Αρχική Δημόσια διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου με τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις».ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ, ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣΣχόλιο του χρήστη ΣΕΕΠΕΑ ΑΤΤΙΚΗΣ | 14 Ιουλίου 2021, 11:06
Ο ΣΕΕΠΕΑ Αττικής ως ο πρωτοβάθμιος συνδικαλιστικός φορέας ο οποίος εκπροσωπεί τα μέλη Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΕΠ και ΕΒΠ), μόνιμους και αναπληρωτές που στελεχώνουν τη Δημόσια Ειδική και Γενική Εκπαίδευση, καθώς και τα ΚΕΣΥ και τις ΕΔΕΑΥ της Περιφέρειας Αττικής, με αφορμή την δημοσίευση του εκπαιδευτικού νομοσχεδίου από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, διαμαρτύρεται εντόνως για την απαράδεκτη τακτική του Υπουργείου να νομοθετεί εν μέσω θέρους και να αποφασίζει για την Παιδεία χωρίς δημόσιο διάλογο με τους ίδιους τους λειτουργούς της Παιδείας και χωρίς να αφουγκραστεί τις δυσκολίες και τις αγωνίες του εκπαιδευτικού κόσμου. Επίσης, ο Σύλλογος μας καταγγέλλει την προχειρότητα και την αποσπασματικότητα του νομοσχεδίου με το φιλόδοξο τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις», το οποίο προσεγγίζει με επιφανειακό και οπισθοδρομικό πνεύμα, μείζονα ζητήματα της παιδαγωγικής επιστήμης και της εκπαιδευτικής πολιτικής και δεν ανταποκρίνεται καθόλου στο όραμα για το σύγχρονο σχολείο του 21ου αιώνα! Συγκεκριμένα: Άρθρο 2: Πέρα από τη γελοιότητα της συνεχούς αλλαγής ονομάτων της ίδιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας που πλέον προκαλεί τη θυμηδία γονέων και εκπαιδευτικών, το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν αναγνωρίζει την αποκτηθείσα προϋπηρεσία στα νέα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. (Κέντρα Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης) ως διδακτική και μάλιστα με αναδρομική ισχύ για όσους έχουν εργαστεί διαχρονικά στα Κ.Ε.Σ.Υ., ΚΕ.Δ.Δ.Υ. ή Κ.Δ.Α.Υ., βάζοντας στο περιθώριο της εκπαιδευτικής κοινότητας το προσωπικό των ΚΕΔΑΣΥ και αποδυναμώνοντας έτσι έναν καταξιωμένο στη συνείδηση εκπαιδευτικών και γονέων θεσμό. Μάλιστα στην Παρ.2. τίθεται για τα μέλη ΕΕΠ ως προϋπόθεση διδακτικής υπηρεσίας αποκλειστικά «η παροχή υποστηρικτικού έργου σε Σ.Μ.Ε.Α.Ε. ή σχολικές μονάδες της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης», εξαιρώντας την αποκτηθείσα υπηρεσία στα ΚΕΔΑΣΥ, η οποία, ωστόσο, έχει χαρακτήρα ξεκάθαρα εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό της σχολικής ζωής. Παράλληλα, η ανωτέρω ρύθμιση συνιστά κατάφορη και απαράδεκτη διάκριση εναντίον του επί χρόνια σταθερού εκπαιδευτικού προσωπικού και ΕΕΠ και ως εκ τούτου μας βρίσκει κάθετα αντίθετους! Άρθρο 8: Προβλέπεται μετά από 13 χρόνια αναμονής (!) η σύσταση θέσεων Συμβούλων Εκπαίδευσης ΕΕΠ. Την επιτυχία αυτή θα την πιστώσουμε στις συνεχείς και άοκνες προσπάθειες των συνδικαλιστικών μας οργάνων και των απλών μελών ΕΕΠ-ΕΒΠ και σε καμία περίπτωση στην προνοητικότητα και ευαισθησία του Υπουργείου Παιδείας που προέβλεψε πανελλαδικά δύο (2) θέσεις Συμβούλων για καθεμία από τις ειδικότητες των Θεραπευτών Λόγου, των Σχολικών Νοσηλευτών, των Εργασιοθεραπευτών - Εργοθεραπευτών και των Φυσικοθεραπευτών, με ό,τι συνεπάγεται για τα καθήκοντα των Συμβούλων αυτών, η ανάθεση του συμβουλευτικού έργου σε δυσανάλογα μεγάλους