Έχοντας φοιτήσει για 14 χρόνια σε ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της χώρας, και έχοντας εργαστεί σχεδόν άλλα τόσα σε δημόσια Πειραματικά Σχολεία προσπαθώ να καταλάβω γιατί διαφέρουν όσο η μέρα από τη νύχτα. Οι διδάσκοντες στα δεύτερα είναι τουλάχιστον εξίσου αξιόλογοι με τους διδάσκοντες στα καλά ιδιωτικά σχολεία. Γιατί, λοιπόν, τα σχολεία διαφέρουν τόσο;
Μερικές σκέψεις και προτάσεις:
1. Οι αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας εστιάζουν στους εκπ/κούς – και μάλιστα σχεδόν τιμωρητικά. Καμία προσοχή δεν έχει δοθεί στον στυλοβάτη κάθε σχολείου, που είναι η Διεύθυνσή του.
Τα Π/ΠΕΙΣ επηρεάζονται και στο σημείο αυτό από τις παθογένειες του ελληνικού δημοσίου και του κομματικού κράτους:
1α. Ενώ ένα ιδιωτικό σχολείο μπορεί να επιλέξει τον Διευθυντή του με κύριο κριτήριο την προσωπικότητά του, αυτό το κριτήριο δεν μπορεί να σταθεί στο κομματοκρατούμενο ελληνικό δημόσιο – όπου και αυτή η ταλαίπωρη ‘συνέντευξη’ άλλοτε οδηγεί σε ευτελισμό και υποτάσσεται σε κομματικά συμφέροντα, και άλλοτε οδηγεί σε ισοπέδωση –ίδια βαθμολογία σε όλους- για να αποφευχθούν τα παραπάνω. Υποχρεωτικά, λοιπόν, το δημόσιο εστιάζει σε προσόντα μετρήσιμα, παρότι όλοι γνωρίζουμε ότι συχνά αυτά δεν εγγυώνται τίποτα (π.χ. συμμετοχή σε ποικίλες ‘δράσεις’. Ακόμα και η κατοχή διδακτορικού δεν σχετίζεται άμεσα και δεν εγγυάται τα προσόντα που πρέπει να έχει ο παιδαγωγός που θα διοικήσει ένα σχολείο.)
1β. Δεύτερη παθογένεια του ελληνικού δημοσίου είναι η πλήρης έλλειψη κινήτρων, που θα οδηγούσαν αξιόλογους και ικανούς εκπ/κούς να διεκδικήσουν θέσεις Διευθυντών. Το ύψος του επιμισθίου δεν επαρκεί, και δεν δίνεται καν στους δυνάμει υποψήφιους η δυνατότητα να δημιουργήσουν και να προσφέρουν μέσα από μία διευθυντική θέση. Αντίθετα, ολοένα αυξάνεται ο γραφειοκρατικός φόρτος και ο κεντρικός έλεγχος που παρεμποδίζει το δημιουργικό τους έργο.
Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο αν θέσεις διευθυντών σχολείων ενίοτε ελκύουν άτομα με ποικίλα προβλήματα προσωπικότητας, που έχουν ανάγκη να δώσουν διέξοδο σε τάσεις από αυταρχικές έως σαδιστικές. Ενώ στα ιδιωτικά σχολεία όπως εγώ τα γνώρισα η διεύθυνση του σχολείου ήταν εκείνη που επιλύει προβλήματα εκπ/κών και τους διευκολύνει στο εκπ/κό τους έργο, στο δημόσιο παρατηρείται και το αντίστροφο φαινόμενο, με διευθυντές που δημιουργούν κάθε είδους προβλήματα παρακωλύοντας, τελικά, το εκπαιδευτικό έργο.
