Αρχική Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξειςΆρθρο 07 – Διάρθρωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων Γενικού Λυκείου και εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποφοίτων Γενικού ΛυκείουΣχόλιο του χρήστη Παντελής Ζάχος | 6 Μαΐου 2020, 00:00
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το αστόχημα της κατάργησης της δυαδικής δομής των κλασικών γραμμάτων, στα πλαίσια του εξετασεοκεντρικού εκπαιδευτικού συστήματος, έχρηζε επανόρθωσης. Διχοτόμοι, αμφιλεγόμενοι κι άκομψοι χειρισμοί δεν συντείνουν παρά στον αναβρασμό –με μανιχαϊστικούς όρους (καλός – κακός, πολυσήμαντος – μονοσήμαντος, χρήσιμος – άχρηστος... σήμερα – αύριο)– όχι μόνο της διεπιστημονικής κοινότητας αλλά και της μικρότερης ομάδας ανθρώπων. Καταδεικνύουν, επιπροσθέτως, την επιφανειακή προσπέλαση του εκπαιδευτικού κι επιστημονικού γίγνεσθαι από πλευράς μερίδας των υψηλά ισταμένων. Έχω τη βεβαιότητα ότι, πλην φωτεινών εξαιρέσεων, δεν προηγείται η εις βάθος ανάλυση κι ολόπλευρη επεξεργασία ενός εκάστου αντικειμένου, για το μαθητικό δυναμικό. Δεν είναι δυσείκαστο ότι τα Λατινικά του σχολείου έχουν περιέλθει σε κάποιας μορφής ανυποληψία από τους πάσης φύσεως μη ειδικούς –όχι άδικα σε κάποιο βαθμό–, που αρέσκονται να διατρανώνουν ελαφρά τη καρδία το «εμβριθές» πόρισμά τους. Σε αυτήν καθοριστικό ρόλο έχει διαδραματίσει η πολιτική αβουλία κι η παρελκυστική τακτική που υιοθετείται –πολλάκις και κατά το παρελθόν– ως προς την εφαρμογή των προταθεισών αλλαγών, σε συμφωνία και προς την τεχνολογική επανάσταση, που θα προσδώσουν στο μάθημα ένα λιγότερο σκληρό κέλυφος. Το σχολικό εγχειρίδιο, αξίζει να σημειωθεί, διάγει αισίως το 36ο έτος της ηλικίας του. Ίσως κάποιοι θεωρούν ότι βρίσκεται στην παραγωγικότερη φάση του. Ατυχής είναι και η πολιτική επιλογή να διδάσκεται το μάθημα επί το πλείστον από μη εντριβείς, φιλολόγους εν τη στενή ή ευρεία εννοία του όρου, που δεν έχουν λάβει επαρκή –ή και καθόλου– εκπαίδευση, ακόμη και από άλλης ειδικότητας επιστήμονες. Η Λατινική Γλώσσα και Γραμματεία συνδυαστικά με την Αρχαία Ελληνική συνιστούν βάθρο και απόσταγμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και, επί της αρχής, συστατικά της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η σπουδή τους, ως φορέων του ιδεώδους του ανθρωπισμού, που τόσο βάναυσα κι αβασάνιστα παραβλέπεται στις μέρες μας, στο βωμό ενός ατέρμονου κι αστόχαστου ωφελιμισμού, καλλιεργεί τα άυλα –ηθικά, πνευματικά, ψυχικά– χαρακτηριστικά του ατόμου, με κέντρο την ανθρώπινη συμπεριφορά και σκέψη και δεν αποτελεί ένδειξη δογματισμού, συντήρησης, προσκόλλησης στο παρελθόν. Η εν-(συν)-αίσθηση, η γνώση του εαυτού και των αφετηριών του είναι conditiones sine qua non για μία γόνιμη αναψηλάφηση της οπτικής του ανθρώπου απέναντι στον ίδιο και το συνάνθρωπό του εντός της κοινωνίας, σε παρόντα και μέλλοντα χρόνο. Ως προς τη γλωσσική επιρροή, η εξοικείωση με τη λατινική γλώσσα καθιστά πρόδηλη τη συγγένεια μεταξύ των γλωσσών και παρέχει αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα κυρίως ως προς τη βαθύτερη κατανόηση μιας λατινογενούς –και όχι μόνο– γλώσσας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην εποχή της πληροφορίας. Στα όρια αυτά περικλείεται και η lingua franca της εποχής μας, μολονότι μη λατινογενής, το λεξιλόγιο της οποίας σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι λατινικής αρχής. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι για τον μυημένο επιστήμονα η γλώσσα εξειδίκευσης σε πλείστα όσα επιστημονικά διαμερίσματα είναι η λατινική, με την καίρια συμβολή και της νεο-λατινικής. προς την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας: Δώστε για μια φορά τη δυνατότητα κι όσο χρόνο απαιτείται στους διακόνους της επιστήμης της Κλασικής Φιλολογίας να συνδιαμορφώσουν το πλαίσιο και τις κατευθυντήριες γραμμές για τον επανασχεδιασμό κι εκσυγχρονισμό του εξόχως απαιτητικού αυτού αντικειμένου.