Αρχική Αναδιάρθρωση ΔομώνΑ2. Θεωρείτε ότι η αναδιάρθρωση των Δομών Υποστήριξης του Παιδαγωγικού, Εκπαιδευτικού, Ψηφιακού και Εκδοτικού Σχεδιασμού θα βοηθήσει στον ορθολογικό εκσυγχρονισμό των επιστημονικών οργάνων που υποστηρίζουν το Υπουργείο Παιδείας;Σχόλιο του χρήστη ΣΜΑΡΩ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ | 25 Ιανουαρίου 2011, 23:12
ΣΜΑΡΩ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Ν,ΕΒΡΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΤΗΛ. 6976724493 Θα ήθελα να διατυπώσω με αγωνία τους παρακάτω προβληματισμούς μου. Πιστεύουμε ότι η αναβάθμιση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης δεν θα γίνει με το να προσπαθήσουμε να περιγράφουμε αποσπασματικά και να σχεδιάζουμε επιφανειακά με βάση κάποιες ετικέτες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και χωρίς κοινή λογική με αποτέλεσμα να αναπαράγεται να μην λύνονται τα προβλήματα. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να διαμορφώσουμε νέες διαδικασίες, να γίνει ουσιαστική - ριζική αλλαγή στις δομές των σχημάτων εξουσίας και των προτάσεων που σχεδιάζονται για την ουσιαστική αναβάθμιση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Πιστεύουμε ότι για να σχεδιάσουμε την αναδιάρθρωση στις δομές υποστήριξης του Παιδαγωγικού, Εκπαιδευτικού, Ψηφιακού και Εκδοτικού σχεδιασμού του Υπουργείου Παιδεία δεν πρέπει να αντικατοπτρίζονται και αναπαράγονται όλες οι ελλείψεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά να γίνει υπέρβαση ώστε να προσδιορίσουμε ποιοι οι στόχοι, ποιες είναι οι βασικές αρχές και ποια είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα της λειτουργίας τους. Ο βασικός στόχος για να σχεδιαστεί η μεταρρύθμιση ή καλύτερα ρύθμιση - ο επαναπροσδιορισμός από την αρχή όλων των παραγόντων της εκπαίδευσης ταυτόχρονα σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους και σε μια κοινή λογική σειρά, ώστε να σχεδιαστεί μια «ενιαία πρόταση» για την αναβάθμιση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, ώστε να σταματήσουν να παίρνονται αποσπασματικά μέτρα, γιατί δρουν υπονομευτικά. Έτσι η δομή υποστήριξης που θα δημιουργηθεί δεν πρέπει να λειτουργεί αποσπασματικά γιατί τα αποσπασματικά μέτρα που λαμβάνονται λειτουργούν υπονομευτικά και καταστροφικά. Πιστεύουμε ότι με τον ίδιο τρόπο μπορεί να γίνει ο σχεδιασμός σε όλους τους τομείς, γιατί υπάρχει ένας ισομορφισμός στο σχεδιασμό. Δηλαδή, η ίδια η δομή επαναλαμβάνεται. Για παράδειγμα, εάν προσπαθήσουμε να αλλάξουμε την εκπαίδευση με παρόμοια δομή μπορούμε να σχεδιάσουμε και την ανάπτυξη και σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Οι βασικές αρχές της αναδιάρθρωσης του σχεδιασμού των δομών υποστήριξης του παιδαγωγικού, εκπαιδευτικού, ψηφιακού και εκδοτικού σχεδιασμού είναι: 1) Δεν πρέπει να υπάρχει δογματισμός, κάποιος «φανατισμός» ότι δήθεν σχεδιάσαμε κάτι πρωτοποριακό και χρήσιμο για τους μαθητές χωρίς όμως αυτό τελικά να είναι για το συμφέρον