Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η Κυβέρνηση και το Τπουργείο Παιδείας προωθεί την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με πρόταγμα τη βελτίωση των σχολείων. Ας ξεκινήσουμε όμως από το επιχείρημα «της απαίτησης της κοινωνίας» για αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και της βελτίωσης του σχολείου μέσω αυτής. Πώς προκύπτει λοιπόν, ότι θα βελτιωθούν οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία με αυτή τη διαδικασία; Θα πει κάποιος ότι με το φόβο της αξιολόγησης θα βελτιώσουν οι εκπαιδευτικοί τις πρακτικές τους. Δηλαδή, πλέον θα θέλουν να βελτιωθούν επειδή θα φοβούνται!!! Τα επόμενα ερωτήματα για τη διαδικασία είναι: Ποιος μετρά αυτά τα χαρακτηριστικά; Τι μετρά ακριβώς και σε ποιο περιβάλλον γίνεται η μέτρηση; Για ποιους μαθητές; Για τους μαθητές που μπορούν να ακολουθήσουν αυτό το αναλυτικό πρόγραμμα και πλαίσιο σπουδών; Δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά αυτό το αναλυτικό πρόγραμμα και το σημερινό σχολείο; Πώς τελικά θα βελτιώσουν οι εκπαιδευτικοί τις πρακτικές τους εντός της σχολικής τάξης; Μπορεί η «αξιολόγηση» να βελτιώσει τα σχολεία; Τα βελτίωσε όταν είχαμε επιθεωρητή στην Ελλάδα; Τα βελτίωσε τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο και σε άλλες χώρες που έχουν αυτό το θεσμό; Μα και βέβαια όχι! Στην Πορτογαλία οι εκπαιδευτικοί και οι συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι αρχικά είχαν δεχθεί την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και την αξιολόγησή τους και όταν είδαν ότι όχι μόνο βελτίωση δεν υπήρξε αλλά αντίθετα συρρίκνωση της εκπαίδευσης και απολύσεις εκπαιδευτικών, κατέβηκαν με αποφασιστικότητα σε μαζικές κινητοποιήσεις και κατάφεραν να τα ανατρέψουν. Στην Αμερική χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία της Νταϊάν Ράβιτς, υφυπουργού παιδείας του Σζ. Μπους που αναφέρει ότι η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εφιάλτη για το Αμερικανικό σχολείο καθώς δημιούργησε στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα και ένα αντισυναδελφικό κλίμα καθώς κάθε εκπαιδευτικός έπρεπε να ξεχωρίσει από τον άλλο και όχι να συνεργαστεί μαζί του. Η ίδια σημειώνει ότι η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική θεωρεί ότι τα σχολεία θα βελτιωθούν αν απολύονται εκπαιδευτικοί, ενώ στην πράξη το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει καθώς αναστατώνει τις κοινότητες, διαλύει σχολεία χωρίς να τα βελτιώνει και χωρίς οι μαθητές να βγαίνουν κερδισμένοι σε γνώσεις. Σα σχολεία δεν έχουν αλλάξει ούτε βελτιώθηκαν οι αξιολογούμενοι εκπαιδευτικοί. Στα σχολεία σήμερα επικρατεί η δασκαλοκεντρική μέθοδος. Μπορεί να βελτιώθηκαν κάποια πράγματα και κυρίως τα μέσα διδασκαλίας, αλλά η προσέγγιση παραμένει ίδια όπως τότε που ο Δεσποτισμός πρότεινε το σχολείο της ομογενοποίησης, της