Αρχική Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου –Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίωνΜΕΡΟΣ Α’ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ (άρθρα 1-12)Σχόλιο του χρήστη ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ | 18 Φεβρουαρίου 2024, 12:55
ΑΠΟΦΑΣΗ Συγκλήτου Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Συνεδρίαση 5/16-02-2024 Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής στην σημερινή Συνεδρίαση της, συζήτησε διεξοδικά επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού με τίτλο : «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου –Πλαίσιο Λειτουργίας Μη Κερδοσκοπικών Παραρτημάτων Ξένων Πανεπιστημίων» και αποφάσισε τα εξής: το Σχέδιο Νόμου, που έχει κατατεθεί για δημόσια διαβούλευση, ουσιαστικά, αποτελείται από τρεις ενότητες: Α. διατάξεις που αφορούν στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τα Α.Ε.Ι., στο οποίο περιλαμβάνονται και οι διατάξεις για το ΔΠΘ και το ΕΑΠ (Μέρη Α-Γ) Β. νέες διατάξεις που αφορούν στην εγκατάσταση και λειτουργία Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), δηλ. παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, υπό τη μορφή ΝΠΠΕ (Μέρος Δ). και Γ. λοιπές διατάξεις που αναφέρονται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, αλλά και διατάξεις Εξουσιοδοτικές και Μεταβατικές. Συγκεκριμένα : Μέρος Α΄ και Β΄ Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής θεωρεί ότι : - η ενδυνάμωση του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ) συνάδει με την αντίστοιχη περιφερειακή συγκρότηση, και στο πλαίσιο ενός συγκροτημένου αναπτυξιακού σχεδίου για την περιφερειακή ανάπτυξη και το ρόλο του κάθε ΑΕΙ, μπορεί να θεωρηθεί ότι κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Συνάμα, θα πρέπει να διασφαλιστεί η προϋπόθεση της ταυτόχρονης ισχυροποίησης του ΔΙΠΑΕ. και - το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) έχει κατακτήσει σημαντικό ρόλο στο χάρτη της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και είναι σημαντικό να συνεχίσει να προσφέρει το πολύ σημαντικό έργο του. Για το λόγο αυτό, οι συγκεκριμένες διατάξεις (πλήρης αυτοδιοίκηση του ΕΑΠ με εκλεγμένα όργανα διοίκησης, κλπ) είναι θετικές. Αναλυτικότερα : Στο άρθρο 8 : «Μετονομασία της Σχολής Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης σε Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής Αθλητισμού και Εργοθεραπείας – Ίδρυση Τμήματος Εργοθεραπείας στη Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής, Αθλητισμού και Εργοθεραπείας». Η Σύγκλητος εκφράζει την αντίθεσή της στην ίδρυση, στο ΔΠΘ, Τμήματος Εργοθεραπείας, που θα ανήκει στη Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, δεδομένου ότι δε δύναται να ενταχθεί ένα επιστημονικό πεδίο που ανήκει στο χώρο των Επιστημών Υγείας, σε μια Σχολή με βασικό επιστημονικό πεδίο τη Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισμό. Άλλωστε, σύμφωνα και με την παρ. 2 του άρθρου 1, του ισχύοντος Ενιαίου Κανονισμού Παροχών Υγείας (ΕΚΠΥ), η Εργοθεραπεία ανήκει στις παροχές υγείας, ενώ σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 2 οι Εργοθεραπευτές ανήκουν στους παρόχους υγείας. Επιπλέον, η Εργοθεραπεία ούτε εκπαιδευτικά ούτε κλινικά-επαγγελματικά συνδέεται με την Επιστήμη της Φυσικής Αγωγής, με την οποία βέβαια δεν είναι δυνατόν να αποτελούν συναφείς εκπαιδευτικές