Άρθρο 07: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

Πόροι των Ερευνητικών Κέντρων – Κατανομή της Δημόσιας Χρηματοδότησης στα Ερευνητικά Κέντρα
Τα Ερευνητικά Κέντρα έχουν αποφασιστικό ρόλο στην εφαρμογή της στρατηγικής για την ΕΤΑΚ της χώρας. Κάθε Κέντρο αποφασίζει τη στρατηγική της ανάπτυξής του, στο πλαίσιο του σχεδιασμού σε εθνικό επίπεδο των προτεραιοτήτων της ΕΤΑΚ αλλά και σύμφωνα με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και αποστολή του. Τα Ερευνητικά Κέντρα επιχορηγούνται από την πολιτεία στη βάση τετραετών προγραμματικών συμφωνιών που συνάπτουν με το αντίστοιχο εποπτεύον Υπουργείο.

Πόροι των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων είναι κυρίως:
• Επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του εποπτεύοντος Υπουργείου για την κάλυψη μέρους των εξόδων της λειτουργίας τους.
• Επιχορηγήσεις από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων
• Έσοδα από την εκμετάλλευση της υλικής και διανοητικής περιουσίας του ερευνητικού φορέα
• Έσοδα από την εκτέλεση ερευνητικών έργων για λογαριασμό τρίτων
• Χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά ή άλλα διεθνή προγράμματα.
• Το σύνολο των πόρων του ερευνητικού κέντρου από κάθε πηγή χρηματοδότησης υπόκειται σε ενιαία οικονομική διαχείριση, οι δε αποφάσεις που αφορούν τη διαχείριση των πόρων λαμβάνονται από το Δ.Σ. Σε κάθε περίπτωση, οι πόροι ερευνητικών προγραμμάτων που προορίζονται για την κάλυψη έμμεσων λειτουργικών δαπανών υπόκεινται στη διαχείριση των κεντρικών οικονομικών υπηρεσιών των Ερευνητικών Κέντρων.
Οι προγραμματικές συμφωνίες των ΕΚ καταρτίζονται στο πλαίσιο του ΕΣΠΕΚ και περιλαμβάνουν τα εξής:
• Αντικείμενο και σκοπός του Ερευνητικού Κέντρου και των Ινστιτούτων αυτού. Η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Ε.Κ. και η συμβολή του στον ελληνικό και διεθνή χώρο έρευνας και καινοτομίας.
• Προσδιορισμός και προγραμματισμός των στόχων του Ε.Κ στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για την Ε.ΤΑ.Κ (ΕΣΠΕΚ). Οι στόχοι αυτοί αποτυπώνονται σε έργα, δράσεις και δραστηριότητες καθώς και δείκτες για την παρακολούθηση της υλοποίησής.
• Πρόβλεψη του τρόπου οικονομικής και κοινωνικής αξιοποίησης των αποτελεσμάτων του ερευνητικού έργου του Ε.Κ.
• Δράσεις προβολής του Ε.Κ. και της διάχυσης του ερευνητικού του έργου.
• Αποτίμηση των αποτελεσμάτων της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου με ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες.

Ως προς το οικονομικό σκέλος, οι προγραμματικές συμφωνίες κάθε Ερευνητικού Κέντρου εξειδικεύονται: α) στις λειτουργικές δαπάνες, β) στις επενδύσεις συμπεριλαμβανόμενου του κόστους συντήρησης μεγάλων υποδομών, γ) στις δαπάνες για το προσωπικό κάθε κατηγορίας και δ) στο υπόλοιπο προηγούμενων χρήσεων.
Οι κατευθύνσεις και οι στόχοι επί των οποίων βασίζονται οι προγραμματικές συμφωνίες, καθορίζονται από το Δ.Σ. του Ερευνητικού Κέντρου, ύστερα από γνώμη των Διευθυντών των επιμέρους Ινστιτούτων. Στη συνέχεια, το σχέδιο του προγραμματικού σχεδιασμού καταρτίζεται από τον Πρόεδρο του Ερευνητικού Κέντρου και εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Η εισήγηση του Ερευνητικού Κέντρου για το σχέδιο της προγραμματικής συμφωνίας υποβάλλεται από τον Πρόεδρο του Ε.Κ. στο εποπτεύον Υπουργείο. Το σχέδιο κοινοποιείται στη Γ.Γ.Ε.Τ., η οποία καταθέτει γνώμη και σχετικές παρατηρήσεις προς το εποπτεύον Υπουργείο. Η προγραμματική συμφωνία υπογράφεται από τον εποπτεύοντα Υπουργό και τον Πρόεδρο του οικείου Ε.Κ..
Η προγραμματική συμφωνία μπορεί να αναθεωρείται με την ίδια διαδικασία έως και μία φορά ανά έτος.
Σε ετήσια βάση κάθε ερευνητικό κέντρο διαμορφώνει προϋπολογισμό για το επόμενο έτος με βάση τον τετραετή σχεδιασμό της προγραμματικής συμφωνίας. Ο ετήσιος προϋπολογισμός περιλαμβάνει τον απολογισμό του προηγούμενου έτους.
Το ύψος της ετήσιας δημόσιας χρηματοδότησης προσδιορίζεται από το οικείο Υπουργείο λαμβάνοντας υπόψη την προγραμματική συμφωνία, το βαθμό επίτευξης των ετήσιων στόχων που είχε θέσει το Ε.Κ, τον ετήσιο προϋπολογισμό του κέντρου, και κριτήρια όπως η μοναδικότητα του αντικειμένου του Ε.Κ., η γεωγραφική θέση του Ε.Κ., καθώς και το κόστος λειτουργίας και συντήρησης των μεγάλων ερευνητικών υποδομών.

Πρόσθετη χρηματοδότηση πέραν της προαναφερόμενης χρηματοδότησης κατανέμεται στα Ερευνητικά Κέντρα με βάση δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων κάθε Κέντρου. Οι δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων είναι, ιδίως, οι ακόλουθοι:
• αριθμός δημοσιεύσεων ανά Ερευνητή του Ε.Κ.
• αριθμός ετεροαναφορών ανά Ερευνητή
• εισροές ανά Ερευνητή που προέρχονται από διεθνή ανταγωνιστικά προγράμματα έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών
• αριθμός εγχώριων και διεθνών, διδακτορικών φοιτητών και μεταδιδακτορικών ερευνητών
• αριθμός διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, εγχώριων και διεθνών
• αριθμός ιδρυμένων εταιριών-τεχνοβλαστών
• αριθμός Ερευνητών που είναι μέλη σε εθνικές ή διεθνείς επιστημονικές ακαδημίες ή κατέχουν θέσεις στα κεντρικά όργανα διοίκησης διεθνών ακαδημαϊκών ή ερευνητικών οργανισμών ή διεθνών επιστημονικών εταιρειών
• η πρόοδος σε σχέση με τις επισημάνσεις της προηγούμενης αξιολόγησης του Κέντρου
• έσοδα από πώληση προϊόντων και παροχή υπηρεσιών
• ποσά εισροών από ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα
• αποδοτικότητα διαχείρισης πρόσθετων, μη τακτικών εσόδων (π.χ. γενικά έξοδα ερευνητικών και αναπτυξιακών έργων)
• δημιουργηθείσες θέσεις απασχόλησης

Κάθε Κέντρο, στο πλαίσιο των προγραμματικών συμφωνιών, προτείνει στην Γ.Γ.Ε.Τ. τους δείκτες με βάση τους οποίους επιθυμεί να αξιολογηθεί. Μετά από εισήγηση της Γ.Γ.Ε.Τ., με απόφαση του Υπουργού Π.Δ.Β.Μ.Θ. καθορίζεται το ποσό της πρόσθετης χρηματοδότησης και η διαδικασία κατανομής του.

Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας
Για την επιβράβευση και ουσιαστική υποστήριξη βέλτιστων πρακτικών ποιότητας και καινοτομίας καθώς και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των φορέων του ενιαίου χώρου έρευνας, θεσμοθετούνται τα Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας.
Αυτά αναδεικνύονται ύστερα από πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων προς τους δημόσιους ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς (ΑΕΙ) φορείς και αξιολόγηση από ειδικές επιτροπές που συγκροτούνται με ευθύνη του ΕΣΕΤΕΚ. Τα Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας ορίζονται με απόφαση του Υπουργού ΠΔΒΜΘ.
Κριτήρια για την ανάδειξη των Κέντρων Αριστείας είναι ιδίως η εξαιρετική ποιότητα και αποτελεσματικότητα του ερευνητικού έργου, ο βαθμός σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή, η αποτελεσματική δομή και οργάνωση της ερευνητικής δραστηριότητας και η συμμετοχή σε εθνικά, ευρωπαϊκά ή διεθνή δίκτυα και προγράμματα.
Τα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων, η διαδικασία ανάδειξης καθώς και οι όροι επιβράβευσης και διατήρησης του τίτλου εξειδικεύονται σε σχετική απόφαση του Υπουργού ΠΔΒΜΘ.

  • 7 Φεβρουαρίου 2012, 23:38 | Μ. ΤΖΕΒΕΛΕΚΟΥ

    Μαρία Τζεβελέκου
    Διευθύντρια Ερευνών, ΙΕΛ-ΕΚ «Αθηνά»

    Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να λειτουργήσει ένα ΕΚ χωρίς να καλύπτεται οικονομικά ο πυρήνας που διασφαλίζει τη συνέχεια και τη δυναμική του, χωρίς, δηλαδή, να καλύπτονται οι πάγιες δαπάνες του. Πρακτικά αυτό θα σήμαινε ότι ένα ΕΚ χάνει τον χαρακτήρα του και μετατρέπεται σε «εταιρία μελετών» που αναζητά χρηματοδοτικά προγράμματα, χωρίς στρατηγικό σχέδιο και χωρίς μακροπρόθεσμη προοπτική.

    Αυτό έρχεται σε αντίφαση με τη λογική της προγραμματικής συμφωνίας με τη ΓΓΕΤ. Η προγραμματική συμφωνία θα πρέπει να απηχεί το στρατηγικό σχέδιο κάθε ΕΚ, το οποίο καταρτίζεται με βάση τις υπάρχουσες δυνάμεις και τις γενικές τάσεις που επικρατούν στα γνωστικά αντικείμενα πάνω στα οποία δουλεύει. Η δουλειά αυτή αποκρυσταλλώνεται με πολλούς τρόπους: πρωτότυπες δημοσιεύσεις, μεταπτυχιακά προγράμματα, υποδομές (π.χ. προσβάσιμες βάσεις δεδομένων για επιμέρους θεματικά πεδία), καινοτόμα προϊόντα ή υπηρεσίες, άξονες πάνω στους οποίους στηρίζονται πολιτικές (π.χ. γλωσσική/κοινωνική/οικονομική/εκπαιδευτική πολιτική, κ.λπ.)

    Το στρατηγικό σχέδιο ενός ΕΚ έχει κατά συνέπεια μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η ενασχόλησή του με χρηματοδοτούμενα προγράμματα πρέπει να είναι μέρος αυτού του σχεδίου. Πρέπει, με άλλα λόγια, να επιλέγει βάσει σχεδίου τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα με τα οποία θα ασχοληθεί, και όχι τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα να αποτελούν ευκαιριακούς τρόπους επιβίωσης.

    Είναι σαφές πλέον στην πλειονότητα των ΕΚ ότι η αδυναμία της πολιτείας να καλύψει τις πάγιες ανάγκες τους μειώνει κατά πολύ τη δυναμική τους με πολλαπλούς τρόπους: α. δεν έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας -έστω και προσωρινές- για νέους επιστήμονες. Β. δεν έχουν τη δυνατότητα να προγραμματίσουν με σωστό τρόπο τη δραστηριότητά τους ώστε να επωφεληθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο –ερευνητικά και οικονομικά- από την προηγούμενη γνώση και εμπειρία που έχουν συσσωρεύσει. Γ. Δεν έχουν τη δυνατότητα να μεταδώσουν τη γνώση τους στους νέους ερευνητές. Δ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν καν τη δυνατότητα να απορροφήσουν τη χρηματοδότηση που έχουν κερδίσει, αν, για παράδειγμα, το ερευνητικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχουν ή συντονίζουν απαιτεί ένα τμήμα των δαπανών να προηγηθούν της χρηματοδότησης. Ε. Η συνεχής μείωση του μισθολογικού κόστους καταλήγει στο να αναγκάζονται να επιστρέψουν την αρχική χρηματοδότηση που έχουν κερδίσει με κόπο (π.χ. από ευρωπαϊκά προγράμματα).

    Όλα αυτά δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο με τα αρνητικά συνακόλουθά του, με το πιο επικίνδυνο συνακόλουθο να είναι η εγκατάλειψη της προσπάθειας.

  • 7 Φεβρουαρίου 2012, 23:06 | Κατσίκη Β.Α, ερευνήτρια ΕΛΚΕΘΕ

    Πρέπει μα αναφέρεται ρητά ότι το κράτος θα καλύπτει τουλάχιστον τη μισθοδοσία των ΕΚ.

    Πως είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι αν ασχολούμαστε σε τέτοιο βαθμό για την εξεύρεση πόρων για μισθούς ότι δεν θα επηρεαστεί η θεματολογία και η ποιότητα της έρευνας? Μέχρι σήμερα αντιστεκόμασταν στις “φραστικές αλλαγές” που ζητούσαν οι χρηματοδότες στα πορίσματα των ερευνών …….Αν εξαρτόμαστε όμως απ’ αυτούς?….

  • 7 Φεβρουαρίου 2012, 22:45 | Μπάμπης Σαββάκης

    Ε.ΚΕ.Β.Ε. «Αλέξανδρος Φλέμιγκ

    Άρθρο 29. Κατανομή της Δημόσιας Χρηματοδότησης στα Ερευνητικά Κέντρα

    Εξαιρετικά σημαντικό: Δεν αναφέρονται οι εθνικές συγχρηματοδοτήσεις (Μatching Funds – MF) Eυρωπαϊκών ανταγωνιστικών προγραμμάτων, που μέχρι το 2009 εχορηγούντο ως πρόσθετοι πόροι στους ερευνητικούς φορείς για την εκτέλεση των προγραμμάτων. Kακώς θεωρείται ότι τα MF αποτελούν επιβράβευση των ερευνητικών φορέων για τη συμμετοχή τους στα ανταγωνιστικά προγράμματα της ΕΕ. Τα MF έχουν μεγάλη σημασία για τα ΕΚ, γιατί δεν είναι δυνατόν να εκτελεστούν Ευρωπαϊκά προγράμματα που απαιτούν συγχρηματόδοτηση χωρίς αυτά, αν δεν υπάρχουν ίδιοι πόροι. Η μη ύπαρξη MF θα αποτρέψει τα ΕΚ να υποβάλλουν προτάσεις προς την ΕΕ, δεδομένου ότι συνήθως ζητείται βεβαίωση απο τις νομικές υπηρεσίες της ΕΕ ότι υπάρχουν ίδιοι πόροι για να ολοκληρωθεί ένα έργο. Επισημαίνεται ότι στο επόμενο Πρόγραμμα Πλαίσιο της ΕΕ για την έρευνα, θα δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην εθνική συμμετοχή για τη χρηματοδότηση έργων Ε&Τ. Τυχόν κατάργηση των MF, όπως διαφαίνεται από το κείμενο του σ/ν καθώς και από τη μη απόδοση τους μετά το 2009, θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για την έρευνα στη χώρα μας, δεδομένου ότι σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης ερευνητικών έργων προέρχεται από τα Προγράμματα Πλαίσια της ΕΕ.