αριθμούς συναδέλφων, μόνιμων και αναπληρωτών. Εδώ, οφείλουμε να προσθέσουμε την παντελή απουσία Συμβούλου για την ειδικότητα του κλάδου ΠΕ31 (Κινητικότητας, Προσανατολισμού και Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης Τυφλών, των Συμβούλων Επαγγελματικού Προσανατολισμού Τυφλών και των Ειδικών στην Ελληνική Νοηματική), καθώς και Συμβούλου του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού που αφορά την πολυπληθέστερη κατηγορία από όλους τους κλάδους των συναδέλφων μας. Οι παραλείψεις αυτές είναι ενδεικτικές του αποσπασματικού τρόπου με τον οποίο νομοθετεί του Υπουργείο και της έλλειψης γνώσης για τους κλάδους μας και τις αρμοδιότητές τους. Υπενθυμίζουμε ότι ο ΣΕΕΠΕΑ Αττικής έχει καταθέσει στη Διεύθυνση ΕΑΕ εμπεριστατωμένο υπόμνημα σχετικά με τις ειδικότητες του κλάδου ΠΕ31 που υποστηρίζουν άτομα με οπτική αναπηρία: https://www.seepeaa.gr/Anakoinoseis/Ypomnimata/SEEPEAA_YPOMNIMA_SHETIKA_ME_TON_KLADO_PE31-EIDIKON_STIN_YPOSTIRIXI_ATOMON_ME_OPTIKI_ANAPIRIA Άρθρο 9: Στο εν λόγω άρθρο, όπου προβλέπονται ο «Σκοπός και αρμοδιότητες των Κέντρων Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης», γίνεται λόγος (Παρ αθ΄) για «κατ’ αποκλειστικότητα λήψη της απόφασης για αντικατάσταση των γραπτών δοκιμασιών, για τους μαθητές της δημόσιας ή της ιδιωτικής εκπαίδευσης με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, με προφορικές ή άλλης μορφής δοκιμασίες...», αποκλείοντας τη δυνατότητα που είχαν μέχρι σήμερα τα αναγνωρισμένα από το ΥΠΑΙΘ Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για χορήγηση αντίστοιχων πιστοποιητικών. Η ρύθμιση αυτή επιφορτίζει αναίτια και δυσανάλογα τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. με έναν τεράστιο όγκο δουλειάς, στερώντας από γονείς και μαθητές τη δυνατότητα επιλογής πλαισίου και ταχύτερης εξυπηρέτησης. Άρθρο 13: Η παρ. 3 προβλέπει ότι η κάλυψη των θέσεων στα ΚΕ.Δ.Α.ΣΥ. «γίνεται με την τοποθέτηση εκπαιδευτικών και μελών του Ε.Ε.Π., κατά περίπτωση, με μετάθεση, μετάταξη, απόσπαση ή διάθεση ύστερα από αίτησή τους, εφόσον έχουν συμπληρώσει διδακτική υπηρεσία οκτώ (8) τουλάχιστον ετών, από τα οποία τρία (3) τουλάχιστον έτη σε Σ.Μ.Ε.Α.Ε.». Με την συγκεκριμένη ρύθμιση αποκλείονται μέλη ΕΕΠ που δεν διαθέτουν τριετή προϋπηρεσία σε ΣΜΕΑΕ, έχουν, ωστόσο, αφιερώσει τις υπηρεσίες τους επί σειρά ετών στους διαγνωστικούς και υποστηρικτικούς φορείς του ΥΠΑΙΘ (ΚΕΣΥ, ΚΕΔΔΥ, ΚΔΑΥ) και διαθέτουν ομολογουμένως τεράστια επιστημονική εμπειρία στον τομέα αυτό! Δεν κατανοούμε το πνεύμα του νομοθέτη που ζητάει τριετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε ΣΜΕΑΕ, όταν το έργο που προσφέρει το Ε.Ε.Π. σε Κ.Δ.Α.Υ./ΚΕ.Δ.Δ.Υ./Κ.Ε.Σ.Υ./ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ έχει εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι υποστηρικτικό τόσο προς τους γονείς, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, όσο και προς τις σχολικές μονάδες στο σύνολό τους, με τις οποίες τα μέλη ΕΕΠ και οι εκπαιδευτικοί των νυν ΚΕΣΥ βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία και διασύνδεση. