Αρχική Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου –Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίωνΜΕΡΟΣ Δ’ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (άρθρα 127-155)Σχόλιο του χρήστη ΣΧΟΛΗ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ - ΕΜΠ | 18 Φεβρουαρίου 2024, 18:30
Η Γενική Συνέλευση της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ συνεδρίασε στις 16.02.2024 και συζήτησε τις διατάξεις του δοθέντος στη δημοσιότητα σχεδίου νόμου του ΥΠΑΙΘΑ με τίτλο «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου– Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων». Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη σχετική κοινή απόφαση Συμβουλίου Διοίκησης και Συγκλήτου του ΕΜΠ, την οποία κατ’ αρχήν αποδέχεται, κατέληξε στα εξής: α) Επισημαίνει ότι τα ασφυκτικά χρονικά όρια της διαβούλευσης δεν επιτρέπουν τον ουσιαστικό διάλογο και τη διαμόρφωση εποικοδομητικών προτάσεων στον επιθυμητό βαθμό. β) Θεωρεί ότι το σχέδιο νόμου είναι κατώτερο των προσδοκιών της πανεπιστημιακής κοινότητας, καθώς περιορίζεται σε επιμέρους διορθώσεις και βελτιώσεις υφιστάμενων ρυθμίσεων, χωρίς κάποια ουσιαστική μεταρρυθμιστική στρατηγική, η οποία να οδηγεί με βεβαιότητα στην αναβάθμιση της πανεπιστημιακής παιδείας στη χώρα μας. Ειδικότερα: γ) Οι διατάξεις που αφορούν στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο (Τμήμα Γ’, «Ενίσχυση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (A.E.I.)») θα έπρεπε να θεσμοθετούν σαφή μέτρα μόνιμου χαρακτήρα ως προς τα μείζονα ζητήματα των πόρων (χρηματοδότηση, υποδομές, ανθρώπινο δυναμικό), του αυτοδιοίκητου των Ιδρυμάτων, της εξάλειψης της γραφειοκρατίας, και της φοιτητικής μέριμνας. δ) Οι διατάξεις που αφορούν στην ίδρυση μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων (Τμήμα Δ’, «Εγκατάσταση και λειτουργία Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.)») εισάγουν ριζική αλλαγή υποδείγματος στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση. Η Σχολή, αντιπαρερχόμενη το ζήτημα της ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων (έχουν εκφραστεί σοβαρές επιφυλάξεις έως και διαφωνίες από ειδικούς – όμως αυτό μπορεί να κριθεί από υπερκείμενα θεσμικά όργανα), θεωρεί ότι η προτεινόμενη μεταρρύθμιση ως προς την ουσία της δεν πληροί βασικές ακαδημαϊκές προδιαγραφές σχετικά με: • τις προϋποθέσεις ίδρυσης Ν.Π.Π.Ε (δυνατότητα ίδρυσης με συμφωνίες πιστοποίησης ή δικαιόχρησης ακόμη και από μητρικά ιδρύματα εκτός Ε.Ε., ελάχιστος αριθμός 3 σχολών με 10 μέλη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού ανά σχολή, κ.λπ.), • τη λειτουργία και τα προγράμματα σπουδών (έλεγχος και πιστοποίηση αποκλειστικά από το μητρικό ίδρυμα και όχι από την ΕΘΑAΕ ή άλλους κρατικούς φορείς), • τον τρόπο εισαγωγής φοιτητών (με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους, ένας μόνον εκ των οποίων μέσω πανελληνίων εξετάσεων, και ακόμη και αυτός με χαμηλότατη βάση εισαγωγής, ενιαία για όλα τα τμήματα), • τον τρόπο επιλογής και εξέλιξης, και τα προσόντα του διδακτικού προσωπικού (έως 20% των μελών διδακτικού προσωπικού χωρίς διδακτορικό, καθορισμός προσόντων και διαδικασιών εξέλιξης από το μητρικό ίδρυμα). • την διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας στα υπό ίδρυση Ν.Π.Π.Ε. Η έλλειψη σχετικών προδιαγραφών, σε συνδυασμό με την επιτρεπόμενη διδακτική υπεραπασχόληση των καθηγητών τους, μπορεί να τα καταστήσει κυρίως εκπαιδευτήρια και όχι Πανεπιστήμια με την διτή και αδιαίρετη αποστολή: εκπαίδευση και έρευνα. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα οδηγήσουν πιθανότατα στην παραγωγή πτυχίων χαμηλής ποιότητας, ενδεχομένως σε μεγάλους αριθμούς σε βάθος χρόνου. Ταυτόχρονα, αναμένεται να προκληθεί αφαίμαξη φοιτητών και καθηγητών από τα περιφερειακά, κυρίως, δημόσια πανεπιστήμια, με προφανείς επιπτώσεις κοινωνικής και εθνικής σημασίας (ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ίδρυσης Ν.Π.Π.Ε. ακόμη και από μητρικά ιδρύματα εκτός Ε.Ε., και χωρίς πρόβλεψη για τη γλώσσα διδασκαλίας). Με βάση τα παραπάνω, η ΓΣ της Σχολής ΗΜΜΥ ΕΜΠ εκφράζει τον βαθύτατο προβληματισμό της για το δοθέν στη δημοσιότητα σχέδιο νόμου και προτείνει: I. την επανεξέταση του τμήματος Γ’ αυτού προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ενίσχυσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου, στη βάση των επισημάνσεων της παράγράφου (γ) πιο πάνω II. την αναβολή της ψήφισης των διατάξεων του τμήματος Δ’, προκειμένου να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για εκτενή δημόσιο διάλογο, τόσο επί της ουσίας τους, όσο για επί της (αμφισβητούμενης σήμερα) συνταγματικότητάς τους από ειδικούς.