• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Γουδήρας' | 18 Φεβρουαρίου 2024, 13:46

    Λειτουργία Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στην Ελλάδα. (δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο νόμου) «Η παιδεία το μεγάλο μας πρόβλημα», έγραψε το έτος 1976 ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Μετά την παρέλευση πενήντα χρόνων περίπου, η παιδεία μας συνεχίζει να αποτελεί τον μεγάλο ασθενή της χώρας. Αυτό φαίνεται, εξάλλου, και στις διαδηλώσεις, τις διαμαρτυρίες και καταλήψεις εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από μαθητές και φοιτητές από τη μεταπολίτευση και μετά μέχρι σήμερα. Πολλές από τις προτάσεις του Παπανούτσου για την εξυγίανση της ελληνικής εκπαίδευσης που είχε εξαγγείλει το 1964 ως Γ. Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας επί κυβερνήσεως της Ένωσης Κέντρου παραμένουν μέχρι σήμερα ανεφάρμοστες. Αυτές περιέχονται στο βιβλίο του «Αγώνες και αγωνία για την παιδεία» (1965). Μεταξύ πολλών άλλων, πρότεινε τότε την ίδρυση νέων πανεπιστημίων και την καθιέρωση δύο τύπων ακαδημαϊκού απολυτηρίου ισότιμων μεταξύ τους. Οι προσπάθειες που έγιναν από τη δεκαετία του 1960 και μετά για τη μεταρρύθμιση και την εξυγίανσή της ελληνικής εκπαίδευσης έδωσαν άλλες σημαντικά και άλλες πενιχρά αποτελέσματα. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα πραγματικά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων ή αλλαγών που επιχειρήθηκαν, για τον απλό λόγο ότι έγιναν λίγες έγκυρες αξιολογήσεις και αποτιμήσεις των εφαρμογών. Σήμερα με αφορμή το νομοσχέδιο για τη λειτουργία Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), δηλαδή ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ στη χώρα, υπάρχει μεγάλη κοινωνική αναταραχή με διαμαρτυρίες από εκπαιδευτικούς και ομάδες σπουδαστών, με διαδηλώσεις και καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών και η κοινωνία φαίνεται να είναι διχασμένη. Ταυτόχρονα με το ζήτημα της λειτουργίας ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ προβάλλει και το ζήτημα του συστήματος εισαγωγής στα κρατικά ΑΕΙ. Η κουλτούρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης Ένας Γερμανός επισκέπτης καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1980 είχε γράψει στην έκθεσή του: «Το ελληνικό Πανεπιστήμιο ξυπνά αργά το πρωί και πηγαίνει ενωρίς το βράδυ για ύπνο». Η περιορισμένη λειτουργία του ελληνικού Πανεπιστημίου δεν αποτελεί το βασικό γνώρισμα της κουλτούρας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας. Είναι και πολλά άλλα θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά, γνωστά στους εργαζόμενους στα ΑΕΙ, όπως: έντονη πολιτικοποίηση, καταλήψεις σχολών και τμημάτων, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες φοιτητών, απώλεια διδακτικών ωρών, χαμηλά ποσοστά φοίτησης και αποφοίτησης, παραδόσεις και σεμινάρια του ενός συγγράμματος, εμμονή στην απομνημόνευση, ελλιπής πρακτική άσκηση, περιορισμένη βασική έρευνα, χαμηλά επίπεδα συνεργασίας μεταξύ μελών ΔΕΠ, άλλων Πανεπιστημίων της χώρας και του εξωτερικού, αμφισβητούμενη αξιοκρατία, πλασματική αξιολόγηση του παραγόμενου ερευνητικού και διδακτικού έργου, μικρή διάχυση της παραγόμενης νέας γνώσης, περιορισμένη σύνδεση με τους παραγωγικούς τομείς, έλλειψη πόρων, ελλιπής χρηματοδότηση και στελέχωση κλπ. Παρά τις αδυναμίες του ελληνικού Πανεπιστημίου, κάποια πανεπιστημιακά τμήματα διακρίνονται για τα ερευνητικά τους αποτελέσματα και την καινοτομία της γνώσης, χάρη στη εντατική και φιλότιμη προσπάθεια του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (ΔΕΠ). Από