Αρχική Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες διατάξειςΆρθρο 2 Ελάχιστη βάση εισαγωγής και διαδικασία υποβολής μηχανογραφικού δελτίου -Προσθήκη άρθρων 4Β, 4Γ και 4Δ στον ν. 4186/2013Σχόλιο του χρήστη Σκίννερ Ανδρέας-Γεώργιος | 19 Ιανουαρίου 2021, 16:48
Με το Άρθρο 2 του προτεινόμενου νομοσχεδίου εισάγονται στον ν. 4186/2013 τρία νέα άρθρα, τα Άρθρα 4β, 4γ και 4δ, τα οποία αφορούν τις αλλαγές που προτείνονται στην εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Αρχικά, το Άρθρο 4β εισάγει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, η επίτευξη της οποίας θα αποτελεί προαπαιτούμενο για την εισαγωγή στην εκάστοτε Σχολή, Τμήμα ή Εισαγωγική Κατεύθυνση. Αν ο βαθμός του υποψηφίου δεν είναι ίσος ή μεγαλύτερος της Ε.Β.Ε., αυτός δε θα δικαιούται να συμπεριλάβει το Τμήμα στο μηχανογραφικό του δελτίο. Η Ε.Β.Ε. κάθε Τμήματος διαμορφώνεται ως εξής: αρχικά θα υπολογίζεται ο Μέσος Όρος των βαθμολογιών όλων των υποψηφίων του Επιστημονικού Πεδίου που περιλαμβάνεται το Τμήμα, ο οποίος έπειτα θα πολλαπλασιάζεται με τον ειδικό συντελεστή του καθενός Τμήματος. Ο συντελεστής της Ε.Β.Ε. του κάθε Τμήματος θα πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σε ελάχιστη και μέγιστη τιμή που θα αποφασίζει ο Υ.ΠΑΙ.Θ. Όμως, ο ίδιος ο συντελεστής θα αποφασίζεται από τη Σύγκλητο του Α.Ε.Ι. που υπάγεται το Τμήμα. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι στο 1ο Ε.Π. ο Μέσος Όρος των βαθμολογιών όλων των υποψηφίων είναι 12 (προσεγγίζοντας τα αποτελέσματα των Εξετάσεων του 2020). Ο Υ.ΠΑΙ.Θ. ορίζει ελάχιστη και μέγιστη τιμή συντελεστή, έστω 0,5 και 1,5. Οι Σύγκλητοι των Α.Ε.Ι. ορίζουν για κάθε Τμήμα έναν συντελεστή, ανάμεσα σε αυτές τις δύο τιμές. Συνεπώς, κάθε Τμήμα στο 1ο Ε.Π. θα έχει Ε.Β.Ε. μεταξύ 6 και 18. Σύμφωνα με την Αξιολόγηση Συνεπειών Ρύθμισης (την πάλαι ποτέ Αιτιολογική Έκθεση): «Η ρύθμιση αποσκοπεί στη διασφάλιση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων, της επιτυχούς φοίτησης και της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών […], στην ποιοτική αναβάθμιση των σπουδών, καθώς και στη μείωση του ποσοστού μη ολοκλήρωσης αυτών.» Συγκεκριμένα, «αντιμετωπίζεται ιδίως το πρόβλημα της εισαγωγής υποψηφίων […] με εξαιρετικά χαμηλές βάσεις εισαγωγής». Πώς ακριβώς επιτυγχάνεται αυτό; Οι ακαδημαϊκές προϋποθέσεις ποιες είναι; Εδώ και δεκαετίες, με το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, προϋποθέσεις θεωρούνται οι εξής: η απόκτηση Απολυτηρίου Λυκείου. Ακόμη και οι ίδιες οι εξετάσεις, αποτελούν υποκειμενικό κριτήριο, ώστε να επιλέξουν πρώτοι οι υποψήφιοι με τον μεγαλύτερο βαθμό· όχι για να εισαχθούν αυτοί σε «καλύτερα» τμήματα. Η διαφορά ανάμεσα στις βάσεις εισαγωγής του Τμήματος Νομικής Αθηνών και του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης Κομοτηνής οφείλεται αποκλειστικά στις υποκειμενικές προτιμήσεις των υποψηφίων, και όχι σε κάποιες αντικειμενικές ακαδημαϊκές προϋποθέσεις των δύο Τμημάτων. Η