    Μπάμπης Σαββάκης,
    Πρόεδρος Δ.Σ. και Επιστημονικός Διευθυντής

  • Ζ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
    Η χρηματοδότηση των ΕΚ από την πολιτεία δεν πρέπει να παραμένει στο επίπεδο της “επιχορήγησης” που ουσιαστικά σημαίνει τη σταδιακή αποδέσμευσής της από την υποχρέωση να στηρίζει τη λειτουργία των ΕΚ. Υπό αυτή την προοπτική φαντάζει αδιανόητη η συζήτηση για την κατάρτιση Εθνικής στρατηγικής για την έρευνα, ΕΤΑΚ, κοκ. Παράλληλα, ασυμφωνίες εμφανίζονται στο κείμενο όταν προδιαγράφεται η διάρκεια των προγραμματικών συμφωνιών σε τέσσερα έτη τη στιγμή που το ΕΣΠΕΚ είναι πενταετούς ορίζοντα.
    Ταυτόχρονα η χρηματοδότηση των ΕΚ ανατίθεται στην ουσία στις προγραμματικές συμφωνίες, οι οποίες περιγράφονται με ιδιαίτερα γραφειοκρατικούς κανόνες και διαδικασίες, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο κακής και εκτός χρόνου χρηματοδότησης αφού, ως γνωστό οι ρυθμοί ανταπόκρισης της δημόσιας διοίκησης είναι ιδιαίτερα αργοί. Την ίδια στιγμή διαφαίνεται μια αντίφαση, όταν οι προγραμματικές συμφωνίες γίνονται στο επίπεδο Κέντρου ενώ το ερευνητικό έργο παράγεται στο επίπεδο του Ινστιτούτου.
    Σχετικά με τα Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας το σχετικό εδάφιο στο νόμο αποτελεί απλά ένα κείμενο ιδεών χωρίς καμία περιγραφή του νομικού πλαισίου και καθεστώτος λειτουργίας. Θεωρούμε ότι ο θεσμός αυτός μπορεί να λειτουργήσει εποικοδομητικά δημιουργώντας κέντρα με διεθνή ακτινοβολία και κύρος αλλά υπό την τρέχουσα περιγραφή στο κείμενο του σχεδίου νόμου ουδεμία συζήτηση δεν μπορεί να γίνει επί της ουσίας.
    Προτείνουμε: Στο νέο νόμο να περιλαμβάνεται οπωσδήποτε η κάλυψη των μισθών και λειτουργικών δαπανών των ΕΚ από τον Τακτικό Προϋπολογισμό σε απόλυτη αναλογία με ότι συμβαίνει στα Πανεπιστήμια. Σημειώνουμε ότι το 2010 η κρατική χρηματοδότηση όλων των Ερευνητικών Κέντρων ήταν στα 60 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία όμως επέφεραν πολλαπλάσια οικονομικά οφέλη για το κράτος μέσω των εισροών από τα ανταγωνιστικά προγράμματα, την προβολή της Χώρας στο εξωτερικό και τις θέσεις εργασίας σε προσωπικό αυξημένων προσόντων που είτε δημιουργήθηκαν είτε διατηρήθηκαν.
    Μετά από συνεχείς μειώσεις της χρηματοδότησης των ΕΚ αυτή τη στιγμή καλύπτεται μόνο ένα μικρό μέρος από τη μισθοδοσία χωρίς καμία κάλυψη άλλου είδους ανελαστικών δαπανών. Η διαρκής αυτή μείωση είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει σημαντικό πρόβλημα στη βιωσιμότητα των ΕΚ και κατ’ επέκταση στην ομαλή πορεία του ερευνητικού/αναπτυξιακού και κοινωνικού τους έργου. Προβλέπουμε, όπως έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη, ότι εάν τελικά το Υπουργείο Παιδείας δεν αλλάξει γνώμη σχετικά με το ζήτημα αυτό, είναι πολύ πιθανή η μαζική φυγή ερευνητών προς το εξωτερικό. Άλλωστε ο ίδιος ο πρόεδρος του ΕΣΕΤ, ο καθηγητής Σταμάτης Κριμιζής σε πρόσφατο άρθρο του στον τύπο έκανε την ίδια ακριβώς πρόβλεψη (http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=25862&subid=2&pubid=63608433).

  • 7 Φεβρουαρίου 2012, 21:46 | Elias Dimitriou

    Στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι η επιχορήγηση των ερευνητικών κέντρων από τον τακτικό προϋπολογισμό του εποπτεύοντος Υπουργείου θα αφορά την κάλυψη μέρους μόνο των εξόδων της λειτουργίας τους.
    Η πρακτική των τελευταίων ετών στη χρηματοδότηση από τον κρατικό προυπολογισμό, των ερευνητικών κέντρων, τείνει στο να συμπιέζει συνεχώς ανελαστικές, λειτουργικές δαπάνες και τελικά να καταλήγει στην κάλυψη μόνο των μισθολογικών δαπανών των ‘μονίμων’ υπαλλήλων.
    Είναι αξιοσημείωτο ότι το 2008 η κρατική επιχορήγηση των Ερευνητικών Κέντρων που υπάγονται στην ΓΓΕΤ ήταν περίπου 80 M€ ενώ το 2010 ήταν 61M€ και βαίνει μειούμενη.
    Το γεγονός αυτό οδηγεί στην επιβάρυνση των ερευνητικών έργων για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του κάθε Κέντρου, με άμεσες επιπτώσεις στην διαδικασία υλοποίησης και αποτελεσματικότητας των έργων αλλά και στο βαθμό αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Δυστυχώς, η Ελλάδα, διαχρονικά, δεν επενδύει στην έρευνα και όπως φαίνεται και από το σχέδιο νόμου συνεχίζει να την απαξιώνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (http://www.oecd.org/dataoecd/27/52/47406944.pdf), το ποσοστό των δαπανών για την έρευνα σε σχέση με το εγχώριο ΑΕΠ φτάνει το 0,59%, το έτος 2010 ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ των 27 αγγίζει το 2%. Είμαστε σαν χώρα στην 32η θέση σε σύνολο 34 χωρών στην χρηματοδότηση της έρευνας ενώ αντίθετα αν κοιτάξουμε τους βιβλιομετρικούς δείκτες (http://www.ekt.gr/metrics/), η Ελλάδα παρουσιάζει από τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης του αριθμού των επιστημονικών δημοσιεύσεων συγκριτικά με τις χώρες μέλη της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Καταλαμβάνει την 5η θέση μεταξύ 30 χωρών του ΟΟΣΑ. Με την αντιμετώπιση αυτή δεν είναι σαφές πως θα μπορέσει να αναπτυχθεί περαιτέρω η ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα, να προσελκύσει πόρους από το εξωτερικό και να συμβάλλει στην ανάπτυξη της Οικονομίας.
    Το παρόν σχέδιο νόμου διαφαίνεται ότι ενισχύει το υπάρχον καθεστώς υποχρηματοδότησης που ίσχυε μέχρι σήμερα κάτι που είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει την λειτουργία και την αποδοτικότητα των ερευνητικών κέντρων τα επόμενα χρόνια. Θα έπρεπε να εξασφαλιστεί πλήρως το κόστος των λειτουργικών δαπανών των ερευνητικών κέντρων (τουλάχιστον για αυτά που είναι ΝΠΔΔ) ενώ θα έπρεπε να δοθούν και περαιτέρω κίνητρα στους ερευνητές για προσέλκυση πόρων και ερευνητικών έργων, και με την αυτονόητη πρόβλεψη για μισθολογική εξομοίωση με τα μέλη ΔΕΠ.

  • ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – http://www.eee-researchers.gr

    Ζ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
    Πόροι των Ερευνητικών Κέντρων-Κατανομή της Δημόσιας Χρηματοδότησης στα Ερευνητικά Κέντρα

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα η ακαθάριστη εθνική δαπάνη για έρευνα και τεχνολογία στο συνολικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν παραμένει σταθερά χαμηλότερη του 0,6%, ενώ η χώρα, ως προς τη δαπάνη αυτή, εμφανίζεται τρίτη από το τέλος στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ και ορισμένων επιπλέον χωρών και πολύ χαμηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκή Ένωσης των 27 (βλ. http://www.oecd.org/dataoecd/27/52/47406944.pdf). Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται από το άθροισμα της δαπάνης για Ε & Τ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα (του οποίου η συνεισφορά είναι επίσης ιδιαίτερα χαμηλή).

    Η κρατική επιχορήγηση των 12 Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) είναι εξαιρετικά μικρή. Το 2008 ανήλθε περίπου στα 80 M€, ενώ το 2010 στα 61M€ (βλ. και http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_Vouli-Epitropi-Morfotikon_July-20-11.pdf). Η χρηματοδότηση αυτή βαίνει μειούμενη, καθώς έχει ζητηθεί από το Υπουργείο ΠΔΒΜΘ περαιτέρω περικοπή των προϋπολογισμών των Ερευνητικών Κέντρων κατά 30%…

    Το κείμενο της διαβούλευσης αναφέρει ρητά ότι η μόνη πρόνοια της πολιτείας για το δημόσιο ερευνητικό σύστημα και για τους ερευνητές κρατικούς λειτουργούς είναι «Επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του εποπτεύοντος Υπουργείου για την κάλυψη μέρους των εξόδων της λειτουργίας τους». Δηλαδή, καμία εγγύηση μισθοδοσίας !!! Πλήρης εγκατάλειψη στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς. Σε συνδυασμό με τη ρητή διατύπωση του κεφαλαίου Η ότι οι ερευνητές προσλαμβάνονται και εργάζονται με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου το Υπουργείο απαντά με ένα σαφές και κατηγορηματικό ΟΧΙ στην αναγκαιότητα ύπαρξης δημόσιου ερευνητικού συστήματος στη χώρα μας.
    Η θέση της κοινότητάς μας είναι ένα κατηγορηματικό ΟΧΙ επί της αρχής του σχεδίου διαβούλευσης.

    Η θέση της ΕΕΕ:
    A. Tα δημόσια ερευνητικά κέντρα που εποπτεύονται από το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (δια μέσου της ΓΓΕΤ) είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).
    B. Η πολιτεία εγγυάται τη μισθοδοσία του προσωπικού τους και τα λειτουργικά έξοδα.
    Γ. Σε κάθε ΕΚ συνίσταται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) για τη διαχείριση των πόρων του ΕΚ που δεν προέρχονται από τον τακτικό προϋπολογισμό (κατά το άρθρο 58 του ν. 4009/2011).

    Το ότι οφείλουμε να ανοίξουμε ένα συστηματικό διάλογο με τις ελληνικές επιχειρήσεις και να εργαστούμε από κοινού, κυρίως για την αποκατάσταση υγιών δεσμών συνεργασίας, αλλά και για νομοθετικές ρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τις συνέργειες είναι μια αναγκαιότητα που αναγνωρίζεται από όλους μας. Το επίπεδο καινοτομίας των ελληνικών επιχειρήσεων σήμερα, παρά τις εξαιρέσεις, δεν είναι υψηλό. Το εγχείρημα της ανατροπής της σημερινής κατάστασης, ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να το επωμιστούν εξ ολοκλήρου τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ. Και δυστυχώς αυτό επιχειρείται με το παρόν κείμενο διαβούλευσης. Ούτε, βεβαίως, είναι δυνατόν τα δημόσια ΕΚ/Ι να υποκαταστήσουν την ιδιωτική πρωτοβουλία.

    ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

    Προγραμματικές συμφωνίες

    1. Οι προγραμματικές συμφωνίες θα πρέπει να βασίζονται στο επιχειρησιακό σχέδιο των ΕΚ που θα πρέπει να συντάσσει το κάθε Κέντρο με βάση το αντικείμενο και το σκοπό του, καθώς και τις εθνικές προτεραιότητες και τη διεθνή πρακτική.

    2. Στη σύνταξη των συμφωνιών αυτών θα πρέπει να έχουν θεσμοθετημένη γνώμη οι ερευνητές των Ινστιτούτων.

    3. Ειδική μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί ως προς τη χρηματοδότηση που καλύπτει το κόστος λειτουργίας και συντήρησης των μεγάλων εθνικών ερευνητικών υποδομών, καθώς και του εξειδικευμένου προσωπικού που εργάζεται σε αυτές.

    4. Η γεωγραφική θέση των ΕΚ είναι δυνατόν να αποτελεί κριτήριο χρηματοδότησης στο πλαίσιο σύγκλισης των εθνικών περιφερειών, αλλά η αρχή αυτή δεν πρέπει να αφίσταται της θέσης ότι τα ΕΚ υπάρχουν μεν τοπικά αλλά δικαιολογούν την ύπαρξη τους από τη θέση τους στον παγκόσμιο επιστημονικό χάρτη.

    5. H πρόσθετη χρηματοδότηση θα πρέπει να κατανέμεται στα ΕΚ με βάση το ερευνητικό, αναπτυξιακό και κοινωνικό τους έργο, αλλά και τα αποτελέσματα των διεθνών αξιολογήσεων που θα γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια σε κάθε ΕΚ και Ινστιτούτο. Όσον αφορά στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες θα πρέπει να θεσμοθετηθούν δείκτες αξιολόγησης που μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν.

    6. Βάση για συζήτηση αποτελούν τα άρθρα 62 και 63 του ν. 4009/2011

    Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας

    1. Τα Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας είναι μια πρωτοβουλία που εγκαινιάστηκε το 2000, με αντίστοιχο ερευνητικό πρόγραμμα της ΓΓΕΤ, το οποίο επαναλήφθηκε και κατά το 2005. Η θεσμοθέτησή του αποτελεί θετική πρόνοια αρκεί να υλοποιείται συστηματικά κατά τακτά χρονικά διαστήματα.

