Αρχική Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου –Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίωνΜΕΡΟΣ Δ’ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (άρθρα 127-155)Σχόλιο του χρήστη Τζέρυ Κόνγουει | 12 Φεβρουαρίου 2024, 18:17
Συνεχίζοντας με έτερο σχόλιο επί της ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης: Ενότητα 2. Γιατί αποτελεί πρόβλημα; Για το μέρος Δ' (ΙΑΕΙ) αναφέρεται ότι: "Ένα από τα σημαντικότερα χρόνια προβλήματα της ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα μας υπήρξε η φυγή Ελλήνων φοιτητών για σπουδές στο εξωτερικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, περισσότεροι από 40.000 Έλληνες να φοιτούν στο εξωτερικό (5% των Ελλήνων φοιτητών)." Αυτή η παράγραφος αποτελεί ωμή παραπλάνηση. Αρχικά δεν τεκμηριώνεται το πρόβλημα ως ένα από τα σημαντικότερα. Καμία μελέτη ή έρευνα δεν τεκμηριώνει αυτή την άποψη, ειδικά μπροστά το κοινά παραδεκτό πρόβλημα α) της χρόνιας υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης των ΑΕΙ που οξύνθηκε από το 2009 και βαίνει χαίνον και β) της γενικά τραγικής οικονομικής κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα φοιτητές να αναγκάζονται είτε να διακόπτουν τις σπουδές τους, είτε να εργάζονται παράλληλα με αυτές, καθώς η φοιτητική μέριμνα απουσιάζει. Αλλά ακόμα κι έτσι, το αναφερόμενο πλήθος (40.000) αποτελεί πολύ μικρό μέρος της σπουδάζουσας κοινωνίας (5%), ενώ ο αριθμός προφανώς ούτε τεκμηριώνεται (πως το γνωρίζουμε;) αλλά και συμπεριλαμβάνει φοιτητές που έχουν φύγει στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, των οποίων το ποσοστό επί του συνόλου δεν αποκαλύπτεται. Πράγματι αυτό το είδος φοιτητών, που δυνητικά μπορεί να φτάνει και το 95% του συνόλου (38.000 άτομα), είτε φεύγει βραχυχρόνια, είτε με σκοπό τη μόνιμη εγκατάστασή του στο εξωτερικό, και συμπεριλαμβάνει άτομα που επιλέγουν τα ξένα πανεπιστήμια για να αποκτήσουν την εμπειρία των σπουδών σε ένα ξένο ίδρυμα υψηλής αναγνωρισιμότητας. Συνεπώς το πραγματικό πλήθος των Ελλήνων φοιτητών που θα επέλεγαν τη διαμονή στη χώρα μας για σπουδές, δεδομένης της δυνατότητας, είναι στην ουσία άγνωστο και κατά πάσα βεβαιότητα αρκετά μικρότερο από τον αναφερόμενο αριθμό, αφού καμία σχετική διερευνητική μελέτη δεν έχει κάνει το Υπουργείο. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι: "Η φυγή (Brain drain) αυτή έχει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες τόσο σε επίπεδο προσώπων και οικογένειας όσο και από τη σκοπιά του γενικού συμφέροντος (απώλεια κεφαλαίων και δυνητικών οικονομικών συναλλαγών, απώλεια νέου επιστημονικού δυναμικού). Επιπλέον, υπάρχει σημαντική ακαδημαϊκή διασπορά Ελλήνων επιστημόνων υψηλών προσόντων και δεξιοτήτων λόγω των περιορισμένων ευκαιριών για ακαδημαϊκή καριέρα στην Ελλάδα." Όντως η φυγή των ανθρώπων αυτών στο εξωτερικό επιφέρει κάποιο αντίκτυπο στις προσωπικές και οικογενειακές τους σχέσεις. Από την άλλη πλευρά, αν υπολογίσει κανείς ένα μέσο κόστος σπουδών 20.000€ κατ' έτος (συμπεριλαμβανόμενης διαβίωσης και τυχόν διδάκτρων), τα διαφυγόντα κεφάλαια είναι περίπου 0.8δις€, ήτοι 