Πρόταση 1.: Τα προβλεπόμενα στο Μέρος Β καθώς και η διαδικασία αξιολόγησης του Μέρους Α αφορούν τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από το ΥΠΔΒΜΘ, από τη ΓΓΕΤ καθώς και τα Ερευνητικά Κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών.
Πρόταση 2.: Τα προβλεπόμενα στο Μέρος Β καθώς και η διαδικασία αξιολόγησης του Μέρους Α αφορούν τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από το ΥΠΔΒΜΘ, από τη ΓΓΕΤ, τα Ερευνητικά Κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών καθώς και ερευνητικούς φορείς που εποπτεύονται από άλλα Υπουργεία (για τους οποίους θα ληφθεί μέριμνα διαχωρισμού των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων).
Ερευνητικά Κέντρα
Αποστολή των Ερευνητικών Κέντρων είναι η βασική ή/και εφαρμοσμένη έρευνα και η Καινοτομία, καθώς και η διάδοση και εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας, μέσω των επιστημονικών δημοσιεύσεων και της οικονομικής και κοινωνικής αξιοποίησης των αποτελεσμάτων. Τα Ερευνητικά Κέντρα έχουν αντικείμενο που αναφέρεται σε μια ή περισσότερες περιοχές της επιστήμης ή/και της τεχνολογίας. Τα Κέντρα αυτά απαρτίζονται από Ερευνητικά Ινστιτούτα με αντικείμενο την παραγωγή γνώσης και την ανάπτυξη εφαρμογών.
Για τη σύσταση Ερευνητικών Κέντρων εφαρμόζεται μια διαδικασία επιτελικού σχεδιασμού που λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της χώρας στο πλαίσιο της αναπτυξιακής της στρατηγικής. Για το λόγο αυτό προβλέπεται εισήγηση του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας και σύμφωνη γνώμη της Διυπουργικής Επιτροπής για την Έρευνα, Τεχνολογία και Καινοτομία. Τα Ερευνητικά Κέντρα συστήνονται με Νόμο. Στο Νόμο προβλέπεται η έδρα και ο σκοπός των Ερευνητικών Κέντρων, τα επιστημονικά πεδία ενασχόλησής τους, τα Ινστιτούτα από τα οποία απαρτίζονται και ορίζεται το εποπτεύον Υπουργείο.
Με την ίδια διαδικασία είναι δυνατόν να συνιστώνται, ενοποιούνται, χωρίζονται, μεταφέρονται (ολικά ή μερικά), μετατρέπονται και καταργούνται Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα και να ρυθμίζονται οι μεταξύ τους σχέσεις.
Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων
Τα Ερευνητικά Κέντρα συντάσσουν Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας, οι οποίοι αποκτούν ειδικότερη σημασία δεδομένου ότι σε αυτούς περιγράφονται πλέον όλες οι λεπτομέρειες της εσωτερικής διάρθρωσης, οργάνωσης και λειτουργίας του κάθε Ερευνητικού Κέντρου. Πιο συγκεκριμένα, ρυθμίζονται τα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας τους, ιδίως δε τα ειδικότερα θέματα αρμοδιοτήτων και λειτουργίας των οργάνων τους, οι ειδικότητες του κάθε φύσης προσωπικού, η εσωτερική δομή και λειτουργία των Ινστιτούτων, ο τρόπος και ο έλεγχος της κεντρικής οικονομικής διαχείρισης των πόρων, ο τρόπος ανάδειξης εσωτερικών μελών του Δ.Σ., η διάρθρωση σε Υπηρεσιακές Μονάδες του Ερευνητικού Κέντρου και των Ινστιτούτων του, ο τρόπος αξιολόγησης του Γενικού Διευθυντή, των Διευθυντών των Ινστιτούτων και των Ερευνητών Α’ και Β’, η λειτουργία των Επιστημονικών Συμβουλίων καθώς και η σύσταση και λειτουργία Γραφείου Εσωτερικού Ελέγχου.
Η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας διαμορφώνει Πρότυπο Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων, ο οποίος ισχύει για όλα τα Ερευνητικά Κέντρα έως ότου τεθούν σε ισχύ οι οικείοι κανονισμοί.
Οι Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας οφείλουν να συμπεριλάβουν τις αρχές που θα προδιαγραφούν στον Πρότυπο Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας σχετικά με θέματα ηθικής, δεοντολογίας, ασυμβίβαστου του προσωπικού, λογοκλοπής και παραποίησης βιογραφικού καθώς και προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος μέσω των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Ερευνητικού Κέντρου.
Ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας εγκρίνεται από το αρμόδιο υπουργείο που εποπτεύει το Ερευνητικό Κέντρο.
Εποπτεία Ερευνητικών Κέντρων
Στόχος του νέου Νόμου είναι να γίνει η εποπτεία των Κέντρων από το αρμόδιο Υπουργείο πιο επιτελική και να εστιάζεται στην παρακολούθηση των επιδόσεων του κάθε Κέντρου και όχι σε διαδικασίες καθημερινής διοίκησης.
Η εποπτεία συνίσταται σε παροχή κατευθύνσεων για την κατάρτιση των προγραμματικών συμφωνιών και σε παρακολούθηση και έλεγχο της τήρησης των προγραμματικών συμφωνιών καθώς και της εκτέλεσης των ετήσιων προϋπολογισμών των Ερευνητικών Κέντρων.
Η παρακολούθηση των επιδόσεων των Ερευνητικών Κέντρων γίνεται από τη Γ.Γ.Ε.Τ. με βάση τη διαδικασία αξιολόγησης του κάθε Κέντρου.
Μέσα στους τέσσερις πρώτους μήνες κάθε έτους γίνεται ο ετήσιος τακτικός έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του Ερευνητικού Κέντρου, του προηγούμενου έτους, από δύο Ορκωτούς Λογιστές με ευθύνη του Δ.Σ του Ερευνητικού Κέντρου. Ο Υπουργός μπορεί να διατάξει οποτεδήποτε έκτακτο έλεγχο οικονομικής διαχείρισης του Ερευνητικού Κέντρου. Οι δαπάνες του ελέγχου βαρύνουν το Ερευνητικό Κέντρο.
Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων
Για την αποτελεσματική διοίκηση κάθε ερευνητικού κέντρου απαιτείται ισχυρή διοίκηση χωρίς εσωτερικές ή εξωτερικές εξαρτήσεις, με προσήλωση στην μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή στρατηγική του Κέντρου και αποτελεσματικούς μηχανισμούς λογοδοσίας. Στόχος της διαβούλευσης είναι να καθοριστεί η σύνθεση των διοικήσεων των Ερευνητικών Κέντρων καθώς και οι αρμοδιότητες των οργάνων διοίκησης με στόχο της αποτελεσματικότερη λειτουργίας τους, την ευθύνη και την κοινωνική λογοδοσία και αλληλεπίδραση. Τα όργανα διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων που προτείνονται είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Διευθυντής.
(οι διατάξεις που αφορούν τα όργανα διοίκησης δεν εφαρμόζονται στα Ερευνητικά Κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών)
Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου: ευθύνη, ηγεσία, κοινωνική λογοδοσία και εξωστρεφεια, αξιοκρατια και αμεροληψια στις αποφασεις.
Την ευθύνη σχετικά με την στρατηγική ανάπτυξη και διοίκηση του Κέντρου έχει το Διοικητικό Συμβούλιο. Η θητεία του Δ.Σ. είναι τετραετής.
Το Δ.Σ. μπορεί να απαρτίζεται από 7-9 μέλη αναλόγως του μεγέθους του Ερευνητικού Κέντρου, περιλαμβανομένου του Προέδρου. Στο Δ.Σ. του Ε.Κ. συμμετέχουν εσωτερικά και εξωτερικά μέλη, τα οποία είναι καταξιωμένα πρόσωπα της κοινωνίας και της οικονομίας. Την πλειοψηφία την κατέχουν τα εσωτερικά μέλη, τα οποία επιλέγουν τα εξωτερικά. Τα εσωτερικά μέλη απαρτίζονται από Διευθυντές των Ινστιτούτων και ερευνητές που αναδεικνύονται με βάση κριτήρια επιστημονικής αριστείας. Τα τελικώς επιλεγέντα μέλη διορίζονται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού.
Η συμμετοχή των Διευθυντών στο Δ.Σ. μπορεί να είναι κυλιόμενη ανά διετία, με ανάλογη προσαρμογή της θητείας τους. Τα κριτήρια και οι διαδικασίες για την ανάδειξη των Διευθυντών των Ινστιτούτων και του ερευνητή που συμμετέχουν στο ΔΣ, καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Κέντρου. Την ευθύνη της οργάνωσης της διαδικασίας ανάδειξης των εξωτερικών μελών του Δ.Σ. σε κάθε ερευνητικό κέντρο έχει τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από Ερευνητές Α του Κέντρου, οι οποίοι ορίζονται από το απερχόμενο Δ.Σ.. Προσόντα για την εκλογή εξωτερικού μέλους είναι η ευρεία αναγνώριση του υποψηφίου σε επιστημονικό αντικείμενο σχετικό με του Ερευνητικού Κέντρου, η διάκρισή του κατά περίπτωση στην επιχειρηματική, οικονομική ή κοινωνική ζωή σε τοπικό, εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο καθώς και η γνώση και εμπειρία από θέση ευθύνης. Κωλύονται να εκλεγούν ως εξωτερικά μέλη πρόσωπα, τα οποία είχαν οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με σκοπό το κέρδος με το Ερευνητικό Κέντρο την τελευταία πενταετία καθώς και πρόσωπα που κατέχουν δημόσια αξιώματα.
Το Δ.Σ. εκλέγει με ψηφοφορία, μεταξύ των Διευθυντών των Ινστιτούτων που είναι μέλη του Δ.Σ., έναν Αντιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει και αντικαθιστά τον Πρόεδρο σε περίπτωση απουσίας, κωλύματος ή έλλειψης αυτού.
Το Δ.Σ. αποφασίζει για όλα τα θέματα που αφορούν στη διοίκηση του Κέντρου με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Η εκτέλεση των αποφάσεων του Δ.Σ. γίνεται από το Γενικό Διευθυντή του Κέντρου. Σε περίπτωση απουσίας, κωλύματος ή έλλειψης αυτού, το Δ.Σ. αποφασίζει σχετικά με την αναπλήρωσή του.
Αρμοδιότητες του Δ.Σ:
• Η χάραξη της στρατηγικής για την ανάπτυξη του Ερευνητικού Κέντρου σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και τη διαμόρφωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του στο πλαίσιο της αποστολής και της πορείας του, λαμβάνοντας υπόψη το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Έρευνας και Καινοτομίας
• Ο καθορισμός των κατευθύνσεων και των στόχων για την ανάπτυξη του Κέντρου, επί τη βάσει των οποίων καταρτίζεται η προγραμματική συμφωνία
• Η γενική εποπτεία της λειτουργίας του Κέντρου σύμφωνα με τον Νόμο σύστασης του και τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας
• Η εισήγηση προς τον αρμόδιο Υπουργό για την έγκριση ή αναθεώρηση του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας
• Η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη σύνδεση του Κέντρου με την κοινωνία και την οικονομία, τη συμβολή του στην ανάπτυξη της χώρας, καθώς και τη συνεργασία με εκπαιδευτικά ή μορφωτικά ιδρύματα και επιστημονικούς, κοινωνικούς φορείς και επιχειρήσεις της ημεδαπής ή της αλλοδαπής
• Η έγκριση ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή του ετήσιου οικονομικού προϋπολογισμού, του ταμειακού προγραμματισμού και του ετήσιου οικονομικού απολογισμού του κέντρου
• Η έγκριση του ετήσιου προγραμματισμού και απολογισμού για την αξιοποίηση της περιουσίας του Κέντρου
• Η προκήρυξη των θέσεων των Διευθυντών των Ινστιτούτων
• Ο διορισμός των Διευθυντών των Ινστιτούτων και η παύση από τα καθήκοντά τους
• Η προκήρυξη θέσεων κάθε κατηγορίας προσωπικού, η πρόσληψη και προαγωγή των ερευνητών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος
• H συγκρότηση των ειδικών επιτροπών κριτών για την επιλογή των Διευθυντών Ινστιτούτων
• H συγκρότηση των ειδικών επιτροπών κριτών για την πρόσληψη και εξέλιξη των ερευνητών
• Η κατανομή των πιστώσεων στις ερευνητικές και λοιπές δραστηριότητες του Κέντρου στο πλαίσιο της Προγραμματικής Συμφωνίας του Ε.Κ.
• Η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στο προσωπικό του Κέντρου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας.
• κάθε άλλη αρμοδιότητα σχετική με τη διοίκηση του Κέντρου, η οποία δεν ανατίθεται σε άλλο όργανο. Με απόφαση του το Δ.Σ. μπορεί να μεταβιβάζει στον Γενικό Διευθυντή του Κέντρου ορισμένες από τις αρμοδιότητες του.
Ο Πρόεδρος του Δ.Σ.
Την ευθύνη της διαμόρφωσης και εισήγησης της στρατηγικής ανάπτυξης και διοίκησης του Κέντρου έχει ο Πρόεδρος. Η θέση του Προέδρου Ερευνητικού Κέντρου προκηρύσσεται από τον εποπτεύοντα Υπουργό για τετραετή θητεία. Ο Πρόεδρος είναι επιστήμονας διεθνούς κύρους, ο οποίος έχει προσόντα αντίστοιχα Ερευνητή βαθμίδας Α’ ή αντίστοιχης βαθμίδας Καθηγητή Α.Ε.Ι. ή αντίστοιχης βαθμίδας φορέα της αλλοδαπής. Ο Πρόεδρος έχει την ιθαγένεια χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα, έχει διοικητική εμπειρία και αποδεδειγμένη πείρα στο μακροχρόνιο σχεδιασμό για την έρευνα και στην εξασφάλιση χρηματοδότησης, εμπειρία στη διαχείριση μειζόνων ερευνητικών προγραμμάτων. Διαθέτει ικανότητα να δημιουργεί καινοτόμο και δημιουργικό περιβάλλον εργασίας, ικανότητα επικοινωνίας και αποτελεί ως επαγγελματίας πρότυπο ανάπτυξης για τους άλλους. Κατά την ημέρα κατάθεσης της αίτησης δεν έχει συμπληρώσει το 63ο έτος της ηλικίας του.
Για την αξιολόγηση των υποψηφίων για τη θέση του Προέδρου συγκροτείται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού, ύστερα από εισήγηση του ΕΣΕΤΕΚ, ειδική επιτροπή κριτών, αποτελούμενη από 5 ή 7 επιστήμονες. Η ειδική επιτροπή κριτών υποβάλλει στον εποπτεύοντα Υπουργό πίνακα κατάταξης των υποψηφίων με αιτιολογημένη έκθεση. Ο Υπουργός με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διορίζει υποχρεωτικά ως Πρόεδρο του Ερευνητικού Κέντρου τον πρώτο υποψήφιο του σχετικού πίνακα.
Ο Πρόεδρος υπογράφει σύμβαση με το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον εποπτεύοντα Υπουργό, στην οποία περιλαμβάνονται οι προγραμματικοί στόχοι της θητείας του. Η θητεία του Προέδρου μπορεί να ανανεωθεί για μία ακόμη πλήρη θητεία, ύστερα από ανοικτή προκήρυξη και αξιολόγηση. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της θητείας του ο Πρόεδρος, δικαιούται να καταλάβει θέση Ερευνητή Α στο οικείο Ερευνητικό Κέντρο.
Ο Πρόεδρος έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και όσες άλλες προβλέπονται από τον ιδρυτικό νόμο του Ερευνητικού Κέντρου και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του:
• προΐσταται του Δ.Σ. και εκπροσωπεί νόμιμα το Ερευνητικό Κέντρο ενώπιον διοικητικών και δικαστικών αρχών, καθώς και στις ιδιωτικού δικαίου σχέσεις του, υπογράφοντας τις κάθε είδους συμβάσεις με τρίτους
• καταρτίζει το σχέδιο της τετραετούς προγραμματικής συμφωνίας του ερευνητικού κέντρου, το οποίο εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο και υποβάλλεται στον αρμόδιο Υπουργό
• Συγκαλεί το Δ.Σ., καταρτίζει την ημερήσια διάταξη, προεδρεύει των εργασιών της και εισηγείται τα θέματα για τα οποία δεν έχει οριστεί ως εισηγητής ο Γενικός Διευθυντής.