πειθαρχίας, της ανταγωνιστικότητας, της ίδιας (στείρας) γνώσης για όλους, που προσφέρεται χωρίς σύνδεση με το αυθεντικό περιβάλλον της ζωής αλλά σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Κυβερνήσεων ή άλλων οικονομικών παραγόντων, δημιουργώντας με μορφή «γραμμής παραγωγής» υπάκουους, πειθήνιους υπηκόους, ώστε να τους ελέγχει με το ελκυστικό περιτύλιγμα του δικαιώματος όλων στη μόρφωση. Σήμερα, οι εκπαιδευτικοί και οι θεωρητικοί της εκπαίδευσης όλο και περισσότερο υποστηρίζουν ότι το σχολείο οφείλει να ξεφύγει από την ομογενοποίηση, για να καλύπτει τις εξατομικευμένες ανάγκες των μαθητών του και να μπορεί να προσαρμόζεται, ώστε να ταιριάζει στο παιδί και όχι το αντίστροφο, να προάγει την κριτική σκέψη, τη δημιουργικότητα και την οικοδόμηση γνώσης από τους μαθητές ξεφεύγοντας από το δασκαλοκεντρικό μοντέλο του εκπαιδευτικού «αυθεντία», κινούμενο προς μια μαθητοκεντρική προσέγγιση. Σην ίδια στιγμή όμως, η εκπαιδευτική πολιτική οδηγεί τους εκπαιδευτικούς στην αγωνία για το αν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών που είναι εντατικοποιημένο, άκαμπτο, σκληρό και απευθύνεται σε όλο και μικρότερο μαθητικό κοινό, όταν ταυτόχρονα ο μαθητικός πληθυσμός που στοιβάζεται στην τάξη συνεχώς διευρύνεται. Είναι αδύνατο έτσι να είναι σε θέση να προβληματίζονται για την πρόοδο όλων των μαθητών ανάλογα με τις ικανότητές τους, να διαφοροποιούν τους σκοπούς και στόχους του αναλυτικού προγράμματος, τη διδασκαλία τους και τα μέσα που χρησιμοποιούν σε πιο εξατομικευμένη, προσαρμοσμένη στο μαθητή βάση. Κυνηγούν συνέχεια την ύλη και όποιος μπορεί ακολουθεί. Όποιος μαθητής δυσκολεύεται, ως αποτέλεσμα αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής, ωθείται ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειάς τους στην παραπαιδεία ή στη σχολική αποτυχία και στην εγκατάλειψη. Η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών στον αντίποδα είναι ανύπαρκτη και βασίζεται σε επιμορφώσεις, συνέδρια, ημερίδες και σεμινάρια που δεν έχουν σχεδόν κανένα αντίκτυπο στην πρακτική τους εντός της τάξης. Κυρίως η διδασκαλία τους και η επαγγελματική τους ανάπτυξη επηρεάζεται από τον σύλλογο διδασκόντων και τη διαμορφωμένη κουλτούρα κάθε σχολείου που εργάζονται. Στο σημείο αυτό ορισμένοι θα αναρωτιούνται ότι ακόμη και αν δεχτούμε αυτούς τους προβληματισμούς, αφορίσουμε την αξιολόγηση αυτή, το βασικό ερώτημα παραμένει. Πώς θα βελτιώσουμε τα σχολεία και τις πρακτικές των εκπαιδευτικών ώστε να διδάσκουν με ίσες ευκαιρίες όλους τους μαθητές; Τπάρχει αντιπρόταση; Ορισμένοι λένε με επιμόρφωση και κατάρτιση. Με το μοντέλο δηλαδή της ατομικής επιμόρφωσης που γίνεται ως τώρα σε ορισμένες (λίγες ομολογουμένως) περιπτώσεις. Βοηθούν όμως αυτές οι επιμορφώσεις τις πρακτικές των εκπαιδευτικών στην τάξη; Βελτιώθηκαν τα σχολεία; Η πράξη μας διδάσκει πως ελάχιστο αντίκτυπο είχαν