• Σχόλιο του χρήστη 'Σύλλογος Ε.ΔΙ.Π. Πανεπιστημίου Κρήτης' | 15 Ιουνίου 2022, 14:49

    Ο Σύλλογος μελών ΕΔΙΠ του Πανεπιστημίου Κρήτης σε έκτακτη συνεδρίασή του στις 09-06-2022 συζήτησε επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις». Κοινή διαπίστωση είναι ότι απαιτείται περαιτέρω επεξεργασία του σ/ν ως προς τις διατάξεις που αφορούν στον κλάδο μας, δεδομένου ότι αρκετές ρυθμίσεις είναι αποσπασματικές και εν τέλει αλυσιτελείς, ενώ το ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο της διαβούλευσης για ένα τόσο εκτενές σ/ν αποτελεί τροχοπέδη για μια ουσιαστική συζήτηση και διάλογο. Μολονότι στο σ/ν υπάρχουν αρκετές θετικές πρόνοιες για τον κλάδο του ΕΔΙΠ, όπως ενδεικτικά η δυνατότητα συμμετοχής σε κάθε μορφής Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών, η εποπτεία διπλωματικών εργασιών, η δυνατότητα αλλαγής γνωστικού αντικειμένου, εντούτοις εντοπίζονται σοβαρές αβλεψίες και νομικά κενά που εν τέλει υπονομεύουν τη λειτουργικότητα των επιμέρους διατάξεων. Επιπλέον κρίνουμε ότι οι αλλαγές ως προς το μισθολόγιο των μελών ΕΔΙΠ ικανοποιούν ένα πάγιο αίτημα του κλάδου που εκκρεμεί από το 2017, ενώ προς τη σωστή κατεύθυνση κρίνουμε και την ομογενοποίηση του καθεστώτος για τις ασφαλιστικές εισφορές και τις κρατήσεις υπέρ του ΕΛΚΕ. Η πρόταση επίσης για κανονισμό πρόσθετων αμοιβών σε κάθε ΑΕΙ ευελπιστούμε ότι θα αποτελέσει μια σοβαρή δικλείδα διαφάνειας. Αντιθέτως, αποτελεί μείζονα υποβάθμιση η μη συμμετοχή του κλάδου μας στις εκλογές των μονοπρόσωπων οργάνων διοίκησης, από τις οποίες, ωστόσο, αποκλείονται εσχάτως και τα μέλη του ΔΕΠ. Η μη άμεση εκλογή τόσο του Κοσμήτορα όσο και του Πρύτανη από όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας προκαλεί έλλειμμα δημοκρατίας και ταυτόχρονα παρακάμπτει τη βούληση της κοινότητας, ενώ εγείρονται και σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας. Στη συνέχεια περιγράφονται αναλυτικά και κατ’ άρθρον οι επιμέρους προτάσεις του Συλλόγου μας, για τις οποίες απευθύνουμε έκκληση τόσο προς το Υπουργείο Παιδείας όσο και προς τις πρυτανικές αρχές να λάβουν σοβαρά υπόψη τους. (1) Θεσμικό προφίλ του ΕΔΙΠ: ΑΡΘΡΟ 164 Η απάλειψη της αναφοράς, σε σχέση με προγενέστερες διατάξεις, ότι το μέλος ΕΔΙΠ μεταξύ άλλων επιτελεί και επιστημονικό-ερευνητικό έργο αποτελεί υποβάθμιση του ρόλου του, στοιχείο που ακυρώνει εν πολλοίς τις όποιες θετικές πρόνοιες προβλέπει το σ/ν για τον κλάδο του ΕΔΙΠ, ειδικά σε σχέση με τη συμμετοχή ή και εποπτεία ερευνητικών προγραμμάτων αλλά και τη δυνατότητα εποπτείας διπλωματικών εργασιών. Πρόταση - προσθήκη άρθρο 164. παρ. 1: «και επιτελεί κάθε μορφής επιστημονικό -ερευνητικό έργο». Περαιτέρω, τα μέλη του ΕΔΙΠ υπηρετούν και σε Σχολή όπου συνήθως λειτουργούν εργαστήρια που υποστηρίζουν διατμηματικά το πρόγραμμα των επιμέρους Τμημάτων. Συνεπώς στο αρθ. 164, παρ. 4 θα πρέπει να γίνει προσθήκη ότι οι θέσεις κατανέμονται στις Σχολές ή τα Τμήματα. (2) Καθήκοντα ΕΔΙΠ Αυτοδύναμο διδακτικό έργο: δεν υπάρχει πρόβλεψη για δυνατότητα άσκησης αυτοδύναμου διδακτικού έργου για τους κατόχους Διδακτορικού Διπλώματος μετά από απόφαση Γ.