Άρθρο 07 – Αποστολή και αρμοδιότητες των Κ.Ε.Σ.Υ.

1. Αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ. είναι η υποστήριξη των σχολικών μονάδων και Ε.Κ. της περιοχής ευθύνης τους για τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στην εκπαίδευση και την προάσπιση της αρμονικής ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης και προόδου. Για την εκπλήρωση της αποστολής τους, τα Κ.Ε.Σ.Υ. δραστηριοποιούνται στους τομείς της διερεύνησης εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών, της διενέργειας εκπαιδευτικών αξιολογήσεων, του σχεδιασμού και της υλοποίησης εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων, καθώς και δράσεων επαγγελματικού προσανατολισμού, της υποστήριξης του συνολικού έργου των σχολικών μονάδων ή των Ε.Κ., της διενέργειας ενημερώσεων και επιμορφώσεων και της ευαισθητοποίησης του κοινωνικού συνόλου.
2. Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι, ιδίως, οι ακόλουθες:
α) Σε επίπεδο διερεύνησης εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών και αξιολόγησης:
αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
ββ) Η διερεύνηση και εισήγηση επί ζητημάτων που αφορούν:
i) την εγγραφή, κατάταξη και φοίτηση των μαθητών σε κατάλληλο σχολικό πλαίσιο,
ii) την αξιοποίηση συγκεκριμένων μεθόδων και μέσων περαιτέρω υποστήριξης της μαθησιακής διαδικασίας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και ενίσχυσης της ισότιμης πρόσβασης των μαθητών στην εκπαίδευση,
iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
iv) την παροχή τεχνικών βοηθημάτων και υπηρεσιών προηγμένης τεχνολογίας σε μαθητές και
v) την αντικατάσταση γραπτών δοκιμασιών των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες με προφορικές ή άλλης μορφής δοκιμασίες στις ενδοσχολικές, προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στις μεταλυκειακές σπουδές, στις εισαγωγικές πανελλαδικές εξετάσεις, καθώς και στις εξετάσεις του κρατικού πιστοποιητικού γλωσσομάθειας.
γγ) Η εισήγηση σε ζητήματα που αφορούν στην ίδρυση, κατάργηση, προαγωγή, υποβιβασμό, μετατροπή, συγχώνευση και μεταφορά, καθώς και την προσθήκη τομέων και ειδικοτήτων, των Σ.Μ.Ε.Α.Ε. και των Τ.Ε..
δδ) Η διερεύνηση αιτημάτων ψυχοκοινωνικής στήριξης.
εε) Η διερεύνηση, σε ομαδικό επίπεδο, των αναγκών των σχολικών κοινοτήτων στο πεδίο του επαγγελματικού προσανατολισμού, καθώς και η διερεύνηση των αντίστοιχων αναγκών, σε ατομικό επίπεδο, για τους μαθητές των Β΄ και Γ΄ τάξεων του Λυκείου.
β) Σε επίπεδο στοχευμένων εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων και δράσεων επαγγελματικού προσανατολισμού:
αα) Η διατύπωση των βασικών αξόνων των Εξατομικευμένων Προγραμμάτων Εκπαίδευσης (Ε.Π.Ε.), καθώς και ο σχεδιασμός και η υλοποίηση, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τις Επιτροπές Διεπιστημονικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης (Ε.Δ.Ε.Α.Υ.) που προβλέπονται στο άρθρο 10, όπου λειτουργούν, προσαρμοσμένων εξατομικευμένων ή ομαδικών παρεμβάσεων παιδαγωγικής και συμβουλευτικής ψυχοκοινωνικής στήριξης σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς, προγραμμάτων πρώιμης εκπαιδευτικής παρέμβασης και πρόληψης, στοχευμένων δράσεων ενίσχυσης των γνωστικών και ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων όλων των μαθητών, δράσεων ενδυνάμωσης συγκεκριμένων μελών ή ευάλωτων ομάδων της μαθητικής κοινότητας, καθώς και δράσεων που αποσκοπούν στην καλλιέργεια ευκαιριών προσωπικής ανάπτυξης, στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, στην επίτευξη της αυτοεκπλήρωσης και συνολικά στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των μαθητών εντός και εκτός της σχολικής κοινότητας.
ββ) Η παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό:
i) Στους μαθητές, καθώς και στους γονείς ή κηδεμόνες τους:
i.α) Σε ομαδικό επίπεδο, με την παροχή υπηρεσιών που αφορούν στην υποστήριξη του σχεδιασμού και της υλοποίησης προγραμμάτων αγωγής σταδιοδρομίας στις σχολικές μονάδες και Ε.Κ. ευθύνης τους, την παροχή υπηρεσιών πληροφόρησης για ζητήματα σχετικά με την αγορά εργασίας, τα προγράμματα σπουδών της μεταδευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα συστήματα εισαγωγής σε αυτήν, καθώς και με την υλοποίηση δράσεων ευαισθητοποίησης και ομαλής μετάβασης στην ενήλικη ζωή και την αγορά εργασίας.
i.β) Σε ατομικό επίπεδο, με την παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής για ζητήματα επαγγελματικού προσανατολισμού που αφορούν στη συγκρότηση και τη βέλτιστη ανάπτυξη της προσωπικής και επαγγελματικής ταυτότητας των μαθητών των Β΄ και Γ΄ τάξεων του Λυκείου, στην υποστήριξη της αυτοαντίληψης και της αυτογνωσίας, στην ενδυνάμωση της δυνατότητας αντιμετώπισης δυσκολιών λήψης απόφασης και στην εν γένει μέριμνα σύνδεσης της λήψης απόφασης με τα στοιχεία της προσωπικότητας του συμβουλευόμενου μαθητή.
ii) Στους εκπαιδευτικούς, με την παροχή υπηρεσιών που αφορούν στην ευαισθητοποίηση και υποστήριξη για ζητήματα επαγγελματικού προσανατολισμού.
γγ) Η παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων σε ζητήματα βέλτιστης διδακτικής πρακτικής, ανταπόκρισης στις ανάγκες των μαθητών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, αποδοχής της διαφορετικότητας και αξιοποίησης της ετερογένειας του μαθητικού πληθυσμού, προώθησης ενταξιακών πρακτικών, ανάπτυξης συνεργατικών δράσεων, καλλιέργειας βασικών δεξιοτήτων αποτελεσματικής επικοινωνίας, ψυχοκοινωνικής στήριξης όλων των μαθητών, ενδυνάμωσης συγκεκριμένων μελών ή ευάλωτων ομάδων της σχολικής κοινότητας και αντιμετώπισης καταστάσεων κρίσης.
δδ) Η παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στους γονείς και κηδεμόνες των μαθητών σε σχέση με ζητήματα υποστήριξης της σχολικής μάθησης, οργάνωσης της μελέτης και συνεργασίας με τη σχολική μονάδα.
γ) Σε επίπεδο υποστήριξης του συνολικού έργου των σχολικών μονάδων ή των Ε.Κ.:
αα) Η υποστήριξη ως προς την ενίσχυση των γνωστικών δεξιοτήτων των μαθητών, την πρόληψη της σχολικής διαρροής και τη δημιουργία μίας ασφαλούς και υποστηρικτικής σχολικής κουλτούρας που ευνοεί την ψυχοκοινωνική υγεία και τη συναισθηματική ευημερία των μαθητών.
ββ) Η υποστήριξη ως προς τη διατύπωση προτεραιοτήτων και στόχων ψυχοκοινωνικής στήριξης των μαθητών, καθώς και ως προς το σχεδιασμό ολιστικών πολιτικών και στρατηγικών σε σχέση με ψυχοκοινωνικά ζητήματα.
γγ) Ο εντοπισμός δομικών φραγμών και εμποδίων στην ισότιμη πρόσβαση των μαθητών στη μάθηση και η εφαρμογή λοιπών επιστημονικών, παιδαγωγικών, εκπαιδευτικών και άλλων υποστηρικτικών μέτρων για το σύνολο των μαθητών της σχολικής κοινότητας.
δδ) Η υποστήριξη της υλοποίησης προγραμμάτων πρωτογενούς ή δευτερογενούς πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας.
εε) Η ενίσχυση της επικοινωνίας και της συνεργασίας της σχολικής μονάδας ή του Ε.Κ. με την οικογένεια και τις υπηρεσίες παροχής ψυχολογικής και κοινωνικής υποστήριξης.
δ) Σε επίπεδο ενημέρωσης και επιμόρφωσης:
αα) Η ενημέρωση της σχολικής κοινότητας σε σχέση με καινοτόμες εθνικές, ευρωπαϊκές ή διεθνείς δράσεις και προγράμματα σχετικά με ψυχοκοινωνικά ζητήματα.
ββ) Η ενημέρωση της σχολικής κοινότητας σχετικά με προγράμματα αγωγής σταδιοδρομίας, συμβουλευτικής και προσανατολισμού, καθώς και μεταβολών σε επίπεδο εκπαιδευτικού συστήματος.
γγ) Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση επιμορφωτικών δράσεων, σε συνεργασία με τα ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και Κ.Ε.Α., προς όφελος όλων των μελών της σχολικής κοινότητας.
δδ) Η ανάπτυξη και διάδοση ενημερωτικού υλικού για τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους γονείς και κηδεμόνες και την ευρύτερη κοινότητα για όλα τα παραπάνω ζητήματα.
εε) Η διατήρηση βιβλιοθήκης και αρχείου πληροφόρησης, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, σχετικά με ζητήματα ψυχοκοινωνικής και μαθησιακής υποστήριξης, επαγγελματικού προσανατολισμού και συμβουλευτικής.
ε) Σε επίπεδο ευαισθητοποίησης του κοινωνικού συνόλου: η προώθηση συνεργασιών ανάμεσα στις σχολικές μονάδες, τις οικογένειες, επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς, υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και η ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινότητας σε θέματα διαφορετικότητας, ψυχοκοινωνικής υγείας, επαγγελματικού προσανατολισμού και σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.
3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.

  • Αν και λίγο φιλόδοξη η στοχοθέτηση της παραγράφου 1., που αφορά την αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ., κινείται σε αρκετά σωστή κατεύθυνση, ωστόσο, αναφορικά με τις αρμοδιότητές τους, έτσι όπως αυτές αναφέρονται στην παράγραφο 2. του άρθρου 7, αξίζει να αναφέρουμε τα εξής:
    α. στις υποπαραγράφους ββ) και ii) της υποπαραγράφου β) που σχετίζονται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό, δεν γίνεται καμία αναφορά για την παροχή υπηρεσιών των Κ.Ε.Σ.Υ., σε μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που φοιτούν σε Ε.Ε.Ε.Ε.Κ. και σε Ειδικά Επαγγελματικά Γυμνάσια και Λύκεια, καθώς επίσης και στην παροχή υπηρεσιών στους εκπαιδευτικούς (υποπαρ. ii)) των Σ.Μ.Ε.Α.Ε.,
    β. εξαιρετικά σημαντική η πρόβλεψη της υποπαρ. δδ) της υποπαραγράφου β) για τη συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και κηδεμόνων, αλλά και την υποστήριξη της σχολικής μάθησης, οργάνωσης, μελέτης και συνεργασίας με τη σχολική μονάδα και θεωρείται βέβαιο ότι η πρόβλεψη αυτή αφορά και τους γονείς και κηδεμόνες μαθητών ΑμεΑ σε ΣΜΕΑΕ και σε Σχολικές Μονάδες Γενικής Εκπαίδευσης (καλό θα ήταν να διευκρινιστεί),
    γ. οι υποπαράγραφοι αα), ββ) και γγ) της υποπαραγράφου γ), κρίνονται ως αρκετά γενικές και θα πρέπει να διευκρινιστούν-αναλυθούν λίγο παραπάνω,
    δ. συνδυαστικά με το άρθρο 6 του προτεινόμενου σ.ν., αλλά και με τα υφιστάμενα ΚΕΔΔΥ (των οποίων η λειτουργία και ύπαρξη θα αντικατασταθεί από τα ΚΕΣΥ), είναι εύλογη η ανησυχία για το πως κι εάν θα καταστεί εφικτό να καταφέρει να λειτουργήσει ο νέος θεσμός των ΚΕΣΥ, κι εάν τα ΚΕΣΥ, θα καταφέρουν να επιτύχουν το σκοπό και την αποστολή τους ως προς τους μαθητές με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
    Επίσης, προτείνεται:
    Α) Να προβλέπεται για τα ΚΕΣΥ το ηλικιακό εύρος των υποστηριζόμενων μαθητών ότι: «Άτομα άνω των 18 ετών που έχουν μέχρι τότε αξιολογηθεί ως άτομα με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ΚΕΣΥ καθώς ΚΑΙ κατά την φοίτησή τους στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση».
    Β) Να προβλέπεται «Αποκλειστική προθεσμία έκδοσης των εισηγήσεών τους εντός αποκλειστικής προθεσμίας σαράντα πέντε (45) ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση που για αντικειμενικούς λόγους υπάρχει ανάγκη παράτασης της ανωτέρω προθεσμίας, η παράταση αυτή πρέπει να είναι απολύτως αιτιολογημένη.»