Χρειάζονται πολλές γενεές μέχρι να κατορθώσει το Δημόσιο να απαγκιστρωθεί από τα παραπάνω κριτήρια επιλογής διευθυντών, λόγω των παραπάνω δομικών προβλημάτων. Αν όμως προτεραιότητά του είναι η παιδαγωγική διαδικασία και όχι ο κομματικός έλεγχος, θα μπορούσε να εξισορροπήσει τα παραπάνω μεριμνώντας τουλάχιστον εκ των υστέρων για την ποιότητα του προσφερόμενου έργου των διευθυντών. (Σχολικοί Σύμβουλοι, έλεγχος καταγγελιών και απόδοση δικαιοσύνης. Αυτήν τη στιγμή οι υπηρεσίες Διευθύνσεων και Περιφερειών ακόμα και όταν έχουν την βούληση δεν έχουν την στελέχωση που θα απαιτούσε αυτό. Συνήθως σε τέτοιες καταστάσεις η διοίκηση υποστηρίζει τα εκάστοτε στελέχη της εκπαίδευσης. Άλλωστε και οι αρμόδιοι για να ασκούν έλεγχο δεν εξαιρούνται από το κλίμα φόβου και κομματικού ελέγχου. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, κάθε καταγγελία και κάθε ΕΔΕ αντιστοιχεί σε πολλές περισσότερες που δεν γίνονται. Και αυτές που γίνονται, όμως, σπανίως έχουν έκβαση που να λειτουργεί αποτρεπτικά.)
Εάν πράγματι η πολιτεία επιθυμεί Π/ΠΕΙΣ που να πρωτοπορούν και να αριστεύουν σε κάθε επίπεδο θα μπορούσε επίσης να λάβει ειδική μέριμνα για την στελέχωση των διευθύνσεών τους και την παρακολούθηση του έργου τους. Παραδείγματος χάριν: με το ισχύον σύστημα, έστω ότι κατά τις κρίσεις διευθυντών για 200 σχολεία υπάρχουν 300 υποψήφιοι, και τα Π/ΠΕΙΣ της περιοχής επιλέγονται από τους πρώτους δύο επιτυχόντες. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης ή αποχώρησης κάποιου εξ αυτών δεν υπάρχει πρόβλεψη να τον διαδεχθεί ο επόμενος στην κατάταξη αλλά ο πρώτος που έχει επιλέξει το συγκεκριμένο σχολείο και δεν έχει τοποθετηθεί σε κανένα σχολείο. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο υποψήφιος με το νούμερο 300. Το γεγονός, δηλαδή, ότι κρίθηκε λιγότερο κατάλληλος για την ανάληψη διευθυντικής θέσης σε οιοδήποτε σχολείο μπορεί να τον οδηγήσει στην ανάληψη διευθυντικής θέσης στο πλέον περιζήτητο Π/ΠΕΙΣ. (Στη συνέχεια, δε, η προϋπηρεσία του αυτή θα τον ευνοεί έναντι άλλων υποψηφίων.)
Η επιτυχία κάθε προσπάθειας και κάθε καινοτομίας σε ένα τέτοιο σχολείο είναι καταδικασμένη να προσκρούει σε τυχόν ατυχή επιλογή διεύθυνσης.
Είναι τουλάχιστον παράδοξο κάποιοι να αναλαμβάνουν την διοίκηση των άριστων σχολείων ακριβώς επειδή κρίθηκαν οι λιγότερο κατάλληλοι για την διοίκηση οιουδήποτε σχολείου.
Θα μπορούσαν να καταρτίζονται ξεχωριστοί πίνακες υποψηφίων για τα Π/ΠΕΙΣ, ή να εξαιρούνται τα σχολεία αυτά από την ρύθμιση ότι τον απερχόμενο διευθυντή τον διαδέχεται ο πρώτος υποψήφιος που έχει παραμείνει χωρίς διευθυντική θέση, και να τον διαδέχεται ο επόμενος σε σειρά κατάταξης.
Θα μπορούσε επίσης να υπάρχει πολυεπίπεδη αξιολόγηση του παιδαγωγικού και διοικητικού έργου των διευθυντών, όπως προαναφέρθηκε. Επίσης, τα πεπραγμένα των εκάστοτε διευθυντών, τα θετικά και τα αρνητικά, να επηρεάζουν την επόμενη αξιολόγησή τους (ενώ τώρα οι υποψήφιοι διευθυντές κρίνονται αποκλειστικά και μόνο με ‘μετρήσιμα’ κριτήρια όπως η επιστημονική κατάρτιση ο χρόνος διοικητικής εμπειρίας κ.ο.κ.).
Αντ’ αυτού, το προωθούμενο νομοσχέδιο εστιάζει στην αέναη αξιολόγηση και αβεβαιότητα των εκπ/κών, που έχουν αξιολογηθεί πολλάκις, και θεσμοθετεί καθεστώς μόνιμης αβεβαιότητας για αυτούς, ενώ για την αξιολόγηση των διευθυντών των Π/ΠΕΙΣ δεν προβλέπει τίποτα διαφορετικό από ό,τι ισχύει για τα υπόλοιπα σχολεία.