οντότητες. Η Εργοθεραπεία βασίζεται σε γνωστικά αντικείμενα των πεδίων Υγείας και Αποκατάστασης και όχι Φυσικής Αγωγής και Άθλησης. Μέρος Γ΄ και Δ΄ : Η Σύγκλητος, διατυπώνει ότι : - είναι προφανές ότι το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει περαιτέρω ανάγκη της στήριξης της Πολιτείας, τόσο με σημαντική αύξηση της τακτικής επιχορήγησης, όσο και με θέσεις μόνιμου διδακτικού και διοικητικού προσωπικού, καθώς και με την ενίσχυση της φοιτητικής μέριμνας. - το σύνολο του ακαδημαϊκού προσωπικού των Πανεπιστημίων της Χώρας υπηρετεί το Δημόσιο Πανεπιστήμιο με τρόπο αδιαπραγμάτευτο, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια, μέσα σε δύσκολες πολλές φορές συνθήκες, να διατηρεί και συνεχώς να βελτιώνει το επίπεδο των σπουδών που παρέχει. - ο στόχος δε μπορεί παρά να είναι μια σύγχρονη και ποιοτική Δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με την απαραίτητη στελέχωση και αυξημένη χρηματοδότηση, που θα συμβάλλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της Χώρας. - χωρίς καμία αμφισβήτηση, το δημόσιο Πανεπιστήμιο αποτέλεσε το βασικό μοχλό κοινωνικής κινητικότητας στη μεταπολεμική Ελλάδα. Η επένδυση στη δημόσια εκπαίδευση όλων των βαθμίδων είναι αυτή που μακροπρόθεσμα έχει την πιο αποφασιστική επίδραση στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον, όπου τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα προσεγγίζονται, για σημαντικές δράσεις - συνέργειες, τα Ελληνικά Πανεπιστήμια καλούνται να λειτουργήσουν και να προσφέρουν το καλύτερο δυνατό για την ανάπτυξη της Ελλάδας και της Ελληνικής Κοινωνίας. - εν τέλει, χρειαζόμαστε μια ανώτατη εκπαίδευση, η οποία στο σύγχρονο παγκόσμιο περιβάλλον, να εξασφαλίζει ισότιμη και ουσιαστική πρόσβαση όλων σε σύγχρονη γνώση και εξελίξεις. Ένα σύστημα που θα αλλάζει και θα προσαρμόζεται για να υπηρετεί τον πολίτη και την κοινωνία. Αναλυτικότερα : Η Σύγκλητος, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα και τις σχετικές προτάσεις της πρόσφατης Συνόδου των Πρυτάνεων, πιστεύει ότι θα πρέπει : •Να απλουστευθούν σημαντικά οι γραφειοκρατικές διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης, ιδίως των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, οι οποίες δυσχεραίνουν τη λειτουργία των πανεπιστημίων και τη διεθνή τους παρουσία. •Να ενισχυθεί η αυτονομία των Πανεπιστημίων. Η εποπτεία της πολιτείας θα πρέπει να παραμείνει μόνο σε βασικά επίπεδα Αρχών. Κρίσιμη συνθήκη για να μπορέσουν να διεκδικήσουν, επί ίσοις όροις, την περαιτέρω ανάπτυξή τους. •Οι ΕΛΚΕ των Πανεπιστημίων, παρόλες τις βελτιώσεις που προβλέπονται, να καταστούν πραγματικό εργαλείο υποβοήθησης του έργου των μελών ΔΕΠ και μοχλός αναπτυξιακής πολιτικής των Πανεπιστημίων. •Να υπάρξει περαιτέρω απλοποίηση ή/και κατάργηση των ασφυκτικών διατάξεων περί δημιουργίας και στελέχωσης πολλαπλών δομών και επιτροπών. Αναφορικά με το μέρος Γ : i. στο άρθρο 46 σχετικά με την άρση του υπάρχοντος νομικού κενού, στην παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν. 4957/2022 θα πρέπει να προβλεφθεί η περίπτωση Σχολής με δύο (2) μόνο Τμήματα όπου ένα ή κανένα εξ αυτών δεν έχει Τομείς, συνεπώς ούτε Διευθυντές Τομέων για να αποτελέσουν μέλη της Κοσμητείας. Θα πρέπει να προβλεφθεί αντίστοιχη με αυτήν του άρθρου 22 του Ν.4957/2022 «Αν δεν υπάρχουν Τομείς, ως μέλη της Κοσμητείας αναδεικνύονται από τη συνέλευση του οικείου Τμήματος τρία (3) μέλη Δ.