  • 26 Μαρτίου 2018, 12:50 | ΚΕΔΔΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

    Παρ.1. Αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ. είναι η υποστήριξη των σχολικών μονάδων και Ε.Κ. της περιοχής ευθύνης τους…
    Να προστεθεί: καθώς και των μαθητών

    2. Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι, ιδίως, οι ακόλουθες:
    α) Σε επίπεδο διερεύνησης εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών και αξιολόγησης:
    Να διατυπωθεί ως εξής:
    α) Σε επίπεδο διερεύνησης, αξιολόγησης, διάγνωσης και γνωμάτευσης των εκπαιδευτικών, συναισθηματικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων αναγκών:

    Μπίκα Χαρούλα (Κοινωνική Λειτουργός)
    Γκοδίμης Μιλτιάδης (Διοικητικός Γραμματέας)
    Μάντζιου Μαρία (Κοινωνική Λειτουργός)
    Μπλέτσα Δήμητρα (Ψυχολόγος)
    Ντούση Ευθυμία (Ψυχολόγος)
    Λαγού Δήμητρα (Ψυχολόγος)
    Αλεξίου Δήμητρα (Εκπαιδευτικός)
    Πρέντζα Φωτεινή (Εκπαιδευτικός)
    Κουρούτη Αντιγόνη (Λογοθεραπεύτρια)
    Τσιανέλη Αγνή (Κοινωνική Λειτουργός)

  • 26 Μαρτίου 2018, 12:48 | ΠΟΣΓΚΑμεΑ

    Αν και λίγο φιλόδοξη η στοχοθέτηση της παραγράφου 1., που αφορά την αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ., κινείται σε αρκετά σωστή κατεύθυνση, ωστόσο, αναφορικά με τις αρμοδιότητές τους, έτσι όπως αυτές αναφέρονται στην παράγραφο 2. του άρθρου 7, αξίζει να αναφέρουμε τα εξής:
    α. στις υποπαραγράφους ββ) και ii) της υποπαραγράφου β) που σχετίζονται με τον επαγγελματικό προσανατολισμό, δεν γίνεται καμία αναφορά για την παροχή υπηρεσιών των Κ.Ε.Σ.Υ., σε μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες που φοιτούν σε Ε.Ε.Ε.Ε.Κ. και σε Ειδικά Επαγγελματικά Γυμνάσια και Λύκεια, καθώς επίσης και στην παροχή υπηρεσιών στους εκπαιδευτικούς (υποπαρ. ii)) των Σ.Μ.Ε.Α.Ε.,
    β. εξαιρετικά σημαντική η πρόβλεψη της υποπαρ. δδ) της υποπαραγράφου β) για τη συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και κηδεμόνων, αλλά και την υποστήριξη της σχολικής μάθησης, οργάνωσης, μελέτης και συνεργασίας με τη σχολική μονάδα και θεωρείται βέβαιο ότι η πρόβλεψη αυτή αφορά και τους γονείς και κηδεμόνες μαθητών ΑμεΑ σε ΣΜΕΑΕ και σε Σχολικές Μονάδες Γενικής Εκπαίδευσης (καλό θα ήταν να διευκρινιστεί),
    γ. οι υποπαράγραφοι αα), ββ) και γγ) της υποπαραγράφου γ), κρίνονται ως αρκετά γενικές και θα πρέπει να διευκρινιστούν-αναλυθούν λίγο παραπάνω,
    δ. συνδυαστικά με το άρθρο 6 του προτεινόμενου σ.ν., αλλά και με τα υφιστάμενα ΚΕΔΔΥ (των οποίων η λειτουργία και ύπαρξη θα αντικατασταθεί από τα ΚΕΣΥ), είναι εύλογη η απορία -εάν όχι η ανησυχία- πως κι εάν θα καταστεί εφικτό να καταφέρει να λειτουργήσει ο νέος θεσμός των ΚΕΣΥ στις ίδιες κτιριακές υποδομές, με ποια, άραγε, υλικοτεχνική υποδομή και με το σύνολο των αρμοδιοτήτων των ΚΕΔΔΥ κι αθροιστικά με τις επιπλέον αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ (;;;) και βέβαια, εάν εντέλει η νέα αυτή δομή, τα ΚΕΣΥ, θα καταφέρουν να επιτύχουν το σκοπό και την αποστολή τους ως προς τους μαθητές με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (;;;).
    Επίσης, προτείνεται:
    Α) Να προβλέπεται για τα ΚΕΣΥ το ηλικιακό εύρος των υποστηριζόμενων μαθητών ότι: «Άτομα άνω των 18 ετών που έχουν μέχρι τότε αξιολογηθεί ως άτομα με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ΚΕΣΥ καθώς ΚΑΙ κατά την φοίτησή τους στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση».
    Β) Να προβλέπεται «Αποκλειστική προθεσμία έκδοσης των εισηγήσεών τους εντός αποκλειστικής προθεσμίας σαράντα πέντε (45) ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση που για αντικειμενικούς λόγους υπάρχει ανάγκη παράτασης της ανωτέρω προθεσμίας, η παράταση αυτή πρέπει να είναι απολύτως αιτιολογημένη.»

  • 26 Μαρτίου 2018, 12:36 | Μαρία Κομματά, Ψυχολόγος ΚΕΔΔΥ Φθιώτιδας

    1.ΜΟΝΙΜΟΙ ΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΕΠ για τη στελέχωση των υποστηρικτικών δομών της εκπαίδευσης.
    2.Κάλυψη των οδοιπορικών εξόδων για όλο το προσωπικό των ΚΕ.Σ.Υ. και των ΕΔΕΑΥ. Στην περιφέρεια οι αποστάσεις των σχολείων που θα καλύπτει κάθε ΚΕΣΥ είναι χιλιομετρικά μεγάλες και είναι αδύνατον τα έξοδα μετακίνησης να καλύπτονται από το προσωπικό και δη από αναπληρωτές.
    3.Οικονομική κάλυψη για την υλικοτεχνική υποδομή των ΚΕΣΥ καθώς και για την προμήθεια των ψυχομετρικών εργαλείων των ΚΕ.Σ.Υ.
    4.Εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού στα σταθμισμένα εργαλεία με οικονομική κάλυψη του υπουργείου.
    5.Διεπιστημονική αξιολόγηση, διάγνωση και γνωμάτευση των εκπαιδευτικών, συναισθηματικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών των μαθητών στα ΚΕΣΥ από όλες τις ειδικότητες ΕΕΠ.

  • 26 Μαρτίου 2018, 11:52 | Ζημιανίτη Μαγδαληνή

    1 Κάλυψη των οδοιπορικά έξοδα όλων των μελών των ΚΕ.Σ.Υ., καθότι στην Περιφέρεια οι αποστάσεις είναι χιλιομετρικά μακρινές.
    2.Να υπάρξει μέριμνα οικονομικής κάλυψης για την υλικοτεχνική υποδομή και των ψυχομετρικών εργαλείων των ΚΕ.Σ.Υ.

  • 26 Μαρτίου 2018, 11:28 | Αμαλίτσα Τσιρωνά Φ/Θ ΚΕΔΔΥ

    Άρθρο 7
    Αρμοδιότητες των Κ.Ε.Σ.Υ.
    1.Να καλυφθούν τα οδοιπορικά έξοδα των μελών των ΚΕΣΥ, καθότι στην Περιφέρεια οι αποστάσεις είναι χιλιομετρικά μακρινές.
    2.Να υπάρξει οικονομική κάλυψη για την υλικοτεχνική υποδομή, τα ψυχομετρικά και κινητικά εργαλεία αξιολόγησης των ΚΕΣΥ.
    3. Να προστεθεί η διεπιστημονική αξιολόγηση, η διάγνωση και η γνωμάτευση των εκπαιδευτικών-συναισθηματικών-ψυχοκοινωνικών αναγκών των μαθητών.

  • 26 Μαρτίου 2018, 11:25 | Αντιγόνη

    1. Σκόπιμο είναι να παραμείνει η διεπιστημονικότητα στην αξιολόγηση των μαθητών και στην έκδοση γνωματεύσεων. Σε περιφερειακά ΚΕΣΥ πρέπει να υπάρχει απαραίτητα λογοπεδικός και εργοθεραπευτής (εκτός των άλλων ειδικοτήτων) για τη συνέχεια της εφαρμοζόμενης πρώιμης παρέμβασης. Δεν έχουν όλες οι πρωτεύουσες νομών Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα ή ιδιώτες παιδοψυχιάτρους (π.χ. Καρπενήσι). Η παρουσία παιδοψυχιάτρων στα κεντρικά ΚΕΣΥ είναι απαραίτητη γιατί ειδικές δυσκολίες όπως ΔΕΠ-Υ, αυτισμός κ.ά. εμπίπτουν στην ειδικότητάς τους για διάγνωση.
    2. Να αυξηθούν οι θέσεις συντονιστών Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης και να προβλεφθούν θέσεις συντονιστών ΕΕΠ στην τριμελή επιτροπή παρακολούθησης του ΠΕΚΕΣ που αποτιμά το έργο του ΚΕΣΥ.
    3. Να νομοθετηθεί ότι η υπηρέτηση σε ΣΜΕΑΕ, ΚΔΑΥ, ΚΕΔΔΥ και ΚΕΣΥ αποτελεί εκπαιδευτική προυπηρεσία για το ΕΕΠ
    4. Να υπάρξει διαφάνεια και συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων στη συγκρότηση και λειτουργία των επιτροπών για τη σύνταξη κανονισμών λειτουργία ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, ΚΕΑ, ΕΔΑΕΥ. Τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο να γίνει οργανωμένη αξιολόγηση της μεχρι τώρα πορείας ΚΕΔΔΥ, ΕΔΕΑΥ κλπ. και να γίνει χρήση της εμπειρίας
    5. Να μην έχει αναδρομική ισχύ η απαγόρευση για επιλογή σε θέση ευθύνης μετά δυο θητείες τουλάχιστον για τους προισταμένους ΚΕΣΥ, μιας και οι προιστάμενοι ΚΕΔΔΥ έιναι αναπληρωτές και η τελευταία κρίση έχει γίνει ουσιαστικά πριν 15 έτη. Αλλα και για όλα τα στελέχη εκπαίδευσης η αναδρομικότητα της ρύθμισης είναι άδικη και τους στερεί δικαιώματα.
    Συμφωνώ και ενισχύω τις θέσεις της ΠΟΣΕΕΠΕΑ

  • 26 Μαρτίου 2018, 11:07 | Ε.Σ.

    Όλοι γνωρίζουμε τις δυσκολίες που αντιπετώπισαν τα ΚΕΔΔΥ στη λειτουργία τους που ως επί το πλείστον οφείλοντατι στην υποστελέχωση τους από το κατάλληλο και επιστημονικά καταρτισμένο προσωπικό. Οι ΕΔΕΑΥ από την άλλη επίσης υπολειτούργησαν και τώρα εδώ αντί να αποσαφηνίζεται πως θα παγιωθούν λέει πως όπου αυτές λειτουργούν.
    Μετακυλείται όλοι η ευθύνη της αξιολόγησης, διάγνωσης και κατάρτιτης ΕΠΕ στον σύλλογο διδασκόντων, ενώ εντελώς αφηρημένα και χωρίς να ξεκαθαρίζεται οι υπό ποιες προυποθέσεις θα παρεμβαίνει το ΚΕΣΥ. Ένα ΚΕΣΥ που θα είναι επιφορτισμένο με τόσες αρμοδιότητες που εκ των πραγμάτων θα αποτύχει να φέρει αποτελέσματα. Οι δε σύλλογοι διδασκόντων εκτός των άλλων αρμοδιοτήτων τους θα επιφορτίζονται με διοικητικές αρμοδιότητες χωρίς καμία ουσιαστική καθοδήγηση ή επιμόρφωση. Αν και γίνεται λόγος για επιμορφώσεις όλοι ξέρουμε πως αυτές γίνονται και πόσο αποτελεσματικές είναι. Τέλος αυτό το νομοθέτημα επιστρέφει την ειδική αγωγή αγωγή και εκπαίδευση πίσω στο ιατρικό μοντέλο, αφού μεταφέρει τη διάγνωση στα ιατροπαιδαγωγικά κέντρα.

  • 26 Μαρτίου 2018, 11:05 | babis

    Θέλετε πραγματικά να ασχοληθείτε με ουσιαστικά ζητήματα των υποστηρικτικών δομών προχωρώντας σε μια επαναστατική μεταρρύθμιση;

    ΠΡΟΤΑΣΗ
    Αφήστε τα ΚΕΣΥΠ ως έχουν, ενισχύστε τα με κατάλληλο εξοπλισμό και χώρους και αφήστε τα να δουλέψουν.
    Παράλληλα θεσμοθετείστε την υποχρεωτική παροχή συμβουλευτικής σε όλους τους μαθητές, ξεκινώντας από τους μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου. (Το εφάρμοσα στην Πιερία χρησιμοποιώντας και ένα βασικό εργαλείο του ΥΠΕΘ, το test επαγγελματικού προσανατολισμού), τα αποτελέσματα, τολμώ να πω, θεαματικά.
    Με την ενσωμάτωση ή κατάργηση των ΚΕΣΥΠ αυτή η δυναμική θα χαθεί.
    Τολμήστε το

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:59 | ΝΤΙΝΑ

    ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
    για το νομοσχέδιο τον Υπουργείου Παιδείας που αφορά την
    Αναδιοργάνωση των Δομών Υποστήριξης σε Π.Ε.&Δ.Ε.
    Πειραιάς, 23-03-2018
    Αρ. Πρωτ.: 32

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:55 | Κωνσταντίνα

    ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
    για το νομοσχέδιο τον Υπουργείου Παιδείας που αφορά την
    Αναδιοργάνωση των Δομών Υποστήριξης σε Π.Ε.&Δ.Ε.
    Πειραιάς, 23-03-2018
    Αρ. Πρωτ.: 32

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:54 | EYA

    ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
    για το νομοσχέδιο τον Υπουργείου Παιδείας που αφορά την
    Αναδιοργάνωση των Δομών Υποστήριξης σε Π.Ε.&Δ.Ε.
    Πειραιάς, 23-03-2018
    Αρ. Πρωτ.: 32

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:52 | Σταυρός Σταυρίδης Εκαπιδευτικός Ειδκής Αγωγής Κ.Ε.Δ.Δ.Υ. Φθιώτιδας

    1. Να καλυφθούν τα οδοιπορικά έξοδα των μελών των ΚΕΣΥ, καθότι στην Περιφέρεια οι αποστάσεις είναι χιλιομετρικά μακρινές.
    2.Να υπάρξει οικονομική κάλυψη για την υλικοτεχνική υποδομή και τα ψυχομετρικά εργαλεία των ΚΕΣΥ.
    3. Να προστεθεί η αξιολόγηση, η διάγνωση και η γνωμάτευση των εκπαιδευτικών-συναισθηματικών-ψυχοκοινωνικών αναγκών των μαθητών.
    4.Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:48 | Σταυρουλα

    2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
    ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
    πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
    ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
    σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
    ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
    Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.). iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
    Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους. 3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:36 | ΜΠΟΥΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

    Συμφωνω με τις θεσεις του ΠΕΣΕΑ της σοβαρης και αξιοπιστης επιστημονικα φωνης στον χωρο της ΕΑΕ που αγωνιζεται χωρις μικροσυνδικαλιστικα ή αλλα συμφεροντα.

    ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
    για το νομοσχέδιο τον Υπουργείου Παιδείας που αφορά την
    Αναδιοργάνωση των Δομών Υποστήριξης σε Π.Ε.&Δ.Ε.
    Πειραιάς, 23-03-2018
    Αρ. Πρωτ.: 32

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:36 | Χαράλαμπος

    Δεν κατανοώ την σκοπιμότητα ενσωμάτωσης των ΚΕΣΥΠ στα υπό ίδρυση ΚΕΣΥ για τους παρακάτω λόγους:
    1.Τα ΚΕΣΥΠ, μετά την κατάργηση του ΣΕΠ από τα σχολεία, ανέλαβαν όλο το βάρος της συμβουλευτικής και ενημέρωσης και έχουν καταξιωθεί, στη συνείδηση μαθητών και γονέων, ως η μοναδική, απαραίτητη και αποτελεσματική δομή επαγγελματικού προσανατολισμού.
    2.Στα ΚΕΔΔΥ απευθύνονται ειδικής κατηγορίας γονείς και μαθητές με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο αιτημάτων σε σχέση με τα ΚΕΣΥΠ που παρέχουν στοχευμένες υπηρεσίες ενημέρωσης και απευθύνονται σε ολόκληρο τον μαθητικό πληθυσμό.
    3. Τα ΚΕΣΥΠ έχουν μια γεωγραφική διασπορά τέτοια ώστε να εξυπηρετούν όλα τα σχολεία της περιοχής ευθύνης τους και διαθέτουν κατάλληλους και λειτουργικούς χώρους όπως αυτοί προβλέπονται από το Δελτίο Έργου με το οποίο δημιουργήθηκαν. Αντίθετα τα ΚΕΔΔΥ λειτουργούν, ως επί τω πλείστον σε μισθωμένους μικρούς χώρους που βρίσκονται σε ορόφους πολυκατοικιών και είναι ακατάλληλοι να στεγάσουν τις δράσεις των ΚΕΣΥΠ.

    ΠΡΟΤΑΣΗ: Να διατηρήσουν τα ΚΕΣΥΠ την αυτονομία τους και να παραμείνουν στους χώρους που λειτουργούν, σήμερα αφού οι περισσότεροι εξ αυτών είναι κεντρικά σχολεία ή δημόσια κτήρια και χωρίς κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό.
    Σε διαφορετική περίπτωση να υπάρχει , εναλλακτικά, η δυνατότητα, όπου είναι εφικτό, να συνεχισθεί η λειτουργία των ΚΕΣΥΠ σε ξεχωριστούς χώρους όπως λειτουργούν σήμερα.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:36 | Ζαχαροπούλου Ευφροσύνη

    Η κατάργηση του μαθήματος Επαγγελματικού Προσανατολισμού από τα Γυμνάσια και τα Γενικά Λύκεια ήταν μεγάλο πλήγμα για το θεσμό. Εχοντας διδάξει το ΣΕΠ στη Γ’ Γυμνασίου μπορώ να μιλήσω για τα μακροπρόθεσμα οφέλη που είχαν οι μαθητές.
    Η αναστολή λειτουργίας των ΓΡΑΣΕΠ και των ΓΡΑΣΥ επίσης άφησαν ένα μεγάλο κενό στην εκπαιδευτική κοινότητα. Οι μαθητές πρέπει να ενημερώνονται πριν αποφασίσουν για το μέλλον τους και δύο μόνο στελέχη ΣΕΠ στις νέες δομές δεν θα είναι ανθρωπίνως δυνατόν να εξυπηρετήσουν όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες.
    Η τοπική κοινωνία γνωρίζει και εμπιστεύεται τα ΚΕΣΥΠ και γι’αυτό το λόγο δεν θα έπρεπε να μετακινηθούν από το χώρο λειτουργίας τους. Είναι σημαντικό να συνεχίσει απρόσκοπτα η λειτουργία και το επιτυχημένο έργο τους.
    Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα δεν ορίζονται με ακρίβεια και αυτό θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στο μέλλον. Επίσης δεν ορίζονται οδοιπορικά ώστε να μπορούν τα στελέχη να επισκέπτονται όλες τις δομές.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:29 | Αλέκα

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:28 | XΑΡΑ

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:25 | XΑΡΟΥΛΑ

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 10:17 | Βασιλική

    Αναρωτιέμαι γιατί ένας τόσο πετυχημένος θεσμός, όπως αυτός των ΚΕΔΔΥ, αντί να ενισχυθεί ο ρόλος του και να στελεχωθεί πλήρως με μόνιμο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, ώστε να ασκεί το έργο του πιο ολοκληρωμένα και πιο γρήγορα τόσο σε επίπεδο αξιολογικό, διαγνωστικό όσο και σε επίπεδο υποστήριξης και συνεργασίας με τη σχολική κοινότητα, επιλέγεται να αποδομηθεί στο όνομα μιας «υπερδομής» που θα έχει ουσιαστικά δασκαλοκεντρικό χαρακτήρα, χωρίς την εξασφάλιση της διεπιστημονικότητας και της ορθούς αντιμετώπισης των προβλημάτων των μαθητών, των γονιών και των σχολείων. Στην εποχή μας, μάλιστα, που έχουν αυξηθεί τα ψυχιατρικά περιστατικά, το προσωπικό των ΚΕΣΥ, θα καλείται να περιγράψει απλά και να παρέμβει στο σχολείο, χωρίς να υπάρχει πλήρης αξιολόγηση και ακριβής διάγνωση των μαθητών, προβαίνοντας σε πρόχειρες εκτιμήσεις και ενέργειες, αφού δεν θα δύναται να πραγματοποιηθεί σωστός σχεδιασμός, βάσει των πραγματικών αναγκών των μαθητών.

    θεωρών ότι η ενδυνάμωση των υπαρχόντων ΚΕΔΔΥ θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες των μαθητών και σχολείων και θα ήταν πολύ πιο οικονομική και αποτελεσματική λύση, παρέχοντας επιπλέον και την «υποστήριξη» η οποία, λόγω μεγάλης λίστας αναμονής, στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι ανέφικτη.

  • 26 Μαρτίου 2018, 09:43 | Α΄ ΚΕΔΔΥ Θεσσαλονίκης

    Στο πλαίσιο της συζήτησης για την επικείμενη νομοθετική ρύθμιση για την τροποποίηση των δομών της Ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης το προσωπικό του Α΄ΚΕΔΔΥ Θεσσαλονίκης καταθέτει τους παρακάτω προβληματισμούς και προτάσεις του.
    1. Δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη Διάγνωση για τα ΚΕΣΥ, αλλά η έκθεση αξιολόγησης. Θεωρούμε ότι η απουσία της Διάγνωσης σημαίνει ότι αυτή μεταφέρεται στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα των Νοσοκομείων (όσον αφορά τους δημόσιους φορείς). Αυτό μπορεί να έγινε στην προσπάθεια αποιατρικοποίησης των υπηρεσιών αλλά στην ουσία θα οδηγήσει στην πιο έντονη ιατρικοποίηση των υπηρεσιών. Επίσης ως συνέπεια αυτού είναι η δημιουργία μεγάλης λίστας αναμονής στα ιατροπαιδαγωγικά κέντρα με συνέπεια τη μη εξυπηρέτηση των μαθητών. Όσο αργεί η διάγνωση, τόσο καθυστερεί και η έγκαιρη υποστήριξη του μαθητή, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η δυσκολία του και το κόστος υποστήριξής του. Επίσης πιθανά οι γονείς που ενδιαφέρονται και αγωνιούν θα στραφούν σε Ιδιώτες. Και το πιο σημαντικό, Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη που διαθέτουν Ιατροπαιδαγωγικές Υπηρεσίες. Στις επαρχιακές πόλεις πού θα απευθύνονται οι γονείς για διάγνωση;
    2. Να παραμείνει στην αρμοδιότητα του ΚΕΣΥ η διάγνωση, η παροχή παράλληλης στήριξης και η απαλλαγή από τις γραπτές εξετάσεις (δυσλεξία).
    3. Μοντέλο κατηγοριοποίησης: να καταργηθεί η λίστα των κατηγοριών από την Έκθεση Αξιολόγησης (Γνωμάτευση μέχρι σήμερα) και να γράφεται το συμπέρασμα της αξιολόγησης στο τέλος της Έκθεσης, πριν τις προτάσεις.
    4. Τυποποίηση και γενίκευση σε όλα τα ΚΕΣΥ των εργαλείων αξιολόγησης.
    5. Επιμόρφωση για ΟΛΟ το προσωπικό των εργαζομένων των ΚΕΣΥ η οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί ΠΟΤΕ στα 17 χρόνια λειτουργίας τους
    6. Επιμόρφωση από το ΚΕΣΥ προς τους συντονιστές επικοινωνίας των σχολείων.
    7. Να παραμείνουν όλες οι ειδικότητες που υπηρετούν στο ΚΕΔΔΥ (τόσο εκπαιδευτικών όσο και Ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού) γιατί στα πλαίσια της διεπιστημονικής αξιολόγησης και υποστήριξης κρίνεται χρήσιμη η επιστημονική συμβολή όλων των κλάδων που εμπλέκονται. Σημαντική αύξηση των οργανικών θέσεων όλων των ειδικοτήτων στα ΚΕΣΥ.
    8. Ανάγκη αύξησης θέσεων γραμματειακής υποστήριξης σε ΚΕΣΥ όπως της Ανατολικής Θεσσαλονίκης που εξυπηρετεί ένα τεράστιο μαθητικό δυναμικό.
    9. Η εκπαιδευτική προϋπηρεσία σε ΚΕΣΥ πρέπει να ισοδυναμεί αυτόματα με εκπαιδευτική/παιδαγωγική επάρκεια.
    10. Να προσδιοριστεί με λεπτομέρειες (τομεοποίηση, οργανόγραμμα, καθηκοντολόγιο) το υποστηρικτικό έργο, η διασύνδεση με τις ΕΔΕΑΥ καθώς και η σχολική ψυχολογική υποστήριξη μέσα στη σχολική μονάδα που είναι και το βασικό ζητούμενο της ανάγκης του μαθητικού, εκπαιδευτικού πληθυσμού και των γονέων για υποστήριξη.
    11. Να μην ισχύσει για καμία ειδικότητα η παιδαγωγική επάρκεια ως προαπαιτούμενο πρόσληψης ή διορισμού.

  • 26 Μαρτίου 2018, 09:29 | Eleni

    Τα μέχρι σήμερα ΚΕΣΥΠ και γενικά ο θεσμός του ΣΕΠ παρέχει δωρεάν υπηρεσίες σε μαθητές/τριες , γονείς και νέους ως 25 ετών. Με την συγκεκριμένη πρόταση του Υπουργείου για συνένωση των ΚΕΣΥΠ και ΚΕΔΔΥ,δομές στις οποίες υπάρχει μεγάλη επισκεψιμότητα, οι υπηρεσίες που θα παρέχονται θα ελαχιστοποιηθούν και οι ενδιαφερόμενοι θα απευθύνονται σε ιδιωτικούς φορείς. Τα ΚΕΣΥΠ που είναι στελεχωμένα με εκπαιδευτικούς που έχουνμεταπτυχιακές σπουδές στον επαγγελματικό προσανατολισμό, εκπαιδεύσεις στον επαγγελματικό προσανατολισμό μέσω του Υπουργείου Παιδείας και με Ευρωπαϊκά προγράμματα. Τα ειδικευμένα αυτά στελέχη παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες σε όλους τους μαθητές/τριες και στους γονείς τους. Για το παραπάνω δεν είναι τυχαία η αναγνώριση του έργου των ΚΕΣΥΠ από τις τοπικές κοινωνίες, από τον εκπαιδευτικό πληθυσμό και από την Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων μαθητών Ελλάδας (ΑΣΓΜΕ) που εξέδωσε ψήφισμα για τα ΚΕΣΥΠ το ακόλουθο: « ….. Ως Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων μαθητών Ελλάδας (ΑΣΓΜΕ) πιστεύοντας στην αναγκαιότητα του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού και τις παρεχόμενες υπηρεσίες των υπολοίπων δομών καθώς και των σχετικών δράσεων που διενεργούνται στα Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας, μετά την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας για τις Δομές Εκπαιδευτικού Έργου, ζητούμε τη διατήρηση και διεύρυνση των Κέντρων Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ) καθώς επίσης και των ΚΕΔΔΥ, των ΣΣΝ και των ΚΕΠΛΗΝΕΤ και όχι την ενοποίηση τους σε μια δομή. Οι μαθητές κι οι μαθήτριες των Γυμνασίων και Λυκείων χρειάζονται τις δομές αυτές. Με δημόσιο χαρακτήρα και περιεχόμενο αντίστοιχο με τις ανάγκες. Κι όχι «κρισάρες» σκληρής ταξικής επιλογής σε όφελος των κάθε λογής συμφερόντων των λίγων….»

  • 26 Μαρτίου 2018, 09:16 | Φίλιππος Κουτσάκας

    Το νέο νομοσχέδιο που τέθηκε προς διαβούλευση πρόσφατα και αφορά την αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προσπαθεί να θεραπεύσει κάποια κοινωνικά θέματα, μεταξύ των οποίων «την ισότιμη πρόσβαση όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στην εκπαίδευση και την προάσπιση της αρμονικής ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης και προόδου» μέσω των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ. παρ 1. Άρθρο 7).

    Η ΙΣΟΤΙΜΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ

    «Ισότιμη πρόσβαση» σημαίνει γεωγραφική κάλυψη και εγγύτητα/διευκόλυνση πρόσβασης σε ορατές, κομβικές δομές, σε επίπεδο σχολικής μονάδας ή δήμου, όπως γίνεται στις χώρες των βέλτιστων πρακτικών κοινωνικής πολιτικής (π.χ. σκανδιναβικές). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο νομοσχέδιο, κάτι τέτοιο δε μπορεί να συμβεί σε νομούς όπως ο Έβρος, η Χαλκιδική, τα νησιά, απομακρυσμένες και δύσβατες περιοχές (όπου η πρόσβαση απαιτεί ολόκληρο ταξίδι σημαντικού κόστους). Συνεπώς, αφού ακυρώνεται η ισότιμη πρόσβαση, το νομοσχέδιο ακυρώνει το σκοπό του. Αφού δεν μπορεί να επιτευχθεί η δημιουργία ενός ΚΕΣΥ σε επίπεδο δήμου, λόγω δημοσιονομικής στένωσης (ώστε να μιλάμε για πραγματική κοινωνική πολιτική και αποτελεσματικές δομές), τουλάχιστον ας διατηρηθεί η γεωγραφική κάλυψη με 79 ΚΕΣΥ, κατά το μοντέλο των 79 Κέντρων Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ). Η χωροταξική αυτή κατανομή λειτούργησε μέχρι σήμερα αποτελεσματικά με τα ΚΕΣΥΠ.

    ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΑΝΑ ΚΕΣΥ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΑΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΚΕΣΥΠ.

    Το όφελος που προκύπτει για το κράτος και την κοινωνία από την ύπαρξη και λειτουργία υποστηρικτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού στην εκπαίδευση, είναι σημαντικό και ανταποδοτικό σε βάθος χρόνου, όταν έχει ως γνώμονα το κοινωνικό όφελος και δε βασίζεται αποκλειστικά σε βραχυπρόθεσμες πολιτικές. Κάτι τέτοιο σημαίνει την πρόβλεψη στο νόμο α) της αναλογικής ανάθεσης σχολικών μονάδων αρμοδιότητας σε κάθε ΚΕΣΥ, β) τον αναλογικό αριθμό των ωφελούμενων μαθητών/τριών για κάθε λειτουργό στο ΚΕΣΥΠ (με βάση τα μετρήσιμα στοιχεία π.χ. 2000 μαθητές ανά λειτουργό) και γ) την ολιστική προσέγγιση κάθε μαθητή/τρια που προσέρχεται στο ΚΕΣΥ, ώστε να αποκομίζεται η μέγιστη ωφέλεια για τους πολίτες (και συνεπώς για το κράτος).

    ΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΑΞΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΕΣ

    Η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού, θα πρέπει να ξεκινά (και ουσιαστικά να θεσμοθετηθεί) σε κάθε τάξη μετάβασης (π.χ. στην έκτη Δημοτικού). Ιδιαίτερα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, για πρώτη φορά ανοίγονται στο/στη μαθητή/τρια εκπαιδευτικές διαδρομές, για τις οποίες θα πρέπει να λάβει εξατομικευμένες, καλά πληροφορημένες, αμερόληπτες αποφάσεις για το επόμενο βήμα μετάβασης. Με την πρώιμη παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών μπορεί να αποφευχθεί το μεγάλο κόστος α) των εγγραφών σε ΑΕΙ με πλήρεις παροχές χωρίς παρακολούθηση, β) η επαναληπτική συμμετοχή σε πανελλαδικές εξετάσεις, γ) η διακοπή σπουδών και ο επαναπροσανατολισμός σε άλλα τμήματα, δ) οι αιώνιοι φοιτητές κ.ο.κ. Πλέον, η σταδιοδρομία (εκπαιδευτική – επαγγελματική) θα πρέπει να είναι καλά πληροφορημένη και στοχευμένη, καθώς όλοι γνωρίζουμε το κόστος μιας τέτοιας σπατάλης στον οικογενειακό και κρατικό προϋπολογισμό, τα υψηλά ποσοστά ετεροαπασχόλησης, το θέμα της μετανάστευσης των πτυχιούχων μας στο εξωτερικό κ.ο.κ.. Εάν σε αυτά προσθέσουμε το κόστος των μετέπειτα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και των κοινωνικών επιδομάτων, κατανοούμε πως η ύπαρξη συμβουλευτικών υπηρεσιών σε πρώιμο στάδιο προλαμβάνει τα πολλά δεινά που έπονται… Η κοινωνία αναζητά επιτακτικά πλέον, αυτόν τον κρίκο που θα συνδέσει την εκπαίδευση με την αγορά εργασίας, δηλαδή, τις υπηρεσίες των ΚΕ.ΣΥ.Π.

    Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΣΕΠ

    Οι Υπεύθυνοι ΣΕΠ αφιερώνουν διδακτικές ώρες μέσα σε σχολεία σε ενημερώσεις και διδακτικές παρεμβάσεις σε μαθητές/τριες. Με άλλα λόγια, ασκούν διδακτικό έργο σε σχολικές μονάδες. Άλλωστε, αυτό είναι καταγεγραμμένο στα ημερολόγια που διατηρούν στην υπηρεσία τους και υπογράφονται από τους Διευθυντές Εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 06:54 | Ελένη

    Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους

  • 26 Μαρτίου 2018, 05:12 | Ευπραξία Βλαχοδήμου/Υπεύθυνη ΣΕΠ/ΚΕΣΥΠ Λάρισας

    Αν πραγματικά πιστεύετε στο «ενισχύοντας ταυτόχρονα τον κοινωνικό ρόλο του σχολείου και ανταποκρινόμενοι στις σύγχρονες εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες», ενισχύστε τα ΚΕ.ΣΥ.Π. με υλικοτεχνική υποδομή και ανθρώπινο δυναμικό ανάλογα με τον μαθητικό πληθυσμό που εξυπηρετούν.

  • 26 Μαρτίου 2018, 05:09 | Ευπραξία Βλαχοδήμου/Υπεύθυνη ΣΕΠ/ΚΕΣΥΠ Λάρισας

    Που στηρίζετε την εξαίρεση ομάδων του μαθητικού πληθυσμού από τις υπηρεσίες Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού; Η μετάβαση, ένας από τους βασικούς πυλώνες του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, το πέρασμα από το γνωστό στο άγνωστο με ότι αυτό συνεπάγεται αφορά και:
    – τα παιδιά του δημοτικού που ετοιμάζονται για το γυμνάσιο και υπάρχουν σε αυτά και παιδιά Ρομά που εξαφανίζονται από το εκπαιδευτικό σύστημα
    – τα παιδιά της γ γυμνασίου που μπροστά στην πρώτη τους εκπαιδευτική επιλογή χρειάζονται αξιόπιστη πληροφόρηση και συμβουλευτική στήριξη
    – τα παιδιά που τελειώνουν τη γ λυκείου και ξαναδίνουν πανελλαδικές
    – τα παιδιά που εγκατέλειψαν τη φοίτησή τους σε στρατιωτικές σχολές και δίνουν πάλι εξετάσεις ή συμπληρώνουν μηχανογραφικό
    – τα παιδιά με τις σοβαρές ασθένειες που μπαίνουν στη διαδικασία του 5% χρόνια μετά την αποφοίτησή τους
    – τα παιδιά των ΕΠΑΛ που ετοιμάζονται για τη μαθητεία, νέο θεσμό τον οποίο δεν γνωρίζουν και για να επιτελέσει πλήρως το ρόλο του ως πρώτη είσοδος στο πραγματικό εργασιακό περιβάλλον επιβάλλεται να συνοδεύεται από συμβουλευτική στήριξη που θα προσφερθεί στους ενδιαφερόμενους
    – τα παιδιά που αποφοίτησαν από σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αναζητούν πληροφορίες για μεταπτυχιακά, κατατακτήριες, υποστήριξη για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος, κ.α.
    Τι θα απαντήσετε σ αυτά τα παιδιά αλλά και στους γονείς τους οι οποίοι αναγνωρίζουν τα ΚΕ.ΣΥ.Π. και ως τη μόνη υπηρεσία που τους προσφέρεται δωρεάν και τους στηρίζει σε θέματα που δεν μπορούν να διαχειρισθούν μόνοι τους;
    Σημειωτέον ότι εδώ και δυο χρόνια ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός έχει εξαφανισθεί από τη σχολική τάξη, άρα υπάρχουν παιδιά που ποτέ δεν θα ακούσουν για τα βήματα που πρέπει να κάνουν προς την επιλογή σπουδών.

  • 26 Μαρτίου 2018, 01:44 | Μαρία Μπονάτου

    Προτείνω ανεπιφύλακτα να παραταθεί το χρονικό διάστημα για την ανοικτή διαβούλευση!! Δεν μπορεί να γίνει η επεξεργασία ενός τόσο μείζον θέματος μόνο μέσα σε δέκα ημέρες, όταν αυτή η αλλαγή θα αλλάξει την καθημερινότητα και την ποιότητα εργασίας των εργαζομένων όλων των ειδικοτήτων και το σημαντικότερο θα τροποποιήσει την ποιότητα των παροχών και των υπηρεσιών που θα δέχονται οι μαθητές και οι οικογένειές τους.

  • 26 Μαρτίου 2018, 01:39 | Αντώνιος

    Η υποχρεωτική εκπαίδευση, πλέον, θα ξεκινάει από 4 ετών χωρίς να έχει γίνει καμία πρόβλεψη, τουλάχιστον στο παρόν νομοσχέδιο, για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση στα ελλείμματα στη βαθιά δομή του λόγου. Η μη έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση από λογοθεραπευτή, μπορεί να δημιουργήσει δευτερογενώς διάφορα προβλήματα τόσο στο παιδί όσο και στην λειτουργία της τάξης και κατ΄ επέκταση στη μαθησιακή διαδικασία μέσα στο νηπιαγωγείο.
    Επιπροσθέτως, μέσω της πρόληψης προλαμβάνουμε την εδραίωση προβλημάτων λόγου, συμπεριφοράς, μάθησης τα οποία εφόσον δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα συνεχιστούν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η συμμετοχή του λογοθεραπευτή στην πρώιμη ανίχνευση και έγκαιρη υποστήριξη είναι ουσιώδης και πολλαπλασιάζει τα οφέλη για το παιδί, το σχολείο, το υπουργείο παιδείας, την οικογένεια συμβάλλοντας, επίσης, και στην εξοικονόμηση πόρων. Η πρόληψη είναι αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντική.
    Ο λογοθεραπευτής είναι αυτός που αξιολογεί τα αίτια γλωσσικών κενών και ελλείψεων σε μαθητές με ειδική γλωσσική διαταραχή, αλλόγλωσσους μαθητές, μαθητές με βαρηκοΐα, κινητικές δυσκολίες στην ομιλία και σε μαθητές με προβλήματα στη ροή του λόγου κ.α. Οι εξειδικευμένες και πρακτικές οδηγίες που ακολουθούν την αξιολόγηση και παρέχονται από τον λογοθεραπευτή για τον τρόπο αντιμετώπισης και εξέτασης στο σχολείο δ ι ε υ κ ο λ ύ ν ο υ ν τον εκπαιδευτικό και ε ν τ ά σ σ ο υ ν ευκολότερα το μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία .
    Η ειδικότητα του Λογοθεραπευτή απουσιάζει από την τυπική εκπαίδευση και προβλέπεται ένας πολύ μικρός αριθμός στα ΚΕΣΥ, χωρίς να αξιοποιείται η γνώση του υπέρ των εκπαιδευτικών και των μαθητών όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες πχ. Καναδά. Ο λογοθεραπευτής έχει θεσμικό και επιστημονικό ρόλο στην αξιολόγηση και υποστήριξη των μαθητών με διαταραχές στον προφορικό και γραπτό λόγο, ένας ρόλος που ακυρώνεται εν μέρει με την προτεινόμενη νομοθεσία. Γνώμονας όλων θα πρέπει να είναι η καλύτερη ένταξη, εξέλιξη και εκπαίδευση των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
    Γι’ αυτό προτείνεται η αύξηση του αριθμού των λογοθεραπευτών στο ΚΕΣΥ και η συμμετοχή τους στη διεπιστημονική ομάδα.

  • 26 Μαρτίου 2018, 01:23 | Γεωργία Μπουλμέτη

    1ον Να διατηρηθεί ο μαθητικοκεντρικός και διεπιστημονικός χαρακτήρας των ΚΕΣΥ, έτσι όπως περιγράφεται στους Ν. 2817 και 3699, χωρίς καμία αλλαγή, και τα ΠΕΚΕΣ, ΚΕΑ, μαζί με τις ΕΔΕΑΥ να αναλάβουν την επιμόρφωση και τη στήριξη των σχολείων.
    2ον Να διατηρηθεί η διεπιστημονικότητα στην αξιολόγηση των μαθητών και στην έκδοση γνωματεύσεων.
    3ον Να επανέλθουν οι παιδοψυχίατροι στη στελέχωση των ΚΕΣΥ (αρθ. 9, παρ. 1), με αύξηση των οργανικών τους θέσεων και να αυξηθούν οι θέσεις των λογοθεραπευτών (1 για κάθε ΚΕΣΥ της περιφέρειας και τουλάχιστον 2 για κάθε ΚΕΣΥ της Αττικής και Ν. Θεσσαλονίκης), καθώς και των εργοθεραπευτών και των φυσιοθεραπευτών.
    4ον Να αυξηθούν οι οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων στα ΚΕΣΥ της Αττικής και Ν. Θεσσαλονίκης και του Ε.Ε.Π. (τουλάχιστον σύμφωνα με την πρόβλεψη του Ν.3699/2008, 1 διεπιστημονική ομάδα ανά 10.000 μαθητές) και να αυξηθούν οι ΕΔΕΑΥ, ώστε να καλύπτονται όλα τα σχολεία γενικής αγωγής.
    5ον Να αυξηθούν οι θέσεις των συντονιστών Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης (ειδικά για την Αττική, ένας ανά ΠΕΚΕΣ).
    6ον Να προβλεφθούν θέσεις συντονιστών Ε.Ε.Π. στην τριμελή επιτροπή παρακολούθησης του ΠΕΚΕΣ, που θα αποτιμά το έργο του ΚΕΣΥ.
    7ον Να αξιοποιείται, δια νόμου, η συσσωρευμένη εμπειρία των περιφερειακών δομών της εκπαίδευσης (στατιστικά και ποιοτικά στοιχεία) για την χάραξη εκπαιδευτικών πολιτικών.
    8ον Να υπάρχει διαφάνεια και δημόσια πρόσκληση για τη σύσταση των διάφορων επιτροπών που ετοιμάζουν «νομοσχέδια» για την ειδική αγωγή και εκπαίδευση.
    9ον Να νομοθετηθεί με σαφήνεια ότι η υπηρέτηση σε ΣΜΕΑΕ, ΚΔΑΥ, ΚΕΔΔΥ και ΚΕΣΥ αποτελεί εκπαιδευτική προϋπηρεσία για το Ε.Ε.Π. και να αρθούν όλες οι προϋποθέσεις και παράμετροι που εμποδίζουν την ισότιμη υπηρεσιακή εξέλιξη όλων των εργαζομένων στις εκπαιδευτικές δομές (βλ. αρθ. 22 και 24),
    10ον Να συγκροτηθούν με διαφάνεια οι επιτροπές για τη σύνταξη των κανονισμών λειτουργίας των ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, ΚΕΑ και ΕΔΕΑΥ και απαιτούμε η σύνταξη των κανονισμών λειτουργίας των ΚΕΣΥ και ΕΔΕΑΥ να μη γίνει κεκλεισμένων των θυρών, αλλά με τη σταθερή συμμετοχή των συνδικαλιστικών εκπροσώπων του Ε.Ε.Π. και εργαζομένων στις υπό κατάργηση δομές (ΚΕΔΔΥ, ΣΣΝ, ΚΕΣΥΠ) αποδεδειγμένης εμπειρίας, ποιότητας εργασίας και προσφοράς.

  • 26 Μαρτίου 2018, 01:14 | Γεωργία Μπουλμέτη

    παρ. 1: Αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ. είναι η υποστήριξη των σχολικών μονάδων και Ε.Κ. της περιοχής ευθύνης τους, καθώς και των μαθητών για τη διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης (να τροποποιηθεί με αυτή τη διατύπωση.
    Παρ. 2. Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι ιδίως, οι ακόλουθες:
    α) Σε επίπεδο διερεύνησης, αξιολόγησης, διάγνωσης και γνωμάτευσης των εκπαιδευτικών, συναισθηματικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων αναγκών (να τροποποιηθεί με αυτή τη διατύπωση).