    2. Το κριτήριο σχετικά με τη σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή δεν βοηθά τα ΕΚ και Ινστιτούτα των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών επιστημών να συμμετέχουν στη συγκεκριμένη πρόσκληση. Οι επιστήμες όμως αυτές μας παρέχουν ισχυρά εφόδια για τη διαμόρφωση πολιτικών (π.χ. οι κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών, ή οι αντίστοιχες επιπτώσεις από την ταχύτατη ανάπτυξη των βιοεπιστημών), οπότε θα πρέπει να υπάρξει ειδική πρόνοια για την ανάδειξη Κέντρων Ερευνητικής Αριστείας και σε αυτούς τους τομείς.

    3. Σε κάθε περίπτωση η ΓΓΕΤ δεν μπορεί να αποτελεί παράγοντα που αξιολογεί και χρηματοδοτεί ταυτόχρονα. Θα πρέπει η αξιολόγηση και η χρηματοδότηση να γίνονται από ξεχωριστούς φορείς (όπως προαναφέρθηκε στο κεφάλαιο Ε).

    4. Βάση για συζήτηση αποτελεί το άρθρο 75 του ν. 4009/2011

    ———————————————
    ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
    Τα ανωτέρω σχόλια αναφέρονται κυρίως στο «σχέδιο νόμου 1» που τίθεται εδώ σε διαβούλευση υπό τη μορφή οκτώ (08) Άρθρων/Κεφαλαίων.
    Το «σχέδιο νόμου 2» που δόθηκε στη διαβούλευση (μία ημέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για διαβούλευση του «σχεδίου νόμου 1», στις 30 Ιανουαρίου) με περιθώριο για δημόσια συζήτηση μίας περίπου εβδομάδας (!) είναι ατελές και περιέχει αντιφατικές ρυθμίσεις.
    Η ερευνητική κοινότητα ζητά από το Υπουργείο να δημοσιοποιήσει το επεξεργασμένο, τελικό προσχέδιο νόμου με όλες τις διατάξεις (και τις ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ) και να μεριμνήσει ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος και ικανός χρόνος για ουσιαστικό διάλογο, επί του συνόλου των ρυθμίσεων που αυτό θα περιλαμβάνει.
    Το Υπουργείο οφείλει επίσης να συντάξει την «έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης», η οποία θα συνοδεύσει το σχέδιο νόμου στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισής του από τη Βουλή των Ελλήνων (νέος κανονισμός της Βουλής, άρθρο 85, παρ. 3), από ΜΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ και όχι σε τρεις ‘δόσεις’, καθώς τουλάχιστον οι μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει (σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις «Μεταβατικές διατάξεις», άρθρο 08 του παρόντος) να υποβληθούν επίσης σε διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.

    Σημείωση: Το σύνολο των κειμένων που η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών κατέθεσε στην παρούσα διαβούλευση βρίσκεται αναρτημένο στο http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_Keimena-Diavouleusis-Sxediou-Nomou-Ereunas.pdf.

  • 7 Φεβρουαρίου 2012, 16:40 | Γ. Πετυχάκης

    Πως είναι δυνατόν να μην εξασφαλίζεται τουλάχιστον η μισθοδοσία του μόνιμου προσωπικού? Φανταστείτε την περίπτωση όπου μια ομάδα αναλαμβάνει ένα ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα και μετά τον πρώτο χρόνο δεν υπάρχουν χρήματα στον κέντρο για τη μισθοδοσίας τους. Αλήθεια τι θα γίνει? θα το «γυρίσουμε» πίσω?

    Εκτός βέβαια αν το συγκεκριμένο άρθρο υπονοεί την χρηματοδότηση όλου του προσωπικού από τα ερευνητικά προγράμματα. Μπορεί οι μισθοί στην Ελλάδα να έχουν μειωθεί σημαντικά αλλά ακόμα και με αυτές τις χαμηλές αποδοχές δεν είναι δυνατή η χρηματοδότηση του προσωπικού από προγράμματα. Αιτία η ελλιπής συγχρηματοδότηση από την χώρα μας με την μορφή mutching funds. Έτσι ένα πρόγραμμα με ας πούμε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση 75% δεν μπορεί να καλύψει σε καμία περίπτωση πάνω από το 50% των δηλωμένων ανθρωπομηνών αφού καθώς το Ελληνικό Κράτος δεν συμβάλει με το υπόλοιπο 25%, καλείται ο υπεύθυνος του προγράμματος να καλύψει ανελαστικές δαπάνες (εξοπλισμός, ταξίδια, κλπ) από το προβλεπόμενο κονδύλι μισθοδοσίας. Έτσι για κάθε ορισμένου χρόνου ερευνητή/τεχνικό χρειαζόμαστε δύο προγράμματα για να συμπληρωθεί το 100% της μισθοδοσίας τους και σε μερικές περιπτώσεις ούτε αυτά επαρκούν.

    Προφανώς η χώρα μας βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση όμως τα 61Μ€ για την έρευνα τα οποία αντιστοιχούν μόλις στο 0.59% του ΑΕΠ δεν μπορούν να μας κάνουν περήφανους. Πόσο μάλλον βλέποντας να μας ξεπερνά η Πολωνία ενώ η Πορτογαλία η οποία αντιμετωπίζει τα ίδια με εμάς προβλήματα επενδύει περίπου 3 φορές περισσότερα στην έρευνα (1.66% του GDP). Λαμβάνοντας υπόψη την χαμηλή κρατική χρηματοδότηση είναι θαύμα πως οι επιδόσεις μας στη προσέλκυση πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τόσο υψηλές.

    Τα ερευνητικά κέντρα είναι από τις μόνες δραστηριότητες όπου δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας υψηλής αξίας χωρίς επιβάρυνση για το Ελληνικό Κράτος μέσω της προσέλκυσης σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων οι οποίοι διαφορετικά θα χάνονταν.

  • 7 Φεβρουαρίου 2012, 16:27 | ΜΚ

    Θα πρέπει το σχέδιο νόμου να περιλαμβάνει οπωσδήποτε την κάλυψη των μισθών και λειτουργικών δαπανών των ΕΚ από το Τακτικό Προϋπολογισμό όπως και στα ΑΕΙ
    Το 2010 η χρηματοδότηση όλων των Ερευνητικών Κέντρων ήταν περίπου 60εκ ευρώ με πολλαπλάσια οικονομικά οφέλη για το κράτος μέσω των εισροών από τα ανταγωνιστικά προγράμματα, την προβολή της Χώρας στο εξωτερικό και τις θέσεις εργασίας σε προσωπικό αυξημένων προσόντων.
    Η χρηματοδότηση των ΕΚ (καλύπτει αποκλειστικά εδώ και χρόνια μόνο μέρος της μισθοδοσίας) είναι μειωμένη κατά 30% τα τελευταία 3 χρόνια ενώ η νέα περικοπή που ζητείται κατά επιπλέον 30%, θα δημιουργήσει τεραστια προβλήματα που θα θέσουν σε κίνδυνο την ομαλή εκτέλεση του ερευνητικού, αναπτυξιακού και κοινωνικού έργου των ΕΚ.
    Εάν το Υπουργείο Πιδείας δεν κάνει δεκτό το αίτημα αυτό θα πρεπει όλο το ερευνητικό προσωπικό να ζητήσει συστατικές επιστολές για το εξωτερικό, όπως προτείνει και ο πρόεδρος του ΕΣΕΤ κος Κριμιζής στο πρόσφατο άρθρο του:

    http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=25862&subid=2&pubid=63608433

