1. Αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ. είναι η υποστήριξη των σχολικών μονάδων και Ε.Κ. της περιοχής ευθύνης τους για τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στην εκπαίδευση και την προάσπιση της αρμονικής ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης και προόδου. Για την εκπλήρωση της αποστολής τους, τα Κ.Ε.Σ.Υ. δραστηριοποιούνται στους τομείς της διερεύνησης εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών, της διενέργειας εκπαιδευτικών αξιολογήσεων, του σχεδιασμού και της υλοποίησης εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων, καθώς και δράσεων επαγγελματικού προσανατολισμού, της υποστήριξης του συνολικού έργου των σχολικών μονάδων ή των Ε.Κ., της διενέργειας ενημερώσεων και επιμορφώσεων και της ευαισθητοποίησης του κοινωνικού συνόλου.
2. Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι, ιδίως, οι ακόλουθες:
α) Σε επίπεδο διερεύνησης εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών και αξιολόγησης:
αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
ββ) Η διερεύνηση και εισήγηση επί ζητημάτων που αφορούν:
i) την εγγραφή, κατάταξη και φοίτηση των μαθητών σε κατάλληλο σχολικό πλαίσιο,
ii) την αξιοποίηση συγκεκριμένων μεθόδων και μέσων περαιτέρω υποστήριξης της μαθησιακής διαδικασίας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και ενίσχυσης της ισότιμης πρόσβασης των μαθητών στην εκπαίδευση,
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
iv) την παροχή τεχνικών βοηθημάτων και υπηρεσιών προηγμένης τεχνολογίας σε μαθητές και
v) την αντικατάσταση γραπτών δοκιμασιών των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες με προφορικές ή άλλης μορφής δοκιμασίες στις ενδοσχολικές, προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στις μεταλυκειακές σπουδές, στις εισαγωγικές πανελλαδικές εξετάσεις, καθώς και στις εξετάσεις του κρατικού πιστοποιητικού γλωσσομάθειας.
γγ) Η εισήγηση σε ζητήματα που αφορούν στην ίδρυση, κατάργηση, προαγωγή, υποβιβασμό, μετατροπή, συγχώνευση και μεταφορά, καθώς και την προσθήκη τομέων και ειδικοτήτων, των Σ.Μ.Ε.Α.Ε. και των Τ.Ε..
δδ) Η διερεύνηση αιτημάτων ψυχοκοινωνικής στήριξης.
εε) Η διερεύνηση, σε ομαδικό επίπεδο, των αναγκών των σχολικών κοινοτήτων στο πεδίο του επαγγελματικού προσανατολισμού, καθώς και η διερεύνηση των αντίστοιχων αναγκών, σε ατομικό επίπεδο, για τους μαθητές των Β΄ και Γ΄ τάξεων του Λυκείου.
β) Σε επίπεδο στοχευμένων εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων και δράσεων επαγγελματικού προσανατολισμού:
αα) Η διατύπωση των βασικών αξόνων των Εξατομικευμένων Προγραμμάτων Εκπαίδευσης (Ε.Π.Ε.), καθώς και ο σχεδιασμός και η υλοποίηση, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τις Επιτροπές Διεπιστημονικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης (Ε.Δ.Ε.Α.Υ.) που προβλέπονται στο άρθρο 10, όπου λειτουργούν, προσαρμοσμένων εξατομικευμένων ή ομαδικών παρεμβάσεων παιδαγωγικής και συμβουλευτικής ψυχοκοινωνικής στήριξης σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς, προγραμμάτων πρώιμης εκπαιδευτικής παρέμβασης και πρόληψης, στοχευμένων δράσεων ενίσχυσης των γνωστικών και ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων όλων των μαθητών, δράσεων ενδυνάμωσης συγκεκριμένων μελών ή ευάλωτων ομάδων της μαθητικής κοινότητας, καθώς και δράσεων που αποσκοπούν στην καλλιέργεια ευκαιριών προσωπικής ανάπτυξης, στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, στην επίτευξη της αυτοεκπλήρωσης και συνολικά στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των μαθητών εντός και εκτός της σχολικής κοινότητας.
ββ) Η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό:
i) Στους μαθητές, καθώς και στους γονείς ή κηδεμόνες τους:
i.α) Σε ομαδικό επίπεδο, με την παροχή υπηρεσιών που αφορούν στην υποστήριξη του σχεδιασμού και της υλοποίησης προγραμμάτων αγωγής σταδιοδρομίας στις σχολικές μονάδες και Ε.Κ. ευθύνης τους, την παροχή υπηρεσιών πληροφόρησης για ζητήματα σχετικά με την αγορά εργασίας, τα προγράμματα σπουδών της μεταδευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα συστήματα εισαγωγής σε αυτήν, καθώς και με την υλοποίηση δράσεων ευαισθητοποίησης και ομαλής μετάβασης στην ενήλικη ζωή και την αγορά εργασίας.
i.β) Σε ατομικό επίπεδο, με την παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής για ζητήματα επαγγελματικού προσανατολισμού που αφορούν στη συγκρότηση και τη βέλτιστη ανάπτυξη της προσωπικής και επαγγελματικής ταυτότητας των μαθητών των Β΄ και Γ΄ τάξεων του Λυκείου, στην υποστήριξη της αυτοαντίληψης και της αυτογνωσίας, στην ενδυνάμωση της δυνατότητας αντιμετώπισης δυσκολιών λήψης απόφασης και στην εν γένει μέριμνα σύνδεσης της λήψης απόφασης με τα στοιχεία της προσωπικότητας του συμβουλευόμενου μαθητή.
ii) Στους εκπαιδευτικούς, με την παροχή υπηρεσιών που αφορούν στην ευαισθητοποίηση και υποστήριξη για ζητήματα επαγγελματικού προσανατολισμού.
γγ) Η παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων σε ζητήματα βέλτιστης διδακτικής πρακτικής, ανταπόκρισης στις ανάγκες των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, αποδοχής της διαφορετικότητας και αξιοποίησης της ετερογένειας του μαθητικού πληθυσμού, προώθησης ενταξιακών πρακτικών, ανάπτυξης συνεργατικών δράσεων, καλλιέργειας βασικών δεξιοτήτων αποτελεσματικής επικοινωνίας, ψυχοκοινωνικής στήριξης όλων των μαθητών, ενδυνάμωσης συγκεκριμένων μελών ή ευάλωτων ομάδων της σχολικής κοινότητας και αντιμετώπισης καταστάσεων κρίσης.
δδ) Η παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στους γονείς και κηδεμόνες των μαθητών σε σχέση με ζητήματα υποστήριξης της σχολικής μάθησης, οργάνωσης της μελέτης και συνεργασίας με τη σχολική μονάδα.
γ) Σε επίπεδο υποστήριξης του συνολικού έργου των σχολικών μονάδων ή των Ε.Κ.:
αα) Η υποστήριξη ως προς την ενίσχυση των γνωστικών δεξιοτήτων των μαθητών, την πρόληψη της σχολικής διαρροής και τη δημιουργία μίας ασφαλούς και υποστηρικτικής σχολικής κουλτούρας που ευνοεί την ψυχοκοινωνική υγεία και τη συναισθηματική ευημερία των μαθητών.
ββ) Η υποστήριξη ως προς τη διατύπωση προτεραιοτήτων και στόχων ψυχοκοινωνικής στήριξης των μαθητών, καθώς και ως προς το σχεδιασμό ολιστικών πολιτικών και στρατηγικών σε σχέση με ψυχοκοινωνικά ζητήματα.
γγ) Ο εντοπισμός δομικών φραγμών και εμποδίων στην ισότιμη πρόσβαση των μαθητών στη μάθηση και η εφαρμογή λοιπών επιστημονικών, παιδαγωγικών, εκπαιδευτικών και άλλων υποστηρικτικών μέτρων για το σύνολο των μαθητών της σχολικής κοινότητας.
δδ) Η υποστήριξη της υλοποίησης προγραμμάτων πρωτογενούς ή δευτερογενούς πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας.
εε) Η ενίσχυση της επικοινωνίας και της συνεργασίας της σχολικής μονάδας ή του Ε.Κ. με την οικογένεια και τις υπηρεσίες παροχής ψυχολογικής και κοινωνικής υποστήριξης.
δ) Σε επίπεδο ενημέρωσης και επιμόρφωσης:
αα) Η ενημέρωση της σχολικής κοινότητας σε σχέση με καινοτόμες εθνικές, ευρωπαϊκές ή διεθνείς δράσεις και προγράμματα σχετικά με ψυχοκοινωνικά ζητήματα.
ββ) Η ενημέρωση της σχολικής κοινότητας σχετικά με προγράμματα αγωγής σταδιοδρομίας, συμβουλευτικής και προσανατολισμού, καθώς και μεταβολών σε επίπεδο εκπαιδευτικού συστήματος.
γγ) Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση επιμορφωτικών δράσεων, σε συνεργασία με τα ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και Κ.Ε.Α., προς όφελος όλων των μελών της σχολικής κοινότητας.
δδ) Η ανάπτυξη και διάδοση ενημερωτικού υλικού για τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους γονείς και κηδεμόνες και την ευρύτερη κοινότητα για όλα τα παραπάνω ζητήματα.
εε) Η διατήρηση βιβλιοθήκης και αρχείου πληροφόρησης, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, σχετικά με ζητήματα ψυχοκοινωνικής και μαθησιακής υποστήριξης, επαγγελματικού προσανατολισμού και συμβουλευτικής.
ε) Σε επίπεδο ευαισθητοποίησης του κοινωνικού συνόλου: η προώθηση συνεργασιών ανάμεσα στις σχολικές μονάδες, τις οικογένειες, επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς, υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και η ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινότητας σε θέματα διαφορετικότητας, ψυχοκοινωνικής υγείας, επαγγελματικού προσανατολισμού και σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
υμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις του ΣΑΤΕΑ:
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου για το νέο φορέα Κ.Ε.Σ.Υ. που θα υποστηρίξει την εκπαιδευτική κοινότητα και τις ανάγκες του εκπαιδευτικού έργου επίκειται η κατάργηση των ΚΕ.ΣΥ.Π.
Επισημαίνουμε ότι:
1. Τα ΚΕ.ΣΥ.Π. είναι οι μοναδικές εναπομείνασες δομές δωρεάν υπηρεσιών Συμβουλευτικής – ΕΠ
2. Οι δομές ΣΕΠ, ΚΕ.ΣΥ.Π., ΓΡΑ.ΣΕΠ, ΓΡΑ.ΣΥ. ιδρύθηκαν με ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους. Εκπονήθηκαν μελέτες, χρηματοδοτήθηκαν υλοποιούμενες δράσεις τους, ο εξοπλισμός τους , η δημιουργία Βιβλιοθήκης, η παραγωγή υλικού, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που στελεχώνουν τις δομές και επωφελήθηκαν, εξυπηρετήθηκαν τις δυο δεκαετίες ύπαρξής τους χιλιάδες μαθητέ/τριες. Για όλα αυτά υπάρχουν δεδομένα και παραδοτέα, τα οποία το Υπουργείο προφανώς έχει στη διάθεσή του.
3. Τα ΚΕ.ΣΥ.Π. απευθύνονται σε όλους τους μαθητές/τριες Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου, σε Γονείς, εκπαιδευτικούς και σε κοινό νέων έως 25 ετών και μπορούν να τα επισκεφτούν όσες φορές επιθυμούν.
4. Στα ΚΕ.ΣΥ.Π. υπηρετούν εκπαιδευτικοί/σύμβουλοι με μεταπτυχιακές σπουδές και εξειδικευμένες/στοχευμένες επιμορφώσεις στα αντικείμενα της Συμβουλευτικής και του Ε.Π. σε ειδικά μακροχρόνιας διάρκειας προγράμματα σπουδών στα Πανεπιστήμια και με την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας.
5. Τα στελέχη έχουν εμπειρία στην εφαρμογή του θεσμού. Αυτό αποτελεί μια προστιθέμενη αξία, η οποία πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, διότι αποτελεί σημαντική υποστήριξη και βοήθεια σε αυτήν την κομβική, για τους μαθητές/τριες, χρονική περίοδο.
6. Τα στελέχη των ΚΕ.ΣΥ.Π. είναι εκπαιδευτικοί με διδακτική εμπειρία, εκπαιδευτικοί της τάξης και μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Γνωρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία και αυτό τους καθιστά τους πλέον κατάλληλους να προσφέρουν υπηρεσίες Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Η υπηρεσία των στελεχών στα ΚΕ.ΣΥ.Π. βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια και σε ευθεία εξάρτηση με το παρεχόμενο διδακτικό έργο στις σχολικές μονάδες.
7. Οι δωρεάν προσφερόμενες υπηρεσίες Ε.Π. αναγνωρίζονται και εκτιμώνται από τους γονείς και κάθε ενδιαφερόμενο.
8. Τα ΚΕ.ΣΥ.Π. λειτουργούν με πρωινό και απογευματινό ωράριο, για να καλύπτουν τις ανάγκες των μαθητών/τριών και του κοινού που τα επισκέπτεται.
9. Υποστηρίζουν την προετοιμασία των μαθητών/τριών σε όλα τα στάδια μετάβασή τους από τη μια βαθμίδα στην άλλη (Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο) και τη μετάβαση στην ενήλικη ζωή: στις σπουδές και την αγορά εργασίας.
10. Με ευθύνη των στελεχών του ΚΕ.ΣΥ.Π. οργανώνονται εκδηλώσεις και βιωματικές επισκέψεις.
11. Διοργανώνονται επιμορφωτικά σεμινάρια για τους εκπαιδευτικούς, παράγεται πλούσιο έντυπο και ηλεκτρονικό υλικό.
12. Τα ΚΕΣΥΠ συνεργάζονται μεταξύ τους για κάθε θέμα που αφορά το αντικείμενό τους, αλλά και με δίκτυα σχολείων και με προγράμματα Αγωγής Σταδιοδρομίας. Συνεργάζονται με φορείς, θεσμούς, οργανώσεις, Α.Ε.Ι., επαγγελματίες, επιμελητήρια, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και συμμετέχουν σε επιμορφωτικές δράσεις, προγράμματα, σεμινάρια, συνέδρια και εκδηλώσεις που υποστηρίζουν την επαγγελματική ανάπτυξη των στελεχών τους.
13. Οι υπεύθυνοι Σ.Ε.Π. των ΚΕ.ΣΥ.Π. μπορούν να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες σε μαθητευόμενους έως 25 ετών πριν, κατά τη διάρκεια και στο τέλος του προγράμματος Μαθητείας ΕΠΑΛ ( παρ. 5, άρθρο 7, ΦΕΚ 491/20-02-2017/τ.Β’ «Πλαίσιο Ποιότητας Μαθητείας»). Έχουν την ευθύνη διοργάνωσης ενημερώσεων και επισκέψεων μαθητών/-τριών Γ΄ Γυμνασίου και Α΄ ΓΕ.Λ. σε Σχολικές Μονάδες ΕΠΑ.Λ. και Εργαστηριακά Κέντρα.
14. Ο ρόλος των συμβούλων Σ.Ε.Π. αποδεικνύεται σημαντικός και αναγκαίος στο θέμα της μαθητικής διαρροής. Η ανισότητα στις δυνατότητες μετάβασης ορισμένων ομάδων, όπως οι νέοι/ες από στερημένο πολιτιστικά και οικονομικά περιβάλλον ή τα παιδιά μεταναστών και προσφύγων, οι Ρομά, μαθητές/τριες σε σχολεία φυλακών, οι νέοι εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης (NEETS) κ.λ.π. απαιτεί να μπορούν να βοηθηθούν αυτές οι ομάδες ουσιαστικά με την ενδυνάμωσή τους σε προσωπικές και επαγγελματικές δεξιότητες, γι΄αυτό απαιτούνται κατάλληλα οργανωμένες υπηρεσίες Ε.Π. που θα προσφέρουν σημαντική υποστήριξη και βοήθεια.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στην αναγκαιότητα και σπουδαιότητα του θεσμού, αλλά και στην ύπαρξη δομών και στελεχών, για να επιτελέσουν όλο αυτό το πολυδιάστατο και πολύπλοκο έργο και υπηρεσίες. Εάν εκλείψουν οι δομές και τα επιμορφωμένα στελέχη τους, τότε θα αναγκαστούν οι μαθητές/τριες να προσφύγουν στον ιδιωτικό τομέα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα οικονομικά της οικογένειας που δεν μπορεί να καλύψει κι αυτό το δυσβάσταχτο έξοδο. Η ισότιμη πρόσβαση δε θα υπάρχει και τα παιδιά θα προσφεύγουν, – αν φυσικά μπορούν, – σε ιδιώτες (180 με 200 ευρώ τουλάχιστον ένα π.χ. τεστ στον ιδιωτικό τομέα). Η Πολιτεία οφείλει να στηρίξει το θεσμό Συμβουλευτική-Επαγγελματικός Προσανατολισμός στο σχολείο. Εάν επιθυμεί να παρέχει αποτελεσματικές και αξιοπρεπείς υπηρεσίες Συμβουλευτικής και Ε.Π. θα λάβει σοβαρά υπόψη τις εξής παραμέτρους:
1. Τα ΚΕ.ΣΥ.Π. λειτουργούν με σαφή και διακριτό ρόλο, ο οποίος δεν πρέπει να συρρικνωθεί και να επικαλυφθεί μέσα σε ένα ενιαίο κέντρο χωρίς σαφή προσδιορισμό, κάτι που θα οδηγήσει στην υπολειτουργία των δομών ως προς την υποστήριξη μαθητών, εκπαιδευτικών και σχολείων. Πρέπει να διασφαλιστεί η αυτενέργεια των δομών με καθορισμένο και σαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων, όπως ορίζεται ήδη από τις Υ.Α.