Σ - αντιθέτως υπάρχει για το ΕΕΠ (ξένες γλώσσες) – αν και τόσο στα Μεταπτυχιακά όσο και στα Ξενόγλωσσα Π.Σ προβλέπεται η δυνατότητα αυτή για το μέλος ΕΔΙΠ, και ειδικώς για τα ΠΜΣ δίνεται επιπρόσθετα η δυνατότητα επίβλεψης διπλωματικών εργασιών (master thesis). Αποκλείει ωστόσο το μέλος ΕΔΙΠ από τη δυνατότητα αυτή στα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, ακόμη για την απλή επίβλεψη εργασιών επιπέδου μαθήματος ή ακόμη και πτυχιακών. Αυτό συνιστά μια επιπλέον αντίφαση σε σχέση με τις προτεινόμενες διατάξεις που αφορούν στα μέλη ΕΔΙΠ. Αιτιολόγηση: Αν η διάταξη παραμείνει ως έχει, τότε πολλά προγράμματα σπουδών, ιδίως σε περιφερειακά ιδρύματα, δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν, γιατί δεν θα μπορούν να αναθέτουν και αυτοδύναμο έργο στα μέλη του ΕΔΙΠ. Επιπροσθέτως, τα περισσότερα Προγράμματα Σπουδών είναι πιστοποιημένα και ο όποιος σχεδιασμός του Προγράμματος στηρίχθηκε μεταξύ άλλων και στο υφιστάμενο προσωπικό ΕΔΙΠ. Πρόταση - προσθήκη στο άρθρο 164. Παρ 1: «Στους κατόχους Διδακτορικού Διπλώματος δύναται να ανατίθεται αυτοδύναμο διδακτικό έργο καθώς και επίβλεψη εργασιών με απόφαση της Συνέλευσης του Τμήματος ή του κατά περίπτωση αρμόδιου οργάνου». Η προτεινόμενη διάταξη προσφέρει την ευελιξία στο Τμήμα να εκτιμήσει τις ανάγκες του ως προς το διδακτικό έργο και να αξιολογήσει τον/την υποψήφιο/α στην περίπτωση που επιθυμεί να του/της αναθέσει αυτοδύναμο διδακτικό έργο. Με τη διατύπωση αυτή αίρονται οι όποιες δυσχέρειες υπήρχαν κατά το παρελθόν, ενώ δεν παραβιάζεται η βούληση του αποφασιστικού οργάνου, της Συνέλευσης του Τμήματος δηλαδή. (3) Γνωστικό αντικείμενο του μέλους ΕΔΙΠ Θέμα – αιτιολόγηση: Το θεσμικό προφίλ του κλάδου Ε.ΔΙ.Π. είναι αμιγώς εκπαιδευτικό και επιστημονικό. Ωστόσο στο σ/ν μολονότι απουσιάζει ρητή αναφορά στο γνωστικό αντικείμενο του μέλους ΕΔΙΠ και στον τρόπο προσδιορισμού του, εν τούτοις προβλέπεται (βλ. άρθρο 152, παρ. 3) η δυνατότητα αλλαγής του με διαδικασία όμοια με εκείνη του ΔΕΠ. Είναι αδιανόητο και ακαδημαϊκά ανορθολογικό για εκπαιδευτικό προσωπικό να μην προσδιορίζεται ρητά σε διάταξη νόμου η αναγκαιότητα προσδιορισμού γνωστικού αντικειμένου. Είναι προφανής νομοτεχνική ατέλεια που υποδηλώνει ωστόσο προχειρότητα και απουσία ολιστικής προσέγγισης των θεμάτων των μελών ΕΔΙΠ. Ο μη προσδιορισμός αντικειμένου μπορεί να προκαλέσει κατά τη διαδικασία επιλογής προσωπικού ή εξέλιξής του σοβαρές νομικές επιπλοκές είτε με την αμφισβήτηση εκ μέρους των συνυποψηφίων της σύνθεσης του εκλεκτορικού σώματος, δεδομένου ότι σε αυτό συμμετέχουν μεταξύ άλλων και τρία (3) μέλη ΕΔΙΠ του «ίδιου κλάδου και του ίδιου ή συγγενέστερου γνωστικού αντικειμένου και τα οποία υπηρετούν στη μονάδα» ή […] εφόσον ο αριθμός τους δεν επαρκεί, «από άλλη ακαδημαϊκή μονάδα του Ιδρύματος» (βλ. άρθρο 3 του Π.