Στα καλά ιδιωτικά σχολεία η αξιολόγηση είναι εκ των πραγμάτων αμφίδρομη και βασίζεται στα πεπραγμένα εκπ/κών και διοίκησης. Αντίθετα, στο προωθούμενο νομοσχέδιο η τύχη του εκπ/κού κρίνεται εν πολλοίς από τον διευθυντή του σχολείου –ο οποίος στην πράξη δεν ελέγχεται από πουθενά- ενώ τα πεπραγμένα του διευθυντή δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην εξέλιξή του.
2. Ενώ τα καλά ιδιωτικά σχολεία έχουν την δυνατότητα να εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο στην ποιότητα του προσφερόμενου έργου, από την οποία εξαρτούν συμφέρον, η αντίστοιχη διαδικασία στα δημόσια Π/ΠΕΙΣ διαταράσσεται από πλήθος παραγόντων:
2α. Τα στοιχεία που αποτελούν το βασικό κριτήριο αξιολόγησης εκπ/κών των κορυφαίων ιδιωτικών σχολείων (η ποιότητα του μαθήματός τους, οι παρεμβάσεις τους σε παιδαγωγικά ζητήματα μαθητών, η αποτίμηση του έργου τους από μαθητές και γονείς) απουσιάζουν πλήρως από την αξιολόγηση εκπ/κών Π/ΠΕΙΣ.
2β Στα δημόσια Π/ΠΕΙΣ τα κριτήρια αξιολόγησης εκπ/κών επιλέγονται μεταξύ άλλων και με γνώμονα την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών. Π.χ. η επιθυμία του υπουργείου να υποστηρίξει δράσεις όπως οι διαθεματικές διδασκαλίες ή η αξιολόγηση οδηγούν στην μοριοδότηση των αντίστοιχων κριτηρίων, με αποτελέσματα συχνά παράδοξα. Π.χ. ένας Φυσικός δεν λαμβάνει κανένα επιπλέον μόριο για την κατοχή πτυχίου Μαθηματικών, για το οποίο έχει κοπιάσει επί 4 έτη. Κάθε φορά όμως που καλεί στην τάξη του έναν Μαθηματικό λαμβάνει ένα μόριο, με μέγιστο τα 7 μόρια (όταν μάλιστα ένα μεταπτυχιακό μοριοδοτείται με 2 μόρια).
Τελικά το ζητούμενο είναι η προώθηση εκπαιδευτικών πολιτικών ή η επιλογή των καλύτερων εκπαιδευτικών;
2γ. Η σύνδεση με τα Πανεπιστήμια και η ύπαρξη Επιστημονικών Εποπτικών Συμβουλίων με έναν πανεπιστημιακό είτε επικεφαλής (παλαιότερα) είτε ως μέλος (όπως προτείνεται) είναι εύηχο και καλλιεργεί εντυπώσεις, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει βοηθήσει, παραμένει κενό γράμμα και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει. Οι εν λόγω πανεπιστημιακοί είθισται να παρίστανται στα Π/ΠΕΙΣ μόνο για τις συνεδριάσεις του ΕΠΕΣ, και δεν γνωρίζουν καν τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν σε αυτά. Στα καλά ιδιωτικά σχολεία θα ήταν απολύτως ακατανόητη η συμμετοχή στη διοίκηση του σχολείου ενός πανεπιστημιακού, συχνά αδιάφορου, με μεγάλο φόρτο εργασίας και απολύτως ξένου προς την καθημερινή πραγματικότητα του σχολείου.
2δ. Ομοίως, τα εν λόγω ιδιωτικά σχολεία δεν είναι εξίσου έκθετα στα ατελείωτα ‘ράβε – ξήλωνε’ των εναλασσόμενων κυβερνήσεων, που δημιουργούν μία μόνιμη αβεβαιότητα, δυναμιτίζουν το παιδαγωγικό κλίμα και διαταράσσουν το εκπαιδευτικό έργο. Επειδή οι καλές προθέσεις είναι δεδομένες, είναι προφανές ότι τα κάθε λογής άστοχα μέτρα που λαμβάνονται κατά καιρούς και τα οποία υπονομεύουν αντί να υποστηρίζουν τα Π/ΠΕΙΣ, οφείλονται σε έλλειψη ενημέρωσης και βεβιασμένες αποφάσεις. Οι σχετικές αποφάσεις για το καθεστώς των Π/ΠΕΙΣ πρέπει να λαμβάνονται με ευρεία συναίνεση ώστε να έχουν ορίζοντα εφαρμογής πολύ μεγαλύτερο της πενταετίας.