  • 7 Φεβρουαρίου 2012, 10:43 | ΣΕ ΕΚΕΤΑ

    1. Είναι απολύτως απαραίτητο να διασφαλίζεται η μισθοδοσία του μόνιμου προσωπικού των ΕΚ μέσω της τακτικής επιχορήγησης. Θα έπρεπε να αναφέρεται ότι η τακτική επιχορήγηση είναι κατ’ ελάχιστον ίση με το κόστος της μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού.
    2. Οι προγραμματικές συμφωνίες θα πρέπει να καταρτίζονται με στόχο την υποστήριξη των αναπτυξιακών δράσεων του Κέντρου.
    3. Η κατανομή των συνολικών ετήσιων κονδυλίων για την έρευνα στους τρεις τρόπους που μπορούν να χρηματοδοτηθούν τα ΕΚ: προγραμματικών συμφωνιών, πρόσθετης χρηματοδότησης και Κέντρων Ερευνητικής Αριστείας πρέπει να προσδιοριστεί επί της αρχής.
    4. Ως προς το οικονομικό σκέλος των προγραμματικών συμφωνιών πρέπει να αποσαφηνιστούν οι τρόποι με τους οποίους εμπλέκεται σε αυτές το «υπόλοιπο προηγούμενων χρήσεων». Οι ερευνητικές ομάδες και άρα και τα ΕΚ πρέπει να μπορούν να διατηρούν αποθεματικά για την διασφάλιση θέσεων εργασίας και εκπόνηση έρευνας πρωτογενούς χαρακτήρα. Τα δύο αυτά αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για τη διαμόρφωση συνεκτικών ομάδων υψηλής τεχνογνωσίας και για τη διατήρηση του ελάχιστου βαθμού ελευθερίας ως προς τα αντικείμενα της έρευνας που εκπονούνται από τις Ερευνητικές ομάδες.
    5. Τι είναι τα Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας? Ποιο είναι το μέγεθός τους? Είναι ολόκληρα ΕΚ και ΑΕΙ; Ή Ινστιτούτα EK και Τμήματα AEI; Ή ερευνητικές ομάδες και Τομείς; Η όλα τα προηγούμενα?

  • 7 Φεβρουαρίου 2012, 10:12 | ΕΝΙΑΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΗ ΓΓΕΤ

    Ο Σύλλογός μας διαμαρτύρεται για την ανάρτηση Σχεδίου Νόμου κατ’ άρθρο στις 29 Ιανουαρίου 2012 ενώ η διαβούλευση έληγε στις 30 Ιανουαρίου επί συνοπτικών Άρθρων, του ίδιου Σχεδίου Νόμου. Παρά την πρόθεση μας για συμμετοχή στη Διαβούλευση αυτή, θεωρούμε ότι η παράταση δεν ήταν αρκετή ώστε να εκφράσουμε εμπεριστατωμένα σχόλια μας επί του νέου κειμένου. Επομένως, με τη συμμετοχή μας, περιοριζόμαστε στο σχολιασμό των αρχικών Άρθρων με την ελπίδα ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων, γεγονός που θα εξέθετε ακόμα περισσότερο τη διαδικασία της διαβούλευσης.

    Οικονομικά των Ερευνητικών Κέντρων

    Το Άρθρο αφορά στη χρηματοδότηση των Ερευνητικών Κέντρων.

    Βασικό σημείο του Άρθρου χαρακτηρίζεται η επάρκεια της χρηματοδότησης των Ε.Κ. Κατά την άποψη του Συλλόγου μας, πρέπει να αναφέρεται ρητώς στο κείμενο ότι οι επιχορηγήσεις από τον Τακτικό Προϋπολογισμό και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα καλύπτουν κατ’ ελάχιστον τις λειτουργικές δαπάνες των Ε.Κ. και τις δαπάνες προσωπικού οι οποίες μπορούν να αποτελούν αντικείμενο των προγραμματικών συμφωνιών. Θεωρούμε απαραίτητη την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και της μισθοδοσίας των εργαζομένων των Ε.Κ. Αν αυτό δεν προκύπτει ξεκάθαρα από το Νόμο, εκφράζουμε την ανησυχία μας για έμμεση πρόθεση της Πολιτείας για υποβάθμιση της έρευνας ή του τμήματός της που δεν είναι αποδοτικό οικονομικά.

    Επομένως, υποστηρίζουμε τον καθορισμό ελάχιστης δημόσιας χρηματοδότησης ώστε να εξασφαλίζονται οι βασικές λειτουργίες των Ε.Κ. Κατά τα λοιπά, υποστηρίζουμε την περαιτέρω χρηματοδότηση των Ε.Κ. βάσει κριτηρίων και τη δημιουργία Κέντρων Αριστείας.

    Τέλος, συμφωνούμε με άλλο σχόλιο σχετικά με την εξαίρεση του ΦΠΑ σε σειρά ερευνητικών δαπανών (εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, προγράμματα Διεθνών Οργανισμών κλπ.). Επίσης, συμφωνούμε με τα σχόλια σχετικά με τα matching funds και την αναγκαιότητα κάλυψής τους από την Πολιτεία καθώς και με τη χρήση ενιαίων δεικτών αξιολόγησης.

  • 4 Φεβρουαρίου 2012, 20:36 | Α.Β.

    Το κριτηριο των πατεντων δεν ειναι δοκιμο σε ολα τα αντικειμενα. Πιο ορθη ειναι η χρηση του κριτηριου «αριθμος licensing agreement», ενδεχομενως και η ετησια εισροη πορων απο την εκχωρηση αδειων χρησης αποτελεσματων ερευνας. Αυτο δεν καλυπτεται απο τις πωλησεις προϊοντων και υπηρεσιων που αναφερονται παρακατω.

    Τομεις οπως π.χ. το λογισμικο ή οι βασεις δεδομενων με στατιστικα στοιχεια και μετρησεις, δεν μπορουν ή δεν ειναι δοκιμο να προστατευονται απο πατεντα, ενω με αλλες μορφης αδειοδοτησης μπορουν να αποφερουν σημαντικα εσοδα στους δημιουργους. Εκτιμω οτι θα εχει πιο απτα αποτελεσματα μια τετοια «επιβραβευση» απο την «τιμωρια» για ελλειψη patent portfolio.

  • Πέρα από μια συνεχή ροή χρηματοδότησης στα πλαίσια τετραετίας, κρίνεται επιτακτική και η ανανέωση του ερευνητικού εξοπλισμού. Η τελευταία ανανέωση σε εθνικό επίπεδο έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Από τότε, η πολιτεία ενίσχυσε επιλεκτικά την περιφέρεια (Ήπειρο, Πελοπόννησο, Κρήτη κλπ)ενώ τα ΕΚ της Αττικής χρησιμοποιούν γενικά εξοπλισμό 15ετίας ή και παλαιότερο.

    Πεπαλαιωμένος εξοπλισμός, σε συνδυασμό με έλλειψη στοιχειώδους οικονομικής ενίσχυσης για λειτουργικά έξοδα, επισκευές κλπ επί δεκαετία, έχει οδηγήσει πολλές ερευνητικές ομάδες σε μαρασμό. Οι ομάδες αυτές δεν μπορεί πλέον να είναι ανταγωνιστικές στην διεθνή σκηνή, με αποτέλεσμα οι ¨κλασσικοί» δείκτες απόδοσης, αριστείας, h-factor, κλπ. να παραμένουν χαμηλοί.

