• Σχόλιο του χρήστη 'ΠΑΝΟΣ Γ. ΔΡΟΣΙΝΑΚΗΣ' | 11 Μαρτίου 2011, 05:30

    Δημόσια διαβούλευση για το νέο πλαίσιο αρχών της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στη διασπορά Παρέμβαση του Πάνου Δροσινάκη, Αμβούργο, Ο.Δ. Γερμανίας Αποτελεί, πλέον, αδιαμφισβήτητο γεγονός: Το μεγαλύτερο και σοβαρότερο πρόβλημα, που αντιμετωπίζουμε ως Έλληνες της Διασποράς στον τόπο κατοικίας μας, στην Γερμανία, είναι αυτό της έλλειψης αξιόλογης ελληνικής εκπαίδευσης των παιδιών μας. Δυστυχώς, αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημά μας και στις προηγούμενες δεκαετίες, και συνεχίζει να παραμένει και σήμερα. Αν, μάλιστα, η ελληνική πολιτεία συνεχίσει να αντιμετωπίζει αυτό το θέμα με την ίδια προχειρότητα, τον οπορτουνισμό, την έλλειψη σοβαρότητας και υπευθυνότητας, που χαρακτήρισε τη στάση ΟΛΩΝ των Κυβερνήσεων μέχρι σήμερα, τότε αυτό θα συνεχίσει να είναι το σοβαρότερο πρόβλημά μας και στο μέλλον, μέχρι, πιθανότατα, να μην μας απασχολεί πλέον, γιατί – εξουθενωμένοι και απογοητευμένοι από αυτήν την μόνιμη απαράδεκτη κατάσταση και ανεπάρκεια του ελληνικού κράτους – θα το έχουμε αφήσει ολοκληρωτικά στα χέρια του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος και των Γερμανών. Με την δημόσια διαβούλευση, που διεξάγεται στο πλαίσιο της ανοικτής διακυβέρνησης, που εφαρμόζει η κυβέρνηση και αφορά τις σκέψεις και προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, για το νέο πλαίσιο αρχών της ελληνόγλωσης εκπαίδευσης στη διασπορά, που θα καταλήξει στην διατύπωση ενός νέου νομοσχεδίου, δείχνει να ανατρέπεται αυτό το κλίμα προχειρότητας και να αντιμετωπίζεται αυτό το σοβαρότατο θέμα με υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Μένει να αποδειχθεί, ότι ο διάλογος που διεξάγεται θα έχει τα αποτελέσματα που προσδοκούμε και επιδιώκουμε. Την βάση αυτής της παρέμβασης απετέλεσε εισήγηση, η οποία κατατέθηκε και συζητήθηκε στην Γενική Συνέλευση της Δημοτικής Οργάνωσης ΠΑΣΟΚ Αμβούργου, στις 6 Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο της συζήτησης επί του εκπαιδευτικού προβλήματος, με σκοπό αφενός μεν την κατάθεση προτάσεων για τον προετοιμαζόμενο νέο νόμο, αφετέρου δε για να προτείνουμε τρόπους αντιμετώπισης του ιδιαίτερα οξυμένου προβλήματος που αντιμετωπίζουμε στο Αμβούργο. Για την σύνταξη της παρέμβασης χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές, πέρα από τις προσωπικές ιδέες του συντάκτη, κείμενα, παρεμβάσεις και δημοσιεύσεις φορέων της εκπαἰδευσης, καθώς και στατιστικά στοιχεία από την Γερμανία και την Ελλάδα. ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ Το γεγονός ότι σήμερα ζουν περισσότερο από τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) άνθρωποι ελληνικής καταγωγής σε περισσότερες από εκατό (100) χώρες του κόσμου, καθώς και η οργανωμένη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού σε τουλάχιστον σαράντα (40) από τις εκατό χώρες, σε συνδυασμό με την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική παρουσία των αποδήμων Ελλήνων εκτός Ελλάδας, αποτελούν την απόδειξη, πως οι Έλληνες ζουν και δραστηριοποιούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό εκτός των ελληνικών συνόρων. Ειδικά όσον αφορά στην Γερμανία, παρατίθεται πίνακας με στατιστικά στοιχεία, που αφορούν τον αριθμό των Ελλήνων στη Γερμανία στο διάστημα 1967 – 2000. Πίνακας: Έλληνες στη Γερμανία 1967-2000 1967 201.000 1982 300.800 1991 336.900 1969 271.000 1984 287.100 1992 345.200 1971 385.200 1986 278.500 1995 359.600 1973 407.600 1988 274.800 1997 363.200 1975 390.500 1989 293.600 1999 364.400 1977 328.500 1990 320.200 2000 365.400 Η συνεχής μείωση του ελληνικού πληθυσμού της Γερμανίας μετά το 1974 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι η θέση περί της προσωρινότητας της απασχόλησης των Ελλήνων στη Γερμανία επιβεβαιωνόταν. Ωστόσο, ήλθε η δεκαετία του 1990 για να διαψεύσει αυτή τη θέση και να επιβεβαιώσει την αντίθετη θέση, ότι, δηλαδή, η παρουσία των Ελλήνων στη Γερμανία είναι πλέον μια μόνιμη κατάσταση και ότι ο αριθμός τους παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια σημαντική αύξηση. Ιδιαίτερα, δε, λόγω της σημερινής σοβαρότατης οικονομικής (και όχι μόνο) κρίσης, που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, είναι προφανές, ότι στα επόμενα χρόνια ο αριθμός των Ελλήνων στη Γερμανία μάλλον θα αυξηθεί σημαντικά. Αυτή η αύξηση ήδη παρατηρείται και επιβεβαιώνεται, αν διασταυρώσει κανείς τις καταθέσεις διαφόρων πηγών (ΜΜΕ, προσωπικός περίγυρος, μαρτυρίες Ελλήνων της Διασποράς, Προξενεία κλπ.). Η διατήρηση και συντήρηση της ελληνικής γλώσσας μεταξύ των αποδήμων Ελλήνων βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής, αν σκεφτεί κανείς, πως τα παιδιά σχολικής ηλικίας ανήκουν κατά κύριο λόγο στην τρίτη γενιά μεταναστών. Αυτό σημαίνει, πως αυτά τα παιδιά στην καλύτερη περίπτωση μεγαλώνουν σε δίγλωσσο περιβάλλον, με την γλώσσα της χώρας παραμονής να υπερισχύει της ελληνικής (μονόπλευρη διγλωσσομάθεια). Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα αυτά τα παιδιά ομιλούν αποκλειστικά τη γλώσσα της χώρας παραμονής και δεν γνωρίζουν καθόλου ή γνωρίζουν και ομιλούν ελάχιστα την ελληνική γλώσσα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για παιδιά από μικτούς γάμους. Επίσης, λόγω μικτών γάμων μεταξύ Ελλήνων και πολιτών άλλων εθνικοτήτων, δημιουργούνται οικογένειες με τρίγλωσσο περιβάλλον. Δεδομένου ότι οι μικτοί γάμοι αυξήθηκαν σημαντικά, γίνεται φανερό, ότι το πρόβλημα αυτό οξύνεται με την πάροδο του χρόνου (το 1989 το 17% των Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς στη Γερμανία παντρεύοταν Γερμανίδες, ενώ το 2000 το ποσοστό αυτό είχε υπερδιπλασιαστεί και ξεπερνούσε το 35%! Κάτι ανάλογο συνέβη με τους μικτούς γάμους Ελληνίδων με Γερμανούς: 7,6% το 1989 και 19,2% το 2000!). ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ Πρέπει, αν θέλουμε να λέμε ότι ασχολούμαστε με αυτό το δύσκολο και εθνικής σημασίας θέμα, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη σοβαρότητα, να απαντήσουμε πρώτιστα σε κάποια βασικής σημασίας ερωτήματα. Αυτά τα ερωτήματα είναι, μεταξύ άλλων: • Ποια είναι τα σχολεία που λειτουργούν αυτή τη στιγμή στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στην Γερμανία και ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν; • Ανταποκρίνονται αυτά τα σχολεία στις σημερινές αυξημένες ανάγκες για την εκπαίδευση των αποδήμων Ελληνοπαίδων; • Αποτελούν τα αμιγή, τα δίγλωσσα ή τα εντεταγμένα σχολεία την ενδεδειγμένη και επιθυμητή μορφή σχολείου; • Πως αντιλαμβάνονται το εκπαιδευτικό πρόβλημα οι απόδημοι έλληνες στην Γερμανία και ιδιαίτερα στο Αμβούργο και ποιες προτάσεις υπάρχουν για τη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης; • Αρκεί η εκμάθηση απλά της ελληνικής γλώσσας; Ποια επιπλέον μαθήματα και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να διδαχθούν; Τί θέλουμε και τι επιδιώκουμε με την ελληνική εκπαίδευση των παιδιών μας; Θέλουμε απλά να μάθουν ελληνικά, ώστε να λένε «γεια σου Παππού» αντί «γεια σου Opa» ή θέλουμε να διδαχθούν ελληνική ιστορία, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό, Καζαντζάκη και αρχαίο ελληνικό κείμενο, έστω από μετάφραση; • Θέλουμε με τις γνώσεις Ελληνικών, που θα αποκτήσουν οι μαθητές, να μπορούν να κάνουν άνετα διακοπές στην Ελλάδα, ή να τους δώσουμε τα απαραίτητα εκείνα εφόδια, που θα τους επιτρέψουν να ανταπεξέλθουν στον εξοντωτικό ανταγωνισμό που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά εργασίας; • Θέλουμε να επισκέπτονται ένα γερμανικό σχολείο, όπου θα παρακολουθούν μερικές ώρες Ελληνικών την εβδομάδα, με τον κίνδυνο να νοιώθουν ότι ανήκουν σε μία μειονότητα, ή θέλουμε να μετατρέψουμε το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα; • Θέλουμε να εμπιστευτούμε αποκλειστικά το γερμανικό κράτος, όσον αφορά την διαμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας, την επιλογή του περιεχομένου των ελληνικών μαθημάτων και τη διδασκαλία τους, με Γερμανούς δασκάλους και καθηγητές, ή να συμμετέχουμε και εμείς, μαζί με το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, στη διαδικασία λήψης όλων των αποφάσεων, που σχετίζονται με την ίδρυση, τη λειτουργία και την εξέλιξη των σχολείων και των μαθητών; • Θέλουμε, τελικά, τα παιδιά μας να μάθουν απλά, έστω και πάρα πολύ καλά, τη γλώσσα μας, ή να τους εγγυηθούμε την απόκτηση ελληνικής παιδείας και μόρφωσης; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, και ίσως και σε άλλα, που θα μπορεί να θέσει ο καθένας από εμάς, είναι καθοριστικές για το είδος του σχολείου, που θα πρέπει να επιδιώκουμε. Οι υπάρχουσες προτάσεις για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη Γερμανία δίνουν, η κάθε μία, διαφορετική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΕ ΤΟΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ Στο Αμβούργο λειτουργούν αυτή τη στιγμή ένα απογευματινό Γυμνάσιο, ένα πρωινό αμιγές ελληνικό Λύκειο και αρκετά απογευματινά Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας (ΤΕΓ). Τα παιδιά μας, δηλαδή, για να μάθουν έστω και λίγα Ελληνικά έπρεπε, και δυστυχώς ακόμα πρέπει, να φοιτούν σε δύο σχολεία, πρωί στο – υποχρεωτικό - γερμανικό και απόγευμα στο ελληνικό, δηλ. από ώρα 08.00 μέχρι 18.00! Η κατάσταση που επικρατεί σε αυτά τα σχολεία χειροτερεύει χρόνο με το χρόνο, όσον αφορά τον αριθμό μαθητών που φοιτούν σε αυτά. Τα υπάρχοντα ελληνικά σχολεία, λοιπόν, φθίνουν συνεχώς. Στο Λύκειο π.