• Σχόλιο του χρήστη 'ActionAid' | 13 Ιουλίου 2021, 15:12

    Αρχικά, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι η μη δυνατότητα σχολιασμού κατ’ άρθρο δεν είναι βοηθητική για την παρακολούθηση ενός εκτενούς σχεδίου νόμου, όπως είναι το παρόν. Η δομή της διαβούλευσης δεν διευκολύνει το συμμετέχον πρόσωπο/ συμμετέχοντα φορέα να κατανοήσει τι ακριβώς ρυθμίζεται και με ποιον τρόπο. Επιπλέον, το παρόν θα ήταν σκόπιμο να διαβαστεί σε συνέχεια των ρυθμίσεων που εισήχθησαν με τον Ν 4692/2020. Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η αναβάθμιση του σχολείου αποτελεί προσπάθεια διαρκή η οποία οφείλει να γίνεται στη βάση στρατηγικού σχεδιασμού και όχι αποσπασματικών ρυθμίσεων που θα έρχονται σε διαβούλευση κάθε χρόνο. Είναι γεγονός ότι οι πολιτικές για την εκπαίδευση στη χώρα μας εναλλάσσονται διαχρονικά με ταχύτατους ρυθμούς χωρίς να μεσολαβεί ο χρόνος που απαιτείται για να αξιολογείται η πρόοδος που σημειώνεται σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό που για ένα σύγχρονο σχολείο δεν μπορεί να είναι άλλος πέρα από την ουσιαστική συμμετοχή των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία και την ενδυνάμωσή τους ώστε να μετέχουν αργότερα ενεργά στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή. Με άλλα λόγια, οι αλλαγές θα έπρεπε να εισάγονται με ένα ενιαίο νομοθετικό κείμενο που θα δίνει τις κατευθύνσεις, θα προβλέπει μηχανισμούς αξιολόγησης και θα ανταποκρίνεται σε έναν μακροπρόθεσμο στόχο. Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι τα αντικείμενα που ρυθμίζονται είναι διακριτά (π.χ. ρόλος των εκπαιδευτικών, εσωτερικές σχολικές διαδικασίες κ.α.) οι διαρκείς αλλαγές χωρίς επαρκή αιτιολόγηση δεν αποτελούν στοιχείο καλής νομοθέτησης και δεν συμβάλλουν στην ασφάλεια δικαίου που απαιτείται προκειμένου να γνωρίζουν τα εμπλεκόμενα μέρη τι ακριβώς πρέπει να κάνουν για την επίτευξη του κοινού τους σκοπού. Καθώς το σχέδιο νόμου αφορά μεταξύ άλλων στην ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών, πιστεύουμε ότι είναι χρήσιμη η διατύπωση ενός συνολικού σχολίου που αποτυπώνει κάποιους από τους προβληματισμούς μας με βάση τα όσα αναμένεται να εισαχθούν προς ψήφιση με το παρόν. Συνολικά οι διατάξεις που επιδιώκουν να ενισχύσουν τον ρόλο των εκπαιδευτικών (πρόκειται για τις διατάξεις που αναφέρονται στην αξιολόγηση, στους συλλόγους εκπαιδευτικών και στις επιμορφώσεις, αλλά και σε άλλες διατάξεις, όπως π.χ. το άρθρο 80 που δεν κάνουν άμεσες αναφορές, αλλά συμπληρώνουν τις υπόλοιπες ρυθμίσεις) φαίνεται να έχουν συνταχθεί χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τις πραγματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί και τις ανάγκες τους. Αν δεν αλλάξει συνολικά η κατεύθυνση του εκπαιδευτικού συστήματος αφήνοντας πίσω τον έντονα εξετασιοκεντρικό του χαρακτήρα και τη διαρκή συρρίκνωση της παρουσίας των ανθρωπιστικών και καλλιτεχνικών μαθημάτων στα προγράμματα σπουδών, δεν θα μπορέσει να αναβαθμιστεί ουσιαστικά ο ρόλος των εκπαιδευτικών. Αυτό συμβαίνει γιατί ο ρόλος των εκπαιδευτικών δεν περιορίζεται στη μετάδοση