    Η ερευνητική πολιτική της Ελλάδας, με το θλιβερό ποσοστό του 0.6% του ΑΕΠ, έδωσε την τελευταία δεκαετία προτεραιότητα στην απασχόληση νέων ερευνητών και λιγότερο στην πραγματική ενίσχυση της έρευνας και τεχνολογίας.

    Μιχαήλ Κομπίτσας
    Κύριος Ερευνητής ΕΙΕ

  • Αναφορικά με την χρηματοδότηση της έρευνας γενικότερα:
    – Ο νόμος πρέπει να ορίζει οτι οι ερευνητικές δαπάνες των Δημοσίων/Κρατικών Ιδρυμάτων που προέρχονται από Εθνικές και Ευρωπαικές πηγές (προγράμματα) δεν υπόκεινται στο καθεστώς ΦΠΑ. Είναι κάτι που ισχύει διεθνώς και με το παρόν καθεστώς ισχύει ο παραλογισμός όπου σχεδόν το 1/4 της δημόσιας δαπάνης για την έρευνα επιστρέφει στο κράτος σαν φόρος.

    – Σχετικά με την χρηματοδότηση και αξιολόγηση του προσωπικού:
    Κατά την πρόσληψη ενός Ερευνητή οποιασδήποτε βαθμίδας το Ίδρυμα πρέπει να δεσμεύει ποσό τουλάχιστον ίσο με τις ακαθάριστες αποδοχές του Ερευνητή για 3 έτη το οποίο να του χορηγείται για έρευνα (αντίστοιχα των startup funds που είναι θεσμοθετημένα διεθνώς). Με τον τρόπο το Ίδρυμα μπορεί να έχει απαιτήσεις από τους ερευνητές του κατά την αξιολόγησή τους.

  • 31 Ιανουαρίου 2012, 12:31 | ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ «FOOD FOR LIFE»

    Στους Δείκτες να συμπεριληφθεί και η Συνεργασία με φορείς του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις).

  • ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΙΤΕ)

    Ζ. Οικονομικά των Ερευνητικών Κέντρων

    Πόροι ΕΚ – Κατανομή της Δημόσιας Χρηματοδότησης στα Ερευνητικά Κέντρα

    Οι προγραμματικές συμφωνίες της πολιτείας με τα ΕΚ είναι ενα κατ’αρχήν θετικό θεσμικό μέτρο. Θα πρέπει οπωσδήποτε η τετραετής προγραμματική συμφωνία να γίνεται μετά την αξιολόγηση του ΕΚ και των Ινστιτούτων του , και να λαμβάνει υπ’όψιν τα αποτελέσματά της. Το κύριο θέμα είναι βέβαια πώς θα εξασφαλισθεί η ομαλή ροή της χρηματοδότησης των συμπεφωνημένων (ακόμη και σε περιόδους δημοσιονομικής σταθερότητας), δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός του κράτους ψηφίζεται κάθε χρόνο, αλλάζουν οι κυβερνήσεις, οι υπουργοί , και συνήθως περικόπτονται οι επιχορηγήσεις των ΕΚ . Αν δεν εξασφαλισθεί ομαλή ροή χρηματοδότησης, τα ΕΚ που δεν έχουν ιδιωτικά έσοδα ή αποθεματικό πώς θα επιζήσουν ;

    Σχετικά με την πρόσθετη χρηματοδότηση των ΕΚ πέραν των προγραμματικών συμφωνιών, ορθώς προτείνεται να δίνεται με βάση τους αναφερόμενους δείκτες ποιότητας – αποδοτικότητας. Έχουμε τις εξής παρατηρήσεις :

    α) Οι δείκτες που αναφέρονται ’ ανά Ερευνητή’ πρέπει να υπολογίζονται ως προς το άθροισμα των ερευνητών και των συνεργαζομένων με το ΕΚ καθηγητών ΑΕΙ .

    β) Δεν είναι δυνατόν κάθε ΕΚ να ’προτείνει στη ΓΓΕΤ τους δείκτες με βάση τους οποίους επιθυμεί να αξιολογηθεί ’. Όλα τα ΕΚ πρέπει να αξιολογούνται με βάση το ίδιο σύνολο δεικτών.

    γ) Στο κείμενο δεν αναφέρονται πουθενά οι εθνικές συγχρηματοδοτήσεις (Μatching Funds – MF) Eυρωπαϊκών ανταγωνιστικών προγραμμάτων τις οποίες η Πολιτεία έχει δώσει ως πρόσθετες επιχορηγήσεις στους ερευνητικούς φορείς από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για προγράμματα μέχρι το 2009. Το ΙΤΕ έχει τονίσει επανειλημμένα τη σημασία των MF προς το Υπουργείο και τη ΓΓΕΤ. Περιληπτικά, ας αναφέρουμε ότι δεν είναι δυνατόν να εκτελεστούν Ευρωπαϊκά προγράμματα χωρίς MF, αν δεν υπάρχουν ίδιοι πόροι. Η μη ύπαρξη MF αποτελεί ουσιαστικά αντικίνητρο να υποβάλει ένας ερευνητής προτάσεις προς την ΕΕ. Το θέλει αυτό η Πολιτεία ; Εξ άλλου πολλές φορές ζητείται βεβαίωση απο τις νομικές υπηρεσίες της ΕΕ ότι υπάρχουν ίδιοι πόροι για να ολοκληρωθεί ένα έργο. Επιπλέον, στο FP8 θα είναι ακόμη πιο απαραίτητη και σημαντική η ύπαρξη εθνικής συγχρηματοδότησης. Θα χάνουμε συστηματικά προγράμματα τα οποία θα παίρνουν οι ανταγωνιστές μας από άλλες χώρες που θα δίνουν την συγχρηματοδότηση. Υποθέτουμε ότι δεν το επιθυμεί αυτό η Πολιτεία.

    Για το ΔΣ του ΙΤΕ

    Κώστας Φωτάκης, Πρόεδρος

  • Από το προσχέδιο του Νόμου φαίνεται ότι θα υπάρχει στο μέλλον μια συνεχής ροή χρηματοδότησης σε βάση τετραετίας. «Too good to be true»!
    Είναι εκπληκτικό λοιπόν ότι το άρθρο 07 που αφορά στην χρηματοδότηση των ΕΚ έχει μόνο 2 σχόλια. Κατά την γνώμη μου το ποσοστό του ΑΕΠ που θα χρηματοδοτεί τα ΕΚ αλλά και ο τρόπος χρηματοδότησης είναι καθοριστικοί παράγοντες για την απόδοση των ΕΚ. Και αυτό δεν φαίνεται στον Νόμο.

    Ιστορικά, το ποσοστό του ΑΕΠ ήταν πάντοτε στο 0.50 – 0.60% του ΑΕΠ. Στην Λισαβόνα, η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να αυξήσει το ποσό σταδιακά στο 2% μέχρι το 2010. Ακόμα το περιμένουμε!

    Οι τρόποι χρηματοδότησης απεδείχθησαν χωρίς στρατηγική και τελείως αποσπασματικοί.
    Παραδείγματα:
    1) Διακρατικές συμφωνίες Ε&Τ διάρκειας 2 ετών. Το ποσό χρηματοδότησης αυξήθηκε από 12000 € σε 16000 € μόλις πρόσφατα! Το μεγαλύτερο μέρος αφορά σε ανταλλαγές, και ένα «χαρτζιλίκι» για τον Υ.Δ. Τα αναλώσιμα και ο μικροεξοπλισμός δεν φτάνουν συνήθως για την επίτευξη των στόχων. Από την άλλη πλευρά, η συνέχεια πέραν της διετίας δεν είναι εξασφαλισμένη, είτε γιατί αλλάζουν οι θεματικοί χώροι ή τα ενδιαφέροντα της άλλης χώρας. Περιττό να αναφέρω ότι τα δύο χρόνια δεν φτάνουν για μία αξιόλογη διδακτορική διατριβή.