χ. φοιτά σήμερα λιγότερο από το 1/10 του αριθμού των μαθητών που φοιτούσαν σ’ αυτό το 1990/93. Όλα, σχεδόν, τα Ελληνόπουλα επισκέπτονται το υποχρεωτικό γερμανικό, σαν «κύριο» σχολείο και μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών επισκέπτονται τα απογευματινά ΤΕΓ. Αποτέλεσμα στατιστικό του εξοντωτικού αυτού „συστήματος“ που ισχύει και σήμερα: 4/5 των παιδιών που είναι γραμμένα στο γερμανικό σχολείο δεν πάνε στο ελληνικό ΤΕΓ, και όσα πάνε δεν μαθαίνουν, τελικά, Ελληνικά σε ικανοποιητικό επίπεδο (κάποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν, απλά, τον κανόνα). Ενώ, για παράδειγμα, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία του Αμβούργου, στα γερμανικά σχολεία του Αμβούργου φοιτούσαν το 2008 810 Ελληνόπουλα, λιγότερα από 150 εξ’ αυτών φοιτούσαν στα απογευματινά ΤΕΓ (λιγότερα από το 20%), ενώ σήμερα, το 2011, ο αριθμός αυτός (150) έχει μειωθεί περαιτέρω. Αν, δε, υπολογίσει κανείς τα Ελληνόπουλα που προέρχονται από μικτούς γάμους και έχουν ΚΑΙ την γερμανική υπηκοότητα, άρα δεν συμπεριλαμβάνονται κατ’ ανάγκην στην παραπάνω στατιστική μέτρηση (στο 810), γιατί είναι εγγεγραμμένα στα σχολεία σαν Γερμανόπουλα, καταλαβαίνουμε ότι το ποσοστό αυτό γίνεται ακόμη μικρότερο. Δηλαδή σήμερα, λιγότερα από το 15% των Ελληνόπουλων του Αμβούργου μαθαίνουν, έστω και ελλιπή, ελληνικά, στα ΤΕΓ! Ποια κατάσταση θα επικρατεί, λοιπόν, αν συνεχιστεί αυτή η μιζέρια, σε 10, 20 ή 30 χρόνια; Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗN ΓΕΡΜΑΝΙΑ Εκτός από τα ΤΕΓ και αρκετά αμιγή ελληνικά σχολεία, που λειτουργούν σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, ιδιαίτερα εκεί όπου υπάρχουν πολλοί Έλληνες (Βαυαρία, Βάδη Βυρτεμβέργη, Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία κτλ.), λειτουργούν και αρκετά «δίγλωσσα σχολεία», όπως για παράδειγμα τα Ευρωπαϊκά σχολεία στο Βερολίνο και στο Μόναχο. Υπάρχουν, επίσης, γερμανικά σχολεία, με «εντεταγμένο» το μάθημα των Ελληνικών στο πρόγραμμα (π.χ. στο Ντύσσελντορφ). Όμως, σε καμία περιοχή οι Έλληνες δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένοι και ευχαριστημένοι με την λειτουργία των υπαρχόντων μονάδων και σχεδόν παντού ακούγονται και κατατίθενται επιτακτικά αιτήματα βελτίωσης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης. Εξάλλου η πρόσφατη και ήδη εξελισσόμενη με μεγάλη ταχύτητα επέκταση του ολοήμερου γερμανικού σχολείου σε όλα τα ομόσπονδα κρατίδια, και στο Αμβούργο, που κάνει, πλέον, τη φοίτηση στα απογευματινά τμήματα ελληνικής γλώσσας πρακτικά αδύνατη (και λόγω έλλειψης χρόνου, αλλά και έλειψης αιθουσών διδασκαλίας, που διατίθενται στα ΤΕΓ), βάζει σιγά σιγά τέλος ακόμα και στο υπάρχον εξοντωτικό σύστημα. Τα παιδιά μας σε λίγο δεν θα μαθαίνουν ΚΑΘΟΛΟΥ ελληνικά! Έτσι, αν συνεχιστεί η τωρινή κατάσταση, σε μία με δύο το πολύ γενιές, δεν θα μιλούν ελληνικά όσοι έχουν ελληνικό διαβατήριο στη Γερμανία. Ο βασικός δεσμός εκατοντάδων χιλιάδων (τυπικά πλέον) Ελλήνων με τον εθνικό κορμό θα έχει κοπεί, δεδομένης και της γνωστής γερμανικής δυσμένειας προς τη συντήρηση εθνικής ταυτότητας των εδώ αλλοδαπών και τάσης επιβολής ενσωμάτωσης (διάβαζε αφομοίωσής τους, παρόλες τις αντίθετες διακηρύξεις και διαβεβαιώσεις), σε καίρια αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες υποδοχής μεταναστών, π.