Αρχική Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξειςΜΕΡΟΣ Α΄ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ (άρθρα 1 – 285)Σχόλιο του χρήστη Σύλλογος Μελών ΔΕΠ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ | 15 Ιουνίου 2022, 15:38
Σύλλογος Μελών Δ.Ε.Π. της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Σχόλια στο πλαίσιο της διαβούλευσης για το σχέδιο νόμου του ΥΠΑΙΘ για τα Α.Ε.Ι. Στο πλαίσιο της διαβούλευσης για το σχέδιο νόμου του ΥΠΑΙΘ για τα ΑΕΙ (ΣχΝ), ο Σύλλογος Μελών Δ.Ε.Π. της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ προβαίνει στις κάτωθι εκτιμήσεις και επισημάνσεις: I.1. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εν λόγω ΣχΝ, με το οποίο επιχειρείται μία αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη, περιλαμβάνει ρυθμίσεις οι οποίες εμφανίζουν θετικό πρόσημο. Σε αυτές καταλέγονται, όλως ενδεικτικώς, οι προβλέψεις για την εσωτερική κινητικότητα των φοιτητών (άρθρο 77) , την καθιέρωση του θεσμού των συνεργαζόμενων με το Α.Ε.Ι. καθηγητών (Joint Chairs· άρθρο 169)· την υποστήριξη των νεοφυών επιχειρήσεων (άρθρο 222)· την ισότιμη πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία και με ειδικές εκπαιδευτικές δαπάνες (άρθρο 226)· και την απλοποίηση του ΔΟΑΤΑΠ (άρθρα 286 επ.). 2. Επισημαίνεται όμως ότι όσον αφορά την εσωτερική κινητικότητα των φοιτητών (άρθρο 77), με τα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας, μάλλον θα πρέπει να αναμένεται κινητικότητα από τις περιφερειακές Σχολές προς τα Κεντρικά Α.Ε.Ι. και όχι το αντίθετο, γεγονός, που δεν θα δικαιώσει τις προσδοκίες των συντακτών του ΣΝ. 3. Επίσης, η έμφαση που δίνεται στη συσχέτιση του ερευνητικού έργου των Α.Ε.Ι. με την αγορά, είναι μεν θετική, αλλά περιθωριοποιεί τις ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες δεν έχουν παύσει – το αντίθετο μάλιστα –, να είναι απαραίτητες και κινδυνεύουν να υποβαθμιστούν εάν το Πανεπιστήμιο προσανατολιστεί μονομερώς στην πρακτική εφαρμογή της ερευνητικής δραστηριότητας. II. Ωστόσο, μία ολιστική προσέγγιση των διατάξεων του ΣχΝ δεν μπορεί να αγνοήσει ορισμένες παραμέτρους, οι οποίες προκαλούν τουλάχιστον έναν εύλογο προβληματισμό και οφείλουν δικαιολογημένα να αντιμετωπισθούν με επιφυλακτικότητα. Ειδικότερα: 1. Το ΣχΝ εκτείνεται σε 403 σελίδες και περιλαμβάνει 345 διατάξεις. Εξ αυτού, καθίσταται αυτοθρόως πρόδηλη μία υπερρύθμιση (over-regulation) των ακαδημαϊκών πραγμάτων, η οποία ρηγματώνει το, συνταγματικώς κατοχυρωμένο, αυτοδιοίκητο των Α.Ε.Ι. (άρθρο 16 § 5 εδ. αˊ Σ. 1975) και προδίδει, ούτε καν υπόρρητα, μία έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα μέλη Δ.Ε.Π.. Στην ίδια συνάφεια, προβάλλει απολύτως δυσανάλογη με την έκταση του ΣχΝ η βραχύβια διαβούλευση επʼ αυτού, γεγονός το οποίο καθιστά την τελευταία μάλλον αλυσιτελή. Την ίδια, τέλος, λογική της υπερρύθμισης υπηρετούν και οι πολυάριθμες εξουσιοδοτικές διατάξεις του ΣχΝ (άρθρα 325-335), με τις οποίες στραγγαλίζεται και η τελευταία ικμάδα κανονιστικής αυτονομίας των ΑΕΙ, με δεδομένο ότι δεν προβλέπονται -έστω ενδεικτικές- προθεσμίες προς έκδοση των σχετικών κανονιστικών πράξεων. 