    2) Προγράμματα ΠΕΝΕΔ 2005: Το μεγαλύτερο ποσοστό χρηματοδότησης αφορούσε τους μισθούς των φοιτητών, η δυνατότητα αγοράς νέου εξοπλισμού και αναλωσίμων για την συνέχεια της έρευνας κρίνεται ανεπαρκής. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος γέμισε η Ελλάδα νέους ερευνητές με διδακτορικό που αναζητούν δουλειά για να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους. Οι λίγοι τυχεροί θα βρουν μια θέση Postdoc στο εξωτερικό και ακόμα λιγότεροι θα επιστρέψουν στην Ελλάδα.

    3) Προγράμματα για μεταδιδακτορικούς, προγράμματα «Αρχιμήδης» και «Θαλής»: Πέρα από τις τουλάχιστον «περίεργες» διαδικασίες αξιολόγησης, η χρηματοδότηση καρκινοβατεί με αποτέλεσμα οι συνεργαζόμενοι νέοι ερευνητές να φεύγουν στο εξωτερικό ή να βρίσκουν αλλού δουλειά.

    Για την Αριστεία:
    1) …. βαθμός σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή….
    Ποια παραγωγή σήμερα;

    Άλλα σχόλια:
    Οι δείκτες για την αξιολόγηση των ερευνητών/ΕΚ να είναι κανονικοποιημένοι,π.χ. εργασίες ανά ερευνητή και ανά k€ χρηματοδότησης.
    Επίσης ερώτημα αν ο ερευνητής είναι αυτοδύναμος και διεξάγει πρωτογενή έρευνα ή ασχολείται με παροχή υπηρεσιών, παρέχοντας ένα εμπορικό σύστημα που διαθέτει σε συναδέλφους άλλων φορέων.

    Συμπέρασμα:
    Η ανυπαρξία εθνικής ερευνητικής πολιτικής και στρατηγικής επί δεκαετίες οδήγησε σε κατασπατάληση πόρων χωρίς αντίστοιχο αντίκτυπο στην διεθνή κοινότητα. Αυτό το είχε επισημάνει πριν χρόνια και ο ακαδημαϊκός Δ. Νανόπουλος όταν ήταν πρόεδρος του ΕΣΕΤ για ένα διάστημα.

    Μιχαήλ Κομπίτσας
    Κύριος Ερευνητής ΕΙΕ

  • 27 Ιανουαρίου 2012, 14:33 | Σύλλογος Ερευνητικού Προσωπικού Ακαδημίας Αθηνών (ΣΕΠΑΑ)

    Το άρθρο αυτό βρίσκει τον ΣΕΠΑΑ συνολικά αντίθετο.
    Η πρόβλεψη του νέου νόμου για χρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων μέσω «επιχορήγησης» η οποία θα καλύπτει μέρος μόνον των λειτουργικών τους εξόδων και η προτροπή για αναζήτηση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων για να καλυφθούν ακόμα και τα βασικά έξοδα μισθοδοσίας, θα οδηγήσουν σε ένδεια και μαρασμό τα ερευνητικά κέντρα, ιδίως εκείνα που δραστηριοποιούνται στο χώρο της βασικής έρευνας, και δη των ανθρωπιστικών επιστημών, και δεν εμπλέκονται σε έργα εμπορικώς και οικονομικώς αξιοποιήσιμα. Πολλοί από τους «δείκτες αποδοτικότητας» που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν επιπλέον χρηματοδότηση είναι σχεδόν ΑΔΥΝΑΤΟΝ να επιτευχθούν από τέτοια κέντρα (π.χ. διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εταιρείες-τεχνοβλαστοί, παροχή υπηρεσιών).
    Επιπλέον, η άμεση εξάρτηση της βασικής έρευνας από εξωτερικές «χορηγίες» μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα αναφορικά με την αντικειμενικότητα και την ελευθερία της έρευνας, που σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 1) το κράτος είναι υποχρεωμένο να προστατεύει: το ΕΚ ή Ινστιτούτο θα είναι δέσμιο των επιθυμιών ή των παραγγελιών του εκάστοτε χρηματοδότη του.
    Ο ΣΕΠΑΑ πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να εξασφαλισθεί η ερευνητική δραστηριότητα των ΕΚ στο μέλλον είναι να υπάρξει πρόβλεψη ότι η μισθοδοσία του ερευνητικού προσωπικού τους καθώς και τα πάγια λειτουργικά έξοδα τους, επιβαρύνουν τον δημόσιο τακτικό Προϋπολογισμό ή/και τους ιδίους πόρους του οικείου δημοσίου φορέα. Άλλωστε είναι εντελώς αδικαιολόγητη, εντός ενός και αυτού δημοσίου φορέα ο οποίος λειτουργεί υπό μορφή ΝΠΔΔ, τα μεν έξοδα μισθοδοσίας του ερευνητικού προσωπικού, το οποίο έχει ήδη επανειλημμένως αξιολογηθεί από την Πολιτεία με υψηλότατους δείκτες παραγωγικότητας και διαθέτει εκ του νόμου τα πλέον υψηλά τυπικά προσόντα πρόσληψης και προαγωγικής εξέλιξης, καθώς και τα λειτουργικά έξοδα των ερευνητικών του κέντρων να καθορίζονται με βάση 4ετείς προγραμματικές συμφωνίες, ενώ αντιθέτως τα έξοδα μισθοδοσίας του διοικητικού προσωπικού και της εν γένει διοίκησής του να συνεχίζουν να καταβάλλονται μέσω του τακτικού προϋπολογισμού.

  • 26 Ιανουαρίου 2012, 11:42 | Κώστας Κωτούλας

    Όλοι οι δείκτες στην αξιολόγηση των Ε.Κ. θα πρέπει να είναι κανονικοποιημένοι ανά αριθμό ερευνητών και ανά μονάδα τακτικού προϋπολογισμού που λαμβάνει το Ε.Κ. από τη ΓΓΕΤ.

  • 18 Ιανουαρίου 2012, 17:30 | XK

    Γράφετε «Τα Ερευνητικά Κέντρα επιχορηγούνται από την πολιτεία στη βάση τετραετών προγραμματικών συμφωνιών που συνάπτουν με το αντίστοιχο εποπτεύον Υπουργείο. …» και «… Η προγραμματική συμφωνία υπογράφεται από τον εποπτεύοντα Υπουργό και τον Πρόεδρο του οικείου Ε.Κ..Η προγραμματική συμφωνία μπορεί να αναθεωρείται με την ίδια διαδικασία έως και μία φορά ανά έτος.Σε ετήσια βάση κάθε ερευνητικό κέντρο διαμορφώνει προϋπολογισμό για το επόμενο έτος με βάση τον τετραετή σχεδιασμό της προγραμματικής συμφωνίας»
    -ως εποπτεύον Υπουργείο, ποιο/ποια εννοείτε;
    -δεν θα πρέπει όμως να εγγυάται και το Υπουργείο Οικονομικών την ισχύ της προγραμματικής συμφωνίας;