χ. ΗΠΑ ή Αυστραλία. Βέβαια, εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι οι ενταγμένοι στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα Έλληνες μαθητές εξελίσσονται ομαλά και συμμετέχουν επιτυχώς σε αυτό, ενώ πολλοί εξ’ αυτών καταφέρνουν με διάφορους τρόπους (οικογένεια, φίλοι, Σύλλογοι, Κοινότητες, εγγύτητα στην πατρίδα και συχνές επισκέψεις εκεί, κλπ.) να μην αποξενώνονται πλήρως από την παροικία τους, τη Ελλάδα και τον πολιτισμό μας. Υπάρχουν, όμως, ήδη, πολλά Ελληνόπουλα τρίτης γενιάς, που δεν μιλούν καθόλου, ή έστω μιλούν ελάχιστα, Ελληνικά! Από την άλλη, οι φοιτούντες στα αμιγή ελληνικά σχολεία μαθητές, οι οποίοι είναι προσανατολισμένοι προς την Ελλάδα, συσπειρώνονται μαζί με τις οικογένειές τους γύρω από αυτά τα σχολεία, απομονώνονται, συνήθως, εύκολα από την τοπική γερμανική κοινωνία, και, ουσιαστικά, κινδυνεύουν να αποκοπούν πλήρως και να διαμορφώσουν ένα είδος ιδιόρρυθμου γκέτο. Είναι ήδη διαπιστωμένο και επιστημονικά (δες σχετικά τις αναφορές στις δύο μελέτες του Εργαστηρίου Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης παρακάτω), πως αυτά τα σχολεία εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο τα παιδιά ελλήνων υπαλλήλων, που αποσπώνται στην Γερμανία και διαμένουν εδώ για ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μερικών χρόνων και κατά δεύτερο λόγο παιδιά εργατών. Από τα υπάρχοντα σχολεία, τα ΤΕΓ δεν παρέχουν κάποιο απολυτήριο, απλά στα παιδιά επιδίδεται μία βεβαίωση παρακολούθησης των μαθημάτων, η οποία δεν έχει, ουσιαστικά, καμία ιδιαίτερη αξία. Το δε απολυτήριο του Λυκείου δίνει το δικαίωμα στους απόφοιτους να συμμετέχουν στις ειδικές εξετάσεις ομογενών, ώστε να εισαχθούν με την βοήθεια της ποσόστωσης (3%) στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η δίοδος προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελεί και το βασικό επιχείρημα υπέρ των αμιγών σχολείων. Σύμφωνα, όμως, με δύο έρευνες του Εργαστηρίου Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης, που τα αποτελέσματά τους παρουσιάστηκαν περιληπτικά στο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Ο.Δ. Γερμανίας, στην Φρανκφούρτη, στις 31 Μαϊου 2009, από τον καθηγητή Μιχάλη Δαμανάκη, το 2007 το 72,9% των προσφερόμενων θέσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έμειναν κενές! Ενώ προσφέρονται 3% του συνόλου των θέσεων, δηλάδή συνολικά περίπου 2.100 θέσεις, σε απόδημους Έλληνες, δεν υπάρχουν ούτε καν τόσοι υποψήφιοι! Ενώ το 55% των αποφοίτων στη Γερμανία περνούν σε ελληνικά πανεπιστήμια, μόνον τα 2/3 αυτών παίρνουν, τελικά, το πτυχίο τους ενώ το 1/3 διακόπτουν τις σπουδές τους, γιατί αδυνατούν να τις παρακολουθήσουν, κυρίως λόγω γλωσσικής ανεπάρκειας! Κατέληξαν, λοιπόν, οι δύο έρευνες στο συμπέρασμα, ότι τα υπάρχοντα ελληνικά σχολεία της Γερμανίας δεν δίνουν στα παιδιά τα απαραίτητα εφόδια, για να σπουδάσουν στην Ελλάδα. ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΟΡΦΕΣ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΕΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΑ: Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, του οποίου την εισαγωγή ή διατήρηση αιτούνται αρκετοί Σύλλογοι Ελλήνων Γονέων στην Γερμανία, αλλά κει μερικοί γονείς στο Αμβούργο, και το οποίο ήδη δοκιμάστηκε (με αποτυχία!) και σε σχολεία του Αμβούργου, το μάθημα των Ελληνικών εντάσσεται στο γερμανικό πρόγραμμα, κατά κάποιον τρόπο ως αυτό μίας επιπλέον ξένης γλώσσας. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διδασκαλία συρρικνώνεται στην, συνήθως υποτυπώδη, εκμάθηση της γλώσσας, χωρίς, για παράδειγμα, να συμπεριλαμβάνει ελληνική ιστορία, γεωγραφία ή άλλα μαθήματα. Οι λόγοι, για τους οποίους θεωρούμε ότι τά εντεταγμένα ΔΕΝ αποτελούν τη σωστή μακροπρόθεσμη, μόνιμη λύση του προβλήματος της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στη Γερμανία, είναι οι εξής: 1. Τα εντεταγμένα τελούν συνήθως υπό γερμανικής διαχείρησης. Οι δάσκαλοι και καθηγητές που διδάσκουν σε αυτά είναι υπάλληλοι των εκάστοτε γερμανικών Υπουργείων Παιδείας, με αποτέλεσμα το πλαίσιο λειτουργίας και το πρόγραμμα διδασκαλίας να προσαρμόζονται κατά το δοκούν, ανάλογα με τις – από γερμανική σκοπιά - ανάγκες των σχολείων (μείωση ωρών, απο 25 αρχικά σε 8-10 ώρες την εβδομάδα για τις τέσσερις τάξεις, στο Αμβούργο). 2. Κενό εποπτείας. Ναι μεν οι Γερμανοί είναι οι διοικητικοί προϊστάμενοι, αλλά ουσιαστικά δεν είναι σε θέση να ελέγξουν την αποτελεσματικότητα και το περιεχόμενο διδασκαλίας. Αποτέλεσμα είναι, οι δάσκαλοι να είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτοι και σε ορισμένες περιπτώσεις ασύδοτοι. 