2. Πρέπει να είναι εμφανής και αναβαθμισμένος ο διακριτός ρόλος του Επαγγελματικού Προσανατολισμού και των δομών ΚΕ.ΣΥ.Π. που προσφέρουν υπηρεσίες Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού στους μαθητές/τριες, σε γονείς και κάθε ενδιαφερόμενο που απευθύνεται σε αυτές. ΄Ετσι υποστηρίζεται δυναμικά η σχολική μονάδα και το εκπαιδευτικό έργο σε υπηρεσίες Επαγγελματικού Προσανατολισμού, οι οποίες αποτελούν επιτακτική ανάγκη για την προετοιμασία των μαθητών/τριών σε ένα τόσο κρίσιμο για το μέλλον τους μεταβατικό στάδιο. Οι αρμοδιότητες και το έργο των ΚΕ.ΣΥ.Π. πρέπει να ορίζονται με σαφήνεια και στοχευμένα στις ανάγκες που καλούνται να εξυπηρετήσουν.
3. Πρέπει να διασφαλίζει την ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση και προετοιμασία για τη ζωή σε όλους τους μαθητές/τριες. Προκύπτουν ως αναγκαιότητα οι παρεμβάσεις επαγγελματικού προσανατολισμού στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε όλες τις τάξεις Γυμνασίου και Λυκείου, διότι ο Ε.Π. στην ολοκληρωμένη του μορφή είναι μια εξελικτική, διαχρονική διαδικασία, μια συνεχής προσπάθεια που αρχίζει νωρίς στη ζωή του ατόμου και διέπει όλα τα στάδια ανάπτυξής του με σκοπό την ολική του ανάπτυξη. Πρόκειται για μια παιδαγωγική λειτουργία και αναπόσπαστη διαδικασία στην αποστολή του σχολείου σε όλο το φάσμα της επίσημης παιδείας.
4. Θεωρείται απαραίτητο να υπάρχουν χωροταξικά κατανεμημένα τα ΚΕΣΥ.Π. με τέτοια γεωγραφική διασπορά, ώστε ισότιμα όλοι οι μαθητές/τριες και λοιποί ενδιαφερόμενοι να μπορούν να έχουν πρόσβαση. Η υφιστάμενη χωροταξική κατανομή των ΚΕ.ΣΥ.Π είναι απαραίτητο όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να ενισχυθεί σε βάθος χρόνου. Ας μην ξεχνάμε την ιδιαιτερότητα της χώρας μας σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Αυτό θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο, εφόσον στόχος της αλλαγής αυτής είναι η ισότιμη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό έργο.
5. Οι χώροι που θα στεγαστούν οι αρμοδιότητες του ΚΕΣΥ με τους διαφορετικούς διακριτούς ρόλους πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές, για να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών και η συμβουλευτική διαδικασία με σεβασμό στο άτομο που συμμετέχει. Χώροι προσβάσιμοι σε όλους τους ενδιαφερόμενους της περιοχής που εξυπηρετεί η νέα δομή. Για αποτελεσματικές και αξιοπρεπείς υπηρεσίες Συμβουλευτικής-Ε.Π. πρέπει να διατηρηθούν οι χώροι των ΚΕΣΥΠ. Με αυτό τον τρόπο θα αξιοποιηθούν χώροι που τηρούν τις παραπάνω προδιαγραφές και η υποδομή που διαθέτουν. Ετσι σε ένα Κ.Ε.Σ.Υ. μπορούν να ανήκουν περισσότερα από ένα ΚΕ.ΣΥ.Π.
6. Στελέχωση του νέου φορέα με εκπαιδευτικούς με εξειδίκευση στη Συμβουλευτική – Ε.Π. αναλογικά με τον αριθμό των σχολείων και των μαθητών/τριών. Η συρρίκνωση των δομών και η μείωση των στελεχών δεν επιτρέπουν την ισότιμη πρόσβαση σε όλους τους μαθητές/τριες. Οι θέσεις που ορίζονται στο νέο φορέα, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου δεν προκύπτουν μετά από έρευνα και μελέτη για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών σε υπηρεσίες Ε.Π. Γι’ αυτό θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν.
7. Στο πλαίσιο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, καθώς έχει αποδειχτεί από διεθνείς έρευνες, είναι σημαντικό και ανταποδοτικό το όφελος που προκύπτει για την Πολιτεία και την κοινωνία από την ύπαρξη και λειτουργία σε πρώιμο στάδιο στην εκπαίδευση υπηρεσιών συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού.
8. Υλικοτεχνική υποδομή και υποστηρικτικό υλικό, αλλά και η δημιουργία ενός κεντρικού φορέα υποστήριξης των υπηρεσιών Ε.Π. στο Υπουργείο Παιδείας θα συμβάλλει καθοριστικά στην αναβάθμιση του ρόλου και στην καλύτερη δυνατή παροχή υπηρεσιών Ε.Π.
9. Η στήριξη και ενίσχυση του Ε.Π. θα πραγματοποιηθεί με τη λειτουργία Γραφείων Επαγγελματικού Προσανατολισμού στα ΛΥΚΕΙΑ, ώστε να διευκολύνει μαθητές/τριες και αποφοίτους/τες για την κατάλληλη ένταξη και μετάβασή τους στις σπουδές, την αγορά εργασίας και να στηρίξουν παρεμβάσεις με αντικείμενο την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και την προώθηση επιχειρηματικών ιδεών των νέων σε τοπικό και γενικότερο επίπεδο εντός του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η δημιουργία του Κ.Ε.Σ.Υ. ως κεντρικού φορέα που θα εξασφαλίζει τη συνεργασία μεταξύ των δομών, την επικοινωνία, την από κοινού συνεδρίαση και το συντονισμό, ώστε να υφίσταται ένα σχέδιο δράσης για την υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου, την επιστημονική εποπτεία του έργου των συμβούλων Ε.Π., τη διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη, θα λειτουργήσει διευκολυντικά, συμβάλλοντας στην εφαρμογή των δράσεων σε όλα τα σχολεία, εξασφαλίζοντας τις ίσες ευκαιρίες προς όλους/ες τους μαθητές/τριες. Η συγκέντρωση των υποστηρικτικών δομών σε ενιαίο φορέα, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αναπαράγει τη γραφειοκρατία, τη διοικητική ιεραρχία, την παθογένεια και τελικά την υπολειτουργία τους ως προς την υποστήριξη μαθητών/τριών, εκπαιδευτικών και σχολείων. Απαραίτητος όρος για τη σωστή και αποτελεσματική λειτουργία αυτών των δομών είναι προφανώς η πλήρης στελέχωσή τους, η μη συρρίκνωσή τους, ο καθορισμός του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των επιμέρους δομών-τμημάτων (χωρίς επικαλύψεις) και η δυνατότητα αυτενέργειάς τους.
Μπροστά στην αγωνία των αλλαγών στο χώρο της εκπαίδευσης, της εργασίας, των νέων τάσεων, της κοινωνικοοικονομικής κρίσης ο θεσμός της Συμβουλευτικής –Επαγγελματικού Προσανατολισμού πρέπει να στηριχθεί με θεσμικό πλαίσιο, οργανωμένο σχέδιο εφαρμογής σε όλες της βαθμίδες http://www.opengov.gr/ypepth/?p=3866εκπαίδευσης, να επιστημονικοποιηθεί, και να αξιοποιηθούν τα επιμορφωμένα στελέχη του.
Οι αρμοδιότητες και ο ρόλος των συμβούλων Ε.Π. πρέπει να είναι σαφής και διακριτός και να μην επικαλυφθεί μέσα σε ένα ενιαίο κέντρο χωρίς σαφή προσδιορισμό. Να διασφαλιστεί η αυτενέργεια των δομών με καθορισμένο και σαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων, όπως ορίζεται ήδη από τις Υ.Α. και να διατηρηθεί η χωροταξική τους κατανομή ανάλογα με τις ανάγκες και ιδιαιτερότητες των περιοχών των σχολείων, τις ανάγκες των οποίων πρέπει να καλύψουν με αριθμό στελεχών αναλογικά των μαθητών/τριών, εάν στόχος των επικείμενων αλλαγών και του νέου φορέα είναι η ισότιμη πρόσβαση και υποστήριξη των σχολείων. Οι δομές Συμβουλευτικής -Ε .Π. υπάρχουν ως μηχανισμοί υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου και των σχολείων. Αυτό που χρειάζεται είναι η συστηματική υποστήριξή τους, η αναβάθμισή τους, η στελέχωση και η οργάνωση των υπηρεσιών τους σε όλο το φάσμα του εκπαιδευτικού έργου.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Συμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις του ΣΑΤΕΑ:
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
H ατομική συμβουλευτική πρέπει να ξεκινήσει από την πρώτη σχολική ηλικία και όχι στη Β’ και Γ’ τάξη του Λυκείου. Η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο καθώς και η επιλογή τύπου Λυκείου στο τέλος της Γ’ Γυμνασίου είναι δυο κομβικές στιγμές στην πορεία του μαθητή και η ανάγκη για συμβουλευτική και προσανατολισμό είναι επιβεβλημένη. Αυτό αναγνωρίζεται και από το Υπουργείο Παιδείας από την ίδρυση των Κέντρων Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ) ενώ και στην τελευταία πρόσκληση για τη στελέχωσή τους (2012), αναφέρεται ρητά ότι στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των Υπευθύνων ΣΕΠ είναι μεταξύ άλλων και «η συμβουλευτική και η ενημέρωση γονέων, μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου, καθώς και μαθητών της Στ’ Δημοτικού».
Για την πληρέστερη εξυπηρέτηση των ωφελούμενων (μαθητών, σπουδαστών, νέων, γονέων, καθηγητών) των ΚΕΣΥΠ, υπήρχαν συγκεκριμένες προδιαγραφές όσον αφορά στο μέγεθος των χώρων, τη διάταξη, τη θέση τους κλπ. Απαιτείται λοιπόν, οι προδιαγραφές αυτές να τηρηθούν εφόσον ο σκοπός παραμένει ο ίδιος (εξυπηρέτηση των ωφελούμενων), κάτι που είναι αμφίβολο αν μπορεί να ισχύσει στις νέες δομές.
Τα τελευταία χρόνια με την αναστολή λειτουργίας των ΓΡΑΣΕΠ και ΓΡΑΣΥ, κατάργηση του μαθήματος ΣΕΠ από τα Γενικά Λύκεια αρχικά και τα Γυμνάσια στη συνέχεια, ο θεσμός του Επαγγελματικού Προσανατολισμού συρρικνώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Εάν, λοιπόν, σκοπός της ίδρυσης των νέων δομών είναι μεταξύ άλλων η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό, θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια ώστε να μη μειωθεί ακόμα περισσότερο το προσωπικό που υποστηρίζει το θεσμό, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει αφού ο αριθμός των ΚΕΣΥ είναι μικρότερος από τα ΚΕΣΥΠ που λειτουργούν σήμερα. Επιπλέον, επειδή η εξυπηρέτηση χιλιάδων μαθητών από 2 μόνον ανθρώπους (σε κάθε ΚΕΣΥ) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού.
Οι υπηρετούντες στα ΚΕΣΥΠ εκπαιδευτικοί έχουν μεταπτυχιακές σπουδές καθώς και εξειδικευμένες/στοχευμένες επιμορφώσεις στα αντικείμενα της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού ενώ γνωρίζουν πολύ καλά τη σχολική πραγματικότητα αφού είναι μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η εμπειρία τους θα πρέπει να αξιοποιηθεί εφόσον αποτελεί προστιθέμενη αξία με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Μπόλιας Κωνσταντίνος – Νηπιαγωγός Ειδικής Αγωγής (ΠΕ61)
Η υποχρεωτική εκπαίδευση, πλέον, θα ξεκινάει από 4 ετών χωρίς να έχει γίνει καμία πρόβλεψη, τουλάχιστον στο παρόν νομοσχέδιο, για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση στα ελλείμματα στη βαθιά δομή του λόγου. Η μη έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση από λογοθεραπευτή, μπορεί να δημιουργήσει δευτερογενώς διάφορα προβλήματα τόσο στο παιδί όσο και στην λειτουργία της τάξης και κατ΄ επέκταση στη μαθησιακή διαδικασία μέσα στο νηπιαγωγείο.
Επιπροσθέτως, μέσω της πρόληψης προλαμβάνουμε την εδραίωση προβλημάτων λόγου, συμπεριφοράς, μάθησης τα οποία εφόσον δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα συνεχιστούν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η συμμετοχή του λογοθεραπευτή στην πρώιμη ανίχνευση και έγκαιρη υποστήριξη είναι ουσιώδης και πολλαπλασιάζει τα οφέλη για το παιδί, το σχολείο, το υπουργείο παιδείας, την οικογένεια συμβάλλοντας, επίσης, και στην εξοικονόμηση πόρων. Η πρόληψη είναι αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντική.
Ο λογοθεραπευτής είναι αυτός που αξιολογεί τα αίτια γλωσσικών κενών και ελλείψεων σε μαθητές με ειδική γλωσσική διαταραχή, αλλόγλωσσους μαθητές, μαθητές με βαρηκοΐα, κινητικές δυσκολίες στην ομιλία και σε μαθητές με προβλήματα στη ροή του λόγου κ.α. Οι εξειδικευμένες και πρακτικές οδηγίες που ακολουθούν την αξιολόγηση και παρέχονται από τον λογοθεραπευτή για τον τρόπο αντιμετώπισης και εξέτασης στο σχολείο δ ι ε υ κ ο λ ύ ν ο υ ν τον εκπαιδευτικό και ε ν τ ά σ σ ο υ ν ευκολότερα το μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία .
Η ειδικότητα του Λογοθεραπευτή απουσιάζει από την τυπική εκπαίδευση και προβλέπεται ένας πολύ μικρός αριθμός στα ΚΕΣΥ, χωρίς να αξιοποιείται η γνώση του υπέρ των εκπαιδευτικών και των μαθητών όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες πχ. Καναδά. Ο λογοθεραπευτής έχει θεσμικό και επιστημονικό ρόλο στην αξιολόγηση και υποστήριξη των μαθητών με διαταραχές στον προφορικό και γραπτό λόγο, ένας ρόλος που ακυρώνεται εν μέρη με την προτεινόμενη νομοθεσία. Γνώμονας όλων θα πρέπει να είναι η καλύτερη ένταξη, εξέλιξη και εκπαίδευση των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
παρ. 1: Αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ. είναι η υποστήριξη των σχολικών μονάδων και Ε.Κ. της περιοχής ευθύνης τους, καθώς και των μαθητών για τη διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης (να τροποποιηθεί με αυτή τη διατύπωση.
Παρ. 2. Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι ιδίως, οι ακόλουθες:
α) Σε επίπεδο διερεύνησης, αξιολόγησης, διάγνωσης και γνωμάτευσης των εκπαιδευτικών, συναισθηματικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων αναγκών (να τροποποιηθεί με αυτή τη διατύπωση).
2. Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό
Σχόλιο : Εφόσον η αποστολή των ΚΕΣΥ περιγράφεται ως η διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων των μαθητών στην εκπαίδευση πώς είναι δυνατόν να χρειάζεται ο νομοθέτης κατόπιν, να εξειδικεύσει κατηγορηματικά τον εκπαιδευτικό προσανατολισμό του φορέα, έτσι ώστε να αποκλείσει δραστηριότητες που μπορεί να έχουν διαγνωστική ή θεραπευτική προσέγγιση προκειμένου να εξασφαλίσουν την δυνατότητα του μαθητή και της οικογένειάς του να μετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία; Είναι όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές εκπαιδευτικής φύσης; Πώς μπορεί η εκπαίδευση να υποστηρίξει την αρχή της συμπερίληψης στο μαθητικό πληθυσμό όταν δε μπορεί να δεχτεί τη συμπερίληψη διαφορετικών προσεγγίσεων στον εκπαιδευτικό πληθυσμό; Το αλληλένδετο της θεραπείας με την εκπαίδευση- καθώς στο αναπτυσσόμενο άτομο και ιδιαίτερα σε όσα αντιμετωπίζουν προβλήματα διαφόρων ειδών η εκπαίδευση είναι θεραπευτική αρκεί να έχει διαγνωστεί σωστά και να έχει προσαρμοστεί το εκπαιδευτικό και οικογενειακό περιβάλλον- το εξορκίζουμε και για ποίων το όφελος;
αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Θα μπορούσαν εδώ να ενταχθούν και οι σχολικοί σύμβουλοι, ώστε να προσφέρονται συμβουλευτικές υπηρεσίες όσον αφορά στην ειδική διδακτική των διδακτικών αντικειμένων που απευθύνεται σε μαθητές χωρίες μαθησιακές δυσκολίες. Διαφορετικά, χρειάζεται κάποιος παράγοντας ο οποίος θα αναλάβει αυτό το έργο.
Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
(Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Π.Ε.Α)
Πανεπιστημίου 59, 4ος όρ., Τ.Κ. 105 64, Αθήνα,
τηλ.: 6972056448
e-mail: poseepea@yahoo.gr
ιστολόγιο: http://www.poseepea.blogspot.gr
ΑΘΗΝΑ, 24/03/2018
Αρ. Πρωτ.: 72
ΠΡΟΣ
• Υπουργό Υ.Π.Π.Ε.Θ. κο Κωνσταντίνο Γαβρόγλου
• Υφυπουργό Υ.Π.Π.Ε.Θ. κα Μερόπη Τζούφη
• Διεύθυνση Ειδικής Αγωγής, Διευθυντή κο Παναγιώτη Κασσιανό
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
• Στους Περιφερειακούς Συλλόγους και στα μέλη τους
• Στα Πολιτικά Κόμματα της Βουλής των Ελλήνων
ΘΕΜΑ: «ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Π.Ε.Α. ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ Υ.Π.Π.Ε.Θ. ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ»
Η Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Π.Ε.Α μετά την πρόσκληση που απεύθυνε τόσο στους Περιφερειακούς Συλλόγους όσο και στα μέλη της που εργάζονται σε Κ.Ε.Δ.Δ.Υ. παρουσιάζει στο παρόν κείμενο αναλυτικά τις θέσεις της μετά από την επεξεργασία των σχετικών προτάσεων που κατατέθηκαν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της Ομοσπονδίας.
Μετά την πρώτη «παρουσίαση» (26-10-2017) του σχεδίου νόμου για τη δημιουργία νέων δομών στήριξης του εκπαιδευτικού έργου και τις ενημερωτικές συναντήσεις του κου Δ/ντή Ειδικής Αγωγής τόσο με το Δ.Σ. της Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Π.Ε.Α όσο και με τους εργαζόμενους κάποιων ΚΕΔΔΥ, θα αναμέναμε ένα σχέδιο νόμου σαφέστερο, ξεκάθαρο και πιο κατατοπιστικό, ως προς τον τρόπο λειτουργίας-διασύνδεσης και αρμοδιοτήτων των νέων δομών.
Ενώ στους προηγούμενους σχετικούς με την ειδική αγωγή νόμους επίκεντρο ήταν ο μαθητής και οι ανάγκες του, με το παρόν στο επίκεντρο βρίσκεται η σχολική μονάδα. Υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση στη στροφή της υποστήριξης προς τη σχολική μονάδα και όχι προς το μαθητή. Στην στροφή αυτή ελλοχεύουν πραγματικοί κίνδυνοι: ομαδοποίηση των μαθητών, ομαδοποίηση των αναγκών τους, στοχοποίηση μαθητών, στιγματισμός και εδραίωση του κινδύνου της πυροδότησης ρατσιστικών διαθέσεων και περιθωριοποίησης των κοινωνικά ασθενέστερων μαθητών και των οικογενειών τους.
Είναι αυταπόδεικτο ότι η περιγραφή του σκοπού και των αρμοδιοτήτων της νέας δομής, ΚΕΣΥ, απέχει πολύ από τις τρέχουσες εξελίξεις που διαμορφώνουν το κλίμα στη σύγχρονη εκπαιδευτική πολιτική σε διεθνές επίπεδο.
Η νέα δομή, ΚΕΣΥ, θα λειτουργεί απρόσωπα, ψυχρά, χωρίς ουσιαστικό όφελος για τους μαθητές και τη σχολική κοινότητα. Βρίσκεται μακριά από τις θεμελιώδεις έννοιες και βασικές παιδαγωγικές αρχές της δικαιοσύνης, της ισότητας, της διεπιστημονικής προσέγγισης.
Με τη μορφή χοάνης, η νέα δομή, επιχειρεί να υποδεχτεί και να συγχωνεύσει μέσα από αυθαίρετες, χαοτικές και παραπλανητικές διαδικασίες, δίχως πρόβλεψη και παιδαγωγικό όραμα, φορείς και υπηρεσίες που μέχρι τούδε υποστήριζαν αυτόνομα το έργο της σχολικής μονάδας.
Με την κατάργηση των ΚΕΔΔΥ και την ενσωμάτωση των επαγγελματιών του στη νέα δομή διακόπτεται η εξειδικευμένη και πολυδιάστατη υποστήριξη στο ευαίσθητο πεδίο των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών. Η συσσώρευση των αρμοδιοτήτων και η ευρύτητα των αιτημάτων, θα αποπροσανατολίσουν και θα ανακόψουν το συστηματικό και δομημένο τρόπο της σημερινής του λειτουργίας.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα κείμενο το οποίο:
δεν προκρίνει την αναδιάρθρωση της σχολικής μάθησης, αλλά τον βομβαρδισμό των εκπαιδευτικών με συνεχείς επιμορφώσεις και με πληθώρα δομών (ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, ΚΕΑ, ΕΔΕΑΥ) που θα τους υποδεικνύουν το πώς θα διδάξουν, με «νεωτεριστικούς» τρόπους, απηρχαιωμένα εκπαιδευτικά συστήματα,
υπονοείται ότι όλη η κακοδαιμονία της ελληνικής παιδείας οφείλεται στην έλλειψη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών,
αγνοεί ότι το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα δημιουργεί την πλειοψηφία των μαθησιακών δυσκολιών ή τα προβλήματα ένταξης:
o με το μονολιθικό και γνωσιοκεντρικό τρόπο λειτουργίας του σχολείου,
o με το «κατέβασμα» προς τις χαμηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης της διδακτέας ύλης,
o με τα εκτός μαθητικής πραγματικότητας σχολικά εγχειρίδια,
o με την πλήρη αναντιστοιχία της οικιακής και σχολικής γλώσσας,
o με την απουσία της πρόληψης των μαθησιακών-συμπεριφορικών-ψυχικών δυσκολιών και της θεσμικής στήριξης, κατ’ αρχάς, της προσχολικής αγωγής (με τη στελέχωσή της με λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, κοιν. λειτουργούς και ψυχολόγους),
o με την έλλειψη προτυποποίησης των διαδικασιών,
o με την μη-αξιοποίηση εργαλείων που έχουν εκπονηθεί από τα πανεπιστήμια,
o με την απουσία ή με την επιφανειακή προσέγγιση της ειδικής αγωγής από τις παιδαγωγικές-καθηγητικές πανεπιστημιακές σχολές κ.α., συνθήκες που δεν επιτρέπουν την ενσωμάτωση όλων των παιδιών,
σ’ ένα κείμενο το οποίο δεν ορμάται από μια επιστημονική αποτίμηση-αξιοποίηση της προηγούμενης εμπειρίας (ΚΔΑΥ-ΚΕΔΔΥ-θεσμός των σχολικών συμβούλων, Σ.Σ.Ν., ΚΕΣΥΠ, ΚΕΠΛΗΝΕΤ), καταργώντας συλλήβδην και απαξιωτικά όσα οι εργαζόμενοι σ’ αυτά έχουν προσφέρει τόσες δεκαετίες, με δικό τους κόπο, χωρίς τη θεσμική και υλική στήριξη του Υπουργείου,
σ’ ένα κείμενο που καταφανώς αγνοεί το εύρος, το βάθος και τη φύση των προβλημάτων των σημερινών μαθητών (κατακόρυφη αύξηση του αυτισμού, της ΔΕΠ-Υ, των σοβαρών διαταραχών συμπεριφοράς και ψυχικής υγείας, της ενδοοικογενειακής, κοινωνικής και σχολικής βίας, αλλαγή τρόπου μάθησης των μαθητών –από την ακουστικογλωσσική μάθηση στην οπτική- κ.α.) και το οποίο πιστεύει ότι με επιμορφωτικά σεμινάρια θα αντιμετωπιστούν οι σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς και ψυχικής συγκρότησης,
σ’ ένα κείμενο, στο οποίο νομοθετείται η αξιολόγηση όλων των περιφερειακών υπηρεσιών της εκπαίδευσης (Π.Δ.Ε., ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, Δ/ΝΤΕΣ, ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ) και μένουν στο απυρόβλητο η Κεντρική Υπηρεσία και το Ι.Ε.Π., που θα έπρεπε να είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Διαπιστώνεται ακόμη ότι οδηγούμαστε σε κατάργηση της αρχής της διεπιστημονικότητας που αναγνωρίζει την ισότιμη συμβολή και σύμπραξη των διαφόρων ειδικοτήτων για την εξυπηρέτηση ενός κοινού σκοπού.
Το νέο σχέδιο νόμου για τις δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, που δόθηκε στη δημοσιότητα και στη δημόσια διαβούλευση, επιβεβαιώνει τις αρχικές ανησυχίες και προβληματισμούς των ανθρώπων που εργάζονται στα ΚΕΔΔΥ της χώρας, καθώς καταργώντας τον εν λόγω θεσμό τον αντικαθιστά με το ΚΕΣΥ, ο οποίος θα κληθεί να ανταποκριθεί σε έναν μεγαλύτερο όγκο εργασίας χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις ήτοι το ανθρώπινο δυναμικό και την υλικοτεχνική υποδομή.
Μετά θλίψης επιβεβαιώνεται για δεύτερη φορά αυτή την περίοδο ο παραγκωνισμός του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού, που για πολλά χρόνια προσφέρει τις υπηρεσίες του στα ΚΕΔΔΥ και στις εκπαιδευτικές δομές, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και συμπληρώνοντας με τις γνώσεις και την εμπειρία του την εκπαιδευτική διεργασία. Περίτρανη απόδειξη αποτελεί τόσο ο αποκλεισμός του από το ΠΕΚΕΣ (δεν προβλέπεται εκπροσώπηση σε κανένα επίπεδο), όσο και η ανισότητα από την πρόσβασή του στα τυπικά προσόντα επιλογής ως προϊσταμένου στο ΚΕΣΥ. Ανατίθεται δε στο ΠΕΚΕΣ ο έλεγχος και εποπτεία του παραγόμενου έργου των ΚΕΣΥ χωρίς να διασφαλίζεται η γνώση των επιστημονικών πεδίων του ΕΕΠ.
Το έργο του ΚΕΣΥ περιγράφεται με όρους και ορολογία που ελάχιστα αναφέρονται στο ΕΕΠ και τα επιστημονικά του πεδία, ενώ παράλληλα εμμένει σε χαρακτηρισμούς για την νέα υπηρεσία που σχετίζονται μόνο με την έννοια «του εκπαιδευτικού». Το ζητούμενο ωστόσο μιας νέας νομοθετικής ρύθμισης είναι να εμπεριέχει όσο το δυνατόν περισσότερα επιστημονικά πεδία τυπικά και ουσιαστικά, καθώς οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις βαίνουν όλο και πιο απαιτητικές για το έργο της εκπαίδευσης.
Η Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Π.Ε.Α. λαμβάνοντας υπόψη τις εισηγήσεις που έγιναν τόσο από Περιφερειακούς της Συλλόγους όσο και από μέλη της που εργάζονται επί μακρόν στα Κ.Ε.Δ.Δ.Υ. καθώς και την πρόσφατη συνάντηση που είχε με τη νέα Υφυπουργό Παιδείας και το Διευθυντή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης καταθέτει τις παρακάτω βελτιωτικές προτάσεις:
1ον Να διατηρηθεί ο μαθητικοκεντρικός και διεπιστημονικός χαρακτήρας των ΚΕΣΥ, έτσι όπως περιγράφεται στους Ν. 2817 και 3699, χωρίς καμία αλλαγή, και τα ΠΕΚΕΣ, ΚΕΑ, μαζί με τις ΕΔΕΑΥ να αναλάβουν την επιμόρφωση και τη στήριξη των σχολείων.
2ον Να διατηρηθεί η διεπιστημονικότητα στην αξιολόγηση των μαθητών και στην έκδοση γνωματεύσεων.
3ον Να επανέλθουν οι παιδοψυχίατροι στη στελέχωση των ΚΕΣΥ (αρθ. 9, παρ. 1), με αύξηση των οργανικών τους θέσεων και να αυξηθούν οι θέσεις των λογοθεραπευτών (1 για κάθε ΚΕΣΥ της περιφέρειας και τουλάχιστον 2 για κάθε ΚΕΣΥ της Αττικής και Ν. Θεσσαλονίκης), καθώς και των εργοθεραπευτών και των φυσιοθεραπευτών.
4ον Να αυξηθούν οι οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων στα ΚΕΣΥ της Αττικής και Ν. Θεσσαλονίκης και του Ε.Ε.Π. (τουλάχιστον σύμφωνα με την πρόβλεψη του Ν.3699/2008, 1 διεπιστημονική ομάδα ανά 10.000 μαθητές) και να αυξηθούν οι ΕΔΕΑΥ, ώστε να καλύπτονται όλα τα σχολεία γενικής αγωγής.
5ον Να αυξηθούν οι θέσεις των συντονιστών Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης (ειδικά για την Αττική, ένας ανά ΠΕΚΕΣ).
6ον Να προβλεφθούν θέσεις συντονιστών Ε.Ε.Π. στην τριμελή επιτροπή παρακολούθησης του ΠΕΚΕΣ, που θα αποτιμά το έργο του ΚΕΣΥ.
7ον Να αξιοποιείται, δια νόμου, η συσσωρευμένη εμπειρία των περιφερειακών δομών της εκπαίδευσης (στατιστικά και ποιοτικά στοιχεία) για την χάραξη εκπαιδευτικών πολιτικών.
8ον Να υπάρχει διαφάνεια και δημόσια πρόσκληση για τη σύσταση των διάφορων επιτροπών που ετοιμάζουν «νομοσχέδια» για την ειδική αγωγή και εκπαίδευση.
9ον Να νομοθετηθεί με σαφήνεια ότι η υπηρέτηση σε ΣΜΕΑΕ, ΚΔΑΥ, ΚΕΔΔΥ και ΚΕΣΥ αποτελεί εκπαιδευτική προϋπηρεσία για το Ε.Ε.Π. και να αρθούν όλες οι προϋποθέσεις και παράμετροι που εμποδίζουν την ισότιμη υπηρεσιακή εξέλιξη όλων των εργαζομένων στις εκπαιδευτικές δομές (βλ. αρθ. 22 και 24),
10ον Να συγκροτηθούν με διαφάνεια οι επιτροπές για τη σύνταξη των κανονισμών λειτουργίας των ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, ΚΕΑ και ΕΔΕΑΥ και απαιτούμε η σύνταξη των κανονισμών λειτουργίας των ΚΕΣΥ και ΕΔΕΑΥ να μη γίνει κεκλεισμένων των θυρών, αλλά με τη σταθερή συμμετοχή των συνδικαλιστικών εκπροσώπων του Ε.Ε.Π. και εργαζομένων στις υπό κατάργηση δομές (ΚΕΔΔΥ, ΣΣΝ, ΚΕΣΥΠ) αποδεδειγμένης εμπειρίας, ποιότητας εργασίας και προσφοράς.
11ον Να επιτρέπεται η επιλογή για θέση ευθύνης για τρίτη θητεία. Στα ΚΕΔΔΥ ωστόσο δεν έχουν γίνει κρίσεις για την επιλογή προϊσταμένων τα τελευταία 15 έτη. Οι θέσεις εξυπηρετήθηκαν από αναπληρωτές προϊσταμένους, γεγονός που τους στερεί δικαιώματα όσον αφορά την υπηρεσιακή τους εξέλιξη.
Τέλος καλούμε όλους τους συναδέρφους που υπηρέτησαν ή υπηρετούν στα ΚΕΔΔΥ να συμμετέχουν ενεργά στην ανοιχτή διαβούλευση για το νομοσχέδιο που αφορά στην αναδιοργάνωση των υποστηρικτικών δομών στην Α/θμια και στη Β/θμια Εκπαίδευση (http://www.opengov.gr/ypepth/?p=3873) καταθέτοντας τις προτάσεις τους μέχρι τη Δευτέρα 26 Μαρτίου και ώρα 15:00 που ολοκληρώνεται η ανοιχτή διαβούλευση.
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Είναι προφανές ότι η ατομική συμβουλευτική πρέπει να ξεκινήσει από την πρώτη σχολική ηλικία και όχι στη Β’ και Γ’ τάξη του Λυκείου όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο. Η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο καθώς και η επιλογή τύπου Λυκείου στο τέλος της Γ’ Γυμνασίου είναι δυο κομβικές στιγμές στην πορεία του μαθητή και η ανάγκη για συμβουλευτική και προσανατολισμό είναι επιβεβλημένη. Αυτό αναγνωρίζεται και από το Υπουργείο Παιδείας από την ίδρυση των Κέντρων Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ) ενώ και στην τελευταία πρόσκληση για τη στελέχωσή τους (2012), αναφέρεται ρητά ότι στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των Υπευθύνων ΣΕΠ είναι μεταξύ άλλων και «η συμβουλευτική και η ενημέρωση γονέων, μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου, καθώς και μαθητών της Στ’ Δημοτικού».
Για την πληρέστερη εξυπηρέτηση των ωφελούμενων (μαθητών, σπουδαστών, νέων, γονέων, καθηγητών) των ΚΕΣΥΠ, υπήρχαν συγκεκριμένες προδιαγραφές όσον αφορά στο μέγεθος των χώρων, τη διάταξη, τη θέση τους κλπ. Απαιτείται λοιπόν, οι προδιαγραφές αυτές να τηρηθούν εφόσον ο σκοπός παραμένει ο ίδιος (εξυπηρέτηση των ωφελούμενων), κάτι που είναι αμφίβολο αν μπορεί να ισχύσει στις νέες δομές.
Τα τελευταία χρόνια με την αναστολή λειτουργίας των ΓΡΑΣΕΠ και ΓΡΑΣΥ, κατάργηση του μαθήματος ΣΕΠ από τα Γενικά Λύκεια αρχικά και τα Γυμνάσια στη συνέχεια, ο θεσμός του Επαγγελματικού Προσανατολισμού συρρικνώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Εάν, λοιπόν, σκοπός της ίδρυσης των νέων δομών είναι μεταξύ άλλων η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό, θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια ώστε να μη μειωθεί ακόμα περισσότερο το προσωπικό που υποστηρίζει το θεσμό, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει αφού ο αριθμός των ΚΕΣΥ είναι μικρότερος από τα ΚΕΣΥΠ που λειτουργούν σήμερα. Επιπλέον, επειδή η εξυπηρέτηση χιλιάδων μαθητών από 2 μόνον ανθρώπους (σε κάθε ΚΕΣΥ) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού, προτείνεται η επαναλειτουργία των ΓΡΑΣΕΠ και ΓΡΑΣΥ.