0.3% του ΑΕΠ της χώρας [1]. Είναι πράγματι σημαντική η απώλεια για το κράτος και το γενικό συμφέρον; Εξ άλλου η απώλεια αυτή υφίσταται εδώ και δεκαετίες, ωστόσο δεν εμπόδισε την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μέχρι την κρίση, όπου και κατέρρευσε για άλλους λόγους. Από την άλλη πλευρά, οι λόγοι απώλειας του νέου επιστημονικού δυναμικού (φοιτητών και αποφοίτων) εδράζονται κυρίως στην αδυναμία εύρεσης εργασίας στην Ελλάδα, αφού ο ιδιωτικός τομέας δεν δημιουργεί ζήτηση για επιστήμονες και κύριος εργοδότης τους παραμένει το Δημόσιο (βλ. ανάλυση Α. Δημητρόπουλου, πρώην Γ.Γ. ΥΠΑΙΘ επί υπουργείας Ν. Κεραμέως [2]). Εξ άλλου, η γενική κακή οικονομική κατάσταση της χώρας, η χαμηλή ποιότητα των εργασιακών σχέσεων, το χαμηλό επίπεδο του κοινωνικού κράτους (παιδεία, υγεία, ασφάλιση, κοινωνικές παροχές γύρω από το παιδί) και τα χαμηλά επίπεδα των αμοιβών (ειδικά στο Δημόσιο ως κύριο εργοδότη) σε σχέση με τις αντίστοιχες απολαβές στο εξωτερικό, καθιστούν την Ελλάδα μη-ελκυστική για τους νέους επιστήμονες. Επιπρόσθετα, η χρόνια υποχρηματοδότηση της έρευνας, η εκλαμβανόμενη αναξιοκρατία στη διαχείριση ερευνητικών και εν γένει κρατικών κονδυλίων και οι επισφαλείς εργασιακές συνθήκες στους ερευνητικούς φορείς και πανεπιστήμια, δημιουργούν αρνητικές συνθήκες ακόμα και για όσους θα επέλεγαν να συνεχίσουν μια ακαδημαϊκή / ερευνητική σταδιοδρομία στην Ελλάδα. Συνεπώς, καθ'όσον οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες παραμένουν ως έχουν στη χώρα, ουδένα κίνητρο υπάρχει για τον περιορισμό της φυγής από τη χώρα και προφανώς η δυνατότητα σπουδών στην Ελλάδα σε ΙΑΕΙ, δεν αποτελεί λύση για όσους προσβλέπουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό με σκοπό να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Το φαινόμενο του Brain Drain δε μπορεί να συσχετιστεί λοιπόν με τη θέσπιση ΙΑΕΙ στη χώρα μας, εκτός από την προσδοκία ότι αυτά τα ιδρύματα μπορούν να προσφέρουν ίσως μια επαγγελματική διέξοδο σε τρέχοντες και μελλοντικούς αποφοίτους, που θα εργαστούν εκεί. Ωστόσο ακόμη κι έτσι, αν και οι 40.000 Έλληνες φοιτητές στου εξωτερικό σπούδαζαν σε ΙΑΕΙ στην Ελλάδα, η λειτουργία αυτών των ΙΑΕΙ με όρους ποιότητας κοντά σε αυτούς του μέσου όρου της ΕΕ (ήτοι, λόγος διδασκόντων προς φοιτητές = 1:16), θα δημιουργούσε περίπου 2500 θέσεις εργασίας + 1100 θέσεις διοικητικών (διδάσκοντες:διοικητικοί = 2.22:1)[4]. Πιο ρεαλιστικά, αν οι μισοί από τους 40.000 δεν έφευγαν από την Ελλάδα και σπούδαζαν σε ΙΑΕΙ με δείκτες κοντά στο μ.ο. της ΕΕ, θα δημιουργούνταν θέσεις εργασίας 1250 καθηγητών και 560 διοικητικών. Ακόμη πιο ρεαλιστικά, σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι ένα ΙΑΕΙ για να είναι ανταγωνιστικό σε σχέση με τα δημόσια ΑΕΙ, θα αρκούσε να έχει απλά κάπως καλύτερους λόγους διδασκόντων / φοιτητές (π.χ. 1:23 αντί για 1:47) και διδασκόντων:διοικητικών (π.χ. 1:1 αντί για 1:0.5) [3]. Συνεπώς για να είναι ο χώρος των ΙΑΕΙ διπλάσια καλύτερος ποσοτικά, σε ότι αφορά τη στελέχωση, θα μπορούσαμε να περιμένουμε τη δημιουργία 870 θέσεων διδασκόντων, και 435 θέσεων διοικητικών για να καλύψουν 20.000 φοιτητές. Ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας είναι πολύ μικρός για να καλύψει τους τρέχοντες υπ. διδάκτορες που ίσως γίνουν μελλοντικοί διδάσκοντες στα ΙΑΕΙ (33.173 άτομα) ή τους πτυχιούχους που θα μπορούσαν να εργαστούν μελλοντικά σε ΙΑΕΙ ως διοικητικοί (810.000 άτομα). Στην πράξη λοιπόν, ελάχιστη επίπτωση στην απασχολησιμότητα των νέων αποφοίτων θα μπορούσαν να έχουν τα ΙΑΕΙ στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το επιχείρημα ότι θα μπορούσαν νέοι επιστήμονες που είναι στο εξωτερικό να επιστρέψουν για να εργαστούν στα ΙΑΕΙ. Όμως αυτό δεν πρόκειται να γίνει διότι α) όσοι απασχολούνται σε ΑΕΙ του εξωτερικού δε θα εγκαταλείψουν την ερευνητική τους σταδιοδρομία για να έρθουν σε άγνωστης ποιότητας ιδρύματα στην Ελλάδα, β) οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες εργασίας στο εξωτερικό θα παραμείνουν πολύ πιο ελκυστικές από ότι στην Ελλάδα και γ) τα ΙΑΕΙ μπορούν να στελεχωθούν από την υπερπροσφορά στην εγχώρια αγορά χωρίς την ανάγκη να προσφέρουν μισθούς ανταγωνιστικούς για τους Έλληνες που εργάζονται στο εξωτερικό. Εν κατακλείδι, καμία ουσιαστική μεταβολή στο πρόβλημα της φυγής των νέων για σπουδές στο εξωτερικό δεν αναμένεται να φέρει η λειτουργία των ΙΑΕΙ, ούτε βέβαια να προσελκύσουν σημαντικό αριθμό Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό. Στη συνέχεια αναφέρεται: "Τέλος, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι τα όρια της φέρουσας ικανότητας των ημεδαπών, κρατικών Α.Ε.Ι., να απορροφήσουν τη ζήτηση σε συγκεκριμένες ακαδημαϊκές διαδρομές υψηλής ζήτησης (νομική, ιατρική, πολυτεχνικές σπουδές, εξειδικευμένες οικονομικές σπουδές), λειτουργούν ως παράγων για τη μετοίκηση Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό, γεγονός το οποίο πλήττει το δικαίωμα των Ελλήνων για πρόσβαση στην παιδεία της επιλογής τους." Κι εδώ έχουμε μια περίπτωση ακόμη ωμής παραπλάνησης. Κανένα δικαίωμα δεν προκύπτει από το Σύνταγμα ή οπουδήποτε αλλού για την πρόσβαση των Ελλήνων στην παιδεία της επιλογής τους (δηλαδή τη σχολή). Εάν υπήρχε τέτοια συνταγματική υποχρέωση, όπως υπάρχει για τα σχολεία (υποχρεωτική εκπαίδευση) το κράτος θα έπρεπε να έχει μεριμνήσει για την παροχή της καθολικής πρόσβασης στα δημόσια ΑΕΙ, και μάλιστα ανά σχολή ανάλογα με τη ζήτηση. Κάτι τέτοιο θα ήταν προφανώς αδύνατο να γίνει αφού η ζήτηση μπορεί να αλλάζει διαχρονικά, αλλά και για το λόγο αυτό, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα στην καθολική πρόσβαση, υπάρχουν εισαγωγικές διαγωνιστικές εξετάσεις για περιορισμένο αριθμό θέσεων στα Πανεπιστήμια. Δικαίωμα συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία έχουν, βεβαίως, όλοι οι Έλληνες πολίτες ανεξαιρέτως. Τέλος αναφέται ότι: "Από τα ως άνω προκύπτει ότι είναι καθοριστική η θέσπιση ρυθμιστικού πλαισίου αναφορικά με τη δυνατότητα εγκατάστασης και λειτουργίας παραρτημάτων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής, υπό τη μορφή Ν.Π.Π.Ε. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα στην Ελλάδα, ενισχύοντας τον δημιουργικό ανταγωνισμό στην ανώτατη εκπαίδευση, βελτιώνοντας τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αυξάνοντας τις επιλογές των Ελλήνων μαθητών και φοιτητών, καθιστώντας τη χώρα σημαντικό εκπαιδευτικό προορισμό αλλοδαπών φοιτητών και ερευνητών και αποτελώντας επιπροσθέτως μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας." Όπως είδαμε, δεν τεκμαίρεται καμία σκοπιμότητα για την ίδρυση ΙΑΕΙ στη χώρα. Ιδιαίτερα δεν τεκμαίρεται ότι αν ιδρύονταν ΙΑΕΙ αυτά θα έπρεπε να είναι παραρτήματα ιδρυμάτων της αλλοδαπής. Δεν τεκμηριώνεται κανένα δικαίωμα στην πρόσβαση της σχολής της επιλογής καθενός, αλλά στη συμμετοχή στο διαγωνισμό για την πρόσβαση. Το πρόβλημα της φοίτησης στο εξωτερικό είναι διαχρονικό, ουδέποτε στο παρελθόν έχει προκαλέσει κάποιο ιδιαίτερο κοινωνικό πρόβλημα ή πρόβλημα δημοσίου συμφέροντος λόγω του μικρού αντίκτυπού του στην εθνική οικονομία. Ούτε βέβαια πρόκειται τα ΙΑΕΙ να συμβάλλουν στον δραστικό περιορισμό της φυγής νέων για σπουδές προς το εξωτερικό, ούτε να δημιουργήσουν σημαντικό αριθμό νέων θέσεων εργασίας για νέους επιστήμονες, ούτε να προσελκύσουν ικανό αριθμό Ελλήνων επιστημόνων από την αλλοδαπή. Από τα ανωτέρω επίσης ουδόλως τεκμαίρεται ο ισχυρισμός περί δημιουργικού ανταγωνισμού, της βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών, της εδραίωσης της χώρας ως σημαντικό προορισμό αλλοδαπών φοιτητών και ερευνητών, πολύ απλά γιατί κανένα επιχείρημα δεν προβάλλεται ως προς αυτά. Όσον αφορά τα ΙΑΕΙ ως μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τον ισχυρισμό, από τη στιγμή που το σύνολο των φοιτητών κατά τους υπεραισιόδοξους υπολογισμούς του Υπουργείου δεν πρόκεται να ξεπεράσει το 4-5% του φοιτητικού πληθυσμού, σε μια χώρα που έχει ΗΔΗ 23 δημόσια ΑΕΙ. Απεναντίας, και εδώ είναι η μεγάλη παράλειψη της ανάλυσης, δεν τεκμηριώνεται ο λόγος για τον οποίο προκρίνεται η λειτουργία ΙΑΕΙ, σε αντιπαραβολή με μια γενναία επένδυση που θα μπορούσε να κάνει το Ελληνικό Κράτος για την ενίσχυση των δημόσιων ΑΕΙ, ώστε να γίνουν αυτά σημαντικός προορισμός γηγενών και αλλοδαπών φοιτητών, ερευνητών, και επιστημόνων του εξωτερικού, ενισχύοντας το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό τους και τις υποδομές τους. Τα χρήματα για μια τέτοια επένδυση ανακτώνται εύκολα από τους φόρους επί του κόστους διαβίωσης των φοιτητών και τους φόρους εισοδήματος του προσωπικού, χωρίς να απαιτούνται καν δίδακτρα. Μια πρόχειρη ανάλυση που καταδεικνύει ότι η λειτουργία 35.000 νέων θέσεων σε υπάρχοντα δημόσια ΑΕΙ είναι οικονομικά όχι μόνο ουδέτερη, αλλά και αφήνει πλεόνασμα, έχει ήδη τεθεί στο δημόσιο διάλογο [5]. [1] https://www.naftemporiki.gr/finance/1521063/to-2024-i-ellada-tha-ftasei-to-aep-toy-2009/ [2] https://www.youtube.com/watch?v=Z1hD1LIF_ME [3] https://www.ethaae.gr/images/articles/etisies_ekthesis_HAHE/%CE%A4%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%88%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7_%CE%95%CE%98%CE%91%CE%91%CE%95_2022_v1.1.pdf [4] https://link.springer.com/article/10.1007/s10734-022-00819-7 [5] https://threadreaderapp.com/thread/1756233672942887376.html