στην πρακτική τους και στη βελτίωση των σχολείων. Ενδεχομένως, άλλαξαν σε κάποιες περιπτώσεις τη στάση τους απέναντι στα θέματα στα οποία επιμορφώθηκαν. Είναι σημαντικό αυτό; Ναι! Σε ποια περίπτωση όμως άλλαξε κάτι ως προς τη βελτίωση ενός σχολείου ή την πρακτική των εκπαιδευτικών; Η εμπειρία μάς διδάσκει ότι σχολεία όπου εφαρμόστηκαν εθελοντικά προγράμματα «εν δράση εντός του σχολείου» κι οι εκπαιδευτικοί με όραμα ξεκίνησαν αυτοβούλως, συνεργαζόμενοι μεταξύ τους, βελτιώθηκαν και παρατηρήθηκαν σημαντικά αποτελέσματα. Η βελτίωση των σχολείων και των εκπαιδευτικών μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από το ίδιο το σχολείο όπου υπηρετούν. Όταν ο εκπαιδευτικός αναλάβει ο ίδιος την επαγγελματική του ανάπτυξη. Από τη βάση προς τα πάνω και όχι το αντίθετο. Όχι ατομικά αλλά συνεργατικά. Δε μπορούν να επιβληθούν αλλαγές στην πρακτική των εκπαιδευτικών από πάνω προς τα κάτω με μαγικές συνταγές. Η νέα γνώση και η μάθηση αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο και προκύπτει μέσα από την έρευνα και τη συνεργασία, «εν δράση εντός του σχολείου». Σε αυτά, πρέπει να αναπτυχθεί η συνεργατική κουλτούρα μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στην εκπαίδευση. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται κοινότητες μάθησης. Υορέας επιμόρφωσης γίνεται ο κάθε εκπαιδευτικός, η κάθε ομάδα συνεργασίας, η κάθε κοινότητα μάθησης, το κάθε σχολείο. Μια εισήγηση, αντί αξιολόγησης, με βάση το προηγούμενο σκεπτικό για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών και των σχολείων είναι η εξής: ∙ Εσωτερικές επιμορφώσεις και συζητήσεις των εκπαιδευτικών εντός των σχολείων εκμεταλλευόμενοι τις γνώσεις, τις σπουδές και τα ενδιαφέροντά τους. Σο σχολείο συνολικά έχει γνώση, έχει προτάσεις και καλές πρακτικές απλά αυτές δε διασπείρονται. Μένουν πίσω από τις κλειστές πόρτες κάθε τάξης, χωρίς κάποιες φορές να έχουν και οι ίδιοι εκπαιδευτικοί συνειδητοποιήσει την αποτελεσματικότητα μιας πρακτικής τους. ∙ Κίνητρα για ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των εκπαιδευτικών ώστε να ερευνήσουν, να αναστοχαστούν και να βελτιώσουν τις πρακτικές τους. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να σταματήσουν να αντιμετωπίζονται ως «πρόβατα» που ακολουθούν οδηγίες και εφαρμόζουν αναχρονιστικές πρακτικές που διαχρονικά τους έχουν επιβληθεί. Είναι λειτουργοί, αλλά και επαγγελματίες και μπορούν να αναπτυχθούν αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Αν τους δοθεί χώρος και χρόνος, αν τους δοθούν κίνητρα, που θα τους επιτρέψουν να λειτουργήσουν πάνω από τα ένστικτα των φυσιολογικών αναγκών (αξιοπρεπή διαβίωση) και της ασφάλειας (μονιμότητα εργασιακών σχέσεων, μεταθέσεις), τότε σιγά-σιγά θα οδηγηθούν στην αυτοενεργοποίηση και αυτοπραγμάτωση, δηλαδή στην κορυφή της πυραμίδας κινήτρων του Maslow. ∙ Διαφοροποίηση