Η αναγνώριση του έργου των ΚΕΣΥΠ από τις τοπικές κοινωνίες είναι δεδομένη ενώ οι χώροι τους γνωστοί στον εκπαιδευτικό πληθυσμό. Είναι φρόνιμο, λοιπόν, να μη μετακινηθούν, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν υπάρχουν δαπάνες στέγασης και λειτουργίας αφού στεγάζονται στην πλειονότητά τους σε σχολεία ή άλλα δημόσια κτίρια. Η συνεργασία του προσωπικού τους με αυτό των υπολοίπων δομών μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί χωρίς να είναι απαραίτητο να βρίσκονται όλοι κάτω από την ίδια στέγη.
Οι υπηρετούντες στα ΚΕΣΥΠ εκπαιδευτικοί έχουν μεταπτυχιακές σπουδές καθώς και εξειδικευμένες/στοχευμένες επιμορφώσεις στα αντικείμενα της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού ενώ γνωρίζουν πολύ καλά τη σχολική πραγματικότητα αφού είναι μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η εμπειρία τους θα πρέπει να αξιοποιηθεί εφόσον αποτελεί προστιθέμενη αξία με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις.
Όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, «Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι […] β) Σε επίπεδο στοχευμένων εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων και δράσεων επαγγελματικού προσανατολισμού […] ββ) Η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό [..] i.β) Σε ατομικό επίπεδο, με την παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής για ζητήματα επαγγελματικού προσανατολισμού […] των μαθητών των Β΄ και Γ΄ τάξεων του Λυκείου».
Δεν υπάρχει καμία επιστημονική ή άλλη δεοντολογική τεκμηρίωση για τον αποκλεισμό μαθητών και βαθμίδων από τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Η διατύπωση αυτή φανερώνει άγνοια του νομοθέτη για τις ανάγκες επαγγελματικού προσανατολισμού και συμβουλευτικής των μαθητών και παραβλέπει την σημαντική μετάβαση από το Γυμνάσιο στο Λύκειο.
Ακόμα, ο περιορισμός αυτός θα λειτουργήσει αρνητικά και στην προσπάθεια στήριξης για αναβάθμιση και ενίσχυση του ΕΠΑΛ αφού οι μαθητές του Γυμνασίου δεν θα είναι επαρκώς και ΈΓΚΥΡΑ ενημερωμένοι για τις δυνατότητες και ευκαιρίες του ΕΠΑΛ (π.χ. Τάξη μαθητείας) αλλά θα συνεχίζουν εγκλωβισμένοι στα κοινωνικά στερεότυπα για την «κατώτερη» τεχνική εκπαίδευση.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Το Ψήφισμα της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Γονέων μαθητών Ελλάδας (ΑΣΓΜΕ) για τα ΚΕΣΥΠ
Η πρόταση του Υπουργείου για συνένωση των ΚΕΣΥΠ με τα ΚΕΔΔΥ (Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης Διάγνωσης και Υποστήριξης), τους ΣΣΝ (Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων) και τα ΚΕΠΛΗΝΕΤ (Κέντρο Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών) που δέχονται καθημερινά πολλά αιτήματα, στα οποία ανταποκρίνονται – κυρίως όσον αφορά στα ΚΕΔΔΥ – μετά από μεγάλο διάστημα, θα μειώσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες εφόσον υλοποιηθεί με λογικές «εξοικονόμησης πόρων». Η επισκεψιμότητα των μαθητών/τριών των απομακρυσμένων περιοχών στην ενοποιημένη δομή θα συρρικνωθεί, λόγω απόστασης και εάν μειωθεί ο αριθμός των στελεχών των ΚΕΣΥΠ, θα ελαχιστοποιηθούν και οι δράσεις τους, αφού δεν θα στοχεύουν πλέον στους μαθητές μιας περιοχής, αλλά μιας ολόκληρης Διεύθυνσης.
Με την συνένωση των συγκεκριμένων δομών, οι δωρεάν παρεχόμενες υπηρεσίες Επαγγελματικού Προσανατολισμού θα μειωθούν και οι γονείς θα προσφύγουν – εάν έχουν την οικονομική δυνατότητα (;)– σε ιδιωτικά κέντρα.
Ως Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων μαθητών Ελλάδας (ΑΣΓΜΕ) πιστεύoντας στην αναγκαιότητα του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού και τις παρεχόμενες υπηρεσίες των υπολοίπων δομών καθώς και των σχετικών δράσεων που διενεργούνται στα Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας, μετά την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας για τις Δομές Εκπαιδευτικού Έργου, ζητούμε τη διατήρηση και διεύρυνση των Κέντρων Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ) καθώς επίσης και των ΚΕΔΔΥ, των ΣΣΝ και των ΚΕΠΛΗΝΕΤ και όχι την ενοποίηση τους σε μια δομή. Οι μαθητές κι οι μαθήτριες των Γυμνασίων και Λυκείων χρειάζονται τις δομές αυτές. Με δημόσιο χαρακτήρα και περιεχόμενο αντίστοιχο με τις ανάγκες. Κι όχι «κρισάρες» σκληρής ταξικής επιλογής σε όφελος των κάθε λογής συμφερόντων των λίγων.
Για ποια υποστήριξη μιλάει συνεχώς και επαναλαμβανόμενα το Υπουργείο Παιδείας όταν δεν μπορεί να διασφαλίσει την παροχή υπηρεσιών στις δομές του καταργώντας ειδικότητες;
Η υποστελέχωση με ειδικότητες όπως αυτές του Λογοθεραπευτή και του Εργοθεραπευτή οδηγεί την ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικογένεια στον ιδιωτικό τομέα και στην οικονομική της καταρράκωση. Δεν μιλά πλέον για συνολική και πολύπλευρη αντιμετώπιση των δυσκολιών των μαθητών και την «υποστήριξη» τους.
Καταργεί την έννοια της διεπιστημονικής ομάδας που πρέπει να αποτελείται από:
– Παιδοψυχίατρο
– Κοινωνικό λειτουργό
– Ψυχολόγο
– Λογοθεραπευτή
– Εργοθεραπευτή
να συμπληρώνεται, με όποια άλλη ειδικότητα απαιτείται, ανάλογα με τις δυσκολίες
– και τον εκπαιδευτικό
Στο θεσμό του ΣΕΠ στην τυπική εκπαίδευση υπηρετούν εκπαιδευτικοί/σύμβουλοι με μεταπτυχιακές σπουδές και εξειδικευμένες/στοχευμένες επιμορφώσεις στα αντικείμενα της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού σε ειδικά ετήσιας διάρκειας προγράμματα σπουδών στα Πανεπιστήμια και με την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας το οποίο επένδυσε οικονομικούς πόρους με σκοπό την βέλτιστη παροχή υπηρεσιών Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού δια της αξιοποίησης των στελεχών του ΚΕΣΥΠ. Αντίστοιχα η εμπειρία χρόνων των υπευθύνων ΣΕΠ αποτελεί προστιθέμενη αξία, με ευρύτερες κοινωνικές προεκτάσεις καθότι με την ομαδική Συμβουλευτική-Πληροφόρηση κατά τόπους στα σχολεία και τη δυνατότητα ατομική συνεδρίας κατ ιδίαν του μαθητή και του γονέα στο ΚΕΣΥΠ, παρέχονται πολλαπλές και πολυδιάστατες ευκαιρίες υποστήριξης και ενίσχυσης της αυτογνωσίας του Μαθητή, τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο, που η νέα δομή (ΚΕΣΥ) είναι αμφίβολο ότι θα καταφέρει να υποστηρίξει επιστημονικά. Η εμπειρία των υπευθύνων ΣΕΠ που τους επιτρέπει να υποστηρίζουν συν τοις άλλοις και τα εξαιρετικά ερωτήματα κάθε μαθητή-γονέα, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, διότι αποτελεί σημαντική κοινωνική υποστήριξη και βοήθεια όλης της οικογένειας κατά την διάρκεια των σπουδών του μαθητή στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Δεν είναι τυχαία, η αναγνώριση της λειτουργίας των ΚΕΣΥΠ από την τοπική κοινωνία καθότι τα στελέχη των ΚΕ.ΣΥ.Π. είναι εκπαιδευτικοί με διδακτική εμπειρία, εκπαιδευτικοί της τάξης και μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Γνωρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία και αυτό τους καθιστά τους πλέον κατάλληλους να προσφέρουν τις υπηρεσίες Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Η υπηρεσία των στελεχών στα ΚΕ.ΣΥ.Π. βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια και σε ευθεία εξάρτηση με το παρεχόμενο διδακτικό έργο στις σχολικές μονάδες. Παράλληλα η εμπειρία των στελεχών των ΚΕ.ΣΥ.Π. πρέπει να αξιοποιηθεί και στις επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών του σχολείου, ΓΕ.Λ., ΕΠΑ.Λ., ΓΥΜΝΑΣΙΩΝ σε θέματα Επαγγελματικού Προσανατολισμού όπως δρομολογούνταν με επιτυχία μέχρι τώρα.
Προτάσεις του ΠΣΛ για την αναμόρφωση των δομών υποστήριξης της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Λογοπεδικών–Λογοθεραπευτών, ως ο πρώτος και παλαιότερος επιστημονικός σύλλογος των ειδικών στις διαταραχές λόγου, φωνής και ομιλίας που εργάζονται στις δομές της δημόσιας εκπαίδευσης, χαιρετίζει την προσπάθεια που γίνεται για την αναμόρφωση των δομών υποστήριξης της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και καταθέτει υπόψη του Υπουργού Παιδείας τις απόψεις του για τον ρόλο του Λογοθεραπευτή σε αυτές.
Μελετώντας το παρόν σχέδιο νόμου διακρίνουμε την επιθυμία του υπουργείου για υποστήριξη των μαθητών, με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων μέσα στο σχολείο. Δυστυχώς όμως διαπιστώνουμε και την ατολμία να συμπεριλάβει την ειδικότητα του λογοθεραπευτή σε αυτό τον σχεδιασμό, με εξαίρεση τον πολύ μικρό αριθμό των 47 λογοθεραπευτών για όλη την επικράτεια, αριθμός ανεπαρκής για την υλοποίηση ενός αντικειμενικού σχεδιασμού.
Σχετικά με τον αναγκαίο ρόλο του λογοθεραπευτή στις νέες δομές υποστήριξης έχουμε να καταθέσουμε τα ακόλουθα:
I.O ρόλος του λογοθεραπευτή στην πρόληψη:
Στην προσχολική ηλικία, μεγάλο μέρος των δυσκολιών που παρουσιάζουν τα παιδιά οφείλονται σε ελλείμματα της βαθύτερης δομής του λόγου. Ο έγκαιρος εντοπισμός αυτών των ελλειμμάτων σημαίνει πρώιμη έναρξη της υποστήριξης, ενωρίτερη εμπλοκή των γονέων στην αντιμετώπιση της μελλοντικής μαθησιακής δυσκολίας και αποφυγή προβλημάτων συμπεριφοράς. Στην ουσία, προλαμβάνουμε την εδραίωση προβλημάτων λόγου, συμπεριφοράς, μάθησης και έτσι ελαττώνουμε την οικονομική επιβάρυνση που υφίστανται το εκπαιδευτικό και ασφαλιστικό σύστημα για την αντιμετώπιση δυσκολιών που έχουν πλέον γιγαντωθεί και πλήττουν το παιδί, το σχολείο, την δουλειά του δασκάλου, την οικογένεια.
Η συμμετοχή του λογοθεραπευτή στην πρώιμη ανίχνευση και έγκαιρη υποστήριξη είναι ουσιώδης και πολλαπλασιάζει τα οφέλη για το παιδί, το σχολείο, την οικογένεια συμβάλλοντας, επίσης, και στην εξοικονόμηση πόρων.
II.Ο ρόλος του λογοθεραπευτή στην διαδικασία της αξιολόγησης:
Στον ισχύοντα νόμο για την Ειδική Αγωγή (3699/2008) ο λογοθεραπευτής συμμετέχει στην πενταμελή διεπιστημονική ομάδα του ΚΕΔΥΥ και στην Δευτεροβάθμια ΕΔΕΑ. Τα τελευταία δέκα χρόνια εκδίδονται γνωματεύσεις από τα ΚΕΔΥΥ χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ισχύουσα νομοθεσία, η οποία απαιτεί τη συμμετοχή του λογοθεραπευτή στη διαγνωστική διαδικασία. Με το παρόν νομοσχέδιο για ακόμη μια φορά παραβλέπεται η αναγκαιότητα της επιστημονικής γνώσης και εμπειρίας του λογοθεραπευτή και η παρουσία του δεν προβλέπεται ούτε στην αξιολόγηση ούτε και στην υποστήριξη των μαθητών. Η λογοθεραπευτική αξιολόγηση, όπως η εκπαιδευτική και η ψυχοκοινωνική, αποτελούν απαραίτητο εργαλείο για τον εκπαιδευτικό και την ομάδα που καλείται να υποστηρίξει τον μαθητή, καθώς η κάθε μια μεμονωμένα καλύπτει μέρος μόνο των πιθανών ελλειμμάτων και αναγκών οδηγώντας στην περίπτωση αυτή σε ελλιπή και χωρίς αποτέλεσμα υποστήριξη.
Ενώ διατηρείται ο θεσμός των ΕΔΕΑΥ στη γενική εκπαίδευση και στις σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής, εν τούτοις αυτές υποστελεχώνονται καθώς απουσιάζει η απαραίτητη ειδικότητα του Λογοθεραπευτή για την αξιολόγηση και την υποστήριξη μαθητών με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε όλες τις βαθμίδες τις γενικής και ειδικής εκπαίδευσης.
Λαμβάνοντας υπόψη:
● τα Επαγγελματικά Δικαιώματα του Λογοθεραπευτή (Προεδρικό Διάταγμα, Αρ, Φύλλου 82, 18 Απριλίου 2002),
● το Ευρωπαϊκό προφίλ,
● και το πρόγραμμα σπουδών και κλινικής άσκησης,
ο λογοθεραπευτής έχει θεσμικό και επιστημονικό ρόλο στην αξιολόγηση και υποστήριξη των μαθητών με διαταραχές στον προφορικό και γραπτό λόγο, ένας ρόλος που ακυρώνεται εν μέρη με την προτεινόμενη νομοθεσία.
Δεδομένου ότι ο κλάδος του λογοθεραπευτή την χώρα μας έχει ευρωπαϊκά και νομικά κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα, ρητές προϋποθέσεις νόμιμης άσκησης του επαγγέλματος και κώδικα δεοντολογίας δεν είναι δυνατό να δεχτούμε την υποκατάστασή μας και την καταχρηστική άσκηση του επαγγέλματός μας από άλλους κλάδους. Είναι επιστημονικά, δεοντολογικά και νομικά μετέωρο οι αξιολογήσεις να μην φέρουν την υπογραφή του εμπλεκόμενου λογοθεραπευτή, ο οποίος τελικά συμμετέχει απλά ως διερευνητής σε διεπιστημονικές υποομάδες που φαίνεται να μην έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Επιπλέον δε νοείται ο αριθμός, η σύνθεση, το έργο τους και η διάρκειά τους να μεταβάλλονται χωρίς σαφή επιστημονικό προσανατολισμό ανάλογα με τα θέματα που αντιμετωπίζουν.
III.Ο ρόλος του λογοθεραπευτή στην υποστήριξη:
Ο λογοθεραπευτής ασχολείται με την αντιμετώπιση δυσκολιών του προφορικού και γραπτού λόγου και δύναται να υποστηρίζει τους μαθητές τόσο στις ΣΜΕΑΕ όσο και στο γενικό σχολείο και γι’ αυτό ο ρόλος του στα Κ.Ε.Σ.Υ και τις ΕΔΕΑΥ κρίνεται ως βασικός.
Όπως στην προσχολική ηλικία, παρομοίως στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ο λογοθεραπευτής αξιολογεί τα αίτια γλωσσικών κενών και ελλείψεων σε μαθητές με ειδική γλωσσική διαταραχή, αλλόγλωσσους μαθητές, μαθητές με βαρηκοΐα, κινητικές δυσκολίες στην ομιλία και σε μαθητές με προβλήματα στη ροή του λόγου κ.α. Οι εξειδικευμένες και πρακτικές οδηγίες που ακολουθούν την αξιολόγηση και παρέχονται από τον λογοθεραπευτή για τον τρόπο αντιμετώπισης και εξέτασης στο σχολείο διευκολύνουν τον εκπαιδευτικό και εντάσσουν ευκολότερα το μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Επιπλέον, τα ΚΕΣΥ συνεχίζουν να είναι αρμόδια περί εγγραφής, φοίτησης και κατάταξης των μαθητών στο κατάλληλο εκπαιδευτικό πλαίσιο ωστόσο για να καταστεί αυτό δυνατό θα πρέπει η κάθε περίπτωση να αξιολογηθεί από διεπιστημονική ομάδα δηλαδή και από τον λογοθεραπευτή.