• Εκδίδει τις πράξεις διορισμού του Γενικού Διευθυντή, των Διευθυντών Ινστιτούτων και του λοιπού προσωπικού του Κέντρου.
• Εισηγείται τον ετήσιο οικονομικό προϋπολογισμό, τον ταμειακό προγραμματισμό και τελικό οικονομικό απολογισμό του κέντρου, τους οποίους υποβάλλει προς έγκριση στο Δ.Σ..
• Μπορεί να μεταβιβάζει το δικαίωμα υπογραφής εγγράφων στον Γενικό Διευθυντή ή στους διευθυντές των Ινστιτούτων.
• Εποπτεύει το Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου που προβλέπεται από τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας.
Ο Γενικός Διευθυντής
Ο θεσμός του Γενικού Διευθυντή του ερευνητικού κέντρου έχει στόχο να απαλλάξει τον Πρόεδρο και το Δ.Σ από χρονοβόρες και γραφειοκρατικές λειτουργίες που συνεπάγεται η διοικητική και οικονομική διαχείριση του κέντρου. Ο Γενικός Διευθυντής επιλέγεται και διορίζεται από το Δ.Σ του Κέντρου έπειτα από ανοικτή προκήρυξη που απευθύνεται σε στελέχη του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Στην τελευταία περίπτωση, λαμβάνει ισόχρονη άδεια άνευ αποδοχών, μετά τη λήξη της οποίας επιστρέφει στη θέση του.
Η θητεία των Γενικών Διευθυντών είναι πενταετής και ανανεώσιμη μία φορά μετά από ανοικτή προκήρυξη. Ο Γενικός Διευθυντής διαθέτει, μεταξύ άλλων, γνώσεις και πείρα διοίκησης, οικονομικού προγραμματισμού και διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων. Απασχολείται με καθεστώς αποκλειστικής και πλήρους απασχόλησης.
Ο Γενικός Διευθυντής :
• Έχει την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του κέντρου και προΐσταται των οικονομικών και διοικητικών υπηρεσιών του ερευνητικού κέντρου.
• Εισηγείται στο Δ.Σ. για τη λήψη αποφάσεων.
• Εξασφαλίζει την υλοποίηση των αποφάσεων του Δ.Σ.
• Καταρτίζει σχέδιο του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας και επιβλέπει την τήρηση του
• Καταρτίζει σχέδιο ετήσιου οικονομικού προϋπολογισμού κατόπιν εισηγήσεων των Διευθυντών των Ινστιτούτων, ταμειακού προγραμματισμού και τελικού οικονομικού απολογισμού του κέντρου, τους οποίους υποβάλλει στον Πρόεδρο του Ερευνητικού Κέντρου.
• Καταρτίζει και αναμορφώνει τον ετήσιο απολογισμό των δραστηριοτήτων και της εν γένει λειτουργίας του κέντρου, τον οποίο υποβάλλει στον Πρόεδρο του Κέντρου.
• Διοικεί το προσωπικό του Ερευνητικού Κέντρου. Διαχειρίζεται τις προσλήψεις, τη μισθοδοσία και λοιπά θέματα προσωπικού. Έχει κάθε άλλη αρμοδιότητα που του αναθέτει το Δ.Σ.
Ερευνητικά Ινστιτούτα
Με τον ιδρυτικό νόμο σύστασής τους, τα Ερευνητικά Κέντρα διαρθρώνονται σε Ινστιτούτα κατά τομέα επιστημονικής εξειδίκευσης ή και διεπιστημονικό τομέα που αντιστοιχεί σε περιοχή τεχνολογικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων. Τα Ινστιτούτα αποτελούν μονάδες των Ερευνητικών Κέντρων. Τα ειδικότερα θέματα και οι λεπτομέρειες της εσωτερικής δομής των Ινστιτούτων καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ερευνητικού Κέντρου.
Προϊστάμενος του Ινστιτούτου είναι ο Διευθυντής, Ερευνητής Βαθμίδας Α’ ή Καθηγητής αντίστοιχης ακαδημαϊκής βαθμίδας ή αντίστοιχων προσόντων της αλλοδαπής.
Με το προτεινόμενο σχέδιο Νόμου, μεταβιβάζεται στο Διοικητικό Συμβούλιο η αρμοδιότητα της τοποθέτησης των Διευθυντών των Ινστιτούτων, έπειτα από ανοιχτή διαδικασία και επιλογή από ειδική επιτροπή κριτών. Για την αξιολόγηση των ενδιαφερομένων συγκροτείται με απόφαση του Δ.Σ. ειδική επιτροπή κριτών, αποτελούμενη από πέντε ή επτά επιστήμονες με τους αναπληρωτές τους. Τα μέλη της ειδικής επιτροπής κριτών επιλέγονται από το αρμόδιο Τ.Ε.Σ. έπειτα από σχετική εισήγηση του Δ.Σ. του Ερευνητικού Κέντρου. Κατά τη διαδικασία αυτή το ΤΕΣ μπορεί να προτείνει επιπλέον πρόσωπα. Η τελική πρόταση του ΤΕΣ είναι δεσμευτική για το Δ.Σ.. Η ειδική επιτροπή κριτών υποβάλλει στο Δ.Σ., πίνακα κατά τη σειρά αξιολόγησης των υποψηφίων με αιτιολογημένη έκθεση. Το Δ.Σ. διορίζει υποχρεωτικά τον πρώτο του σχετικού πίνακα.
Το Δ.Σ γίνεται πλέον το αποφασιστικό όργανο για την διάρθρωση, οργάνωση και λειτουργία του Ερευνητικού Κέντρου.
Ο Διευθυντής του Ινστιτούτου υπογράφει σύμβαση με το Δ.Σ. του Ερευνητικού Κέντρου σχετικά με τους στόχους της θητείας του.
Οι Διευθυντές των Ινστιτούτων διορίζονται με τετραετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί έως μία φορά μετά από ανοικτή προκήρυξη. Οι αρμοδιότητες των Διευθυντών προσδιορίζονται από τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ερευνητικού Κέντρου.
Ο Διευθυντής Ινστιτούτου μπορεί να παυθεί με απόφαση του Δ.Σ. για ανεπάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της θητείας του, δικαιούται να καταλάβει θέση Ερευνητή Α’ στο οικείο Ερευνητικό Κέντρο.
Επιστημονικά Συμβούλια Ερευνητικών Ινστιτούτων
Πρόταση 1:
Για την επιστημονική υποστήριξη του Ερευνητικού Ινστιτούτου αλλά και τη σύνδεση του με την οικονομία και την κοινωνία, σε κάθε Ερευνητικό Ινστιτούτο συνιστάται πενταμελές Επιστημονικό Συμβούλιο (Ε.Σ.), το οποίο απαρτίζεται από επιστήμονες διεθνούς κύρους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τα μέλη του Ε.Σ. έχουν εμπειρία στο γνωστικό αντικείμενο του ινστιτούτου. Η οργάνωση της λειτουργίας των Ε.Σ. προσδιορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ε.Κ..
Πρόταση 2
Το Επιστημονικό Συμβούλιο συνιστάται σε επίπεδο Ερευνητικού Κέντρου.
Γενικά θα ήθελα να προσθέσω ότι εφόσον προταθεί αλλαγή στο νομικό πλαίσιο που διέπει τα ΝΠΔΔ Ερευνητικά κέντρα και όπου γίνουν συγχωνεύσεις θα πρέπει να προηγηθούν μελέτες βιωσιμότητας των νέων σχηματισμών και να μην γίνουν στο πόδι.
Επίσης επειδή προβλέπονται πολλές αναφορές στους εσωτερικούς κανονισμούς των Κέντρων, και αυτό απαιτεί αρκετό χρόνο, προτείνω να προβλεφθεί μέχρι την έκδοση των εσωτερικών κανονισμών να ισχύσει το υπάρχον νομικό πλαίσιο προκειμένου να αποφευχθούν δισλειτουργίες στα ΕΚ
Υποστηρίζω τις απόψεις που εξέφρασαν η σύνοδος των προέδρων των ΕΚ, το ΔΣ του ΕΚΕΦΕ ‘Δημόκριτος’ και τα περισσότερα σημεία των υπομνημάτων της ΕΕΕ και του Συλλόγου Ερευνητών Δημοκρίτου.
Σχετικά με το θέμα της Διοίκησης των Κέντρων έχω να προτείνω την εξής πρόταση:
Το ΔΣ να απαρτίζεται από μέλη εκτός των Δντών των Ινστιτούτων.
Όλα τα μέλη του ΔΣ είναι πλήρους απασχόλησης στο Κέντρο.
Ο πρόεδρος επιλέγεται με ανοιχτή διαδικασία και είναι άτομο καταξιωμένο στη διεθνή ερευνητική κοινότητα σε ένα τουλάχιστον αντικείμενο που απασχολεί τα Ινστιτούτα του κέντρου και ταυτόχρονα έχει μακρόχρονη πετυχυμένη διοικητική εμπειρία σε διοίκηση ερευνητικών οργανισμών.
Τα υπόλοιπα μέλη που επίσης επιλέγονται με ανοιχτή διαδικασία είναι εμπειρογνώμονες με πολυετή πετυχυμένη εμπειρία σε θέματα οικονομίας, οργάνωσης, δημοσίων σχέσεων,διεθνών συνεργασιών και επιχειρηματικότητας. Επίπλέον το ΔΣ θα συμπληρώνεται με δύο μέλη που εκλέγονται μεταξύόλων των ερευνητών.
Οι Δντές των Ινστιτούτων αποτελούν το επιστημονικό συμβούλιο του Κέντρου στο οποίο προεδρεύει ο Πρόεδρος του ΔΣ.
Το παρον Ν/Σ προτείνει μία μή δημοκρατική μορφή διοίκησης για τα Ε.Κ. Ολιγαρχική και Προεδροκεντρική και που (παρόλο που ισχυρίζεται ότι προωθεί την έννοια του ενοποιημένου χώρου έρευνας) δεν έχει καμία αντιστοιχία με την δομή στα Πανεπιστήμια. Η προτεινόμενη μορφή φιμώνει τους ερευνητές και τους εργαζόμενους στερώντας τους το δικαίωμα έκφρασης και προωθεί κλίμα φόβου που δεν αρμόζει στην ελευθερία που απαιτείται να υπάρχει στους χώρους έρευνας. Το παρόν Ν/Σ υπολείπεται του Ν 1514 ο οποίος θα πρέπει να βελτιωθεί και να εκσυγχρονιστεί:
Προτείνεται :
1.τα Γνωμοδοτικά συμβούλια των Ι πρέπει όχι μόνο να διατηρηθούν, αλλά να ενισχυθούν με αρμοδιότητες (που θα καθορίζονται στον Εσωτ. Κανονισμό) που θα περιορίζουν την αυθαιρεσία και τις υπερεξουσίες των Δ/ντών Ι.
2.Οι αρμοδιότητες των Δ/ντών Ι. Πρέπει να καθορίζονται στο Ν σαφώς και όχι στον Εσωτ. Κανονισμό
3.Οι Πρόεδροι και οι Δ/ντές Ι πρέπει να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης
4.Οι Δ/ντές Ι να είναι ερευνητές του Ε.Κ και να εκλέγονται από τους ερευνητές, κατ’ αντιστοιχία με τον ακαδημαϊκό χώρο. Μόνο σε περίπτωση μη ύπαρξης υποψηφιοτήτων ή άγονης εκλογής να γίνεται ανοιχτή προκήρυξη (ο υποψήφιος έχει ήδη μισθό από το ΕΚ και νοιάζεται περισσότερο για το Ι)
5.Τα εξωτερικά μέλη να είναι λίγα σε αριθμό ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα λειτουργίας των ΔΣ
6.Τα πρακτικά των συνεδριάσεων των ΔΣ να αναρτώνται στα intranet των Ε.Κ.
7.Να υπάρχουν εκπρόσωποι και ερευνητών και λοιπών εργαζομένων στα ΔΣ που να εκλέγονται από τα αντίστοιχα σώματα και όχι από το Υπουργείο ώστε να μεταφέρουν ελεύθερα τη φωνή των σωμάτων που τους εκλέγουν
ΜΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΕ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΜΑΣ ΖΩΗ ΣΕ ΜΑΡΑΣΜΟ ! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Τα προβλεπόμενα σε ότι αφορά την οργάνωση, διοίκηση, λειτουργία και αξιολόγηση των Ερευνητικών Κέντρων, θεσμικό πλαίαιο του ερευνητικού προσωπικού κτλ., θα μπορούσε να ληφθεί μέριμνα εφαρμογής με τις ίδιες αρχές και διαδικασίες και στο πρώην Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας(ΕΘΙΑΓΕ)και νυν Γενική Διεύθυνση Αγροτικής Έρευνας του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων. Με την απαραίτητη προϋπόθεση, το διαχωρισμό των ερευνητικών δραστηριοτήτων και τη δημιουργία θεματικών Ινστιτούτων εθνικής εμβέλειας υπαγόμενων στη Γενική Διεύθυνση Αγροτικής Έρευνας (π.χ. Εθνικό Κέντρο Αγροτικης Έρευνας ή Ερευνητικά Κέντρα με θεματικά Ινστιτούτα).
E.KE.B.E. «Αλέξανδρος Φλέμιγκ»
Άρθρο 22. Σύσταση Διοικητικών Συμβουλίων.
Θεωρούμε ότι πρέπει να συμμετέχουν στα Δ.Σ όλοι οι Δ/ντες Ινστιτούτων, ή τουλάχιστον να επιτραπεί αυτό σε όσα ΕΚ το επιθυμούν. Αυτό κρίνεται απαραίτητο, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική διακυβέρνηση των Κέντρων μέσω της συμμετοχής στο ανώτατο όργανο διοίκησης όλων των επιστημονικών μονάδων που τα απαρτίζουν. Η κύρια αποστολή του Δ.Σ. είναι η διαμόρφωση της συνολικής πολιτικής έρευνας και καινοτομίας του Κέντρου. Η «κυλιόμενη» συμμετοχή Δ/ντων Ινστιτούτων που προβλέπει το σ/ν θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, ειδικότερα στα πολυθεματικά ΕΚ καθώς και τα ΕΚ με Ινστιτούτα που εδρεύουν σε διαφορετικές περιοχές.
Η συμμετοχή εξωτερικών μελών στα Δ.Σ. θα μπορούσε να συμβάλει σε μια καλύτερη διακυβέρνηση, μόνο αν τα εξωτερικά μέλη δεν αναφέρονται σε οποιονδήποτε τρίτο. Δηλαδή, αν τα εξωτερικά μέλη λειτουργούν ως πρόσωπα, με μόνο σημείο αναφοράς το Κέντρο και τα συμφέροντα του. Σε αντίθετη περίπτωση, αν τα εξωτερικά μέλη λειτουργήσουν ως εκπρόσωποι φορέων ή ομάδων (και αυτό περιλαμβάνει και εκπροσώπους των εργαζομένων) είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα εμφανιστούν φαινόμενα σύγκρουσης συμφερόντων.
Επί πλέον, η ουσιαστική συμβολή τυχόν εξωτερικών μελών στις εργασίες του ΔΣ θα είναι προβληματική. Το ΔΣ του Φλέμιγκ λ.χ. συνεδριάζει τακτικά κάθε μήνα. Άτομα με τις προδιαγραφές που αναφέρονται στο σ/ν δεν θα έχουν το χρόνο να συμμετέχουν τακτικά στις συνεδριάσεις, με αποτέλεσμα η παρουσία τους να είναι πλημμελής και να γίνει διακοσμητική.
Έχει προταθεί τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου να έχουν εξειδικευμένο ρόλο. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν – δεν μπορεί να είναι κάποιος «μερικώς» μέλος ενός οργάνου διοίκησης.
Λόγω των ανωτέρω, προτείνουμε η συμμετοχή εξωτερικών μελών να είναι προαιρετική, δηλαδή να δίδεται η δυνατότητα να προβλέπεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας η συμμετοχή εξωτερικών μελών στο ΔΣ. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να προβλεφθεί η σύσταση ειδικού συμβουλευτικού οργάνου (λχ Επιτροπή Εξωτερικών Συμβούλων) με αποστολή την προαγωγή των σχέσεων του Κέντρου με την κοινωνία και τους παραγωγικούς φορείς. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής θα μπορεί να συμμετέχει στο ΔΣ χωρίς δικαίωμα ψήφου. Για τον ίδιο λόγο, ο εκπρόσωπος (ή εκπρόσωποι) των εγαζομένων στα ΔΣ θα πρέπει επίσης να συμμετέχουν χωρίς ψήφο. Θεωρούμε ότι η παρουσία εκπροσώπων των εργαζομένων ως παρατηρητών θα εγγυάται τη διαφάνεια, και θα συμβάλει έτσι στην καλύτερη διακυβέρνηση των ΕΚ.