2ε. Τα καλά ιδιωτικά σχολεία δεν μπορούν να επιβιώσουν αν επικεντρωθούν στο ‘φαίνεσθαι’ και όχι στο ‘είναι’. Αντίθετα, στα Π/ΠΕΙΣ είναι γνωστό τοις πάσι το πόσο κενά περιεχομένου μπορεί να είναι διάφορα στοιχεία τα οποία είναι μέρος της ‘βιτρίνας’ του σχολείου αλλά και επηρεάζουν και την αξιολόγηση εκπ/κών. Η συμμετοχή, παραδείγματος χάριν, σε διάφορες ‘δράσεις’ δεν υπόκειται σε αξιόπιστους μηχανισμούς ελέγχου, ούτε αποτιμάται ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Κάποιος εκπ/κός με καλές δημόσιες σχέσεις μπορεί να εμφανίζεται ως συμμετέχων σε διάφορες ‘δράσεις’, προσφέροντας ελάχιστο ή και καθόλου έργο, και συγκεντρώνοντας έτσι ακόμα και 20 μόρια αξιολόγησης, ενώ ένα δεύτερο πτυχίο προσφέρει από 3 μόρια έως κανένα (εάν δεν είναι συναφές με την βασική ειδικότητα του εκπ/κού).
Όπως μάλιστα έχει διαπιστωθεί επανειλημμένα από συλλόγους διδασκόντων Π/ΠΕΙΣ η επικέντρωση στις δράσεις αυτές συχνά εμποδίζει τους εκπ/κούς των Π/ΠΕΙΣ να διατηρήσουν το επίπεδο των μαθημάτων τους στο υψηλό επίπεδο που επιθυμούν και να δώσουν την οφειλόμενη προσοχή σε παιδαγωγικά ζητήματα που αφορούν μαθητές. Ομοίως, κριτήρια όπως η συμμετοχή σε συνέδρια (από τα οποία κανείς δεν αποκλείεται, αν υπάρχει οικονομική συνδρομή) τείνουν να υποκαταστήσουν εκείνα που αποτελούν βασικά κριτήρια στα καλά ιδιωτικά σχολεία, όπως η ποιότητα του προσφερόμενου μαθήματος.
Το προωθούμενο νομοσχέδιο δεν επιλύει τα παραπάνω διότι προφανώς αυτά δεν αναγνωρίζονται ως προβλήματα, αλλά και λόγω των δομικών προβλημάτων που προαναφέρθηκαν.
Αντίθετα, περιλαμβάνει κινήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, υποβάλλοντας τους εκπ/κούς σε νέες ταλαιπωρίες, θεσμοθετώντας την αέναη αβεβαιότητα (κατάργηση των διατάξεων περί οργανικών θέσεων, διαρκείς αξιολογήσεις για ανανεώσεις θητείας). Οι εκπαιδευτικοί ταλαιπωρούνται σχεδόν τιμωρητικά, αντί να τους παρέχονται κίνητρα για να τοποθετηθούν και να παραμείνουν στα Π/ΠΕΙΣ, και να τους παρέχεται κάθε είδους υποστήριξη -από υλικοτεχνική υποδομή έως εργασιακή ασφάλεια- που θα τους βοηθήσει να εργαστούν αποδοτικά. Πρόκειται για την αντίστροφη ακριβώς σχέση εκπ/κού-υπηρεσίας από αυτήν που έχω γνωρίσει στα καλά ιδιωτικά σχολεία, που είναι σχέση εμπιστοσύνης και σεβασμού.
Είναι προφανές ότι παρά τις καλές προθέσεις που σαφώς υπάρχουν, δεν έχει μελετηθεί ο αντίκτυπος που είχαν όλα τα παραπάνω στο παιδαγωγικό κλίμα και στην απόδοση των Π/ΠΕΙΣ κατά την τελευταία δεκαετία, μετά την ψήφιση του Ν. 3966/2011.