Σημαντική αποτελεί και η διεθνής εμπειρία σύμφωνα με την οποία, ειδικά στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική ο λογοθεραπευτής αποτελεί μέρος του γενικού σχολείου και τα πάντα, αξιολόγηση και υποστήριξη, γίνονται μέσα σ’ αυτό.
Είναι, τέλος, σημαντικό να τονιστεί ότι στο παρόν σχέδιο νόμου δεν υπάρχει η πρόβλεψη για την δημιουργία θέσεων Συντονιστών Ειδικού Εκπαιδευτικού Έργου για την ειδικότητα του λογοθεραπευτή, οι οποίοι θα έχουν την ευθύνη για την επιστημονική καθοδήγηση των μελών της αντίστοιχης ειδικότητας Ε.Ε.Π .
Με βάση τα παραπάνω παρακαλούμε να λάβετε υπόψη σας τις προτάσεις μας με στόχο τη διασφάλιση της μαθησιακής και κοινωνικής εξέλιξης των παιδιών με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, παρέχοντας παράλληλα την κατάλληλη και πολύπλευρη στήριξη του προσωπικού που καλείται να υλοποιήσει μια ποιοτική εκπαίδευση στη βάση των ίσων ευκαιριών.
Για το Δ.Σ.
Ο Πρόεδρος Η Γεν. Γραμματέας
Βασίλης Μύρκος Έλενα Χαραλάμπους
Η ΣΥΓΧΏΝΕΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ δεν εξυπηρετεί στην ανάπτυξη.
Οι συνέργειες ΑΠΑΙΤΟΎΝΤΑΙ και όλα συνδέονται μεταξύ τους…. θα έπρεπε όμως να προκύπτουν με τακτικές συμπράξεις και υποχρεωτικε΄ς συμμαχίες και όχι με ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ
Προτείνω να ξεκινήσουν αλλαγές από την κυτταρική μονάδα της εκπαιδευτικής ζωής, τη σχολική τα΄ξη και το σχολείο και σιγά σιγά να προσαρμόζονται οι υποστηρικτικές δομές στις ανάγκες της σχολικής μονάδας. Από το τοπικό στο περιφερειακό.
Αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι ότι ενώ ο σωρός προβλημάτων στον χώρο της Αγωγής Υγείας είναι το πρωτεύον, στην εκπαιδευτική αυτή μεταρρύθμιση (ΚΕΣΥ).. θεωρείται αμελητέο.
Όταν κάτι αναγνωρίζεται ως σημαντικό, αυξάνεται η προσοχή σε αυτό, δίνετ;αι έμφαση και αυξάνονται οι παροχές με εξειδικευμένο προσωπικό για άμεση, αποτελεσματική και ποιοτική παρέμβαση.
Ο στρατός αυτός δεν πμορεί να εκπροσωπηθεί από έναν στρατιώτη, οπλίτη…
Χρειάζεται και στρατηγούς, ταξιάρχες, αξιωματικούς κτλ…
Μα γιατί χρησιμοποιώ τέτοιες παρομοιώσεις; γιατί όταν προσδιορίζω με ρεαλισμό, δεν έχει αποτέλεσμα. Εξάλλου σε όλους μας αρέσουν οι ιστορίες και τα παραμύθια…
ΕΠΊΣΗΣ, αγωγή υγείας δεν είναι μόνο η ψυχική και ψυχοκοινωνική υγεία. Είναι και η υγιεινή, η φυσική άσκηση και η διατροφή.
Και ως διδάκτωρ με εκειδίκευση στα δύο τελευταία αντικείμενα, υπενθυμίζω ότι όλες οι νόσοι και νοσήματα προέκυψαν με έξαρση όταν πρωτοπροέκυψαν
ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΕΣ.
ΑΣΚΕΙΣΤΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΕ ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ η ψυχολογία ο γιατρός μας. Αυτές οι επιστήμες είναι πολύ νεώτερες από αυτές της ιατρικής επιστήμης, της διαιτολογίας και της γυμναστικής και προέκυψαν λόγω της παρακμάζουσας και υποτροπιάζουσας φυσικής και νοητικής μας κατάστασεως που κυριαρχούνται από την αρρώστεια της παράλυτης ΣΚΕΨΗΣ.
Θεωρώ ότι η ίδρυση των ΚΕΣΥ είναι σε πολύ καλή βάση γιατί:
-Η σύνδεση της υποστήριξης με την επιμόρφωση είναι άριστη και οδηγεί σίγουρα σε καλά αποτελέσματα.
-Η στελέχωση της νέας δομής θα βοηθήσει τα σχολεία, πολύ περισσότερο από τους σχολικούς συμβούλους.
-Θα υπάρχει καλύτερη οργάνωση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου.
2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.
Κρατώντας τα λόγια του ΥΠΠΕΘ για τις νέες δομές «ενισχύοντας ταυτόχρονα τον κοινωνικό ρόλο του σχολείου και ανταποκρινόμενοι στις σύγχρονες εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες» θέλουμε να τονίσουμε την αναγκαιότητα ύπαρξης, στήριξης, αναβάθμισης του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού όπως υπηρετείται από τα ΚΕ.ΣΥ.Π. και με δεδομένη την απουσία άλλης υποστήριξης των μαθητών/τριών μέσα από το μάθημα Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (που πλέον έχει αφαιρεθεί από τη Γ Γυμνασίου και το Γενικό Λύκειο) και τα ΓΡΑΣΕΠ/ΓΡΑΣΥ (που πλέον έχουν καταργηθεί),
πιστεύουμε πως τα ΚΕ.ΣΥ.Π. πρέπει να διατηρήσουν έστω και μέσα στη νέα οργανωτική δομή του ΚΕ.Σ.Υ. την αυτονομία τους και τον ιδιαίτερο ρόλο τους όπως περιγράφεται:
– υποστήριξη σχεδιασμού και υλοποίησης προγραμμάτων αγωγής σταδιοδρομίας των σχολείων ευθύνης τους.
– παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής και προσανατολισμού σε καθημερινή βάση σε μαθητές/μαθήτριες, γονείς και νέους/νέες έως 25 ετών στους χώρους των ΚΕ.ΣΥ.Π..
– ενημέρωση μαθητών/μαθητριών αλλά και καθηγητών σε θέματα που αφορούν στις συχνές μεταβολές στο σύστημα εκπαίδευσης που απαιτεί τακτικές και περιοδικά επαναλαμβανόμενες επισκέψεις στα σχολεία της περιοχής ευθύνης των ΚΕ.ΣΥ.Π. καθώς και διοργάνωση ενημερωτικών ημερίδων σε συνεργασία με αυτά όπως αυτές τις μέρες που οι τελευταίες αλλαγές που αφορούν στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποφοίτων ΓΕΛ και ΕΠΑΛ προκειμένου να ενημερωθούν για τα ισχύοντα και να υποβάλουν αίτηση – δήλωση συμμετοχής στις Πανελλαδικές μας οδήγησαν σε όλα τα σχολεία περιοχής ευθύνης μας .
– εκπόνηση ενημερωτικού υλικού για μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς, που περιλαμβάνει την σύνθεση ενημερωτικών φυλλαδίων αλλά και παρουσιάσεων που αφορούν στην προαναφερθείσα θεματολογία.
– διοργάνωση ενημερωτικών ημερίδων για τους καθηγητές που εφαρμόζουν το ΣΕΠ στην Α’ τάξη των ΕΠΑΛ που απαιτούν επίσης την εκπόνηση ενημερωτικού υλικού και κατάλληλων παρουσιάσεων αναφορικά και με τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σε αυτά, π.χ. πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ( 5% στα Πανεπιστήμια, 10% στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής) και τάξη μαθητείας.
– υποστήριξη των εκπαιδευτικών για την εφαρμογή προγραμμάτων ή εκπαιδευτικών εργαλείων Σ.Ε.Π. , εγκεκριμένων από το ΥΠΠΕΘ στις σχολικές μονάδες
– υλοποίηση και εφαρμογή εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τα σχολεία της περιοχής ευθύνης του ΚΕ.ΣΥ.Π. στα πλαίσια δράσεων και περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων διοργάνωση εκπαιδευτικών επισκέψεων για τους μαθητές των συνεργαζόμενων σχολείων, συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, παραγωγή έντυπου υλικού, διοργάνωση ημερίδων παρουσίασης κ.ά.
– διοργάνωση ενημερωτικών συναντήσεων και επιμορφωτικών σεμιναρίων-εργαστηρίων που απευθύνονται προς τους εκπαιδευτικούς για θέματα εφαρμογής Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού.
– διοργάνωση εκδηλώσεων που απευθύνονται προς τους γονείς προκειμένου να κατανοήσουν το εκπαιδευτικό σύστημα και τις επιλογές που έχουν τα παιδιά τους
– στενή επαφή και συνεργασία με τους φορείς της τοπικής κοινωνίας (δήμους, νομαρχίες, επιμελητήρια, μέσα μαζικής ενημέρωσης, σχετικούς με τον επαγγελματικό προσανατολισμό φορείς κ.ά.) καθώς και με τα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Όλα τα προηγούμενα οργανώνονται και υλοποιούνται με την ευθύνη των υπηρετούντων στα ΚΕ.ΣΥ.Π. και αποτυπώνονται στον ετήσιο απολογισμό που καταθέτουν στο τέλος κάθε χρονιάς, εκεί φαίνεται ποιοτικά και ποσοτικά το έργο που επιτελείται στις υπάρχουσες δομές.
15.500 μαθητές/τριες Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης εξυπηρετούνται στο νομό μας από 2 υπεύθυνες Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού που επισκέπτονται όσες φορές χρειαστεί (ημέρα σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού στη Γ τάξη, ενημέρωση όλων των τάξεων ΓΕΛ και ΕΠΑΛ, ενημέρωση για την αίτηση-δήλωση συμμετοχής στις πανελλαδικές, συνάντηση με εκπαιδευτικούς για τον συντονισμό των προγραμμάτων αγωγής σταδιοδρομίας, κ.λ.π.) τα σχολεία περιοχής ευθύνης σε αποστάσεις μέχρι και 50 χιλιόμετρα από την έδρα τους.
Οι υπηρετούντες στα ΚΕ.ΣΥ.Π. ανήκουν στην εκπαιδευτική κοινότητα των περιοχών που υπηρετούν έχοντας οργανική θέση σε κάποιο από τα σχολεία, γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες κάθε σχολείου και είναι με τη σειρά τους γνωστοί λόγω του έργου που προσφέρουν κι έτσι μαθητές/τριες, γονείς προσέρχονται για συμβουλευτική στήριξη μέσα στο πλαίσιο εμπιστοσύνης που έχει αναπτυχθεί.
Οι υπηρετούντες στα ΚΕ.ΣΥ.Π έχουν πάρει μέρος σε μεγάλα επιμορφωτικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας σε συνεργασία με Πανεπιστήμια, του ΕΟΠΠΕΠ, Δημόσιων και Ιδιωτικών φορέων όπως επίσης και σε ευρωπαϊκά επιμορφωτικά προγράμματα. Εκεί βρίσκεται και η προστιθέμενη αξία που πρέπει να ληφθεί υπόψη στη στελέχωση των νέων δομών.
Είναι επιμορφωμένοι με κοινοτικούς(ΕΠΕΑΕΚ, ΕΣΠΑ), κρατικούς και ίδιους πόρους προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες των εξυπηρετούμενων των όπως αυτές διαμορφώνονται στις νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες( ανεργία γονέων, έλλειψη κινήτρων για σπουδές, πρόωρη εγκατάλειψη σχολείου, άρνηση συμμετοχής στη μαθητεία, κλπ) και στις ιδιαιτερότητες των περιοχών (εργαζόμενοι μαθητές/τριες στα εσπερινά σχολεία, Μαθητές/τριες Ρομά, Πρόσφυγες,κλπ) κι εδώ συμφωνούμε με τις «σύγχρονες εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες» που αναφέρει ο ΥΠΠΕΘ.
Αυτές πρέπει να εξυπηρετηθούν πιστεύοντας στο δημόσιο χαρακτήρα που πρέπει να έχει ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός ώστε να εξασφαλίσει ισότιμη πρόσβαση των μαθητών/τριών στις δράσεις αυτογνωσίας, πληροφόρησης, λήψης απόφασης και στο τέλος ομαλής μετάβασης στην επόμενη βαθμίδα εκπαίδευσης, την κατάρτιση, την εργασία και όχι δρομολογώντας τους ενδιαφερόμενους σε αναζήτηση υπηρεσιών που έναντι αδρής αμοιβής ακόμη και στις μικρές επαρχιακές πόλεις προσφέρουν ιδιωτικά γραφεία.
Πρέπει να ληφθούν υπόψη οι γεωγραφικές και πληθυσμιακές ιδιαιτερότητες κάθε νομού ώστε να στελεχωθούν οι νέες δομές με ανάλογο αριθμό εκπαιδευτικών και να επαναλειτουργήσουν τα ΓΡΑΣΕΠ/ΓΡΑΣΥ σε ομάδες σχολείων.
Αν θέλουμε να λέμε ότι οι νέες δομές θα προσφέρουν Σχολικό Επαγγελματικό Προσανατολισμό …
Ενας από τους ρόλους των ΚΕΣΥ είναι η διενέργεια επιμορφώσεων. Πως θα καταρτίζονται τα επιμορφωτικά προγράμματα εφόσον σττα στελέχη του δεν θα υπάρχουν όλες οι ειδικότητες (άρθρο 9)?
Μια άλλη αποστολή είναι η «συβουλευτική υποστήριξη σε θέματα βέλτισης διδακτικής πρακτικής». Πως θα επιτευχθεί αυτό, εφόσον δεν θα υπάρχουν στελέχη όλων των ειδικοτήτων?
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»
Μετά την πρώτη «παρουσίαση» (26-10-2017) του σχεδίου νόμου για τη δημιουργία νέων δομών στήριξης του εκπαιδευτικού έργου και τις ενημερωτικές συναντήσεις του κου Προϊσταμένου Δ/νσης Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης με τους εργαζόμενους κάποιων ΚΕΔΔΥ, θα αναμέναμε ένα σχέδιο νόμου σαφέστερο, ξεκάθαρο και πιο κατατοπιστικό, ως προς τον τρόπο λειτουργίας-διασύνδεσης και αρμοδιοτήτων των νέων δομών.