Άρθρο 24. Γενικός Διευθυντής
Κατ’ αρχήν η ονομασία του θα πρέπει να αλλάξει. Ο όρος Γενικός Διευθυντής (Director General) σε κάποια Κέντρα του εξωτερικού (πχ EMBL) σημαίνει τον Επιστημονικό Δ/ντή και Νόμιμο Εκπρόσωπο του Ιδρύματος, και δεν είναι καλό να δημιουργείται σύγχυση. Προτείνεται η ονομασία «Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών «.
Όσον αφορά τις αρμοδιότητες του, είναι σημαντικό αυτές να μην επικαλύπτουν τις αρμοδιότητες του Προέδρου, ή να υποκαθιστούν αρμοδιότητες του ΔΣ. Συγκεκριμένα: Οι αρμοδιότητες του Προέδρου, όπως καταγράφονται στο σ/ν, αντιστοιχούν στις αρμοδιότητες Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου ενός Οργανισμού. Μια από τις σημαντικότερες είναι η αρμοδιότητα της εισήγησης στο ΔΣ. Η δυνατότητα εισήγησης που παρέχεται (αορίστως και γενικώς) επίσης και στον Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών είναι δυνατόν να δημιουργήσει φαινόμενα δυαρχίας. Για το λόγο αυτό προτείνεται να μην προβλέπεται δυνατότητα εισήγησης στον Διευθυντή Οικονομικών και Διοίκησης. Το ΔΣ μπορεί να αναθέτει βέβαια σε οποιοδήποτε μέλος του, ή τον Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών, να εισηγηθεί για οποιοδήποτε θέμα.
Μπάμπης Σαββάκης
Πρόεδρος Δ.Σ. και Επιστημονικός Διευθυντής
Η διοίκηση των ΕΚ που προτείνεται με το παρόν Νομοσχέδιο, έχει μορφή ολιγαρχική και Προεδροκεντρική και δεν έχει αντιστοιχία με το μοντέλλο διοίκησης των Πανεπιστημίων (παρόλο που το Ν/Σ προβάλλει σαν στόχο την ενοποίηση των χώρων έρευνας). Η προτεινόμενη μορφή διοίκησης δεν αρμόζει σε χώρους έρευνας, φιμώνει τους ερευνητές στερώντας τους το δικαίωμα έκφρασης και προωθεί κλίμα φόβου στην ερευνητική κοινότητα. Φυσικά δεν ενισχύει το θεσμό του ερευνητή, αλλά τον υποτιμά ξεκάθαρα! Το παρόν Ν/Σ υπολείπεται του Ν.1514, ο οποίος πρεπει να βελτιωθεί και να εκσυγχρονιστεί
Πιστεύω ότι
α) τα Γνωμοδοτικά Συμβούλια των Ινστιτούτων όχι μόνο πρέπει να παραμείνουν, αλλά πρέπει να αναβαθμιστεί ο ρόλος τους με σαφείς αρμοδιότητες (καθορισμένες στον Εσωτ Κανονισμό) ώστε να περιορίζεται η σημερινή αυθαιρεσία των Δ/ντών Ι.
β) οι Δ/ντές Ι. και οι Πρόεδροι των Ε.Κ. είναι απαραίτητο να είναι πλήρους απασχόλησης
γ) για την εκλογή των Προέδρων η γνώμη των ερευνητών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σαν 1 ψήφος
δ) σε αντιστοιχία με τα Παν/μια, οι Δ/ντές Ι. πρέπει να είναι ερευνητές και να εκλέγονται από το σώμα των ερευνητών (οικονομία-αφού ο ερευνητής ήδη έχει μισθό από το Ε.Κ) και μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχουν υποψηφιότητες να γίνεται ανοιχτή προκήρυξη.
ε) τα εξωτερικά μέλη στα ΔΣ να υπολοίπονται των εσωτερικών, ωστε να μην υπάρχει πρόβλημα στη λειτουργία τους
στ) τα πρακτικά των συνεδριάσεων των ΔΣ να είναι άμεσα κοινοποιήσιμα στο intranet των ΕΚ για διαφάνεια
ζ) οι αρμοδιότητες των Δ/ντ’ων Ι να καθορίζονται στο Ν και όχι στους εσωτ κανονισμούς.
Ευχαριστώ & παρακαλώ να μην καταδικάσετε (όπως έχετε αποφασίσει) την ερευνητική ζωή μας σε μαρασμό !!!
ΣΤ. ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Η οργάνωση και διοίκηση των ΕΚ πρέπει να είναι αποτελεσματική και ουσιαστική. Για το λόγο αυτό όλα ανεξαιρέτως τα μέλη της δομής διοίκησης απαιτείται να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης με αναστολή όλων των άλλων καθηκόντων τους.
Θεωρούμε ότι μια σειρά πολύ σημαντικών ζητημάτων, όπως οι αρμοδιότητες του Διευθυντή, τα επιστημονικά συμβούλια, ο τρόπος αξιολόγησης, δεν μπορεί να προσδιορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό. Η βασική χρησιμότητα ενός εσωτερικού κανονισμού έγκειται στη δυνατότητά του να εξειδικεύει γενικά θέματα της νομοθεσίας σε σχέση με ειδικές ανάγκες ή απαιτήσεις που καλείται να ικανοποιήσει. Υπό αυτό το πρίσμα, ένας σε γενικές γραμμές κοινός κανονισμός για όλα τα ΕΚ, φυσικά, με κάποιες διαφοροποιήσεις, και σαφείς αναφορές στην κείμενη νομοθεσία αποτελεί σημαντικό κριτήριο σταθερότητας και εμπιστοσύνης και δημιουργεί ένα στέρεο περιβάλλον βιώσιμης ανάπτυξης. Θα πρέπει στο νέο νόμο να υπάρχει σαφής αναφορά στα περιεχόμενα του εσωτερικού κανονισμού, στο πεδίο αρμοδιότητάς του καθώς και στα όριά του (τι ρυθμίζει και που σταματούν οι δικαιοδοσίες του).
Στο ανώτατο όργανο διοίκησης των ΕΚ (ΔΣ) θα πρέπει να συμμετέχουν οπωσδήποτε οι διευθυντές όλων των Ινστιτούτων. Επίσης, θα έπρεπε να εκπροσωπούνται και οι εργαζόμενοι του κέντρου. Τέλος, θεωρούμε ότι η προωθούμενη εξομοίωση ερευνητών-μελών ΔΕΠ θα πρέπει να εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα, με έμφαση και στο διοικητικό, ενισχύοντας σημαντικά το ρόλο των ερευνητών στο ΔΣ του ΕΚ που εργάζονται, κατά απόλυτη αναλογία με τα μέλη ΔΕΠ στα Τμήματά τους.
O Πρόεδρος του ΕΚ δε θα πρέπει να έχει δικαίωμα να καταλαμβάνει θέση ερευνητή Α στο οικείο ΕΚ μετά το τέλος της θητείας του. Σε αναλογία με τα Πανεπιστήμια θα μπορούσε να του απονεμηθεί ο τίτλος του Επίτιμου Ερευνητή χωρίς αμοιβή. Ο Πρόεδρος ενός ΕΚ πρέπει να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στο ΕΚ το οποίο προεδρεύει.
Επί της αρχής θεωρείται θετικό που εισάγεται ο θεσμός του Γενικού Διευθυντή, με στόχο την απαλλαγή του Προέδρου από τις γραφειοκρατικές λειτουργίες. Τονίζεται όμως ότι ο Γενικός Διευθυντής θα πρέπει να είναι πρόσωπο ιδιαίτερα υψηλών προσόντων με μακρόχρονη εμπειρία σε αντίστοιχες θέσεις αποκλειστικά στον επιχειρηματικό τομέα από όπου καλείται να μεταφέρει τη τεχνογνωσία του. Είναι σαφές ότι πρέπει να διευκρινιστεί ο ρόλος του ως αποκλειστικά operational manager με απόλυτη διάκριση αρμοδιοτήτων από τον Πρόεδρο. Ο Γενικός Διευθυντής δε θα πρέπει να καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό αλλά να συνεπικουρεί στη σύνταξή του.
Ο Διευθυντής ενός Ινστιτούτου θα πρέπει να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Σε αναλογία με τον Πρόεδρο ενός ΕΚ, ο Διευθυντής δεν πρέπει να καταλαμβάνει θέση Ερευνητή Α αλλά θέση Επίτιμου Ερευνητή.
Ο νόμος θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στα Ερευνητικά Κέντρα να απονέμουν τον τίτλο του Ομότιμου Ερευνητή σε ερευνητές που συνταξιοδοτούνται, κατ’ αναλογία με τις διαδικασίες που προβλέπονται για τα μέλη ΔΕΠ στα Πανεπιστήμια.
Προφανώς θεωρούμε ότι μετά την απομάκρυνση από τη δομή των Ινστιτούτων των Επιστημονικών Γνωμοδοτικών Συμβουλίων (ΕΓΣ) που προέβλεπε ο Ν1514/85, η προτεινόμενη δημιουργία Επιστημονικών Συμβουλίων σε επίπεδο Ινστιτούτου είναι προς τη θετική κατεύθυνση. Παρόλα αυτά κι εδώ θα πρέπει να τηρείται ο κανόνας της συμμετοχής εσωτερικών μελών σε πλειοψηφικό ποσοστό και να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του οργάνου από το Διευθυντή του Ινστιτούτου. Ο θεσμός αυτός θα πρέπει να αποτυπώνεται στο Νόμο και όχι στον εκάστοτε εσωτερικό κανονισμό Κέντρου.
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – http://www.eee-researchers.gr
ΣΤ. ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Παρότι κατά νόμο τα μέλη ΔΕΠ και οι Ερευνητές έχουν ομόλογα χαρακτηριστικά προσόντων, προσλήψεων και προαγωγών, παρουσιάζεται μια ισχυρή ασυμμετρία στο εργασιακό τους περιβάλλον, η οποία είναι πολύ δύσκολο να αιτιολογηθεί: Τα μέλη ΔΕΠ εργάζονται σε χώρο που απολαμβάνει της ακαδημαϊκής αυτονομίας, η οποία είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για την ανέλιξη του ερευνητικού έργου. Οι Ερευνητές, όμως, εργάζονται σε ένα περιβάλλον όπου η συγκέντρωση των εξουσιών στο πρόσωπο του Διευθυντή Ινστιτούτου διαμορφώνουν ένα πνεύμα δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, το οποίο συμπιέζει την ερευνητική διαδικασία.
Τα ανωτέρω ενισχύονται από το γεγονός ότι σε πολλά ΕΚ που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ μορφής ΝΠΙΔ δεν υφίσταται, παρά τις ρητές διατυπώσεις της κείμενης νομοθεσίας (ν. 1514/1985), ούτε καν εκπρόσωπος των ερευνητών στο Διοικητικό Συμβούλιο Κέντρου. Η κατά νόμο συμμετοχή των Διευθυντών Ινστιτούτων στα ΔΣ των ΕΚ είναι προβληματική επίσης, διότι αναλαμβάνουν ταυτόχρονα το διττό ρόλο του ελέγχοντος (ως Διευθυντές Ινστιτούτων) και του ελεγχόμενου (ως μέλη της Διοίκησης του ΕΚ). Ως εκ τούτου, απαιτείται άμεση νομοθετική παρέμβαση για τον περιορισμό των υπερεξουσιών του Διευθυντή Ινστιτούτου. Ο οδικός χάρτης λειτουργίας κάθε ΕΚ/Ι περιλαμβάνει προγραμματισμό και πενταετή συμφωνία με το Υπουργείο ΠΔΒΜΘ, στο πλαίσιο της οποίας οφείλει να δραστηριοποιηθεί τόσο ο Διευθυντής, όσο και το σύνολο των ερευνητικών ομάδων ενός Ινστιτούτου.
Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι πυρήνας του ερευνητικού μας συστήματος είναι οι ερευνητικές ομάδες και οι μονάδες των ερευνητών. Επιπλέον, έως σήμερα, οι επιτροπές που εξέλεγαν τους Διευθυντές Ινστιτούτων απαρτίζονταν αποκλειστικά από εξωτερικά μέλη (εκτός Κέντρου-Ινστιτούτου), τις συνέπειες όμως μιας τυχόν εκλογής ενός ανεπαρκούς Διευθυντή Ινστιτούτου τις υφίσταντο (και σε αυτήν την περίπτωση αποκλειστικά) οι ερευνητές του οικείου Ινστιτούτου.
Για να αντιμετωπιστούν επιτυχώς τα ζητήματα/προβλήματα αυτά ζητάμε ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ και ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΕΚΛΕΓΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ και πιο συγκεκριμένα:
(α) οι ερευνητές να φέρουν την τελική ευθύνη επιλογής του Διευθυντή της ευρύτερης οντότητας που αποτελείται από ερευνητικές ομάδες ομοειδών δραστηριοτήτων, δηλαδή των Ινστιτούτων και (β) το ερευνητικό έργο των Ινστιτούτων (το έργο εν τέλει των ερευνητικών ομάδων και των επί κεφαλής Δ/ντών) να αξιολογείται από διεθνείς, ανεξάρτητες, υψηλής ποιότητας επιστημονικές επιτροπές.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ:
1. Φορείς στους οποίους αφορούν τα προβλεπόμενα στο Μέρος Β καθώς και η διαδικασία αξιολόγησης του Μέρους Α:
Πρόταση της ΕΕΕ:
Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις ερευνητικοί φορείς που αξιολογούνται (δηλ. τα Ερευνητικά Κέντρα και τα Ινστιτούτα τους που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ) και ερευνητικοί φορείς που δεν αξιολογούνται, για χρηματοδοτήσεις από τα ερευνητικά προγράμματα που προκηρύσσονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας & Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) ή/και άλλους κρατικούς φορείς, θα πρέπει να υιοθετηθεί (κατ’ ελάχιστον) η ΠΡΟΤΑΣΗ 2 του παρόντος προς διαβούλευση κειμένου, στην οποία αναφέρεται ότι «Τα προβλεπόμενα στο Μέρος Β καθώς και η διαδικασία αξιολόγησης του Μέρους Α αφορούν τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από το ΥΠΔΒΜΘ, από τη ΓΓΕΤ, τα Ερευνητικά Κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών καθώς και ερευνητικούς φορείς που εποπτεύονται από άλλα Υπουργεία (για τους οποίους θα ληφθεί μέριμνα διαχωρισμού των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων και για τις οποίες δέχονται να λειτουργούν πλήρως υπό τις διατάξεις του παρόντος θεσμικού πλαισίου)».
Επιπλέον, για τη διευκόλυνση της υλοποίησης των στόχων της Β’ Φάσης αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού (http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1113), θα πρέπει να προστεθεί στο τέλος της πιο πάνω παραγράφου «…καθώς και ερευνητικούς φορείς που εποπτεύονται από άλλα Υπουργεία (για τους οποίους θα ληφθεί μέριμνα διαχωρισμού των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων), στην προοπτική μεταφοράς ορισμένων εξ’ αυτών υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ, κατά τη Β’ Φάση αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού».
2. Νομικό Καθεστώς ΕΚ:
Το παρόν υπό διαβούλευση κείμενο αποτελεί ένα ερμαφρόδιτο κείμενο όσον αφορά στο νομικό καθεστώς των ΕΚ που βρίσκονται υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ. Ενώ φαίνεται να διατηρείται προς το παρόν το νομικό καθεστώς των Κέντρων ως έχει (σύμφωνα και με τη σχετική, πρόσφατη δέσμευση της Υπουργού Παιδείας, ΔΒΜΘ), το κείμενο στις επί μέρους ρυθμίσεις φαίνεται ως να έχει γραφεί για ΕΚ ΝΠΙΔ [π.χ., στο «σχέδιο νόμου 2» άρθρο 1, ως Ερευνητικό Κέντρο ορίζεται «δημόσιο νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα …» ενώ στο άρθρο 27, παρ. 6 αναφέρονται «τα ερευνητικά κέντρα ως ΝΠΙΔ»].
Πρόταση της ΕΕΕ:
Σύμφωνα με πάγια θέση της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών, όλα τα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ πρέπει να μετατραπούν σε ΝΠΔΔ. Σε κάθε ΕΚ ιδρύεται ένα ΝΠΙΔ που θα διαχειρίζεται την περιουσία τους και τα κονδύλια έρευνας (κατά το πρότυπο των ΑΕΙ, ν. 4009/2011, άρθρο 58).