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι η προϋπηρεσία στις υποστηρικτικές δομές είναι παραπάνω από επαρκής και δεν χρειάζονται άλλα προαπαιτούμενα. Είναι εμφανές ότι ο νομοθέτης στο σημείο αυτό έχει άγνοια του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των εργαζόμενων στα νυν ΚΕΣΥ. Όσοι από μας έχουμε στηρίξει για σειρά ετών τις αξιολογικές και υποστηρικτικές δομές του Υπουργείου Παιδείας και έχουμε δώσει αγώνες για την διατήρηση και ανάπτυξή τους, θεωρούμε προσβλητική την προϋπόθεση που θέτει το εδάφιο αυτό και ζητούμε την απάλειψη της προϋπόθεσης τριετούς υπηρεσίας σε ΣΜΕΑΕ. Άρθρο 29: Παρ.3: «Ως Σύμβουλοι Εκπαίδευσης: …γ) των μελών του Ε.Ε.Π. επιλέγονται εκπαιδευτικοί και μέλη του Ε.Ε.Π. με οργανική θέση στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση». Χρειάζεται να προστεθεί η φράση « ή με οργανική θέση σε ΚΕ.ΔΑ.ΣΥ.». Επιπλέον, δεν είναι κατανοητό γιατί ως Σύμβουλοι ΕΕΠ μπορούν να επιλεγούν και εκπαιδευτικοί, εφόσον δεν διαθέτουν την εξειδίκευση που απαιτεί η αρμοδιότητα του Συμβούλου ΕΕΠ. Άρθρο 51: Στο εδάφιο 3 αναφέρεται: «Τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. δύνανται να αξιολογούν μαθητές που φοιτούν μέχρι και την Α΄ τάξη Λυκείου όλων των τύπων και δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18) έτος της ηλικίας τους». Αδυνατούμε να αντιληφθούμε γιατί εξαιρούνται από τις υποστηρικτικές υπηρεσίες οι μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου, καθώς εκπαιδευτικές και ψυχοκοινωνικές δυσκολίες μπορούν να προκύψουν και σε μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές, όπως είναι αυτονόητο. Επίσης, φαίνεται να υφίσταται διάκριση εναντίον των μαθητών αυτών, καθώς εξακολουθούν να φοιτούν στις σχολικές μονάδες του Υπουργείου Παιδείας, αλλά στερούνται τις υπηρεσίες των υποστηρικτικών δομών του ίδιου Υπουργείου. Σε κάθε περίπτωση είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικό και αντιεπιστημονικό να ζητάμε από τους εκπαιδευτικούς και μέλη ΕΕΠ να στερήσουν τις υπηρεσίες τους από ένα μαθητή ή μια μαθήτρια πχ. με αυτοκτονική συμπεριφορά, όταν μάλιστα το σχολείο καλεί σε υποστήριξη, με τον ισχυρισμό ότι φοιτά πχ. στη Β΄ Λυκείου! Στο εδάφιο 4 αναφέρεται ότι στα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. «η αξιολόγηση πραγματοποιείται από διεπιστημονική ομάδα, που απαρτίζεται από έναν εκπαιδευτικό ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης (Ε.Α.Ε.) πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης…, έναν Ψυχολόγο ΠΕ23 και έναν Κοινωνικό Λειτουργό ΠΕ30. Στη διεπιστημονική ομάδα καλούνται και μέλη οποιουδήποτε κλάδου του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.), καθώς και εκπαιδευτικοί Ε.Α.Ε., κατά περίπτωση, η συνδρομή των οποίων κρίνεται απαραίτητη για την έκδοση της σχετικής αξιολογικής έκθεσης…». Πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια υποστηρικτική δομή που φιλοδοξεί να αποκαλείται «διεπιστημονική», δεν είναι δυνατόν να ορίζεται ως διεπιστημονική ομάδα μόνο η αποτελούμενη από το τρίπτυχο «εκπαιδευτικός, ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός» και μάλιστα να καλούνται να συνδράμουν σε αυτή, ως «προσκεκλημένοι» ή επικουρικοί (οι χαρακτηρισμοί δικοί μας), οι «λοιποί θεραπευτές». Είναι σαφές ότι η πραγματική διεπιστημονικότητα απαιτεί τη συμπερίληψη όλων ανεξαιρέτως των κλάδων του ΕΕΠ στη διεπιστημονική ομάδα, καθώς προσεγγίζεται έτσι σφαιρικά και πολυπρισματικά η πολυπλοκότητα των εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών και επιτυγχάνεται η ολιστική κατανόηση των μαθησιακών και ψυχοκοινωνικών δυσκολιών τους, προκειμένου να εξευρεθεί η αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους και να καταρτιστεί ένα ουσιαστικό και βιώσιμο Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης (Ε.