3. Τα εντεταγμένα δημιουργήθηκαν από τις γερμανικές αρχές όχι για να εξασφαλίσουν την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, αλλά την ομαλή μετάβαση και ένταξη των παιδιών μας στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Γι’ αυτό και η παλιά ονομασία τους στο Αμβούργο ήταν „nationale Übergangsklassen“ («εθνικές μεταβατικές τάξεις»!). Αυτός είναι και ο λόγος που λειτουργούν μόνο για τέσσερις τάξεις, στο Δημοτικό (Grundschule). Αυτό, φυσικά, δεν εξυπηρετεί τους δικούς μας στόχους και τις κατευθύνσεις μας. Η συνέπεια είναι, πολλοί γονείς να είναι απογοητευμένοι από την ποιότητα των παρεχόμενων μαθημάτων, και να μεταφέρουν τα παιδιά τους σε αμιγή γερμανικά σχολεία. Αυτή η λειτουργία και εξέλιξη των εντεταγμένων είναι και ο βασικός λόγος, για τον οποίο καθίσταται απαραίτητη η διαρκής συμμετοχή της ελληνικής πλευράς, μέσα από ένα καθεστώς συναπόφασης και ισοτιμίας, για την ίδρυση και όλη τη λειτουργία του πρωινού δίγλωσσου, αναπληρωματικού σχολείου (bilinguale Ersatzschule), που επιδιώκουμε να ιδρυθεί στο Αμβούργο. ΑΜΙΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ: Προτείνεται, πιθανότατα για να εξισορροπηθούν τα σοβαρά μειονεκτήματα αυτών των σχολείων στην σημερινή, ανοιχτή και κοσμοπολίτικη ευρωπαϊκή γερμανική κοινωνία, αυτά τα σχολεία να εκσυγχρονιστούν, ώστε να παραδίδονται και γερμανικά μαθήματα, και να αναγνωρίζονται τα απολυτήριά τους από το γερμανικό κράτος. Αποτελεί μάλλον ουτοπία, το να πιστεύουμε, ότι θα μπορούσε το γερμανικό κράτος να αναγνωρίσει πληρως ένα σχολείο ενός ξένου εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο το ίδιο ΔΕΝ θα μπορεί να ελέγχει! Άρα, λοιπόν, ή πρέπει να παραχωρηθεί στους Γερμανούς μέρος του ελέγχου αυτών των σχολείων (πως;), ή/και το μερίδιο γερμανικών μαθημάτων να είναι ιδιαίτερα υψηλό, επομένως προσεγγίζουμε, πλέον, την λύση του διγλώσσου. ΔΙΓΛΩΣΣA ΣΧΟΛΕΙA: Η ιδανική μορφή ενός δίγλωσσου σχολείου, είναι αυτή που εξασφαλίζει την ισότιμη και ισόρρυθμη εκμάθηση και των δύο γλωσσών, που υποκαθιστά το υποχρεωτικό γερμανικό σχολείο και παραχωρεί στους απόφοιτους απολυτήριο (Abitur), το οποίο αναγνωρίζεται αυτόματα και από τις δύο χώρες, ώστε να μπορούν τα παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε όποια από τις δύο χώρες αυτά επιθυμούν. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΓΛΩΣΣΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΑΜΒΟΥΡΓΟΥ Οι λόγοι, που καθιστούν απαραίτητη την ίδρυση και λειτουργία ενός πρωινού δίγλωσσου αναπληρωματικού σχολείου (bilinguale Ersatzschule) στο Αμβούργο, όπως προκύπτει από τα σοβαρά υπάρχοντα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι επιγραμματικά οι εξής: 1. Η ανάγκη άμεσης αντικατάστασης του σημερινού απάνθρωπου καθεστώτος των δύο ξεχωριστών σχολείων (πρωïνού – απογευματινού), λόγω α) υπερβολικής καταπόνησης των παιδιών (από 8.00 π.μ. – 6.00 μ.μ. σε κάποια αίθουσα διδασκαλίας, ανάμεσα στα 2 σχολεία, με άγχος και τρεχάλα στα μέσα συγκοινωνίας), β) υπερβολικής ταλαιπωρίας των – όχι λίγων - γονέων, όσοι είναι αναγκασμένοι να μεταφέρουν οι ίδιοι τα παιδιά τους από το ένα σχολείο στό άλλο και να τα βοηθούν το βράδυ, να διαβάσουν, γ) έλλειψης επικοινωνίας και συντονισμού ανάμεσα στα δύο σχολεία, που κατά κανόνα, αποτελούν δύο διαφορετικούς κόσμους, ατμόσφαιρες και νοοτροπίες, στεγανά χωρισμένες η μία από την άλλη, χωρίς επαφή ελλήνων και γερμανών διδασκόντων, κάτι που στην περίπτωση των μικτών γάμων λειτουργεί αποτρεπτικά στην όποια διάθεση του Γερμανού γονέα, να συμφωνήσει στην επιβάρυνση του παιδιού με την πρόσθετη απογευματινή ελληνόγλωσση εκπαίδευση, δ) όχι ικανοποιητικού τελικού αποτελέσματος (δηλ. επάρκειας στις δύο γλώσσες), παρά τις όποιες εξαιρέσεις - που μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα. 2. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση α) της βαθμιαίας και συνεχούς συρρίκνωσης των σημερινών σχολείων (απογευματινών ΤΕΓ, εντεταγμένων και Λυκείου), β) του ΝΕΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, να μείνουν τα παιδιά μας χωρίς ελληνικά, λόγω της συνεχούς επέκτασης του ολοήμερου γερμανικού σχολείου που ουσιαστικά κάνει την παρακολούθηση των απογευματινών τάξεων μητρικής γλώσσας αδύνατη. Αυτό το σχολείο πρέπει απαραίτητα, για να δώσει τις επιθυμητές απαντήσεις στα ερωτήματα, που θέσαμε παραπάνω, ώστε να λύσει τα υπάρχοντα σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα, να καλύπτει μία σειρά αδιαπραγμάτευτων στόχων και να πληρεί τις εξής συγκεκριμένες προϋποθέσεις: 1. Ισότιμη και ισόρρυθμη εκμάθηση και των δύο γλωσσών (ελληνικής και γερμανικής) – με παράλληλη εκμάθηση της αγγλικής ή και άλλης ξένης γλώσσας – από το νηπιαγωγείο μέχρι και την τελευταία (12η ή 13η) τάξη σε ένα πρωινό σχολείο στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκά προσανατολισμένης, ποιοτικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. 