Δ 147/2009 (ΦΕΚ 189/Α). Εάν λοιπόν το γνωστικό αντικείμενο δεν έχει προσδιοριστεί a priori, πώς θα διασφαλιστεί αφενός η εγκυρότητα, η νομιμότητα και η διαφάνεια της διαδικασίας και αφετέρου ποια είναι εν τέλει η ταυτότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού χωρίς γνωστικό αντικείμενο, και ιδιαίτερα για τα μέλη Ε.ΔΙ.Π.; Και επιπλέον, πώς θα γίνει η κατανομή είτε του νεοπροσληφθέντος προσωπικού είτε του υπηρετούντος (βλ. άρθρο 164. Παρ. 4) – σε περίπτωση που τίθεται θέμα μετακίνησης – αν δεν έχει προηγουμένως προσδιοριστεί με δημοσίευση σε ΦΕΚ το γνωστικό αντικείμενο του μέλους; Πρόταση - προσθήκη: Άρθρο 164. 5 « στην προκήρυξη […] εκτός από το γνωστικό αντικείμενο, μπορούν να τίθενται […]. Με την προσθήκη αυτή καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή του γνωστικού αντικειμένου για την προκηρυσσόμενη θέση αφενός και αφετέρου επιλύονται τυχόν προβλήματα για το υπηρετούν προσωπικό το οποίο πλέον κατέχει γνωστικό αντικείμενο και δεν απαιτείται έτσι νέα διοικητική και ακαδημαϊκή διαδικασία εκ μέρους του Τμήματος, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με άλλες διατάξεις και πάλι λόγω σοβαρής αβλεψίας ή και άγνοιας. Περαιτέρω καθίσταται λειτουργική η πρόνοια του άρθρου 152. παρ. 3, και για τα μέλη ΕΔΙΠ, αφού έχει προσδιοριστεί η διαδικασία αλλαγής γνωστικού αντικειμένου κατ’ αναλογία με εκείνην του μέλους ΔΕΠ. (4) Υπηρεσιακό καθεστώς Κρίση και εξέλιξη σε βαθμίδες: με τις καταργούμενες διατάξεις, προκαλούνται προβλήματα εφαρμογής ανεξέλεγκτα, καθώς ούτε εξουσιοδοτικές ούτε μεταβατικές διατάξεις προβλέπονται για το θέμα αυτό. Πουθενά, για παράδειγμα, δεν προβλέπεται ποιες είναι οι βαθμίδες του ΕΔΙΠ/ΕΕΠ (βλ. Π.Δ 118/2002), οι οποίες έως σήμερα είχαν μεταβατικό χαρακτήρα (βλ. το υπό κατάργηση άρθρο 29 του Ν. 4009/20011, και άρθρο 68 του Ν. 4386/2016). Ούτε προβλέπεται φυσικά ποιες θα είναι οι διαδικασίες κρίσης και εξέλιξης από βαθμίδα σε βαθμίδα (βλ. Π.Δ 147/2009 όπως ισχύει), με αποτέλεσμα κατά την εφαρμογή του υπό διαβούλευση νόμου, οι προκηρυγμένες θέσεις αλλά και οι υπό προκήρυξη, λόγω του κανόνα 1:1, να βρίσκονται κυριολεκτικά εκτός νομικού πλαισίου (!), ενώ για τους υπηρετούντες δεν μπορεί να γίνουν κρίσεις ούτε καν αξιολόγηση με βάση τον κανονισμό του κάθε Ιδρύματος, δεδομένου ότι αυτός ως κανονιστική πράξη ερείδεται σε καταργημένες διατάξεις. Περαιτέρω, λόγω της αβλεψίας αυτής, οι υπηρετούντες δεν μπορούν να εξελιχθούν και μισθολογικά, αφού η μισθολογική τους εξέλιξη είναι συνάρτηση και της βαθμίδας στην οποία υπηρετούν. Επισημαίνουμε παράλληλα ότι η διαδικασία της κρίσης και της εξέλιξης σε βαθμίδα είναι διαφορετικής τάξης ζήτημα από εκείνη της περιοδικής αξιολόγησης (άρθρο 162, παρ.3). Πρόταση - προσθήκη: ρητή αναφορά στις βαθμίδες των μελών ΕΔΙΠ και ειδικά στις διατάξεις του Π.