Π.Ε.). Επιπλέον στο εδάφιο 5 αναφέρεται ότι «Η τελική αξιολογική έκθεση και οι βασικοί άξονες του Ε.Π.Ε. παραδίδονται στους γονείς ή τους κηδεμόνες και κοινοποιούνται με εμπιστευτική αλληλογραφία στη σχολική μονάδα, στην οποία φοιτά ο μαθητής». Χρειάζεται να γίνει αντιληπτό ότι η αξιολογική έκθεση που συντάσσουν τα ΚΕΔΑΣΥ έχει χαρακτήρα απόρρητου, περιλαμβάνει προσωπικές πληροφορίες για το μαθητή και ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και είναι αδιανόητο να κατατίθεται στη σχολική μονάδα, έστω και με εμπιστευτική αλληλογραφία, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του γονέα. Κάτι τέτοιο προσκρούει στην αρχή διαφύλαξης του απορρήτου και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και στερεί από τους γονείς το αναφαίρετο δικαίωμα απόφασης και επιλογής για το παιδί τους. Άρθρο 52: Στην Παρ 3 που αναφέρεται στη συνεργασία ΚΕ.ΔΑ.Σ.Υ. με Ε.Δ.Υ. και τους γονείς/κηδεμόνες για τη διαμόρφωση του Ε.Π.Ε., αναγράφεται ότι «Η άποψη των γονέων ή κηδεμόνων λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη για την τελική διαμόρφωση του Ε.Π.Ε. και για την τελική αξιολογική έκθεση». Ωστόσο, ενώ η άποψη γονέων για το παιδί τους λαμβάνεται πάντα υπόψη και χρησιμοποιείται ως βασικό στοιχείο καθ΄όλη τη διαδικασία αξιολόγησης, είναι αδιανόητο αυτή να θεωρείται υποχρεωτική για την τελική απόφαση της διεπιστημονικής ομάδας, που έχει την επιστημονική γνώση και εμπειρία να κρίνει το είδος των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών και των εξατομικευμένων παιδαγωγικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Άρθρο 59: Στην Παρ 6 αναγράφεται: «Στην αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση του έργου τους και από το μόνιμο προσωπικό που υπάγεται στα στελέχη αυτά…». Εφόσον το ΥΠΑΙΘ το ίδιο διακηρύσσει ότι "όποιος αξιολογεί, αξιολογείται", είναι σημαντικό τα στελέχη εκπαίδευσης να αξιολογούνται από το σύνολο των υφισταμένων τους, δηλαδή τόσο το μόνιμο προσωπικό όσο και τους αναπληρωτές. Είναι άδικο και άνισο να εξαιρούνται οι αναπληρωτές από την αξιολόγηση αυτή, ενώ οι ίδιοι υπόκεινται σε αυτήν. Άρθρο 65: «Πεδία και κριτήρια αξιολόγησης του έργου των μελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού των σχολικών μονάδων». Ως προς την αξιολόγηση διαπιστώνουμε ότι το Υπουργείο βάζει τους εκπαιδευτικούς και τα μέλη ΕΕΠ και ΕΒΠ σε μια συνεχή μέγγενη «αξιολόγησης», χωρίς από τη πλευρά του να έχει εξασφαλίσει βασικές προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας της σχολικής μονάδας και του ΚΕΔΑΣΥ. Ο ΣΕΕΠΕΑ Αττικής κάθε χρόνο καταθέτει υπόμνημα προς τον Περιφερειακό Διευθυντή Π/θμιας και Δ/θμιας Εκπαίδευσης Αττικής, που περιλαμβάνει αναλυτικό κατάλογο με τις συνθήκες λειτουργίας, τα κτιριακά προβλήματα και τις ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, τόσο των ΣΜΕΑΕ όσο και των ΚΕΣΥ της περιφέρειας Αττικής: (https://www.seepeaa.gr/Anakoinoseis/Ypomnimata/YPOMNIMA__GIA_TIN_KATASTASI_TON_DOMON__EIDIKIS_EKPAIDEYSIS). Διαβάζοντάς το, αντιλαμβάνεται