των μαθητών και να βοηθάει στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό είναι παρόμοιο με τον φανατισμό που έχουν οι έφηβοι. Όταν η σκέψη τους βρίσκεται σε αμφισβήτηση και αμφιθυμία σε δύο αντίθετες καταστάσεις και δεν μπορούν να διαμορφώσουν μια ολιστική αντίληψη για τον κόσμο που να τους ικανοποιεί, τότε για να δια – σκεδάσουν, να ξεπεράσουν την αβεβαιότητα φανατίζονται σε μια ιδέα, χωρίς ουσιαστικά να την πιστεύουν. Αναλυτικότερα οι πολιτικοί και οι «υπεύθυνοι» που σχεδιάζουν την εκπαίδευση με βάση κάποιες ετικέτες και με φανατισμό και χωρίς να έχουν ερευνήσει τι πραγματικά εξυπηρετεί το συμφέρον των μαθητών απλά μόνο για να περάσουν μια συγκεκριμένη ιδεολογία - «πολιτική». Για αυτό πολλές φορές η σκέψη τους στηρίζεται σε ένα δίπολο, εμείς που σκεφτόμαστε και κάνουμε το «καλό» και οι άλλοι που έχουν κάνει το «κακό» και τα λάθη. Πιστεύουμε ότι η πολιτική σκέψη πρέπει να προχωρήσει σε μια «τρίτη διάσταση» και σε μια σύνθεση των αντιθέτων. 2) Είναι ανάγκη να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης, ώστε να μην είναι γραμμικός από το «Α στο Β», και αποσπασματικός, αλλά να είναι κυκλικός, σε σπείρα για να προσδιορίσουμε τις αιτίες και όλους τους παράγοντες σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, γιατί τα φαινόμενα είναι πολυπαραγοντικά, ώστε να προσεγγίσουμε τις λύσεις. 3) Είναι απαραίτητο να σταματήσει ο μονόδρομος του Υπουργείου προς τους εκπαιδευτικούς και ν’ αρχίσει η αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ τους γιατί έχει αποδειχθεί ότι το Υπουργείο Παιδείας και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο με τη δομή και τη λειτουργία τους δεν μπόρεσαν να συντελέσουν, ώστε να γίνει το «θαύμα» της αναβάθμισης της εκπαίδευσης. Παρατηρούμε όμως ότι η εκπαιδευτική κοινότητα δεν συνεργάζεται με την εξουσία, δεν συμμετέχει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και δεν έχει αναπτύξει «κοινή γλώσσα». Ακόμη ότι υπάρχει το επίσημο πρόγραμμα, αλλά υλοποιείται σε κάθε τάξη ένα διαφορετικό παραπρόγραμμα, που είναι σε αναντιστοιχία με το επίσημο πρόγραμμα. Το παραπρόγραμμα περιλαμβάνει οτιδήποτε συμβαίνει στο σχολείο και δεν περιέχεται στο επίσημο πρόγραμμα, όπως το «κλίμα» του σχολείου, τις διαπροσωπικές σχέσεις μαθητών - γονιών - εκπαιδευτικών, τους τρόπους που ανακαλύπτουν οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επίσημου προγράμματος. Έτσι, ενώ στο επίσημο πρόγραμμα υπάρχει ως σκοπός των μαθηματικών «η καλλιέργεια της αφαιρετικής σκέψης», στο παραπρόγραμμα μετασχηματίζεται σε «ετικέτα», παρά σε εργαλείο για εννοιολογική σαφήνεια και δομική ενότητα, όπου υλοποιείται ως σκοπός των μαθηματικών ο εθισμός των μαθητών στην αποδοχή της κοινωνικής διάκρισης σ' αυτούς που μπορούν και σ' αυτούς που δεν μπορούν να καταλάβουν τα μαθηματικά. Έτσι οι εκπαιδευτικοί είναι αυτοί που καθορίζουν την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης γιατί αν το Υπουργείο Παιδείας