μόνη αντικειμενική ακαδημαϊκή προϋπόθεση είναι το Απολυτήριο Λυκείου. Συνεπώς, η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν διασφαλίζει καμία ακαδημαϊκή προϋπόθεση. Εάν, πάλι, το Απολυτήριο Λυκείου δε θεωρείται πλέον πως διασφαλίζει τις προϋποθέσεις αυτές, η ευθύνη δεν πρέπει να πέφτει στους μαθητές, οι οποίοι περνούν δύο χρόνια αφόρητης πίεσης ώστε να επιτύχουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, αλλά στα ίδια τα Λύκεια, ως θεσμούς. Συγκεκριμένα, το Υ.ΠΑΙ.Θ. οφείλει, βάσει των υποδείξεων των πανεπιστημιακών, να αναμορφώσει τα Προγράμματα Σπουδών, να επαναφέρει την εξέταση της Κοινωνιολογίας, αντί των Λατινικών, και να διαθέσει τις απαραίτητες διδακτικές ώρες στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, ώστε να μην υπάρχει η ανάγκη φοίτησης σε Φροντιστήρια. Από εκεί και πέρα, η επιτυχής φοίτηση και η έγκαιρη ολοκλήρωση των σπουδών δεν εξαρτώνται από τον βαθμό στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Αν είναι δυνατόν, οι γνώσεις ενός νέου για το Κίνημα στου Γουδή να επηρεάζουν τις σπουδές του στην Αγγλική Φιλολογία, ή ένας δυνάμει Πολιτικός Μηχανικός να εξαρτάται από τις γνώσεις του για τη μίτωση! Στην πραγματικότητα, υπάρχουν Τμήματα του Ε.Μ.Π., των οποίων οι βάσεις είναι ιδιαίτερα υψηλές, με μέσο όρο φοίτησης τα 7 και 8 χρόνια. Η απαίτηση της υψηλής βάσης που ήδη υπάρχει, δε θα μειώσει αυτόν τον μέσο όρο! Τα προβλήματα της «επιτυχούς φοίτησης» και «έγκαιρης ολοκλήρωσης» έχουν γαρ κοινωνικο-οικονομικές ρίζες, και όχι ακαδημαϊκές ρίζες. Παρά την υψηλή ανεργία των νέων, ένας πολύ μεγάλος αριθμός φοιτητών αναγκάζεται να εργαστεί για να επιβιώσει, καθυστερώντας την ολοκλήρωση των σπουδών του. Για άλλους η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη: φοιτητές, τέκνα οικογενειών χαμηλού εισοδήματος (κυρίως Αθηναίοι), οι οποίοι, καθώς δεν μπορούν να παρακολουθήσουν Φροντιστήριο ή/και εργάζονται, πέτυχαν χαμηλό βαθμό στις Εξετάσεις και εισήχθησαν σε Τμήμα της περιφέρειας, στο οποίο δεν μπορούν να μεταβούν, ώστε να παρακολουθήσουν τις σπουδές τους, και, λόγω των διατάξεων του ν. 4692/2020, δεν δικαιούνται μετεγγραφή σε πλησιέστερό τους Τμήμα, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν επαρκώς το αντικείμενο που σπουδάζουν, δημιουργώντας τα προαναφερθέντα προβλήματα. Η δε ποιοτική αναβάθμιση των σπουδών θα προκύψει μονάχα μέσω παρεμβάσεων στα Προγράμματα Σπουδών των Α.Ε.Ι. και στην αντιστροφή των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων των τελευταίων δεκαετιών που έχουν καταντήσει τα Πτυχία σχεδόν άχρηστα. Τέλος, όσον αφορά τις «εξαιρετικά χαμηλές» βάσεις εισαγωγής, είναι απροσδιόριστο σε τι αναφέρεται η Α.ΣΥ.Ρ. «Εξαιρετικα χαμηλή» είναι η βάση εισαγωγής των 6.000 μορίων ή των 9.000 μορίων; Αφενός, εάν τέτοιου ύψους βάσης εισαγωγής θεωρούνται «εξαιρετικά χαμηλές», η ελάχιστη τιμή του συντελεστή της εκάστοτε Ε.Β.