2. Εισάγεται ένα υβριδικό σύστημα διοίκησης των Α.Ε.Ι., το οποίο άφευκτα φέρνει στην επιφάνεια μία σύγκρουση, άλλως σύγχυση αρμοδιοτήτων, που καθιστούν διάτρητη την υποχρέωση διαφάνειας και λογοδοσίας, καθώς παρατηρείται υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Πρύτανη. Επισημαίνεται δε ότι, κατά το ΣχΝ, ο Πρύτανης εκλέγεται μεταξύ των εσωτερικών μελών του ΣΔ ανεξάρτητα από τον αριθμό των ψήφων που έλαβε πρωτογενώς από τους συναδέλφους του για να εκλεγεί. Γενικότερα δε, με το ΣχΝ περιορίζεται η συμμετοχή των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας στην επιλογή των διοικητικών οργάνων των Σχολών, των μονάδων δηλαδή με τις οποίες κατά τεκμήριο συνδέονται στενότερα και οι οποίες αποφασίζουν και για τρέχοντα ζητήματα που τα αφορούν. 3. Κατά τη διακήρυξη του ΣχΝ, αντικείμενό του είναι, μεταξύ άλλων, «η θέσπιση νέου αξιοκρατικού τρόπου εκλογής και εξέλιξης των μελών διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και των λοιπών κατηγοριών διδακτικού προσωπικού […]» (άρθρο 2). Στο πλαίσιο αυτό, εισάγονται οι κάτωθι ρυθμίσεις: 3.1. Για την εκλογή ή εξέλιξη μελών Δ.Ε.Π. απαιτούνται, μεταξύ άλλων, «πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά ή σε πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων ή επιστημονικούς συλλογικούς τόμους, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, τα οποία λειτουργούν με σύστημα κριτών» (άρθρο 143 § 6 περίπτ. αγˊ). Είναι γνωστό ότι τέτοιες διαδικασίες, με τη χρήση συστήματος κριτών, δεν είναι συνήθεις στην ελληνική, νομική τουλάχιστον, ακαδημαϊκή πραγματικότητα, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού έργου των μελών Δ.Ε.Π., υπό το φως της προτεινόμενης ρύθμισης, να κινδυνεύει να ακυρωθεί και να μην αποτελεί πλέον αντικείμενο αξιολόγησης. 3.2. Προσθέτως, μεταξύ των κριτηρίων, αναφέρεται η «επίβλεψη, με την ιδιότητα του επιβλέποντος καθηγητή, μίας (1) τουλάχιστον διδακτορικής διατριβής που έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς, από την έναρξη μέχρι την περαίωσή της και συμμετοχή σε τριμελείς συμβουλευτικές επιτροπές τριών (3) τουλάχιστον διδακτορικών που έχουν ολοκληρωθεί επιτυχώς, από την έναρξη μέχρι την περαίωσή τους» (άρθρο 143 § 6 περίπτ. γδˊ). Η συγκεκριμένη ρύθμιση εξαρτά την ακαδημαϊκή εξέλιξη ενός μέλους Δ.Ε.Π. από έναν αβέβαιο και εν ταυτώ ακαθόριστο παράγοντα, ήτοι την επιμέλεια και τη συνέπεια τρίτου προσώπου, εν προκειμένω του υποψήφιου διδάκτορα, την οποία ο νομοθέτης ανάγει, ατυχώς, από ζητούμενο σε δεδομένο. Τέτοια προϋπόθεση δεν προβλέπεται ούτε σε πανεπιστήμια εγνωσμένου κύρους στο εξωτερικό και, περαιτέρω, δύναται να αποτελέσει, ενδεχομένως, αιτία για υποβάθμιση του επιπέδου των εκπονούμενων διατριβών. Επίσης, δεν πρέπει να παροράται ότι τυγχάνει εξαιρετικά σπάνια η εκπόνηση διδακτορικών διατριβών σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα, με αποτέλεσμα τα μέλη Δ.Ε.