Η μετατροπή αυτή μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί με την προσθήκη σχετικών ρυθμίσεων στον υπό διαβούλευση Νόμο, καθώς αποκαθιστά ένα ενιαίο νομικό καθεστώς στο βασικό, δημόσιο ερευνητικό ιστό της χώρας (δηλαδή σε Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα), παρέχει την απαραίτητη ευελιξία διαχείρισης της περιουσίας των Κέντρων και των ερευνητικών τους κονδυλίων και, επιπλέον, απαλλάσσει τα ΝΠΙΔ Ερευνητικά Κέντρα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν στις ΔΕΚΟ.
3. Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων:
Ο Εσωτερικός Κανονισμός κάθε Κέντρου (ο οποίος σημειωτέον μπορεί να αναθεωρείται με απόφαση του Δ.Σ. του Κέντρου και συνεπακόλουθη έγκριση από το υπουργείο) δεν μπορεί να ρυθμίζει σημαντικά θέματα που απαιτούν ενιαία αντιμετώπιση και θεσμική θωράκιση, όπως οι αρμοδιότητες των Διευθυντών Ινστιτούτων και των Επιστημονικών Συμβουλίων, η εκλογή, αξιολόγηση και παύση όλων των οργάνων διοίκησης (συμπεριλαμβανομένων των Διευθυντών Ινστιτούτων, των εσωτερικών μελών του ΔΣ και του Γενικού Διευθυντή), τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εκλογή σε θέση ερευνητή, τα κριτήρια αξιολόγησης των ερευνητών Α’ και Β’, κλπ.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Για τα ανωτέρω θέματα θα πρέπει να περιληφθούν στον υπό διαβούλευση Νόμο σχετικές ρυθμίσεις.
4. Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων:
Το πρότυπο διοίκησης των ΕΚ που προτείνεται στην παρούσα διαβούλευση προσομοιάζει περισσότερο με αυτά των ιδιωτικών εταιρειών παρά με πρότυπο διοίκησης ερευνητικών ιδρυμάτων δημοσίου συμφέροντος.
Σε αντίθεση με το Νόμο 4009/2011 για τα ΑΕΙ, στον οποίο περιγράφονται οι βασικές αρμοδιότητες όλων των οργάνων διοίκησης, αυτό δεν συμβαίνει στο παρόν υπό διαβούλευση κείμενο (δεν περιγράφονται οι γενικές αρμοδιότητες των Διευθυντών Ινστιτούτων και των Επιστημονικών Συμβουλίων, αλλά επαφίενται στους Εσωτερικούς Κανονισμούς των Κέντρων).
Πρόταση της ΕΕΕ:
Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών θεωρεί ότι το νέο πρότυπο διοίκησης των ΕΚ θα πρέπει να διασφαλίζει το βέλτιστο δυνατό ερευνητικό περιβάλλον και να ελαχιστοποιεί τις στρεβλώσεις που επιτρέπει το υπάρχον. Για την επίτευξη του τελευταίου εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση αποτελεί η ουσιαστική διευρυμένη συμμετοχή στη διοίκηση των ερευνητών που αποτελούν τη βασική συνιστώσα του ερευνητικού συστήματος των ΕΚ.
Το τελικό σχέδιο για το πρότυπο διοίκησης των ΕΚ θα πρέπει να προκύψει μετά από περαιτέρω, ενδελεχή συζήτηση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη και τις ιδιαιτερότητες που θα προκύψουν στα ΕΚ και Ινστιτούτα από την προτεινόμενη/επερχομένη αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού.
Η ΕΕΕ προτείνει ένα πρότυπο διοίκησης των ΕΚ που παρουσιάζεται αναλυτικά πιο κάτω και το οποίο ενσωματώνει βασικές αρχές που έχουν ήδη περιγραφεί σε έγγραφό της με θέμα «Νέο πρότυπο διοίκησης Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων (βλ. http://www.eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_EX_414-13-12-11.pdf).
5. Επιστημονικά Συμβούλια:
Σύμφωνα με το προτεινόμενο πρότυπο διοίκησης των ΕΚ στα ΔΣ των Κέντρων υπάρχουν εξωτερικά μέλη του εξυπηρετούν τη διασύνδεση του κάθε Κέντρου με την κοινωνία την οικονομία, αλλά και με την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα (με την οποία υφίστανται επίσης πολλοί άλλοι τρόποι διασύνδεσης). Επιπλέον τα ΤΕΣ, στο πλαίσιο λειτουργίας του ΕΣΕΤ, μπορεί να επιτελούν και το ρόλο του εξωτερικού επιστημονικού συμβουλίου Κέντρου (όπως αυτός περιγράφεται στο κείμενο διαβούλευσης). Ως εκ των άνωθεν, δεν κατανοούμε τη χρησιμότητα σύστασης ενός επιπλέον οργάνου που θα λειτουργεί για τον ίδιο σκοπό σε επίπεδο Κέντρου. Άλλωστε, ενώ υπήρχε αντίστοιχη πρόβλεψη στο Νόμο 1514/1985, αυτή δεν ενεργοποιήθηκε/αξιοποιήθηκε στη συντριπτική πλειοψηφία των Ερευνητικών Κέντρων.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Η ΕΕΕ προτείνει να προβλεφθεί η θεσμική κατοχύρωση διεθνών «Συμβουλευτικών Επιστημονικών Επιτροπών» ανά Ινστιτούτο (προκρίνοντας κατ’ ουσίαν τη σχετική ΠΡΟΤΑΣΗ 1 στο υπό διαβούλευση κείμενο, όμως με άλλο τίτλο και χωρίς ανελαστικό καθορισμό του αριθμού των μελών που θα απαρτίζουν την εν λόγω Επιτροπή), τις οποίες θα επιλέγουν οι ίδιοι οι ερευνητές του Ινστιτούτου. Οι Επιτροπές αυτές θα είναι στοχευμένες στα επιστημονικά αντικείμενα του κάθε Ινστιτούτου και ως εκ τούτου πιο αποτελεσματικές, προκειμένου να υποβοηθείται το Ινστιτούτο στην υλοποίηση του τετραετούς προγραμματισμού του, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων που υποδεικνύονται από τις εξωτερικές αξιολογήσεις και στην επεξεργασία της αναπτυξιακής στρατηγικής του.
Επιπρόσθετα, η ΕΕΕ καταθέτει (πιο κάτω) πρόταση για «Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων» (ως μετεξέλιξη των Επιστημονικών Γνωμοδοτικών Συμβουλίων Ινστιτούτων του ν. 1514/1985), τα οποία θα απαρτίζονται από ερευνητές των οικείων Ινστιτούτων και θα έχουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ / ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ:
Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων
Μια σειρά θεμάτων τα οποία δεν μπορούν να επαφίενται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του κάθε Ερευνητικού Κέντρου, αλλά θα πρέπει να ρυθμίζονται στον παρόντα νόμο είναι:
1. Οι αρμοδιότητες των Διευθυντών Ινστιτούτων και των Επιστημονικών Συμβουλίων που περιγράφονται πιο κάτω.
2. Η εκλογή, αξιολόγηση και παύση όλων των οργάνων διοίκησης.
3. Ο ορισμός των ελάχιστων προϋποθέσεων για την εκλογή σε θέση ερευνητή (κατ’ αντιστοιχία του Ν. 4009/2011, Άρθρο 17 – Προσόντα εκλογής καθηγητών όλων των βαθμίδων).
4. Τα κριτήρια και η διαδικασία αξιολόγησης των ερευνητών Α’ και Β (κατ’ αντιστοιχία του Ν. 4009/2011, Άρθρο 21 – Αξιολόγηση καθηγητών).
5. Επιπλέον, ο Νόμος μπορεί να περιέχει χρονικές προθεσμίες για την κατάρτιση εσωτερικών κανονισμών. Η καθυστέρηση της κατάρτισης εσωτερικού κανονισμού μπορεί να συνδεθεί με τη χρηματοδότηση.
Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων
Ένα από τα κύρια προβλήματα που ανέδειξε το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο αφορούσε τη συχνή παρουσία στη διοίκηση των ΕΚ Διευθυντών Κέντρων (και σε ορισμένες περιπτώσεις και Ινστιτούτων), οι οποίοι, ανεξάρτητα από τα επιστημονικά τους προσόντα, δεν ήταν γνώστες των διοικητικών προβλημάτων και της καθημερινής ζωής του Κέντρου (ή του Ινστιτούτου αντίστοιχα). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο χρονικά χαρακτήρα της παρουσίας τους στο Κέντρο και τις επιπλέον δραστηριότητές τους (πέραν της διοίκησης), απετέλεσαν επανειλημμένα πηγή προβλημάτων και δυσλειτουργιών.
Ένα επιπλέον πρόβλημα της οργάνωσης της διοίκησης των ΕΚ/Ι, ως έχει σήμερα, είναι η θεσμική απολυταρχία των Διευθυντών Ινστιτούτων και στα δύο υπάρχοντα επίπεδα διοίκησης, δηλαδή αυτό του Ινστιτούτου και αυτό του ΔΣ του Κέντρου. Αυτό πολλάκις οδηγεί στο να διέπεται η λειτουργία του ΔΣ από ένα είδος ιδιότυπου ‘κορπορατισμού’, ο οποίος επιτείνεται από την έλλειψη μηχανισμών ελέγχου και λογοδοσίας.
Λόγω των ανωτέρω, στο νέο νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να υπάρχει διευρυμένη συμμετοχή στη διοίκηση των ΕΚ ερευνητών από το ίδιο το Κέντρο, οι οποίοι είναι γνώστες της καθημερινότητας και των ιδιαίτερων προβλημάτων του. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί μέριμνα ώστε οι Διευθυντές Ινστιτούτων να μην κυριαρχούν και στα δύο επίπεδα διοίκησης. Παράλληλα, η εξωστρέφεια του κάθε Ιδρύματος μπορεί να ενισχυθεί, με τη συμμετοχή στη διοίκησή του προσώπων εκτός Κέντρου, όπως προτείνεται στην παρούσα διαβούλευση.
Επί της αρχής η ΕΕΕ συμφωνεί με την παρουσία εξωτερικών μελών στα Διοικητικά Συμβούλια των Ερευνητικών Κέντρων, τα οποία θα είναι «καταξιωμένα πρόσωπα της κοινωνίας και της οικονομίας», δίνοντας έμφαση στη διασύνδεση ΕΚ και παραγωγικού τομέα, με την προϋπόθεση της ικανοποίησης ενός ελαχίστου αριθμού υψηλών προσόντων (μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών, διδακτορικό δίπλωμα) .
Αυτονόητο είναι βέβαια ότι τα εξωτερικά μέλη οφείλουν να «επενδύσουν» στο ΔΣ ενός Κέντρου «χρόνο και κόπο» και να μην αντιμετωπίσουν τη συμμετοχή τους σε αυτό ως πάρεργο, ή άλλως πως. Ως σήμερα, η διασύνδεση του παραγωγικού τομέα με τα ΕΚ δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική, κυρίως εξαιτίας του πρώτου. Η συμμετοχή των εξωτερικών μελών στα ΔΣ των Κέντρων ίσως βοηθήσει σταδιακά στη βελτίωση αυτής της σχέσης. Αρχικά πάντως δεν θα πρέπει να αναμένεται κάποια ουσιαστική, ή/και πολυάριθμη, «αυθόρμητη» συμμετοχή εξωτερικών μελών (προερχόμενων από τον παραγωγικό τομέα) στα ΔΣ των ΕΚ. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποφευχθούν δυσλειτουργίες των ΔΣ των Κέντρων που μπορεί να προέλθουν κυρίως από την πιθανή, συχνή απουσία των εξωτερικών μελών από τις σχετικές συνεδριάσεις (που μπορεί να συμβάλλει στην έλλειψη απαρτίας). Ως εκ τούτου η ποσόστωση των εξωτερικών μελών στα ΔΣ των Κέντρων θα πρέπει να παραμείνει σχετικά χαμηλή (στο σύνολο των μελών του ΔΣ), ώστε να μην είναι δυνατόν να παρεμποδίσει την ομαλή λειτουργία τους.
Όσον αφορά το κεφάλαιο «Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων» του υπό διαβούλευση κειμένου (και με βάση όλα τα ανωτέρω) προτείνονται τα εξής:
Διοικητικό Συμβούλιο
1. Να αναφέρεται στο Νόμο ότι τα άτομα που απαρτίζουν τη διοίκηση του κάθε Ερευνητικού Κέντρου «πρέπει να έχουν γνώση της δομής και λειτουργίας του».
2. Ως προς τη σύνθεση του ΔΣ το παρόν υπό διαβούλευση κείμενο («σχέδιο νόμου 1») αναφέρει:
«Το Δ.Σ. μπορεί να απαρτίζεται από 7-9 μέλη αναλόγως του μεγέθους του Ερευνητικού Κέντρου, περιλαμβανομένου του Προέδρου. Στο Δ.Σ. του Ε.Κ. συμμετέχουν εσωτερικά και εξωτερικά μέλη, τα οποία είναι καταξιωμένα πρόσωπα της κοινωνίας και της οικονομίας. Την πλειοψηφία την κατέχουν τα εσωτερικά μέλη, τα οποία επιλέγουν τα εξωτερικά. Τα εσωτερικά μέλη απαρτίζονται από Διευθυντές των Ινστιτούτων και ερευνητές που αναδεικνύονται με βάση κριτήρια επιστημονικής αριστείας. Τα τελικώς επιλεγέντα μέλη διορίζονται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού.».
Το δε «σχέδιο νόμου 2» αναφέρει:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται από 7 έως 9 μέλη, ανάλογα με τον αριθμό των ινστιτούτων του Ερευνητικού Κέντρου, περιλαμβανομένου του Προέδρου, τα οποία διορίζονται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού για τετραετή θητεία. Στο Δ.Σ. του Ερευνητικού Κέντρου συμμετέχουν 1 έως 4 εκπρόσωποι εκ των Διευθυντών των Ινστιτούτων, 1 έως 2 ερευνητές που αναδεικνύονται με βάση κριτήρια αριστείας που καθορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Κέντρου και 2 έως 4 εξωτερικά μέλη τα οποία είναι καταξιωμένα πρόσωπα της κοινωνίας και της οικονομίας. Την πλειοψηφία κατέχουν τα εσωτερικά μέλη.».
Ως προς τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου προτείνουμε τα εξής:
Το ΔΣ αποτελείται από 7-9 μέλη αναλόγως του μεγέθους του Ερευνητικού Κέντρου (σε ΕΚ με λιγότερα από τρία και τρία ή περισσότερα Ινστιτούτα αντίστοιχα), περιλαμβανομένου του Προέδρου. Τα τέσσερα ή τα πέντε μέλη του επταμελούς ή εννεαμελούς ΔΣ, αντίστοιχα, είναι εσωτερικά μέλη του ΕΚ και, ειδικότερα, τρία ή τέσσερα μέλη, αντίστοιχα, είναι ερευνητές Α’ ή Β’ βαθμίδας και ένα μέλος είναι εκπρόσωπος του τεχνικού-διοικητικού προσωπικού. Τα υπόλοιπα δυο ή τρία μέλη, αντίστοιχα, είναι εξωτερικά.
___________________________________________________________________
2η προσέγγιση για το θέμα του Διοικητικού Συμβουλίου:
Η πρόταση σύνθεσης του ΔΣ κάθε Κέντρου που παρουσιάζεται στη διαβούλευση (στα «σχέδια νόμου 1 και 2») δομείται πάνω σε ένα τρίπτυχο, το οποίο περιλαμβάνει (εκτός από τον Πρόεδρο του Κέντρου), Διευθυντές Ινστιτούτων, ερευνητές και εξωτερικά μέλη. Αν και παραμένει ασαφές (και στις δύο εκδόσεις του σχεδίου νόμου) το πως θα καθορίζεται εν τέλει ο ακριβής αριθμός των Διευθυντών Ινστιτούτων, των ερευνητών και των εξωτερικών μελών, το τρίπτυχο αυτό μπορεί να συζητηθεί από την κοινότητα των ερευνητών με απαραίτητες προϋποθέσεις:
(α) τη συμμετοχή σημαντικού αριθμού αιρετών ερευνητών στα ΔΣ των Κέντρων στο σύνολο των μελών και
(β) τη συμμετοχή στο ΔΣ ενός αιρετού εκπροσώπου των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Κέντρου (κατά το ν. 1514/1985) που διασφαλίζει περαιτέρω διαφάνεια και συλλογικότητα στη λειτουργία της κεντρικής του διοίκησης.