Έχοντας φοιτήσει για 14 χρόνια σε ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της χώρας, και έχοντας εργαστεί σχεδόν άλλα τόσα σε δημόσια Πειραματικά Σχολεία προσπαθώ να καταλάβω γιατί διαφέρουν όσο η μέρα από τη νύχτα. Οι διδάσκοντες στα δεύτερα είναι τουλάχιστον εξίσου αξιόλογοι με τους διδάσκοντες στα καλά ιδιωτικά σχολεία. Γιατί, λοιπόν, τα σχολεία διαφέρουν τόσο; Μερικές σκέψεις και προτάσεις: 1. Οι αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας εστιάζουν στους εκπ/κούς – και μάλιστα σχεδόν τιμωρητικά. Καμία προσοχή δεν έχει δοθεί στον στυλοβάτη κάθε σχολείου, που είναι η Διεύθυνσή του. Τα Π/ΠΕΙΣ επηρεάζονται και στο σημείο αυτό από τις παθογένειες του ελληνικού δημοσίου και του κομματικού κράτους: 1α. Ενώ ένα ιδιωτικό σχολείο μπορεί να επιλέξει τον Διευθυντή του με κύριο κριτήριο την προσωπικότητά του, αυτό το κριτήριο δεν μπορεί να σταθεί στο κομματοκρατούμενο ελληνικό δημόσιο – όπου και αυτή η ταλαίπωρη ‘συνέντευξη’ άλλοτε οδηγεί σε ευτελισμό και υποτάσσεται σε κομματικά συμφέροντα, και άλλοτε οδηγεί σε ισοπέδωση –ίδια βαθμολογία σε όλους- για να αποφευχθούν τα παραπάνω. Υποχρεωτικά, λοιπόν, το δημόσιο εστιάζει σε προσόντα μετρήσιμα, παρότι όλοι γνωρίζουμε ότι συχνά αυτά δεν εγγυώνται τίποτα (π.χ. συμμετοχή σε ποικίλες ‘δράσεις’. Ακόμα και η κατοχή διδακτορικού δεν σχετίζεται άμεσα και δεν εγγυάται τα προσόντα που πρέπει να έχει ο παιδαγωγός που θα διοικήσει ένα σχολείο.) 1β. Δεύτερη παθογένεια του ελληνικού δημοσίου είναι η πλήρης έλλειψη κινήτρων, που θα οδηγούσαν αξιόλογους και ικανούς εκπ/κούς να διεκδικήσουν θέσεις Διευθυντών. Το ύψος του επιμισθίου δεν επαρκεί, και δεν δίνεται καν στους δυνάμει υποψήφιους η δυνατότητα να δημιουργήσουν και να προσφέρουν μέσα από μία διευθυντική θέση. Αντίθετα, ολοένα αυξάνεται ο γραφειοκρατικός φόρτος και ο κεντρικός έλεγχος που παρεμποδίζει το δημιουργικό τους έργο. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο αν θέσεις διευθυντών σχολείων ενίοτε ελκύουν άτομα με ποικίλα προβλήματα προσωπικότητας, που έχουν ανάγκη να δώσουν διέξοδο σε τάσεις από αυταρχικές έως σαδιστικές. Ενώ στα ιδιωτικά σχολεία όπως εγώ τα γνώρισα η διεύθυνση του σχολείου ήταν εκείνη που επιλύει προβλήματα εκπ/κών και τους διευκολύνει στο εκπ/κό τους έργο, στο δημόσιο παρατηρείται και το αντίστροφο φαινόμενο, με διευθυντές που δημιουργούν κάθε είδους προβλήματα παρακωλύοντας, τελικά, το εκπαιδευτικό έργο. Χρειάζονται πολλές γενεές μέχρι να κατορθώσει το Δημόσιο να απαγκιστρωθεί από τα παραπάνω κριτήρια επιλογής διευθυντών, λόγω των παραπάνω δομικών προβλημάτων. Αν όμως προτεραιότητά του είναι η παιδαγωγική διαδικασία και όχι ο κομματικός έλεγχος, θα μπορούσε να εξισορροπήσει τα παραπάνω μεριμνώντας τουλάχιστον εκ των υστέρων για την ποιότητα του προσφερόμενου έργου των διευθυντών. (Σχολικοί Σύμβουλοι, έλεγχος καταγγελιών και απόδοση δικαιοσύνης. Αυτήν τη στιγμή οι υπηρεσίες Διευθύνσεων και Περιφερειών ακόμα και όταν έχουν την βούληση δεν έχουν την στελέχωση που θα απαιτούσε αυτό. Συνήθως σε τέτοιες καταστάσεις η διοίκηση υποστηρίζει τα εκάστοτε στελέχη της εκπαίδευσης. Άλλωστε και οι αρμόδιοι για να ασκούν έλεγχο δεν εξαιρούνται από το κλίμα φόβου και κομματικού ελέγχου. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, κάθε καταγγελία και κάθε ΕΔΕ αντιστοιχεί σε πολλές περισσότερες που δεν γίνονται. Και αυτές που γίνονται, όμως, σπανίως έχουν έκβαση που να λειτουργεί αποτρεπτικά.) Εάν πράγματι η πολιτεία επιθυμεί Π/ΠΕΙΣ που να πρωτοπορούν και να αριστεύουν σε κάθε επίπεδο θα μπορούσε επίσης να λάβει ειδική μέριμνα για την στελέχωση των διευθύνσεών τους και την παρακολούθηση του έργου τους. Παραδείγματος χάριν: με το ισχύον σύστημα, έστω ότι κατά τις κρίσεις διευθυντών για 200 σχολεία υπάρχουν 300 υποψήφιοι, και τα Π/ΠΕΙΣ της περιοχής επιλέγονται από τους πρώτους δύο επιτυχόντες. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης ή αποχώρησης κάποιου εξ αυτών δεν υπάρχει πρόβλεψη να τον διαδεχθεί ο επόμενος στην κατάταξη αλλά ο πρώτος που έχει επιλέξει το συγκεκριμένο σχολείο και δεν έχει τοποθετηθεί σε κανένα σχολείο. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο υποψήφιος με το νούμερο 300. Το γεγονός, δηλαδή, ότι κρίθηκε λιγότερο κατάλληλος για την ανάληψη διευθυντικής θέσης σε οιοδήποτε σχολείο μπορεί να τον οδηγήσει στην ανάληψη διευθυντικής θέσης στο πλέον περιζήτητο Π/ΠΕΙΣ. (Στη συνέχεια, δε, η προϋπηρεσία του αυτή θα τον ευνοεί έναντι άλλων υποψηφίων.) Η επιτυχία κάθε προσπάθειας και κάθε καινοτομίας σε ένα τέτοιο σχολείο είναι καταδικασμένη να προσκρούει σε τυχόν ατυχή επιλογή διεύθυνσης. Είναι τουλάχιστον παράδοξο κάποιοι να αναλαμβάνουν την διοίκηση των άριστων σχολείων ακριβώς επειδή κρίθηκαν οι λιγότερο κατάλληλοι για την διοίκηση οιουδήποτε σχολείου. Θα μπορούσαν να καταρτίζονται ξεχωριστοί πίνακες υποψηφίων για τα Π/ΠΕΙΣ, ή να εξαιρούνται τα σχολεία αυτά από την ρύθμιση ότι τον απερχόμενο διευθυντή τον διαδέχεται ο πρώτος υποψήφιος που έχει παραμείνει χωρίς διευθυντική θέση, και να τον διαδέχεται ο επόμενος σε σειρά κατάταξης. Θα μπορούσε επίσης να υπάρχει πολυεπίπεδη αξιολόγηση του παιδαγωγικού και διοικητικού έργου των διευθυντών, όπως προαναφέρθηκε. Επίσης, τα πεπραγμένα των εκάστοτε διευθυντών, τα θετικά και τα αρνητικά, να επηρεάζουν την επόμενη αξιολόγησή τους (ενώ τώρα οι υποψήφιοι διευθυντές κρίνονται αποκλειστικά και μόνο με ‘μετρήσιμα’ κριτήρια όπως η επιστημονική κατάρτιση ο χρόνος διοικητικής εμπειρίας κ.ο.