σχεδιάσει το καλύτερο πρόγραμμα, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι έτοιμοι για να το υλοποιήσουν. Επιπλέον συμμετέχουν σε ένα δεύτερο επίπεδο εξουσίας, γιατί είναι αυτοί που γράφουν τα βιβλία ή βάζουν τα θέματα στις εξετάσεις. Συνεπώς οι εκπαιδευτικοί πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στο σχεδιασμό της εκπαίδευσης. Υπάρχει μια παροιμία η οποία λέει ότι «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι». Πιστεύουμε ότι για να λειτουργήσει καλά το «ψάρι» σύστημα - κράτος πρέπει να υπάρχει ένα «κεφάλι» που να συντονίζει το «σώμα», ώστε να λειτουργούν σωστά και να επικοινωνούν και γενικότερα πρέπει κάθε κύτταρο να λειτουργήσει σωστά. Για αυτό όλοι πρέπει να αρχίσουμε από τον εαυτό μας και να κάνουμε το καλύτερο δυνατόν για να αυξήσουμε την απόδοσή μας. 4) Η δομή υποστήριξης πρέπει να έχει ως στόχο τις συλλογικές διαδικασίες, τη διαμόρφωση κοινής γλώσσας και τη σύνθεση απόψεων. Διαπιστώνουμε ότι ο κάθε επιστήμονας δεν μπορεί να προσεγγίζει την τέλεια λύση – πρόταση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να συγκροτηθούν νέες συλλογικές διαδικασίες με ομάδες ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Παρατηρούμε ότι στην εποχή μας όσο αυξάνονται οι δυνατότητες να δεχόμαστε πολλές πληροφορίες σαν άτομα – κοινωνία, τόσο μειώνονται οι ικανότητές μας να τις επεξεργαστούμε. Ακόμη υπάρχει ένας «ωκεανός» γνώσεων, αλλά πρέπει να βρούμε τους άξονες και τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα συνθέσουμε τις προτάσεις μας. Άρα η επόμενη διαδικασία και ικανότητα που πρέπει να αναπτύξουμε είναι η συγκέντρωση, η ταξινόμηση και η σύνθεση των ιδεών και των προτάσεων μέσα σε ένα πλαίσιο συνεργασίας και «κοινής γλώσσας». Δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι εκπαιδευτικοί πρέπει να καθίσουμε όλοι μαζί σε ένα τραπέζι και με «κοινή γλώσσα» με βάση το συμφέρον του μαθητή, ώστε ο καθένας μας να καταθέσει το δικό του «πετραδάκι» της, ώστε να διαμορφώσουμε μια δυναμική, ενιαία πρόταση για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης από τη βάση των εκπαιδευτικών και να συνεργαστούμε με το Υπουργείο Παιδείας. Είναι πάρα πολύ σημαντικό η ανταλλαγή απόψεων να γίνεται μέσα από διαπροσωπικές σχέσεις «πρόσωπο με πρόσωπο», γιατί είναι απρόσωπο να επικοινωνείς μέσω τηλεφώνου, e-mail και στη διαβούλευση. Επειδή ο καθένας μας αντιλαμβάνεται το σχολείο μέσα από το ρόλο του και όχι μέσα από το «είναι» και την «κοινή λογική» της προσωπικότητάς του. Γι’ αυτό ο σχεδιασμός της εκπαίδευσης θα γίνει πιο ολοκληρωμένα όταν καταγράψουμε τις διαφορετικές αντιλήψεις που υπάρχουν για το σχολείο μέσα από διαφορετικούς ρόλους, όπως των εκπαιδευτικών, γονιών, μαθητών, συνδικαλιστών και διαφόρων επιστημόνων οι οποίοι πρέπει να ξεπεράσουν τα προσωπικά τους κεκτημένα συμφέροντα και να προβληματιστούν ποιο είναι πραγματικά το συμφέρον του μαθητή. 