Εάν η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου εμμείνει στο πνεύμα των προτάσεων που θέτει σε διαβούλευση, ζητούμε η σύνθεση των ΔΣ στα ΕΚ να διασαφηνισθεί ως εξής:
Στο Δ.Σ. του ΕΚ συμμετέχουν εσωτερικά και εξωτερικά μέλη. Την πλειοψηφία του Δ.Σ. κατέχουν τα εσωτερικά μέλη, τα οποία επιλέγουν τα εξωτερικά. Το Δ.Σ. απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τρεις εκπροσώπους των Διευθυντών, ισάριθμους με τους διευθυντές εκπροσώπους των ερευνητών, έναν εκπρόσωπο των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Κέντρου και δύο έως τρία εξωτερικά μέλη. Σε κάθε περίπτωση, το άθροισμα των Δ/ντών και των ερευνητών δεν μπορεί να είναι μικρότερο του τρία*. Τα τελικώς επιλεγέντα μέλη διορίζονται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού.
*[για την περίπτωση των ΕΚ που περιλαμβάνουν ή θα περιλαμβάνουν -μετά την Α’ φάση αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού- ένα μόνο Ινστιτούτο]
___________________________________________________________________
3. Να αναφέρεται στο Νόμο (σε κάθε περίπτωση) ότι «οι ερευνητές που συμμετέχουν στα ΔΣ των ΕΚ, είναι Ερευνητές Α’ και Β’ βαθμίδας και εκλέγονται από το σύνολο των ερευνητών του ΕΚ», κατ’ αντιστοιχία της εκλογής των εσωτερικών μελών στα συμβούλια των ΑΕΙ (ν. 4009/2011, Άρθρο 8). Αντίστοιχα, ο εκπρόσωπος των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Κέντρου εκλέγεται από το σύνολο των αντίστοιχων υπαλλήλων του ΕΚ.
4. Να αναφέρεται στο Νόμο (σε κάθε περίπτωση) ότι «η εκλογή των εξωτερικών μελών των ΔΣ γίνεται από τα εσωτερικά μέλη» (κατ’ αντιστοιχία του ν. 4009/2011).
5. Θα πρέπει να προβλέπεται στο Νόμο ότι η συμμετοχή όλων των μελών στις συνεδριάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων γίνεται αμισθί (και χωρίς καμιά πρόσθετη αμοιβή).
6. Τέλος θα πρέπει να διευκρινιστεί η φράση «η συμμετοχή των Διευθυντών στο ΔΣ μπορεί να είναι κυλιόμενη ανά διετία, με ανάλογη προσαρμογή της θητείας τους» (σχέδιο νόμου 2, άρθρο 22, παρ. 3) ή να απαλειφθεί το «με ανάλογη προσαρμογή της θητείας τους», για να μην υπάρξουν παρερμηνείες και συνεπακόλουθες τυχόν ‘‘σύννομες’’ επιμηκύνσεις της τετραετούς θητείας των Διευθυντών Ινστιτούτων.
Ο Πρόεδρος του Δ.Σ.
1. Ως προς τη διαδικασία εκλογής Προέδρου το υπό διαβούλευση κείμενο αναφέρει:
«Για την αξιολόγηση των υποψηφίων για τη θέση του Προέδρου συγκροτείται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού, ύστερα από εισήγηση του ΕΣΕΤΕΚ, ειδική επιτροπή κριτών, αποτελούμενη από 5 ή 7 επιστήμονες».
Να προστεθούν οι διευκρινήσεις:
(α) οι κριτές είναι διεθνώς καταξιωμένοι επιστήμονες και στην πλειοψηφία τους προέρχονται από την αλλοδαπή,
(β) στην επιτροπή κριτών συμμετέχουν οι αιρετοί εκπρόσωποι των ερευνητών στο ΔΣ του οικείου Κέντρου,
(γ) οι κριτές μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία αξιολόγησης μέσω τηλεδιάσκεψης.
___________________________________________________________________
2η προσέγγιση για το θέμα εκλογής Προέδρου του ΔΣ:
Ο Πρόεδρος εκλέγεται από το ΔΣ του Κέντρου (με την προϋπόθεση ότι η συμμετοχή Διευθυντών Ινστιτούτων και ερευνητών στο ΔΣ του Κέντρου είναι ισόρροπη).
___________________________________________________________________
2. Να γίνει επίσης προσθήκη ότι «η θέση του Πρόεδρου, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης».
Ο Γενικός Διευθυντής
Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών θεωρεί ότι η αναγκαιότητα της θεσμοθέτησης θέσης Γενικού Διευθυντή στα ΕΚ δεν είναι προφανής και απαιτεί περαιτέρω συζήτηση.
Ερευνητικά Ινστιτούτα
Όργανα των Ινστιτούτων είναι
α) ο Διευθυντής
β) το Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου
γ) η συνέλευση του Ινστιτούτου
Διευθυντής Ινστιτούτου
1. Το προς διαβούλευση κείμενο αναφέρει ότι «Οι Διευθυντές των Ινστιτούτων διορίζονται με τετραετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί έως μία φορά μετά από ανοικτή προκήρυξη».
Επειδή πιστεύουμε ακράδαντα ότι η θέση του ερευνητή είναι στο εργαστήριό του (στο ΕΚ ή το ΑΕΙ), από τις εργασίες του οποίου δεν πρέπει να απέχει επί μακρόν και επειδή έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα στο παρελθόν κατά τα οποία ερευνητές έχουν διανύσει το μισό και πλέον του επαγγελματικού τους βίου σε θέσεις Δ/ντών Ινστιτούτων και Δ/ντών Κέντρων, είμαστε απόλυτα αντίθετοι με τις συνεχόμενες θητείες Διευθυντών Ινστιτούτων. Ως εκ τούτου ζητούμε ο Διευθυντής Ινστιτούτου που έχει διανύσει μια θητεία στη θέση αυτή να μη μπορεί να είναι υποψήφιος για την ίδια θέση στην αμέσως επόμενη προκήρυξη.
2. Να προβλέπεται στο Νόμο ότι η θέση του Διευθυντή Ινστιτούτου, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
3. Ο Διευθυντής Ινστιτούτου εκλέγεται από το σύνολο των ερευνητών του οικείου Ινστιτούτου με την ακόλουθη διαδικασία:
Οι υποψήφιοι Δ/ντές πρέπει να έχουν προσόντα Α’ βαθμίδας ερευνητή ή αντίστοιχης βαθμίδας καθηγητή ΑΕΙ. Το σύνολο των υποψηφιοτήτων κατατίθεται στο ΕΣΕΤ, το οποίο επιλέγει τρεις υποψηφίους (διαδικασία αντίστοιχη με αυτή που προβλέπει το άρθρο 8, παρ. 16β, του ν. 4009/2011). O Δ/ντής εκλέγεται με ψηφοφορία από το σύνολο των ερευνητών του οικείου Ινστιτούτου μεταξύ των τριών υποψηφίων.
4. Στον υπό διαμόρφωση Νόμο θα πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν οι βασικές αρμοδιότητες του Διευθυντή Ινστιτούτου.
Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου
Σε κάθε Ινστιτούτο εκλέγεται από το σύνολο των ερευνητών Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου (ΕΣΙ) με διετή θητεία. Τα μέλη του ΕΣΙ είναι ερευνητές Α’ ή Β’ βαθμίδας και δεν συμπεριλαμβάνουν το Διευθυντή του Ινστιτούτου.
Το Συμβούλιο είναι τριμελές, εφόσον ο αριθμός των ερευνητών του Ινστιτούτου είναι μικρότερος του 15 και πενταμελές εφόσον ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος.
Το Συμβούλιο εκλέγει Πρόεδρο, ο οποίος ασκεί χρέη Αναπληρωτή Διευθυντή Ινστιτούτου, του Διευθυντή Ινστιτούτου ελλείποντα, απόντα, ή κωλυόμενου, με πλήρη δικαιώματα (και δικαίωμα ψήφου στο ΔΣ του Κέντρου).
———————————————
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Τα ανωτέρω σχόλια αναφέρονται κυρίως στο «σχέδιο νόμου 1» που τίθεται εδώ σε διαβούλευση υπό τη μορφή οκτώ (08) Άρθρων/Κεφαλαίων.
Το «σχέδιο νόμου 2» που δόθηκε στη διαβούλευση (μία ημέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για διαβούλευση του «σχεδίου νόμου 1», στις 30 Ιανουαρίου) με περιθώριο για δημόσια συζήτηση μίας περίπου εβδομάδας (!) είναι ατελές και περιέχει αντιφατικές ρυθμίσεις.
Η ερευνητική κοινότητα ζητά από το Υπουργείο να δημοσιοποιήσει το επεξεργασμένο, τελικό προσχέδιο νόμου με όλες τις διατάξεις (και τις ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ) και να μεριμνήσει ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος και ικανός χρόνος για ουσιαστικό διάλογο, επί του συνόλου των ρυθμίσεων που αυτό θα περιλαμβάνει.
Το Υπουργείο οφείλει επίσης να συντάξει την «έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης», η οποία θα συνοδεύσει το σχέδιο νόμου στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισής του από τη Βουλή των Ελλήνων (νέος κανονισμός της Βουλής, άρθρο 85, παρ. 3), από ΜΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ και όχι σε τρεις ‘δόσεις’, καθώς τουλάχιστον οι μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει (σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις «Μεταβατικές διατάξεις», άρθρο 08 του παρόντος) να υποβληθούν επίσης σε διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Σημείωση: Το σύνολο των κειμένων που η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών κατέθεσε στην παρούσα διαβούλευση βρίσκεται αναρτημένο στο http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_Keimena-Diavouleusis-Sxediou-Nomou-Ereunas.pdf.
Συμπληρωματικό σχόλιο στην από 27/01/2012 πρόταση του Περιφερειακού Οργάνου για την Καινοτομία, Έρευνα και Τοπική Ανάπτυξη Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας:
….
Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου:
…
4. Υπάρχει ανάγκη προσδιορισμού αντικειμενικών μεθόδων σύγκρισης των αποτελεσμάτων (επιστημονικών, τεχνολογικών και οικονομικών) των ινστιτούτων. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να οριστούν συγκεκριμένοι μηχανισμοί, όπως πχ. οι ισολογισμοί ανά ινστιτούτο, ώστε να τεκμηριώνεται η δίκαιη και αξιοκρατική οικονομική υποστήριξη του κάθε ινστιτούτου στην ίδια βάση με τα υπόλοιπα, κυρίως μέσα στη νέα διαμορφούμενη οικονομική κατάσταση.
Είναι ένα από τα προβληματικότερα σημεία του νόμου καθώς είναι εξαιρετικά σαφές ότι γίνεται προσπάθεια για την αποδυνάμωση του ρόλου, όλων εκείνων που παράγουν το ερευνητικό αποτέλεσμα στα ΕΚ, στην οργάνωση και τη διοίκηση των ΕΚ.
1. Όσον αφορά τα όργανα διοίκησης θεωρούμε ότι πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 1514/85 για τη θεσμική εκπροσώπηση ερευνητών και λοιπών εργαζομένων. Η συμμετοχή εκπροσώπων των ερευνητών και των εργαζομένων με δικαίωμα ψήφου στα Διοικητικά Συμβούλια μέσα από διαδικασίες εκλογής από το σύνολο του αντίστοιχου δυναμικού του ΕΚ είναι η μοναδική επιλογή.
2. Μας βρίσκει αντίθετους η θεσμική εκπροσώπηση εξωτερικών μελών εφόσον δεν εκπροσωπούνται οι ερευνητές και οι εργαζόμενοι με τον τρόπο που αναφέρθηκε προηγουμένως.
3. Για τα Επιστημονικά Συμβούλια και οι δύο προτάσεις που αναφέρονται είναι απαράδεκτες αφού καταργούν τα Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων τα απαρτιζόμενα από εσωτερικά μέλη. Οι σχετικές προβλέψεις του υπό αναστολή νόμου 3654/2008 θα πρέπει να εισαχθούν και στον παρόντα νόμο με επιπλέον πρόβλεψη για ελεγκτικό της λειτουργίας του Ινστιτούτου, ρόλο των Επιστημονικών Συμβουλίων.
4. Ο Θεσμός του Γενικού Διευθυντή έχει επικάλυψη με τον θεσμό του Προέδρου. Εφόσον εφαρμοστεί, ο ρόλος του πρέπει να περιορίζεται σε διοικητικά καθήκοντα. Θα πρέπει να του αφαιρεθεί η αρμοδιότητα να «διοικεί το προσωπικό, να διαχειρίζεται προσλήψεις κλπ» αλλά απλώς να «προΐσταται των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών…». Στα προσόντα του Γενικού Διευθυντή θα πρέπει να συμπεριληφθεί και πρόβλεψη ότι η κατοχή μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών και προϋπηρεσία σε ερευνητικά κέντρα αποτελούν κριτήρια επιλογής.
5. Δεν προσδιορίζεται ο ρόλος και οι αρμοδιότητες των Διευθυντών Ινστιτούτων σε αντίθεση με τον Γενικό Διευθυντή για τον οποίο γίνεται λεπτομερής περιγραφή.
6. Πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι διευθυντές Ινστιτούτων στο ΔΣ.
Ο Σύλλογός μας διαμαρτύρεται για την ανάρτηση Σχεδίου Νόμου κατ’ άρθρο στις 29 Ιανουαρίου 2012 ενώ η διαβούλευση έληγε στις 30 Ιανουαρίου επί συνοπτικών Άρθρων, του ίδιου Σχεδίου Νόμου. Παρά την πρόθεση μας για συμμετοχή στη Διαβούλευση αυτή, θεωρούμε ότι η παράταση δεν ήταν αρκετή ώστε να εκφράσουμε εμπεριστατωμένα σχόλια μας επί του νέου κειμένου. Επομένως, με τη συμμετοχή μας, περιοριζόμαστε στο σχολιασμό των αρχικών Άρθρων με την ελπίδα ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων, γεγονός που θα εξέθετε ακόμα περισσότερο τη διαδικασία της διαβούλευσης.
Οργάνωση, Διοίκηση & Εποπτεία των Ερευνητικών Κέντρων
Το Άρθρο αφορά στη λειτουργία των Ερευνητικών Κέντρων.
Σε σχέση με τις προτάσεις που περιέχονται στο προς διαβούλευση κείμενο, οι απόψεις είναι οι παρακάτω:
1. Θεωρούμε ότι ο Νόμος πρέπει να αφορά όλα τα Ερευνητικά Κέντρα οπουδήποτε και αν ανήκουν (Πρόταση 2).
2. Σε σχέση με τα Επιστημονικά Συμβούλια των Ερευνητικών Ινστιτούτων, θεωρούμε ότι είναι προτιμότερο να συνιστώνται σε επίπεδο Ερευνητικού Κέντρου (κατά βάση Πρόταση 2) με τη συμμετοχή 1 ή 2 εξωτερικών επιστημόνων διεθνούς κύρους και με ειδίκευση στο . Εννοείται ότι η όλη λειτουργία πρέπει να καλύπτεται από τον Εσωτερικό Κανονισμό του Κέντρου.
Σε ότι αφορά τη ΓΓΕΤ, υποστηρίζουμε τη διαμόρφωση του Πρότυπου Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας από την Υπηρεσία καθώς και την εφαρμογή του σε όλα τα Ερευνητικά Κέντρα. Επίσης, υποστηρίζουμε σαφώς την παρακολούθηση των Κέντρων από δημόσιο φορέα (ΓΓΕΤ).
Αντίθετα, μεγάλο προβληματισμό έχουν προκαλέσει τα σχόλια των – ενδιαφερομένων – συλλόγων ερευνητών στα Ε.Κ. Θεωρούμε ότι οι απόψεις τους θα έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψη δεδομένου ότι πρόκειται για τους “λειτουργούς” οι οποίοι θα κάνουν πράξη τους όποιους στόχους του Νομοθέτη. Επομένως, ο Σύλλογός μας υποστηρίζει τις διαφωνίες που έχουν εκφραστεί στη διαβούλευση τόσο γενικά όσο και ειδικά, δίνοντας έμφαση στα παρακάτω σημεία:
• Θεωρούμε ότι πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχιση της προσφοράς όλων των υφιστάμενων βαθμίδων εργαζομένων στα Ε.Κ. καθώς και η εξέλιξή τους.
• Κύριο ρόλο στο Όργανο Διοίκησης των Ε.Κ. πρέπει να παίζουν ο Πρόεδρος και οι Διευθυντές με απαραίτητη συμμετοχή των εκπροσώπων των ερευνητών αλλά και γενικότερα των εργαζομένων σε αυτά.
