• Σχόλιο του χρήστη 'Κατερίνα Τρίμη' | 14 Ιουλίου 2021, 12:54

    Το άρθρο 72 του νέου νομοσχεδίου του ΥΠΑΙΘ επαναφέρει την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με στόχο τον εντοπισμό όσων «υστερούν» στο έργο τους για να τους αποκλείσει από τη διεκδίκηση θέσεων ευθύνης και να τους/τις παραπέμψει σε επιμόρφωση. Συνεπώς, παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, έχει τιμωρητική διάσταση η προβλεπόμενη διαδικασία. Είναι άραγε αυτός ο καλύτερος τρόπος να βελτιωθεί το έργο των εκπαιδευτικών; Η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει βαρύ παρελθόν στην Ελλάδα. Η διαδικασία ανασύρει μνήμες από την προηγούμενη, αρκετά πρόσφατη εκδοχή της που θα οδηγούσε σε απόλυση το 15% των εκπαιδευτικών. Είναι λοιπόν φυσικό να γεννά φόβο. Πραγματική (και όχι για τα μάτια των αξιολογητών/τριών) βελτίωση δεν πετυχαίνεται με φόβο αλλά με εσωτερικό κίνητρο, με πειθώ για την ανάγκη αλλαγών στον τρόπο δουλειάς. Αν δεν διασφαλισθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας, καμιά διαδικασία για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν θα φέρει αποτέλεσμα. Να σημειωθεί ότι η ατομική αξιολόγηση που εφαρμόστηκε πριν οκτώ χρόνια στα τότε Πρότυπα-Πειραματικά ακολούθησε περίπου το μοντέλο που προτείνεται τώρα για όλα τα σχολεία. Μόνη βασική διαφορά ότι η Διεύθυνση του σχολείου εμπλεκόταν μόνο στην αξιολόγηση της συνέπειας και της γενικότερης συμμετοχής στη σχολική ζωή και δεν παρακολουθούσε διδασκαλίες των εκπαιδευτικών για να κρίνει το παιδαγωγικό κλίμα και τη διαχείριση της τάξης. Προφανώς, γιατί είχε θεωρηθεί ότι τα προσόντα που η νομοθεσία ζητά να έχουν οι υποψήφιοι/ες διευθυντές/ντριες δεν διασφαλίζουν την επάρκειά τους για την αξιολόγηση παιδαγωγικών και διδακτικών πρακτικών. Η εμπειρία λοιπόν από την εφαρμογή του μοντέλου στα τότε Πρότυπα-Πειραματικά έδειξε ότι οι διδασκαλίες που παρακολούθησε ο/η Σχολικός/ή Σύμβουλος σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεν ήταν διόλου αντιπροσωπευτικές των διδασκαλιών της καθημερινότητας. Οι εκπαιδευτικοί φοβούμενοι/ες την απώλεια της θέσης τους σχεδίαζαν ό,τι πίστευαν πως θα ευχαριστήσει τον/την Σύμβουλο ακόμα κι αν δεν ήταν καθόλου πεισμένοι/ες για την καταλληλότητα των μεθόδων που επέλεξαν. Ήταν σε πολλές περιπτώσεις διδασκαλίες «δήθεν», που δεν επαναλήφθηκαν ποτέ μετά τη διαδικασία αξιολόγησης. Άρα, η διαδικασία αυτή δεν έφερε κανένα πραγματικό αποτέλεσμα στην τάξη πέραν του διοικητικού αποτελέσματος, δηλαδή της διατήρησης ή της απώλειας της θέσης. Δεν βελτίωσε τις διδακτικές και παιδαγωγικές πρακτικές, ήταν ένα θέατρο που στηνόταν με άγχος και αγωνία για την επαγγελματική επιβίωση. Υπάρχουν άλλες λύσεις για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πρακτικών, πέρα από την προφανή λύση των επιμορφώσεων που πρέπει η πολιτεία να προσφέρει, παρέχοντας κατάλληλες συνθήκες για να είναι εφικτή η παρακολούθησή τους από όλους/ες: α) Η λειτουργία των ομάδων ειδικοτήτων και/ή εκπαιδευτικών που διδάσκουν στις ίδιες τάξεις. Εκεί οι εκπαιδευτικοί ανταλλάσσουν προβληματισμούς, ιδέες, διδακτικά υλικά, μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο και βελτιώνονται χωρίς να νιώσουν απειλή. β) Η διαδικασία αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας που θεσμοθετήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση με στόχο την κινητοποίηση των εκπαιδευτικών σε μια συλλογική προσπάθεια βελτίωσης του σχολείου τους. Όταν αναζητάς τι πρέπει να βελτιωθεί στο σχολείο σου και συζητάς με τους/τις συναδέλφους τρόπους να το πετύχετε έχει γίνει το πρώτο σημαντικότερο, πολύ σημαντικότερο όλων βήμα. Θέτεις ερωτήματα, αναρωτιέσαι. Κι όταν σκέφτεσαι για το σχολείο συνολικά εκ των πραγμάτων ωθείσαι να σκεφτείς και την ατομική σου συμβολή σε αυτή την προσπάθεια. Όταν αναστοχάζεσαι πάνω στον τρόπο που λειτουργεί το σχολείο συνολικά, αναστοχάζεσαι αναγκαστικά και πάνω στον τρόπο που λειτουργείς ατομικά. Και αυτό δημιουργεί εσωτερικό κίνητρο για βελτίωση, το μόνο κίνητρο που μπορεί να οδηγήσει τελικά σε ατομική βελτίωση. Δεν σου επιβάλλεται εξωτερικά να αλλάξεις, προκύπτει εσωτερικά, συνεπώς δημιουργείται μια πραγματική επιθυμία αλλαγής και άρα κάνεις πραγματική προσπάθεια, όχι απλώς για τα μάτια των αξιολογητών/τριών.