5) Παρατηρούμε ότι οι εκπαιδευτικοί θέλουν πρακτικές οδηγίες για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τις οποίες είναι δύσκολο να διαμορφώσουμε γιατί κάθε πρόβλημα είναι ενταγμένο σ’ ένα πλαίσιο διαφόρων παραγόντων και πιθανόν να θέλει ιδιαίτερη αντιμετώπιση και σύνθεση των θεωριών που υπάρχουν. Η εμπειρία μου που προκύπτει από την παρακολούθηση μαθημάτων της ψυχιατρικής είναι ότι στην «μελέτη περίπτωσης» κανείς δεν γνωρίζει την τέλεια λύση, αλλά η προσέγγισή της γίνεται καλύτερα μέσα από τη σύνθεση των διαφορετικών απόψεων που υπάρχουν σε μια ομάδα. Γι’ αυτό τα πρακτικά προβλήματα πρέπει να τα συζητήσουμε, ώστε ο καθένας να προτείνει τις δικές τους ιδέες, προτάσεις και να συνθέσουμε τις εναλλακτικές απόψεις και προτάσεις σαν ένα παζλ σε μία ενιαία πρόταση. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Ο σχεδιασμός της εκπαίδευσης είναι μια διαχρονική διαδικασία η οποία απαιτεί συστηματική δουλειά, κόπο, χρόνο και μεράκι. Μετά από τους παραπάνω προβληματισμούς προτείνουμε να συγκροτηθεί στην Αθήνα ένα κεντρικό όργανο – ένα «Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης Εκπαιδευτικών Θεμάτων» και μια «ομάδα εργασίας», όπου θα δημιουργηθεί μια κεντρική ομάδα από άτομα τα οποία ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την εκπαίδευση είναι απομονωμένα και δεν αξιοποοιούνται . Παράλληλα να δημιουργηθούν «Κέντρα Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης Εκπαιδευτικών Θεμάτων» και «ομάδες εργασίας» σε κάθε Περιφέρεια ή Νομό. Για παράδειγμα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μέσα στα Π.Ε.Κ. και να έχουν αμφίδρομη συνεργασία με το «Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης Εκπαιδευτικών Θεμάτων» της Αθήνας. Στα «Κέντρα Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης Εκπαιδευτικών Θεμάτων» θα συγκεντρώνεται υλικό πάνω σε εκπαιδευτικά θέματα όπως εισηγήσεις, δειγματικές διδασκαλίες, σχέδια μαθήματος, εποπτικό υλικό. Παρατηρούμε ότι όταν χρειάζεται να επεξεργαστούμε ένα θέμα ή να ληφθούν κάποιες αποφάσεις δεν υπάρχει το κατάλληλο υλικό. Να δημιουργηθούν «ομάδες εργασίας» που θα έχουν σαν στόχο: • την καταγραφή των εκπαιδευτικών προβλημάτων και των αναγκών • την συγκέντρωση, την ταξινόμηση και την ιεράρχηση κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού. • τη διαμόρφωση των αξόνων, κανόνων και βασικών αρχών για να επιλέξουν τις χρήσιμες γνώσεις από έναν «ωκεανό» γνώσεων και να τις συνθέσουν, ώστε με στόχο να διαμορφωθεί μια ενιαία πρόταση για την αναβάθμιση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης μέσα σε ένα πλαίσιο συνεργασίας και «κοινής γλώσσας». • την επιστημονική έρευνα πάνω στα προβλήματα του σχολείου. την καταγραφή των απόψεων των εκπαιδευτικών, γονιών και ειδικότερα των μαθητών. Πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να οικοδομήσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τους μαθητές, να τους «ακούσουμε» ουσιαστικά, να κινητοποιήσουμε το ενδιαφέρον και τη δημιουργικότητά