Δ 118/2009 καθώς και του ΠΔ 147/2009, με νομοτεχνικές βελτιώσεις ώστε να μπορεί το προσωπικό αυτών των κατηγοριών να ασκεί απερίσπαστα τα καθήκοντά του και παράλληλα να είναι λειτουργική η διάταξη του άρθρου 164, παρ. 5 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 278, η οποία προβλέπει νέες προκηρύξεις για τον κλάδο. Σε διαφορετική περίπτωση, μετά την ισχύ του νέου νόμου ο κλάδος θα είναι κυριολεκτικά εκτός νομικού καθεστώτος! προσθήκη εδαφίου στο άρθρο 164: «Η βαθμολογική κατάσταση του ΕΔΙΠ ρυθμίζεται από το Π.Δ 118/2002, ενώ οι διαδικασίες κρίσης και εξέλιξης από το Π.Δ 147/2009». (5) Άδειες απουσίας, εκπαιδευτικές και μη: Ως γνωστόν οι άδειες απουσίας του προσωπικού ΕΔΙΠ ρυθμίζονται με το ΠΔ 147/2009 (όπως ισχύει). Με τις καταργούμενες, ωστόσο, διατάξεις (βλ. οικείο κεφάλαιο του σ/ν) προκύπτει σοβαρό νομικό κενό, μολονότι δεν φαίνεται να είναι στις προθέσεις του νομοθέτη κάτι τέτοιο, αφού διάσπαρτα στο σχέδιο νόμου (βλ. ενδεικτικά άρθρο 257, πα. 2, διατάξεις περί ασυμβίβαστου κ.ά .) αναφέρονται κάποιες, αλλά ταυτόχρονα άλλες απαλείφονται και συνεπώς δεν υπάρχει συνέπεια ως προς το πνεύμα της αναλογικότητας που διέπει τις διατάξεις σ/ν σε σχέση με το ΔΕΠ και τις άλλες κατηγορίες προσωπικού. Ειδικότερα, δεν προβλέπονται άδειες μικρής διάρκειας, ούτε για ένα συνέδριο, πολύ περισσότερο για προγράμματα Erasmus, ενώ δεν υπάρχει αναφορά στις συνήθεις άδειες του προσωπικού του δημοσίου τομέα (βλ. Kώδικα Κατάστασης Δημοσίων Υπαλλήλων) όπως αντιστοίχως προβλέπεται για τα μέλη ΔΕΠ. Δεδομένου ότι η αρχή της αναλογίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων διέπει αρκετές από τις διατάξεις του σ/ν, είναι προφανές ότι το δικαίωμα στις εκπαιδευτικές άδειες – ολιγοήμερες ή μεγαλύτερου διαστήματος – των μελών ΕΔΙΠ αποτελεί όχι απλώς εργασιακό δικαίωμα αλλά και προϋπόθεση επιτέλεσης του έργου που καλείται να προσφέρει. Η επίλυση της σοβαρής αυτής αβλεψίας μπορεί να λυθεί με τον ακόλουθο τρόπο. Πρόταση - προσθήκη: στο άρθρο 157 προσθήκη εδαφίου: «η διαδικασία του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται και για τα μέλη ΕΕΠ και ΕΔΙΠ» με εξαίρεση την περίπτωση της εκπαιδευτικής άδειας όπου στην περίπτωση αυτή μπορεί να δίνεται ένα εξάμηνο για κάθε 4 χρόνια υπηρεσίας στη θέση του ΕΕΠ/ΕΔΙΠ. Περαιτέρω θα πρέπει να προβλέπεται, ειδικά, και το δικαίωμα στη μεταδιδακτορική έρευνα καθώς τυχόν υποτροφίες όπως το πρόγραμμα Marie Curie για παράδειγμα, δεν θα μπορούν να υλοποιούνται, αν και ο υποψήφιος θα έχει επιλεγεί, καθώς δεν θα προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου η δυνατότητα λήψης άδειας για μεταδιδακτορική έρευνα. Με την πρότασή μας αυτή, επί της ουσίας προβλέπεται ό, τι προβλεπόταν στο Π.Δ 147/2009, αλλά τώρα η διαδικασία απλοποιείται και παραλείπονται επιμέρους διοικητικές και χρονοβόρες διαδικασίες όπως η έκδοση ενός νέου Π.Δ. που εν τέλει ποτέ δεν γίνεται και πάντα εκ των υστέρων απαιτούνται τροπολογίες για να επιλυθούν τα αυτονόητα. Περαιτέρω, με την πρόταση αυτή αντιμετωπίζεται και το πρόβλημα των λοιπών αδειών (μητρότητας, πατρότητας, παρακολούθησης προόδου μαθητή κ.