Ε.Π.». ii. στο άρθρο 47 «Αναπλήρωση του Κοσμήτορα – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 25 ν. 4957/2022» Προτείνεται : «Ως Αναπληρωτής Κοσμήτορας ορίζεται ο αρχαιότερος Πρόεδρος, δηλ. ο Πρόεδρος με το παλαιότερο ΦΕΚ διορισμού ως Προέδρου. Αν υπάρχουν περισσότεροι Πρόεδροι με ίδια ημερομηνία ΦΕΚ διορισμού στη θέση του Προέδρου, ως Αναπληρωτής Κοσμήτορας ορίζεται ο αρχαιότερος Καθηγητής». iii. στο άρθρο «Υποψηφιότητα μέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού άλλου συναφούς Τμήματος στη διαδικασία εκλογής Προέδρου ή Αντιπροέδρου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 32 ν. 4957/2022» Η Σύγκλητος δεν κατανοεί την αναγκαιότητα αυτής της διάταξης, δεδομένου ότι ήδη υπάρχει σχετική πρόβλεψη από το ισχύον νομικό πλαίσιο για τον ορισμό Προέδρου και Αντιπροέδρου σε μη αυτοδύναμα Τμήματα. Όσον αφορά στην αύξηση της θητείας του Προέδρου Τμήματος από διετή σε τριετή, θα πρέπει να προβλεφθεί μεταβατική διάταξη παράτασης για ένα (1) χρόνο της θητείας των εν ενεργεία Προέδρων που έχουν ήδη εκλεγεί με τον Ν. 4957/22 για διετή θητεία. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξει σχετική πρόβλεψη αν ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος παραιτηθεί, αφυπηρετήσει ή εκλείψει για οποιονδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της θητείας. iv. στα άρθρα 90 και 91 «Κατανομή της δημόσιας επιχορήγησης στα Α.Ε.Ι.»– Η αύξηση από 20% σε 30% του ετήσιου συνολικού προϋπολογισμού των επιχορηγήσεων στα ΑΕΙ που κατανέμεται με βάση τους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων δεν κινείται στη σωστή κατεύθυνση και θα πρέπει το ισχύον καθεστώς να παραμείνει. v. στο άρθρο 97 «Προγραμματισμός προσλήψεων μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού-Προσθήκη άρθρου 138Α στον ν. 4957/2022» Δεδομένου ότι, τα τελευταία έτη, δεν έχει τηρηθεί η ισχύουσα βάση αναπλήρωσης των αφυπηρετησάντων, προτείνεται η ισχύς της συγκεκριμένης διάταξης να έχει αναδρομική ισχύ από την ψήφιση του Ν. 4957/22 και έπειτα. Προτείνεται : η επέκταση της διάταξης για τις κατηγορίες ειδικού διδακτικού προσωπικού: Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.), Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.) και Ειδικού Τεχνικού προσωπικού (Ε.Τ.Ε.Π.). vi. στο άρθρο 101 «Μετακινήσεις - Τροποποίηση άρθρου 248 ν. 4957/2022» Προτείνεται : στις προβλέψεις αυτού του άρθρου (παράγραφος 5) να συμπεριληφθούν και τα μέλη ΕΤΕΠ των Πανεπιστημίων. vii. στο άρθρο 197 «Τελικές - Μεταβατικές διατάξεις για τις λοιπές κατηγορίες διδακτικού προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων - Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 465 ν. 4957/2022» - Ο όρος «Πτυχίο Α.Ε.Ι.» στην παρ. 5 το άρθρου 164, να αντικατασταθεί από «πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» και - στην παράγραφο 2, στο σχετικό εδάφιο να υπάρξει η διατύπωση : «……..