αναγνωρίζω βέβαια πως κάτι τέτοιο απαιτεί εξαντλητικό διάλογο μεταξύ όλων των δρώντων ομάδων της εκπαίδευσης, κάτι που δεν είδαμε να συμβαίνει με το εν λόγω σχέδιο νόμου. Σας ευχαριστώ.