ά.) και ταυτόχρονα υπάρχει ισονομία σε σχέση με όλο το υπηρετούν προσωπικό σε ένα ίδρυμα. (6) Ωράριο διδασκαλίας Στο άρθρο 164 δεν προσδιορίζεται το ωράριο διδασκαλίας του ΕΔΙΠ-εν αντιθέσει με εκείνο του ΔΕΠ - με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο εργασίας, κυρίως όμως δεν θα μπορεί να προσδιοριστεί το όριο της πρόσθετης απασχόλησης του μέλους, ιδίως αν αυτό συνδέεται και με πρόσθετες αμοιβές. Ο προσδιορισμός των ωρών διδασκαλίας, ωστόσο, δεν θα πρέπει να λειτουργεί ανελαστικά, δεδομένου ότι: (α) η φύση του ασκούμενου έργου διαφέρει μεταξύ όχι μόνο των ΑΕΙ αλλά και των Σχολών, και διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε προγράμματος σπουδών, αλλά και την ιδιαιτερότητα των εργαστηρίων (β) τα προγράμματα σπουδών είναι πολυσχιδή ως προς το ωρολόγιο πρόγραμμα, για παράδειγμα, σε κάποια προγράμματα σπουδών ο αριθμός των ωρών ενός μαθήματος είναι τρίωρος, τετράωρος κλπ όπως και των εργαστηρίων, ειδικά μάλιστα όταν αυτά πραγματοποιούνται με επιμερισμό των φοιτητών σε ομάδες (γ) το εκπαιδευτικό έργο δεν εξαντλείται με τις ώρες φυσικής/ δια ζώσης παρουσίας, αλλά συνεχίζεται, ολοκληρώνεται και αρτιώνεται κατά κανόνα πέρα των συμβατικών ορίων (δ) σε κάθε μία ώρα διδασκαλίας σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ αντιστοιχούν 3 ώρες αυτομελέτης για τον διδάσκοντα Θεωρούμε ότι το διδακτικό ωράριο πρέπει να είναι ανάλογο με εκείνο του ΔΕΠ, αλλά όχι αντίστοιχο, στοιχείο που θα προσφέρει την ευελιξία προσαρμογής σε κάθε πρόγραμμα σπουδών αφενός, και αφετέρου η Γ.Σ. του Τμήματος κατά την κατανομή του διδακτικού έργου θα μπορεί να προσδιορίζει ανά εξάμηνο και βάσει των αναγκών τις διδακτικές ώρες του κάθε μέλους. Πρόταση - προσθήκη: Άρθρο 164., παρ. 2, προσθήκη εδαφίου: «να παρέχουν διδακτικό έργο με αριθμό ωρών ανάλογο εκείνου των μελών του ΔΕΠ». (7) Διοικητικά καθήκοντα Η πρόβλεψη, σύμφωνα με το άρθρο 164, παρ. β. εδ. Ε, ότι το μέλος ΕΔΙΠ μπορεί να ασκεί «εν γένει διοικητικά καθήκοντα» σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ιδρύματος, μας βρίσκει αντίθετους, καθώς μια τέτοια πρόβλεψη είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε εκφυλισμό καθηκόντων και καταστρατήγηση εκ μέρους των ιδρυμάτων. Είναι προφανές ότι το μέλος ΕΔΙΠ μπορεί και πρέπει να συμμετέχει σε επιτροπές (π.χ αξιολόγησης, τεχνικών προδιαγραφών, διαγωνισμών, ομάδες έργου κ.α.) όπως εξάλλου έως σήμερα πράττει, και από την άποψη αυτή η σχετική αναφορά στο σ/ν [άρθρο 164, παρ. 2, ε) « να συμμετέχει σε συλλογικά όργανα και επιτροπές»] είναι αρκετή, ενώ η φράση «εν γένει διοικητικά καθήκοντα» πρέπει να απαλειφθεί. Ειδάλλως πρέπει να προστεθεί η φράση: «αποκλείεται η διοικητική ή και γραμματειακή υποστήριξη κάθε μορφής δομών του Ιδρύματος». Εάν τα πανεπιστήμια έχουν έλλειψη διοικητικού προσωπικού αυτό δεν είναι ευθύνη του ΕΔΙΠ τουλάχιστον. Τα ιδρύματα και οι πρυτανικές αρχές όφειλαν εδώ και χρόνια να είχαν συντάξει σύγχρονα οργανογράμματα -ακόμη και ψηφιακά- και η πολιτεία να έχει αναλάβει τις ευθύνες της έναντι των Ιδρυμάτων. Καθείς εφ’ ω ετάχθη.