Αντ’ αυτού, βρισκόμαστε μπροστά:
σε ένα πιστό αντίγραφο του νομοσχεδίου «Διαμαντοπούλου»,
σ’ ένα κείμενο που αλλάζει τη στοχοθεσία των ΚΕΔΔΥ (από κέντρα υποστήριξης μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, μετατρέπονται σε κέντρα στήριξης των σχολικών μονάδων),
σ’ ένα κείμενο με αοριστίες, επαναλήψεις, παραλείψεις, αντιφάσεις, επικαλύψεις και μεταθέση-διόγκωση ανεφάρμοστων αρμοδιοτήτων,
σ’ ένα κείμενο από το οποίο λείπουν:
α) οι απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα:
– ποιες γνώσεις και δεξιότητες πρέπει να έχουν κατακτήσει οι μαθητές στο τέλος του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου;
– με ποια θεσμικά-δομικά «εργαλεία» θα τις κατακτήσουν;
β) η πνοή και ο σχεδιασμός μιας εθνικής πολιτικής-στρατηγικής για μορφωμένους μαθητές και πολίτες,
σ’ ένα κείμενο, το οποίο δεν προκρίνει την αναδιάρθρωση της σχολικής μάθησης, αλλά τον βομβαρδισμό των εκπαιδευτικών με συνεχείς επιμορφώσεις και με πληθώρα δομών (ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, ΚΕΑ, ΕΔΕΑΥ) που θα τους υποδεικνύουν το πώς θα διδάξουν, με «νεωτεριστικούς» τρόπους, απηρχαιωμένα εκπαιδευτικά συστήματα,
σ’ ένα κείμενο στο οποίο, εν τέλει, υπονοείται ότι όλη η κακοδαιμονία της ελληνικής παιδείας οφείλεται στην έλλειψη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών,
σ’ ένα κείμενο που θέλει να αγνοεί (γιατί δεν έχει ιδέες και όραμα) ότι το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα δημιουργεί την πλειοψηφία των μαθησιακών δυσκολιών ή τα προβλήματα ένταξης:
o με το μονολιθικό και γνωσιοκεντρικό τρόπο λειτουργίας του σχολείου,
o με την αύξηση του βαθμού δυσκολίας των σχολικών αντικειμένων
με το «κατέβασμα» προς τις χαμηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης της διδακτέας ύλης,
o με τα εκτός μαθητικής πραγματικότητας σχολικά εγχειρίδια,
o με την πλήρη αναντιστοιχία της οικογενειακής/κοινωνικής και σχολικής γλώσσας,
o με την απουσία της πρόληψης των μαθησιακών-συμπεριφορικών-ψυχικών δυσκολιών και της θεσμικής στήριξης, κατ’ αρχάς, της προσχολικής αγωγής (με τη στελέχωσή της με λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, κοιν. λειτουργούς και ψυχολόγους),
o με την έλλειψη προτυποποίησης των διαδικασιών,
o με την μη-αξιοποίηση εργαλείων που έχουν εκπονηθεί από τα πανεπιστήμια,
o με την απουσία ή με την επιφανειακή προσέγγιση της ειδικής αγωγής από τις παιδαγωγικές-καθηγητικές πανεπιστημιακές σχολές γενικής αγωγής κ.α., συνθήκες που δεν επιτρέπουν την ενσωμάτωση όλων των παιδιών,
σ’ ένα κείμενο το οποίο δεν ορμάται από μια επιστημονική αποτίμηση-αξιοποίηση της προηγούμενης εμπειρίας (ΚΔΑΥ-ΚΕΔΔΥ-θεσμός των σχολικών συμβούλων, Σ.Σ.Ν., ΚΕΣΥΠ, ΚΕΠΛΗΝΕΤ), καταργώντας συλλήβδην και απαξιωτικά όσα οι εργαζόμενοι σ’ αυτά έχουν προσφέρει τόσες δεκαετίες, με δικό τους κόπο, χωρίς τη θεσμική και υλική στήριξη του Υπουργείου,
σ’ ένα κείμενο που καταφανώς αγνοεί το εύρος, το βάθος και τη φύση των προβλημάτων των σημερινών μαθητών (κατακόρυφη αύξηση του αυτισμού, της ΔΕΠ-Υ, των σοβαρών διαταραχών συμπεριφοράς και ψυχικής υγείας, των γλωσσικών διαταραχών, της ενδοοικογενειακής, κοινωνικής και σχολικής βίας, αλλαγή τρόπου μάθησης των μαθητών –από την ακουστικογλωσσική μάθηση στην οπτική- κ.α.) και το οποίο πιστεύει ότι με επιμορφωτικά σεμινάρια θα αντιμετωπιστούν οι σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς και ψυχικής συγκρότησης,
σ’ ένα κείμενο, στο οποίο νομοθετείται η αξιολόγηση όλων των περιφερειακών υπηρεσιών της εκπαίδευσης (Π.Δ.Ε., ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, Δ/ΝΤΕΣ, ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ) και μένουν στο απυρόβλητο η Κεντρική Υπηρεσία και το Ι.Ε.Π., που θα έπρεπε να είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής,
σ’ ένα κείμενο, το οποίο παγιδεύει τις υπό σύσταση δομές, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα στους μαθητές: τους φορτώνει με τόση ύλη, που στο τέλος δεν αποκτούν τις απαιτούμενες δεξιότητες. Οι νέες δομές έχουν ένα τέτοιο εκτεταμένο-ανεφάρμοστο έργο, που θα πνιγούν και θα καταντήσουν ανενεργές εν τη γεννέσει τους
σ’ ένα κείμενο που δημιουργεί τέτοιες εξωπραγματικές προσδοκίες (θα επιλύουν κάθε είδους προβλήματα, ακόμα και ψυχοκοινωνικά και ψυχικής υγείας, αλλά χωρίς τους κατάλληλους ειδικούς, βλ. παιδοψυχιάτρους), που οι νέες δομές άμεσα θα απαξιωθούν, αφού εξ ορισμού δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις «θαυματουργές» αρμοδιότητές τους,
Ειδικότερα, επισημαίνουμε:
1. Τις επικαλύψεις των αρμοδιοτήτων των υπό δημιουργία δομών, που οδηγούν σε ασάφειες στόχων, (βλ. παράρτημα),
2. Τις ανεδαφικές αρμοδιότητες-προσδοκίες όλων των υπό δημιουργία δομών:
Πως είναι δυνατόν, τα ΠΕΚΕΣ να λειτουργήσουν υποστηρικτικά, αφού οι προβλεπόμενες θέσεις σε συντονιστές εκπαιδευτικού έργου, ανά ειδικότητα, είναι λιγότερες από τον αριθμό των σχολικών συμβούλων και αφορούν μεγάλες περιφέρειες;
Πως είναι δυνατόν, και σε ποιο χρόνο, τα ΚΕΣΥ π.χ. να λειτουργήσουν υποστηρικτικά:
α) αφού δεν θα μετέχουν στο σχεδιασμό της παιδαγωγικής δράσης των σχολικών μονάδων (εκ των υστέρων; πυροσβεστικά; με «μαγικό ραβδί»;), καθώς η οποιαδήποτε συμβουλευτική βασίζεται στην εγκαθίδρυση σχέσης εμπιστοσύνης, στη διαλεκτική, στην αλληλοτροφοδότηση;
β) αφού καταργείται η διάγνωση των αιτιών των σχολικών δυσκολιών ενός μαθητή (αντιληπτικοί, συναισθηματικοί, ψυχικοί, αναπτυξιακοί, κοινωνικοί, οικογενειακοί λόγοι;) και τα ΚΕΣΥ θα συντάσσουν μόνο αξιολογικές εκθέσεις-εισηγήσεις και όχι γνωματεύσεις,
γ) αφού δεν θα μπορούν εκ των πραγμάτων να έχουν γνώση της κουλτούρας κάθε σχολικής μονάδας (300-600 σχολεία/ανά ΚΕΔΔΥ της Αττικής, ΚΕΔΔΥ περιφέρειας και δη νησιωτικής, απουσία εξόδων μετακίνησης),
δ) αφού οι ανάγκες των μαθητών αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο (αυτισμός, ΔΕΠ-Υ, διαταραχές συμπεριφοράς, ψυχιατρικές διαταραχές) και οι προβλεπόμενες δομές παραμένουν ανεπαρκείς παρά την στοιχειώδη αύξηση των ΚΕΣΥ, σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ,
ε) αφού τα ΚΕΣΥ θα λειτουργούν υπό τον έλεγχο ή ομηρία τριμελούς επιτροπής του ΠΕΚΕΣ με περιορισμένη αυτονομία
Πως είναι δυνατόν, και σε ποιο χρόνο, οι ΕΔΕΑΥ να λειτουργήσουν υποστηρικτικά:
α) αφού δεν θα καλύπτεται το σύνολο των σχολείων από αυτές,
β) αφού τα στελέχη τους θα βρίσκονται περιοδικά και για περιορισμένο χρόνο σε κάθε σχολείο,
γ) αφού οι ανάγκες των μαθητών αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο (αυτισμός, ΔΕΠ-Υ, διαταραχές συμπεριφοράς, ψυχιατρικές διαταραχές);
Πως είναι δυνατόν να υλοποιούνται προγράμματα πρωτογενούς ή δευτερογενούς πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας (αρθ. 7, παρ. 2, περ. γ-δδ), όταν καταργείται η ειδικότητα του παιδοψυχιάτρου;
Σε ποιο χρόνο θα γίνεται η ανίχνευση των πιθανών φραγμών στη μάθηση για το σύνολο των μαθητών της σχολικής κοινότητας και, εν πάσει περιπτώσει, για ποιο λόγο, αφού ποτέ η εμπειρία και τα στατιστικά δεδομένα που έχουν συσσωρευτεί εδώ και 17 χρόνια στα ΚΕΔΔΥ δεν αξιοποιήθηκαν (ακόμα και για ερευνητικούς σκοπούς) από την ηγεσία του ΥΠΠΕΘ και το Ι.Ε.Π. για τη βελτίωση του συστήματος;
Σε ποιο χρόνο θα γίνονται οι επιμορφωτικές δράσεις (και όλα τα υπόλοιπα) και με ποιο προσωπικό;
Με ποιο προσωπικό θα λειτουργήσουν τα ΚΕΣΥ, όταν οι προβλεπόμενες θέσεις είναι ελάχιστες σε σχέση με τις ανάγκες (οι 1067 θέσεις για 71 ΚΕΣΥ) και όταν κατά 70% περίπου τα ΚΕΔΔΥ λειτουργούν με αναπληρωτές, για τους οποίους δεν γίνεται καμία σαφής μνεία-πρόνοια και οι οποίοι προσφέρουν ανελλιπώς τις υπηρεσίες τους στην Ειδική Αγωγή, εδώ και μια 10ετία;
Με ποια υλικοτεχνική-κτιριακή υποδομή θα λειτουργήσουν, όταν εδώ και 17 χρόνια λειτουργίας των ΚΔΑΥ-ΚΕΔΔΥ, δεν έχουν εξασφαλιστεί η καθαριότητα, τα αναλώσιμα, η ανανέωση του εξοπλισμού και των αξιολογικών εργαλείων;
3. Την κατάλυση, επί της ουσίας, της ενταξιακής εκπαίδευσης, αφού προβλέπονται μόνο:
20 συντονιστές Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης για όλη την Ελλάδα, ούτε ένας ανά ΠΕΚΕΣ και 8 θέσεις καλλιτεχνικών, 2 θέσεις θεατρικής αγωγής και 20 θέσεις φυσικής αγωγής, μαθήματα κατ’ εξοχήν ενταξιακά για τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
4. Τον αποκλεισμό προσωπικού-ειδικοτήτων από την υπηρέτηση σε ΚΕΣΥ
Ο εξοστρακισμός της ειδικότητας του παιδοψυχιάτρου, γυμναστή ΕΑΕ κ.ά. αλλά και ο ανεπαρκής αριθμός προβλεπόμενων θέσεων λογοθεραπευτών, εργοθεραπευτών, φυσικοθεραπευτών στα ΚΕΣΥ δείχνουν τη θέση (!) που δίνει το παρόν σχέδιο νόμου στη διεπιστημονικότητα, αλλά και πόσο σε βάθος αντιλαμβάνεται την πληθώρα παραγόντων που παρεμβαίνουν στη μάθηση.
Ο μη υπολογισμός της προϋπηρεσίας σε ΚΔΑΥ-ΚΕΔΔΥ για την κάλυψη θέσεων στα ΚΕΣΥ (βλ. αρθρ. 9, παρ. 2), αποκλείει την κατάληψη θέσης σ’ αυτά και πετά έξω απ’ αυτά πολλούς συναδέλφους που έχουν αποκλειστική προϋπηρεσία σε ΚΔΑΥ-ΚΕΔΔΥ.
5. Τον τεχνικό αποκλεισμό του Ε.Ε.Π από θέσεις ευθύνης και ειδικά από Προϊστάμενοι ΚΕΣΥ
Παρ’ όλο που προβλέπεται η κατάληψη θέσεων ευθύνης από το Ε.Ε.Π. (προϊστάμενοι ΚΕΣΥ, διευθυντές-υποδιευθυντές σε ΣΜΕΑΕ, συντονιστές Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης) περιλαμβάνουν μοριοδοτήσεις που δεν μπορεί να έχει το Ε.Ε.Π.:
α) το Ε.Ε.Π. δεν διαθέτει διδακτική εμπειρία-προϋπηρεσία, έτσι όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, περ. στ’-εε, αφού στον ορισμό της δεν συμπεριλαμβάνονται τα ΚΔΑΥ-ΚΕΔΔΥ. Η δε περ. ζ του ιδίου άρθρου, όπου μνημονεύονται τα ΚΕΔΔΥ, αναφέρεται συλλήβδην σε εκπαιδευτική-διδακτική προϋπηρεσία, χωρίς να τις διαχωρίζει,
β) το Ε.Ε.Π. δεν ασκεί διδακτικά καθήκοντα σε σχολικές μονάδες (αρθ. 22, παρ. 4) και μάλιστα 10ετή, καθώς δεν φαίνεται από πουθενά ότι η υπηρέτηση σε ΚΕΔΔΥ-ΚΔΑΥ θεωρείται διδακτική υπηρεσία (αρθ. 22, παρ. 6, αναφέρονται μόνο τα ΚΕΣΥ),
γ) το Ε.Ε.Π. δεν διαθέτει πτυχίο Διδασκαλείου Εκπαίδευσης: 3 μονάδες (αρθ. 24, παρ. 2)
δ) το Ε.Ε.Π. δεν έχει διδακτικά καθήκοντα σε σχολικές μονάδες, Ε.Κ., Σ.Δ.Ε.: 1 μονάδα για κάθε έτος πέραν των 10 ετών (αρθ. 24, παρ. 3β-αα),
ε) το Ε.Ε.Π. δεν έχει διδακτική υπηρεσία, έτσι όπως αυτή ορίζεται στο αρθ. 24, παρ. 3β-ββ, καθώς η προϋπηρεσία σε ΚΔΑΥ-ΚΕΔΔΥ δεν αναφέρεται πουθενά
στ) το Ε.Ε.Π. δεν μπορεί να αναλάβει καθήκοντα προϊσταμένου ΚΕΣΥ, αφού «ως Προϊστάμενοι Κ.Ε.Σ.Υ. επιλέγονται εκπαιδευτικοί ή Ε.Ε.Π. των κλάδων που προβλέπονται στις περιπτ. α΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 9, με δωδεκαετή τουλάχιστον εκπαιδευτική υπηρεσία στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι οποίοι έχουν ασκήσει διδακτικά καθήκοντα σε σχολικές μονάδες για δέκα τουλάχιστον έτη και οι οποίοι διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται για την τοποθέτηση στα Κ.Ε.Σ.Υ. σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου» (αρθ. 22, παρ. 4).
Στο σ/ν δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος της παράλληλης στήριξης των μαθητών με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, την οποία εισηγείτο μέχρι σήμερα το ΚΕΔΔΥ. Ο θεσμός της παράλληλης στήριξης παρά τα μεγάλα προβλήματα λειτουργίας λόγω της υποστελέχωσής, συνέβαλε σημαντικά στη συμπερίληψη των μαθητών αυτών στη Γενική Εκπαίδευση. Πώς είναι δυνατόν το Υπουργείο να ευαγγελίζεται τη συμπεριληπτική εκπαίδευση και το θεσμό του «ενός σχολείου για όλους» χωρίς την ύπαρξη παράλληλης στήριξης;
Κύριοι, θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί κάθε ηγεσία του ΥΠΠΕΘ θεωρεί τον εαυτό της υποχρεωμένο να καταθέτει νομοσχέδια για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση.
Πέραν των Ν. 1566/1985 και 2817/2000, που εισήγαγαν καινοτομίες στην Ειδική Αγωγή (διεπιστημονικότητα στην εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και ίδρυση των ΚΔΑΥ), οι υπόλοιπες προσπάθειες δεν έφεραν τίποτε το ουσιαστικό (εκτός της ίδρυσης των ΕΔΕΑΥ) για τη στήριξη και εκπαίδευση των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και αναπηρίες στα γενικά σχολεία και στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση.
Στο ίδιο μοτίβο, των εμβαλωματικών πρακτικών, των αοριστιών, της προχειρότητας (π.χ. δεν προβλέπεται ΠΕΚΕΣ για την Δυτ. Αττική, αρθ. 4, παρ. 1), της μεταθέσης ευθυνών και του «χαϊδέματος» των αυτιών, κινείται και το παρόν νομοσχέδιο.
Θέλουμε την απόσυρση του παρόντος νομοσχεδίου, ως ατεκμηρίωτου, ανεδαφικού, μονομερούς και βλαπτικού. Ωστόσο, επειδή γνωρίζουμε τις μνημονιακές υποχρεώσεις, τις υφιστάμενες πιέσεις και ανάγκες και τις ειλημμένες αποφάσεις, αν μη τι άλλο, ζητάμε:
1ον Να διατηρηθεί ο μαθητικοκεντρικός και διεπιστημονικός χαρακτήρας των ΚΕΔΔΥ και στα ΚΕΣΥ, έτσι όπως περιγράφεται στους Ν. 2817 και 3699, χωρίς καμία αλλαγή, και τα ΠΕΚΕΣ, ΚΕΑ, μαζί με τις ΕΔΕΑΥ να αναλάβουν την επιμόρφωση και τη στήριξη των σχολείων,
2ον Να διατηρηθεί η διεπιστημονικότητα στην αξιολόγηση των μαθητών και στην έκδοση γνωματεύσεων,
3ον Να επανέλθουν οι παιδοψυχίατροι στη στελέχωση των ΚΕΣΥ (αρθ. 9, παρ. 1), με αύξηση των οργανικών τους θέσεων και να αυξηθούν οι θέσεις των λογοθεραπευτών (1 για κάθε ΚΕΣΥ της περιφέρειας και τουλάχιστον 2 για κάθε ΚΕΣΥ της Αττικής και Ν. Θεσσαλονίκης), καθώς και των εργοθεραπευτών,
4ον Να αυξηθούν οι οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων στα ΚΕΣΥ της Αττικής και Ν. Θεσσαλονίκης και του Ε.Ε.Π. (τουλάχιστον σύμφωνα με την πρόβλεψη του 3699, 1διεπιστημονική ομάδα ανά 10.000 μαθητές) και να αυξηθούν οι ΕΔΕΑΥ και να διευρυνθούν με μόνιμους διορισμούς ώστε να καλύπτονται όλα τα σχολεία γενικής αγωγής,
5ον Να αυξηθούν οι θέσεις των συντονιστών Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης (ειδικά για την Αττική, ένας ανά ΠΕΚΕΣ),
6ον Να προβλεφθούν θέσεις συντονιστών Ε.Ε.Π.,
7ον Να αξιοποιείται, δια νόμου, η συσσωρευμένη εμπειρία των περιφερειακών δομών της εκπαίδευσης (στατιστικά και ποιοτικά στοιχεία) για την χάραξη εκπαιδευτικών πολιτικών,
8ον Να υπάρχει διαφάνεια και δημόσια πρόσκληση για τη σύσταση των διάφορων επιτροπών που ετοιμάζουν «νομοσχέδια» για την ειδική αγωγή και εκπαίδευση,
9ον Να νομοθετηθεί με σαφήνεια ότι η υπηρέτηση σε ΣΜΕΑΕ, ΚΔΑΥ, ΚΕΔΔΥ και ΚΕΣΥ αποτελεί διδακτική προϋπηρεσία και να αρθούν όλες οι προϋποθέσεις και παράμετροι που εμποδίζουν την ισότιμη υπηρεσιακή εξέλιξη όλων των εργαζομένων στις εκπαιδευτικές δομές (βλ. αρθ. 22 και 24),
10ον Να συγκροτηθούν με διαφάνεια οι επιτροπές για τη σύνταξη των κανονισμών λειτουργίας των ΠΕΚΕΣ , ΚΕΣΥ, ΚΕΑ και ΕΔΕΑΥ και απαιτούμε η σύνταξη των κανονισμών λειτουργίας των ΚΕΣΥ και ΕΔΕΑΥ να μη γίνει κεκλεισμένων των θυρών, αλλά με τη σταθερή συμμετοχή των συνδικαλιστικών εκπροσώπων του Ε.Ε.Π. και εργαζομένων στις υπό κατάργηση δομές (ΚΕΔΔΥ, ΣΣΝ, ΚΕΣΥΠ) αποδεδειγμένης εμπειρίας, ποιότητας εργασίας και προσφοράς.