  • 26 Μαρτίου 2018, 01:09 | Γεωργία Μπουλμέτη

    Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μετακύλιση του έργου του ΚΕΔΔΥ στην υποστήριξη των σχολικών μονάδων από αυτή των μαθητών κρύβει άλλους σκοπούς. θα πρέπει να τονιστεί ότι:
    1. Με το νομοσχέδιο για τις Νέες Υποστηρικτικές δομές, τα ΚΕΣΥ δεν χορηγούν γνωμάτευση για τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών παρά μόνο εκπαιδευτικές αξιολογήσεις. Επίσης με δεδομένο το επιβαρυμένο έργο των 54 αναγνωρισμένων Ιατροπαιδαγωγικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας σε όλη την Ελλάδα (ας σημειωθεί ότι δεν λειτουργούν ανά νομό) και της μεγάλης αναμονής των αιτήσεων των γονέων σε αυτά, επιχειρείται η στροφή προς τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα με σοβαρό οικονομικό κόστος για τους γονείς.
    2. Επίσης τα ΚΕΔΔΥ έχουν καταφέρει, σε όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας τους, μέσα από το έργο τους τη διεκπεραίωση χιλιάδων αιτήσεων, τη συνεργασία και τη διασύνδεση τους με τις δομές του Υπουργείου Υγείας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την αναγνώρισή τους τόσο από τον εκπαιδευτικό όσο και από το χώρο της Ψυχικής Υγείας.
    3. Ο όρος διεπιστημονικότητα εξαντλείται στο Άρθρο 8 περί οργάνων διοίκησης του ΚΕΣΥ κατά το οποίο Ο Σύλλογος Εκπαιδευτικού Προσωπικού λειτουργεί ως διεπιστημονική ομάδα, η οποία οργανώνει το σύνολο των παρεμβάσεων του Κέντρου στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του και μπορεί να συγκροτεί διεπιστημονικές υποομάδες. Οι διεπιστημονικές υποομάδες δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα αλλά ο αριθμός, η σύνθεση, το έργο τους και η διάρκειά τους μπορεί να μεταβάλλονται ανάλογα με τα θέματα που αντιμετωπίζουν. Το παραπάνω δηλώνει σαφώς ότι πάμε χρόνια πίσω σ΄ένα δασκαλοκεντρικό μοντέλο.
    4. Δεδομένου ότι όλοι οι κλάδοι του ΕΕΠ έχουμε σαφή δικαιώματα πάνω στο αντικείμενο εργασίας μας και δεοντολογία δεν είναι δυνατό να καταστρατηγούνται από άλλους κλάδους και οι αξιολογήσεις να μην έχουν την υπογραφή των εμπλεκόμενων ΕΕΠ. Δεν είναι δυνατόν π.χ. οι εργαζόμενοι του ΕΕΠ να είναι μόνο διερευνητές.
    5. Τα ΚΕΣΥ συνεχίζουν να έχουν τις αρμοδιότητες περί εγγραφής, φοίτησης και κατάταξης των μαθητών στο κατάλληλο εκπαιδευτικό πλαίσιο ωστόσο για να καταστεί αυτό δυνατό θα πρέπει να αξιολογηθεί από διεπιστημονική ομάδα.
    Μέχρι τώρα τα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (τα περισσότερα έχουν ένα ψυχολόγο) και τα ΚΕΠΑ ζητούσαν από το ΚΕΔΔΥ το τεστ νοημοσύνης του μαθητή που εξέταζαν προκειμένου να προβούν στη δική τους εισήγηση. Αναρωτιέμαι λοιπόν πώς θα εισηγείται το ΚΕΣΥ τη φοίτηση του μαθητή σε Ειδικό σχολείο χωρίς διαγνωστική διαδικασία;
    Γνωρίζουμε όλοι όσοι έχουμε δουλέψει στα ΚΕΔΔΥ εκπαιδευτικοί και ΕΕΠ ότι κανείς δεν μπορεί να εργαστεί ως μονάδα αλλά συλλογικά και διεπιστημονικά!

  • 26 Μαρτίου 2018, 01:09 | Νικος Π.

    Συμφωνω με τις θεσεις του ΠΕΣΕΑ της σοβαρης και αξιοπιστης επιστημονικα φωνης στον χωρο της ΕΑΕ που αγωνιζεται χωρις μικροσυνδικαλιστικα ή αλλα συμφεροντα.

    ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
    για το νομοσχέδιο τον Υπουργείου Παιδείας που αφορά την
    Αναδιοργάνωση των Δομών Υποστήριξης σε Π.Ε.&Δ.Ε.
    Πειραιάς, 23-03-2018
    Αρ. Πρωτ.: 32

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.

  • 26 Μαρτίου 2018, 00:51 | Κάτια Αολιακίζογλου

    Όλοι οι νέοι δικαιούνται συμβουλευτικής υποστήριξης όσον αφορά την εκπαιδευτική και επαγγελματική τους πορεία.Στο άρθρο αυτό προβλέπεται ατομική συμβουλευτική επαγγελματικού προσανατολισμού μόνο στην Β και στην Γ Λυκείου. Η κρίσιμη μετάβαση της Γ Γυμνασίου στο Λύκειο (ΓΕΛ ή ΕΠΑΛ) και η Α Λυκείου δεν καλύπτονται, ούτε και άνω των 18 (ΙΕΚ, 10%κλπ)

    Τα ΚΕ.ΣΥ.Π. απευθύνονται σε όλους τους μαθητές/τριες Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου, σε Γονείς, εκπαιδευτικούς και σε κοινό νέων έως 25 ετών και μπορούν να τα επισκεφτούν όσες φορές επιθυμούν. Παράλληλα είναι απαραίτητη η εισαγωγή του μαθήματος του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού τόσο στην Γ Γυμνασίου όσο και στο Λύκειο, προκειμένου οι μαθητές να αποκτήσουν αυτογνωσία, να λάβουν πληροφόρηση και να ασκηθούν στην κριτική ανάγνωση της πληροφορίας και στην λήψη απόφασης ώστε να πραγματοποιούν επιτυχώς τις μεταβάσεις στην εκπαιδευτική και επαγγελματική τους διαδρομή.

    Θεωρείται απαραίτητο να υπάρχουν χωροταξικά κατανεμημένα τα ΚΕΣΥ.Π. με τέτοια γεωγραφική διασπορά, ώστε ισότιμα όλοι οι μαθητές/τριες και λοιποί ενδιαφερόμενοι να μπορούν να έχουν πρόσβαση. Η υφιστάμενη χωροταξική κατανομή των ΚΕ.ΣΥ.Π είναι απαραίτητο όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να ενισχυθεί σε βάθος χρόνου. Ας μην ξεχνάμε την ιδιαιτερότητα της χώρας μας σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Αυτό θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο, εφόσον στόχος της αλλαγής αυτής είναι η ισότιμη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό έργο.

    Στόχος του ΚΕΣΥ μεταξύ των άλλων οφείλει να είναι η εξασφάλιση ενός δημόσιου και δωρεάν συστήματος Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, το οποίο θα είναι αξιόπιστο, αποτελεσματικό και σύμφωνο με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Έτσι θα μπορούν όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, να απολαμβάνουν ισότιμα, σε όποια περιοχή της χώρας κι αν βρίσκονται, αυτές τις δωρεάν υπηρεσίες, οι οποίες υποστηρίζουν τη σχολική κοινότητα και το εκπαιδευτικό έργο, διότι ο θεσμός της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού συνδέεται άμεσα με τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και συμβάλλει σημαντικά στην προετοιμασία των νέων, ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Εάν εκλείψουν οι δομές και τα επιμορφωμένα στελέχη τους, τότε θα αναγκαστούν οι μαθητές/τριες να προσφύγουν στον ιδιωτικό τομέα με ό,τι αυτό, συνεπάγεται για τα οικονομικά της οικογένειας που δεν μπορεί να καλύψει κι αυτό το δυσβάσταχτο έξοδο. Η ισότιμη πρόσβαση δε θα υπάρχει και τα παιδιά θα προσφεύγουν, – αν φυσικά μπορούν, – σε ιδιώτες (180 με 200 ευρώ τουλάχιστον ένα π.χ. τεστ στον ιδιωτικό τομέα ή η συμπλήρωση του μηχανογραφικού).

  • 26 Μαρτίου 2018, 00:33 | Λαμπρινή Τσιακπίνη λογοθεραπεύτρια ΠΕ 21

    ΣύνδεσμοςΗ υποχρεωτική εκπαίδευση, πλέον, θα ξεκινάει από 4 ετών χωρίς να έχει γίνει καμία πρόβλεψη, τουλάχιστον στο παρόν νομοσχέδιο, για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση στα ελλείμματα στη βαθιά δομή του λόγου. Η μη έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση από λογοθεραπευτή, μπορεί να δημιουργήσει δευτερογενώς διάφορα προβλήματα τόσο στο παιδί όσο και στην λειτουργία της τάξης και κατ΄ επέκταση στη μαθησιακή διαδικασία μέσα στο νηπιαγωγείο.
    Επιπροσθέτως, μέσω της πρόληψης προλαμβάνουμε την εδραίωση προβλημάτων λόγου, συμπεριφοράς, μάθησης τα οποία εφόσον δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα συνεχιστούν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η συμμετοχή του λογοθεραπευτή στην πρώιμη ανίχνευση και έγκαιρη υποστήριξη είναι ουσιώδης και πολλαπλασιάζει τα οφέλη για το παιδί, το σχολείο, το υπουργείο παιδείας, την οικογένεια συμβάλλοντας, επίσης, και στην εξοικονόμηση πόρων. Η πρόληψη είναι αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντική.
    Ο λογοθεραπευτής είναι αυτός που αξιολογεί τα αίτια γλωσσικών κενών και ελλείψεων σε μαθητές με ειδική γλωσσική διαταραχή, αλλόγλωσσους μαθητές, μαθητές με βαρηκοΐα, κινητικές δυσκολίες στην ομιλία και σε μαθητές με προβλήματα στη ροή του λόγου κ.α. Οι εξειδικευμένες και πρακτικές οδηγίες που ακολουθούν την αξιολόγηση και παρέχονται από τον λογοθεραπευτή για τον τρόπο αντιμετώπισης και εξέτασης στο σχολείο δ ι ε υ κ ο λ ύ ν ο υ ν τον εκπαιδευτικό και ε ν τ ά σ σ ο υ ν ευκολότερα το μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία .
    Η ειδικότητα του Λογοθεραπευτή απουσιάζει από την τυπική εκπαίδευση και προβλέπεται ένας πολύ μικρός αριθμός στα ΚΕΣΥ, χωρίς να αξιοποιείται η γνώση του υπέρ των εκπαιδευτικών και των μαθητών όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες πχ. Καναδά. Ο λογοθεραπευτής έχει θεσμικό και επιστημονικό ρόλο στην αξιολόγηση και υποστήριξη των μαθητών με διαταραχές στον προφορικό και γραπτό λόγο, ένας ρόλος που ακυρώνεται εν μέρη με την προτεινόμενη νομοθεσία. Γνώμονας όλων θα πρέπει να είναι η καλύτερη ένταξη, εξέλιξη και εκπαίδευση των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:57 | ΜΑΡΙΑ ΣΑΡΑΚΙΝΟΥ, ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΣΕΠ ΚΕΣΥΠ ΛΕΥΚΟΥ ΠΥΡΓΟΥ

    Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές – και όχι μόνο – χώρες, το ζήτημα του Επαγγελματικού Προσανατολισμού φαίνεται ότι δεν είναι αρκούντως σημαντικό για να στηριχθεί από την πολιτεία στη χώρα μας. Αντ΄αυτού τα τελευταία χρόνια συρρικνώνεται συνεχώς η παροχή υπηρεσιών Συμβουλευτικής και Πληροφόρησης Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Από την αναστολή λειτουργίας των ΓΡΑΣΕΠ και των ΓΡΑΣΥ, την κατάργηση του μαθήματος του ΣΕΠ αρχικά στην Α΄ ΓΕΛ και στη συνέχεια στην Γ΄ Γυμνασίου, οι μόνες δομές που απέμειναν για να στηρίξουν το θεσμό ήταν τα ΚΕΣΥΠ. Με το σχέδιο νόμου για την «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» ολοκληρώνεται η συρρίκνωση αυτή με την απορρόφηση των ΚΕΣΥΠ στη νέα δομή ΚΕΣΥ. Κάτι σαν ένα Χρονικό Προαναγγελθέντος Θανάτου.
    Πρόκειται για μία συγχώνευση στην οποία καλούνται να συνυπάρξουν δομές/υπηρεσίες που απευθύνονται σε διαφορετικές ομάδες. Τα ΚΕΔΔΥ και οι ΣΣΝ απευθύνονται σε συγκεκριμένους μαθητές/τριες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η ομάδα στην οποία απευθύνονται τα ΚΕΣΥΠ είναι όλοι οι μαθητές/τριες αλλά και ενήλικες. Αυτή η οπτική διαφορετικών αναγκών μέσα από το ίδιο πρίσμα έχει σαν συνέπεια να προτείνεται ένας σχεδιασμός ο οποίος δεν θα είναι καθόλου λειτουργικός και αποτελεσματικός για το καλό των μαθητών/τριών και γενικότερα των πολιτών, αφού για αυτούς μιλάμε και σε αυτούς απευθυνόμαστε.
    Η συνένωση σε μία δομή αποδυναμώνει την ισότιμη παροχή αυτών των υπηρεσιών διότι τα ΚΕΣΥΠ πρέπει να χαρακτηρίζονται από γεωγραφική διασπορά για να είναι επισκέψιμα από όλους τους μαθητές/τριες και γενικά το κοινό όλων των περιοχών. Με το νέο σχεδιασμό που προτείνεται ο αριθμός των δομών που θα μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες επαγγελματικού προσανατολισμού μειώνεται κατά συνέπεια μειώνεται και η δυνατότητα να τις επισκεφθούν όσοι ενδιαφέρονται από όλες τα σημεία μιας περιοχής. Για παράδειγμα στην περιοχή του Δ.Δ.Ε Ανατολικής Θεσσαλονίκης αυτή τη στιγμή υπάρχουν τρία ΚΕΣΥΠ, ένα στο κέντρο στο δήμο Θεσσαλονίκης και δύο σε περιφερειακούς δήμους. Με τη νέα πρόταση οι δομές γίνονται δύο, 1ο Θέρμης και 2ο Θέρμης δηλαδή μειώνονται οι δομές σε δύο και η παύει η γεωγραφική διασπορά τους σε σημεία προσιτά στους πολίτες. Αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για την Αττική όπου η μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Όλος ο σχεδιασμός σημαίνει επίσης και μείωση στο αντίστοιχο προσωπικό όπως έχει ήδη τονιστεί και από τις παρεμβάσεις συναδέλφων. Επιπλέον και σύμφωνα πάντα με το σχέδιο νόμου, η έδρα των ΚΕΣΥ θα είναι η έδρα των ΚΕΔΔΥ πράγμα που σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις οι δομές αυτές θα βρίσκονται εκτός πόλης.
    Δεν διασφαλίζεται λοιπόν «η ισότιμη πρόσβαση όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στην εκπαίδευση και την προάσπιση της αρμονικής ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης και προόδου» που αναφέρεται στο άρθρο 6 του σχεδίου νόμου. Η έλλειψη ισότιμης πρόσβασης λειτουργεί πάντα εις βάρος των οικονομικά αδυνάτων διότι ή θα να αναγκαστούν να προσφύγουν σε ιδιωτικούς φορείς εις βάρος του οικογενειακού προϋπολογισμού ή δεν θα μπορέσουν να το κάνουν.
    Τα ΚΕΣΥΠ έχουν επιδείξει έργο σημαντικό τις δύο δεκαετίες που λειτουργούν, έχουν γίνει γνωστά στους μαθητές/τριες και τους γονείς τους, έχουν στηρίξει τα σχολεία σε ότι αφορά το πεδίο δράσης τους, έχουν επιμορφώσει εκπαιδευτικούς και έχουν οργανώσει και υλοποιήσει συνεργασίες με πολλούς φορείς προς όφελος των μαθητών/τριών. Συνεργάστηκαν αρμονικά με όλες τις άλλες υποστηρικτικές υπηρεσίες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Με ένα κείμενο όμως καταργείται το έργο τόσων χρόνων και απαξιώνονται όσοι έχουν προσφέρει σε αυτό.
    Είναι απαραίτητο όχι μόνο να παραμείνουν οι δομές ως έχουν αλλά να υποστηριχθούν και να αναβαθμιστούν. Να αξιοποιηθεί το υπάρχον δίκτυο ΚΕΣΥΠ τα οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν επιβαρύνουν με επιπλέον δαπάνες τον κρατικό προϋπολογισμό. Να διασφαλιστεί η σωστή παροχή υπηρεσιών Συμβουλευτικής και Πληροφόρησης Επαγγελματικού Προσανατολισμού μέσα από ένα σαφές και διακριτό πλαίσιο με αντίστοιχα διακριτές δομές, με την κατάλληλη γεωγραφική κατανομή και το ανάλογο προσωπικό για να καλύπτονται οι ανάγκες όλων των μαθητών/τριών και των ενηλίκων.