τα 25 ΑΕΙ της χώρας ορισμένα εντάσσονται ανάμεσα στα καλύτερα 500 Πανεπιστήμια του κόσμου, κυρίως για τις ερευνητικές τους δραστηριότητες. Οι απόψεις των πολιτών και των φορέων Οι γνώμες και οι προτάσεις που εκφράζονται από πολίτες και φορείς για τη λειτουργία ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ, ποικίλουν ανάλογα με την πολιτική ιδεολογία και τις προσωπικές απόψεις καθενός. Δημοσιοποιούνται απόψεις όπως: .. τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα ανταγωνίζονται τα κρατικά, .. θα υποτιμηθεί η ποιότητα εκπαίδευσης των κρατικών Πανεπιστημίων, .. ή, αντίθετα, τα ιδιωτικά ΑΕΙ θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης στα δημόσια, .. να καταργηθούν οι εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ, .. ή να διατηρηθεί το υπάρχον σύστημα εισαγωγής σε αυτά, γιατί είναι αξιόπιστο, .. να λαμβάνονται υπόψη οι βαθμολογίες όλων των τάξεων του Λυκείου, .. να εμπλουτιστεί η τράπεζα θεμάτων για τις εξετάσεις στο Λύκειο, .. να καθιερωθεί ειδικό ακαδημαϊκό απολυτήριο και πολλές άλλες απόψεις ειδικών και μη της εκπαίδευσης. Η δημόσια διαβούλευση Το ζήτημα έρχεται σε ανοιχτή συζήτηση (διαβούλευση), για να εκφράσουν οι πολίτες και οι αρμόδιοι φορείς τις απόψεις τους. Η στρατηγική αυτή είναι δημοκρατική και αναγκαία, αλλά κατά τη γνώμη μου πρωθύστερη. Έπρεπε πρώτα να συγκροτηθεί μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, ειδικών της εκπαιδευτικής πολιτικής, εκπαιδευτικών, ερευνητών, πολιτικών κ.ά. και τα πορίσματά της επιτροπής να αποτελέσουν την επιστημονική βάση για τη δημόσια συζήτηση, ώστε με βάση αυτά να εκφράσουν οι πολίτες και οι αρμόδιοι φορείς τις απόψεις τους. Μετά από αυτά το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) να αξιολογήσει όλα τα δεδομένα και να κάνει τις προτάσεις του στο Υπουργείο Παιδείας, και κατόπιν τα μέλη της ειδικής Επιτροπής Παιδείας της Βουλής να αποφανθούν για τη σκοπιμότητα του σχεδίου νόμου που θα φέρει η Κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο; Αυτή είναι η τακτική που εφαρμόζουν, συνήθως, ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πολύ καλά αποτελέσματα. Λειτουργούν στη χώρα με επιτυχία από το 1995 δυο πανεπιστημιακά τμήματα με αντικείμενο την Εκπαιδευτική Πολιτική. Το Υπουργείο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής αναθέτουν, όμως, σε αυτά να εκπονήσουν εμπεριστατωμένες επιστημονικές μελέτες για την αναγκαιότητα της λειτουργίας ιδιωτικών ΑΕΙ στη χώρα ή για το σύστημα επιλογής των υποψηφίων σπουδαστών στα δημόσια ΑΕΙ ή προτιμούν να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις άσχετων συμβούλων και πολιτευτών; Μια τέτοια στρατηγική θα συντελούσε, ίσως, στη χάραξη μιας ενιαίας και σταθερής εκπαιδευτικής πολιτικής. Φαίνεται, όμως, πως οι πολιτικοί απλά δεν θέλουν να έχει η χώρα μια ενιαία πολιτική Παιδείας, την οποία να ακολουθούν όλες οι Κυβερνήσεις, όπως δεν θέλουν να υπάρχει μια ενιαία εξωτερική πολιτική ή μια ενιαία και σταθερή οικονομική πολιτική κλπ.. Οι απόψεις μου Με βάση τις σκέψεις αυτές θα επιθυμούσα να εκφράσω ορισμένες απόψεις, οι οποίες θα μπορούσαν, ίσως, να συμβάλουν στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων. Κατ’ αρχάς, η αναζήτηση, η απόκτηση και η προώθηση της γνώσης είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ατόμου και κάθε θεσμικής οντότητας, και κυρίως του Πανεπιστημίου, και ως προς αυτό δεν πρέπει να ισχύουν άλλοι φραγμοί, εκτός από ηθικές αρχές και κανόνες. Οι Πρυτάνεις σε πρόσφατη έκτακτη σύνοδο αποφάνθηκαν ορθά ψηφίζοντας ότι τη