• Σχόλιο του χρήστη 'Γεώργιος Ο.' | 16 Φεβρουαρίου 2024, 04:00

    Το Άρθρο 9 φιλοδοξεί να «αναδιοργανώσει» τη Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΔΠΘ. Αν θεωρήσουμε δεδομένη την -υπαρκτή- αναγκαιότητα κάποιας «επέμβασης», η επιλογή της συγκεκριμένης «λύσης», δηλαδή της συγχώνευσης των τριών συγγενικών αλλά και αρκετά διαφορετικής φυσιογνωμίας και σκοπού τμημάτων, αυτή είναι μάλλον ατεκμηρίωτη αλλά και εμφανέστατα μη επεξεργασμένη (όχι με ευγενείς προθέσεις, τουλάχιστον). Μέχρι στιγμής, πρόκειται για τρία Τμήματα που όσο κι να συνομιλούν ή συνεργάζονται, θεραπεύουν διακριτά αντικείμενα, ακολουθούν διαφορετικές επιστημολογικές προσεγγίσεις και αποσκοπούν στην ανάπτυξη διαφορετικών εξειδικεύσεων. Είναι προφανές ότι το ενιαίο «υπερ-Τμήμα» στο οποίο θα μετασχηματιστούν τα τρία πρώην αυτοτελή και ήδη με πληθώρα κατευθύνσεων ΠΠΣ, απλά είναι καταδικασμένο να αναζητά σκοπό, ταυτότητα και… φοιτητές. Ειδικά το Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας γνωρίζει αλματώδη ανάπτυξη και τυγχάνει ευρείας αναγνώρισης, αδικούμενο κατάφωρα από μια τέτοια προοπτική. Περιλαμβάνει δε αρκετές ειδικεύσεις που αν διατηρηθεί η έννοια της «Φιλολογίας» στο προτεινόμενο ΠΠΣ «Φιλολογίας, Ιστορίας και Ανθρωπολογίας» αναρωτιέται κανείς πώς ακριβώς θα συνυπάρξει η εξειδίκευση στη Γλωσσολογία, στην Κλασική, στη Βυζαντινή ή στη Νεότερη Φιλολογία, βοηθητικά αντικείμενα όπως η Παπυρολογία, η Παλαιογραφία κλπ, με την εξειδίκευση στα σαφώς διαφορετικής λογικής αντικείμενα της Ιστορίας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Βυζαντινής, Ευρωπαϊκής, Βαλκανικής, Ελληνικής, Οθωμανικής, κλπ), της Αρχαιολογίας-Ιστορίας της Τέχνης και των πολλαπλών πεδίων της Ανθρωπολογίας (η οποία δεν διευκρινίζεται εάν θα συνεχίσει στα πρότυπα της Εθνολογίας -καθώς στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας διδάσκεται μεταξύ άλλων και η Βιολογική Ανθρωπολογία- ή θα περιοριστεί στην Κοινωνική Ανθρωπολογία). Τα άλλα δύο Τμήματα, παρά τον πολύπτυχο χαρακτήρα τους και την ερευνητική τους δραστηριότητα, σαφώς δεν έχουν την ίδια ζήτηση, η καθιέρωση της ΕΒΕ, καθώς και η έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής στο αντικείμενο (κάτι που ισχύει γενικά για τις Ανθρωπιστικές Σπουδές, όμως) καθώς και η γεωγραφική τους θέση τα τελευταία χρόνια έχουν απομειώσει στο ελάχιστο τους εισακτέους οπότε δικαιολογημένα θεωρείται ότι χρειάζονται «αναζωογόνηση», η οποία όμως φαίνεται αδύνατο να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός τέτοιου τμήματος. Τα προτεινόμενα προγράμματα σπουδών, κατά τα φαινόμενα κενοί τίτλοι, θεσμοθετούνται χωρίς να έχουν μελετηθεί οι προϋποθέσεις λειτουργίας τους και η βιωσιμότητά τους, τα επαγγελματικά δικαιώματα που θα παρέχουν και εν γένει ο σκοπός τους. Ο απόφοιτος του ΠΠΣ-ομπρέλας «Φιλολογίας, Ιστορίας και Ανθρωπολογίας» τι ακριβώς θα επαγγέλλεται; Θα είναι φιλόλογος; Θα είναι ιστορικός (επαγγελματικά και πάλι ΠΕ02); Θα είναι ανθρωπολόγος με ολίγη από φιλολογία; Τι θα εξασφαλίζει ένα τέτοιο πτυχίο στον υποψήφιο φοιτητή/απόφοιτο και εν τέλει πόση εγκυρότητα υπόσχεται ένα τέτοιο αναμόχλευμα; Στην περίπτωση του ΠΠΣ «Ψηφιακών Εφαρμογών», σε αντίθεση με το προηγούμενο πρόγραμμα όπου αυτοτελείς και αυτάρκεις επιστήμες ανακατεύονται, αναδεικνύεται σε ΠΠΣ μια υψηλή εξειδίκευση -που θα άρμοζε ίσως σε Μεταπτυχιακό-, η οποία ακριβώς λόγω της θεματικής ούτε επαγγελματική αποκατάσταση εγγυάται, ούτε φαίνεται ικανή να συγκριθεί με Τμήματα πχ Πληροφορικής. Με το εν λόγω άρθρο, δημιουργείται μια μονοτμηματική σχολή με 2 εντελώς ετερόκλιτα ΠΠΣ, χωρίς να προκύπτει κάποια μακροπρόθεσμη λογική πίσω από αυτό το σχεδιασμό και πέρα από κάθε παράδειγμα διάκρισης των επιστημονικών πεδίων. Ως απόφοιτος του -εκ φύσεως διεπιστημονικού- Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας (μόλο που αυτός ο συνδυασμός ευσταθούσε), καμία «ενίσχυση» δεν βλέπω. Αντί διαβούλευσης με την πανεπιστημιακή κοινότητα και την τοπική κοινωνία (υπάρχουν αξιόλογοι πολιτιστικοί οργανισμοί που θα μπορούσαν να πάρουν θέση σε όλη την Περιφέρεια Α.Μ.-Θ.) και αξιολόγησης των υπαρκτών αναγκών, διαφαίνεται ως και η ολοκληρωτική απάλειψη των Ανθρωπιστικών Σπουδών από το Δημοκρίτειο. Όσες εκδοτικές προσπάθειες, επιστημονικές εκδηλώσεις και ερευνητικά προγράμματα τοποθετούσαν στον «χάρτη» των Ανθρωπιστικών Σπουδών την -καθυστερημένη ερευνητικά- Θράκη, θα συρρικνωθούν κι αυτά. Οι φιλόδοξοι φιλόλογοι/ιστορικοί/αρχαιολόγοι/βαλκανολόγοι θα βρουν τμήματα σε άλλα μέρη της χώρας, η ακριτική Θράκη όμως θα «κείται μακράν», η τόσο πλούσια ιστορία της και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της θα ξαναγίνουν «άγνωστη χώρα» χωρίς ισχυρούς επιτόπιους ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς θεσμούς να προσελκύουν έστω περιστασιακά το ενδιαφέρον.