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:55 | ΕΝΕΛΕΑ

    ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΝΕΛΕΑ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 7:

    Για όλα τα παραπάνω θέματα που είναι στις αρμοδιότητες του ΠΕΚΕΣ, το ΕΕΠ έχει ιδιαίτερη συμμετοχή, αφού στις περισσότερες των περιπτώσεων καλείται να συμβάλει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του με τις επιστημονικές του γνώσεις και τον διακριτό του ρόλο.
    Η συνειδητή παράβλεψη της στελέχωσης των ΠΕΚΕΣ με Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό, αποδεικνύει την προχειρότητα και την βαθιά άγνοια της πραγματικότητας που υπάρχει σήμερα στα σχολεία της Ειδικής και Γενικής Εκπαίδευσης.
    Η προσπάθεια στελέχωσης των σχολικών μονάδων και των ΚΕΔΔΥ με Ειδικό Εκπαιδευτικό και Ειδικό Βοηθητικό προσωπικό τα προηγούμενα χρόνια, ουσιαστικά ακυρώνεται μέσα από την πρόταση για τις νέες δομές.
    Μαζί με την ακύρωση του προσωπικού αυτού, έχουμε και το πισωγύρισμα της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης , αφού σε κανένα σημείο του νομοσχεδίου δεν γίνεται αναφορά στην ειδική εκπαίδευση .

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:40 | ΕΝΕΛΕΑ

    ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΚΑΘΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ 91 ΣΕΛΙΔΕΣ ΝΑ ΤΥΧΟΥΝ ΣΟΒΑΡΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΤΟΣΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΜΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ:

    Αρ. 7
    παρ. 1: Αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ. είναι η υποστήριξη των σχολικών μονάδων και Ε.Κ. της περιοχής ευθύνης τους, (ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΕΝΕΛΕΑ: καθώς και των μαθητών) για τη διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης ………..
    Παρ. 2. Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι ιδίως, οι ακόλουθες:
    α) Σε επίπεδο διερεύνησης, (ΑΝΑΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΕΝΕΛΕΑ: αξιολόγησης, διάγνωσης και γνωμάτευσης των εκπαιδευτικών, συναισθηματικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων αναγκών : )
    αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
    ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
    πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
    ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
    σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
    ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά
    ομάδες. (ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΝΕΛΕΑ: ΑΡΑ ΕΔΩ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΜΕΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΠ/ΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΑΛΩΤΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΟΜΑΔΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΑΜΕΑ;;; )

    ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΝΕΛΕΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ αα : 1. Ποιες οι αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής;;; 2. Ποια είναι τα αιτήματα ψυχοκοινωνικής στήριξης; Τι εννοούν οι συγγραφείς σε αυτό;;;; 3. Τι σημαίνει για τους συγγραφείς στοχευμένες δράσεις, αυτοεκπλήρωση και μία σειρά από γενικόλογες έννοιες που ξεδιπλώνονται πλούσια;;;;;
    ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΕΝΕΛΕΑ ΣΤΟ γγ: Αυτή η υπηρεσία θα αντιμετωπίζει και καταστάσεις κρίσεων;;;;;πώς;;;; αρκεί που αναφέρεται μήπως;;;

    ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ: ΩΡΑΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΙΔΕΩΝ ΣΤΟ ΝΟΜΟΣΧΈΔΙΟ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΑΡΚΕΙ, ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ. ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΑΡΚΕΤΩΝ ΑΠΌ ΟΣΑ ΕΛΕΓΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΙ ΝΟΜΟΙ ΑΛΛΑ ΣΕ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΒΕΡΜΠΑΛΙΣΜΟ, ΑΓΝΟΩΝΤΑΣ ΠΩΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΛΕΓΑΝ ΕΚΕΙΝΟΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΣΤΗΚΑΝ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΤΟΣΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΑΛΛΟΥΣ ΤΟΣΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΘΑ ΥΛΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΕΤΣΙ ΑΠΟ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ

  • ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
    για το νομοσχέδιο τον Υπουργείου Παιδείας που αφορά την
    Αναδιοργάνωση των Δομών Υποστήριξης σε Π.Ε.&Δ.Ε.

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Ειδικής Αγωγής-Π.Ε.Σ.Ε.Α, αναφορικά με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», θεωρεί ότι το προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου για τον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των δομών, των λειτουργιών των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των δομών της εκπαίδευσης χρειάζεται περισσότερο χρόνο διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς. Ήδη στον περιορισμένο τελεσιγραφικό χρόνο ηλεκτρονικής διαβούλευσης (διάρκειας 1 εβδομάδας) που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας κατατέθηκαν -από πολλούς εμπλεκόμενους φορείς- σημαντικές αναλύσεις και προτάσεις που ζητούν είτε απόσυρσή του είτε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διεξαγωγή ενός έντιμου ουσιαστικού διαλόγου.
    Επομένως χρειάζεται οι σχετιζόμενοι με το εκπαιδευτικό σύστημα φορείς να αποτυπώσουν και να συζητήσουν με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας τα μειονεκτήματά του και τα πλεονεκτήματά του για να αποτραπεί η ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετήματος που θα σέρνεται, θα αμφισβητείται η συνταγματικότητά του και, ταυτόχρονα θα απορρυθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, μέχρι την έκδοση πλήθους μεταβατικών υπουργικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων. Δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα «η αποστασιοποίηση των εκπαιδευτικών από το ίδιο το έργο τους» ούτε «ο προσωπικοκεντρικός χαρακτήρας» για να δικαιολογήσει την αντικατάσταση του συστήματος. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο για την παραγωγικότητα με βάση τα οικονομικά μοντέλα της αγοράς, αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας που είναι μεν αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Κρίσιμη σημασία αποτελεί και η διαχείρισή της, για ποιους σκοπούς χρησιμοποιείται.
    Στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου οι αλλαγές σε διοικητικό επίπεδο με την ενσωμάτωση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και οι αλλαγές στον τρόπο στελέχωσης των νέων υπηρεσιών θεωρούνται ικανές για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στη μάθηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη νομοθεσία αλλά σε πρακτικό και κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Στις νέες υπηρεσίες που προτείνονται είναι τα Κ.Ε.Σ.Υ. που ενσωματώνουν υπηρεσίες που μέχρι σήμερα έχουν διαφορετικό αντικείμενο και απευθύνονται σε διαφορετικό μαθητικό πληθυσμό. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ανάμεσα στις «πολυδιάστατες» αρμοδιότητες τους είναι να παρέχουν υποστήριξη «στο σύνολο της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας της περιοχής ευθύνης του (σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, τοπική κοινότητα) σε πολλαπλά επίπεδα (πρόληψη, αξιολόγηση, εισήγηση, παρέμβαση, ενημέρωση-επιμόρφωση, ευαισθητοποίηση) με στόχο τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο εκπαιδευτικό αγαθό».
    Η προτεινόμενη οργανωτική σύνθεση θεωρούμε ότι θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα σε λειτουργικό αλλά και εργασιακό επίπεδο, γιατί η σημερινή πραγματικότητα με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στην εκπαιδευτική πολιτική και στην πρακτική της εφαρμογή. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με τις διατάξεις του προτεινόμενου νόμου. Ωστόσο αν αυτό είναι το όραμα δεν πρέπει να αποσιωπάται ότι αποτελεί ένα ζήτημα περίπλοκο που απαιτεί μια δύσκολη μεταβατική διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί άλλον προσανατολισμό στην εκπαίδευση, γενναία χρηματοδότηση, αλλαγή στα προγράμματα σπουδών και στη διδασκαλία, υποστήριξη, επιμόρφωση και ουσιαστική οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ώστε σταδιακά και σταθερά να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπαίδευση για όλους.
    Στο όνομα της αποκέντρωσης η σχολική μονάδα επιφορτίζεται με πολλές και πολυδιάστατες αρμοδιότητες και το εκπαιδευτικό προσωπικό καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προτείνονται «συνεργασίες» του σχολείου με φορείς και υπηρεσίες, χωρίς να έχει καθοριστεί ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε και τα πρωτόκολλα συνεργασίας. Το σημερινό σχολείο πριν από οποιαδήποτε νέα καινοτόμα δράση χρειάζεται μόνιμο, σταθερό και ενισχυμένο οικονομικά και επαγγελματικά προσωπικό. Η συνεχής ανασφάλεια και απαξίωση που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί μέσα σε συνθήκες οικονομικής λιτότητας δεν προμηνύει καλούς οιωνούς αλλά μάλλον ενισχύει την «αποστασιοποίησή» τους. Επιχειρείται η συγχώνευση δομών και υπηρεσιών, όπως: α) τα ΠΕΚΕΣ για να απορροφήσουν τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης, τους Σχολικούς Συμβούλους, τα ΠΕΚ, β) τα ΚΕΣΥ για να καταργηθούν και συγχωνευτούν τα ΚΕΔΔΥ, τα ΚΕΣΥΠ, οι Σταθμοί Συμβουλευτικής Νέων, και γ) τα ΚΕΑ για να συνενωθούν τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, η Αγωγή Υγείας, οι Σχολικές Δραστηριότητες και τα Πολιτιστικά Τμήματα με στόχο την μείωση θέσεων και όχι την ενίσχυση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
    Με τη δημιουργία και λειτουργία των ΠΕ.ΚΕ.Σ. στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Π.Ε.&Δ.Ε. το Υπουργείο Παιδείας μετακυλά την επιτελική ευθύνη του και την ουσιαστική υποστήριξή του στο εκπαιδευτικό έργο των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πλήθος των αρμοδιοτήτων του νέου θεσμού στο οποίο συγκεντρώνονται ευθύνες παιδαγωγικές, διοικητικές, γνωμοδοτικές, εκπαιδευτικού σχεδιασμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου, επιμορφωτικές, συμβουλευτικής γονέων, συντονισμού άλλων εκπαιδευτικών φορέων, προσδίδουν στον θεσμό αυτό βραδυκίνητα και δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά. Η προφανής αδυναμία στοιχειώδους ανταπόκρισης στις πολλαπλές ανάγκες που ανακύπτουν στο πεδίο της εφαρμογής του, αναπόφευκτα θα οδηγήσει το όλο εγχείρημα να παραμείνει «κενό γράμμα» και να καταγραφεί στην ιστορία της εκπαίδευσης, ως ακόμα ένας νόμος που έμεινε «στα χαρτιά».
    Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων που λειτουργούσαν ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, υποβαθμίζει τον αποκεντρωτικό, επιστημονικό, καθοδηγητικό και υποστηρικτικό τους ρόλο προς τις σχολικές μονάδες και τις άλλες εκπαιδευτικές δομές. Η παιδαγωγική καθοδήγηση εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να λύσει ζητήματα και ουσιαστικά δεν υπάρχει. Η Πολιτεία μέχρι σήμερα δεν επεδίωξε την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου. Ένα θεσμό που διεκδίκησαν τα Συνδικάτα με αγώνες, ενάντια στον διοικητικό αυταρχισμό της μακρινής περιόδου των επιθεωρητών, που το Ελληνικό Κράτος επιχειρεί σήμερα -εκδικητικά και αναιτιολόγητα- να τον απαξιώσει και να τον καταργήσει. Η εμμονή σε αναιτιολόγητα προαπαιτούμενα, φωτογραφικές διατάξεις και εμφανείς αποκλεισμούς ικανών εκπαιδευτικών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. στις Περιφέρειες, τη μεγάλη μείωση του αριθμού των στελεχών Π.Σ.Ε. και το δικαίωμα αίτησης σε μια μόνο Περιφέρεια, προαναγγέλλουν διακρίσεις με αντισυνταγματικές προεκτάσεις, αλλά και μεγάλα ελλείματα στελέχωσης των νέων δομών Π.Ε.&Δ.Ε.
    Με την ίδρυση της υπερδομής του ΚΕΣΥ και την ενίσχυση των ΕΔΕΑΥ που λειτουργούν με Προγράμματα ΕΣΠΑ καταστρέφει τον εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό και διεπιστημονικό προσανατολισμό των ΚΕΔΔΥ, τα προγράμματα συνεκπαίδευσης, καθώς και τις ενταξιακές, & συμπεριληπτικές δομές του ελληνικού σχολείου, που ενισχύθηκαν στους εκπαιδευτικούς νόμους 4368/2006, 4415/2016 και 4452/2017. Μέχρι σήμερα τα ΚΕΔΔΥ επικεντρώνονταν με διεπιστημονικότητα στους μαθητές/τριες με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες υποστηρίζοντας την ένταξή τους στο γενικό ή το ειδικό σχολείο, παρά την εγκατάλειψή τους με ευθύνη των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΚΕΣΥ εστιάζεται σε ένα απροσδιόριστο διοικητικοκεντρικό καθηκοντολόγιο που θα αφορά την επιμόρφωση, την ειδική αγωγή, την συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
    Είναι προφανές πλέον, αν ψηφιστεί αυτό το νομοθέτημα, η διάγνωση θα αποδοθεί πλήρως στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ). Αυτά, αποτελούν μηχανισμό της ελληνικής κρατικής νοσοκομειακής δομής υγείας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν από τους πλέον προβληματικούς τομείς της κρατικής διοίκησης, με αποκορύφωμα ίσως, τα ιδιωτικά κέντρα ειδικής αγωγής που λειτουργούν με όρους αγοράς-πελατών-κόστους-κέρδους. Η επιστροφή στο ιατρικό μοντέλο με ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις, κατά παραγγελία, γυρνάνε δεκαετίες πίσω την εκπαίδευση, την ειδική αγωγή και ειδική επαγγελματική εκπαίδευση των αναπήρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φαίνεται ότι στο νέο νόμο καταργείται το κοινωνικό και εκπαιδευτικό μοντέλο στη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού με αναπηρίες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, γι’ αυτό ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.- ζητά από τον Υπουργό Παιδείας να συνεχιστεί η Διαβούλευση και ο Διάλογος για το νομοσχέδιο με όλους τους φορείς, για όσο χρόνο απαιτείται, με την παραδοχή ότι η εκπαίδευση, ως θεσμός είναι καθολικός και ενιαίος. Επομένως οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις όπου και όταν απαιτούνται, θα πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας νομοθετικής πρότασης που να εναρμονίζεται με τους γενικούς και ειδικούς στόχους, να συνυφαίνονται με την γενική εκπαιδευτική διαδικασία και κατά κανόνα να υλοποιούνται στους χώρους, τα πλαίσια και τα προγράμματα της γενικής εκπαίδευσης.
    Για το Διοικητικό Συμβούλιο του Π.Ε.Σ.Ε.Α.
    Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας

    Μηνάς Ευσταθίου Λευτέρης Ρατσιάτος

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:30 | Χιονία

    1) Ο Επαγγελματικός Προσανατολισμός (ΕΠ) πρέπει να έχει καθορισμένο και σαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων. Το σχολείο οφείλει να προετοιμάσει τους μαθητές/τριες να σπουδάσουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν και μπορούν και όχι εκεί που τους σπρώχνει το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Απαιτούνται για το σκοπό αυτό οργανωμένες και αναβαθμισμένες υπηρεσίες Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού, οι οποίες θα καθορίζονται από ένα σαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων, το οποίο πρέπει να διασφαλιστεί στη νέα δομή Κ.Ε.Σ.Υ. Προκύπτουν ως αναγκαιότητα οι παρεμβάσεις επαγγελματικού προσανατολισμού από Γ΄ Γυμνασίου έως και Γ΄ Λυκείου για την υποστήριξη μέσω ατομικής ή ομαδικής συμβουλευτικής υποστήριξης, πληροφόρησης, βοήθειας, μέσω project, δημιουργία ατομικού Φακέλου Δεξιοτήτων με τον ορισμό συγκεκριμένων παραδοτέων σε συνεργασία του σχολείου με το ΚΕ.ΣΥΠ. Το ΚΕΣΥ υποστηρίζει τις σχολικές μονάδες A/βάθμιας και B/βάθμιας εκπαίδευσης. Επομένως το θέμα της μετάβασης είναι σημαντικό να υποστηριχθεί και άπτεται των αρμοδιοτήτων του Ε.Π.
    2) Τα ΚΕ.ΣΥ.Π. απευθύνονται σε όλους τους μαθητές/τριες Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου, σε Γονείς, εκπαιδευτικούς και σε κοινό νέων έως 25 ετών και μπορούν να τα επισκεφτούν όσες φορές επιθυμούν. Θεωρείται απαραίτητο να υπάρχουν χωροταξικά κατανεμημένα τα ΚΕ.ΣΥ.Π. με τέτοια γεωγραφική διασπορά, ώστε ισότιμα όλοι οι μαθητές/τριες και λοιποί ενδιαφερόμενοι να μπορούν να έχουν πρόσβαση. Η υφιστάμενη χωροταξική κατανομή των ΚΕ.ΣΥ.Π είναι απαραίτητο όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να ενισχυθεί σε βάθος χρόνου. Ας μην ξεχνάμε την ιδιαιτερότητα της χώρας μας σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Αυτό θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο, εφόσον στόχος της αλλαγής αυτής είναι η ισότιμη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό έργο.
    3) Οι χώροι που θα στεγαστούν οι αρμοδιότητες του ΚΕΣΥ με τους διαφορετικούς διακριτούς ρόλους να πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές, για να εξασφαλίζεται η συμβουλευτική διαδικασία με σεβασμό στο άτομο που συμμετέχει. Πρέπει να είναι προσβάσιμες σε όλους τους ενδιαφερόμενους της περιοχής που εξυπηρετεί η νέα δομή. Για αποτελεσματικές και αξιοπρεπείς υπηρεσίες Ε.Π. πρέπει να διατηρηθούν οι χώροι των ΚΕΣΥΠ.
    4) Στόχος του ΚΕΣΥ μεταξύ των άλλων οφείλει να είναι η εξασφάλιση ενός δημόσιου και δωρεάν συστήματος Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, το οποίο θα είναι αξιόπιστο, αποτελεσματικό και σύμφωνο με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Έτσι θα μπορούν όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, να απολαμβάνουν ισότιμα, σε όποια περιοχή της χώρας κι αν βρίσκονται, αυτές τις δωρεάν υπηρεσίες, οι οποίες υποστηρίζουν τη σχολική κοινότητα και το εκπαιδευτικό έργο, διότι ο θεσμός της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού συνδέεται άμεσα με τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και συμβάλλει σημαντικά στην προετοιμασία των νέων, ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Εάν εκλείψουν οι δομές και τα επιμορφωμένα στελέχη τους, τότε θα αναγκαστούν οι μαθητές/τριες να προσφύγουν στον ιδιωτικό τομέα με ό,τι αυτό, συνεπάγεται για τα οικονομικά της οικογένειας που δεν μπορεί να καλύψει κι αυτό το δυσβάσταχτο έξοδο. Η ισότιμη πρόσβαση δε θα υπάρχει και τα παιδιά θα προσφεύγουν, – αν φυσικά μπορούν, – σε ιδιώτες (180 με 200 ευρώ τουλάχιστον ένα π.χ. τεστ στον ιδιωτικό τομέα ή η συμπλήρωση του μηχανογραφικού).
    5) Ο ΣΕΠ λειτουργεί διαμεσολαβητικά μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας και των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ευκαιριών που αυτή παρέχει, μεταξύ των ατομικών φιλοδοξιών και της πραγματικότητας. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις περιρρέουσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, καθώς έχει αποδειχτεί από διεθνείς έρευνες, είναι σημαντικό και ανταποδοτικό το όφελος που προκύπτει για την Πολιτεία και την κοινωνία από την ύπαρξη και λειτουργία υπηρεσιών συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού στην εκπαίδευση.
    6) Υλικοτεχνική υποδομή και υποστηρικτικό υλικό, αλλά και η δημιουργία ενός κεντρικού φορέα υποστήριξης των υπηρεσιών Ε.Π. στο Υπουργείο Παιδείας θα συμβάλλει καθοριστικά στην αναβάθμιση του ρόλου και στην καλύτερη δυνατή παροχή υπηρεσιών Ε.Π. Οι δομές των ΚΕΣΥ στον τομέα του ΕΠ θα υποστηρίζονταν πιο συστηματικά από ένα κεντρικό όργανο που θα στηρίζει τον τρόπο επικοινωνίας των δομών μεταξύ τους, τη δημιουργία μιας ειδικής πλατφόρμας πληροφόρησης και ενημέρωσης σε θέματα που άπτονται του ΕΠ.
    7) Στο θέμα της μαθητικής διαρροής οι κατάλληλα οργανωμένες υπηρεσίες Ε.Π. θα προσφέρουν σημαντική υποστήριξη και βοήθεια. Η ανισότητα στις δυνατότητες μετάβασης ορισμένων ομάδων, όπως οι νέοι/ες από στερημένο πολιτιστικά και οικονομικά περιβάλλον ή τα παιδιά μεταναστών και προσφύγων, οι Ρομά, μαθητές/τριες σε σχολεία φυλακών, οι νέοι εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης (NEETS) κ.λ.π. απαιτεί να μπορούν να βοηθηθούν αυτές οι ομάδες ουσιαστικά με την ενδυνάμωσή τους σε προσωπικές και επαγγελματικές δεξιότητες. Ο ρόλος των συμβούλων Σ.Ε.Π. αποδεικνύεται σημαντικός και αναγκαίος.
    8) Η στήριξη και ενίσχυση του Ε.Π. θα πραγματοποιηθεί με τη λειτουργία Γραφείων Επαγγελματικού Προσανατολισμού στα ΛΥΚΕΙΑ, ώστε να διευκολύνει μαθητές/τριες και αποφοίτους/τες για την κατάλληλη ένταξη και μετάβασή τους στις σπουδές, την αγορά εργασίας και να στηρίξουν παρεμβάσεις με αντικείμενο την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και την προώθηση επιχειρηματικών ιδεών των νέων σε τοπικό και γενικότερο επίπεδο εντός του εκπαιδευτικού συστήματος.

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:25 | ΑΝΝΑ

    ΘΕΩΡΩ ΟΤΙ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΟΙ ΕΕΠ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙΔΕΚΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ- ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΒΠ ΕΦΟΣΩΝ ΠΕΡΝΟΥΝ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΠΛΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑ ΠΑΣΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΑΦΟΥΓΚΡΑΖΟΝΤΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥΣ.ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΟΡΦΩΣΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΥΓΙΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΠΛΑΘΕΤΑΙ ΚΑΙ ΧΤΙΖΕΤΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΥΓΙΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΚΙΝΙΤΙΚΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΚΙΑ ΝΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΟΔΚΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΕΕΠ ΣΕ ΤΑΚΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:08 | Δωροθέα

    Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
    Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
    3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
    Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:05 | Ευφρ. Μυργιώτη

    Η Συμβουλευτική και ο Επαγγελματικός Προσανατολισμός αποβλέπει στην υποστήριξη των μαθητών/τριών όλων των τάξεων και σχολικών βαθμίδων. Οι μαθητές/τριες Γυμνασίου και Λυκείου στα κομβικά μεταβατικά τους στάδια απαιτείται να προετοιμαστούν δυναμικά για τη διερεύνηση του εαυτού τους και την ομαλή μετάβαση στην ενήλικη ζωή και την αγορά εργασίας. Σε ατομικό επίπεδο η παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού είναι αναγκαία στους μαθητές/τριες από την έναρξη της σχολικής τους ζωής και όχι μόνο κατά τη διάρκεια φοίτησης στη Β’ και Γ’ τάξη του Λυκείου, προκειμένου να βοηθηθούν να στοχαστούν πάνω στο ατομικό τους προφίλ, τις ικανότητες και τις δεξιότητές τους, τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις τους. Ο Ε.Π. ως αναγκαιότητα απευθύνεται σε όλους τους μαθητές/τριες, οι οποίοι είναι ίσοι και έχουν τα ίδια δικαιώματα, επομένως ο Ε.Π. έχει τις ίδιες υποχρεώσεις προς όλους. Οι Υ.Α. που θα καθορίσουν τους στόχους και τις αρμοδιότητες των παρεχόμενων υπηρεσιών Συμβουλευτικής και Ε.Π. οφείλουν να είναι σαφείς και περιεκτικές και να συμπεριλαμβάνουν όλα τα στάδια ανάπτυξης των μαθητών/τριών.

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:02 | Ιωάννης Κυργιόπουλος-Ψυχολόγος-ΚΕΔΔΥ Φθιώτιδας

    Αρ. 7 Να τροποποιηθεί όπως παρακάτω:
    παρ. 1: Αποστολή των Κ.Ε.Σ.Υ. είναι η υποστήριξη των σχολικών μονάδων και Ε.Κ. της περιοχής ευθύνης τους, καθώς και των μαθητών για τη διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης ………..
    Παρ. 2. Οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Κ.Ε.Σ.Υ. για την επίτευξη της αποστολής τους έχουν εκπαιδευτικό προσανατολισμό και είναι ιδίως, οι ακόλουθες:
    α) Σε επίπεδο διερεύνησης, αξιολόγησης, διάγνωσης και γνωμάτευσης των εκπαιδευτικών, συναισθηματικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων αναγκών