Π. που τα υπηρετούν να περιέρχονται, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους λοιπούς συναδέλφους τους. Τέλος, παραγνωρίζεται η αξία της αδιάλειπτης συμμετοχής στο προπτυχιακό επίπεδο σπουδών, σε συνδυασμό με την αυξημένη συμμετοχή μελών Δ.Ε.Π. σε μεταπτυχιακά προγράμματα, συχνά πέραν του ενός. 3.3. Η πρόβλεψη αναβλητικού κωλύματος για να εκλεγεί σε θέση μέλους Δ.Ε.Π. διδάκτορας του ίδιου Πανεπιστημίου (άρθρο 143 παρ. 4) και πολύ περισσότερο η φημολογούμενη προσθήκη απόλυτου κωλύματος, εφόσον δεν έχει σπουδάσει ή απασχοληθεί σε άλλο Πανεπιστήμιο, ενδεικνύουν αδικαιολόγητη έλλειψη εμπιστοσύνης στα μέλη Δ.Ε.Π., που υπολαμβάνεται ότι άνευ ετέρου θα ευνοούν αθέμιτα διδάκτορες του Πανεπιστημίου στο οποίο διδάσκουν. Περαιτέρω, τα μέτρα αυτά, έχοντα οριζόντιο χαρακτήρα, υπερβαίνουν προφανώς την αναγκαία αναλογία για την εξυπηρέτηση του σκοπού της αποφυγής αθέμιτων συναλλαγών, που μπορεί να αποφευχθούν με ηπιότερα μέσα. Εξάλλου, είναι αντιφατικό να επιδιώκεται να προωθηθεί η έρευνα στα Πανεπιστήμια, να αποκλείονται όμως ακριβώς οι δυναμικότεροι φορείς της ερευνητικής δραστηριότητας, οι διδάκτορες, από την κατάληψη θέσης Δ.Ε.Π. στο Πανεπιστήμιο στο οποίο διεξήγαγαν την έρευνά τους, ωθούμενοι έτσι, εφόσον επιθυμούν να καταλάβουν θέση Δ.Ε.Π., να εκπονήσουν αλλού την διατριβή τους. 4. Περαιτέρω, νομοθετείται η υποχρέωση των μελών Δ.Ε.Π. πλήρους απασχόλησης να διδάσκουν έξι ώρες εβδομαδιαίως σε προπτυχιακά σε κάθε εξάμηνο (άρθρο 155 § 2 περίπτ. αˊ), προβλέπεται δε (άρθρο 88 παρ. 3) ότι: «Τα μέλη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.), …. δύνανται να απασχολούνται σε Π.Μ.Σ., μόνο υπό την προϋπόθεση εκπλήρωσης των ελάχιστων υποχρεώσεών τους περί παροχής διδακτικού έργου.». Είναι λογικώς παράδοξο όχι μόνον να μην συνυπολογίζεται στην εξάωρη εβδομαδιαίως διδασκαλία η συμμετοχή του μέλους Δ.Ε.Π. και στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών, όπως συμβαίνει με βάση το ισχύον πλαίσιο, αλλά αντιθέτως να αποκλείονται αυτά από την συμμετοχή σε Π.Μ.Σ., εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει την εν λόγω διδασκαλία σε προπτυχιακά μαθήματα. Η συμπλήρωση εξάωρης διδασκαλίας σε προπτυχιακό επίπεδο σε κάθε εξάμηνο είναι συχνά ανέφικτη, πολλώ μάλλον διότι η κατανομή των μαθημάτων μεταξύ των εξαμήνων δεν είναι ισότιμη και ενδέχεται εξ αυτού του λόγου στο ένα εξάμηνο να μην προσφέρονται έξι ώρες, στο άλλο όμως να προσφέρονται πολύ περισσότερες. Συχνά δε, ένα μέλος Δ.Ε.Π. υποχρεούται σε διδασκαλία 1 ή 2 μαθημάτων και σε επίπεδο Π.Μ.Σ. ανά εξάμηνο, πέραν της διδασκαλίας προπτυχιακών μαθημάτων στο ίδιο εξάμηνο. 5. Τέλος, χρήζει επανεξέτασης και η τιθέμενη (άρθρο 86) ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση του δικαιώματος δωρεάν φοίτησης λόγω οικονομικών ή/και κοινωνικών κριτηρίων η κατοχή βαθμού ίσου ή ανώτερου του 7,5/10, εφόσον η αξιολόγηση στον βασικό τίτλο σπουδών που προσκομίζεται για την εισαγωγή στο Π.Μ.Σ. έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη δεκάβαθμη κλίμακα αξιολόγησης Α.Ε.Ι. της ημεδαπής.