Αρχική Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξειςΆρθρο 07 – Διάρθρωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων Γενικού Λυκείου και εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποφοίτων Γενικού ΛυκείουΣχόλιο του χρήστη Σύλλογος Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων Τμήματος Φιλολογίας ΕΚΠΑ | 6 Μαΐου 2020, 00:30
Ο Σύλλογος Μεταπτυχιακών Φοιτητών & Υποψηφίων Διδακτόρων του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Χαιρετίζει την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για την επαναφορά της υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος των Λατινικών στα Γενικά Λύκεια καθώς και της εξέτασής τους στις πανελλήνιες. Με θλίψη διαβάζουμε κάποια ήδη αναρτημένα σχόλια σ’ αυτόν τον χώρο πολλά εκ των οποίων εκφράζονται από συναδέλφους επιστήμονες, τα οποία δε διακρίνονται από επιστημονικότητα, αλλά με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο αποτελούν οξεία κριτική τόσο προς τις Κλασικές Σπουδές όσο και προς την Κοινωνιολογία. Αν και πολλάκις έχει αναφερθεί, τονίζουμε ότι η λατινική γλώσσα αποτελεί τη μήτρα μέσα από την οποία γεννήθηκαν όλες οι λατινογενείς γλώσσες, δηλαδή αυτές που ως επί το πλείστον μιλιούνται στον δυτικό κόσμο, αυτές δηλαδή που αποτελούν τη βάση του δυτικού πολιτισμού. Έτσι, η διδασκαλία του λατινικού γλωσσικού συστήματος αποφέρει τα ψυχολογικά οφέλη της πολυγλωσσίας, κάτι που αποδεικνύεται από μία σειρά σύγχρονων επιστημονικών ερευνών. Βέβαια, το σημαντικότερο είναι ότι η λατινική γλώσσα είναι ο δεύτερος πυλώνας της κλασικής παράδοσης, η οποία – μαζί με τα αρχαία ελληνικά – αποτέλεσαν το έρεισμα προς την επιστημονικότητα, δηλαδή την αγωνιώδη αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τη γνώση· μέσα απ’ αυτό δηλαδή μορφοποιήθηκε ο Διαφωτισμός τον 18ο αιώνα. Αναμφίβολα, η λατινική μαζί με την αρχαία ελληνική αποτελούν την ιστορική βάση της επιστήμης, εφόσον μέχρι τον 19ο αιώνα τα επιστημονικά κείμενα γράφονταν στη λατινική· αυτό έχει ως αποτέλεσμα μία σειρά επιστημών, όπως η βιολογία και η νομική να έχουν μέχρι και σήμερα ορολογία ως επί το πλείστον στα λατινικά. Όμως, το στίγμα της κλασικής παιδείας δε σταματά μόνον στην αρχή της επιστήμης αλλά απλώνεται και στην απλή καθημερινότητα, δηλαδή διατρέχει όλα εκείνα τα σημεία που μας δομούν σ’ ένα κοινωνικό σύνολο. Ποιος άραγε θα μπορούσε να ξεχάσει ότι η σύγχρονη ιδεολογία (μέσα από τις τόσες ιδεολογίες – που θα προτιμούσε ο T. Eagleton) έχει μορφοποιηθεί στον Μεσαίωνα ως αμάλγαμα της στωικής φιλοσοφίας, του νεοπλατωνισμού και αριστοτελισμού κτλ. αυτών των εξαιρετικά σημαντικών φιλοσοφικών σχολών που εκφράστηκαν στην λατινική γλώσσα; Ίσως, μία ανάγνωση του Σενέκα να ήταν η μόνη απάντηση. Φυσικά, ως επιστήμονες φιλόλογοι δεν είμαστε επιλήσμονες αναφορικά με τον τρόπο διδασκαλίας και εξέτασης του μαθήματος έως και σήμερα. Είναι πασίδηλο ότι κανένα μάθημα στα σύγχρονα σχολεία δε θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο στυγνής αποστήθισης· ομοίως και τα Λατινικά. Μολονότι θεωρούμε αδήριτη την ανάγκη επιστροφής του μαθήματος, ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε την ανάγκη να συνοδευτεί από μία εν συνόλω αναθεώρηση της διδασκαλίας και εξέτασής του, κάτι στο οποίο εφιστούμε την προσοχή του Υπουργείου Παιδείας. Επομένως, το μάθημα χρειάζεται οπωσδήποτε νέα και καλύτερα βιβλία που θα είναι προσανατολισμένα στους μαθητές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, τα οποία θα βοηθούν τους μαθητές να μάθουν λατινικά, όπως σπουδάζουν τα αρχαία ελληνικά, όχι να αποτελούν έναν οδηγό αποστήθισης για έναν εύκολο βαθμό στις εξετάσεις. Η ποιότητα, λοιπόν, σε συνάφεια με την πρακτικότητα. Στόχος του μαθήματος θα μπορούσε