Ε. θα πρέπει, βάσει τις άνωθι υπόθεσης, να μην είναι 0,5, αλλά 0,9· συνεπώς, η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών που θα έχουν βαθμολογία χαμηλότερη από τον Μέσο(!) Όρο, δε θα έχουν δικαίωμα εισαγωγής στην Δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Αφετέρου, η απόκτηση Απολυτηρίου Λυκείου, η οποία απαιτεί Μέσο Όρο τουλάχιστον 10, υπερβαίνει τις 6.000 και 9.000 μορίων. Στην πράξη, η θέσπιση της Ε.Β.Ε. θα οδηγήσει σε «αντικειμενικοποίηση» των υποκειμενικών βάσεων εισαγωγής, προκαλώντας μία διαίρεση των Τμημάτων σε αυτά με υψηλούς συντελεστές και αυτά με χαμηλούς συντελεστές Ε.Β.Ε., δηλαδή σε «καλά» και «κακά» Τμήματα, για «καλούς» και «κακούς» μαθητές/φοιτητές. Συνεπώς, θα δημιουργηθεί και μια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση «δύο ταχυτήτων», ιδίως σε συνδυασμό με τη βάση μετεγγραφής του ν. 4692/2020. Οι ενδεχόμενες εκβάσεις των συνεπειών αυτών είναι δύο: η πρώτη, ότι όλα τα Τμήματα, με στόχο το «κύρος» του «καλού» Τμήματος, θα θέσουν υψηλούς συντελεστές Ε.Β.Ε.· συγκεκριμένα, τα Τμήματα με ήδη υψηλές βάσεις θα θέσουν υψηλούς συντελεστές, και τα υπόλοιπα Τμήματα θα προσπαθήσουν να ανταποκριθούν θέτοντας συντελεστές υψηλότερους από αυτούς που θα ανταποκρίνονταν στις υπάρχουσες βάσεις τους, με αποτέλεσμα έναν ανταγωνισμό μεταξύ Τμημάτων που θα ωθεί τις Ε.Β.Ε. όλο και ψηλότερα, αφήνοντας εκτός Πανεπιστημίων την πλειοψηφία των υποψηφίων φοιτητών και οδηγώντας εν τέλει στο κλείσιμο πολλών Τμημάτων της περιφέρειας ή λιγότερο «περιζήτητων» αντικειμένων. Η δεύτερη, ότι όλα τα Τμήματα θα προσπαθήσουν να θέσουν συντελεστές που ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες βάσεις τους· μια τέτοια κατάληξη θα οδηγήσει στην παγίωση της διαίρεσης των «καλών» και «κακών» Τμημάτων, μολονότι οι ακαδημαϊκές τους προϋποθέσεις θα είναι οι ίδιες. Τα «κακά» Τμήματα και τα πτυχία τους θα χάσουν το κύρος τους και θα υποβιβαστούν περαιτέρω ως επιλογές των υποψηφίων, αλλά και των μελλοντικών εργοδοτών. Επιπλέον, ο αριθμός εισακτέων πολλών Τμημάτων με υψηλό συντελεστή Ε.Β.Ε. δε θα συμπληρωθεί, αφήνοντας τα Τμήματα αυτά με κενές θέσεις και τους φοιτητές που άλλοτε θα λάμβαναν τις θέσεις αυτές εκτός Τμήματος. Αυτοί οι φοιτητές υποχρεωτικά θα καταλήξουν σε Τμήμα δεύτερης επιλογής, του οποίου την Ε.Β.Ε. θα πετύχουν, αλλά το οποίο δε θα επέλεγαν αρχικά, στερώντας τοιουτοτρόπως την εισαγωγή στο Τμήμα αυτό από υποψήφιους χαμηλότερης βαθμολογίας, οι οποίοι θα βρεθούν, χωρίς πραγματικό λόγο, εκτός Πανεπιστημίων. Παράλληλα, το μειωμένο κύρος των Ιδρυμάτων της περιφέρειας θα ωθήσει πολλά Τμήματα σε κλείσιμο. Συνοπτικά, η θέσπιση της Ε.Β.Ε. θα αφήσει πολλούς υποψήφιους φοιτητές εκτός Πανεπιστημίων και θα οδηγήσει πολλά Τμήματα σε κλείσιμο. Το άρθρο 4γ διαιρεί τη διαδικασία υποβολής μηχανογραφικού δελτίου στα δύο. Στην πρώτη φάση οι υποψήφιοι δικαιούνται να επιλέξουν έως και το 10% των Τμημάτων του Επιστημονικού Πεδίου και στη δεύτερη, διεκδικώντας τις κενές θέσεις, δικαιούνται να επιλέξουν όσα Τμήματα επιθυμούν. Παράλληλα, το άρθρο 4δ εισαγάγει το παράλληλο μηχανογραφικό δελτίο, το οποίο υποβάλλεται μαζί με το μηχανογραφικό δεύτερης φάσης και δίνει τη δυνατότητα εισαγωγής σε Δημόσιο Ι.