βάση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί το ανοιχτό δημόσιο Πανεπιστήμιο, στηριζόμενοι και σε όσα περιέχονται στο άρθρο 16 του Συντάγματος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχουμε δεδομένα για το επίπεδο της έρευνας, της καινοτομίας της γνώσης και της εκπαίδευσης που προσφέρουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια σε σύγκριση με τα Πανεπιστήμια των χωρών της ΕΕ ή άλλων χωρών; Γνωρίζουμε, ασφαλώς, ποια ελληνικά Πανεπιστήμια εντάσσονται στις διεθνείς αξιολογήσεις ανάμεσα στα 500 καλύτερα του κόσμου, οι παράγοντες ή οι λόγοι που συντελούν σε αυτό δεν είναι, όμως. τόσο σαφείς σε όλους. Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κάποιος τι μπορεί να προκύψει στον τομέα της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας της γνώσης, στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας από τη λειτουργία ΝΠΠΕ. Στην Ελλάδα λειτουργούν εδώ και πολλά χρόνια κολέγια ή «παραρτήματα» ξένων Πανεπιστημίων με το σύστημα πιστοποίησης (validation) ή δικαιοχρησίας (franchising), των οποίων οι τίτλοι σπουδών αναγνωρίζονται στο εξωτερικό, χωρίς επιπλέον απαιτήσεις. Ανάλογο συμβαίνει και με τη λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ στην Κύπρο και στις γειτονικές χώρες, τη Βουλγαρία, την Ιταλία, τη Σλοβενία και αλλού. Στην Ελλάδα οι τίτλοι σπουδών ορισμένων αλλοδαπών ΑΕΙ και «παραρτημάτων» που λειτουργούν στη χώρα αναγνωρίζονται από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Αντί να δαπανά η ελληνική οικογένεια ένα σημαντικό ποσό για τα φροντιστήρια, με αβέβαιη την επιτυχία, εντείνοντας στο έπακρο την ψυχική εξουθένωση των παιδιών της, μήπως θα ήταν προτιμότερο να διαθέτει το ποσό αυτό για την καταβολή των διδάκτρων στο ιδιωτικό ΑΕΙ; Η λειτουργία των ΝΠΠΕ αναμένεται να μειώσει τη φροντιστηριακή «παραπαιδεία», να περιορίσει τη φοίτηση των νέων σε Πανεπιστήμια άλλων χωρών και μαζί με αυτό να ανακόψει το λεγόμενο “brain drain”, την άτυπη εξαγωγή έμψυχου και μορφωμένου δυναμικού, και τη διαρροή κεφαλαίων προς αυτές. Τα ΝΠΠΕ θα λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τα δημόσια, λιγότερο όσον αφορά την προσφορά προπτυχιακών προγραμμάτων και ασφαλώς περισσότερο όσον αφορά τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Τα ΝΠΠΕ θα προσελκύουν επίλεκτο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, λόγω των αμοιβών και των συνθηκών απασχόλησης. Η λειτουργία των ΝΠΠΕ μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στην υποβάθμιση και στον μαρασμό τα ΑΕΙ της περιφέρειας, όταν οι φοιτητές θα προτιμούν τα ιδιωτικά που θα εδρεύουν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Έχει μεγάλη σημασία σε ποιους φορείς θα δοθεί το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ, αν αυτοί θα είναι κοινωφελείς ή επιχειρηματικοί. Θα μπορεί η Πολιτεία να ελέγχει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ώστε τα ΝΠΠΕ να μην μεταλλαχτούν σε επιχειρήσεις εμπορίας γνώσεων και ακαδημαϊκών τίτλων; Θα λειτουργούν αποτελεσματικά οι δικλείδες ασφαλείας όσον αφορά την ποιότητα και την τήρηση ηθικών αρχών και κανόνων στη διεξαγωγή της έρευνας από τα ΝΠΠΕ; Γιατί είναι αναγκαίο να προσφύγει η χώρα στη συμβολή ιδιωτικών ΑΕΙ για να καλύψει τις ανάγκες για τριτοβάθμια εκπαίδευση ή για να τη βελτιώσει, εφόσον λειτουργούν ήδη 25 δημόσια ΑΕΙ στη χώρα; Ενώ υπάρχει μεγάλη προσφορά εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού, γιατί τα δημόσια ΑΕΙ δεν μπορούν να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες; Μήπως ισχύει, τελικά, αυτό που δήλωσε με χιούμορ ο Γερμανός επισκέπτης καθηγητής, ότι