• Σχόλιο του χρήστη 'Ιωάννης Σαριδάκης' | 10 Φεβρουαρίου 2024, 11:34

    Η διαδικασία σύνθεσης του νομοσχεδίου δυστυχώς ακολουθεί την πεπατημένη, ήτοι γίνεται χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση με τα Πανεπιστήμια. Η ιστορική αναδρομή στη διαδικασία νομοθέτησης επί θεμάτων που αφορούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ειδικά όταν τα θέματα αυτά είναι μείζονα, δείχνει ότι οι μόνοι νόμοι που επιβιώνουν σε βάθος χρόνου και συμβάλλουν, έστω και λίγο, στην πρόοδο του πανεπιστημίου είναι αυτοί που έχουν συζητηθεί σε βάθος, και ως προς το πνεύμα και ως προς το επί μέρους γράμμα τους. Τέτοιο καλό παράδειγμα (χρονικά τελευταίο στην ακαδημαϊκή πραγματικότητα), ο ν. 2083/1992 («Εκσυγχρονισμός της ανώτατης εκπαίδευσης» - γνωστός και ως «νόμος Σουφλιά»). Δυστυχώς, το Υπουργείο πεισματικά αρνείται να αποκτήσει θεσμική μνήμη, και εμμένει στη λογική της υπερρύθμισης, η οποία αναλώνει των ενέργεια του ανθρώπινου δυναμικού των ΑΕΙ στη διαχείριση άσκοπης (και μοναδικής στον δυτικό ακαδημαϊκό κόσμο) γραφειοκρατίας, σε βάρος της εκπαίδευσης και της έρευνας. Περαιτέρω, κατά τα φαινόμενα παραγνωρίζει καίριες προτάσεις της ΕΘΑΑΕ, στις ετήσιες εκθέσεις της οποίας διαχρονικά αποτυπώνεται η συγκεκριμένη παθογένεια και αναδεικνύεται η ανάγκη αλλαγής (και) νομοθετικού υποδείγματος επί τη βάσει στατιστικά αναλυτικών μοντέλων SWOT, συνολικά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και επιμερισμένα για τα ΑΕΙ, αλλά και για τις επιστημονικές περιοχές που οι Σχολές και τα Τμήματά τους θεραπεύουν. Δυστυχώς, η γενική νομοτεχνική εικόνα του νομοσχεδίου είναι ότι αυτό περιέχει πολλές επαναλήψεις και επικαλύψεις (φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί και στον ν. 4957/2022, του οποίου πολλές επί μέρους διατάξεις είναι εσωτερικά αντιφατικές), εισάγει δε έννοιες νομικά ασαφείς (π.χ. τι σημαίνει «συναφές Τμήμα» και ποιος και με ποια κριτήρια προσδιορίζει τη «συνάφεια»; - άρθρο 49 του ν/σ) - κάτι που αποδεδειγμένα εισφέρει στην ακαδημαϊκή καθημερινότητα ερωτήματα, τριβές, γνωμοδοτήσεις, ερμηνευτικές εγκυκλίους, δηλαδή παντελώς άσκοπη δαπάνη ενέργειας και ανάλωση του πνευματικού δυναμικού της χώρας σε δραστηριότητες ασύμβατες με τον πρωταρχικό σκοπό των ΑΕΙ και την -έστω και στενά οριοθετημένη- έννοια της ακαδημαϊκότητας. Ως προς τη γενικότερη -κατά τις επίσημες «μεταρρυθμιστικές» διακηρύξεις- κεντρική φιλοσοφία του νομοσχεδίου, και δη τη θεσμοθέτηση μη κρατικών πανεπιστημίων στη χώρα, οι «μακροσκοπικές» διαφωνίες είναι εν γένει γνωστές. Δεν θα σταθώ σε αυτές - άλλωστε πάντοτε υποστήριζα την ανάγκη αποδέσμευσης του ελληνικού πανεπιστημίου από την κρατική γραφειοκρατία και την ουσιαστική στήριξη του αυτοδιοίκητου. Ο μόνος νόμος με τον οποίο το τελευταίο επιχειρήθηκε ήταν ο ν.4009/2011, ο οποίος παρότι ψηφίστηκε από ευρύτατη πλειοψηφία στη Βουλή έμεινε στα χαρτιά και ξηλώθηκε, άρθρο προς άρθρο, από τους νόμους που ακολούθησαν, ιδίως τους νόμους της περιόδου 2015-2019 με τις αναρίθμητες φωτογραφικές διατάξεις και, κυρίως, με την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, χωρίς κριτήρια και χωρίς την απειροελάχιστη ακαδημαϊκή προπαρασκευή (βλπ. ενδεικτικά: https://www.kodiko.gr/nomothesia/document/120922). Για να δώσω ένα μέτρο του τι σημαίνει υπερρύθμιση: ο ν. 4009/2011 αριθμούσε 46.400 λέξεις, ο