• Δε συμφωνούμε με τον αποκλεισμό των συλλογικών οργάνων των ερευνητών και των Ε.Κ. από τη διαβούλευση αλλά και την εφαρμογή του – προς ψήφιση – Νόμου με αντίστοιχη ισχυροποίηση του ρόλου των Προέδρων (Σύνοδος Προέδρων). Με απλά λόγια, έχουμε την εντύπωση ότι ο όποιος διάλογος δεν έχει γίνει με την ερευνητική κοινότητα αλλά με τα πρόσωπα που έτυχε να ηγούνται των Ε.Κ. τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Συμπερασματικά, η λειτουργία των Ε.Κ. πρέπει να διασφαλίζει το δημόσιο χαρακτήρα του ερευνητικού συστήματος και τη συνέχιση της προσφοράς των ελλήνων ερευνητών.
ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΙΤΕ)
ΣΤ. Οργάνωση, Διοίκηση και Εποπτεία των Ερευνητικών Κέντρων
Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κεντρων
Θεωρούμε ότι τα όργανα διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων πρέπει να είναι ο Πρόεδρος , το Διοικητικό Συμβούλιο και οι Διευθυντές των Ινστιτούτων τους. Οι Διευθυντές κατ’ εξοχήν ασκούν διοίκηση , την διοίκηση των Ινστιτούτων τους , και τα Ινστιτούτα είναι η ψυχή ενός ΕΚ.
Σχετικά με την σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου και τον ρόλο των Διευθυντών
Θεωρούμε ότι στο προσχέδιο επιχειρείται μια συστηματική προσπάθεια υποβάθμισης του ρόλου των Διευθυντών των Ινστιτούτων .Π.χ. οι Διευθυντές δεν αποτελούν όργανα διοίκησης των ΕΚ, δεν μετέχουν όλοι στο ΔΣ του ΕΚ όπως διαφαίνεται από τις (ασαφείς) διατυπώσεις του προσχεδίου σχετικά με την σύνθεση του ΔΣ , οι αρμοδιότητές τους καθορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΚ, την πράξη διορισμού τους δεν υπογράφει ο Υπουργός αλλά το ΔΣ , δεν έχουν δικαίωμα ψήφου στις κρίσεις των ερευνητών του Ινστιτούτου τους (Κεφ. Ζ) κ.α.. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι πρέπει να είναι επιστήμονες κύρους.
Η επί 29 χρόνια εμπειρία του ΙΤΕ δείχνει ότι ένα ισχυρό και συνεκτικό ΔΣ με σταθερούς κανόνες λειτουργίας και τη συμμετοχή όλων των Διευθυντών αποτελεί, μεταξύ άλλων παραγόντων, βασική συνιστώσα της επιτυχίας ενός Ερευνητικού Κέντρου (ΕΚ). Απολύτως αναγκαία συνθήκη για την καλή λειτουργία των Ινστιτούτων και του ΔΣ είναι βεβαίως η επιλογή άριστων Διευθυντών. Στο ΙΤΕ τα μέλη του ΔΣ είχαν πάντα προ οφθαλμών τα γενικότερα συμφέροντα του Ιδρύματος, και ουδέποτε επεκράτησαν λογικές συμψηφισμού ούτε παρατηρήθηκαν φαινόμενα ομαδοποίησης ή ‘συμμαχιών’ Διευθυντών για αλληλοπροώθηση συμφερόντων των Ινστιτούτων τους εις βάρος άλλων, όπως φέρεται να έχει αναφερθεί ως λόγος αποκλεισμού των Διευθυντών από τα ΔΣ.
Θεωρούμε αυτονόητο ότι οι Διευθυντές πρέπει να είναι επιστήμονες διεθνούς κύρους, να έχουν αποδεδειγμένα διεθνώς αναγνωρισμένο ερευνητικό έργο στην περιοχή τους, και διοικητική εμπειρία. Πρέπει να μετέχουν όλοι στο ΔΣ του ΕΚ. Για αυτόν τον σκοπό, τα ΔΣ πρέπει να μην έχουν αναγκαστικά 7-9 μέλη όπως αναφέρεται στο προσχέδιο, αλλά να αποτελούνται από τον Πρόεδρο του ΕΚ, τους Διευθυντές των Ινστιτούτων, και ενδεχομένως και από άλλα μέλη που κρίνει σκόπιμο η Πολιτεία να συμμετέχουν, όπως π.χ. δύο εξωτερικά μέλη για την εν δυνάμει εξασφάλιση εξωστρέφειας , εκπρόσωπο των ερευνητών, και εκπρόσωπο της εποπτεύουσας αρχής.
Θεωρούμε ότι η κύρια αποστολή των μελών του ΔΣ είναι η υπεύθυνη διαμόρφωση της επιστημονικής πολιτικής του ΕΚ. Το έργο αυτό θα υποβαθμισθεί μέσω της ’κυλιόμενης’ εκπροσώπησης των Διευθυντών Ινστιτούτων από άλλους Διευθυντές, ιδιαίτερα στην περίπτωση πολυθεματικών Κέντρων. Εξάλλου η όποια προηγούμενη συννενόηση μεταξύ Διευθυντών με τους εκπροσώπους τους υπονομεύει την υπευθυνότητα και την εγκυρότητα των αποφάσεων. Επίσης, η δυνατότητα προσέλκυσης υποψηφίων Διευθυντών με υψηλά προσόντα θα περιοριστεί , καθώς θα καλούνται να διοικήσουν και να διαμορφώσουν επιστημονική πολιτική στα Ινστιτούτα τους βάσει αποφάσεων που άλλοι θα παίρνουν και θα εφαρμόζουν.
Ειδικά για το ΙΤΕ, τυχόν αποκλεισμός Διευθυντών από το ΔΣ θα πλήξει καίρια τον περιφερειακό χαρακτήρα του Ιδρύματος, που συνειδητά επέλεξε το ΙΤΕ και η Πολιτεία ορθώς ενεθάρρυνε. (Ως γνωστόν, το ΙΤΕ συνενώνει πόλους αριστείας σε 4 πόλεις της Ελλάδας –Ηράκλειο,Ρέθυμνο,Πάτρα,Ιωάννινα- σύμφωνα και με τα πρότυπα λειτουργίας μεγάλων Ευρωπαϊκών ερευνητικών κέντρων, όπως Max Planck, CNRS, Fraunhofer κ.α.) Τα Ινστιτούτα του ΙΤΕ εκτός Ηρακλείου εκπροσωπούνται στο ΔΣ από τους νόμιμους εκπροσώπους τους , που είναι οι Διευθυντές τους. Η εκπροσώπηση αυτοτελών Ινστιτούτων στο ΔΣ μέσω άλλων Διευθυντών θα επιφέρει σύγχιση και πολυαρχία , που θα οδηγήσει στη συρρίκνωση και πιθανή διάλυση του ΙΤΕ.
Συμπερασματικά, οι Διευθυντές των Ινστιτούτων πρέπει να είναι μέλη του ΔΣ του ΕΚ ώστε να έχουν έτσι την απρόσκοπτη ευθύνη για την πρόοδο του Ινστιτούτου τους και του ΕΚ.
Γενικός Διευθυντής
Πλέον δόκιμος όρος είναι «Διευθυντής Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών», με ανάλογες αρμοδιότητες.
Θεωρούμε ότι το ΔΣ πρέπει να είναι αρμόδιο για την κατάρτιση του εσωτερικού κανονισμού του ΕΚ. Επίσης, ο Πρόεδρος προϊσταται του προσωπικού της κεντρικής υπηρεσίας του ΕΚ, ενώ οι Διευθυντές διοικούν το προσωπικό των Ινστιτούτων τους. Το ΔΣ αποφασίζει για τις προσλήψεις και τη μισθοδοσία του προσωπικού.
Επιστημονικά Συμβούλια
Θεωρούμε ότι το Επιστημονικό Συμβούλιο, όπως περιγράφεται στο προσχέδιο, πρέπει να είναι Επιστημονικό Συμβούλιο σε επίπεδο Ερευνητικού Κέντρου. Μάλιστα, κατά τη γνώμη μας, ένα Επιστημονικό Συμβούλιο που αποτελείται από επιστήμονες κύρους με εμπειρία και στη διοίκηση ερευνητικών κέντρων, και που συνεδριάζει τακτικά, είναι αυτό που πραγματικά θα βοηθήσει στην κατεύθυνση της ουσιαστικής ’εξωστρέφειας’ του ερευνητικού κέντρου. Η επιδίωξη της εξωστρέφειας μπορεί επίσης να επιτευχθεί από τη θέσπιση και λειτουργία και άλλων συμβουλευτικών οργάνων που θα αποτελούνται από εκπροσώπους της βιομηχανίας και κοινωνικών φορέων οι οποίοι είναι οι εν δυνάμει αποδέκτες της προκύπτουσας καινοτομίας.
Παράλληλα πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν τα Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων (ΕΣΙ) , αποτελούμενα από ερευνητές και τον Διευθυντή των Ινστιτούτων. Τα ΕΣΙ έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμα συμβουλευτικά και ελεγκτικά όργανα, τουλάχιστον κατά την εμπειρία του ΙΤΕ.
ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΙΤΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ως γνωστόν , άλλα από τα δημόσια ΕΚ της χώρας είναι ΝΠΔΔ και άλλα, όπως το ΙΤΕ, ΝΠΙΔ. Τα ΝΠΙΔ επιχορηγούνται από την Πολιτεία , αλλά το ποσό της επιχορήγησης δεν καλύπτει ούτε την μισθοδοσία του προσωπικού αορίστου χρόνου του φορέα, συμπεριλαμβανομένων και των ερευνητών , και βεβαίως ούτε τα λειτουργικά έξοδα. Τα υπόλοιπα πρέπει να τα βρει το Ίδρυμα από ίδιωτικά έσοδα από πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών και από ερευνητικά προγράμματα από την Ευρώπη και τρίτες χώρες.
Τα τελευταία δύο χρόνια , λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει σημειωθεί μια κατακόρυφη αύξηση αλλεπάλληλων περιοριστικών κανονιστικών, ελεγκτικών και γραφειοκρατικών μέτρων από πλευράς Πολιτείας. Τα μέτρα αυτά έχουν ουσιαστικά σχεδόν εκμηδενίσει την αυτονομία και την ευελιξία που είχε το ΙΤΕ στη λήψη αποφάσεων για τη βέλτιστη διάθεση και αξιοποίηση των πόρων του και τη δυνατότητά του να προσλαμβάνει το αναγκαίο ερευνητικό και διοικητικό προσωπικό και που απέρρεαν από την ιδιότητά του ως ΝΠΙΔ. Με τα κατά συρροήν νέα κανονιστικά μέτρα το ΙΤΕ και άλλα Ερευνητικά Κέντρα ΝΠΙΔ οδηγούνται ουσιαστικά σε status ΝΠΔΔ, χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας για την κάλυψη της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού και των άλλων ανελαστικών δαπανών τους. Παρατηρείται το φαινόμενο της νομικής αντιμετώπισης του ΙΤΕ ως ελλειμματικής ΔΕΚΟ, ενώ το κράτος καλύπτει ποσοστό σαφώς μικρότερο του 50% των πάσης φύσεως εσόδων του. (Π.χ. κατά το 2010 η επιχορήγηση του ΙΤΕ από τον Τακτικό Προϋπολογισμό ήταν μόνο το 23% των εσόδων του και υπολειπόταν κατά 6 εκ. Ευρώ του κόστους του τακτικού προσωπικού του Ιδρύματος.)
Για τον λόγο αυτό ζητούμε από την Πολιτεία να δηλώσει με άρθρο στον υπό συζήτηση νόμο ή σε άλλο πρόσφορο νομοσχέδιο ότι δημόσια Ερευνητικά Κέντρα ΝΠΙΔ όπως το ΙΤΕ που επιχορηγούνται από το κράτος επί σειράν ετών με ποσοστό μικρότερο του 50% των εσόδων τους, δεν θεωρούνται ότι ανήκουν στη Γενική Κυβέρνηση, και συγκεκριμένα ότι εξαιρούνται της υπαγωγής τους στους φορείς της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1α του ν.3899/2010 και των διατάξεων του άρθρου 14 παρ.1 περ. η του ν. 2190/1994 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του ν. 3812/2009, των άρθρων 1 παρ.5, 3 παρ. 3 και 11 παρ. 1 εδάφιο α΄ του ν.3833/2010 όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, του άρθρου τρίτου παρ. 4 του ν. 3845/2010, του άρθρου 31 παρ.1α του ν. 4024/2011 και του άρθρου 49 παρ.8α του ν.3943/2011.
Ας σημειωθεί ότι τα ερευνητικά ινστιτούτα και κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών έχουν εξαιρεθεί από την Γενική Κυβέρνηση. Θα αποτελεί άδικη και άνιση μεταχείριση αν αυτό δεν επεκταθεί και στα υπόλοιπα ΕΚ ΝΠΙΔ που πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις, αφού παντού ο παρών νόμος δίνει τα ίδια δικαιώματα και στους φορείς της Ακαδημίας.
Για το ΔΣ του ΙΤΕ
Κώστας Φωτάκης, Πρόεδρος
Ο νόμος 1514/85 κάλυπτε τα θέματα λειτουργίας της ΕΕΑΕ, όπως και ο
νόμος 3653/2008, η ισχύς του οποίου έχει ανασταλλεί. Στο παρόν σχέδιο
δεν αναφέρεται παρόμοια πρόβλεψη. Ως εκ τούτου προτείνουμε την προσθήκη διατάξεων οι οποίες θα αφορούν την ΕΕΑΕ.
ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΑΤΕΙ ΚΑΙ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΩΝ – ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (ΕΤΑΚ)
Το Περιφερειακό Όργανο διασύνδεσης Πανεπιστημίων, ΑΤΕΙ και Ακαδημαικών – Ερευνητικών Ιδρυμάτων με την καινοτομία, έρευνα και τοπική ανάπτυξη της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας συνήλθε την 19η Ιανουαρίου 2012 και συζήτησε διεξοδικά το νέο σχέδιο νόμου για την Έρευνα. Το Περιφερειακό Όργανο θεωρεί ότι το σχέδιο νόμου περιέχει μια σειρά ευεργετικών διατάξεων που θα δώσουν νέα ώθηση στην έρευνα και καινοτομία στη χώρα μας. Τέτοιες διατάξεις είναι η θέσπιση ενός Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΣΠΕΚ) με ορίζοντα 5ετίας, η λειτουργική ενοποίηση του χώρου έρευνας με τη σύνδεση των Ερευνητικών Κέντρων με τα ΑΕΙ της χώρας και η θέσπιση της δυνατότητας μετακινήσεων προσωπικού μεταξύ των ερευνητικών φορέων και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην έρευνα.
Σχετικά με την ενότητα «Οργάνωση, Διοίκηση και Εποπτεία των Ερευνητικών Κέντρων», το Περιφερειακό Όργανο θα ήθελε να εκφράσει την ισχυρή αντίθεση του στην επιχειρούμενη αποδυνάμωση των ερευνητικών ινστιτούτων που δρουν στα πλαίσια περιφερειακών ερευνητικών κέντρων όπως το ΕΙΧΗΜΥΘ (ΙΤΕ) και το ΙΝΒΙΣ (ΑΘΗΝΑ) στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Τα ινστιτούτα αυτά με το υφιστάμενο καθεστώς διαθέτουν αυτοτέλεια και αυτονομία ενώ συνεργάζονται αρμονικά με τα άλλα ινστιτούτα στα πλαίσια των προαναφερθέντων περιφερειακών ερευνητικών κέντρων. Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου:
1. Δεν κατοχυρώνεται με σαφήνεια η αυτοδίκαιη και αναγκαία συμμετοχή των Διευθυντών των Ινστιτούτων στα Διοικητικά Συμβούλια των ΕΚ. Η εκπροσώπηση των περιφερειακών ινστιτούτων στα ΔΣ μέσω τρίτων θα δημιουργήσει εκτός των άλλων σοβαρά προβλήματα λειτουργίας των ΕΚ. Επίσης η επιχειρούμενη «κυλιόμενη» εκπροσώπηση των Διευθυντών Ινστιτούτων από άλλους Διευθυντές, ιδιαίτερα στην περίπτωση πολυθεματικών Ινστιτούτων θα οδηγήσει σε υποβάθμιση του ρόλου των ινστιτούτων πολλά εκ των οποίων έχουν πρωτεύσει σε προγενέστερες αξιολογήσεις.