  • 25 Μαρτίου 2018, 23:02 | Θεοδότα Λούδα

    1) Ο Επαγγελματικός Προσανατολισμός (ΕΠ) πρέπει να έχει καθορισμένο και σαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων. Το σχολείο οφείλει να προετοιμάσει τους μαθητές/τριες να σπουδάσουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν και μπορούν και όχι εκεί που τους σπρώχνει το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Απαιτούνται για το σκοπό αυτό οργανωμένες και αναβαθμισμένες υπηρεσίες Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού, οι οποίες θα καθορίζονται από ένα σαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων και καθηκόντων, το οποίο πρέπει να διασφαλιστεί στη νέα δομή Κ.Ε.Σ.Υ. Προκύπτουν ως αναγκαιότητα οι παρεμβάσεις επαγγελματικού προσανατολισμού από Γ΄ Γυμνασίου έως και Γ΄ Λυκείου για την υποστήριξη μέσω ατομικής ή ομαδικής συμβουλευτικής υποστήριξης, πληροφόρησης, βοήθειας, μέσω project, δημιουργία ατομικού Φακέλου Δεξιοτήτων με τον ορισμό συγκεκριμένων παραδοτέων σε συνεργασία του σχολείου με το ΚΕΣΥΠ. Το ΚΕΣΥ υποστηρίζει τις σχολικές μονάδες Π/βάθμιας και Δ/βάθμιας εκπαίδευσης. Επομένως το θέμα της μετάβασης είναι σημαντικό να υποστηριχθεί και άπτεται των αρμοδιοτήτων του Ε.Π.
    2) Τα ΚΕ.ΣΥ.Π. απευθύνονται σε όλους τους μαθητές/τριες Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου, σε Γονείς, εκπαιδευτικούς και σε κοινό νέων έως 25 ετών και μπορούν να τα επισκεφτούν όσες φορές επιθυμούν. Θεωρείται απαραίτητο να υπάρχουν χωροταξικά κατανεμημένα τα ΚΕΣΥ.Π. με τέτοια γεωγραφική διασπορά, ώστε ισότιμα όλοι οι μαθητές/τριες και λοιποί ενδιαφερόμενοι να μπορούν να έχουν πρόσβαση. Η υφιστάμενη χωροταξική κατανομή των ΚΕ.ΣΥ.Π είναι απαραίτητο όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να ενισχυθεί σε βάθος χρόνου. Ας μην ξεχνάμε την ιδιαιτερότητα της χώρας μας σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Αυτό θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο, εφόσον στόχος της αλλαγής αυτής είναι η ισότιμη πρόσβαση στο εκπαιδευτικό έργο.
    3) Οι χώροι που θα στεγαστούν οι αρμοδιότητες του ΚΕΣΥ με τους διαφορετικούς διακριτούς ρόλους να πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές, για να εξασφαλίζεται η συμβουλευτική διαδικασία με σεβασμό στο άτομο που συμμετέχει. Πρέπει να είναι προσβάσιμες σε όλους τους ενδιαφερόμενους της περιοχής που εξυπηρετεί η νέα δομή. Για αποτελεσματικές και αξιοπρεπείς υπηρεσίες Ε.Π. πρέπει να διατηρηθούν οι χώροι των ΚΕΣΥΠ.
    4) Στόχος του ΚΕΣΥ μεταξύ των άλλων οφείλει να είναι η εξασφάλιση ενός δημόσιου και δωρεάν συστήματος Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, το οποίο θα είναι αξιόπιστο, αποτελεσματικό και σύμφωνο με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Έτσι θα μπορούν όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, να απολαμβάνουν ισότιμα, σε όποια περιοχή της χώρας κι αν βρίσκονται, αυτές τις δωρεάν υπηρεσίες, οι οποίες υποστηρίζουν τη σχολική κοινότητα και το εκπαιδευτικό έργο, διότι ο θεσμός της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού συνδέεται άμεσα με τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και συμβάλλει σημαντικά στην προετοιμασία των νέων, ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Εάν εκλείψουν οι δομές και τα επιμορφωμένα στελέχη τους, τότε θα αναγκαστούν οι μαθητές/τριες να προσφύγουν στον ιδιωτικό τομέα με ό,τι αυτό, συνεπάγεται για τα οικονομικά της οικογένειας που δεν μπορεί να καλύψει κι αυτό το δυσβάσταχτο έξοδο. Η ισότιμη πρόσβαση δε θα υπάρχει και τα παιδιά θα προσφεύγουν, – αν φυσικά μπορούν, – σε ιδιώτες (180 με 200 ευρώ τουλάχιστον ένα π.χ. τεστ στον ιδιωτικό τομέα ή η συμπλήρωση του μηχανογραφικού).
    5) Ο ΣΕΠ λειτουργεί διαμεσολαβητικά μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας και των εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ευκαιριών που αυτή παρέχει, μεταξύ των ατομικών φιλοδοξιών και της πραγματικότητας. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις περιρρέουσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, καθώς έχει αποδειχτεί από διεθνείς έρευνες, είναι σημαντικό και ανταποδοτικό το όφελος που προκύπτει για την Πολιτεία και την κοινωνία από την ύπαρξη και λειτουργία υπηρεσιών συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού στην εκπαίδευση.
    6) Υλικοτεχνική υποδομή και υποστηρικτικό υλικό, αλλά και η δημιουργία ενός κεντρικού φορέα υποστήριξης των υπηρεσιών Ε.Π. στο Υπουργείο Παιδείας θα συμβάλλει καθοριστικά στην αναβάθμιση του ρόλου και στην καλύτερη δυνατή παροχή υπηρεσιών Ε.Π. Οι δομές των ΚΕΣΥ στον τομέα του ΕΠ θα υποστηρίζονταν πιο συστηματικά από ένα κεντρικό όργανο που θα στηρίζει τον τρόπο επικοινωνίας των δομών μεταξύ τους, τη δημιουργία μιας ειδικής πλατφόρμας πληροφόρησης και ενημέρωσης σε θέματα που άπτονται του ΕΠ.
    7) Στο θέμα της μαθητικής διαρροής οι κατάλληλα οργανωμένες υπηρεσίες Ε.Π. θα προσφέρουν σημαντική υποστήριξη και βοήθεια. Η ανισότητα στις δυνατότητες μετάβασης ορισμένων ομάδων, όπως οι νέοι/ες από στερημένο πολιτιστικά και οικονομικά περιβάλλον ή τα παιδιά μεταναστών και προσφύγων, οι Ρομά, μαθητές/τριες σε σχολεία φυλακών, οι νέοι εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης (NEETS) κ.λ.π. απαιτεί να μπορούν να βοηθηθούν αυτές οι ομάδες ουσιαστικά με την ενδυνάμωσή τους σε προσωπικές και επαγγελματικές δεξιότητες. Ο ρόλος των συμβούλων Σ.Ε.Π. αποδεικνύεται σημαντικός και αναγκαίος.
    8) Η στήριξη και ενίσχυση του Ε.Π. θα πραγματοποιηθεί με τη λειτουργία Γραφείων Επαγγελματικού Προσανατολισμού στα ΛΥΚΕΙΑ, ώστε να διευκολύνει μαθητές/τριες και αποφοίτους/τες για την κατάλληλη ένταξη και μετάβασή τους στις σπουδές, την αγορά εργασίας και να στηρίξουν παρεμβάσεις με αντικείμενο την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και την προώθηση επιχειρηματικών ιδεών των νέων σε τοπικό και γενικότερο επίπεδο εντός του εκπαιδευτικού συστήματος.

  • 25 Μαρτίου 2018, 22:24 | ΙΩΑΝΝΑ ΘΕΟΧΑΡΗ

    Συμφωνώ με τις θέσεις του ΣΑΤΕΑ:
    Άρθρο 7
    2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
    ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
    πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
    ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
    σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
    ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
    Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).

    iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
    Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.

    3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.

    Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους.

  • 25 Μαρτίου 2018, 22:15 | Χριστίνα Κ.

    Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο σχόλιο, το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).

  • 25 Μαρτίου 2018, 22:04 | Βασιλική Κυρίτση

    Για μια ακόμη φορά φαίνεται η προσπάθεια υπερσυγκέντρωσης αρμοδιοτήτων σε μία δομή που είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορεί να φέρει εις πέρας αυτό το έργο. Με πόσα άτομα πρέπει αλήθεια να στελεχωθεί το ΚΕΣΥ, για να το κατορθώσει αυτό; Πάλι διαφαίνεται η λογική της εκοικονόμησης πόρων και ανάθεση επιπλέον όγκου δουλειάς στον εκπαιδευτικό της τάξης, ο οποίος δεν έχει την απαραίτητη στήριξη από την Πολιτεία σε υλικοτεχνική υποδομή, σταθερότητα σε εργασία του και σε εκπαίδευση για να ενδυναμωθεί ο ίδιος και εν συνεχεία να υποστηρίξει ουσιαστικά τους μαθητές.
    Έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα οι συνάδελφοι σε όλα όσα αναγράφονται περί διαφοροποιημένης διδασκαλίας κ.λπ. ή έχουμε την εντύπωση πως μέσα από ολιγόωρες επιμορφώσεις (πότε θα γίνουν αυτές;) θα είναι σε θέση αντεπεξέλθουν; Με ελλιπή σχεδιασμό και απουσία μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού εντός και εκτός σχολείου θα χαρακτηριστούν αναποτελεσματικές και οι νέες δομές, θα υπάρξει ματαίωση των συναδέλφων και μη ουσιαστική υποστήριξη των μαθητών. Η υποστήριξη των μαθητών και η συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς θα πρέπει να έχει βάση το σχολείο και όχι να γίνεται εξ αποστάσεως. Πώς μπορεί ο εκπαιδευτικός να αναλάβει να κάνει διερεύνηση αναγκών, εφαρμογή βραχύχρονου προγράμματος παρέμβασης και όλα όσα καταγράφονται, χωρίς να του διασφαλίζονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις που προαναφέρονται; Επίσης, στην πραγματικότητα θα αξιολογείται και για αυτό!
    Η ενταξιακή εκπαίδευση από τη μια βασίζεται στο κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας και στο μοντέλο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως πρεσβεύει και το ίδιο το αναπηρικό Κίνημα, ωστόσο περιλαμβάνει και το σκέλος της εξοικονόμησης πόρων που εκπορεύεται από υπερεθνικούς οργανισμούς (βλ. ΟΟΣΑ). Η προώθησή της πρέπει να αφορά την εκ βάθρων αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος τόσο σε οργανωτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο νοοτροπίας.
    Θεωρώ ότι το ΥΠΠΕθ προσπαθεί να καλύψει με παιδαγωγικό μανδύα για μια ακόμη φορά την εκπαιδευτική πολιτική της λιτότητας που έχει αποφασίσει να εφαρμόσει.

  • 25 Μαρτίου 2018, 21:17 | Ιωάννης Κ.

    Δίνονται υπερβολικά πολλές αρμοδιότητες στα ΚΕΣΥ όπως συνέβαινε μέχρι τώρα και με τα ΚΕΔΔΥ (τα οποία είναι υποστελεχωμένα και γι’αυτό υπολειτουργούν). Δεν βλέπω να προτείνεται κάτι καινούριο στο νομοσχέδιο…μόνο γενικολογίες και υποσχέσεις για νέες θέσεις εργασίας.

  • 25 Μαρτίου 2018, 21:06 | Ελένη

    Συμφωνώ απόλυτα με τις θέσεις του ΣΑΤΕΑ:
    2 -αα) Η διερεύνηση ατομικών ή/και ομαδικών εκπαιδευτικών και
    ψυχοκοινωνικών αναγκών, η αξιολόγηση του είδους των δυσκολιών και των
    πιθανών εκπαιδευτικών, ψυχοκοινωνικών και άλλων φραγμών στη μάθηση και την
    ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση που αντιμετωπίζει το σύνολο των μαθητών της
    σχολικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία ή/και
    ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καθώς και των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες.
    Σχόλιο: Σε θεωρητικό επίπεδο η ενταξιακή εκπαίδευση αφορά σε όλους τους μαθητές και όχι αποκλειστικά στους μαθητές με αναπηρία ή/ και εκπαιδευτικές ανάγκες, επομένως, η αναφορά στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες “δικαιολογείται” υπό μία έννοια, αλλά παράλληλα παραπέμπει στην κεντρική έννοια της προσέγγισης response to intervention, την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές της τάξης. Σε αυτό το σημείο, όμως, ας μην ξεχνάμε πώς λειτουργεί μέχρι και σήμερα η ένταξη των μαθητών των προαναφερθέντων ομάδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: αποσπασματικά και χωρίς ενιαίο τρόπο σε επίπεδο νομοθεσίας και μέσω ΕΣΠΑ σε επίπεδο στελέχωσης. Τόσο ο θεσμός της Παράλληλης Στήριξης όσο και η υποστήριξη των μαθητών από ευάλωτες κοινωνικά ομάδες βασίζονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως με τη λήξη αυτών των προγραμμάτων και παράλληλα με την ψήφιση τέτοιων νομοσχεδίων η ευθύνη της εκπαιδευτικής υποστήριξης θα ανατεθεί στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, τα οποία στελεχώνονται σε μεγάλο βαθμό από αναπληρωτές. Η παροχή διακριτής εκπαιδευτικής υποστήριξης (π.χ. επιπλέον εκπαιδευτικός για Παράλληλη Στήριξη ανά μαθητή) κοστίζει. Δυστυχώς, η προώθηση της ενταξιακής φιλοσοφίας περιλαμβάνει και αυτό τον παράγοντα και συχνά αποτελεί το όχημα για έναν εξευγενισμένο τρόπο περικοπών στην εκπαίδευση. Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί προάγγελο των αλλαγών που επιδιώκει να κάνει περαιτέρω το Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο εξοικονόμησης εκπαιδευτικού προσωπικού. Επιχειρώντας με ωραιοποιημένο τρόπο στροφή σε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο με επίκεντρο τον δάσκαλο καθαρά για οικονομικούς- λογιστικούς λόγους, το Υπουργείο επιδιώκει αφενός να μετατρέψει τον δάσκαλο σε πολυεργαλείο με υπερβολικό όγκο εργασίας (διερεύνηση μαθησιακών αναγκών, συνεχή παιδαγωγική αξιολόγηση, εφαρμογή εκπαιδευτικής παρέμβασης με διαφοροποιημένη διδασκαλία κ.ά.)., αφετέρου να τον θέσει υπεύθυνο για την αποτυχία αποτελεσματικής υποστήριξης των μαθητών τη στιγμή που α) δεν έχει επιμορφωθεί κατάλληλα για να το πράττει, β) δεν του παρέχονται από την Πολιτεία οι κατάλληλες δομές και συνθήκες ως απαραίτητα στοιχεία στο εργασιακό του πλαίσιο (λ.χ. έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, προβληματικά Α.Π. και σχολικά εγχειρίδια, απουσία ειδικοτήτων ή σταθερής θέσης εργασίας του ίδιου κ.ά.).
    iii) την προώθηση των αρχών της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής,
    Σχόλιο: Η αναφορά στις αρχές της διαφοροποιημένης παιδαγωγικής χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις ,όπως είναι κυρίως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών δε διασφαλίζει και την προώθησή τους.
    3. Τα Κ.Ε.Σ.Υ. ασκούν τις αρμοδιότητές τους υπό το συντονισμό του οικείου ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και σε συνεργασία με τις λοιπές περιφερειακές δομές διοίκησης και υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και τις Ε.Δ.Ε.Α.Υ., όπου αυτές λειτουργούν.
    Σχόλιο: Οι αρμοδιότητες των ΚΕΣΥ είναι υπερβολικά πολλές. Σε σχέση με τα ΚΕΔΔΥ που, επίσης έχουν μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων και λειτουργούν με πολλά προβλήματα λόγω και αυτού του παράγοντα αλλά και εξαιτίας της υποστελέχωσής τους, στην ουσία το εν λόγω νομοσχέδιο δεν προσφέρει κάποια λειτουργική εναλλακτική πρόταση. Παρά το ότι διατυπώνεται πως ιδρύονται πολλές νέες θέσεις για τη στελέχωση των ΚΕΣΥ, η ασάφεια και οι γενικόλογες διατυπώσεις ως προς τις αρμοδιότητές τους θα επιφέρουν σοβαρές δυσκολίες στο ευρύ φάσμα των αρμοδιοτήτων τους