ν. 4957/2022 αριθμεί 200.300 λέξεις, ενώ το νομοσχέδιο που τον «συμπληρώνει» (και επί του οποίου η παρούσα διαβούλευση) αριθμεί 49.500 λέξεις (χωρίς να συνυπολογίζω τα διάφορα ενδιάμεσα «διορθωτικά» νομοθετήματα, και τις εκατοντάδες ερμηνευτικές εγκυκλίους από τον Αύγουστο του 2022 έως σήμερα). Τα σχόλια, πιστεύω, περιττεύουν. Ως ΕΚΠΑ έχουμε επιφυλαχθεί να τοποθετηθούμε θεσμικά, μετά από διάλογο με τα πανεπιστημιακά όργανα - όσο είναι (;) πρακτικά εφικτή μια ουσιώδης και επί συγκεκριμένων τοποθέτηση στο ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο 3-4 ημερών, ώστε να «προλάβουμε» τις προθεσμίες της διαβούλευσης. Ορισμένα, κατ' ουδένα τρόπο εξαντλητικά, ζητήματα τα οποία προκύπτουν από μια πρώτη ανάγνωση του νομοσχεδίου, μαζί με κάποιον ευρύτερο προβληματισμό ως προς το αυτοδιοίκητο και την υποχρηματοδότηση των δημοσίων ΑΕΙ και τη γενικότερη αναπτυξιακή (κοινωνικά και οικονομικά) λογική που τα διέπει ή τουλάχιστον θα έπρεπε να τα διέπει: 1. Πώς αντιμετωπίζονται φορολογικά τα νέα νομικά πρόσωπα (ΝΠΠΕ); 2. Υπάρχει κόστος, και εάν ναι, πόσο και πώς θα καταβάλλεται, για την πιστοποίηση των ΝΠΠΕ και των προγραμμάτων σπουδών τους; 3. Πώς εξασφαλίζονται συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού ιδίως στον τομέα της έρευνας μεταξύ ΑΕΙ και ΝΠΠΕ όταν τα πρώτα λειτουργούν στο ασφυκτικό πλαίσιο του δημοσίου λογιστικού και υπάγονται στις τερατώδεις και έξωθεν επιβληθείσες γραφειοκρατικές διαδικασίες των ΕΛΚΕ, ενώ τα δεύτερα θα πρέπει απλώς να θεσπίσουν ένα κάποιο όργανο εποπτείας («Επιτροπή Έρευνας», άρθρα 144, 145, 148), με μόνη προϋπόθεση την έγκριση των κανονισμών τους από την ΕΘΑΑΕ; Ειδικότερα, και με αυτήν την αφορμή, γιατί οι ΕΛΚΕ των ΑΕΙ παραμένουν ενταγμένοι στους φορείς γενικής κυβέρνησης (ΕΛΣΤΑΤ: https://bit.ly/4bAsSYw), με συνακόλουθη την υπαγωγή και αγκίστρωσή τους στο -μη λειτουργικό, σε επίπεδο έρευνας- δημόσιο λογιστικό, τη στιγμή που το κράτος ούτε διορίζει τις διοικήσεις τους, ούτε τους χρηματοδοτεί (για την ακρίβεια, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο); (Ενδεικτικά: Κανονισμός 549/2013 ΕΚ, ESA 2010: 1.34, State government EU glossary: "If a government entity operating in a state is entirely dependent on funds from central government, and if central government also dictates the ways in which those funds are to be spent, then the entity is an agency of central government", IMF: Government Finance Statistics Manual - Ch.2. C.I.2.28) Είναι ή όχι αυτή η υπαγωγή -και, επαναλαμβάνω, επιβολή ενός δυσλειτουργικού πλαισίου λειτουργίας- πολιτική απόφαση; Και εάν ναι, γιατί επί τέλους δεν αλλάζει; Ουσιώδης, και διόλου φιλοσοφικός, προβληματισμός επί αυτού του σημείου, ενδεικτικά στο: Weber, Luc. 2005. Nature and scope of public responsibility for higher education and research. In: Luc Weber and Sjur Bergan (eds). The public responsibility for higher education and research. Strasbourg: Council of Europe Publishing, 29-44. Συμπερασματικά, και με την επιφύλαξη της κατάθεσης ειδικότερων παρατηρήσεών μου επί συγκεκριμένων άρθρων στα αρμόδια όργανα διοίκησης του ΕΚΠΑ, φρονώ ότι το συγκεκριμένο νομοθέτημα περισσότερο θα εισφέρει νέα προβλήματα στον χώρο της τριτοβάθμιας από ό,τι θα λειτουργήσει αναπτυξιακά και με γνώμονα την κοινωνική πρόοδο. Με εκτίμηση, Ι.Ε. Σαριδάκης Αναπλ. Καθηγητής ΕΚΠΑ