κ.). Αντ’ αυτού, το προωθούμενο νομοσχέδιο εστιάζει στην αέναη αξιολόγηση και αβεβαιότητα των εκπ/κών, που έχουν αξιολογηθεί πολλάκις, και θεσμοθετεί καθεστώς μόνιμης αβεβαιότητας για αυτούς, ενώ για την αξιολόγηση των διευθυντών των Π/ΠΕΙΣ δεν προβλέπει τίποτα διαφορετικό από ό,τι ισχύει για τα υπόλοιπα σχολεία. Στα καλά ιδιωτικά σχολεία η αξιολόγηση είναι εκ των πραγμάτων αμφίδρομη και βασίζεται στα πεπραγμένα εκπ/κών και διοίκησης. Αντίθετα, στο προωθούμενο νομοσχέδιο η τύχη του εκπ/κού κρίνεται εν πολλοίς από τον διευθυντή του σχολείου –ο οποίος στην πράξη δεν ελέγχεται από πουθενά- ενώ τα πεπραγμένα του διευθυντή δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην εξέλιξή του. 2. Ενώ τα καλά ιδιωτικά σχολεία έχουν την δυνατότητα να εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο στην ποιότητα του προσφερόμενου έργου, από την οποία εξαρτούν συμφέρον, η αντίστοιχη διαδικασία στα δημόσια Π/ΠΕΙΣ διαταράσσεται από πλήθος παραγόντων: 2α. Τα στοιχεία που αποτελούν το βασικό κριτήριο αξιολόγησης εκπ/κών των κορυφαίων ιδιωτικών σχολείων (η ποιότητα του μαθήματός τους, οι παρεμβάσεις τους σε παιδαγωγικά ζητήματα μαθητών, η αποτίμηση του έργου τους από μαθητές και γονείς) απουσιάζουν πλήρως από την αξιολόγηση εκπ/κών Π/ΠΕΙΣ. 2β Στα δημόσια Π/ΠΕΙΣ τα κριτήρια αξιολόγησης εκπ/κών επιλέγονται μεταξύ άλλων και με γνώμονα την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών. Π.χ. η επιθυμία του υπουργείου να υποστηρίξει δράσεις όπως οι διαθεματικές διδασκαλίες ή η αξιολόγηση οδηγούν στην μοριοδότηση των αντίστοιχων κριτηρίων, με αποτελέσματα συχνά παράδοξα. Π.χ. ένας Φυσικός δεν λαμβάνει κανένα επιπλέον μόριο για την κατοχή πτυχίου Μαθηματικών, για το οποίο έχει κοπιάσει επί 4 έτη. Κάθε φορά όμως που καλεί στην τάξη του έναν Μαθηματικό λαμβάνει ένα μόριο, με μέγιστο τα 7 μόρια (όταν μάλιστα ένα μεταπτυχιακό μοριοδοτείται με 2 μόρια). Τελικά το ζητούμενο είναι η προώθηση εκπαιδευτικών πολιτικών ή η επιλογή των καλύτερων εκπαιδευτικών; 2γ. Η σύνδεση με τα Πανεπιστήμια και η ύπαρξη Επιστημονικών Εποπτικών Συμβουλίων με έναν πανεπιστημιακό είτε επικεφαλής (παλαιότερα) είτε ως μέλος (όπως προτείνεται) είναι εύηχο και καλλιεργεί εντυπώσεις, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει βοηθήσει, παραμένει κενό γράμμα και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει. Οι εν λόγω πανεπιστημιακοί είθισται να παρίστανται στα Π/ΠΕΙΣ μόνο για τις συνεδριάσεις του ΕΠΕΣ, και δεν γνωρίζουν καν τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν σε αυτά. Στα καλά ιδιωτικά σχολεία θα ήταν απολύτως ακατανόητη η συμμετοχή στη διοίκηση του σχολείου ενός πανεπιστημιακού, συχνά αδιάφορου, με μεγάλο φόρτο εργασίας και απολύτως ξένου προς την καθημερινή πραγματικότητα του σχολείου. 