πληροφοριών και στην αξιολόγηση των μαθητών και των μαθητριών, αλλά εκπληρώνει μια βαθύτερη αποστολή που συνδέεται με τη σύνδεση των παιδιών με τον υπόλοιπο κόσμο. Παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά σχολεία έχουν πληθώρα εκπαιδευτικών που επιτελούν εξαιρετικό παιδαγωγικό έργο με αφοσίωση στο αντικείμενό τους και στη σχέση με τους μαθητές και τις μαθήτριές τους, βλέπουν τον ρόλο τους να υποβαθμίζεται χάνοντας την πνευματική και δημιουργική του φύση. Συνεχή εμπόδια που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την αναγωγή του ρόλου τους σε διεκπεραιωτές τυποποιημένων αναλυτικών προγραμμάτων και της σχετικής ύλης αποδυναμώνουν την πεποίθησή τους ότι μπορούν να αποτελούν φορείς της αλλαγής της κοινωνίας μέσα από τη διδασκαλία. Ειδικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το παιδαγωγικό έργο περιορίζεται και ορίζεται σημαντικά από τη διδακτική ύλη που πρέπει να καλυφθεί. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να ανακτήσουν την παιδαγωγική τους αυτονομία, να αισθανθούν ξανά δημιουργοί της διδακτικής τους βρίσκοντας ελευθερία στο παιδαγωγικό τους έργο. Για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε να μεσολαβήσουν πολλά επιπλέον βήματα πέρα από τη δυνατότητα επιλογής διδακτικού εγχειριδίου (άρθρο 80 του παρόντος) από σχετικό κατάλογο εγγεγραμμένων βιβλίων, όπως προβλέπεται από το παρόν σχέδιο νόμου. Σημειώνεται ότι δεν πρόκειται για μια πρωτοβουλία με την οποία δεν συντασσόμαστε, αλλά για την αποτελεσματικότητά της και τον ουσιαστικό αντίκτυπό της στην διαδικασία της διδασκαλίας πρέπει να πληρούνται και άλλες προϋποθέσεις, όπως ότι η επιλογή του εγχειριδίου θα αποτελεί πράγματι επιλογή του/της εκπαιδευτικού και ότι όλα τα εγχειρίδια θα έχουν την ίδια ποιότητα. Η έκταση του σχεδίου νόμου και η περιορισμένη χρονική διάρκεια της διαβούλευσης δεν ευνοεί τον συνολικό σχολιασμό του κατ’ άρθρο, αλλά θεωρούμε αναγκαίο να υποβάλουμε τα σχόλιά μας για τα εξής άρθρα: Άρθρο 80: Όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σχόλιο, η δυνατότητα επιλογής ενός εκπαιδευτικού εγχειριδίου θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να λειτουργήσει ευεργετικά και ως εκ τούτου επί της αρχής δεν θα έπρεπε να απορριφθεί. Η ανακατεύθυνση του εκπαιδευτικού συστήματος προς μία προσέγγιση ανθρωποκεντρική, η οποία θα δίνει στους/στις εκπαιδευτικούς τον απαραίτητο χώρο να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους και να διαμορφώσουν τα πλάνα της διδασκαλίας τους λαμβάνοντας υπόψιν τις ανάγκες των παιδιών θα ήταν η επιθυμητή. Αυτή τη στιγμή επικρατεί η προσέγγιση του ενός εκπαιδευτικού εγχειριδίου που δεν δίνει τον αναγκαίο χώρο ελευθερίας και ανάπτυξης στους/ στις εκπαιδευτικούς. Η προτεινόμενη αλλαγή, αν και κατ’ αρχήν θετική, δεν ξεφεύγει από τη λογική του ενός εγχειριδίου που θα κληθούν να χρησιμοποιήσουν οι εκπαιδευτικοί και στη βάση του οποίου θα κληθούν προς αξιολόγηση οι μαθητές και οι μαθήτριες. Είναι ασαφές αν θα είναι δυνατός ο συνδυασμός αυτών των εγχειριδίων ή/και αν θα έχουν οι εκπαιδευτικοί τη