Αρχική Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξειςΜΕΡΟΣ Α΄ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ (άρθρα 1 – 285)Σχόλιο του χρήστη ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ | 19 Ιουνίου 2022, 02:11
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής στις 7-09-2022 και 16-06-2022 συνεδριάσεις της συζήτησε διεξοδικά επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις» και αποφάσισε τα εξής: Ο Νόμος καλύπτει όλο το φάσμα της λειτουργίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης και έρχεται να αντικαταστήσει παλαιότερους και να λειτουργήσει σε συνέργεια με τους σχετικούς Νόμους που έχουν ψηφισθεί τα τελευταία τρία (3) έτη και στην περίπτωση των Οργάνων Διοίκησης των Πανεπιστημίων να ανατρέψει νόμο που έχει θεσμοθετηθεί από την ίδια Πολιτική ηγεσία του Υπουργείου. Για τη διαβούλευση αναφορικά με το προτεινόμενο Νομοσχέδιο δίδεται ελάχιστος χρόνος, πράγμα που δεν επιτρέπει τον αναλυτικό σχολιασμό όλων των άρθρων και των τομέων που θίγονται. Σε μία συνολική θεώρηση, το νομοσχέδιο, περιλαμβάνει τη θεσμοθέτηση δράσεων, δομών και διαδικασιών που μπορούν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στην ανάπτυξη των Πανεπιστήμιων, σε σημαντικούς τομείς. Το πρόβλημα είναι ότι σε θεμελιώδεις τομείς εντοπίζονται παρεμβάσεις που θα δημιουργήσουν τόσο μεγάλα προβλήματα, τα οποία θα ακυρώσουν τις προτεινόμενες για θεσμοθέτηση δομές και δράσεις, ενώ, επιπροσθέτως, δεν συνηγορούν στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί από την Πολιτική Ηγεσία κατά την παρουσίαση του προτεινόμενου Νομοσχεδίου. Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει ταλανιστεί τις τελευταίες δύο (2) δεκαετίες, καθώς έχουν ψηφιστεί και εφαρμοστεί τέσσερις (4) Νόμοι που μετέβαλαν θεμελιακά τη δομή και τη λειτουργία της, δημιουργώντας ένα πλαίσιο αβεβαιότητας και σύγχυσης. Συγκεκριμένα, οι θεσμικές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στο Νομοσχέδιο και πρόκειται να οδηγήσουν σε σημαντικές δυσλειτουργίες είναι: • Το έλλειμμα συλλογικών και δημοκρατικών διαδικασιών αναφορικά με την εκλογή των Οργάνων Διοίκησης των πανεπιστημίων και ειδικότερα όσον αφορά την επιλογή του Πρύτανη, των Αντιπρυτάνεων και των Κοσμητόρων και τη συμμετοχή του Πρύτανη στο Συμβούλιο Διοίκησης. Το σύνολο της διαδικασίας επιλογής και λειτουργίας των παραπάνω οργάνων δεν συνάδει με τις πραγματικές ανάγκες των πανεπιστημίων και την δημοκρατική διοικητική πρακτική, τη δεοντολογία και το πνεύμα λειτουργίας των σύγχρονων πανεπιστημίων. • Η μεγάλη συγκέντρωση εξουσίας στον Πρύτανη, ο οποίος θα προεδρεύει στο Συμβούλιο Διοίκησης, στην Επιτροπή Ερευνών του ΕΛΚΕ, στο Συμβούλιο του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) και στο Συμβούλιο της Εταιρείας Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας του Α.Ε.Ι.. Αυτή η μεγάλη συγκέντρωση εξουσιών έρχεται σε αντίθεση με τις προθέσεις της Πολιτείας, έτσι όπως έχουν εκφραστεί από την παρουσίαση του Νομοσχεδίου από την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, για συλλογικό μοντέλο διοίκησης και ισχυρό σύστημα εσωτερικού ελέγχου. • Δεν προάγεται το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων και ειδικότερα σε θέματα που αφορούν τη διάρθρωσή τους και τις Ακαδημαϊκές τους λειτουργίες. Αντιθέτως, παραμένουν οι συνθήκες εξάρτησης του πανεπιστημίου, καθώς πάλι σε καίριους τομείς το Υπουργείο Παιδείας θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. • Δημιουργούνται συνθήκες που έρχονται σε αντίθεση με τον Δημόσιο χαρακτήρα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, όπως ρητά κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, καθώς ζητείται από τα Πανεπιστήμια να λειτουργήσουν ως ιδιωτικές Επιχειρήσεις και να αναζητήσουν επιπρόσθετους πόρους για την ανάπτυξή τους, πάντα κάτω από το σφικτό εναγκαλισμό της Πολιτικής Ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. • Η θεσμοθέτηση στα Πανεπιστήμια των Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών, στα