2. Η θέσπιση της θέσης ενός Γενικού Διευθυντή ο οποίος επικουρεί το ΔΣ σε διοικητικά και οικονομικά ζητήματα είναι γενικά θετική. Όμως οι κατά τόπους Διευθυντές των Ινστιτούτων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εποπτεύουν το προσωπικό και να διαχειρίζονται τα οικονομικά των ινστιτούτων τους κάτω από την εποπτεία του ΔΣ του ΕΚ. Είναι πρακτικά αδύνατο ο Γενικός Διευθυντής να εποπτεύει και να διαχειρίζεται μακρόθεν την καθημερινή οικονομική δραστηριότητα ενός αποκεντρωμένου ινστιτούτου που δρα στα πλαίσια ενός ΕΚ.
3. Απουσιάζουν ρυθμίσεις που να αναφέρονται στην οργάνωση και θεσμική-οικονομική υποστήριξη της Πανεπιστημιακής Έρευνας, που κατέχει πρωτεύουσα θέση στην παραγωγή ερευνητικού έργου, νέων ερευνητών και καινοτομίας.
Συμπερασματικά θεωρούμε ότι πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές στο σχέδιο νόμου ώστε να μη διαταραχθεί αναίτια η λειτουργία των ερευνητικών κέντρων και να δοθεί έμφαση σε θέματα που θα βελτιώσουν την έρευνα όπως- πέραν των θετικών που ήδη αναφέρονται στο σχέδιο- είναι η επιλογή διευθυντών με καταξίωση στην έρευνα και διοίκηση, η συνεχής αξιολόγηση με κίνητρα για την ενίσχυση της αριστείας, η θεσμοθέτηση του κατάλληλου σχήματος για την αξιολόγηση των προτάσεων, η νομοθετική δέσμευση για την ετήσια αύξηση της πενιχρής εθνικής χρηματοδότησης (0,58% του Α.Ε.Π. το 2011) και την περιοδική, χωρίς χρονικά κενά καταβολή της (δεδομένου ότι τα χρονικά κενά στην χρηματοδότηση της έρευνας επηρεάζουν εξαιρετικά αρνητικά την εκπόνηση του ερευνητικού έργου που πρέπει να εκτελείται συνεχώς και απρόσκοπτα), η ενίσχυση του ρόλου των Ερευνητών και φυσικά η ενίσχυση των περιφερειακών ιδρυμάτων που έτσι κι αλλιώς είναι και στόχος της τρέχουσας Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Εκ μέρους του Περιφερειακού Οργάνου, Δημήτριος Δουγένης, Καθηγητής Ιατρικής Παν/μίου Πατρών
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ στο
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Απόφ.Μονομελούς Πρώτ.Αθηνών 45/06, αυξ.αριθ. 12273
Έδρα: 46,7 χλμ Λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου, Τ.Κ. 190 13 Ανάβυσσος
Πρόεδρος: τηλ.: 6976969362, e-mail: mstef@hcmr.gr
Αντιπρόεδρος: τηλ: 6974772962, e-mail: prokopis@hcmr.gr
Γεν. Γραμ.: τηλ.: 6974863834, e-mail: dimitris@hcmr.gr
Φαξ: 2810337822
Γούρνες Πεδιάδος, Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012
Αρ. Πρωτ.: 297
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Σχετικά με την προώθηση της αναδιάρθρωσης του ερευνητικού ιστού και του νέου νομοσχεδίου «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» μέσω της δήθεν διαβούλευσης στο «opengov», καταγγέλλουμε την απουσία ουσιαστικού διαλόγου και διαβούλευσης με τους βασικούς συντελεστές της Έρευνας στη χώρα μας, δηλαδή τους εργαζόμενους.
Δείγμα γραφής αποτελεί και η επιβολή από την κυβέρνηση, της συρρίκνωσης του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών σε τρία Ινστιτούτα από πέντε που είναι σήμερα, χωρίς καμία επιστημονική μελέτη και τεκμηρίωση, παρά μόνο στα πλαίσια των συγχωνεύσεων των φορέων του Δημόσιου Τομέα και μόνο με αριθμητικά κριτήρια και την επέκταση των απολύσεων μέσα από την «πατέντα» της εφεδρείας και των συνεντεύξεων. Είναι προφανής η απόλυτη αντίθεσή μας στη διαδικασία και την ουσία αυτής της υποχρέωσης!
Ενδεικτικός, επίσης, είναι ο αποκλεισμός της Ομοσπονδίας μας – η οποία εκπροσωπεί και την συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στα Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα – από την επιτροπή επεξεργασίας του σχετικού νομοσχεδίου καθώς και το ότι δεν υπάρχει έστω και η παραμικρή πρόβλεψη εξέλιξης ή οποιαδήποτε αναφορά στο τεχνικό επιστημονικό προσωπικό, Υπάρχει όμως μόνο μία κρίσιμη πρόβλεψη για μία ειδική κατηγορία τεχνικού προσωπικού και αυτή είναι η εξαφάνιση των Ειδικών Λειτουργικών Επιστημόνων (Ε.Λ.Ε.), δηλαδή η μοναδική δυνατότητα εξέλιξης του εργαστηριακού επιστημονικού προσωπικού.
Βεβαίως, ακόμη πιο σοβαρή είναι η απουσία ερευνητικής πολιτικής και σχεδιασμού στον τομέα του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την πολιτεία, τόσο στις θεσμικές προβλέψεις, αλλά κυρίως στην έως σήμερα πρακτική της.
Πρόκειται λοιπόν, για ένα σχέδιο νόμου που δεν έχει καν τη δομή νομοσχεδίου, χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, βρίθει ασαφειών για βασικά θέματα (βλέπε μη πρόβλεψη για Διευθυντή πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, μεταβατικές διατάξεις στις οποίες εμπίπτουν, το θέμα των ερευνητών που υπηρετούν στην Δ’ Βαθμίδα και του προσωπικού που υπηρετεί σε θέσεις Ε.Λ.Ε. που καταργούνται, εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα του υπηρετούντος προσωπικού, κτλ), που παρά το ότι το Σύνταγμα και η λειτουργία κράτους ευνομίας επιβάλλει αυτά να ρυθμίζονται με νόμο, η πρόσφατη κυβερνητική πρακτική παραπέμπει στην αποσαφήνισή τους μέσα από ερμηνευτικές εγκυκλίους, πράγμα που μας βρίσκει κατηγορηματικά αντίθετους.
Μία άλλη βασική διάταξη του νομοσχεδίου που είναι ενδεικτική της κατεύθυνσης προς αποδυνάμωση της συμμετοχής, της δημοκρατίας και της διαφάνειας είναι εκείνη που προβλέπει την κατάργηση της εκπροσώπησης των εργαζομένων στα Δ.Σ. των Ερευνητικών Κέντρων. Η αυθαιρεσία και η διαφθορά αποκτούν νέες δυνατότητες!
Επιπλέον, η απομάκρυνση της πολιτείας από την ερευνητική πολιτική περνάει σε πρώτη φάση από την πίσω πόρτα της δραστικής μείωσης της χρηματοδότησης. Η χρηματοδότηση ακόμη και του συνόλου των μισθών συναρτάται τεχνηέντως με το ποσό των κονδυλίων που τα κέντρα θα απορροφήσουν από ερευνητικά προγράμματα. Νομιμοποιείται η απειλή ‘ αντλήστε χρήματα από οπουδήποτε αλλιώς δεν δίνουμε ούτε για τους μισθούς σας’, ενώ ταυτόχρονα αποσιωπάται το γεγονός ότι τα Δημόσια Ερευνητικά κέντρα ΝΠΔΔ (Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Δημόκριτος, Εθνικό Αστεροσκοπείο, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) κρίνονται από διεθνείς επιτροπές εδώ και χρόνια και έχουν αποκομίσει θετικότατες κριτικές για την λειτουργία τους και την εκπλήρωση του σκοπού τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μεταβληθεί η δημόσια έρευνα σε διαρκώς υποβαθμιζόμενη ιδιωτεύουσα επιχείρηση που στο τέλος θα ‘πτωχεύσει’, εν μέσω και λόγω δήθεν της οικονομικής κρίσης.
Οι εργασιακές θέσεις μεταβάλλονται από οργανικές μόνιμες ή οργανικές αορίστου χρόνου σε μη οργανικές αορίστου χρόνου, και υπάγονται πλέον όλες στον νόμο των ομαδικών απολύσεων. Η πρόφαση είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας μέσω της ελαστικοποίησης και της κατεδάφισης των οποιονδήποτε δικαιωμάτων.
Ποιος θα διασφαλίζει ότι ο ερευνητής δεν θα ‘αναγκαστεί’ να παρουσιάσει – δημοσιοποιήσει ‘κατευθυνόμενα’ και ‘υπαγορευμένα’ ερευνητικά αποτελέσματα για το θαλάσσιο περιβάλλον, προκειμένου να διασφαλίσει τον μισθό του από τον χρηματοδότη του; Η διασφάλιση της μισθοδοσίας και της μονιμότητας δεν είναι συντεχνιακή
επιταγή αλλά πυλώνας ανεξαρτησίας, γνώσης και αντικειμενικότητας. Και εν κατακλείδι βάσει ποιών αποτελεσμάτων από διεθνείς επιτροπές επιστημόνων ( που επανειλημμένα έχουν κρίνει τα δημόσια ερευνητικά κέντρα ενδελεχώς ) προωθείται αυτός ο αντισυνταγματικός νόμος για την έρευνα; Ο ισχύων νόμος για την έρευνα (υπουργού ανάπτυξης Χριστοδουλάκη) προβλέπει μεταξύ των άλλων την κατάργηση ενός Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου σε περίπτωση που δεν ‘πληροί’ τους στόχους για τους οποίους έχει σχεδιαστεί. Εμείς κριθήκαμε ότι είμαστε άριστοι. Και όταν ένας φορέας ‘λειτουργεί’ ‘Άριστα’ (με αντικειμενικά διεθνή κριτήρια) μόνο η ενίσχυσή του είναι ηθική και λογική. Καταγγέλλουμε την έλλειψη ηθικής και λογικής.
Σε αυτό το ανήθικο και παράλογο πλαίσιο εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας υπάγεται και παραπομπή μεταβατικών διατάξεων στο μέλλον και εκτός του παρόντος σχεδίου νόμου, και προκαλεί στην καλύτερη περίπτωση αίσθηση προχειρότητας και στη χειρότερη περίπτωση, καχυποψία έως βεβαιότητα ότι γίνεται εκ του πονηρού για να αιφνιδιάσει τους εργαζόμενους σε ανύποπτο χρόνο με άλλη μία πρόχειρη, στρεβλή, άδικη και προς το χειρότερο, πρόβλεψη.
Είναι σαφές λοιπόν, πως ο Σύλλογός μας είναι αντίθετος, τόσο με τη διαδικασία προώθησης του Σχεδίου Νόμου, όσο και με βασικά σημεία του και θα εκφράσει την έντονη και δυναμική διαμαρτυρία του, αγωνιστικά με σύσσωμη την ερευνητική και επιστημονική κοινότητα προς μία κυβέρνηση που έχει επιλέξει να την έχει απέναντι!
Για το Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων στο ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.
Ο Πρόεδρος Μανόλης Στεφανάκης
Ο Γενικός Γραμματέας Δημήτρης Ποδάρας
Συμμετοχή της διευθυντικής ομάδας του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΚΑΠΕ) στη δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο νόμου για την «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» εκφράζοντας τις απόψεις
Το ΚΑΠΕ ιδρύθηκε το 1987 με εξουσιοδότηση του ερευνητικού νόμου 1514/1985 ως ιδιότυπο ερευνητικό / τεχνολογικό κέντρο που με την πάροδο του χρόνου απέκτησε το διττό ρόλο του ερευνητικού φορέα αλλά και του ενεργειακού κέντρου σε θέματα πράσινης ενέργειας. Από το 2009 το ΚΑΠΕ εποπτεύεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Η ερευνητική δραστηριότητα του ΚΑΠΕ στα θέματα αρμοδιότητας του υπήρξε τα χρόνια αυτά ιδιαίτερα έντονη, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, εκπροσωπώντας τη χώρα μας στον Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Χώρο για την Ενέργεια, προσελκύοντας σημαντικές χρηματοδοτήσεις από τα ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά προγράμματα για την έρευνα και την ανάπτυξη και αξιοποιώντας τα ερευνητικά αποτελέσματα προς όφελος της εθνικής αλλά και ευρωπαϊκής οικονομίας και κοινωνίας.
Αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα θετικά την πρόταση νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων για τη διαμόρφωση και την οργάνωση του Ελληνικού Ερευνητικού Χώρου κατά τα επιτυχημένα διεθνή πρότυπα, με την έμφαση στην αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, την προσθήκη της «καινοτομίας» στα κεντρικά ζητούμενα της νέας πολιτικής, την οριζόντια – διυπουργική- αντιμετώπιση των ερευνητικών αναγκών της χώρας μέσα από ένα κοινό πλαίσιο σχεδιασμού και αξιολόγησης κ.α.
Θεωρούμε σημαντικό για το ΚΑΠΕ (Ερευνητικός Φορέας αλλά όχι Ερευνητικό Κέντρο) να συμμετέχει και να συνεισφέρει ενεργά στην παραπάνω προσπάθεια στα γνωστικά του αντικείμενα (Ανανεώσιμες Πηγές και Εξοικονόμηση Ενέργειας), που είναι υψηλής προτεραιότητας για την Ευρώπη αλλά και παγκόσμια και δεν εξυπηρετούνται συστηματικά και στην ολότητά τους από άλλους ερευνητικούς φορείς της χώρας. Η ενδεχόμενη απουσία του ΚΑΠΕ από τον εθνικό ερευνητικό ιστό είτε θα άφηνε σημαντικά θεματικά κενά ή θα δημιουργούσε σοβαρές αλληλεπικαλύψεις με άλλους ερευνητικούς φορείς, εις βάρος τελικά της ιδέας του ενιαίου χώρου έρευνας.
Στην κατεύθυνση αυτή προτείνουμε τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του νόμου στους Ερευνητικούς Φορείς (όπου βέβαια συμπεριλαμβάνονται και τα Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα) κατά το μέγιστο δυνατό. Έτσι :
1. Τα Κεφάλαια Α, Β, Γ, Δ και Ε (Άρθρα 1-5) του σχεδίου νόμου μπορούν να έχουν γενική ισχύ και να καταλαμβάνουν στο σύνολο των διατάξεων τους Ερευνητικούς Φορείς (γενικότερα) αντί των Ερευνητικών Κέντρων (ειδικότερα). Χρειάζεται, συμπληρωματικά, ο ορισμός των Ερευνητικών Φορέων και η συστηματική αναφορά τους στα πέντε πρώτα άρθρα στη θέση των Ερευνητικών Κέντρων.
2. Το Κεφάλαιο ΣΤ (Άρθρο 6) αναφέρεται στα Ερευνητικά Κέντρα. Το ΚΑΠΕ, ίσως και άλλοι ερευνητικοί φορείς, δεν μπορεί να το εφαρμόσει ως έχει λόγω της διαφορετικής του δομής ως προς τα όργανα διοίκησης, το οργανόγραμμα και τις παράλληλες δραστηριότητες του, τις κατηγορίες προσωπικού κλπ. Θα μπορούσε, όμως, να προβλεφτεί στο νόμο ότι «Οι Ερευνητικοί Φορείς οφείλουν σε συγκεκριμένο χρόνο (6 μήνες) να αναπροσαρμόσουν τους Εσωτερικούς Κανονισμούς Λειτουργίας τους, μεριμνώντας για τον διαχωρισμό των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων από τις λοιπές και εφαρμόζοντας κατ αναλογία για αυτές τις διατάξεις του παρόντος νόμου που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις καταστατικές τους ρυθμίσεις».
3. Το Κεφάλαιο Ζ (Άρθρο 7) για τα οικονομικά είναι σκόπιμο να αναφέρεται στους Ερευνητικούς Φορείς (γενικότερα).
4. Το Κεφάλαιο Η (Άρθρο 8), για τα ζητήματα προσωπικού, θα μπορούσε και πάλι να εφαρμοστεί κατ αναλογία μέσω του τροποποιημένου Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Ερευνητικού Φορέα.