τους και τότε πιθανόν να γίνουν θαύματα. Οι μαθητές έχουν μια ανανεωτική ματιά, βλέπουν τα πράγματα από απόσταση και δεν έχουν προσαρμοστεί στις στερεότυπες αντιλήψεις. Επομένως η ελπίδα μας είναι να δημιουργήσουμε ένα ισότιμο διάλογο με τους μαθητές και μια σχέση εμπιστοσύνης, γιατί τότε εκφράζουν καινοτόμες ιδέες και σημαντικές προτάσεις με βάση τις οποίες μπορούμε να διαμορφώσουμε μια ενιαία πρόταση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, ώστε το σχολείο να καλύπτει τα ενδιαφέροντά τους. Βασική προϋπόθεση για τον ουσιαστικό σχεδιασμό της εκπαίδευσης είναι η απάντηση σε ερωτήσεις που τις θεωρούμε αυτονόητες και δεδομένες, αλλά δεν είναι, όπως τι μαθητές θέλουμε να εκπαιδεύσουμε, ποιο είναι πραγματικά το συμφέρον και οι ανάγκες των μαθητών, πως σκέφτεται ο μαθητής πως μπορείς να εκφράσει και να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, ώστε να αναπτυχθεί πνευματικά και αντίστοιχα πρέπει με κοινή λογική να σχεδιαστούν όλοι οι παράγοντες σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην εκπαίδευση είναι ότι δεν έχει προσδιοριστεί μέσα από έρευνες και ουσιαστικό διάλογο η «εκπαιδευτική πολιτική» στην Ελλάδα και τι μαθητές θέλουμε να εκπαιδεύσουμε. Είναι ανάγκη να αναπτυχθούν οι κοινωνικές επιστήμες, ώστε να διαμορφώσουμε την Ελληνική άποψη για την ψυχολογία, την παιδαγωγική και τη διδακτική των μαθημάτων. Επειδή οι εκπαιδευτικοί δεν έχουμε τις κατάλληλες ολοκληρωμένες γνώσεις γι’ αυτό είναι απαραίτητο το «Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης Εκπαιδευτικών Θεμάτων» να συνεργαστεί με άλλους επιστήμονες όπως με ψυχολόγους, ψυχιάτρους για να προσδιορίσουν το κατάλληλο υλικό για τις «σχέσεις» μαθητών – εκπαιδευτικών - γονιών και βιωματικά σεμινάρια, ώστε να αυξηθεί η αυτογνωσία και η επικοινωνιακή μας ικανότητα. «ΨΗΦΙΑΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» Πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να γοητευόμαστε από φράσεις όπως «ψηφιακό σχολείο». Ο μαθητής πρέπει να αναπτύξει τις ίδιες διαδικασίες σκέψης όταν μαθαίνει από το βιβλίο ή από την οθόνη του υπολογιστή ένα κείμενο. Ο Piaget υποστηρίζει ότι στην οντογένεση επαναλαμβάνονται τα στάδια της φυλογένεσης, τα οποία πιθανόν να είναι εγγεγραμμένα στο συλλογικό ασυνείδητο. Δηλαδή, όπως μαθαίνουν οι άνθρωποι φυλογενετικά (στις διάφορες φυλές), όπως εξελίχθηκαν διαχρονικά οι έννοιες, με τον ίδιο τρόπο επαναλαμβάνονται στην ανάπτυξη του ατόμου. Άρα το παιδί για να μάθει πρέπει να διδαχθεί σταδιακά από όλα τα μέσα, αντικείμενα, εικόνες, λέξεις, σύμβολα. Προτείνουμε ότι ο μαθητής είναι απαραίτητο αρχικά να μάθει να γράφει και να διαβάζει, ώστε να διαμορφώνει το δικό του νόημα και ο υπολογιστής μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά ως προς τη γνώση. Πιστεύουμε ότι για να υλοποιηθούν όλα τα παραπάνω χρειάζεται απλή λογική, συναίνεση, τόλμη και επανάσταση. Η επανάσταση όμως "χρειάζεται συνείδηση" έγραφε ο J. Jaures.