οποία εκφράζουμε την πλήρη αντίθεσή μας. Τα Τμήματα αυτά θα οργανώνουν προγράμματα σπουδών διάρκειας 7 εξαμήνων και 210 ECTS αντί των 240 ECTS και 300 ECTS των τμημάτων των Πανεπιστημίων και Πολυτεχνικών Σχολών. Τυχόν έλλειμα στην Τεχνολογική και Τεχνική Εκπαίδευση μπορεί να καλυφθεί μέσα από την δημιουργία δομών αποκλειστικά προσανατολισμένων σε αυτό και όχι με αποσπασματικές λύσεις. Άλλωστε, δεν γίνεται αντιληπτό πως θα γίνει ελκυστικό ένα τέτοιο Τμήμα προς τους υποψηφίους φοιτητές. • Στο νέο νόμο πλαίσιο δεν υπάρχει η πνοή της ανανέωσης με τη δημιουργία θέσεων για νέα μέλη διδακτικού προσωπικού όλων των κατηγοριών, πράγμα το οποίο σίγουρα δεν εξασφαλίζεται από την στιγμή που δίνεται η δυνατότητα σε ομότιμους και στα αφυπηρετήσαντα μέλη ΔΕΠ να έχουν εκπαιδευτική δραστηριότητα ακόμα και σε προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, σε μεταπτυχιακά και να συμμετέχουν στα ερευνητικά έργα σχεδόν χωρίς κανένα περιορισμό. • Δεν αποπνέει το Νομοσχέδιο το όραμα που θα πρέπει να υπάρχει στα Πανεπιστήμια για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Αντιθέτως, αναλώνεται στη θεσμοθέτηση οργάνων και διαδικασιών που έχουν αποδειχθεί από παλαιότερη εμπειρία μη αποτελεσματικά και που σε πολλές περιπτώσεις δεν έγινε εφικτό να εφαρμοσθούν στο σύνολό τους. Επιπροσθέτως, στο Νομοσχέδιο δεν υποστηρίζεται η Κοινωνική και Ανθρωπιστική διάσταση του Πανεπιστημίου καθώς δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο ο τομέας των ανθρωπιστικών, των κοινωνικών και καλλιτεχνικών σπουδών και πως αυτός θα αναπτυχθεί περαιτέρω. Υπάρχουν αντικείμενα που διακονούν τα Πανεπιστήμια που δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με οικονομικούς όρους. Πιστεύουμε ότι οι κυρίαρχοι τομείς που μπορούν να δώσουν την πνοή στα Πανεπιστήμια είναι: α)η επαρκής χρηματοδότησή τους στο πλαίσιο των πραγματικών τους αναγκών, β) η στελέχωσή τους με νέα μέλη Διδακτικού Προσωπικού όλων των κατηγοριών και το κατάλληλο Διοικητικό Προσωπικό σε ένα πλαίσιο υποστήριξης της ανάπτυξης του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού της χώρας γ) η θεσμοθέτηση κινήτρων σε όλους τους τομείς που θα δώσουν μια δυναμική και θα αντανακλούν το όραμα όλων μας για το Πανεπιστήμιο που θέλουμε. Περαιτέρω, σε μία επιμέρους θεώρηση των πιο κρίσιμων διατάξεων του νομοσχεδίου, και χωρίς να σχολιάζονται διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Νομοσχέδιο και είχαν ήδη θεσμοθετηθεί με προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις και για τα οποία η Σύγκλητος του ΠΑΔΑ έχει ήδη εκφράσει τις απόψεις της, επισημαίνονται τα ακόλουθα, με τις ισχυρότερες αντιρρήσεις μας να εστιάζονται στη διαδικασία και τον τρόπο επιλογής των Πρυτανικών Αρχών, καθώς και στην κατανομή αρμοδιοτήτων στα Όργανα Διοίκησης: Α) Σχετικά με το Συμβούλιο Διοίκησης, την επιλογή Πρύτανη και Αντιπρυτάνεων και τον Εκτελεστικό Διευθυντή: - Ο Πρύτανης ασκεί τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου, ως εκ τούτου απαιτείται να αναδεικνύεται μέσα από συλλογικές διαδικασίες, ήτοι να ψηφίζεται από το Σύνολο της Ακαδημαϊκής Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των μελών ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ και του Διοικητικού Προσωπικού. Με το προτεινόμενο μοντέλο επιλογής Πρύτανη μεταξύ των εσωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης και τον ορισμό του από το Συμβούλιο Διοίκησης, καθώς και τον ορισμό των Αντιπρυτάνεων από τον Πρύτανη, δεν εξασφαλίζεται η αποδοχή των Πρυτανικών Αρχών από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα, πράγμα που είναι θεμελιώδες για επίτευξη εκείνου του βαθμού της συναίνεσης, έτσι ώστε όλοι να συμβάλλουν στην προαγωγή των Πανεπιστημίων. Επιπροσθέτως, η μη εξασφάλιση της εκπροσώπησης όλων των Σχολών στο Συμβούλιο Διοίκησης δεν συνάδει με τις συνθήκες ισονομίας. Τίθεται ένα σοβαρό ζήτημα που αφορά τη νομιμοποίηση της εξουσίας του Πρύτανη, καθώς αυτός θα έχει επιλεγεί από ένα Συμβούλιο Διοίκησης και όχι από τα μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας. Δεν είναι το ίδιο όταν τα μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας ψηφίζουν για να επιλέξουν μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, και όταν ψηφίζουν για να επιλέξουν Πρύτανη και Αντιπρυτάνεις. Σύμφωνα με την προτεινόμενη (από το Νομοσχέδιο) διαδικασία, ο Πρύτανης είναι δυνατόν να μην έχει την μεγαλύτερη πλειοψηφία από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα. - Με δεδομένο ότι το Συμβούλιο Διοίκησης ασκεί διοικητικό έλεγχο στον Πρύτανη είναι ασυμβίβαστο να Προεδρεύει ο Πρύτανης και να είναι μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης που ελέγχει το έργο του. Η διάκριση των οργάνων ελέγχου και ελεγχόμενου είναι το μέσο με το οποίο εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία και η αποφυγή των κινδύνων της αυθαιρεσίας στα διοικητικά όργανα. - Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η λειτουργία ενός Συμβουλίου Διοίκησης θα πρέπει να έχει επιτελικό ρόλο και να υποστηρίζει το Πανεπιστήμιο στη μετάβαση και προσαρμογή του, έτσι ώστε να εξυπηρετεί τους λόγους για τους οποίους υπάρχει. Σύμφωνα με το υπό διαβούλευση Νομοσχέδιο, τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης μπορεί να είναι Καθηγητές Πανεπιστημίων της αλλοδαπής, φυσικά πρόσωπα με ευρεία αναγνώριση ή συμβολή στον πολιτισμό, τις τέχνες, τα γράμματα ή τις επιστήμες, την οικονομία ή την κοινωνία, καθώς και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών ή κοινωνικών εταίρων. Ένα (1) εκ των εξωτερικών μελών μπορεί να προέρχεται από ομότιμους Καθηγητές ή αφυπηρετήσαντα μέλη Δ.Ε.Π. άλλων Α.Ε.Ι. της ημεδαπής. Στο πλαίσιο της σύνδεσης του Πανεπιστημίου με την Κοινωνία είναι κατανοητή η συμμετοχή τους στο Συμβούλιο Διοίκησης. Σε κάθε περίπτωση για την προσέλκυση σοβαρών υποψηφιοτήτων για τα εξωτερικά μέλη, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να δοθούν κίνητρα και διευκολύνσεις έτσι ώστε να υπάρχουν σοβαρές υποψηφιότητες. Δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στο φιλότιμο και στον πατριωτισμό των Ελλήνων της Διασποράς, των αφυπηρετησάντων ή ομότιμων καθηγητών. Χρειαζόμαστε σύγχρονες ιδέες και πρακτικές και την ενεργό συμμετοχή των εξωτερικών μελών σε ένα πλαίσιο που θα λειτουργήσει συνεργατικά. - Ο ρόλος και οι αρμοδιότητες του Εκτελεστικού Διευθυντή είναι ίδιες με αυτές του Διοικητικού Υπηρεσιακού Διευθυντή ή του Γενικού Διευθυντή Πανεπιστημίου. Από τη στιγμή που στον Πρύτανη ανατίθενται οι Διοικητικές και Οικονομικές αρμοδιότητες, χωρίς να μεταβάλλεται κάτι ουσιαστικά σε σχέση με τις αρμοδιότητες που έχει σήμερα, δεν βλέπουμε την ανάγκη και την προστιθέμενη αξία που θα δώσει η θεσμοθέτηση του Εκτελεστικού Διευθυντή και η επιλογή του από το Συμβούλιο Διοίκησης. Η Διοίκηση του Πανεπιστημίου απαιτεί γνώση του χώρου και των ιδιαιτεροτήτων και μάλιστα εμπειρία στον χώρο, πράγμα που αποκλείει το σκεπτικό της διοίκησής του όπως άλλοι κυβερνητικοί φορείς. Αντιθέτως, πιστεύουμε ότι ο τρόπος επιλογής και οι αρμοδιότητες του Εκτελεστικού Διευθυντή θα αποτελέσουν τροχοπέδη και σημείο τριβής και δεν θα δημιουργηθούν συνθήκες για την προαγωγή της αξιοκρατίας. Συνεπώς πιστεύουμε ότι, όπως προτείνεται στο υπό διαβούλευση Νομοσχέδιο το μοντέλο διοίκησης, δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της παρούσας κατάστασης που αναφέρονται στη σχετική εισήγηση της Υπουργού, καθώς: α) δημιουργούνται προϋποθέσεις συγκεντρωτικών δομών και διαδικασιών διοίκησης, β) η λογοδοσία του Πρύτανη αφορά σε όργανο στο οποίο ο ίδιος προεδρεύει και γ) δεν είναι ορατό σε ποιες περιπτώσεις η εξουσία μεταβιβάζεται από το Υπουργείο στα Πανεπιστήμια. Πιστεύουμε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη των Πανεπιστημίων καθώς η σύνδεση του Πρύτανη με το Συμβούλιο Διοίκησης, η επιλογή των εξωτερικών μελών και η διάρθρωση του Συμβουλίου Διοίκησης θα έχουν ως αποτέλεσμα ένα από τα δυο εναλλακτικά σενάρια: α) την καθιέρωση μιας διαδικασίας που θα εξυπηρετεί την απουσία ελέγχου