κανείς την απαράδεκτη και σε ορισμένες περιπτώσεις τριτοκοσμική κατάσταση υπό την οποία λειτουργεί η Ειδική Εκπαίδευση και τα ΚΕΣΥ, τουλάχιστον στην Αττική. Διαπιστώνεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες επιτελούν το διδακτικό και υποστηρικτικό τους έργο οι εκπαιδευτικοί και τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ, είναι ιδιαίτερα αντίξοες και ακατάλληλες και απέχουν μακράν από την εξασφάλιση στοιχειωδών προϋποθέσεων προκειμένου να ασκήσουν με επάρκεια τα καθήκοντά τους. Απαιτούμε, λοιπόν, πριν την εγκαθίδρυση οποιουδήποτε συστήματος αξιολόγησης, η Πολιτεία να πράξει τα δέοντα και να μεριμνήσει για τη βελτίωση των κτιριακών εγκαταστάσεων, της καθολικής προσβασιμότητας, των υποδομών, του υλικοτεχνικού εξοπλισμού, των υπηρεσιών που προσφέρει στο μαθητικό πληθυσμό, την παροχή επιμόρφωσης προς τους εκπαιδευτικούς και το ΕΕΠ-ΕΒΠ, την εξασφάλιση στοιχειωδών αξιολογικών εργαλείων και εκπαιδευτικού υλικού, την διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας , κ.ο.κ. Αν το Υπουργείο Παιδείας επιμένει στο θέμα της αξιολόγησης, μήπως θα πρέπει να δεχτεί πρώτα τη δική μας αρνητική αξιολόγηση στην έλλειψη ικανότητας να παρέχει αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας στους εκπαιδευτικούς; Άρθρο 71: Στο άρθρο αυτό περιγράφεται η διαδικασία αξιολόγησης του έργου των μελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού των σχολικών μονάδων. Η περιγραφή της διαδικασίας αξιολόγησής μας ανήκει προφανώς σε κάποιο εγχειρίδιο και όχι στην ελληνική σχολική πραγματικότητα. Αναρωτιόμαστε πώς ακριβώς θα παρακολουθήσει ο Σύμβουλος «διακριτικά» τις συνεδρίες μας, όταν στην αίθουσα, αν έχουμε αίθουσα και δεν ήμαστε σε καμία αποθήκη, συνυπάρχουμε πάνω από δύο-τρεις ειδικότητες ταυτόχρονα; Συχνά ίσα-ίσα που χωράμε ο θεραπευτής και ένας μαθητής. Ούτε λόγος, βέβαια, για εξοπλισμό… Θα πρέπει, λοιπόν, ο αξιολογητής να αναφέρει στην αξιολόγηση του και να λαμβάνει υπόψη του και τις συνθήκες εργασίας μας, που για μας είναι μια καθημερινή σκληρή πραγματικότητα. Άρθρο 74: «Στην περίπτωση που το έργο ενός εκπαιδευτικού, καθώς και μέλους του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (Ε.Β.Π.) αξιολογηθεί οριστικά ως «μη ικανοποιητικό» κατά την αξιολόγησή του ….ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός ή μέλος του Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π. παρακολουθεί υποχρεωτικό επιμορφωτικό πρόγραμμα». Είναι θλιβερό να χρησιμοποιείται η επιμόρφωση ως σωφρονιστικό μέτρο για τους «μη ικανοποιητικούς». Η επιμόρφωση είναι πολύτιμο αγαθό για όλους τους επιστήμονες και προάγει το επίπεδο εργασίας τους. Ειδικά τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ διεκδικούμε για χρόνια τη συμμετοχή μας στην επιμόρφωση από την οποία αποκλειόμαστε συστηματικά. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι στα ΚΕΣΥ αναμένουμε μάταια εδώ και δύο χρόνια την επιμόρφωση των Ψυχολόγων στα νέα ψυχομετρικά εργαλεία, όπως επίσης αναμένουμε και τα ίδια τα υποσχεθέντα αξιολογικά εργαλεία! Δεν μπορούμε λοιπόν να διανοηθούμε ότι χρησιμοποιείται η έννοια της επιμόρφωσης ως τιμωρία για κάποιους. Στην Παρ. 2. Προβλέπεται ότι αν το έργο ενός δόκιμου εκπαιδευτικού, καθώς και μέλους του Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π. αξιολογηθεί ως «μη ικανοποιητικό» έστω και σε έναν από τους άξονες της αξιολόγησης δε μονιμοποιείται, αλλά μπορεί να επαναλάβει τη διαδικασία τα αμέσως επόμενα δύο (2) έτη. Η ρύθμιση αυτή πρέπει να καταργηθεί, καθώς θέτει σε συνθήκες συνεχούς ανασφάλειας και φόβου τον/την δόκιμο συνάδελφο, που σημειωτέον έχει αξιολογηθεί πολύ πρόσφατα από τον ΑΣΕΠ και έχει κριθεί κατάλληλος να υπηρετήσει τη θέση του. Άρθρο 84: Σχετικά με τη λειτουργία των εκπαιδευτικών ομίλων επισημαίνουμε την παντοδυναμία του Διευθυντή ή του Προϊσταμένου της σχολικής μονάδας ο οποίος «δύναται να αποφασίζεται τη συγκρότηση και λειτουργία εκπαιδευτικών ομίλων μετά τη λήξη του ημερήσιου ωρολογίου προγράμματος διδασκαλίας κατόπιν σχετικής ενημέρωσης του Σχολικού Συμβουλίου και της οικείας δημοτικής αρχής». Επίσης στην Παρ. 2 επισημαίνεται ότι «Για κάθε εκπαιδευτικό όμιλο που συγκροτείται ορίζεται με απόφαση του Διευθυντή ή Προϊσταμένου της σχολικής μονάδας ένας εκπαιδευτικός ως Υπεύθυνος του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Η επιλογή των Υπευθύνων των Εκπαιδευτικών Ομίλων πραγματοποιείται μεταξύ των εκπαιδευτικών που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για την ανάληψη των σχετικών καθηκόντων». Διαπιστώνουμε στα εδάφια αυτά την παντοδυναμία του Διευθυντή που χωρίς να λογοδοτεί πουθενά, αποφασίζει και διατάσσει, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Συλλόγου Διδασκόντων, ασκώντας πιέσεις αν χρειαστεί, μέσω της αξιολόγησης, προκειμένου να εξευρεθούν πρόθυμοι εκπαιδευτικοί ως Υπεύθυνοι των Ομίλων. Στην παρ. 2 επισημαίνεται επιπλέον ότι «ο χρόνος που οι Υπεύθυνοι Εκπαιδευτικών Ομίλων αφιερώνουν στην οργάνωση και λειτουργία των εκπαιδευτικών ομίλων δεν προσμετράται στο εργασιακό τους ωράριο, αλλά συνεκτιμάται κατά την ατομική αξιολόγησή τους, καθώς και κατά την επιλογή τους ως στελεχών εκπαίδευσης». Με άλλα λόγια πρόκειται για απλήρωτη εργασία, με την υπόσχεση απόκτησης «μορίων» στην ατομική αξιολόγηση, αλλά και καταστρατήγηση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων υπό το καθεστώς απειλών και φόβου. Άρθρα 101-156: ΜΕΡΟΣ Δ΄: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Αναρωτιόμαστε πόσο προοδευτικό και σύγχρονο μπορεί να είναι ένα νομοσχέδιο που αφιερώνει 40 σελίδες και 55 άρθρα, σε ζητήματα εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και γιατί το Υπουργείο θεωρεί απαραίτητη την προσθήκη «ενός νόμου μέσα στο νόμο» για την εκκλησιαστική εκπαίδευση αν και θα μπορούσε να νομοθετήσει για αυτό ξεχωριστά. Το Υπουργείο πέρα από Παιδείας είναι και Θρησκευμάτων, ωστόσο το περιεχόμενο είναι ασύνδετο με τα λοιπά θέματα του οικείου νομοσχεδίου. Άρθρο 157: Με μεγάλη ικανοποίηση διαπιστώνουμε ότι το ΥΠΑΙΘ έλαβε υπόψη την πρότασή μας για εισαγωγή της Πρώιμης/Έγκαιρης Παρέμβασης στο Νηπιαγωγείο, όπως την είχαμε διατυπώσει στη διαβούλευση για το νομοσχέδιο «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» (Αρ. Πρωτ: 720/ 5-5-2020), για τον έγκαιρο εντοπισμό και αντιμετώπιση προβλημάτων λόγου, επικοινωνίας, συμπεριφοράς, καθώς και μαθησιακών δυσκολιών. Ωστόσο, η αναφορά είναι πολύ γενική και περιορισμένη σε ένα άρθρο όλο και όλο, χωρίς να διευκρινίζονται οι στόχοι, η μεθοδολογία, η οργάνωση, οι διαδικασίες και τα επιδιωκόμενα οφέλη. Υπενθυμίζουμε ότι η πρώιμη