Πρόκειται για μια ρύθμιση που είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει σε αποτυχία.
Έρευνες υποστηρίζουν ότι το παιδί αφομοιώνει και μαθαίνει γρήγορα γλώσσες στην προσχολική ηλικία, όμως οι συνθήκες εκμάθησης δε μπορούν να είναι αυτές του δημόσιου σχολείου, όταν σε μία τάξη φοιτούν 20 μικρά παιδιά (τώρα και 24-27 που προβλέπει το νομοσχέδιό σας). Δεν είναι τυχαίο ότι τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών έχουν κατά κανόνα έχουν ολιγομελή τμήματα, συνήθως 8 παιδιών.
Μάλιστα, πολύ συχνά τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν μπορούν ακόμα να μιλήσουν «καλά», άλλες φορές λόγω προβλημάτων στην άρθρωση ή χαμηλό επίπεδο παραγωγής λόγου, λόγω στερημένου περιβάλλοντος. Έρευνα έχει δείξει ότι το ποσοστό των παιδιών που παρουσιάζουν μεγαλύτερες δυσκολίες κυμαίνεται στο 5-12% . Τα παιδιά στην ηλικία αυτή είναι γνώστες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν και γι` αυτό συνήθως προσπαθούν να τα «αποκρύψουν» αποφεύγοντας να μιλούν στην τάξη.
Οπότε, γίνεται κατανοητό ότι αυτό που προέχει είναι η ίδρυση περισσοτέρων υποστηρικτικών δομών διάγνωσης (ΚΕΣΥ), για να επιταχύνονται οι διαδικασίες και να μπορούν να υποστηρίζονται καλύτερα τα παιδιά, καθώς και η στελέχωσή τους με παιδοψυχολόγους, που στις περισσότερες δεν υπάρχουν. Επίσης, χρειάζεται η ίδρυση σε όλα τα νηπιαγωγεία τμημάτων ένταξης, ώστε να μπορούν να στελεχώνονται άμεσα, πριν τις χρονοβόρες διαδικασίες των κέντρων διάγνωσης, με τη διαπίστωση των προβλημάτων των παιδιών από τους νηπιαγωγούς και τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου.
Επίσης, αυτή τη στιγμή, στα δημόσια νηπιαγωγεία φοιτά μεγάλο ποσοστό παιδιών με ειδικά αναπτυξιακά προβλήματα ή και διαταραχές, πολλές φορές βαριές, όπως αυτισμό, ΔΕΠΥ- διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας κλπ. Ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα μπορεί να είναι και 2, 3 και περισσότερα παιδιά ανά τμήμα χωρίς καμία στήριξη. Στις τάξεις αυτές εκείνο που προέχει είναι η στήριξη αυτών των παιδιών με εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής κι όχι η διδασκαλία των αγγλικών που θα απαιτούσαν μεγάλο χρόνο συγκέντρωσης (45΄) πολύ περισσότερο από τον αναπτυξιακά κατάλληλο για την ηλικία αυτή (20΄- 25΄).
Τέλος, για τα δίγλωσσα παιδιά που φοιτούν επίσης σε μεγάλο ποσοστό στα ελληνικά νηπιαγωγεία, ήδη η ελληνική γλώσσα αποτελεί για αυτά δεύτερη γλώσσα, στην εκμάθηση της οποίας αντιμετωπίζουν αρκετές δυσκολίες. Για το λόγο αυτό, η ενασχόληση με μια τρίτη γλώσσα όχι μόνο επιπλέον δυσκολίες θα προσέθετε, αλλά θα στερούσε και πολύτιμο χρόνο από δραστηριότητες για την εκμάθηση της ελληνικής.
Πρόκειται για μια ρύθμιση που είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει σε αποτυχία. Έρευνες υποστηρίζουν ότι το παιδί αφομοιώνει και μαθαίνει γρήγορα γλώσσες στην προσχολική ηλικία, όμως οι συνθήκες εκμάθησης δε μπορούν να είναι αυτές του δημόσιου σχολείου, όταν σε μία τάξη φοιτούν 20 μικρά παιδιά (τώρα και 24-27 που προβλέπει το νομοσχέδιό σας). Δεν είναι τυχαίο ότι τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών έχουν κατά κανόνα έχουν ολιγομελή τμήματα, συνήθως 8 παιδιών. Μάλιστα, πολύ συχνά τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν μπορούν ακόμα να μιλήσουν «καλά», άλλες φορές λόγω προβλημάτων στην άρθρωση ή χαμηλό επίπεδο παραγωγής λόγου, λόγω στερημένου περιβάλλοντος. Έρευνα έχει δείξει ότι το ποσοστό των παιδιών που παρουσιάζουν μεγαλύτερες δυσκολίες κυμαίνεται στο 5-12% . Τα παιδιά στην ηλικία αυτή είναι γνώστες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν και γι` αυτό συνήθως προσπαθούν να τα «αποκρύψουν» αποφεύγοντας να μιλούν στην τάξη. Οπότε, γίνεται κατανοητό ότι αυτό που προέχει είναι η ίδρυση περισσοτέρων υποστηρικτικών δομών διάγνωσης (ΚΕΣΥ), για να επιταχύνονται οι διαδικασίες και να μπορούν να υποστηρίζονται καλύτερα τα παιδιά, καθώς και η στελέχωσή τους με παιδοψυχολόγους, που στις περισσότερες δεν υπάρχουν. Επίσης, χρειάζεται η ίδρυση σε όλα τα νηπιαγωγεία τμημάτων ένταξης, ώστε να μπορούν να στελεχώνονται άμεσα, πριν τις χρονοβόρες διαδικασίες των κέντρων διάγνωσης, με τη διαπίστωση των προβλημάτων των παιδιών από τους νηπιαγωγούς και τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου. Επίσης, αυτή τη στιγμή, στα δημόσια νηπιαγωγεία φοιτά μεγάλο ποσοστό παιδιών με ειδικά αναπτυξιακά προβλήματα ή και διαταραχές, πολλές φορές βαριές, όπως αυτισμό, ΔΕΠΥ- διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας κλπ. Ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα μπορεί να είναι και 2, 3 και περισσότερα παιδιά ανά τμήμα χωρίς καμία στήριξη. Στις τάξεις αυτές εκείνο που προέχει είναι η στήριξη αυτών των παιδιών με εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής κι όχι η διδασκαλία των αγγλικών που θα απαιτούσαν μεγάλο χρόνο συγκέντρωσης (45΄) πολύ περισσότερο από τον αναπτυξιακά κατάλληλο για την ηλικία αυτή (20΄- 25΄). Τέλος, για τα δίγλωσσα παιδιά που φοιτούν επίσης σε μεγάλο ποσοστό στα ελληνικά νηπιαγωγεία, ήδη η ελληνική γλώσσα αποτελεί για αυτά δεύτερη γλώσσα, στην εκμάθηση της οποίας αντιμετωπίζουν αρκετές δυσκολίες. Για το λόγο αυτό, η ενασχόληση με μια τρίτη γλώσσα όχι μόνο επιπλέον δυσκολίες θα προσέθετε, αλλά θα στερούσε και πολύτιμο χρόνο από δραστηριότητες για την εκμάθηση της ελληνικής.