δυνατότητα να συμπληρώνουν τη διδασκαλία τους με άλλα βιβλία πέρα από αυτά που θα προτείνονται από τις λίστες του ΙΕΠ. Το ζητούμενο θα πρέπει να είναι να μπορεί ο/ η εκπαιδευτικός να προσεγγίζει τις ανάγκες των παιδιών και να κάνει μάθημα πέρα από το ένα και μοναδικό εγχειρίδιο το οποίο θα χρησιμοποιείται. Αν δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, η παρούσα ρύθμιση δεν εισφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή. Άρθρο 82: Η αναφορά σε «σύναψη συμφωνιών συνεργασίας με κάθε φορέα που κρίνει σκόπιμο» ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της σχολικής μονάδας μετά από εισήγηση του Συλλόγου Διδασκόντων ή με δική του πρωτοβουλία είναι ασαφής ως προς τo εξής: η αναφορά σε συνεργασία με φορέα παρέχει μια επίφαση ελευθερίας ούσα, ωστόσο, αρκετά γενική. Πέρα από τη διακριτική ευχέρεια επιλογής, καταλείπει σημαντικό ποσοστό αυθαιρεσίας αναφορικά με το ποια κριτήρια θα λαμβάνονται υπόψιν για να υλοποιηθεί η συνεργασία. Η αλληλεπίδραση των σχολικών μονάδων με εξωτερικούς φορείς μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα, αλλά πρέπει να υπάρχουν κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των μαθητών και των μαθητριών. Για παράδειγμα, έχει πολιτική παιδικής προστασίας ο εν λόγω φορέας; Η ασάφεια δεν θεραπεύεται από την αναφορά στα εγκεκριμένα προγράμματα με τα κριτήρια και της προδιαγραφές του ΙΕΠ. Επίσης, η αναφορά στον Επόπτη Ποιότητας της Εκπαίδευσης, ο ρόλος και τα καθήκοντα του οποίου περιγράφονται στα άρθρα 4 και επόμενα του παρόντος σχεδίου νόμου θεωρούμε πως είναι αναχρονιστική και δεν συνάδει με ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα. Άρθρο 85: Κατά τη στιγμή της υποβολής του παρόντος σχολίου είχε ανακοινωθεί η πρόθεση απόσυρσης της διάταξης λόγω των αντιδράσεων που προέκυψαν. Ωστόσο, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ το σχόλιό μας ως εξής: Είναι επιτακτική ανάγκη περισσότερο από ποτέ στη χώρα μας, με τις σύγχρονες προκλήσεις που βιώνει, να δημιουργήσουμε ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία που να αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα και να καλλιεργεί τον σεβασμό των δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένα συμπεριληπτικό σχολείο, ένα σχολείο για όλους θα πρέπει να δημιουργεί ίσες ευκαιρίες όπου όλοι μαθαίνουμε να συμβιώνουμε με όλους. Ένα τέτοιο σχολείο επιτρέπει σε όλα τα παιδιά να ζουν και να μαθαίνουν μέσα από την κοινή τους δράση και να ανταποκρίνεται στις διαφορετικές ανάγκες της κάθε μαθήτριας και του κάθε μαθητή ξεχωριστά. Στις νομοθετικές αλλαγές του Απριλίου του 2020 για την αναβάθμιση του σχολείου δεν υπήρχαν διατάξεις που εισήγαγαν στοιχεία για την ενίσχυση της συμπερίληψης για χιλιάδες μαθητές, όπως τα παιδιά πρόσφυγες ή τα παιδιά με αναπηρία, ενώ με την αύξηση του αριθμού των μαθητών και μαθητριών ανά τμήμα τίθενται περαιτέρω εμπόδια στην εκπαιδευτική διαδικασία. Όλα αυτά φαίνεται ότι συντηρούν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που απομακρύνεται από τις σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις και αμβλύνει τις ανισότητες. Το σχολείο, ιδιαίτερα στους σύγχρονους ιστούς αποτελεί μια κοινότητα κοινωνικής ανάπτυξης και συνδιαλλαγής. Το περιβάλλον που παρέχεται στους μαθητές και στις μαθήτριες προστατεύει τη συναισθηματική ασφάλεια κι έτσι λειτουργεί σαν προφυλαγμένος κοινωνικός προθάλαμος, όπου τα παιδιά πειραματίζονται, επεξεργάζονται τις σχέσεις, διαπραγματεύονται τα όρια και ανακαλύπτουν τις κοινωνικές λειτουργίες. Μέσα από την καθημερινότητα στην τάξη, το παιδί καλλιεργεί την εικόνα για τον κόσμο, βάσει της οποίας χτίζει τις πεποιθήσεις του σύμφωνα με τις οποίες θα κινηθεί ως ενήλικος στο εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον. Μέσα στην τάξη ανακαλύπτει αποτελεσματικούς τρόπους επικοινωνίας, αναπτύσσει δεξιότητες και αποκτά εφόδια ζωής. Τα χρόνια αυτά το παιδί αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα τις λειτουργικές πτυχές της κοινωνίας και εντοπίζει τις δυσλειτουργικές. Το ίδιο το σχολείο πρέπει να διατηρεί τη συναισθηματική ασφάλεια που χτίζεται σε αυτόν τον προθάλαμο της κοινωνίας και για τον λόγο αυτό χρειάζεται να παραμένει ανοιχτό στη διαφορετικότητα και να διευρύνει τους ορίζοντες των μαθητών και των μαθητριών, δημιουργώντας ευκαιρίες ώστε τα παιδιά να ανακαλύψουν, να προβληματιστούν, να οραματιστούν και να διεκδικήσουν και όχι να εμπεδώσουν τον διαχωρισμό με βάση τα ατομικά τους χαρακτηριστικά. Άρθρο 93 Με τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου προκύπτουν πολλά ερωτήματα αναφορικά με τα εξής: η επιδίωξη της οικονομικής αυτονομίας των σχολικών μονάδων φαίνεται να αντιμετωπίζεται με τρόπο επιδερμικό και γεννώντας ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσο οι μελλοντικοί κρατικοί προϋπολογισμοί θα δεσμεύουν επαρκή χρηματοδότηση για την εκπαίδευση. Η κρατική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης είναι σημαντική για λόγους ισότητας απέναντι στα πρόσωπα που μετέχουν της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς αναδεικνύεται πως το κράτος ενδιαφέρεται για την πρόσβαση στην παιδεία, η οποία είναι από τους θεμελιώδεις πυλώνες για το μέλλον μιας χώρας. Η δυνατότητα ιδιωτών να παρέχουν χρηματοδότηση σε σχολεία ή σε άλλες πτυχές του εκπαιδευτικού συστήματος δεν είναι από μόνη της αρνητική, αλλά θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού πλαισίου. Από τη διάταξη είναι ασαφές το ποιος θα είναι υπεύθυνος για την αναζήτηση των χρηματοδοτήσεων, το ποιοι μηχανισμοί και προϋποθέσεις θα υπάρχουν για να εγκρίνονται οι χρηματοδοτήσεις, ποια θα είναι η σχέση των φορέων που παρέχουν χρηματοδότηση με την εκάστοτε σχολική μονάδα και τα πρόσωπα που τη στελεχώνουν κ.