Αρχική Δημόσια διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου με τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις».ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ, ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣΣχόλιο του χρήστη Εκπαιδευτικός | 13 Ιουλίου 2021, 19:24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Αν καταλαβαίνω καλά, οι βασικές επιδιώξεις του νομοσχεδίου είναι: α) η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και β) η επιλογή των αξιολογητών, δηλαδή των ατόμων που θα αναλάβουν την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Από την περιδιάβαση στα σχόλια που κατατίθενται στη διαβούλευση μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τα περισσότερα αφορούν στην επιλογή των αξιολογητών. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, γιατί από την ποιότητα των αξιολογητών θα εξαρτηθεί η επιτυχία της πρώτης επιδίωξης του νομοσχεδίου. Πράγματι, η επιτυχία κάθε θεσμικής παρέμβασης εξαρτάται κατά πρώτον από την αρτιότητα της ίδιας της θεσμικής παρέμβασης και κατά δεύτερον από τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τους θεσμούς και θα μετατρέψουν τις θεσμικές προθέσεις και ρυθμίσεις σε έργο. Για να μεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες επιλογής των καταλληλότερων προσώπων για κάθε θέση, αναγκαίο προαπαιτούμενο είναι η σαφής περιγραφή του έργου και το ρόλου της κάθε θέσης. Όμως, παρατηρώ ότι στο νομοσχέδιο τίθενται κριτήρια και καθορίζεται η ποσοτικοποίηση - μοριοδότησή τους χωρίς να έχει γίνει σαφής και αναλυτική περιγραφή του έργου των θέσεων στις οποίες αναφέρονται. Η θέση κριτηρίων επιλογής στελεχών χωρίς να προηγηθεί η σαφής περιγραφή του έργου των στελεχών, καθιστά τα κριτήρια επιλογής έωλα και αυξάνει τις πιθανότητες (σε βαθμό βεβαιότητας) ότι δεν θα επιλεγούν τα άτομα που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν επιτυχώς το έργο για το οποίο “επιλέχθηκαν”. Πράγμα, που είναι βέβαιο ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την αποτυχία της βασικής επιδίωξης του νομοσχεδίου, δηλαδή της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Το ερώτημα είναι γιατί καθορίστηκαν κριτήρια επιλογής των αξιολογητών χωρίς να προηγηθεί σαφής περιγραφή έργου; Η εισηγήτρια του νομοσχεδίου και το κόμμα της έχουν τονίσει κατά το παρελθόν ότι η περιγραφή του ρόλου και τους έργου αποτελεί αναγκαιότητα προκειμένου οι διαδικασίες επιλογής να αποκτήσουν εγκυρότητα και αξιοπιστία. Τώρα, γιατί δεν το εφαρμόζουν; Ανεξαρτήτως της απάντησης που θα μπορούσε να δοθεί για τις σκοπιμότητες της πλημμελούς διαδικασίας διαμόρφωσης της θεσμικής πρότασης, μία από τις εμφανείς επιπτώσεις που έχει η έλλειψη περιγραφής έργου των θέσεων που προτείνεται να θεσμοθετούν είναι τα χαρακτηριστικά που λαμβάνει η παρούσα διαβούλευση. Τα περισσότερα σχόλια των συμμετεχόντων στη διαβούλευση αφορούν στα κριτήρια επιλογής και στη μοριοδότησή τους. Έχω την εντύπωση ότι ο κάθε σχολιαστής προτείνει τα κριτήρια που ο ίδιος πληρεί και τη μοριοδότηση που τον ευνοεί φωτογραφίζοντας ο καθένας τον εαυτό του ως τον καταλληλότερο για τη θέση που τον ενδιαφέρει. Ο καλόπιστος παρατηρητής θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αυτές οι “φωτογραφικές” και χωρίς άμεση συσχέτιση με το έργο της κάθε θέσης προτάσεις καθορισμού κριτηρίων και μοριοδοτήσεων είναι αποτέλεσμα της μη περιγραφής του έργου των θέσεων από τους συντάκτες του νομοσχεδίου. Πιθανόν. Όμως, μήπως συμβαίνει και κάτι άλλο; Μήπως, δηλαδή, αποκαλύπτεται ο πραγματικός λόγος για τον οποίο οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν προέβησαν πρώτα στην περιγραφή του έργου των θέσεων και με βάση την περιγραφή αυτή να προχωρήσουν στη συνέχεια στον καθορισμό κριτηρίων επιλογής και την ποσοτική αποτίμησή τους σε μόρια; Μήπως, εάν προηγούνταν η περιγραφή του έργου των θέσεων, δεν θα μπορούσαν ούτε οι ίδιοι οι συντάκτες να θέσουν “φωτογραφικά” κριτήρια και προσωποποιημένες ποσοτικές αποτιμήσεις, δηλαδή μοριοδοτήσεις που ευνοούν συγκεκριμένους φίλους και