Αρχική Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξειςΜΕΡΟΣ Α΄ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ (άρθρα 1 – 285)Σχόλιο του χρήστη Αθανασία Ζουρλαδάνη | 19 Ιουνίου 2022, 01:27
Αξιότικη κυρία Υπουργέ, για άλλη μια φορά καλούμαστε εν μέσω εξεταστικής και λίγο πριν τη διακοπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας για το καλοκαίρι να σχολιάσουμε ένα Σχέδιο Νόμου για το οποίο δεν είχαμε καμιά ενημέρωση αφού, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Α.Ε.Ι. να επικοινωνήσει με το ΥΠΑΙΘ, δεν πραγματοποιήθηκε καμιά επαφή. Δεν υπήρξε δε συζήτηση ούτε επί της αρχής, ούτε επί θεμάτων του κλάδου παρά τη ρητή δέσμευση της πολιτικής ηγεσίας ότι θα το πράξει. Ένα Σχέδιο Νόμου που αλλάζει ολοκληρωτικά το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Κατ’ αρχήν όλο το Νομοσχέδιο ορίζεται καθοριστικά από τη διασύνδεση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας με την αγορά και την επιχειρηματικότητα τόσο σε ό,τι αφορά την επιπλέον χρηματοδότηση τους, χρηματοδότηση η οποία είναι αναγκαία ακόμα και για τις λειτουργικές τους ανάγκες σε κάποιες περιπτώσεις, όσο και στην ίδια την προτεινόμενη διάρθρωση του Πανεπιστημίου αλλά ακόμα και στην αποστολή του όπου η μέριμνα «για την επαγγελματική ένταξη των αποφοίτων παρέχοντάς τους τις απαραίτητες γνώσεις και εφόδια για την επιστημονική και επαγγελματική τους σταδιοδρομία». (παρ.3,δ) καθιστά επί της ουσίας το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο χώρο εκπαίδευσης εξειδικευμένων εργατών (καλά εξειδικευμένων εργατών) που προορίζονται για εγχώριες (στο βαθμό που υπάρχουν) ξένες επιχειρήσεις/ βιομηχανίες /αγορές εδώ ή αλλού. Η διασύνδεση των ΑΕΙ με την αγορά και την επιχειρηματικότητα η οποία σε άλλες χώρες έγινε σταδιακά προκύπτοντας από την ανάγκη υποβοήθησης της εξέλιξης μιας ήδη ανθούσας και πλούσιας βιομηχανίας, στην Ελλάδα, όπου η βιομηχανία δεν βρίσκεται σε αυτό το επίπεδο, θα συντελέσει στο να απορρυθμιστεί το ίδιο το Δημόσιο Πανεπιστήμιο με την «αγορά» να παίζει καθοριστικό ρόλο στη βιωσιμότητα ή μη Τμημάτων, γνωστικών Αντικειμένων ακόμα και επιστημονικών πεδίων. Βιωσιμότητα η οποία θα επικυρώνεται από το ΥΠΑΙΘ και την ΕΘ.Α.Α.Ε. που θα έχουν πλέον αποφασιστικό λόγο στην κατάργηση, σύντμηση, μετονομασία αλλά και την ίδρυση νέων Τμημάτων καταλύοντας έτσι το Αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου. Ο μεγαλύτερος δε κίνδυνος αφορά στις ανθρωπιστικές σπουδές, οι οποίες οφείλουν να αποτελούν για την Ελληνική Πολιτεία μέγιστο ελληνικό εθνικό μέλημα και οι οποίες από τη φύση τους δεν συνδέονται με την αγορά και την επιχειρηματικότητα. Η διαφύλαξη και προώθηση του πολιτισμού μας και της γλώσσας μας και όλων των τομέων που συμβάλλουν σε αυτή οφείλει να είναι ύψιστη στρατηγική και εθνικός στόχος της εκάστοτε ελληνικής πολιτείας και δυστυχώς δεν είθισται και δεν πρέπει να συνδέεται με την «αγορά». Μια πρόβλεψη συνέργειας μεταξύ ΑΕΙ και βιομηχανίας/επιχειρηματικότητας/αγοράς και οπωσδήποτε σε πολύ μικρότερο βαθμό, θα είχε νόημα, αν υπήρχε ένα εθνικό όραμα και στρατηγική ανάπτυξης της εγχώριας βιομηχανίας και αγοράς, κάτι που δεν φαίνεται προς το παρόν να υπάρχει, και μια εθνική πολιτική για τις ανθρωπιστικές σπουδές. Η διασύνδεση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας με την αγορά και την επιχειρηματικότητα καθορίζει και την προτεινόμενη από το Νομοσχέδιο διάρθρωση των ΑΕΙ όπου η Διοίκηση των ΑΕΙ διαμορφώνεται με το πνεύμα και τη μορφή της διοίκησης μιας ιδιωτικής επιχείρησης. Σε αυτό το πλαίσιο το ΣΔ ενός ΑΕΙ (ως board of trustees) αποφασίζει για τα πάντα και δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο, όμως, δεν είναι επιχείρηση, δεν έχει μετόχους και επίσης το κεφάλαιο στο οποίο αποσκοπεί είναι πνευματικό/συμβολικό και άρα οι τρόποι απόκτησης και συγκέντρωσής του διαφοροποιούνται από αυτούς του χρηματιστικού κεφαλαίου. Μια δε από τις πιο σημαντικές παραμέτρους στην απόκτηση συμβολικού κεφαλαίου στα ΑΕΙ είναι ο δημοκρατικός μηχανισμός της διοίκησής του. Στο πλαίσιο αυτό η λογοδοσία των Δημοσίων Οργάνων και Θεσμών αποτελεί ύψιστο δημοκρατικό δέον. Η έλλειψή της δε εγείρει θέμα ακόμα και αμφισβήτησης της ίδιας της δημοκρατίας. Μέσα σε αυτό πλαίσιο και το κλίμα, η οργάνωση της Διοίκησης του Πανεπιστημίου, όπως αυτή προτείνεται από το Νομοσχέδιο, αποπροσωποποιεί και συνεπακόλουθα αποξενώνει τους εργαζόμενους από τον εργασιακό τους χώρο, έναν χώρο, ο οποίος εξαιτίας της φύσης του (διδασκαλία-έρευνα) είναι και οφείλει να είναι προσωποποιημένος. Δεν μπορεί το Διδακτικό και Διοικητικό Προσωπικό ενός Πανεπιστημίου να λειτουργεί δίκην εργατών ή υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου· μια συνθήκη εργασίας η οποία δυνητικά ευνοεί την διεκδίκηση προσωπικών οφελών ή οφελών μικρής μερίδας και όχι την προσφορά και την υπεράσπιση του κοινού καλού, δηλαδή, συνολικά του ΑΕΙ και της χώρας. Επιπλέον διαφωνώ με το νέο υπερσυγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης των πανεπιστημίων, που προτείνετε με τη θεσμοθέτηση του Συμβουλίου Διοίκησης, της υπερεξουσίες του Πρύτανη και την υποβάθμιση της Συγκλήτου. Αναφορικά με το Συμβούλιο Διοίκησης, εντοπίζονται προβλήματα στο επίπεδο της συγκρότησής του, των αρμοδιοτήτων του και της αποτελεσματικότητάς του. Ως εκ τουτού και ως ΕΕΠ, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ διαφωνώ επί της αρχής στο Νομοσχέδιο και ζητάω την άμεση απόσυρσή του ταυτόχρονα με την έναρξη διαλόγου για ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο σε μηδενική βάση.