να υπηρετούν, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τα ελάχιστα προσόντα της παρ. 5 το άρθρου 164 σε κενές ή συνιστώμενες με μετατροπή των θέσεων τους, οργανικές θέσεις της αντίστοιχης κατηγορίας. …..» Τέλος, σχετικά με την κατάρτιση των Μητρώων Γνωστικών Αντικειμένων και των Μητρώων Εσωτερικών Και Εξωτερικών Εκλεκτόρων, προτείνεται η παράταση των προθεσμιών του άρθρου 463 του Ν. 4957/2022, η οποία επήλθε με την Υπουργική Απόφαση Φ/149466/Ζ2/2023, να αποτελέσει διάταξη του παρόντος Νόμου. Μέρος Δ΄ αναφορικά με τη συνταγματικότητα του εν λόγω Σχεδίου Νόμου, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου : - δηλώνει ότι, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να πληρούνται τα απαιτούμενα από το Άρθρο 16 του Συντάγματος και - εκφράζει τον προβληματισμό της για τα ακόλουθα : •την έλευση των μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων και, ιδιαίτερα, την εγκατάσταση αυτών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, εάν δεν ληφθούν κατάλληλα μέτρα, θα επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία των περιφερειακών δημόσιων Πανεπιστημίων. •οι απαιτήσεις δεν μπορούν να περιοριστούν στις κτιριακές υποδομές και στην ύπαρξη επαρκούς αριθμού «διδασκόντων με διδακτορικό». Ένα Πανεπιστήμιο απαιτεί να έχει διδάσκοντες με διδακτορικό, αλλά και αποδεδειγμένο επιστημονικό έργο που να έχουν εκλεγεί μέσα από μια διαδικασία κρίσης, στη βάση ακριβώς του επιστημονικού και ερευνητικού τους έργου. Επιπλέον, οι διαδικασίες επιλογής και εξέλιξης του ακαδημαϊκού προσωπικού θα πρέπει να είναι ισότιμες με τις αντίστοιχες των δημόσιων Πανεπιστημίων, με την κατοχή διδακτορικού τίτλου να είναι απλά μία από τις προϋποθέσεις που θα πρέπει σωρευτικά να πληρούνται για την εκλογή ενός μέλους ΔΕΠ. Δεν είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες χώρες που έχουν μη κρατικά – μη δημόσια Πανεπιστήμια υπάρχει ειδική πρόβλεψη ώστε αυτά να έχουν όργανα διοίκησης και ιεραρχία πανεπιστημιακών καθηγητών ανάλογη με αυτή των κρατικών - δημόσιων. Το πλήρες πλαίσιο αδειοδότησης, λειτουργίας και ελέγχου των μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων πρέπει να είναι, επί της ουσίας, ισοβαρές με το αντίστοιχο των δημόσιων Πανεπιστημίων. •σε ό,τι αφορά στην ακαδημαϊκή οργάνωση της διδασκαλίας και έρευνας των μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων, θα πρέπει όχι απλά να ελέγχονται οι όροι ίδρυσης και λειτουργίας της ακαδημαϊκής μονάδας, αλλά να απαιτούνται τόσο ιδρυματικές όσο και τμηματικές αξιολογήσεις, σύμφωνα με τα εθνικά αλλά και διεθνή ή ευρωπαϊκά πρότυπα. Και αυτό ανεξάρτητα από τις αξιολογήσεις που, ούτως ή άλλως, έχει κάνει ή κάνει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, η ανεξάρτητη εθνική αρχή αξιολόγησης της χώρας προέλευσης. Οι ακαδημαϊκοί, όμως, όροι σύστασης και λειτουργίας του παραρτήματος, καθώς και η επάρκεια και ποιότητα των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών θα πρέπει να ελέγχονται από την ΕΘΑΑΕ, ο ρόλος της οποίας θα πρέπει να είναι αποφασιστικός και όχι απλά διεκπεραιωτικός. Η ΕΘΑΑΕ θα πρέπει να ασκεί πλήρη εποπτεία στην οργάνωση και στην ποιότητα της παρεχόμενης πανεπιστημιακής παιδείας και διενέργειας επιστημονικής έρευνας, καθώς και στην ποιότητα του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού και στην επάρκεια των χώρων διδασκαλίας και έρευνας. •σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να πληρείται η συνταγματική επιταγή ότι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ανεξάρτητα αν είναι κρατικά- δημόσια ή μη τελούν υπό την εποπτεία του κράτους, υπό την αυτονόητη επιφύλαξη του πλήρους σεβασμού των ακαδημαϊκών ελευθεριών, της ελευθερίας της επιστήμης, της έρευνας ή της διδασκαλίας, καθώς και της ελεύθερης διάδοσης των ιδεών. • η διάρκεια των προγραμμάτων σπουδών στα μη κρατικά – μη δημόσια Πανεπιστήμια θα πρέπει να είναι ίση με αυτή των αντίστοιχων προγραμμάτων σπουδών των δημόσιων Πανεπιστημίων, ειδάλλως θα δημιουργηθούν συνθήκες μη υγιούς ανταγωνισμού δεδομένου ότι τα πτυχία των μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων θα έχουν ακαδημαϊκή και επαγγελματική ισοτιμία με αυτά των δημόσιων. •ένα σημαντικό ποσοστό (π.