2. Διδασκαλία από γερμανούς & έλληνες εκπαιδευτικούς με προτεραιότητα στην απασχόληση «ιθαγενών ομιλητών» („native speakers“) για τα γλωσσικά μαθήματα και προσοντούχων εκπαιδευτικών από την ομογένεια για όλα τα υπόλοιπα. 3. Εξασφάλιση της καλής γνώσης τόσο της γερμανικής γλώσσας όσο και των στοιχείων του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος από τους έλληνες εκπαιδευτικούς (με διαπίστωση και πιστοποίηση της γνώσης από τη γερμανική πλευρά), έτσι, ώστε οι δάσκαλοι, Γερμανοί ΚΑΙ Έλληνες, να συνεργάζονται σε βάθος και αποτελεσματικά. 4. Διαρκής συμμετοχή της ελληνικής πλευράς με δικαίωμα συναπόφασης όχι μόνο κατά την ίδρυση, αλλά και κατά την διοίκηση και καθημερινή λειτουργία του σχολείου. 5. Απολυτήριο που να αναγνωρίζεται και από τις δύο χώρες σαν τίτλος σπουδών αρκετός για τη συνέχιση των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σύμφωνα με την ελεύθερη – και μη επηρεαζόμενη από γλωσσικές ελλείψεις – βούληση του μαθητή. Τα παραπάνω προϋποθέτουν την υπογραφή διακρατικής συμφωνίας Ελλάδος/ Αμβούργου, με την οποία πρέπει εξ αρχής να διασφαλίζονται κυρίως α) οι εκπαιδευτικοί στόχοι, β) το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας για όλες τις τάξεις, γ) η χρηματοδότηση του σχολείου (το Υπουργείο Παιδείας του Αμβούργου είναι διατεθειμένο να αναλάβει μέχρι 75% των εξόδων λειτουργίας του) δ) η επιλογή, αμοιβή, υπηρεσιακή εξέλιξη κλπ. του προσωπικού, ε) η αναγνώριση του τίτλου ή πιστοποιητικού σπουδών και από τα δύο κράτη, στ) η ρύθμιση της ένταξης των παιδιών που έρχονται από άλλα σχολεία ή φεύγουν από το σχολείο αυτό για να φοιτήσουν σε άλλα σχολεία. Αντίθετα με ό,τι κατά καιρούς ακούγεται από διάφορους, οι οποίοι προφανώς δεν ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό με την απαιτούμενη σοβαρότητα και υπευθυνότητα, ένα τέτοιο σχολείο ΔΕΝ θα είναι ιδιωτικό, διότι ο φορέας ίδρυσης και διαχείρησής του θα είναι διακρατικός. Δεν είναι δυνατόν, δηλάδη, δύο κράτη, στη βάση μίας μεταξύ τους συμφωνίας, να (συν)ιδρύσουν ένα ιδιωτικό σχολείο, ακόμη και αν ο νόμος που θα διέπει το πλαίσιο λειτουργίας του θα είναι ο ανάλογος νόμος της Γερμανίας. Το επιχείρημα αυτό, που κάποιοι το επικαλούνται ως δήθεν το κυριώτερο ενάντια στην ίδρυση του σχολείου, με αποτέλεσμα να εμποδίζουν την ίδρυση, είναι τουλάχιστον ανόητο και επιβεβαιώνει την προχειρότητα, την οποία επιδεικνύουν ασχολούμενοι με αυτό το θέμα. Και, αν μεν, όσον αφορά τους «κραδαίνοντας την σπάθην της ιδιωτικής μορφής του σχολείου», πρόκειται περί γονέων, πιθανόν να δικαιολογούνται από την έλλειψη υπεύθυνης θέσης. Αν, όμως, πρόκειται περί υπαλλήλων του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας, Συντονιστών Εκπαίδευσης, συμβούλων κτλ., δηλαδή ανθρώπων που κατεξοχήν έχουν επιφορτιστεί με την ευθύνη της λύσης του προβλήματος και, αντί αυτού, κρυμμένοι πίσω από την προχειρότητα και την ημιμάθειά τους, αποτελούν τροχοπέδη και ακυρώνουν κάθε προσπάθεια μακροπρόθεσμης και ουσιαστικής λύσης του προβλήματος, τότε μάλλον πρόκειται περί επικίνδυνων συμμετόχων, που πρέπει, απαραίτητα, άπαξ και διά παντός, να τους απομονώσουν και απομακρύνουν οι υπεύθυνοι πολιτικοί προϊστάμενοί τους στο Υπουργείο! ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΓΛΩΣΣΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΣΤΟ ΑΜΒΟΥΡΓΟ Την 10η Δεκεμβρίου 1991, με αίτησή τους οι δύο Σύλλογοι Ελλήνων Γονέων Αμβούργου και Χάρμπουργκ, εζήτησαν από το Υπουργείο Παιδείας του Αμβούργου την ίδρυση του δίγλωσσου πρωινού αναπληρωματικού σχολείου (bilinguale Ersatzschule). Το Σεπτέμβρη του 1995 το εδώ Υπουργείο Παιδείας έδωσε - πρώτο και ώς τώρα μόνο από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας - „πράσινο φώς“ για την ίδρυση ενός τέτοιου σχολείου, καλώντας την ελληνική πλευρά να υποβάλει συγκεκριμένη πρόταση για τη λειτουργία, το πρόγραμμα διδασκαλίας κλπ., προκειμένου να προχωρήσουν και οι δύο πλευρές μαζί στην ίδρυση του σχολείου αυτού. Συγκροτήθηκε τον Απρίλη του 1996 από τον τότε ΥΠΕΠΘ Γιώργο Παπανδρέου μια επιτροπή εκπόνησης της πρότασης λειτουργίας, της οποίας το πόρισμα μόνο κατά το πρώτο του μέρος (1η ως 4η τάξη δημοτικού) υποβλήθηκε ως τώρα στο Υπουργείο Παιδείας του Αμβούργου. Με το τελευταίο άρχισαν, επιτέλους, στις 27.11.2000, ύστερα από 4 χρόνια αδράνειας της Αθήνας και σχετική εντολή του τότε αρμόδιου Υφυπουργού Φίλιππου Πετσάλνικου από 09.07.2000, συνομιλίες για την ίδρυση του σχολείου αυτού, του οποίου την αναγκαιότητα έχουν διακηρύξει και αρκετά επίσημα χείλη. Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν στις 22.01.2001 με τους Συντονιστές Εκπ/σης Βερολίνου, αλλά από τότε η επίσημη ελληνική πλευρά, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις της, δεν έδωσε σοβαρή συνέχεια. Η ελληνίδα Υφυπουργός Παιδείας Έυη Χριστοφιλοπούλου αντήλλαξε τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 2010 επιστολές με την τελευταία Υπουργό Παιδείας στο Αμβούργο, Christa Götsch (επιστολές, που, αν και επανειλημμένα έχουμε ζητήσει αντίγραφα από το Υπουργείο, ΔΕΝ μας εδώθησαν!), η οποία και εξεδήλωσε προφορικά την επιθυμία της, να προχωρήσουμε τις συζητήσεις για την ίδρυση αυτού του σχολείου. Εκτός αυτού, το Υπουργείο Παιδείας (Behörde für Bildung und Sport) του Αμβούργου σε συνάντηση που έγινε στις 9 Ιανουαρίου 2007 με τον Γεν. Πρόξενο της Ελλάδας στο Αμβούργο, τους Συντονιστές Α΄βάθμιας & Β΄βάθμιας Εκπαίδευσης Βερολίνου, τη Διευθύντρια του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών Βορ. Γερμανίας και μέλη του ΔΣ του Συλλόγου Ελλήνων Γονέων Αμβούργου δήλωσε ότι – ύστερα μάλιστα από τη σχετική αποτυχία του δικού του μοντέλου διδασκαλίας μητρικής γλώσσας που προωθούσε τα τελευταία χρόνια - εξακολουθεί να βλέπει θετικά την ίδρυση του παραπάνω σχολείου, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατο νόμο του Αμβούργου θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει καλύπτοντας το 75% των εξόδων λειτουργίας του. Ο Σύλλογος Ελλήνων Γονέων Αμβούργου έχει συγκεντρώσει ήδη από το 2008 περισσότερες από 180 δηλώσεις γονέων, οι οποίοι δηλώνουν ότι «επιθυμούν την ίδρυση πρωινού δίγλωσσου ελληνογερμανικού αναπληρωματικού σχολείου (bilinguale Ersatzschule) στο Αμβούργο και σκοπεύουν να εγγράψουν το παιδί τους / τα παιδιά τους σ’ αυτό», οι οποίες συνολικά συμπεριλαμβάνουν περίπου 280 παιδιά! Άλλωστε, επιδίωξή μας θα πρέπει να είναι, στο σχολείο αυτό να φοιτήσουν και Γερμανόπουλα και παιδιά άλλων εθνικοτήτων, εφόσον αυτά το αποφασίσουν. Επιβάλλεται, λοιπόν, τώρα η από χρόνια επιδιωκόμενη ίδρυση ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ, σαν μόνη, πλέον, μακροπρόθεσμη λύση του εκπαιδευτικού προβλήματος της περιοχής μας. Η προοπτική ίδρυσης ενός τέτοιου σχολείου δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να δικαιολογήσει αδιαφορία για την λειτουργία των σήμερα υπαρχόντων σχολείων της περιοχής (Λυκείου, Γυμνασίου, ΤΕΓ), των οποίων η παραπέρα συρρίκνωση (όπου αυτή δεν οφείλεται στην επέκταση του γερμανικού ολοήμερου σχολείου) πρέπει να σταματήσει με κάθε θυσία, έτσι, ώστε οι έλληνες γονείς να μπορούν κάποια μέρα να διαλέξουν τον τύπο σχολείου (πρωινό δίγλωσσο, Λύκειο ή απογευματινό ελληνικό ΤΕΓ) που εξυπηρετεί καλλίτερα τα παιδιά τους! ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΠΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ Με έκπληξη παρακολουθούμε στην ιστοσελίδα της διαβούλευσης την κατάθεση κάποιων προτάσεων, που δήθεν θα οδηγήσουν στην λύση του εκπαιδευτικού προβλήματος των Ελληνόπουλων της διασποράς. Μερικοί, για παράδειγμα, προτείνουν την ίδρυση Ιδρύματος Ελληνικής Γλώσσας (με πρότυπο το Γαλλικό Ιινστιτούτο ή το Γκαίτε), το οποίο θα αναλάβει την διδασκαλία της γλώσσας μας στα Ελληνόπουλα ΚΑΙ στους ξένους, που ενδιαφέρονται. Προτείνουν, μάλιστα, και την καθιέρωση πληρωμής διδάκτρων! Μα, για ποιούς λόγους αναμειγνύεται η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και η παροχή ελληνικής παιδείας στα Ελληνόπουλα με την εκμάθηση Ελληνικών από τους ξένους; Ποιος εμποδίζει έναν ξένο (Γερμανό, Άγγλο, Βέλγο κτλ.), που διαθέτει τα χρήματα, να μάθει Ελληνικά; Και, ναι, μεν, να ιδρύσουμε ένα τέτοιο Ιδρυμα (άλλωστε, αυτό ήδη περιλαμβάνεται στις σκέψεις του Υπουργείου – και πολύ σωστά – με το «ΛΟΓΟΣ»), όμως για άλλους σκοπούς και όχι για να μαθαίνουν Ελληνικά τα παιδιά μας! Γιατί εμείς για τα παιδιά μας επιδιώκουμε, αιτούμαστε ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ και όχι απλά γνώσεων ελληνικής γλώσσας, για να κάνουν διακοπές ή καμάκι στην Ελλάδα! Επίσης, κάποιοι προτείνουν ή αιτούνται τον διορισμό ομογενών εκπαιδευτικών, που σπούδασαν σε (παιδαγωγικά;) πανεπιστήμια της αλλοδαπής (και ίσως γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο εξωτερικό, δες περιγραφές παραπάνω), χωρίς, όμως, να διατυπώνουν την ανάγκη τήρησης ΑΥΣΤΗΡΩΝ κανόνων, σε σχέση με τα απαραίτητα προσόντα, που πρέπει αυτοί να φέρουν. Όλοι μας γνωρίζουμε λίγο ή πολύ Έλληνες πτυχιούχους π.