παρέμβαση πρέπει να αποτελεί έμπρακτα και όχι διακηρυκτικά υποχρέωση του κράτους και οφείλει να παρέχεται σε όλα τα παιδιά που την έχουν ανάγκη, από τη γέννησή τους και κυρίως πριν αυτά μπουν στην εκπαίδευση, μέσω ειδικών θεραπευτικών προγραμμάτων που θα προσφέρονται δωρεάν σε δημόσια πλαίσια. Με την είσοδο των παιδιών στην υποχρεωτική εκπαίδευση χωρίς να έχουν λάβει αντίστοιχη υποστήριξη, το κράτος οφείλει να διαθέτει διαγνωστικούς-αξιολογικούς-υποστηρικτικούς φορείς που θα εντοπίζουν εγκαίρως τις δυσκολίες τους και εξειδικευμένο προσωπικό που θα βρίσκεται μέσα στο σχολείο και θα μπορεί να υλοποιεί τα προγράμματα που χρειάζονται. Στο νομοσχέδιο (άρθρο 157 παρ.1) ωστόσο, δεν αναφέρεται ο τρόπος και το προσωπικό που θα υλοποιεί τα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης. Προτείνουμε συγκεκριμένα τα εξής: α) να επεκταθεί η παρουσία των ΕΔΥ (πρώην ΕΔΕΑΥ), σε όλες τις μονάδες προσχολικής αγωγής, ώστε να είναι δυνατή τόσο η έγκαιρη ανίχνευση όσο και η ψυχοκοινωνική υποστήριξη των μαθητών και των οικογενειών τους, β) να ενισχυθούν οι ΕΔΥ με τις ειδικότητες των Λογοθεραπευτών, Εργοθεραπευτών και Φυσικοθεραπευτών, ειδικοτήτων απαραίτητων και εξειδικευμένων σε θέματα πρώιμης παρέμβασης, γ) παράλληλα να προβλεφθεί η ύπαρξη σε κάθε νηπιαγωγείο μέλους του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΒΠ), υπεύθυνου για την επικούρηση της αυτοϋπηρέτησης των νηπίων, στην τουαλέτα, στη σίτιση και στις καθημερινές δραστηριότητες, τομείς που, σύμφωνα με τη διαπιστωμένη γνώμη των νηπιαγωγών, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και αναδύονται τα τελευταία χρόνια ως ιδιαίτερα προβληματικοί στα νήπια, δ) για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση σε θέματα υγείας, όπως και για την ισότιμη ενσωμάτωση των παιδιών με προβλήματα υγείας στο νηπιαγωγείο, απαραίτητη κρίνεται η παρουσία του Σχολικού Νοσηλευτή που υποστηρίζει παιδιά με προβλήματα υγείας (συνηθέστερα σακχαρώδη διαβήτη, επιληψία, αναφυλαξία κ.α.), προλαμβάνει και αντιμετωπίζει ατυχήματα και λοιμώξεις και εκπαιδεύει τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τα παιδιά στις πρώτες βοήθειες, στην υγιεινή διατροφή, στη φροντίδα προσωπικής υγιεινής, στην υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής και πολλά άλλα. Αναφορικά δε με την οργάνωση της υποστήριξης των προνηπίων με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο σχολείο (άρθρο 157, παρ.2), αυτή χαρακτηρίζεται από προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Όπως αναφέρει το σχέδιο νόμου, οι γονείς που θα διαθέτουν «σχετική ιατρική γνωμάτευση» από την οποία θα «προκύπτει η ανάγκη λήψης μέτρων υποστηρικτικής παρέμβασης» θα αιτούνται στα ΚΕΔΑΣΥ την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (!!!) και ψυχοκοινωνικών αναγκών των παιδιών τους, ένα χρόνο πριν την είσοδό τους στο νηπιαγωγείο, δηλαδή μέχρι και 4 μήνες πριν κλείσουν τα 3 τους χρόνια!!! Προφανώς με σκοπό οι διεπιστημονικές ομάδες να «μαντέψουν» το είδος της εκπαιδευτικής υποστήριξης που ΘΑ χρειαστούν τα παιδιά ένα χρόνο μετά. Γιατί, τι άλλο μπορεί να κάνει μια/ένας νηπιαγωγός ο οποίος δεν είναι εξειδικευμένος στην αξιολόγηση παιδιών αυτής της ηλικίας; Και ο οποίος ακόμα και αν ήταν, πως θα μπορούσε σε μια τόσο μικρή ηλικία και σε παιδιά που δεν