χ. έως 30%) των φοιτητών προγραμμάτων σπουδών πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου στα μη κρατικά – μη δημόσια, Πανεπιστήμια θα πρέπει να λαμβάνουν πλήρη υποτροφία βάσει εισοδηματικών ή κοινωνικών κριτηρίων, καθώς και αξιολογικών κριτηρίων εισαγωγής, κατ’ αναλογία του δικαιώματος δωρεάν φοίτησης που παρέχεται στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών των δημόσιων Πανεπιστημίων με δίδακτρα. •εφόσον, στους αναφερόμενους στόχους συμπεριλαμβάνονται τόσο η προσέλκυση Ελλήνων επιστημόνων που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, όσο και η επαγγελματική αποκατάσταση νέων Ελλήνων επιστημόνων με υψηλά προσόντα, όσον αφορά στους διδάσκοντες των μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων, θα πρέπει η στελέχωση στο μέγιστο δυνατό ποσοστό να ανταποκρίνεται στους ανωτέρω στόχους και μόνο ένα μικρό ποσοστό των διδασκόντων να δύναται να είναι συνταξιούχοι. •η παρουσία 30 καθηγητών δεν επαρκεί για την εύρυθμη λειτουργία τουλάχιστον 3 σχολών, οι οποίες δεν θα πρέπει να είναι μονοτμηματικές, ενώ θα πρέπει η αναλογία φοιτητών ανά καθηγητή να είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εφόσον στους αναφερόμενους στόχους συγκαταλέγονται η αναβάθμιση των παρεχόμενων σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα και η προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών. •οι πλήρεις φάκελοι των πιστοποιημένων προγραμμάτων σπουδών των μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων θα πρέπει να είναι αναρτημένοι στον ιστοχώρο της ΕΘΑΕΕ και ελεύθερα προσβάσιμοι, όπως συμβαίνει και με τους αντίστοιχους των δημόσιων. •για την ίδρυση και λειτουργία των μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων πρέπει να διασφαλίζεται η αυτοτελής οικονομική βιωσιμότητά τους χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. •η συμμετοχή αυτών των μη κρατικών – μη δημόσιων ιδρυμάτων σε χρηματοδοτούμενες ή συγχρηματοδοτούμενες από εθνικούς πόρους δράσεις έρευνας και ανάπτυξης υπό την ιδιότητα των εκπαιδευτικών/ερευνητικών οργανισμών, θα πρέπει να ακολουθεί τις ίδιες προϋποθέσεις λειτουργίας με τα δημόσια Πανεπιστήμια (βλ. θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας ΕΛΚΕ, κλπ). •στο δημόσιο Πανεπιστήμιο έχουν πρόσβαση οι υποψήφιοι που στις πανελλαδικές εξετάσεις συγκεντρώνουν τουλάχιστον τη βάση εισαγωγής στα Τμήματα της προτίμησής τους, ενώ οι υποψήφιοι με τις ίδιες προτιμήσεις θα μπορούν να φοιτήσουν στα αντίστοιχα Τμήματα των μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων έχοντας πιάσει την ελάχιστη βάση εισαγωγής του επιστημονικού πεδίου που επέλεξαν ή έχοντας αποκτήσει το international baccalaureate ή έχοντας πάρει μόνο το απολυτήριο από σχολείο της αλλοδαπής. Τα κριτήρια εγγραφής των φοιτητών στα μη κρατικά-μη δημόσια Πανεπιστήμια είναι ιδιαίτερα σημαντικά διότι αντανακλούν στο επίπεδο των παρεχόμενων σπουδών και αποδιδόμενων πτυχίων. Για να θεωρηθούν επαρκή τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να