των αναλυτικών προγραμμάτων, ώστε αυτά να γίνουν ευέλικτα και ανοιχτά με διαθεματική προσέγγιση, πιο συνδεμένα με τη πραγματική ζωή. Προγράμματα που θα μπορούν να τροποποιηθούν κατά περίπτωση από τον εκπαιδευτικό, ώστε να καλύπτουν όλο το φάσμα της ετερότητας των μαθητών που φοιτούν στο σημερινό σχολείο, ανάλογα με τις ικανότητες κάθε μαθητή ξεχωριστά. Δεν κυνηγάμε μόνο το στόχο του αναλυτικού προγράμματος και όποιος μαθητής μπορεί ακολουθεί αλλά στόχος μας είναι η βελτίωση όλων των παιδιών ανάλογα με τις ικανότητές τους. ∙ Μείωση του ωραρίου που ο εκπαιδευτικός διδάσκει μόνος του στην τάξη. Οι υπόλοιπες ώρες αφιερώνονται κυρίως σε συνδιδασκαλίες, που θα δομούν οι εκπαιδευτικοί ώστε να αυξάνουν την συμμετοχή όλων των παιδιών και την αποτελεσματικότητά τους και θα μπορούν έτσι να παρέχουν εξατομικευμένη βοήθεια σε μαθητές που τη χρειάζονται. Έτσι, θα ενισχύεται η συνεργασία και θα κερδίζουν οι εκπαιδευτικοί, ο ένας από την πρακτική του άλλου, θα αλληλοσυμπληρώνονται και θα αναστοχάζονται για τις πρακτικές τους. Σα αποτελέσματα όλων αυτών θα παρουσιάζονται με τη μορφή κυρίως της σκιαγράφησης ιστοριών της τάξης και ερωτήσεων προβληματισμού στους συλλόγους διδασκόντων σε τακτά χρονικά διαστήματα για διασπορά ιδεών και προβληματισμό. Όλες αυτές οι πρακτικές θα ωφελούν συμβάλλοντας στην εξέλιξη των εκπαιδευτικών που συμμετέχουν, αλλά και των μαθητών που λαμβάνουν τις διδασκαλίες. Όμως, σε δεύτερο επίπεδο, θα επηρεάζει τις πρακτικές των υπολοίπων εκπαιδευτικών και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ΄ ό,τι αν απλά διαβάσουν μια επιστημονική μελέτη ενός ακαδημαϊκού για την πρακτική των εκπαιδευτικών. ∙ Αντίστοιχα θα υπάρχουν ώρες όπου οι εκπαιδευτικοί θα παρακολουθούν ο ένας τη διδασκαλία του άλλου και θα αναστοχάζονται σε αυτή, κερδίζοντας και οι δύο. Ο παρατηρούμενος θα λαμβάνει ανατροφοδότηση για τις πρακτικές του, που ενδεχομένως αυθόρμητα χρησιμοποιεί, κι έτσι θα τις επιδιώκει πιο συνειδητά. Επιπρόσθετα, θα ακούει διαφορετικές προτάσεις, που ο παρατηρητής ενδέχεται να του παραθέσει με βάση τη δική του εμπειρία. Ο παρατηρητής από την άλλη θα κερδίσει από τις καλές πρακτικές του παρατηρούμενου και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τις δοκιμάσει στη δική του διδασκαλία και γενικότερα θα αναστοχαστεί σε αυτές. Έτσι, θα υπάρχει άμεσος αντίκτυπος στη διδασκαλία τους στην πράξη. Επίσης, τα αποτελέσματα αυτών των παρατηρήσεων, θα διασπείρονται στο σύλλογο διδασκόντων, όπως και στην περίπτωση των συνδιδασκαλιών, και η συνεργατική κουλτούρα θα εδραιώνεται. ∙ Σα αναλυτικά προγράμματα εκτός από το ότι οφείλουν να βάλουν φρένο στην εντατικοποίηση της εκπαίδευσης, που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να αποκτήσουν περιεχόμενο που θα ενισχύει τη σε βάθος κατανόηση λιγότερης ύλης, παρά την επιφανειακή πρόσληψη πληροφοριών