προς τον Πρύτανη και που παρέχει δυνατότητες χειραγώγησης του Συμβουλίου Διοίκησης και β) την αδυναμία λειτουργίας του Συμβουλίου Διοίκησης λόγω συγκρουσιακού περιβάλλοντος που θα καλλιεργηθεί μεταξύ των μελών του. Μοντέλο ορισμού Εκτελεστικών Διευθυντών, Διευθυνόντων Συμβούλων και Εκτελεστικών Προέδρων αυτής της μορφής χρησιμοποιείται σε Επιχειρήσεις, όπου είναι διαφορετική η δομή και ο προσανατολισμός ενώ η πλειοψηφία αντιπροσωπεύει τις μετοχές ή τη συμμετοχή στη διάρθρωση του κεφαλαίου της Επιχείρησης. Τα Πανεπιστήμια στην Ελλάδα είναι δημόσια, συνταγματικώς ορισμένα να προσφέρουν δημόσιο αγαθό και εργάζονται για το δημόσιο συμφέρον. Δεν πρέπει τα Πανεπιστήμια να αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις που έχουν στόχο το κέρδος και την αγορά με οικονομικούς κερδοσκοπικούς όρους. Αναμέναμε απλοποίηση του Διοικητικού Μοντέλου και διαπιστώνουμε ότι στα ήδη υπάρχοντα όργανα του πανεπιστημίου εισάγεται ένα νέο ακόμη όργανο το Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο έχει αυξημένες αρμοδιότητες. Το προτεινόμενο διοικητικό μοντέλο προκαλεί πολυπλοκότητα που θα λειτουργήσει αρνητικά και καταστροφικά στην ανάπτυξη των Πανεπιστημίων. Πιστεύουμε ότι το Συμβούλιο Διοίκησης θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά αν ο ρόλος του ήταν ανεξάρτητος από τα άλλα Όργανα Διοίκησης και να εστιάζεται περισσότερο στην ανάπτυξη της Στρατηγικής του ΑΕΙ και στη διασύνδεση της Ακαδημαϊκής Κοινότητας με την Κοινωνία και τον Παραγωγικό και Κοινωνικό Ιστό της χώρας. Β) Σχετικά με την επιλογή του Κοσμήτορα. Σύμφωνα με το υπό διαβούλευση Νομοσχέδιο, η επιλογή του Κοσμήτορα γίνεται από το Συμβούλιο Διοίκησης μετά από σχετική εισήγηση που περιλαμβάνει τρείς επικρατούσες, κατά μέγιστο, υποψηφιότητες μετά από πρόσκληση του Πρύτανη προς τα μέλη ΔΕΠ και αρχική κρίση από ειδική επιτροπή που συστήνεται από τον Κοσμήτορα. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο Κοσμήτορας έχει αυξημένες αρμοδιότητες σε σχέση με την παρούσα κατάσταση. Πιστεύουμε ότι η διαδικασία αυτή αντίκειται σε οποιαδήποτε μέθοδο ή πρακτική διοίκησης καθώς: α) Μονομελές Όργανο του πανεπιστημίου διορίζεται και μάλιστα με αυξημένες αρμοδιότητες. Όσο περισσότερες αρμοδιότητες έχει ένα όργανο τόσο μεγαλύτερη συλλογική αποδοχή πρέπει να έχει. Πιστεύουμε ότι ο Κοσμήτορας θα πρέπει να εκλέγεται από το Σύνολο της Ακαδημαϊκής Κοινότητα της Σχολής που υπηρετεί. β) Ο Κοσμήτορας θα έχει την ευθύνη της Διοίκησης της Σχολής και της Κοσμητείας. Τίθεται ένα σημαντικό ερώτημα : «Πώς θα μπορέσει ο διορισμένος Κοσμήτορας να διοικήσει όργανο στο οποίο μετέχουν Πρόεδροι Τμημάτων και εκπρόσωποι των συλλόγων του Πανεπιστημίου που έχουν εκλεγεί με καθολικά συλλογικές διαδικασίες, χωρίς ο ίδιος να έχει την νομιμοποίηση της απευθείας εκλογής από την ακαδημαϊκή κοινότητα της Σχολής;» Γ) Στα Συλλογικά Όργανα Διοίκησης του Πανεπιστήμιου θα πρέπει να συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των κατηγοριών προσωπικού (Μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, Διοικητικό Προσωπικό), όπως ισχύει σύμφωνα με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Δ) Η δυνατότητα ίδρυσης, συγχώνευσης και κατάργησης ακαδημαϊκής μονάδας με προεδρικό διάταγμα χωρίς απαραίτητα τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου (άρθρο 21) πλήττει εν τοις πράγμασι το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων. Ε) ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ Στα θέματα του Ερευνητικών Δομών των Ακαδημαϊκών Μονάδων το Νομοσχέδιο κινείται προς την ορθή κατεύθυνση με μόνη ένσταση αναφορικά με τις θητείες του Διευθυντή του Εργαστηρίου. Πρέπει να υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των θητειών στη θέση Διευθυντή του Εργαστηρίου. Με δεδομένο ότι η θητεία είναι τριετής θα πρέπει να υπάρχει ο περιορισμός των τριών (3) θητειών, έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα του πλουραλισμού στη διοίκηση των εργαστηρίων. ΣΤ) ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΡΩΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΣΠΟΥΔΩΝ - Είμαστε εντελώς αντίθετοι ως προς την οργάνωση Προγραμμάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας διάρκειας επτά (7) εξάμηνων. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να δημιουργηθούν Τμήματα σε Πανεπιστήμια, τα οποία να προσφέρουν τίτλους Επιπέδου 6 και να αντιστοιχούν σε 210 ECTS και όχι σε 240 ECTS ή 300 ECTS και τα οποία δεν θα παρέχουν διδακτορικές σπουδές. Πιστεύουμε ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει αυτή η διάκριση στην ανώτατη εκπαίδευση που μόνο δυσλειτουργίες θα προκαλέσει. Τυχόν έλλειμα στην Εκπαίδευση στον τομέα της τεχνικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης θα πρέπει να καλυφθεί με άλλες δομές και τρόπους που θα έχουν προσανατολισμό σε αυτόν τον τομέα της εκπαίδευσης. Άλλως, αποτελούν ημίμετρα, δεν θεραπεύουν το έλλειμα και λειτουργούν αποσπασματικά. - Αντιθέτως, πιστεύουμε ότι κινείται προς την αναπτυξιακή κατεύθυνση η δυνατότητα της οργάνωσης των Διεπιστημονικών Προγραμμάτων Σπουδών και της Εσωτερικής Κινητικότητας των Φοιτητών. Σε κάθε περίπτωση πιστεύουμε ότι αυτές οι δομές θα πρέπει να τύχουν υποστήριξης και χρηματοδότησης και με τη θεσμοθέτηση κινήτρων, ώστε να έχουν την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα που τόσο έχει ανάγκη η χώρα μας. - Αντίρρηση εκφράζεται ως προς τον καθορισμό των ελαχίστων ωρών διδασκαλίας ανά μάθημα (Άρθρο 67) σε επίπεδο εξαμήνου. Πιστεύουμε ότι το εκάστοτε ελάχιστο όριο θα πρέπει να συνυπολογίζει τις φροντιστηριακές και εργαστηριακές ώρες. - Υπάρχει ασάφεια αναφορικά με την επαναληπτική εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Στο άρθρο 65 που αφορά στην Αξιολόγηση των φοιτητών και τις Εξετάσεις δεν αναφέρεται η εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Αντιθέτως, στο άρθρο 75 (περί Διάρκειας του Σπουδών) γίνεται αναφορά στην επαναληπτική εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Η εξεταστική του Σεπτεμβρίου συνιστά την εναλλακτική εξέταση των φοιτητών, δίνοντας τους την ευκαιρία να διαχειριστούν ενδεχόμενες αποτυχίες τους σε μαθήματα κατά το τρέχον ακαδημαϊκό έτος. Πιστεύουμε ότι για να μην δημιουργούνται ασάφειες, η επαναληπτική εξεταστική θα πρέπει να αναφέρεται ρητά και στο άρθρο 65. - Όπως ήδη ισχύει και με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, στο προτεινόμενο νομοσχέδιο ο αριθμός των εισακτέων ανά τμήμα καθορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων κατόπιν εισήγησης της Συγκλήτου κάθε ΑΕΙ. Όπως έχουμε πολλές φορές προτείνει και εξηγήσει τους λόγους της πρότασής μας, ο αριθμός των εισακτέων θα πρέπει να καθορίζεται από την Σύγκλητο του πανεπιστημίου μετά από εισήγηση του οικείου Τμήματος. Ζ) ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΣΠΟΥΔΩΝ Αναφορικά με τον δεύτερο και τρίτο κύκλο σπουδών θα πρέπει να γίνουν ορισμένες μεταβολές στο Νομοσχέδιο οι οποίες είναι: α) Θα πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ των υποτροφιών που θα δίνονται λόγω της αριστείας και της απαλλαγής τελών φοίτησης λόγω κοινωνικών και οικονομικών κριτήριων. Η θέσπιση του ελάχιστου βαθμού 7,5 στο βασικό πτυχίο για να δύναται κάποιος μεταπτυχιακός φοιτητής να αιτηθεί τα δωρεάν τέλη φοίτησης δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην Ελλάδα, την στιγμή που: • Υπάρχει διαφορετική λογική στη βαθμολόγηση μεταξύ των Τμημάτων των Πανεπιστημίων και μάλιστα ανάμεσα και σε Τμήματα διαφορετικού αντικειμένου. • Πολλοί απόφοιτοι του Α κύκλου, λόγω κοινωνικών και οικονομικών συγκυριών, απαιτείται να εργάζονται και να σπουδάζουν ταυτόχρονα, πράγμα που δεν διευκολύνει την εξασφάλιση υψηλής βαθμολογίας. Συνεπώς, ένα κατώφλι στο βαθμό πτυχίου του Α κύκλου Σπουδών δεν είναι δίκαιο και αναιρεί την κοινωνική διάσταση της απαλλαγής από τα τέλη φοίτησης. β) Η μη ύπαρξη ορίου στις θητείες του Διευθυντή ΠΜΣ δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να μην καταργηθεί πλήρως ο περιορισμός των θητειών του Διευθυντή των ΠΜΣ αλλά να είναι περισσότερο ευέλικτος (ίσως να μην επιτρέπεται πάνω από 3 θητείες και όχι πάνω από 2 συνεχόμενες), καθώς αυτό δημιουργεί συνθήκες που δεν συνάδουν με τον πλουραλισμό στη Διοίκηση. Στόχος θα πρέπει να είναι η ανανέωση και να αποφεύγεται ο κορεσμός των κατόχων των θέσεων ευθύνης. γ) Πρέπει να προβλεφθεί μεταβατική διάταξη ώστε τα Τμήματα και οι Σχολές (Α.