χ. γερμανικών πανεπιστημίων, που είναι, μεν, άριστοι στον τομέα τους, μιλούν, όμως και – ιδιαίτερα – γράφουν ελλιπέστατα Ελληνικά! Πρέπει, λοιπόν, αυτοί, στο βωμό του «βολέματος» δικών μας παιδιών, να διδάξουν Ελληνικά στα Ελληνόπουλα της διασποράς; Ναι, λοιπόν, στον διορισμό ομογενών εκπαιδευτικών, όμως μόνον αν αυτοί πληρούν αυστηρότατες προϋποθέσεις! ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το πρόβλημα της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης μας απασχολεί, δυστυχώς, εδώ και δεκαετίες και είναι άκρως απογοητευτικό το γεγονός, ότι συνεχίζει να υφίσταται στα περισσότερα μέρη, και στο Αμβούργο. Τα τελευταία χρόνια δείχνει, ευτυχώς, να αποκρυσταλλώνεται η άποψη, ότι «η παρεχόμενη εκπαίδευση της ελληνικής γλώσσας διασφαλίζεται στο πλαίσιο της δίγλωσσης ή τρίγλωσσης εκπαίδευσης». Είναι, λοιπόν, απαραίτητο, το νέο νομοσχέδιο, που θα συνταχθεί και θα κατατεθεί στη Βουλή, να αλλάξει ριζικά τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος της εκπαίδευσης των Ελληνόπουλων της διασποράς. Προτείνουμε, λοιπόν, τα εξής: 1. Την άμεση κινητοποίηση της κυβέρνησης και όλων των κατά το νόμο εμπλεκομένων φορέων, ώστε να προωθηθεί η σύναψη διακρατικής συμφωνίας με το ομόσπονδο κρατίδιο του Αμβούργου και να ιδρυθεί, επιτέλους, το πρωινό δίγλωσσο ελληνογερμανικό αναπληρωματικό σχολείο (bilinguale Ersatzschule), όπως αυτό έχει ζητηθεί με αίτηση των Συλλόγων Ελλήνων Γονέων Αμβούργου και Χάρμπουργκ από 10 Δεκεμβρίου 1991. Το σχολείο αυτό, όπως περιγράφεται παραπάνω, αποτελεί την μοναδική μακροπρόθεσμη λύση του προβλήματος εκπαίδευσης των Ελληνόπουλων του Αμβούργου και θα συμβάλλει, εκτός των άλλων, στην εξοικονόμηση σοβαρών πόρων, λόγω χρηματοδότησης του μεγαλύτερου μέρους των εξόδων λειτουργίας του από το Υπουργείο Παιδείας του Αμβούργου. 2. Θεωρούμε πως αυτό το σχολείο μπορεί να αποτελέσει πρότυπο (όπως, άλλωστε, αναγνώρισε το 1996 ο Γιώργος Παπανδρέου) για ολόκληρη την Γερμανία ή ακόμη και για άλλες χώρες, κυρίως ευρωπαϊκές. Το γεγονός, ότι το Υπουργείο Παιδείας του Αμβούργου έχει, ουσιαστικά, συμφωνήσει στην ίδρυση αυτού του σχολείου, δημιούργησε εδώ και πάνω από 15 χρόνια πρόσφορο έδαφος, για την ταχεία ίδρυση του σχολείου, που, δυστυχώς, δεν αξιοποιήθηκε από την ελληνική πλευρά. Η άμεση ίδρυση, λοιπόν, αυτού του σχολείου, θα αποτελέσει σοβαρότατο επιχείρημα για το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, στο πλαίσιο των συζητήσεων με τα υπόλοιπα 15 ομόσπονδα κρατίδια, ώστε να μπορέσει να προωθήσει τις ενδεδειγμένες λύσεις στο πρόβλημα και άλλων περιοχών της Γερμανίας. 3. Η ίδρυση αυτού του σχολείου δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να αποτελέσει προφατικό λόγο για το κλείσιμο υπαρχόντων μονάδων ΤΕΓ η αμιγών σχολείων, όπου αυτά μπορούν με αντικειμενικούς όρους να λειτουργήσουν. 4. Οι άλλες μορφές σχολείων που προτείνονται, όπως τα εντεταγμένα, δεν μπορούν να αποτελέσουν μακροπρόθεσμες, τελικές λύσεις στο πρόβλημα! Θα μπορούσαν να εξετάζονται μόνο σε περιοχές με ιδιαίτερα μικρό αριθμό Ελλήνων, που δεν θα δικαιολογούσε, πιθανόν, την ίδρυση ενός δίγλωσσου σχολείου. Όπου, δηλαδή, η ίδρυση ενός δίγλωσσου σχολείου είναι πρακτικά ανέφικτη, λόγω μη ικανού αριθμού μαθητών, μπορεί να εξεταστεί η ένταξη του μαθήματος των Ελληνικών στα γερμανικά σχολεία, με απαραίτητη προϋπόθεση τον διορισμό, την χρηματοδότηση και τον έλεγχο των ελλήνων εκπαιδευτικών καθώς και τον καθορισμό του περιεχομένου και του προγράμματος διδασκαλίας αποκλειστικά από το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας. 5. Είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση του προβλήματος της εκπαίδευσης στην Γερμανία, με διαφορετικό τρόπο στα δεκαέξι ομόσπονδα κρατίδια, μια και κάθε κρατίδιο φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για την Παιδεία στα όριά του, βάσει συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαίωματός τους . Με την ευχή, αυτή η διαβούλευση να αποτελέσει το έναυσμα για να ανασκουμπωθούν οι υπεύθυνοι του Υπουργείου και της κυβέρνησης, και να δουλέψουν – επιτέλους! - μεθοδικά, σοβαρά, συντονισμένα και σκληρά, ώστε να εφαρμοστούν μακροπρόθεσμες λύσεις στο πρόβλημα της εκπαίδευσης των παιδιών μας και, επίσης, να ιδρυθεί το δίγλωσσο σχολείο στο Αμβούργο, και τιμή Πάνος Γ. Δροσινάκης (πατέρας τριών παιδιών σχολικής ηλικίας) Αμβούργο, 11 Μαρτίου 2011 panos [ at ] drossia [ dot ] de pdrossinakis [ at ] pasok-hamburg [ dot ] de