που θα ξεχαστεί εύκολα, θα πρέπει να προάγουν τη συνεργασία των παιδιών, τη σύνδεση της γνώσης με την πραγματική ζωή, την κοινωνικοποίησή τους και να δίνουν την ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς να τα ευαισθητοποιήσουν απέναντι σε φαινόμενα βίας, εκφοβισμού, ναρκωτικών, αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αλληλεγγύης, ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς και της διεκδίκησης, της διαφορετικότητας και της πολυπολιτισμικότητας. Θα πρέπει να μπορούν να είναι σχολεία εξωστρεφή στην τοπική κοινωνία για την προαγωγή της γνώσης, της βελτίωσης, της κριτικής σκέψης, της συνεργασίας, της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της ισονομίας και όχι της ανταγωνιστικότητας, της εύρεσης χορηγών και της γαλούχησης πειθήνιων αυριανών πολιτών. ∙ Μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη ώστε να μπορεί ο εκπαιδευτικός να διαφοροποιεί τη διδασκαλία, τα μέσα διδασκαλίας και να επιτυγχάνει την εξατομίκευσή της στις ικανότητες κάθε μαθητή ξεχωριστά. Η ετερότητα των μαθητών στην τάξη αυξάνει συνεχώς (πολυπολιτισμικότητα, διαφοροποιημένες εκπαιδευτικές ανάγκες, διαφοροποιημένες συμπεριφορές και οικονομικοκοινωνικές ανισότητες κ.α.) και ο εκπαιδευτικός πρέπει να διευκολύνεται σε αυτή τη δύσκολη πρόκληση, ώστε να βελτιώνει κάθε μαθητή ξεχωριστά προσαρμόζοντας τη διδασκαλία του στις ατομικές ανάγκες κάθε μαθητή. ∙ Απαλλαγή των διδασκόντων από γραφειοκρατικά διοικητικά καθήκοντα που τον αποσπούν από το διδακτικό του έργο (απουσίες, καρτέλες, στατιστικά κλπ). ∙ Ενδυνάμωση των κέντρων υποστήριξης εκπαιδευτικού έργου και τοποθέτηση στα σχολεία διαθεματικής υποστηρικτικής ομάδας (ψυχολόγοι, ειδικοί εκπαιδευτικοί κλπ) για την υποστήριξη των μαθητών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μάθηση, τη συμπεριφορά, την κοινωνικοποίηση, την ψυχική τους ισορροπία, ή που έχουν κριθεί ότι έχουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. ∙ Ενδυνάμωση της κοινωνικής αποστολής του σχολείου με διευκόλυνση και επιχορήγηση για πολιτισμικές, κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες καθώς και εκπαιδευτικές επισκέψεις σε άτυπα περιβάλλοντα μάθησης. ∙ Ο σχολικός σύμβουλος πέραν της επιστημονικής του κατάρτισης πρέπει να έχει και πρόσφατη διδακτική εμπειρία. Σχολικοί σύμβουλοι χωρίς πρόσφατη διδακτική εμπειρία θυμίζουν ακαδημαϊκές μελέτες που απευθύνονται σε πρακτικές για σχολικές τάξεις τις οποίες ο συγγραφέας δεν έχει δει ποτέ από κοντά. Εννοείται πως ο ρόλος του θα είναι συμβουλευτικός και όχι αυτός του συντονιστή, του διοικητικού προϊσταμένου και του επιθεωρητή. Θα είναι συμπαραστάτης, συνεργάτης, εμψυχωτής και σύμβουλος. Συντονιστές και ηγέτες της προσπάθειας αυτοβελτίωσης της σχολικής μονάδας θα είναι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, αναλαμβάνοντας ηγετικούς