• Να στελεχωθούν τα σχολεία της πρωτοβάθμιας αλλά και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με επιπλέον προσωπικό για την ικανοποίηση του μεγάλου αριθμού μαθητών με διαγνωσμένες ΕΕΑ ή και αναπηρία ως προϋπόθεση για την λειτουργία των ΕΔΕΑΥ
ΥΓ
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι εν λόγω προτάσεις, καταστάλαγμα της μακρόχρονης εμπειρίας του προσωπικού των ΚΕΔΔΥ δεν θα αποτελέσουν για μια ακόμη φορά κενό γράμμα για τους μεγαλοσχήμονες δημιουργούς του σχεδίου νόμου, αλλά, αντίθετα, θα συμβάλλουν θετικά στην τροποποίηση του σχεδίου νόμου, προκειμένου οι μεταρρυθμίσεις να έχουν θετικό χαρακτήρα και να μην αποτελέσουν για μία ακόμη φορά μια μνημονιακή επιταγή που θα οδηγήσει τους γονείς και τους μαθητές στο έλεος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Η διεπιστημονική ομάδα του ΚΕΔΔΥ Α Αθήνας.
Το έργο του ΣΕΠ υποτιμάται για άλλη μια φορά και με αυτές τις ρυθμίσεις. Ρυθμίσεις που αποδεικνύουν ότι δεν έχει συνειδητοποιηθεί ο τεράστιος όγκος ατομικών ραντεβού και η ανάγκη υποστήριξης της επιλογής των μαθητών της Γ΄Γυμνασίου αφού ουσιαστικά καταργείται ο σχολικός και επαγγελματικός προσανατολισμός στο Γυμνάσιο.
Την ίδια ώρα που υποτίθεται ότι το Υπουργείο υποστηρίζει την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση και την ομαλή κατανομή του μαθητικού πληθυσμού στις δύο λυκειακές μονάδες, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε μαθητή, η ρύθμιση αυτή έρχεται να υπονομεύσει κάθε άλλη ενέργεια.
Από την άλλη, το άρθρο θυμάται την έρημη την πληροφόρηση, τώρα που οι ρυθμοί μεταβολής της πληροφορίας την καθιστούν αφερέγγυα, που έχει από καιρό καταργηθεί ο ειδικός πληροφόρησης και που δεν υπάρχει δίκτυο εκπαιδευτικών ΣΕΠ – εκτός επαγγελματικής – για να υποστηρίξει τη λειτουργία.
Η ρύθμιση, όπως έχει,έρχεται να υπερκαλύψει τη ζημιά από όλες τις προηγούμενες στην ίδια κατεύθυνση ενέργειες περιορισμού του θεσμού του ΣΕΠ από προηγούμενες κυβερνήσεις. Την ώρα που περισσότερο χρειάζεται, όπως δείχνει η αύξηση της ζήτησης. Και την ώρα που μπορεί να βοηθήσει λόγω της επιλογής του αναπτυξιακού μοντέλου – του μοναδικού που μπορεί να λειτουργήσει σε περιόδους κρίσης και περιορισμένης πληροφόρησης.
Μια από τα ίδια.
ΑΡΘΡΟ 7
1) Ο διακριτός ρόλος του Ε.Π. να έχει καθορισμένο και σαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων.
2) Να υπάρχει σαφής προσδιορισμός του ρόλου και της κύριας αποστολής του θεσμού Επαγγελματικός Προσανατολισμός. Το σχολείο οφείλει να προετοιμάσει τους μαθητές/τριες να σπουδάσουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν και μπορούν και όχι εκεί που τους σπρώχνει το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Απαιτούνται για το σκοπό αυτό οργανωμένες και αναβαθμισμένες υπηρεσίες Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού, οι οποίες θα καθορίζονται από ένα σαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων, το οποίο πρέπει να διασφαλιστεί στη νέα δομή Κ.Ε.Σ.Υ. Προκύπτουν ως αναγκαιότητα οι παρεμβάσεις επαγγελματικού προσανατολισμού από Γ΄ Γυμνασίου έως και Γ΄ Λυκείου για την υποστήριξη μέσω ατομικής ή ομαδικής συμβουλευτικής υποστήριξης, πληροφόρησης, βοήθειας, μέσω project, δημιουργία Ατομικού Φακέλου Δεξιοτήτων με τον ορισμό συγκεκριμένων παραδοτέων σε συνεργασία του σχολείου με το ΚΕΣΥΠ. Το ΚΕΣΥ υποστηρίζει τις σχολικές μονάδες Π/βάθμιας και Δ/βάθμιας εκπαίδευσης. Επομένως το θέμα της μετάβασης είναι σημαντικό να υποστηριχθεί και άπτεται των αρμοδιοτήτων του Ε.Π.
3) Τα ΚΕ.ΣΥ.Π. απευθύνονται σε όλους τους μαθητές/τριες Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου, σε Γονείς, εκπαιδευτικούς και σε κοινό νέων έως 25 ετών και μπορούν να τα επισκεφτούν όσες φορές επιθυμούν. Θεωρείται απαραίτητο να υπάρχουν χωροταξικά κατανεμημένα τα ΚΕΣΥ.Π. με τέτοια γεωγραφική διασπορά, ώστε ισότιμα όλοι οι μαθητές/τριες και λοιποί ενδιαφερόμενοι να μπορούν να έχουν πρόσβαση. Η υφιστάμενη χωροταξική κατανομή των ΚΕ.ΣΥ.Π είναι απαραίτητο όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να ενισχυθεί σε βάθος χρόνου. Ας μην ξεχνάμε την ιδιαιτερότητα της χώρας μας σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Αυτό θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο, εφόσον στόχος της αλλαγής αυτής είναι η ισότιμη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό έργο.
4) Οι χώροι που θα στεγαστούν οι αρμοδιότητες του ΚΕΣΥ με τους διαφορετικούς διακριτούς ρόλους να πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές, για να εξασφαλίζεται η συμβουλευτική διαδικασία με σεβασμό στο άτομο που συμμετέχει. Πρέπει να είναι προσβάσιμες σε όλους τους ενδιαφερόμενους της περιοχής που εξυπηρετεί η νέα δομή. Για αποτελεσματικές και αξιοπρεπείς υπηρεσίες Ε.Π. πρέπει να διατηρηθούν οι χώροι των ΚΕΣΥΠ.
5) Στελέχωση με προσωπικό με εξειδίκευαη στον Ε.Π. αναλογικά με τον αριθμό των σχολείων και των μαθητών/τριών.
6) Στόχος του ΚΕΣΥ μεταξύ των άλλων οφείλει να είναι η εξασφάλιση ενός δημόσιου και δωρεάν συστήματος Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, το οποίο θα είναι αξιόπιστο, αποτελεσματικό και σύμφωνο με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Έτσι θα μπορούν όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, να απολαμβάνουν ισότιμα, σε όποια περιοχή της χώρας κι αν βρίσκονται, αυτές τις δωρεάν υπηρεσίες, οι οποίες υποστηρίζουν τη σχολική κοινότητα και το εκπαιδευτικό έργο, διότι ο θεσμός της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού συνδέεται άμεσα με τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και συμβάλλει σημαντικά στην προετοιμασία των νέων, ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Εάν εκλείψουν οι δομές και τα επιμορφωμένα στελέχη τους, τότε θα αναγκαστούν οι μαθητές/τριες να προσφύγουν στον ιδιωτικό τομέα με ό,τι αυτό, συνεπάγεται για τα οικονομικά της οικογένειας που δεν μπορεί να καλύψει κι αυτό το δυσβάσταχτο έξοδο. Η ισότιμη πρόσβαση δε θα υπάρχει και τα παιδιά θα προσφεύγουν, – αν φυσικά μπορούν, – σε ιδιώτες (180 με 200 ευρώ τουλάχιστον ένα π.χ. τεστ στον ιδιωτικό τομέα ή η συμπλήρωση του μηχανογραφικού).
7) Στο θεσμό του ΣΕΠ στην τυπική εκπαίδευση υπάρχουν εκπαιδευτικοί/σύμβουλοι με μεταπτυχιακές σπουδές και εξειδικευμένες/στοχευμένες επιμορφώσεις στα αντικείμενα της Συμβουλευτικής και του Ε.Π. σε ειδικά ετήσιας διάρκειας προγράμματα σπουδών στα Πανεπιστήμια και με την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας. Αυτή η εμπειρία χρόνων είναι μια προστιθέμενη αξία, η οποία πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, διότι αποτελεί σημαντική υποστήριξη και βοήθεια σε αυτήν την κομβική, για τα παιδιά, χρονική περίοδο. Τα στελέχη των ΚΕ.ΣΥ.Π. είναι εκπαιδευτικοί με διδακτική εμπειρία, εκπαιδευτικοί της τάξης και μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Γνωρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία και αυτό τους καθιστά τους πλέον κατάλληλους να προσφέρουν υπηρεσίες Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Η υπηρεσία των στελεχών στα ΚΕ.ΣΥ.Π. βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια και σε ευθεία εξάρτηση με το παρεχόμενο διδακτικό έργο στις σχολικές μονάδες. Η εμπειρία των στελεχών των ΚΕ.ΣΥ.Π. μπορεί να αξιοποιηθεί και στις επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών του σχολείου, ΓΕ.Λ., ΕΠΑ.Λ., ΓΥΜΝΑΣΙΩΝ σε θέματα Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Οι υπεύθυνοι Ε.Π. έχουν την ευθύνη διοργάνωσης ενημερώσεων και επισκέψεων μαθητών/-τριών Γ΄ Γυμνασίου και Α΄ ΓΕ.Λ. – ΕΠΑ.Λ. σε Σχολικές Μονάδες ΕΠΑ.Λ. και Εργαστηριακά Κέντρα.
8) Ο ΣΕΠ λειτουργεί διαμεσολαβητικά μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας και των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ευκαιριών που αυτή παρέχει, μεταξύ των ατομικών φιλοδοξιών και της πραγματικότητας. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις περιρρέουσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, καθώς έχει αποδειχτεί από διεθνείς έρευνες, είναι σημαντικό και ανταποδοτικό το όφελος που προκύπτει για την Πολιτεία και την κοινωνία από την ύπαρξη και λειτουργία υπηρεσιών συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού στην εκπαίδευση.
9) Υλικοτεχνική υποδομή και υποστηρικτικό υλικό, αλλά και η δημιουργία ενός κεντρικού φορέα υποστήριξης των υπηρεσιών Ε.Π. στο Υπουργείο Παιδείας θα συμβάλλει καθοριστικά στην αναβάθμιση του ρόλου και στην καλύτερη δυνατή παροχή υπηρεσιών Ε.Π. Οι δομές των ΚΕΣΥ στον τομέα του ΕΠ θα υποστηρίζονταν πιο συστηματικά από ένα κεντρικό όργανο που θα στηρίζει τον τρόπο επικοινωνίας των δομών μεταξύ τους, τη δημιουργία μιας ειδικής πλατφόρμας πληροφόρησης και ενημέρωσης σε θέματα που άπτονται του ΕΠ.
10) Οι υπεύθυνοι Ε.Π. μπορούν να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες σε μαθητευόμενους έως 25 ετών πριν, κατά τη διάρκεια και στο τέλος του προγράμματος Μαθητείας ΕΠΑΛ ( παρ. 5, άρθρο 7, ΦΕΚ 491/20-02-2017/τ.Β’ «Πλαίσιο Ποιότητας Μαθητείας»).
11) Στο θέμα της μαθητικής διαρροής οι κατάλληλα οργανωμένες υπηρεσίες Ε.Π. θα προσφέρουν σημαντική υποστήριξη και βοήθεια. Η ανισότητα στις δυνατότητες μετάβασης ορισμένων ομάδων, όπως οι νέοι/ες από στερημένο πολιτιστικά και οικονομικά περιβάλλον ή τα παιδιά μεταναστών και προσφύγων, οι Ρομά, μαθητές/τριες σε σχολεία φυλακών, οι νέοι εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης (NEETS) κ.λ.π. απαιτεί να μπορούν να βοηθηθούν αυτές οι ομάδες ουσιαστικά με την ενδυνάμωσή τους σε προσωπικές και επαγγελματικές δεξιότητες. Ο ρόλος των συμβούλων Σ.Ε.Π. αποδεικνύεται σημαντικός και αναγκαίος.
12) Η στήριξη και ενίσχυση του Ε.Π. θα πραγματοποιηθεί με τη λειτουργία Γραφείων Επαγγελματικού Προσανατολισμού στα ΛΥΚΕΙΑ, ώστε να διευκολύνει μαθητές/τριες και αποφοίτους/τες για την κατάλληλη ένταξη και μετάβασή τους στις σπουδές, την αγορά εργασίας και να στηρίξουν παρεμβάσεις με αντικείμενο την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και την προώθηση επιχειρηματικών ιδεών των νέων σε τοπικό και γενικότερο επίπεδο εντός του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το συγκεκριμένο άρθρο παρουσιάζει ένα σημαντικό πρόβλημα που μεταφέρεται στη συνέχεια στο σχεδιασμό και τη γεωγραφική κατανομή των ΚΕΣΥ και έχει σχέση με την ελλειπή κατανόηση του θεσμού του ΣΕΠ στο σύνολό του.
Πέρα από το γεγονός ότι ο θεσμός αντιμετωπίζεται απλά σαν δράσεις που ομαδοποιούνται με άλλες εκπαιδευτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις, περιορίζεται σε παροχή υπηρεσιών όπως:
i) Στους μαθητές, καθώς και στους γονείς ή κηδεμόνες τους:
i.α) Σε ομαδικό επίπεδο, με την παροχή υπηρεσιών που αφορούν στην υποστήριξη του σχεδιασμού και της υλοποίησης προγραμμάτων αγωγής σταδιοδρομίας στις σχολικές μονάδες και Ε.Κ. ευθύνης τους, την παροχή υπηρεσιών πληροφόρησης …, καθώς και με την υλοποίηση δράσεων ευαισθητοποίησης και ομαλής μετάβασης στην ενήλικη ζωή και την αγορά εργασίας.
i.β) Σε ατομικό επίπεδο, με την παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής για ζητήματα επαγγελματικού προσανατολισμού που αφορούν στη συγκρότηση και τη βέλτιστη ανάπτυξη της προσωπικής και επαγγελματικής ταυτότητας των μαθητών των Β΄ και Γ΄ τάξεων του Λυκείου, …
Είναι φανερό ότι δράσεις ομαδικής συμβουλευτικής ΕΠ (μαθητών ή γονέων), η διοργάνωση των προβλεπόμενων επισκέψεων μαθητών Γυμνασίου στα Ε.Κ., η διευκόλυνση της μετάβασης από τη Γυμνασιακή στη Λυκειακή βαθμίδα διαφεύγουν της προσοχής του νομοθέτη στο i.α, παρότι είναι παρούσες στο υπάρχον νομικό πλαίσιο.
Ακόμα χειρότερα η σε ατομικό επίπεδο διευκόλυνση επιλογής τύπου Λυκείου έχει παντελώς αγνηθεί στο i.β παρά τη διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη που υποδεικνύουν τα σχετικά ραντεβού των ΚΕΣΥΠ.
Τέλος, η διευκόλυνση της ανάπτυξης των δεξιοτήτων λήψης απόφασης φαίνεται να επαφίεται στα προγράμματα αγωγής σταδιοδρομίας στην καλύτερη περίπτωση ή στους αυτοματισμούς του εκπαιδευτικού συστήματος στη χειρότερη. Ίσως να υπάρχει η ελπίδα ότι θα υποστηριχθεί, άσχετα με το αντικείμενο των αποφάσεων σχολικής και επαγγελματικής διαδρομής από τους ψυχολόγους των σχολείων.
Επίσης φαίνεται να υπάρχει η – παντελώς λανθασμένη – εντύπωση ότι οι υπηρεσίες ΣΕΠ αφορούν μια μειοψηφία του μαθητικού πληθυσμού, πράγμα που εξηγεί και την γεωγραφική κατανομή αργότερα και την πρόθεση στέγασης στα πρώην ΚΕΔΔΥ χωρίς πρόνοια για τον υπερπολλαπλασιασμό των επισκέψεων που αυτό θα προκαλέσει.
Ίσως μια λίγο καλύτερη μελέτη της υπάρχουσας πραγματικότητας πριν την πρόταση νομοθετικών ρυθμίσεων να προλάβαινε σχεδιαστικά προβλήματα και αποτυχίες.
Ποιος θα εισηγείται τις παράλληλες στηρίξεις, συστατικό στοιχείο της ενταξιακής πολιτικής που ευαγγελίζεται το Υπουργείο.
Γιατί χρησιμοποιείται ο όρος αξιολογήσεις και όχι γνωματεύσεις; Γιατί εκπαιδευτικές και όχι διεπιστημονικές;
Ο σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ξεκινά με την είσοδο των παιδιών στη σχολική ζωή και όχι στην ηλικία 15-17 ετών. Είναι πολύ αργά για να μπορέσει ένα παιδί να λάβει όλη την πληροφόρηση και να προβληματιστεί, ώστε να λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις για την εκπαιδευτική του ζωή.