να είναι καταρχάς να έρθουν οι μαθητές σε επαφή με τα λογοτεχνικά και γραμματειακά είδη της λατινικής υπό τον γνώμονα ότι θέλουμε οι νέες γενιές να προσοικειωθούν την τέχνη του γραπτού λόγου· να εξερευνήσουν τη δυναμική της έκφρασης του συναισθήματος μέσα από τη λογοτεχνία, ώστε να τη συναισθανθούν. Προφανώς, για να επιτύχει κάποιος αυτό τον βαθμό συνένωσης με μία λογοτεχνική παραγωγή πρέπει να εκπαιδευτεί στους μηχανισμούς κατανόησης της γλώσσας, όπως είναι η παραδοσιακή γραμματική και το συντακτικό πάνω σε μη διασκευασμένα κείμενα. Όμως, αυτό το μορφοσυντακτικό υπόβαθρο να αποτελεί το έρεισμα πάνω στο οποίο οι μαθητές θα χτίσουν αυτοπεποίθηση ως προς την προσέγγιση των έργων τέχνης και θα επιχειρήσουν δικές τους ερμηνείες, μαθαίνοντας έτσι και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφηκαν αυτά τα κείμενα. Σ’ αυτό το σημείο αρμόζει να επισημάνουμε ότι δεν πιστεύουμε ούτε στο ελάχιστο ότι η Κοινωνιολογία δεν είναι άξια διδασκαλίας στα σχολεία. Τουναντίον! Ως φιλόλογοι χρησιμοποιούμε κοινωνιολογικά εργαλεία για την προσέγγιση των κειμένων καθώς τόσο η κοινωνιολογία όσο και η φιλολογία αποτελούν και οι δύο επιστήμες που δεν προσανατολίζονται στο άτομο, αλλά στο σύνολο, την κοινωνία και ίσως η λογοτεχνία ως τέχνη να υπερβαίνει και αυτήν. Έτσι, ακόμα και αυτό που ξεκίνησε ως καινοτομία, έχει ήδη μετατραπεί στον παλιό γνώριμο της εξεταστικής προετοιμασίας. Αντίθετα, η εξέταση ενός γλωσσικού μαθήματος και των λογοτεχνικών κειμένων αυτής της γλώσσας, σύμφωνα με όσα προτείνουμε παραπάνω, δεν προωθεί την αποστήθιση πληροφοριών αλλά την βαθιά κατανόηση της λειτουργίας των δομών της γλώσσας, ώστε να καταστεί δυνατή η προσέγγιση λογοτεχνικών και μη κειμένων. Εξάλλου, ένα μάθημα, όπως η Κοινωνιολογία, σαφώς θα πρέπει να διδάσκεται περισσότερο στα σχολεία και όχι μονάχα σε μία τάξη· άρα, καλό θα ήταν και να μη συσχετιστεί και με μία οδυνηρή διαδικασία αποστήθισης για τις εξετάσεις, αλλά να είναι μάθημα στο οποίο θα ασκούνται οι μαθητές για αρκετά χρόνια, ώστε να αποκομίζουν ευρύτερη γνώση. Τέλος, σ’ αυτό τον μεγάλο διάλογο ίσως πρέπει να μη θέτουμε τα επιστημονικά μας αντικείμενα ως αντιδίκους σε μία τύποις δικανική διαδικασία, αλλά να μιλήσουμε με πραγματικά επιστημονικούς όρους. Είμαστε η γενιά που έρχεται μετά την εποχή της αποκέντρωσης και της απουσίας στόχου και νοήματος. Μία γενιά που παρανόησε τα διδάγματα των ρηξικέλευθων φιλοσοφικών παραδοχών του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, αυτών που διαμόρφωσαν ένα δυσερμήνευτο μεταμοντέρνο και πλέον καλούμαστε με πλήρη γνώση αυτών να επαναπροσεγγίσουμε έννοιες, όπως νόημα, ηθική, στόχος, άνθρωπος, κοινωνία, πολιτική, ευθύνη, συνείδηση κτλ. Αυτά αναμφίβολα χρειάζονται κριτική σκέψη, γνώση του παρελθόντος και πάνω απ’ όλα αυτενέργεια σ’ αυτήν την προσπάθεια. Η μέσα από την επιστήμη γνώση του παρελθόντος είναι αναντίρρητα ένας αρωγός στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης των μορφωμάτων της κλασικής περιόδου ως εφόδια για την προσέγγιση και κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. Οι δυνατότητες που προσφέρει η ανάγνωση του κλασικού κόσμου είναι ένα καίριο εργαλείο προσέγγισης των εννοιών που αναφέραμε, όπως και της ανάγνωσης του σύγχρονου κόσμου, για να καταφέρουμε να καθυποτάξουμε τον … σαιξπηρικό φόβο, αυτή τη «συνείδηση [μας που] μας κάνει όλους δειλούς» («Thus conscience does make cowards of us all», Άμλετ, μτφρ. Δ. Καψάλης). Σίγουρα κατά τον J. Derrida ως σώματα είμαστε κείμενα που μας διαρρέουν τόσα κοινωνικοπολιτισμικά σημεία· ας είμαστε όμως, όπως επέτεινε η J. Butler, «σώματα με σημασία» δίνοντας την αξία που πρέπει στον κλασικό πολιτισμό στη χώρα όπου αυτός γεννήθηκε. Το ΔΣ του Συλλόγου 4-5-2020