ρόλους στη σχολική τους μονάδα, όχι με την ανάληψη καθηκόντων, αλλά με την κατανεμημένη ηγεσία από κάτω προς τα πάνω στις κοινότητες μάθησης και συνεργασίας που δημιουργούνται με σκοπό να παράγουν νέα γνώση. ∙ Μονιμότητα εκπαιδευτικών στα σχολεία. Πρέπει ο εκπαιδευτικός να μένει χρόνια στο σχολείο, που επιθυμεί, και στον τόπο διαμονής του. Αν σκέφτεται ότι θα φύγει την επόμενη χρονιά, ή ότι μπορεί να απολυθεί, ή ότι βρίσκεται μακριά από την οικογένειά του, δε θα τον ενδιαφέρει ενδεχομένως να βελτιώσει το σχολείο. ∙ Τα παιδιά πρέπει να βρίσκουν σχολείο στη γειτονιά τους, εκεί όπου αλληλεπιδρούν και δημιουργούν κοινωνικούς δεσμούς με την τοπική κοινωνία και τους γονείς των άλλων μαθητών. Αναφέρθηκε και προηγούμενα ότι τα σχολεία πρέπει να είναι μικρά σε μέγεθος. Τα μεγάλα σχολεία είναι δύσκολο να ελεγχθούν, είναι απρόσωπα, και δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν τα παιδιά που περιθωριοποιούνται, που εκφοβίζουν ή εκφοβίζονται, που αντιμετωπίζουν δυσκολίες γενικότερα. Ακόμη και αν αναζητήσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά των χωρών, που και οι ίδιοι αρχιτέκτονες της σημερινής εκπαιδευτικής πολιτικής θεωρούν «ως πιο επιτυχημένα μοντέλα εκπαίδευσης», για τις οποίες ατέλειωτο ακαδημαϊκό μελάνι έχει γράψει «διθυράμβους», όπως η Φιλανδία, η Ν. Κορέα και η Ιαπωνία θα διαπιστώσουμε ότι έχουν εσωτερική επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών τους. Ωστόσο, έχουν ακόμη ένα κοινό χαρακτηριστικό. Οι εκπαιδευτικοί σε αυτές τις χώρες έχουν κύρος στην κοινωνία. Είναι σεβαστοί, και αμείβονται αντίστοιχα. Καμία αλλαγή δε μπορεί να επέλθει στην εκπαίδευση με την επιβολή από πάνω προς τα κάτω και όσο ο εκπαιδευτικός βρίσκεται εξαθλιωμένος και φοβισμένος στη βάση της πυραμίδας της ιεράρχησης των αναγκών και κινήτρων του Maslow. Με βάση το παραπάνω σκεπτικό το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα πρέπει να αποσυρθεί καθώς πάει να δώσει υπερεξουσίες σε μάνατζερ διευθυντές επιθεωρητές, να ριζώσει το φόβο και την υποταγή στα σχολεία, να υποβαθμίσει το ρόλο των συλλογικών οργάνων (Σύλλογος Διδασκόντων, αιρετοί στα συμβούλια κτλ) και γενικότερα να διαλύσει τις συνεργασίες και το συνεργατικό κλίμα στα σχολεία που προάγει το παιδαγωγικό κλίμα. Δημιουργεί πρόσθετες γραφειοκρατικές διαδικασίες στην πλάτη των κακοπληρωμένων και ήδη υπερφορτωμένων με πολλά εξωδιδακτικά καθήκοντα εκπαιδευτικούς. Να προηγηθεί ένας σοβαρός διάλογος με όλους τους φορείς και κυρίως τους εκπαιδευτικούς και μετά να προχωρήσει η Κυβέρνηση σε μια μεταρρύθμιση που όντως θα αναβαθμίσει τα σχολεία μας.Η χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής πρέπει να έχει ευρεία συμμετοχή και να ξεφεύγει από τη βούληση του εκάστοτε Υπουργού και της πλειοψηφίας στη Βουλή με αποτέλεσμα κάθε 4 χρόνια να αλλάζουμε τα πάντα αλλά και τίποτα στην ουσία.