είναι ισοβαρή με αυτά που ισχύουν για την εισαγωγή σε τμήματα των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων. •το νομοσχέδιο προωθεί την ακαδημαϊκή εδραίωση μη κρατικών – μη δημόσιων Πανεπιστημίων και την επαγγελματική ένταξη των αποφοίτων τους, ενώ ταυτόχρονα Σχολές και Τμήματα Μηχανικών του Δημόσιου Πανεπιστημίου παραμένουν μετέωρες ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τα πέντε (5) τελευταία έτη, με απόφοιτους αποκλεισμένους από οποιοδήποτε πλαίσιο άσκησης επαγγέλματος. Για χιλιάδες φοιτητές και απόφοιτους που εκπαιδεύθηκαν με δημόσιους πόρους, το τελικό παραγωγικό αποτέλεσμα των σπουδών τους είναι να τεθούν εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για χιλιάδες αποφοίτους άλλων πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας. Προς επίρρωση των ανωτέρω η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής αναφέρει ότι : α. οι 5ετείς σπουδές Μηχανικών της οικείας Σχολής έχουν αξιολογηθεί και κριθεί με ομόφωνα θετική γνώμη της ΕΘΑΑΕ (2021), ως προγράμματα επιπέδου 7 (Integrated Master), όπως όλες οι άλλες 5ετείς Πολυτεχνικές Σπουδές της Χώρας. β. τα οκτώ (8) Τμήματα Μηχανικών του Πανεπιστημίου έχουν πιστοποιηθεί από την ΕΘΑΑΕ (2022, 2023) με εξαιρετική επιτυχία. Οι εξαιρετικές Πιστοποιήσεις έγιναν από 5μελείς Επιτροπές, στις οποίες συμμετείχαν Καθηγητές ξένων ΑΕΙ και εκπρόσωποι του ΤΕΕ με τη σύμφωνη γνώμη τους και γ. οι 5ετείς σπουδές Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, οι οποίες – ειδικά στην Ελλάδα – τίθενται εν αμφιβόλω σχετικά με την ακαδημαϊκή τους αντιστοίχιση, αντιστοιχίζονται και αναγνωρίζονται – ακαδημαϊκά και επαγγελματικά – σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Αντιστρόφως δε, σπουδές Μηχανικών από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, για τις οποίες δεν υφίσταται διερεύνηση εάν και από ποιον έχουν πιστοποιηθεί, αντιστοιχίζονται και αναγνωρίζονται συλλήβδην (ακαδημαϊκά και επαγγελματικά), με τις συνοπτικές διαδικασίες του ΔΟΑΤΑΠ και τις εξετάσεις του ΤΕΕ. Παράλληλα, άλλες «μη κρατικές» νομικές οντότητες αναμένεται με το Ν/Σ να εγκαθιδρυθούν στην Ελλάδα, με πλεονεκτικές σε σχέση με τα Δημόσια Πανεπιστήμια επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων τους. Εν κατακλείδι, στο πλαίσιο της δηλωμένης πρόθεσης της Πολιτείας για ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου, το ανωτέρω ζήτημα πρέπει να επιλυθεί με ρητή ρύθμιση στο παρόν νομοσχέδιο. Συμπερασματικά, με το παρόν νομικό πλαίσιο, το ενδεχόμενο της συνέχισης του επαγγελματικού αποκλεισμού των Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής παραμένει ανοικτό, ενώ η ανάγκη μιας δίκαιης ρύθμισης στο παρόν νομοσχέδιο, η οποία θα εξασφαλίζει τόσο την ακαδημαϊκή αντιστοίχιση όσο και την επαγγελματική κατοχύρωση των αποφοίτων των Τμημάτων της Σχολής Μηχανικών του Ιδρύματος σε ισότιμη βάση με άλλα Τμήματα Πολυτεχνικών Σχολών της ημεδαπής, είναι επιτακτική. Κρίνεται, αναγκαία η με ακαδημαϊκά κριτήρια αντιστοίχιση των πτυχίων των αποφοίτων των πρώην Α.Ε.Ι. Τεχνολογικού Τομέα (Τ.Τ.) (Τ.Ε.Ι.) με τα αντίστοιχα ή συναφή τμήματα των νέων ακαδημαϊκών δομών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (Π.Ε.), καθώς επίσης και η ολοκλήρωση απόδοσης επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τεχνολογικής εκπαίδευσης (Τ.Ε.) των πρώην ΤΕΙ, που εκκρεμούν επί δεκαετίες.