έχουν καμία επαφή με την εκπαίδευση να αποφασίσει για το είδος της εκπαιδευτικής υποστήριξής τους; Η απάντηση είναι προφανής: η ιατρική επιστήμη, η οποία θα αποφασίζει για την αναγκαιότητα της υποστήριξης, τελικά θα επιβάλει και το είδος της. Επιπλέον, για άλλη μια φορά, το νομοσχέδιο (αρ.157 παρ.3) αναφέρεται σε προγράμματα επιμόρφωσης, τα οποία ποτέ δεν έχουν υλοποιηθεί. Οργανικές Θέσεις ΠΕ 25 Σχολικών Νοσηλευτών Τέλος, ως Σύλλογος που εκπροσωπεί το Ειδικό Εκπαιδευτικό και Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό, οφείλουμε και από τη θέση αυτή να επιστήσουμε την προσοχή του Υπουργείου στην πρόταση που επανειλημμένως έχουμε διατυπώσει και στις επιστολές μας προς το ΥΠΑΙΘ και προς πάσα κατεύθυνση, για την επέκταση του θεσμού του σχολικού νοσηλευτή στα σχολεία Γενικής Εκπαίδευσης. Αν και βρισκόμαστε στη δίνη μιας πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, με την πανδημία να έχει ανατρέψει όλες τις σταθερές της ζωής μας, μας προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας έχει ξεχάσει να εντάξει οργανικά στις σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Γενικής εκπαίδευσης το θεσμό του Σχολικού Νοσηλευτή. Η ουσιαστική αξιοποίηση των σχολικών νοσηλευτών μπορεί να επιφέρει θεαματικά αποτελέσματα ενισχύοντας σημαντικά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Η ένταξη του μαθήματος Πρώτων Βοηθειών από την αρχή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μέχρι και το τέλος της δευτεροβάθμιας είναι επιβεβλημένη και οδηγεί αδιαμφισβήτητα στην αναβάθμιση τόσο του δημόσιου σχολείου, όσο και ολόκληρης της κοινωνίας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου, τα τελευταία χρόνια αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των προσλαμβανόμενων αναπληρωτών ΠΕ 25 σχολικών νοσηλευτών/τριων ως «παράλληλη στήριξη» στη Γενική εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα όμως οι ανάγκες είναι σημαντικα μεγαλύτερες καθώς υπάρχει απουσία ενημέρωσης και άγνοια για την ύπαρξη και το ρόλο του κλάδου αυτού, τόσο από τους εκπαιδευτικούς και τους/τις Διευθυντές/ντριες – Προϊστάμενους/ες των σχολικών μονάδων, όσο και από τους γονείς. Η δημιουργία οργανικών θέσεων σχολικών νοσηλευτών στη Γενική εκπαίδευση και η υγειονομική κάλυψη του σχολικού πληθυσμού (ιδιαιτέρως των μεγάλων σχολικών μονάδων) είναι μείζονος σημασίας με πολλαπλά οφέλη προς τους μαθητές, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, το σύστημα υγείας και την κοινωνία. Εν κατακλείδι, θεωρούμε το κατατεθέν σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις», ένα πόνημα αναχρονιστικό, οπισθοδρομικό και συντηρητικό που εισάγει ένα πολύπλοκο, γραφειοκρατικό και δυσκίνητο σύστημα λογοδοσίας και διοικητικής διάρθρωσης! Παράλληλα, περιέχει ασαφείς και μη επεξεργασμένες διατάξεις για σοβαρά παιδαγωγικά ζητήματα και καθιερώνει, με πνεύμα συγκεντρωτικό, αυταρχικό και αντιδημοκρατικό, την παντοδυναμία του Διευθυντή σχολικής μονάδας έναντι του Συλλόγου Διδασκόντων. Για τους παραπάνω λόγους, ζητάμε την απόσυρσή του και την άμεση έναρξη ουσιαστικού διαλόγου με τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες και όλους τους αρμόδιους φορείς. Προς την κατεύθυνση αυτή, πιστεύουμε ότι συνδράμουμε με τις κατατεθείσες προτάσεις και την κριτική επί των άρθρων.