δηλαδή, απαιτείται πολλή και σκληρή δουλειά από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς; Σκοπός των ΑΕΙ Όσοι τάσσονται απόλυτα κατά των ιδιωτικών ΑΕΙ εξετάζουν, προφανώς, το ζήτημα από τη βραχυπρόθεσμη προοπτική της επαγγελματικής αποκατάστασης, της κοινωνικής κινητικότητας και της μονοπώλησης της παραγωγής και της προσφοράς της γνώσης μόνο από τα κρατικά πανεπιστήμια, ενώ αγνοούν ότι ο εφοδιασμός των σπουδαστών με επαγγελματικά προσόντα και η επαγγελματική εξειδίκευση και αποκατάσταση των πτυχιούχων δεν είναι ο αποκλειστικός σκοπός της λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Κύριος σκοπός είναι, πρώτιστα, η προαγωγή της επιστήμης, με τη διεξαγωγή βασικής έρευνας, την παραγωγή νέας, καινοτόμου γνώσης και την εφαρμογή αυτής στους παραγωγικούς τομείς με στόχο την αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων, π.χ. της υγείας, της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της απασχόλησης κ.ά. και μέσω αυτών η επιδίωξη της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών. Η παραγωγή και η εκπαίδευση επαγγελματιών έρχονται σε δεύτερη θέση. Οι υποστηρικτές των ιδιωτικών ΝΠΠΕ αποσιωπούν το γεγονός ότι στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες) τα καλύτερα ΑΕΙ είναι τα κρατικά και έχουν ακαδημαϊκό προσανατολισμό, ενώ τα μη κρατικά ΑΕΙ είναι ελάχιστα και ανήκουν σε κοινωνικούς φορείς. Κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει, ασφαλώς, στο Ενωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ, όπου το κέρδος και ο ανταγωνισμός κυριαρχούν και στα ΑΕΙ (βλ. Γ. Τσιάρας, Το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ αποκτά τον μάνατζερ του, εφημ. Το Βήμα, Κυριακή 10.12.2006, σελ. Β16-17). Κατόπιν αυτών μένει ανοιχτό το ερώτημα: ποιόν σκοπό και ποιους από αυτούς τους στόχους θα επιδιώκουν τα ΝΠΠΕ; Το σύστημα εισαγωγής σπουδαστών στα δημόσια ΑΕΙ Όπως ορίζει το σχέδιο νόμου, δικαίωμα εγγραφής στα ΝΠΠΕ θα έχουν όσοι θα έχουν συμμετάσχει στις πανελλήνιες εξετάσεις και η βαθμολογία τους θα υπερβαίνει την ελάχιστη βάση εισαγωγής που ο νόμος θα ορίζει. Το ισχύον σύστημα για την εισαγωγή των σπουδαστών στα ΑΕΙ, θα έπρεπε, όμως, να είχε καταργηθεί πριν από πολλά χρόνια, καθόσον όπως δείχνουν τα επιστημονικά δεδομένα ούτε αξιόπιστο ούτε έγκυρο ούτε αντικειμενικό ούτε δίκαιο είναι. Επιπλέον, δεν προσφέρει κάποιο ουσιαστικό όφελος στην εκπαίδευση, ενώ επιτρέπει την οικονομική εκμετάλλευση των οικογενειών από τους κάθε είδους φροντιστές, εκδότες και λοιπούς «επιχειρηματίες» των εξετάσεων και εντείνει την ψυχική επιβάρυνση των μαθητών με πολλή αγωνία και δυσβάστακτο άγχος. Δεν είναι αξιόπιστο καθόσον δεν συμβάλλει αυτό στην επιλογή των πλέον κατάλληλων υποψηφίων, όπως δείχνουν σχετικές έρευνες και ο μεγάλος αριθμός των σπουδαστών που δεν περατώνουν τις σπουδές τους (περίπου το 35-45%). Το 2022 οι ενεργοί φοιτητές προπτυχιακών σπουδών των ΑΕΙ ανέρχονταν στους 379,559, οι εγγεγραμμένοι ήταν 704.047 (εφημ. Καθημερινή Φεβρουαρίου 2024). Το σύστημα αυτό παραπέμπει μόνον το 20-30% των υποψηφίων στο τμήμα πρώτης επιλογής. Για αυτό υπάρχει και μεγάλη πίεση για μετεγγραφές. Σχετική έρευνα που έγινε το 1985 σε φοιτητές έδειξε ότι η συνάφεια των επιδόσεων στις εισαγωγικές εξετάσεις με τις επιδόσεις στα τέσσερα βασικά μαθήματα του πρώτου έτους σπουδών ήταν ελάχιστη (r: 10-15), στατιστικά ασήμαντη (Γίτσα Κοντογιαννοπούλου – Πολυδωρίδη, 1985). Όσοι υποστηρίζουν την αξιοπιστία, την εγκυρότητα και την αντικειμενικότητα του συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ λησμονούν πως το μέλλον κάθε υποψηφίου