Αρχική Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου –Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίωνΜΕΡΟΣ Η’ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (άρθρα 202-204)Σχόλιο του χρήστη Ευάγγελος Σ. | 18 Φεβρουαρίου 2024, 10:41
Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το έτι εν ισχύ ευρισκόμενο άρθρο 173 του ν. 4957/2022 απαγορεύει να απασχοληθούν ως εντεταλμένοι διδάσκοντες σε ΑΕΙ όσοι εργάζονται ως «υπάλληλοι με σχέση Δημοσίου Δικαίου ή Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου σε φορείς του δημόσιου τομέα [...]». Με βάση τη διάταξη αυτή προκηρύξεις του τρέχοντος διδακτικού έτους αποκλείουν διδάκτορες που τυγχάνει να εργάζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι από τη δυνατότητα να θέσουν υποψηφιότητα για τον ορισμό τους σε θέση εντεταλμένου διδάσκοντος. Πρόκειται για μία διάταξη προβληματική, της οποίας το παρόν νομοσχέδιο θα πρέπει να προβλέψει την κατάργηση. Ο προβληματικός χαρακτήρας της απαγόρευσης ορισμού δημοσίων υπαλλήλων ως εντεταλμένων διδασκόντων έγκειται σε τρεις λόγους. Αρχικά, η απαγόρευση αυτή του άρθρου 173 βρίσκεται σε λογική αντίφαση με το άρθρο 127 του ακριβώς ιδίου νόμου (4957/2022) το οποίο διαλαμβάνει την «Παροχή διδακτικού και ερευνητικού έργου από δημόσιους υπαλλήλους». Σύμφωνα με το άρθρο 127 το διδακτικό έργο σε «προγράμματα πρώτου και δεύτερου κύκλου σπουδών» [δηλαδή, προπτυχιακά και μεταπτυχιακά] μπορεί να «παρέχεται από υπαλλήλους φορέων του δημοσίου τομέα» δίχως μάλιστα να απαιτείται στη συγκεκριμένη περίπτωση «προηγούμενη άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου με αμοιβή», αλλά απλώς έγγραφη ενημέρωση της υπηρεσίας από τον απασχολούμενο σε ΑΕΙ. Η διάσταση μεταξύ των δύο αυτών άρθρων είναι από μόνη της προβληματική από άποψη λογικής αναγκαιότητας και η εξαίρεση των Δημοσίων Υπαλλήλων από τη δυνατότητα παροχής διδασκαλίας με την ιδιότητα του εντεταλμένου διδάσκοντος (άρθρο 173) ενώ τους κάτι τέτοιο τους είναι εν γένει επιτρεπτό (άρθρο 127) στερείται ερείσματος. Έπειτα, ο νεοφανής αυτός αποκλεισμός των εργαζομένων ως δημοσίων υπαλλήλων από την παροχή διδακτικού έργου ως εντεταλμένοι διδάσκοντες έρχεται σε αντίθεση με το επί μακρόν χρόνον ειωθός, τη νομικά καθιερωμένη, δηλαδή, επί δεκαετίας πρακτική η οποία δεν απέκλειε τους δημοσίους υπαλλήλους δίχως να έχει παρουσιαστεί το οποιοδήποτε πρόβλημα για τα ΑΕΙ. Ο ορισμός παροχής διδακτικού έργου από δημοσίους υπαλλήλους είτε ως διδασκόντων οριζόμενων με το ΠΔ 407/80 είτε τα τελευταία χρόνια ως Ακαδημαϊκών Υποτρόφων γινόταν μέχρι πρότινος επ' ωφελεία των Ιδρυμάτων με βάση το άρθρο 31 του Κεφαλαίου Β του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα. Δεν είναι λογικό από άποψη ακαδημαϊκή να αποστερούνται τα ΑΕΙ από τη δυνατότητα ορισμού ως εντεταλμένου διδάσκοντος ενός - με ακαδημαϊκά κριτήρια - προτιμητέου για την κάλυψη μιας θέσης υποψήφιου απλώς και μόνο επειδή η εργασιακή σχέση την οποία ο εν λόγω υποψήφιος έχει συνάψει δεν τον υπάγει στον ιδιωτικό, αλλά στο δημόσιο τομέα. Τέλος, υπάρχει ένα ζήτημα ισότιμης και δίκαιης αντιμετώπισης όλων των υποψηφίων για μια θέση εντεταλμένου διδάσκοντος. Όπως έχει επισημάνει σε σχετικό έγγραφό του ο Συνήγορος του Πολίτη, η εν λόγω διάταξη αποκλεισμού των δημοσίων υπαλλήλων από τη δυνατότητα υποβολής υποψηφιότητας για μία θέση εντεταλμένου διδάσκοντος θα πρέπει να απαλειφθεί, καθώς συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος μιας κατηγορίας εργαζομένων (τουτέστιν των δημοσίων υπαλλήλων) όσον αφορά τις προοπτικές πρόσβασής τους σε θέσεις διδακτικού προσωπικού στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Για λόγους, λοιπόν, (α) ισότιμης αντιμετώπισης των ενδιαφερομένων, (β) υιοθέτησης αποκλειστικά ακαδημαϊκής λογικής όσον αφορά την επιλογή 0εντεταλμένων διδασκόντων και (γ) άρσης της λογικής αντίφασης μεταξύ κείμενων διατάξεων, θα πρέπει το άρθρο 173 του ν. 4957/2022 να συμπεριληφθεί μεταξύ των καταργούμενων διά του παρόντος νομοσχεδίου διατάξεων.