α. Επιπλέον, εγείρεται το ερώτημα σχετικά με το τι θα συμβεί αν η χρηματοδότηση από ιδιωτική πρωτοβουλία ξεπεράσει την χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό ανά σχολική μονάδα. Αν υποτεθεί ότι την υποχρέωση ανεύρεσης πόρων θα αναλάβει ο Διευθυντής ή η Διευθύντρια της εκάστοτε σχολικής μονάδας ανακύπτουν τα παρακάτω ζητήματα: ο ρόλος του Διευθυντή/ της Διευθύντριας θα διευρυνθεί κι άλλο αποκτώντας αυτή τη φορά έναν περισσότερο διαχειριστικό/ οικονομικό (managerial) χαρακτήρα που δεν συνάδει με τα δεδομένα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Επιπλέον, δεν είναι βέβαιο πως όλες οι σχολικές μονάδες θα λαμβάνουν συνολικά (κρατικά και ιδιωτικά) τη χρηματοδότηση που είναι απαραίτητη για να λειτουργούν σωστά. Αυτό τόσο σε επίπεδο προσώπων που θα αναλάβουν τον ως άνω ρόλο όσο και σε επίπεδο σχολικών μονάδων αναμένεται να διαμορφώσει μια κατάσταση ανισοτήτων που ενδέχεται να στερήσει την πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση. Παράλληλα, δεν προσδιορίζεται ποιοι είναι οι φορείς που θα μπορούν να παρέχουν χρηματοδότηση και για ποιους λόγους, κάτι που είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί. Είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται πως η παιδεία θα χρηματοδοτείται επαρκώς από τον κρατικό προϋπολογισμό με όρους ισότητας για όλες τις σχολικές μονάδες και για όλα τα παιδιά που φοιτούν σ’ αυτές χωρίς να καταλείπεται κανένα περιθώριο ασάφειας. Οποιαδήποτε αλλαγή για να ευοδωθεί θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας. Προτείνεται η απόσυρση της διάταξης λόγω της γενικότητας και των ασαφειών που εμπεριέχει. Το ζήτημα που επιχειρείται να ρυθμιστεί είναι σκόπιμο να τύχει προσεκτικού σχεδιασμού με την ουσιαστική μελέτη των αναγκών των σχολικών μονάδων μετά από διαβούλευση με τους εκπαιδευτικούς και στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας εθνικής στρατηγικής για την εκπαίδευση. Άρθρο 97: Προτείνεται η απόσυρση της πρόβλεψης για τη συμμετοχή των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού στις διαγνωστικές εξετάσεις. Όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι εξετασιοκεντρικό. Η συμμετοχή μαθητών και μαθητριών σε εξετάσεις – έστω και με διαγνωστικό χαρακτήρα- από τόσο νωρίς ενισχύει την αίσθηση της διαρκούς αξιολόγησης και της ανάγκης για απαραίτητη επιτυχίας στις εξετάσεις περιορίζοντας τα λοιπά στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την εξέλιξη των μαθητών και των μαθητριών. Για την αξιολόγηση της επίτευξης των εκπαιδευτικών στόχων προτείνεται η υιοθέτηση άλλων μεθόδων και μέτρων που θα μπορούσαν, μάλιστα, να ενισχύσουν τη σχέση των μαθητών και των μαθητριών με τους/ τις εκπαιδευτικούς και να ωθήσουν τη δημιουργικότητα των παιδιών. Για παράδειγμα, η διαπίστωση της επίτευξης των εκπαιδευτικών σκοπών θα μπορούσε να επιτυγχάνεται σε τακτικότερη βάση (και χωρίς εξετάσεις) σε μικρότερα τμήματα μαθητών και μαθητριών, όπου θα διαμορφωνόταν ο απαραίτητος χώρος για ουσιαστική συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία χωρίς να περιορίζονται τα παιδιά στην προσπάθεια ολοκλήρωσης της ύλης. Αν οι διαδικασίες είναι διαγνωστικές και ανώνυμες, το μόνο πράγμα που θα μπορεί να διαπιστωθεί είναι το αν τα παιδιά θα γνωρίζουν κάποιες συγκεκριμένες πληροφορίες και όχι το αν πράγματι έχουν επιτευχθεί οι σκοποί της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι οποίοι είναι πολύπλευροι και στην οποία τα παιδιά ως προσωπικότητες έχουν εξέχουσα θέση.