Ατομική και ομαδική συμβουλευτική απαιτείται από την πρώτη σχολική ηλικία (παράλληλα με την συμμετοχή-συνεργασία γονέων και εκπαιδευτικών).
Για την ισότιμη πρόσβαση όλων των μαθητών στις δομές πρέπει να ληφθούν υπόψη ότι υπάρχουν πολλές περιοχές απομακρυσμένες-δυσπρόσιτες από τις δομές και η συγκοινωνίες ανύπαρκτες.
Το όφελος που προκύπτει για το κράτος και την κοινωνία από την ύπαρξη και λειτουργία υποστηρικτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού στην εκπαίδευση, είναι σημαντικό και ανταποδοτικό σε βάθος χρόνου. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί στόχος κάθε εργαζόμενος να είναι ευχαριστημένος με την εργασία που ασκεί και θα είναι δημιουργικός και καινοτόμος και ικανοποιημένος στην επαγγελματική και προσωπική του ζωή.
Κ.Ε.Σ.Υ : ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΡΑΤΕΣ, ΚΟΜΒΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ?
Το νέο νομοσχέδιο προσπαθεί να θεραπεύσει κάποια κοινωνικά θέματα, μεταξύ των οποίων «την ισότιμη πρόσβαση όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στην εκπαίδευση και την προάσπιση της αρμονικής ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης και προόδου» μέσω των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ. παρ 1. Άρθρο 7)
ΤΙ ΠΟΛΙΤΗ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΕΛΙΚΑ ΝΑ ΕΤΟΙΜΑΣΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ;
Αυτός είναι ο βασικός σκοπός που πρέπει να είναι ξεκάθαρος και να αποτυπωθεί στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ποια εφόδια θα πρέπει να του παρέχει η εκπαίδευση ώστε να μεταβαίνει ομαλά στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και να ανταποκρίνεται στις υπάρχουσες κοινωνικές ανάγκες; Πώς θα διαχειρίζεται το μέλλον του, την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση, τα προσόντα, τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απέκτησε μέσα από την εκπαίδευση; Πώς θα διαχειρίζεται τους κοινωνικούς και άλλους ρόλους που έχει στην Κοινωνία της Γνώσης, της Πληροφορίας και της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης; Με άλλα λόγια, ποιες είναι οι δεξιότητες που απέκτησε ώστε να διαχειρίζεται τη ζωή και τη σταδιοδρομία του μετά το σχολείο;
Η ΙΣΟΤΙΜΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ
• «Ισότιμη πρόσβαση» σημαίνει γεωγραφική κάλυψη και εγγύτητα/διευκόλυνση πρόσβασης σε ορατές, κομβικές δομές, σε επίπεδο σχολικής μονάδας ή δήμου, όπως γίνεται στις χώρες των βέλτιστων πρακτικών κοινωνικής πολιτικής (π.χ. σκανδιναβικές). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο νομοσχέδιο, κάτι τέτοιο δε μπορεί να συμβεί σε νομούς όπως ο Έβρος, νησιά, απομακρυσμένες και δύσβατες περιοχές (όπου η πρόσβαση απαιτεί ολόκληρο ταξίδι σημαντικού κόστους). Συνεπώς, αφού ακυρώνεται η ισότιμη πρόσβαση, το νομοσχέδιο ακυρώνει το σκοπό του. Αφού δεν μπορεί να επιτευχθεί η δημιουργία ενός ΚΕΣΥ σε επίπεδο δήμου, λόγω δημοσιονομικής στένωσης (ώστε να μιλάμε για πραγματική κοινωνική πολιτική και αποτελεσματικές δομές), τουλάχιστον ας διατηρηθεί η γεωγραφική κάλυψη με 79 ΚΕΣΥ, κατά το μοντέλο των 79 Κέντρων Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ). Η χωροταξική αυτή κατανομή λειτούργησε μέχρι σήμερα αποτελεσματικά με τα ΚΕΣΥΠ.
ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΑΝΑ ΚΕΣΥ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΑΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΚΕΣΥΠ.
• Το όφελος που προκύπτει για το κράτος και την κοινωνία από την ύπαρξη και λειτουργία υποστηρικτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού στην εκπαίδευση, είναι σημαντικό και ανταποδοτικό σε βάθος χρόνου. Κάτι τέτοιο σημαίνει την πρόβλεψη στο νόμο α) της αναλογικής ανάθεσης σχολικών μονάδων αρμοδιότητας σε κάθε ΚΕΣΥ, β) τον αναλογικό αριθμό των ωφελούμενων μαθητών/τριών για κάθε λειτουργό στο ΚΕΣΥΠ (με βάση τα μετρήσιμα στοιχεία π.χ. 2000 μαθητές ανά λειτουργό) και γ) την ολιστική προσέγγιση κάθε μαθητή/τρια που προσέρχεται στο ΚΕΣΥ, ώστε να αποκομίζεται η μέγιστη ωφέλεια για τους πολίτες (και συνεπώς για το κράτος).
ΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΑΞΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΕΣ
• Η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού, θα πρέπει να ξεκινά (και ουσιαστικά να θεσμοθετηθεί) σε κάθε τάξη μετάβασης (π.χ. στην έκτη Δημοτικού). Ιδιαίτερα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, για πρώτη φορά ανοίγονται στο/στη μαθητή/τρια εκπαιδευτικές διαδρομές, για τις οποίες θα πρέπει να λάβει εξατομικευμένες, καλά πληροφορημένες, αμερόληπτες αποφάσεις για το επόμενο βήμα μετάβασης. Με την πρώιμη παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών μπορεί να αποφευχθεί το μεγάλο κόστος α) των εγγραφών/μετεγγραφών σε σχολεία και ΑΕΙ. Ειδικά στα τελευταία οι παροχές είναι ιδιαίτερα κοστοβόρες, πολύ περισσότερο, όταν οι φοιτητές απλά εγγράφονται χωρίς παρακολούθηση, για να ξαναδώσουν εξετάσεις β) η επαναληπτική συμμετοχή σε πανελλαδικές εξετάσεις, γ) η διακοπή σπουδών και ο επαναπροσανατολισμός σε άλλα τμήματα, δ) οι αιώνιοι φοιτητές κ.ο.κ. Πλέον, η σταδιοδρομία (εκπαιδευτική – επαγγελματική) θα πρέπει να είναι καλά πληροφορημένη και στοχευμένη, καθώς όλοι γνωρίζουμε το κόστος μιας τέτοιας σπατάλης στον οικογενειακό και κρατικό προϋπολογισμό, τα υψηλά ποσοστά ετεροαπασχόλησης, το θέμα της μετανάστευσης των πτυχιούχων μας στο εξωτερικό κ.ο.κ.. Εάν σε αυτά προσθέσουμε το κόστος των μετέπειτα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και των κοινωνικών επιδομάτων, κατανοούμε πως η ύπαρξη συμβουλευτικών υπηρεσιών σε πρώιμο στάδιο προλαμβάνει τα πολλά δεινά που έπονται… Η κοινωνία αναζητά επιτακτικά πλέον, αυτόν τον κρίκο που θα συνδέσει την εκπαίδευση με την αγορά εργασίας, δηλαδή, τις υπηρεσίες των ΚΕ.ΣΥ.Π.
Αναφέρεται i.β) Σε ατομικό επίπεδο, με την παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής για ζητήματα επαγγελματικού προσανατολισμού που αφορούν στη συγκρότηση και τη βέλτιστη ανάπτυξη της προσωπικής και επαγγελματικής ταυτότητας των μαθητών των Β΄ και Γ΄ τάξεων του Λυκείου»…
Στη Β και Γ Λυκείου είναι αρκετά αργά καθώς πρακτικά ΗΔΗ έχουν κάνει επιλογές όπως ΓΕΛ/ΕΠΑΛ, επιλογή τομέα ή Ομάδας Προσανατολισμού
Η συμβουλευτική ξεκινά νωρίτερα, κατά βάση σε Γ Γυμνασίου και Α Λυκείου
Η δομή των ΚΕΣΥ θέλει αρκετή και ιδιαίτερα προσεκτική συζήτηση, γιατί αναδεικνύεται πλέον σε βασικό εργαλείο υποστήριξης και παρέμβασης στη σχολική μονάδα. Η γενική εικόνα που φαίνεται να διαμορφώνεται με δυο λόγια είναι ότι:
Α) η λειτουργία της γίνεται αρκετά περίπλοκη και γραφειοκρατική, άρα με ερωτηματικό η αποτελεσματικότητά της,
β) δίνεται σαφής έμφαση στην ψυχοκοινωνική και συναισθηματική πτυχή, η οποία είναι σαφέστατα απαραίτητη, ιδιαίτερα σε περιόδους γενικευμένης κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε. Ωστόσο, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ψυχολογικοποίησης της εκπ/σης, όπως ήδη έχει παρατηρηθεί σε χώρες που έχει δοκιμαστεί (πχ Γερμανία – Αυστρία), και μάλιστα, όταν, παράλληλα, μένει ακάλυπτη σχεδόν και υποβαθμίζεται η παιδαγωγική – διδακτική της διάσταση, (το πώς, το γιατί και το τι της διδασκαλίας).
γ) προς επίρρωση των παραπάνω, τα ΚΕΣΥ και οι ΕΔΕΑΥ στελεχώνονται από σχετικά λίγους εκπαιδευτικούς με απαιτούμενη εξειδίκευση στην ειδική αγωγή και σχολική ψυχολογία, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς με λίγα χρόνια εκπ/κής υπηρεσίας και εμπειρίας της σχολικής πραγματικότητας.
Η αποστολή και οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ απαντούν σε πραγματικές ανάγκες για την ενίσχυση του κοινωνικού ρόλου του σχολείου. Ανάλογες προσπάθειες στο πλαίσιο του Ελληνικού Στρατού με τις Ομάδες Ψυχοκοινωνικής Μέριμνας και στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας με τους Συμβούλους Ψυχολόγους και Σταδιοδρομίας, παράγουν σημαντικό έργο και αποτελούν καλές πρακτικές. Επιπλέον, έχουν προσφέρει την ευκαιρία σε νέους επιστήμονες να αναπτύξουν τις επιστημονικές τους γνώσεις, καθώς και τις επαγγελματικές τους δεξιότητες μέσω της εμπειρίας που αποκόμισαν. Οι εμπειρίες αυτές είναι ένα κεφάλαιο ανθρώπινου δυναμικού, που είναι έτοιμο να προσφέρει άμεσα και πρέπει να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο των ΚΕΣΥ. Επομένως, είναι ακατανόητη η απουσία των Κοινωνικών Επιστημόνων, που ήδη διαθέτουν αυτά τα χαρακτηριστικά, από την στελέχωση των ΚΕΣΥ.
Σημειώσεις:
1. Πρόσκληση του ΙΝΕΔΙΒΙΜ για Συμβούλους στα ΣΔΕ (στις σελίδες 4-5 αναφέρονται τα απαιτούμενα πτυχία για τους Συμβούλους Σταδιοδρομίας) –
https://www.inedivim.gr/sites/default/files/announcements-proclamations-publicity/files/2017-02-14-sde-prosklisi-symvoulon_0.pdf
2. Οι Ομάδες Ψυχοκοινωνικής Μέριμνας στελεχώνονται από Ψυχολόγους, Κοινωνιολόγους και Κοινωνικούς Λειτουργούς.
Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ συμπίπτουν με τις αρμοδιότητες των Εκπαιδευτικών που απασχολούνται στα Κέντρα Κοινότητας των Δήμων. Επίσης, ποιος θα είναι ο ρόλος των «ΕΔΕΑΥ» που έχουν παραπλήσιες αρμοδιότητες , οι οποίες αποσκοπούν στην υποστήριξη των μαθητών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης; Θα συνεργάζονται αυτές οι δομές (ΚΕΣΥ, ΚΕΝΤΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ, ΕΔΕΑΥ); Ποιος θα τις συντονίζει;
Λέτε: Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ.
Αναρωτιέμαι πως μπορεί να γίνει εφικτό.
Τα ΚΕΔΔΥ έχουν μέχρι τώρα μια σχετική αυτονομία στη λειτουργία τους, έως και εγκατάλειψη σε πολυεπίπεδη βάση, από την πλευρά του Υπουργείο.
Παρ όλα αυτά το έργο των ΚΕΔΔΥ είναι τεράστιο και η προσφορά στην κοινότητα ανεκτίμητη. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο έγινε η αποτίμηση του έργου των ΚΕΔΔΥ, αφού το μοναδικό παραδοτέο ήταν και είναι η ετήσια έκθεση πεπραγμένων, η οποία είχε χαλαρώσει ως θεσμός αφού δεν τύχαινε καμίας αξιολόγησης και φυσικά δεν επιτυγχάνεται το αναγκαίο feedback. Ενώ απ την άλλη είναι εντελώς αναξιοποίητα τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί από τα ίδια τα ΚΕΔΔΥ και αφορούν τις δράσεις τους, αλλά και των άλλων υποστηρικτικών δομών που σε συνεργασία πραγματοποιήσαμε σοβαρές υποστηρικτικές ενέργειες που συμβάλλουν στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των δομών της Ειδικής Αγωγής. Σίγουρα ο Περιφερειακός Διευθυντής οι Σχολικοί Σύμβουλοι Επιστημονικής και Παιδαγωγικής ευθύνης καθώς και οι Διευθυντές των Διευθύνσεων Α/θμιας και Δ/θμιας Εκπ/σης, έχουν μια ολοκληρωμένη άποψη των ποσοτικών και ποιοτικών δράσεων του ΚΕΔΔΥ, μέσα από την καθημερινή συνεργασία μας.
Βάση ποιών κριτηρίων φθάσαμε λοιπόν στον εξωτερικό συντονισμό.
Πως είναι δυνατόν από πάνω προς τα κάτω και από έξω προς τα μέσα να γίνεται ο συντονισμός των ΚΕΣΥ και ιδιαίτερα από Εκπαιδευτικούς μόνο και άτομα που δεν έχουν εμπειρία δράσεων του ΚΕΔΔΥ. Το κεφάλι του συντονισμού θα είναι εκτός σώματος, αρκετά σουρεαλιστικό.
Αντίθετα είναι ευπρόσδεκτος ένας θεσμός Εξωτερικής Επιστημονικής Εποπτείας σε σταθερή βάση, με τα συνεργαζόμενα Πανεπιστήμια της περιοχής, όπου επιτυγχάνεται η εκπαίδευση του Εκπαιδευτικού και Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού, μέσω Παρουσιάσεις Περιστατικών (γνωμάτευση, υποστήριξη), θεωρητικών εισηγήσεων, αλλά και ενημέρωσης σε διαγνωστικά εργαλεία, νέες τάσεις, φιλοσοφίες και πρακτικές στην εκπαίδευση και παιδαγωγική. Σκοπός είναι η εκπαίδευση του προσωπικού, η αποφυγή burn out, συνοχή της ομάδας, ουσιαστικότερη παρέμβαση, αξιοποίηση επιστημονικών δεδομένων, διάχυση καλών πρακτικών κ.α
Το ΠΕ.Κ.Ε.Σ. αντί για συντονιστής να γίνει ένας καλός χρήσιμος συνεργάτης
Πολύ αυξημένες οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ, πέραν του εφικτού. Τα ΚΕΔΔΥ ήδη είχαν προβλήματα και καθυστερήσεις στο έργο τους, λόγω και της υποστελέχωσής τους. Τώρα που προστίθενται και άλλες αρμοδιότητες, καθώς συμπτύσσονται και άλλοι φορείς (ΚΕΠΛΗΝΕΤ, κτλ), φοβάμαι πως η κατάσταση θα γίνει περιπλοκότερη και δυσκολότερη.
Συμπεριλάβετε τον ισχύοντα κλάδο ΠΕ22 Επαγγελματικών Συμβούλων και όχι αυτό που ορίζει το γ’, δηλαδή εκπαιδευτικοί από κάθε κλάδο με εξειδίκευση στον ΣΕΠ. ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ22 με συγκεκριμένα τυπικά προσόντα (πτυχίο από συγκεκριμένα τμήματα και ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΙΤΛΟ ΣΠΟΥΔΩΝ στη »Συμβουλευτική & Επαγγελματικό Προσανατολισμό (ενιαίος θεσμός) ».
Εμείς του κλάδου ΠΕ22 Επαγγελματικών Συμβούλων έχουμε παρακολουθήσει 20 μαθήματα, με εκπόνηση διπλωματικής εργασίας και ολοκλήρωση πρακτικής άσκησης στο πλαίσιο σπουδών διετούς διάρκειας. Ο Επαγγελματικός Σύμβουλος είναι επιστήμονας – λειτουργός που παρέχει υπηρεσίες Συμβουλευτικής Σταδιοδρομίας σε μαθητές, φοιτητές, ενήλικες, άτομα ευάλωτων κοινωνικών ομάδων κ.α. και είμαστε αρμόδιοι για παροχή υπηρεσιών σε μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες ή/και ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Δεν διαθέτουμε απλώς εξειδίκευση στον τομέα αλλά Μεταπτυχιακή Ειδίκευση στον κλάδο από ΑΕΙ. Οι περισσότεροι άλλωστε του ΠΕ22 διαθέτουμε επιπρόσθετη εξειδίκευση και στην ειδική αγωγή/σχολική ψυχολογία και αυτό μας καθιστά ικανούς να εργαστούμε στα ΚΕΣΥ.