Ε.Ι.) που δεν παρέχουν επί του παρόντος προγράμματα σπουδών πρώτου κύκλου, να μπορούν να οργανώνουν και να παρέχουν προγράμματα μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, έως την έναρξη του προγράμματος πρώτου κύκλου σπουδών. Η) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΥΝΤΟΜΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ Ιδιαίτερα θετικά είναι η θεσμοθέτηση των Προγραμμάτων Δευτερεύουσας Κατεύθυνσης, καθότι δημιουργεί συνθήκες διεπιστημονικότητας. Αναφορικά με τα Προγράμματα Σύντομης Διάρκειας, τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να έχουν επιπρόσθετη χρηματοδότηση (για προσωπικό και υποδομές) και υποστήριξη για την υλοποίηση αυτών των πολύ χρήσιμων δράσεων που θεσμοθετούνται. Θ) ΟΜΟΤΙΜΟΙ ΚΑΙ ΑΦΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ Αναφορικά με τους Ομότιμους Καθηγητές και τα Αφυπηρετήσαντα μέλη ΔΕΠ, το Νομοσχέδιο επιτρέπει τη συμμετοχή τους στη διδασκαλία σε προ-πτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο όπως επίσης και τη συμμετοχή τους σε τριμελείς και επταμελείς επιτροπές διδακτορικών σπουδών και σε ερευνητικά έργα. Πιστεύουμε ότι η αξιοποίηση των ομότιμων καθηγητών και των αφυπηρετησάντων μελών ΔΕΠ για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των προγραμμάτων σπουδών των Τμημάτων και η μη πρόσληψη νέων μελών ΔΕΠ θα αποτελέσει τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη των Πανεπιστημίων. Τα Πανεπιστήμια χρειάζονται νέους Επιστήμονες με όρεξη και φρεσκάδα. Αυτό που τα Πανεπιστήμια έχουν ανάγκη είναι νέες θέσεις μελών ΔΕΠ όπως και άμεση προκήρυξη των θέσεων μελών ΔΕΠ που προκύπτουν από συνταξιοδοτήσεις. Η εξυπηρέτηση προπτυχιακών εκπαιδευτικών αναγκών από αφυπηρετήσαντα λόγω συνταξιοδότησης μέλη ΔΕΠ μπορεί να μειώνει το οικονομικό κόστος, αλλά αυξάνει το κόστος της προσπάθειας των Πανεπιστημίων να προχωρήσουν στο μέλλον. Οι Ομότιμοι Καθηγητές και οι αφυπηρετήσαντες μπορούν να προσφέρουν, εφόσον το επιθυμούν, όχι όμως αντικαθιστώντας τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα ενεργά μέλη. Χρειάζεται να δοθεί τόπος στους νέους που δεν βρίσκουν διεξόδους στη χώρα μας και αναγκάζονται να μεταναστεύσουν και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αλλού και ταυτόχρονα να υποστηριχθεί η αναπτυξιακή προοπτική των Πανεπιστήμιων με την στελέχωση με νέα μέλη ΔΕΠ . Ι) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΜΕΛΩΝ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ - Σύμφωνα με το Προτεινόμενο Νομοσχέδιο η «κρίση για εκλογή ή εξέλιξη μέλους Δ.Ε.Π. βασίζεται στο συνολικό διδακτικό και ερευνητικό έργο του κρινόμενου, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της διδακτικής του ικανότητας, στη συνολική του επιστημονική και ερευνητική δραστηριότητα, με έμφαση στη διεθνή του παρουσία, στη συνεισφορά του στην αξιοποίηση της γνώσης και στη μεταφορά τεχνολογίας, όπως αυτή αποτιμάται μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που έχει κατοχυρώσει, τη συμμετοχή στην εξαγωγή ερευνητικών αποτελεσμάτων που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ίδρυσης εταιρειών τεχνοβλαστού (spinoff) και τη συμμετοχή σε αυτές ως μέλους ή μετόχου, καθώς και στην προσέλκυση χρηματοδοτήσεων για την έρευνα και την αναγνωρισμένη κοινωνική παρουσία και παρέμβαση. Επίσης συνεκτιμάται το επιστημονικό ήθος του υποψηφίου ως ουσιώδες στοιχείο για τη συγκρότηση της προσωπικότητάς του.» Γεννά απορία το γεγονός ότι προκρίνεται η συνεισφορά των υποψηφίων στη δημιουργία εταιρειών spinoff, πράγμα που δίδει προτεραιότητα στη λειτουργία του Πανεπιστημίου ως Επιχείρηση και όχι ως δημόσιου φορέα εκπαίδευσης