Αρχική Η ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη διασπορά2ο πεδίο διαβούλευσης: Αποτίμηση των σημερινών δομών παροχής ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης σε σχέση με (α) την παιδαγωγική τους καταλληλότητα, (β) την αποτελεσματικότητά τους, (γ) το κόστος και (δ) τις προοπτικές κοινωνικο-οικονομικής ένταξης των νέων γενιών ελληνικής καταγωγής στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησηςΣχόλιο του χρήστη Νίκος Λινάρδος | 2 Φεβρουαρίου 2011, 15:38
Στο πρόσφατο παρελθόν υπηρέτησα σε θέση του Υπουργείου Παιδείας, σχετική με την παιδεία των ομογενών και τη διαπολιτισμική εκπαίδευσης. Βασιζόμενος στην εμπειρία αυτή και σε στοιχεία που συγκέντρωσα με κόπο από ποικίλες (και συχνά αντικρουόμενες πηγές), μπορώ να πω ότι οι δομές της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό είναι ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές. Αυτό καταδεικνύουν τα υψηλά ποσοστά των παιδιών ελληνικής καταγωγής που δεν παρακολουθούν καμία μορφή ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης και τα ακόμα υψηλότερα ποσοστά εγκατάλειψης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στις μεγαλύτερες ηλικίες. Πώς λειτουργούν τα ΤΜΗΜΑΤΑ ΜΗΤΡΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ; Οι δάσκαλοι αποστέλλονται σε πόλεις και χωριά ανά τον κόσμο, χωρίς ουσιαστική επιμόρφωση, μόνοι και αβοήθητοι, μη ελεγχόμενοι και συχνά υποαπασχολούμενοι, για να διδάξουν την Ελληνική σε ολιγομελή και ανομοιογενή τμήματα. Το μοντέλο αυτό αποδείχθηκε σπάταλο και αναποτελεσματικό (παράδειγμα μία τυχαία χρονιά: 1172 αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί σε 56 χώρες και στις 5 ηπείρους το 2004, και πιστώσεις 54.000.000 ευρώ στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας για την εκπαίδευση ελληνοπαίδων εξωτερικού!). Τα ΑΜΙΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ έχουν κι αυτά, κατά την άποψή μου, κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο (αν θέλουμε να κρίνουμε τα πράγματα χωρίς συναισθηματισμούς). Απευθύνονται μάλλον σε αυτούς που σκέπτονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα (οικογένειες με προσωρινή εγκατάσταση στο εξωτερικό, λόγω της ελεύθερης διακίνησης εργαζομένων στην Ε.Ε.), παρά στους ομογενείς που θέλουν να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους επιτυχή κοινωνική ένταξη και επαγγελματική αποκατάσταση στις χώρες όπου ζουν. Όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η πλειονότητα των πανεπιστημιακών τμημάτων στα οποία διδάσκεται η νεοελληνική γλώσσα, παρέχουν στους φοιτητές τους μόνο κάποια στοιχεία ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, στο πλαίσιο ευρύτερων προγραμμάτων γλωσσολογίας, συγκριτικής λογοτεχνίας ή κλασικών σπουδών. Είναι πολύ λίγες στο εξωτερικό οι αυτοδύναμες έδρες νεοελληνικών σπουδών με σημαίνουσα παρουσία στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι των πανεπιστημίων όπου ανήκουν. Οι περιστασιακές επιχορηγήσεις που λαμβάνουν διάφορα πανεπιστήμια του εξωτερικού από το Υπουργείο Παιδείας και άλλες ελληνικές πηγές (συνήθως για συνέδρια, εκδόσεις κλπ.) δεν φαίνεται να αλλάζουν την κατάσταση. Επομένως, είναι απαραίτητο να περιοριστεί η πολυμορφία, η πολυδιάσπαση και η γεωγραφική διασπορά της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό. Πρέπει η χώρα μας να προσανατολιστεί στη ίδρυση ενός μικρού αριθμού ΔΙΓΛΩΣΣΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ, σε χώρες όπου υπάρχει συμπαγής ελληνική ομογένεια, στο πρόγραμμα των οποίων η Ελληνική θα καταλαμβάνει ισότιμη θέση με αυτή της γλώσσας της χώρας υποδοχής. Η ένταξη των σχολείων αυτών στο εκπαιδευτικό σύστημα της φιλοξενούσας χώρας να διασφαλιστεί με διμερείς μορφωτικές συμφωνίες. Τα σχολεία αυτά θα προσφέρουν στους αποφοίτους τους το συγκριτικό πλεονέκτημα της λειτουργικής διγλωσσίας, και κυρίως θα συγκροτούν ένα σύστημα ελέγξιμο, αποτελεσματικό και οικονομικώς βιώσιμο. Στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η Ελληνική Πολιτεία να επικεντρώσει την προσοχή της σε χώρες στις οποίες επιθυμεί (και έχει συμφέρον) να διατηρήσει ζωντανή πολιτισμική παρουσία. Να επιχορηγεί πανεπιστημιακές σχολές με κύρος και παράδοση, μόνο αν αυτές μπορούν να αναπτύξουν πλήρη προγράμματα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμικού, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ενός φορέα που θα καταγράφει την εκπαιδευτική και ερευνητική προσφορά των ελληνικών εδρών ανά τον κόσμο (και όχι μιας επιτροπής που θα αποφασίζει κατά περίπτωση).