κρίνεται από ένα πρωτόκολλο που συντάσσει αυτός σε διάρκεια τριών ωρών, σε συνθήκες υψηλής έντασης άγχους και αγωνίας, κριτήριο αδιανόητο για τους ειδικούς, ενώ η αξιολόγηση των γραπτών δοκιμίων είναι επισφαλής, όταν πχ. υπάρχει μεγάλη απόκλιση – πέραν των 3 μονάδων – μεταξύ των δύο βαθμολογητών! Ποιών γραπτών δοκιμίων, όμως; αυτών που στην πλειονότητά τους στηρίζονται στις «συνταγές» (τα κλισέ) των φροντιστών και την στείρα απομνημόνευση (παπαγαλία); Πως εξισώνει ή εξαλείφει το σύστημα αυτό τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των μαθητών ως προς τις οικονομικές δυνατότητες, το κοινωνικό υπόβαθρο, τις συνθήκες διδασκαλίας και προετοιμασίας για τις πανελλαδικές εξετάσεις από λύκειο σε λύκειο και από περιοχή σε περιοχή; Μήπως αυτό είναι άδικο και ευνοεί κατάφωρα τους οικονομικά ισχυρούς υποψηφίους, των επιλεκτικών σχολείων ελίτ των μεγάλων αστικών κέντρων, που μπορούν να έχουν τους καλύτερους καθηγητές και φροντιστές, και αδικεί του μαθητές της επαρχίας; Η διατήρηση του συστήματος αυτού με παράλληλο υπολογισμό των βαθμών όλων των τάξεων του Λυκείου θα μεταβάλει αυτό σε φροντιστήριο με συνακόλουθη απώλεια του παιδευτικού του χαρακτήρα και παράλληλη αύξηση του χρόνου της φροντιστηριακής προετοιμασίας, μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση της οικογένειας και επιμήκυνση της διάρκειας της αγωνίας και του ψυχοφθόρου άγχους των μαθητών. Αυτό διαπιστώθηκε, όταν προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 συνυπολογιζόταν και η βαθμολογία της Β΄ τάξης για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Είναι καιρός να δώσει η Πολιτεία το δικαίωμα σε κάθε απόφοιτο του Λυκείου να εγγράφεται στη σχολή ή το τμήμα που επιθυμεί με βασικό κριτήριο τον βαθμό απολυτήριου του Λυκείου, όπως συμβαίνει στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), αλλά και σε άλλες χώρες, π.χ. στις Σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία κλπ.. Γιατί απαξιώνουμε το εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών του Λυκείου επιβάλλοντας επιπλέον τις πανελλαδικές εξετάσεις; Είναι ωσάν να θεωρούμε τους εκπαιδευτικούς εκ προοιμίου αναξιόπιστους και ανεύθυνους για το έργο που επιτελούν! Αν επιθυμούμε μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, ας αξιολογούνται τα γραπτά δοκίμια των μαθητών της τρίτης τάξης του Λυκείου, με καλυμμένα τα ονόματα και τη βαθμολογία, από όλους τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν στην τάξη αυτή: τα φιλολογικά από τους φιλολόγους, τα μαθηματικά από τους μαθηματικούς, τα φυσικά από τους φυσικούς κοκ. και να λαμβάνονται στο απολυτήριο οι μέσοι όροι της προφορικής και της μυστικής αυτής βαθμολογίας. Πέραν αυτών και παράλληλα με την κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων ως μέσου επιλογής των υποψηφίων φοιτητών, ας σκεφθούν οι αρμόδιοι τη θέσπιση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου δύο κατευθύνσεων (θετικών και κοινωνικών επιστημών), το οποίο θα χορηγείται σε όσους μαθητές επιθυμούν να συνεχίσουν σπουδές σε πανεπιστημιακό επίπεδο και μόνον, μετά από φοίτηση ενός επιπλέον έτους στο λύκειο, όπως εφαρμόζεται στη Γερμανία. Οι υπόλοιποι θα πορεύονται με το απολυτήριο του λυκείου. Έχει, βέβαια, αυτό οικονομικό κόστος για τις οικογένειες και το κράτος και επιπλέον ψυχικό κόστος για τους μαθητές, αλλά τουλάχιστον όχι για όλους, μόνο για τους υποψηφίους φοιτητές. Θεωρώ πως οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων, και κυρίως οι πολιτικοί, πρέπει να συνεκτιμήσουν όλα αυτά με σύνεση και χωρίς προκαταλήψεις, πριν να αποφασίσουν.