Ε.Κ. Σύμφωνα με την Α.ΣΥ.Ρ. στόχος της ρύθμισης αυτής είναι ο περιορισμός των «τυχαίων» επιλογών στα μηχανογραφικά. Τι ακριβώς είναι οι «τυχαίες» επιλογές στα μηχανογραφικά; Η δήλωση Τμημάτων χωρίς κριτήρια, φαινόμενο πράγματι σπάνιο. Η συντριπτική πλειοψηφία των υποψηφίων δηλώνει Τμήματα με βάση το αντικείμενο που αυτά θεραπεύουν και (ιδίως στη μεταμνημονιακή περίοδο, αλλά και μετά τη θέσπιση βάσεως μετεγγραφής του ν. 4692/2020) με βάση τη γεωγραφική εγγύτητά τους στον τόπο κατοικίας τους. Όποιο κριτήριο και να ληφθεί υπόψη, είτε το αντικείμενο, είτε η τοποθεσία, είτε η τύχη, στην πραγματικότητα η διαίρεση της διαδικασίας σε δύο φάσεις δεν πρόκειται να επηρεάσει τις επιλογές των υποψηφίων, για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι στο πρώτο μηχανογραφικό, οι υποψήφιοι θα δηλώνουν τα Τμήματα που θα δήλωναν πρώτα στο ενιαίο μηχανογραφικό, και όσα θα δήλωναν τελευταία, θα τα δηλώνουν εάν χρειαστεί, στο δεύτερο μηχανογραφικό. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η διαίρεση δεν επηρεάζει τα κριτήρια των φοιτητών, ενώ και όποια «τυχαία» επιλογή γίνεται, γίνεται προς το τέλος του ενιαίου μηχανογραφικού και θα συνεχίσει προς το τέλους του δεύτερου μηχανογραφικού. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν εντελώς οι ελάχιστες «τυχαίες» επιλογές, είναι αύξηση του αριθμού εισακτέων στα «περιζήτητα» Τμήματα, ούτως ώστε οι υποψήφιοι να εισάγονται σε Τμήματα συνειδητής επιλογής, τα οποία ανταποκρίνονται στις κλίσεις και προτιμήσεις τους. Στην πράξη οι ρυθμίσεις αυτές θα περιπλέξουν τη γραφειοκρατία και θα προσθέσουν ακόμη περισσότερη καθυστέρηση στις διαδικασίες που ακολουθούν τις Πανελλαδικές Εξετάσεις μέχρι και την εγγραφή των επιτυχόντων, και σε συνδυασμό με την εισαγωγή του παράλληλου μηχανογραφικού, θα διοχετεύουν τους υποψηφίους που δεν πέτυχαν την εισαγωγή τους σε κάποιο Τμήμα προς τα Ι.Ε.Κ., παρότι τα αντικείμενα Λυκείων/Πανελλαδικών και Ι.Ε.Κ. είναι εντελώς αντίστοιχα, ενώ τα Ι.Ε.Κ. παρέχουν διετή προγράμματα και χαμηλότερους τίτλους σπουδών από τα Α.Ε.Ι. Καθώς οι χαμηλόβαθμοι υποψήφιοι τείνουν να είναι από οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων, η ώθηση των υποψηφίων αυτών προς τους τίτλους σπουδών χαμηλότερου επιπέδου τους ωθεί προς μισθοδοσία χαμηλότερου επιπέδου. Τέλος, τα Τμήματα που θα απουσιάζουν από τα πρώτα μηχανογραφικά θα δουν το κύρος τους να μειώνεται περαιτέρω. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν δυσκολίες στα Α.Ε.Ι. (ιδίως της περιφέρειας) και στις δεκάδες χιλιάδες υποψηφίων φοιτητών. Συνεπώς, προτείνεται η απόσυρση του Άρθρου 2, και ο σχεδιασμός πολιτικής που θα αναβαθμίσει πραγματικά τα Λύκεια και τα Α.Ε.Ι. ως θεσμούς και δε θα προσπαθεί να «αναβαθμίσει» τεχνητά και άσκοπα τους μαθητές και φοιτητές.