αποκλείουν ανεπιθύμητους ανταγωνιστές τους; Εκτός από τα φωτογραφικά κριτήρια και τις προσωποποιημένες μοριοδοτήσεις, μήπως η παράλειψη της περιγραφής έργου επιτρέπει και την αποδοχή κριτηρίων επιλογής με βάση τις πιέσεις από οργανωμένες ή άτυπες ομάδες συμφερόντων; Για την απάντηση στο τελευταίο ερώτημα αρκεί κάποιος να δει τον αριθμό και το περιεχόμενο των σχολίων που αναφέρονται στο χαρακτηρισμό της υπηρεσίας σε Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και την πιστοποίηση της γλωσσομάθειας από οργανισμούς που δεν ανήκουν σε πανεπιστήμια ή κρατικούς φορείς. Επίσης, αρκεί να δει κάποιος την προσπάθεια που γίνεται μέσου των κριτηρίων επιλογής και της μοριοδότησής τους για έμμεση μονιμοποίηση των υπαρχόντων “στελεχών” και την “αποκατάσταση” ορισμένων σχολικών συμβούλων που δεν μπόρεσαν να γίνουν συντονιστές το 2018. Η υπερμοριοδότηση που δίνεται στα προαναφερθέντα “στελέχη”, δεν αφήνει περιθώρια για άλλες σκέψεις. Οκτώ μόρια (ένα διδακτορικό δώρο!!!) που μπορούν πάρουν μόνο και μόνο όσοι και όσες διατέλεσαν σχολικοί σύμβουλοι και συντονιστές. Έτσι, το νομοσχέδιο θα οδηγήσει στην επανατοποθέτηση των ίδιων “στελεχών”, πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα να καεί το ουσιαστικό μέρος του νομοσχεδίου που είναι η αξιολόγηση καθώς θα αναχθούν σε αξιολογητές της διδακτικής πράξης άνθρωποι που απέχουν της διδακτικής πράξης επί δεκαετίες και ούτε αξιολογήθηκαν ποτέ σε αυτό που καλούνται να αξιολογήσουν. Απλώς είχαν αναγάγει το επάγγελμά τους από μόνιμος “εκπαιδευτικός” σε μόνιμο “στέλεχος επί θητεία”. Μήπως είναι πλέον ανάγκη ο χαρακτηρισμός “στελέχη επί θητεία” να γίνει πράξη και να μην αναπαράγεται η έμμεση μονιμοποίηση των “στελεχών επί θητεία”; Αυτό, πιθανόν να είχε ως αποτέλεσμα και την απάλειψη ενός ακόμη παράδοξου στον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης. Την απομάκρυνση από το καθ’ αυτό έργο των εκπαιδευτικών, τη διδασκαλία και την παιδαγωγία, όσων εκπαιδευτικών έχουν ενδιατρίψει στη διδακτική και την παιδαγωγική και έχουν καταρτιστεί βαθύτερα στις πτυχές τους. Αποτελεί γεγονός στη χώρα μας ότι όσοι εκπαιδευτικοί αποκτήσουν περισσότερα επιστημονικά προσόντα (με μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές σε αντικείμενα διδακτικής και παιδαγωγικής) ως συνήθως απομακρύνονται από την τάξη και καταλαμβάνουν θέσεις στη “διοίκηση”, που με δεδομένη τη συγκεντρoτικότητα του ελληνικού συστήματος σημαίνει υπηρέτηση της γραφειοκρατίας και όχι της διδακτικής και παιδαγωγικής πράξης. Μήπως θα πρέπει το σύστημα να κάνει κάτι, ώστε να παραμένουν στην τάξη οι πιο καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί; Φανταστείτε ένα χειρουργό να εξειδικεύεται σε σύγχρονες χειρουργικές τεχνικές στα πλαίσια μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών και ερευνών και αντί να τις ασκήσει στο χειρουργείο να απομακρύνεται από το χειρουργείο και το ιατρείο για να ασκήσει διοικητικά καθήκοντα στα γραφεία. Ως διορθωτική πρόταση θεωρώ ότι θα μπορούσε να είναι η διεξαγωγή γραπτού διαγωνισμού, όπως έγινε επί υπουργίας κυρίας Γιαννάκου, με τη διαφορά ότι το διαγωνισμό θα τον οργανώσει και θα τον υλοποιήσει το ΑΣΕΠ. Η επιτυχία στον διαγωνισμό αυτόν, να αποτελεί το προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή στις περαιτέρω διαδικασίες. Αυτός ο επικαιροποιημένος έλεγχος των γνώσεων των υποψηφίων σε συνδυασμό με τον περιορισμό της μοριοδότησης της εμπειρίας (προϋπηρεσίας), η οποία δεν έχει αξιολογηθεί ποτέ, θα έδιναν τη δυνατότητα ανανέωσης του στελεχιακού δυναμικού και τη στελέχωση των θέσεων με νέους και με άμεση εμπειρία τάξης συναδέλφους. Ειδικά, η τελευταία παράμετρος θεωρώ ότι αποτελεί κομβικής σημασίας χαρακτηριστικό για την αποδοχή των αξιολογητών από τους αξιολογούμενους. Γιατί θεωρώ ότι δύσκολα ο εκπαιδευτικός της τάξης θα δεχθεί ως αξιολογητή της διδασκαλίας του κάποιον που έχει δεκαετίες να αναλάβει τάξη και δεν έχει αξιολογηθεί ποτέ για τις διδασκαλίες του, όπως συμβαίνει με όλα τα στελέχη που συμπληρώνουν δεκαετίες ως “στελέχη επί θητεία”.