2δ. Ομοίως, τα εν λόγω ιδιωτικά σχολεία δεν είναι εξίσου έκθετα στα ατελείωτα ‘ράβε – ξήλωνε’ των εναλασσόμενων κυβερνήσεων, που δημιουργούν μία μόνιμη αβεβαιότητα, δυναμιτίζουν το παιδαγωγικό κλίμα και διαταράσσουν το εκπαιδευτικό έργο. Επειδή οι καλές προθέσεις είναι δεδομένες, είναι προφανές ότι τα κάθε λογής άστοχα μέτρα που λαμβάνονται κατά καιρούς και τα οποία υπονομεύουν αντί να υποστηρίζουν τα Π/ΠΕΙΣ, οφείλονται σε έλλειψη ενημέρωσης και βεβιασμένες αποφάσεις. Οι σχετικές αποφάσεις για το καθεστώς των Π/ΠΕΙΣ πρέπει να λαμβάνονται με ευρεία συναίνεση ώστε να έχουν ορίζοντα εφαρμογής πολύ μεγαλύτερο της πενταετίας. 2ε. Τα καλά ιδιωτικά σχολεία δεν μπορούν να επιβιώσουν αν επικεντρωθούν στο ‘φαίνεσθαι’ και όχι στο ‘είναι’. Αντίθετα, στα Π/ΠΕΙΣ είναι γνωστό τοις πάσι το πόσο κενά περιεχομένου μπορεί να είναι διάφορα στοιχεία τα οποία είναι μέρος της ‘βιτρίνας’ του σχολείου αλλά και επηρεάζουν και την αξιολόγηση εκπ/κών. Η συμμετοχή, παραδείγματος χάριν, σε διάφορες ‘δράσεις’ δεν υπόκειται σε αξιόπιστους μηχανισμούς ελέγχου, ούτε αποτιμάται ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Κάποιος εκπ/κός με καλές δημόσιες σχέσεις μπορεί να εμφανίζεται ως συμμετέχων σε διάφορες ‘δράσεις’, προσφέροντας ελάχιστο ή και καθόλου έργο, και συγκεντρώνοντας έτσι ακόμα και 20 μόρια αξιολόγησης, ενώ ένα δεύτερο πτυχίο προσφέρει από 3 μόρια έως κανένα (εάν δεν είναι συναφές με την βασική ειδικότητα του εκπ/κού). Όπως μάλιστα έχει διαπιστωθεί επανειλημμένα από συλλόγους διδασκόντων Π/ΠΕΙΣ η επικέντρωση στις δράσεις αυτές συχνά εμποδίζει τους εκπ/κούς των Π/ΠΕΙΣ να διατηρήσουν το επίπεδο των μαθημάτων τους στο υψηλό επίπεδο που επιθυμούν και να δώσουν την οφειλόμενη προσοχή σε παιδαγωγικά ζητήματα που αφορούν μαθητές. Ομοίως, κριτήρια όπως η συμμετοχή σε συνέδρια (από τα οποία κανείς δεν αποκλείεται, αν υπάρχει οικονομική συνδρομή) τείνουν να υποκαταστήσουν εκείνα που αποτελούν βασικά κριτήρια στα καλά ιδιωτικά σχολεία, όπως η ποιότητα του προσφερόμενου μαθήματος. Το προωθούμενο νομοσχέδιο δεν επιλύει τα παραπάνω διότι προφανώς αυτά δεν αναγνωρίζονται ως προβλήματα, αλλά και λόγω των δομικών προβλημάτων που προαναφέρθηκαν. Αντίθετα, περιλαμβάνει κινήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, υποβάλλοντας τους εκπ/κούς σε νέες ταλαιπωρίες, θεσμοθετώντας την αέναη αβεβαιότητα (κατάργηση των διατάξεων περί οργανικών θέσεων, διαρκείς αξιολογήσεις για ανανεώσεις θητείας). Οι εκπαιδευτικοί ταλαιπωρούνται σχεδόν τιμωρητικά, αντί να τους παρέχονται κίνητρα για να τοποθετηθούν και να παραμείνουν στα Π/ΠΕΙΣ, και να τους παρέχεται κάθε είδους υποστήριξη -από υλικοτεχνική υποδομή έως εργασιακή ασφάλεια- που θα τους βοηθήσει να εργαστούν αποδοτικά. Πρόκειται για την αντίστροφη ακριβώς σχέση εκπ/κού-υπηρεσίας από αυτήν που έχω γνωρίσει στα καλά ιδιωτικά σχολεία, που είναι σχέση εμπιστοσύνης και σεβασμού. Είναι προφανές ότι παρά τις καλές προθέσεις που σαφώς υπάρχουν, δεν έχει μελετηθεί ο αντίκτυπος που είχαν όλα τα παραπάνω στο παιδαγωγικό κλίμα και στην απόδοση των Π/ΠΕΙΣ κατά την τελευταία δεκαετία, μετά την ψήφιση του Ν. 3966/2011.