και έρευνας όπως το Σύνταγμα της χώρας επιτάσσει. Τα μέλη ΔΕΠ των Πανεπιστημίων είναι δημόσιοι λειτουργοί και όχι επιχειρηματίες και επιπροσθέτως σε θεωρητικές επιστήμες δεν έχει εφαρμογή η δημιουργία τεχνοβλαστών. - Η κατάργηση της δυνατότητας μονιμοποίησης στην βαθμίδα του Επίκουρου θα λειτουργήσει αρνητικά στα Πανεπιστήμια. Θα υπάρχουν Επίκουροι Καθηγητές δύο ταχυτήτων (όσοι προλάβουν να μονιμοποιηθούν) και δεν θα υπάρχει κίνητρο για braingain, αφού έχοντας παραιτηθεί από κάποιο άλλο επάγγελμα είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή, ο νέος Επίκουρος Καθηγητής θα βιώνει αβεβαιότητα ως προς την ακαδημαϊκή του εξέλιξη. Ούτε το αυθαίρετο χρονικό όριο των μεταβατικών διατάξεων δημιουργεί συνθήκες ισονομίας. Τα νέα μέλη ΔΕΠ θα πρέπει να έχουν τον απαιτούμενο χρόνο για να αποδώσουν και να προσφέρουν και να εξελίσσονται στο Πανεπιστήμιο σε ένα ορθολογικό και καλά δομημένο πλαίσιο που τους δίνει κίνητρα ακαδημαϊκής καταξίωσης και όχι να αναλώνονται στην αναζήτηση της επόμενης δουλειάς τους. Περαιτέρω, η πρόβλεψη για απασχόλησή τους σε άλλο επίπεδο εκπαίδευσης μετά από αρνητική κρίση είναι ανεφάρμοστη και προσβλητική. Η διάκριση αυτή δημιουργεί μη ισόνομες συνθήκες. Προτείνουμε να παραμείνει το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο για την βαθμίδα του Επίκουρου καθηγητή, διότι αν ισχύσει το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο θα αποτελέσει αντικίνητρο προσέλκυσης αξιόλογων επιστημόνων στα Πανεπιστήμια. Επίσης, με δεδομένο ότι οι Επίκουροι Καθηγητές θα πρέπει να έχουν μονιμότητα θα συμμετέχουν ως εκλέκτορες μέλους ΔΕΠ της αντίστοιχης βαθμίδας μετά την μονιμοποίηση τους. - Στο Νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνεται πρόβλεψη για τους ήδη υπηρετούντες λέκτορες και λέκτορες εφαρμογών. Η βαθμίδα αυτή υπηρετεί στα Πανεπιστήμια και θα πρέπει να συμπεριληφθούν διατάξεις για τη διαχείριση και εξέλιξη των κατόχων των θέσεων αυτών. - Η συγκρότηση των τριμελών εισηγητικών επιτροπών πρέπει να παραμείνει ως έχει, δηλαδή 2 εσωτερικά μέλη και 1 εξωτερικό μέλος (Άρθρο 147 παρ. 3). Επίσης, τα χρονικά όρια που τίθενται για την κατάθεση της εισηγητικής έκθεσης στα εκλεκτορικά πιστεύουμε ότι θα πρέπει να μείνει ως έχει σήμερα (40 ημέρες). - Στην παράγραφο 2 του άρθρου 152 θα πρέπει η μεταβολή γνωστικού αντικειμένου να πραγματοποιείται με απόφαση της Συγκλήτου και πράξη του Πρύτανη και όχι με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. - Επίσης, δεν γίνεται αντιληπτό για ποιόν ακριβώς λόγο δεν μπορούν να μετέχουν στα εκλεκτορικά, μέλη ΔΕΠ βαθμίδας αναπληρωτή και καθηγητή εφόσον η πρώτη τους εκλογή ήταν στη βαθμίδα αυτή. Άλλως, κατά αυτόν τον τρόπο προκαλούνται αντικίνητρα για προκήρυξη νέας θέσης βαθμίδας Αναπληρωτή ή Καθηγητή και πλήττει την ισονομία ως προς την συμμετοχή σε εκλεκτορικά σώματα. - Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η δυνατότητα που παρέχεται σε μέλη ΔΕΠ Πανεπιστημίων της Αλλοδαπής να διατηρήσουν την θέση τους στο Πανεπιστήμιου της Αλλοδαπής, εφόσον εκλεγούν και διορισθούν στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο. Πως είναι δυνατόν να γίνει αυτό, καθώς από τη μια μεριά συγκρούεται με άλλα νομοθετήματα που αφορούν στα μέλη ΔΕΠ και αφετέρου δεν δημιουργεί συνθήκες ισονομίας. Πιστεύουμε ότι αυτές οι περιπτώσεις θα πρέπει να ενταχθούν στον θεσμό του Επισκέπτη Καθηγητή που καλύπτει αποτελεσματικά το συγκεκριμένο αντικείμενο. ΙΑ) ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ Στο Νομοσχέδιο προτείνονται συγκεκριμένες Μονάδες, κάποιες εκ των οποίων ήδη λειτουργούν (ΜΟΔΙΠ, Μονάδα Στρατηγικού Σχεδιασμού, Μονάδα Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Μονάδα Ασφάλειας και Προστασίας, κ.ά.) καθώς αποτελούσαν αντικείμενο προηγούμενων νομοθετικών παρεμβάσεων. Στη λειτουργία των μονάδων αυτών παρατηρείται μεγάλος βαθμός εμπλοκής του Πρύτανη και του Συμβουλίου Διοίκησης και δεν είναι φανερό με ποιες διοικητικές δομές και διοικητικό προσωπικό θα λειτουργήσουν οι μονάδες αυτές. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η κατάργηση της Επιτροπής Μεταπτυχιακών Σπουδών που αποτελείται από τον αρμόδιο Αντιπρύτανη και τους Κοσμήτορες των Σχολών δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στα τρία έτη λειτουργίας της, η Επιτροπή Μεταπτυχιακών Σπουδών συνέβαλε με θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη των μεταπτυχιακών αποτελώντας το ενδιάμεσο στάδιο επεξεργασίας των ΠΜΣ μεταξύ των Συνελεύσεων των Τμημάτων και της Συγκλήτου. ΙΒ) Αναφορικά με τις προβλέψεις για την χαλάρωση των περιορισμών στις αμοιβές των μελών ΔΕΠ από ερευνητικά έργα και έργα ΕΣΠΑ δεν επιλύεται το πρόβλημα, η Ακαδημαϊκή Κοινότητα έχει ανάγκη από αξιοπρεπείς μισθούς, ώστε να επιτελεί απρόσκοπτα το έργο της. Επισημαίνεται ότι μέχρι το 2007 οι Πανεπιστημιακοί Καθηγητές είχαν τις υψηλότερες αμοιβές σε σύγκριση με όλα τα άλλα ειδικά μισθολόγια. Δυστυχώς όμως το 2008 άλλα ειδικά μισθολόγια αυξήθηκαν έως και 100% (Δικαστικοί) και οι μισθοί των Καθηγητών παρέμειναν καθηλωμένοι. Eπιβάλλεται η Πολιτεία να αποκαταστήσει την κοινωνική αδικία και να αναπροσαρμόσει τους μισθούς ΔΕΠ στο ύψος των άλλων δημόσιων λειτουργών. Η Επιστημονική Έρευνα περιλαμβάνει πολλούς περισσότερους τομείς (Ανθρωπιστικές Σπουδές, Κοινωνικές Επιστήμες, Τέχνη, κ.α.), οι οποίοι είναι κρίσιμοι και σημαντικοί για τα Πανεπιστήμια, που φαίνεται ότι δεν αποτελούν προτεραιότητα από την Πολιτική Ηγεσία. ΙΓ) Κρίνουμε θετικά τις παρακάτω παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται το Νομοσχέδιο: α) Τη θεσμοθέτηση των Βιομηχανικών Διδακτορικών β) Τη θεσμοθέτηση των Κέντρων Ψυχολογικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης γ) Τη θεσμοθέτηση των Κέντρων Υποστήριξης των Σπουδών (είχε θεσμοθετηθεί και περιλαμβάνεται και σε αυτό το Νομοσχέδιο) δ) Την Οργάνωση των Πανεπιστημιακών Κέντρων Έρευνας και Καινοτομίας ε) Τις προβλέψεις του Νομοσχεδίου (στο Πρόσθετο Διδακτικό και Ερευνητικό προσωπικό) για τον θεσμό του Επισκέπτη καθηγητή και τις Επώνυμες Έδρες, στ) Την απλοποίηση των διαδικασιών στη Διαχείριση των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας. ζ) Την θεσμοθέτηση των εργαλείων για την Διεθνοποίηση των Πανεπιστημίων και την οργάνωση ξενόγλωσσων Προγραμμάτων Σπουδών. Εν κατακλείδι, προτείνουμε προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων να αποσύρει το προτεινόμενο Νομοσχέδιο και να πραγματοποιηθεί διεξοδική και εντατική διαβούλευση για κάθε κεφάλαιο και για κάθε άρθρο του σε ένα εύλογο χρονικό πλαίσιο, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα νέο νομοσχέδιο το οποίο θα μπορέσει να αποτελέσει σημείο καμπής για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Στόχος της διαβούλευσης θα είναι η διαμόρφωση ενός Νομοσχεδίου έτσι ώστε: • Να διατηρεί τις αναπτυξιακές προτάσεις που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο Νομοσχέδιο • Να αναμορφώσει και να εξορθολογίσει εκείνους τους κρίσιμους τομείς οι οποίοι είναι σίγουρο ότι είτε δεν θα λειτουργήσουν καθόλου είτε θα οδηγήσουν στα αντίθετα από τα προσδοκόμενα αποτελέσματα. • Να προστεθούν τομείς στο Νομοσχέδιο, που δεν καλύπτονται και είναι κρίσιμοι για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η Πανεπιστημιακή κοινότητα έχει την επιθυμία, το όραμα, τη γνώση και τα εχέγγυα για να βοηθήσει στη δημιουργία ενός Θεσμικού Πλαισίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση που πιστεύουμε ότι θα είναι εμβληματικό και θα μπορέσει να αποτελέσει το όχημα της εξέλιξης της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα επόμενα έτη. Τα όργανα υπάρχουν για να έχουμε την επιθυμητή διαβούλευση και συναίνεση τόσο στην Ανώτατη Εκπαίδευση όσο και στο σύνολο της χώρας (Σύνοδος Πρυτάνεων, Σύγκλητοι των Πανεπιστημίων, Κοινωνικοί Εταίροι, Σύλλογοι Παραγωγικών Φορέων, κ.ά.) και πρέπει να αξιοποιηθούν. Η Πολιτεία πρέπει να μας εμπιστευθεί. Ο Προσανατολισμός προς τον Πολίτη αφορά στην προσφορά εκείνων των υπηρεσιών και κοινωνικών αγαθών που πραγματικά χρειάζεται ο Πολίτης και η Χώρα.