Στην Διευθυντική Ομάδα του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΚΑΠΕ) συμμετέχουν. Δρ. Αγερίδης Γιώργος, Δρ. Κων. Καρίτσας, Δρ. Νικ. Καραπαναγιώτης, Δρ Δ. Παπαστεφανάκης, κος. Κων Τιγκας, Δρ Τακ. Χαβιαρόπουλος
Οι προτάσεις μου στο άρθρο αυτό είναι οι εξής:
1. Θεσμοθέτηση της Συνόδου των Προέδρων ως συμβουλευτικό όργανο για τον ΓΓΕΤ και ως όργανο λήψης κοινών αποφάσεων για τη λειτουργία όλων των Ε.Κ.
2. Στο Δ.Σ. πρέπει να συμμετέχει ως μέλος και ο Γενικός Δ/ντής, καθώς είναι υπέυθυνος για την εφαρμογή των αποφάσεων και επομένως θα πρέπει να έχει λόγο.
3. Στο Δ.Σ. πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι Δ/ντές του Κέντρου για όσο διάστημα είναι Δ/ντές και επομένως ο μέγιστος αριθμός μελών να είναι ανοιχτός. Η συμμετοχή των ερευνητών μπορεί να είναι κυλιόμενη ανά διετία.
4. Η απόφαση εκλογής των εξωτερικών μελών θα είναι του Δ.Σ. ή της τριμελούς επιτροπής?? Δεν είναι ξεκάθαρο.
5. Πολλές αποφάσεις (όπως για παράδειγμα η συγκρότηση επιτροπής για την ανάδειξη Προέδρου Ε.Κ.) θα πρέπει να είναι αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Ε.Τ. και όχι του Υπουργού, για λόγους απλοποίησης διαδικασιών και μείωσης της γραφειοκρατίας.
6. Η εκλογή του Γενικού Διευθυντή μπορεί να έχει χρονική διάρκεια (5 ετής) αλλά δεν βλέπω το λόγο να υπάρχει περιορισμός στο πόσες φορές θα εκλεγεί. Αν υπάρχει προκαθορισμένο ανώτατο όριο στη σύμβαση αυτή θα αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για πολλές υποψηφιότητες.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΚΚΕ
Ο Σύλλογος Προσωπικού του ΕΚΚΕ έχει επανειλημμένα λάβει μέρος σε διαδικασίες διαβούλευσης επί σχεδίων νόμων για την Έρευνα. Τα εκάστοτε προτεινόμενα σχέδια νόμων έχουν αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής και συστηματικής επεξεργασίας από επιτροπές επιστημόνων του κέντρου. Όμως σήμερα ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε η ηγεσία του ΥΠΔΒΜ να δρομολογήσει τη διαβούλευση σχετικά με το νέο νόμο για την Έρευνα υποτιμά τη διαδικασία και την ερευνητική κοινότητα και ακυρώνει κάθε προϋπόθεση ουσιαστικού διαλόγου. Τα κείμενα που δόθηκαν από το ΥΠΔΒΜ στις 4/1 και 5/1 προς διαβούλευση ως σχέδια νόμου με τίτλους «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» και «Αναδιάρθρωση Ερευνητικού Ιστού» δηλώνουν ότι φιλοδοξούν να προωθήσουν μια ευρεία μεταρρύθμιση στο χώρο της έρευνας. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι, ενώ αναγγέλλεται ότι ολοκληρώνεται η δημόσια συζήτηση, τα κείμενα που δόθηκαν στη δημοσιότητα, και ειδικά αυτό που αφορά στην Έρευνα συνολικά, σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν σχέδια νόμου. Πρόκειται, βασικά, για κείμενα γενικών θέσεων και προτάσεων που δεν παρουσιάζουν ολοκληρωμένο το σχέδιο αναδιάταξης του ερευνητικού ιστού της χώρας, ούτε αιτιολογούν και τεκμηριώνουν την ανάγκη αλλαγής του υφιστάμενου νόμου για την Έρευνα. Απλώς δηλώνουν τις πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές της Κυβέρνησης, αφήνοντας σοβαρά κενά σε πολλά και σημαντικά ζητήματα. Μέσα από μια προσχηματική διαδικασία «διαβούλευσης», η ηγεσία του ΥΠΔΒΜ επιχειρεί να υφαρπάξει τη συναίνεση της ερευνητικής κοινότητας χωρίς να δεσμευθεί επί της ουσίας για όσα προτίθεται να νομοθετήσει.
Είναι προφανές ότι δεν γίνεται να διεξαχθεί σοβαρός διάλογος στη βάση ενός κειμένου με τέτοιες ελλείψεις. Συνεπώς ζητούμε πρώτα από όλα να ισχύσουν οι στοιχειώδεις κανόνες διαφάνειας και να παρουσιαστούν πλήρη σχέδια νόμου στη βάση των οποίων θα μπορούσε να διεξαχθεί διάλογος. Σε αυτή τη φάση το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, σε σχέση με το περιεχόμενο του δημοσιευμένου «σχεδίου νόμου», είναι να παρουσιάσουμε την κριτική μας επί των σημαντικότερων σημείων.
Συγκεκριμένα, το δημοσιευμένο «σχέδιο νόμου» για την Έρευνα επικεντρώνεται σε τρία ζητήματα: χάραξη πολιτικών για την έρευνα, διοικητικές δομές των κέντρων και των ινστιτούτων, εργασιακές σχέσεις. Παρά την ύπαρξη ορισμένων δευτερευόντων θετικών σημείων (διευκόλυνση της κινητικότητας των ερευνητών στο εξωτερικό και της συμμετοχής των ερευνητών στην εκπαιδευτική διαδικασία στα πανεπιστήμια), το σχέδιο νόμου προωθεί συνολικά ένα δυσλειτουργικό και μονομερώς προσανατολισμένο προς την αγορά πλαίσιο για την έρευνα. Το κεντρικό χαρακτηριστικό του νέου σχεδίου νόμου είναι ο συνδυασμός της ενίσχυσης του κυβερνητικού/κομματικού ελέγχου στον ερευνητικό ιστό και της εισαγωγής νεοφιλελεύθερων, επιχειρηματικά προσανατολισμένων πρακτικών στην ερευνητική δραστηριότητα.
α) Η ηγεσία του Υπουργείου εξασφαλίζει το μέγιστο δυνατό κομματικό έλεγχο στον ερευνητικό ιστό και πολλαπλασιάζει τις γραφειοκρατικές υπηρεσίες που τον εποπτεύουν. Η γραφειοκρατική και συγκεντρωτική αντίληψη του σχεδίου νόμου φανερώνεται σε μια σειρά προβλέψεων για τους φορείς και τις διαδικασίες χάραξης πολιτικής για την έρευνα και τον τρόπο διοίκησης των Κέντρων και των Ινστιτούτων. Έτσι, με την εξαίρεση της παρουσίας ενός εκλεγμένου ερευνητή στο Δ.Σ. των Ερευνητικών Κέντρων – χωρίς να διευκρινίζεται αν θα έχει δικαίωμα ψήφου – οι φορείς διοίκησης και χάραξης πολιτικής αποτελούνται από διορισμένα πρόσωπα των οποίων η τοποθέτηση ανάγεται άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση του ΥΠΔΒΜΘ και στη διυπουργική επιτροπή για την έρευνα (ΕΣΕΤΕΚ, ΤΕΣ, πρόεδροι των ινστιτούτων, επιτροπές κρίσεις για διορισμό διευθυντών και ερευνητών, εμπειρογνώμονες Έρευνας και Καινοτομίας). Ταυτόχρονα, η σύσταση τμημάτων έρευνας και καινοτομίας σε κάθε Υπουργείο έρχεται να προστεθεί στην ύπαρξη ενός αριθμού Συμβουλίων και (Δι)υπουργικών Επιτροπών και κρατικών διευθύνσεων (Ε.Σ.Ε.ΤΕ.Κ. Δ.Ε.Ε.ΤΕ.Κ., Τ.Ε.Σ., Α.Δ.Ι.Π.Α.Ε, Γ.Γ.Ε.Τ. κ.λπ.) διαμορφώνοντας ένα βαρύ σχήμα χάραξης και άσκησης ερευνητικής πολιτικής χωρίς πιθανότητες να λειτουργήσει. Ενώ, λοιπόν, από τη μια το Υπουργείο προτείνει συγχωνεύσεις ινστιτούτων, κατάργηση ερευνητικών κέντρων και κατάργηση μιας βασικής κατηγορίας ερευνητικού προσωπικού (ΕΛΕ) για την αντιμετώπιση φαινομένων κατακερματισμού της έρευνας και την εξοικονόμηση πόρων, από την άλλη προωθεί τη διόγκωση της γραφειοκρατίας και του συγκεντρωτισμού.
β) Ως συνέπεια των προαναφερόμενων, οι όσες δημοκρατικές και συμμετοχικές δομές που προβλέπονται από τον ισχύοντα νόμο 1514/1985 (δύο εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα Δ.Σ. των Κέντρων, γνωμοδοτικά συμβούλια) αντικαθίστανται από ένα νέο, ακόμη πιο συγκεντρωτικό σύστημα λήψης αποφάσεων στο οποίο οι εργαζόμενοι δεν ασκούν σχεδόν κανέναν έλεγχο. Η ενίσχυση του κυβερνητικού/κομματικού ελέγχου στον ερευνητικό ιστό και η εκχώρηση μέρους της διοίκησης σε μια ελίτ ειδημόνων δημιουργούν το θεσμικό πλαίσιο για την κηδεμόνευση της Έρευνας.
γ) Το «σχέδιο νόμου» προωθεί μονομερώς και δογματικά τη σύνδεση της Έρευνας με την αγορά με θύματα τη βασική έρευνα και την έρευνα που δεν έχει οικονομική ανταποδοτικότητα και η οποία συμπίπτει με ένα βασικό μέρος της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες. Η προώθηση αυτή αποτυπώνεται κυρίως στα κριτήρια αξιολόγησης των Κέντρων και των Ινστιτούτων, από την οποία θα εξαρτάται μέρος της κρατικής επιχορήγησης, και στα κριτήρια αξιολόγησης των προτάσεων των ερευνητικών φορέων που θα χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους. Στα πρώτα δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ικανότητα των ερευνητών και των Κέντρων να επιτυγχάνουν χρηματοδοτικές εισροές, ενώ στα δεύτερα ουσιαστικό και σταθερό κριτήριο αναδεικνύεται η πρόβλεψη για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας. Το μοντέλο αυτό προοιωνίζει τη μετατροπή των ερευνητικών κέντρων ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ.
δ) Το σχέδιο νόμου επιφυλάσσει επισφαλές καθεστώς απασχόλησης και εργασιακή ομηρία. Διακυβεύονται το καθεστώς απασχόλησης και οι εργασιακές σχέσεις του προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων. Η κατοχύρωση των θέσεων του υπάρχοντος προσωπικού παραμένει αδιευκρίνιστη. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο, με την κατάργηση της σημερινής μορφής των Ερευνητικών Κέντρων την εν συνεχεία επανασύστασή τους, να καταργηθούν οργανικές θέσεις εργασίας.
Η επιλογή των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ως εργασιακού καθεστώτος των ερευνητών Γ, σε συνδυασμό με την επιμήκυνση του χρόνου παραμονής στις βαθμίδες Γ και Β (έξι και τέσσερα χρόνια αντίστοιχα) απειλεί να επιβάλει συνθήκες εργασιακής και επιστημονικής ομηρείας αυτής της κατηγορίας προσωπικού.
Το σχέδιο νόμου περιορίζει τις ερευνητικές βαθμίδες από τέσσερις σε τρεις και καταργεί την κατηγορία των ΕΛΕ. Δεν διευκρινίζεται ωστόσο η επιστημονική αναγκαιότητα των εν λόγων επιλογών. Ειδικά, σε ό,τι αφορά στους ΕΛΕ, πρόκειται για μια πολύτιμη κατηγορία ερευνητικού προσωπικού καθώς παίζουν καίριο ρόλο στον καταμερισμό της εργασίας εντός των ερευνητικών κέντρων.
Συνολικά, τα ζητήματα των όρων πρόσληψης, του αριθμού των εργαζομένων, των αποδοχών και της νομικής μορφής της απασχόλησης του ερευνητικού προσωπικού (καθώς και του διοικητικού, τεχνικού και βοηθητικού προσωπικού) παραμένουν μετέωρα. Αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι δεν υπάρχει εγγυημένος αριθμός του συνόλου των εργαζομένων και ότι όλες οι εργασιακές παράμετροι συσχετίζονται με το ύψος του προϋπολογισμού των ΕΚ, για το οποίο δεν υπάρχει σαφής προσδιορισμός, ούτε βέβαια η εγγύηση κάλυψης των ανελαστικών και λειτουργικών δαπανών.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Προσωπικού του ΕΚΚΕ
Τα κύρια προβλήματα που έχουν αναδειχτεί από την μέχρι σήμερα λειτουργία του Διοικητικού μοντέλου είναι τα παρακάτω
1. Η συχνή παρουσία στην Διοίκηση των ΕΚ προσώπων(Διευθυντών) που, ανεξάρτητα από τα προσόντα τους, δεν ήταν γνώστες των Διοικητικών προβλημάτων. Αυτό σε συνδυασμό με τον «προσωρινό» χαρακτήρα της παρουσία τους στο Κέντρο, και της μη πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησή τους στο ΕΚ, οδηγούσε συχνά να αντιμετωπίζεται η Διοίκηση του Κέντρου ως δευτερεύουσα απασχόληση. Αυτό ήταν και είναι μια από τις κύριες πηγές προβλημάτων και δυσλειτουργιών.
2. Μια δεύτερη πηγή προβλημάτων στην Διοίκηση των Κέντρων πηγάζει από το γεγονός ότι οι διευθυντές, δεν έχουν σαφείς αρμοδιότητες. Αυτό οδηγεί στην πράξη να είναι υπεύθυνοι για τα πάντα,«λογοδοτώντας» μόνο στο ΔΣ, στο οποίο ουσιαστικά μόνο αυτοί συμμετείχαν.
3. Δεν υπήρχε σημαντικό θεσμικό αντίβαρο από πρόσωπα που γνωρίζουν την καθημερινότητα των Ινστιτούτων δεδομένου ότι το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο (που στον παρόντα νόμο καταργείται) είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα και η λειτουργία του εξαρτάτο επίσης από τον Διευθυντή.
Ως εκ τούτου στο νέο νόμο
1. θα πρέπει να περιγράφονται τα καθήκοντα των Διευθυντών και να μην αφήνονται στην ευχέρεια των ΔΣ ή/και του εκάστοτε Εσωτερικού Κανονισμού.
2. Θα πρέπει το Γνωμοδοτικό συμβούλιο να παραμείνει και (κυρίως) να αναβαθμιστεί με ενισχυμένες αρμοδιότητες, ουσιαστικού ελέγχου του Διευθυντή.
3. Θα πρέπει να ενισχυθεί η παρουσία των ερευνητών στο ΔΣ
4. Θα πρέπει να παραμείνει η εκπροσώπηση των εργαζομένων
5. Ο Πρόεδρος και οι Διευθυντές να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης
6. Να καθοριστεί στον νόμο ο τρόπος επιλογής των ερευνητών – εργαζομένων που θα είναι μέλη του ΔΣ. και να μην αφεθεί στους Εσωτ. Κανον. Διαδικασία γενικής ψηφοφορίας, όπως σήμερα.
7. Η εισαγωγή εξωτερικών μελών είναι σωστή όμως. Α) αυτοί θα πρέπει να προέρχονται μόνο από τον παραγωγικό ιστό της χώρας και Β) Η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει δείξει ότι η συμμετοχή τους δεν είναι ουσιαστική (ελπίδα όλων είναι αυτό να αλλάξει στο μέλλον). Για τον λόγο αυτό πρέπει να αποφευχθούν δυσλειτουργίες των Κέντρων που προκύπτουν κυρίως λόγω της απουσίας τους από τις συνεδριάσεις που προκαλούν έλλειψη απαρτίας. Ως εκ τούτου η συμμετοχή τους θα πρέπει να παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα 1 ή 2 ατόμων.
8. Οι Ειδικοί Λογαριασμοί να μετατραπούν σε ΝΠΙΔ κατ’ αντιστοιχία με τον πρόσφατο νόμο για τα ΑΕΙ.
Αγαπητοι κύριοι,
Αναφέρομαι στη διοικηση των ερευνητικών κέντρων. Λετε οτι στο ΔΣ θα μετεχουν ο Πρόεδρος, δυο εξωτερικοι, δυο εκπροσωποι Διευθυντων Ινστιτουτων και ενας αριστος ερευνητής. Εχεετε σκεφτει ποιοι ειναι αυτοι που ενδιαφέρονται για την καλή πορεια ενός ερευνητικου κέντρου? Αν υποθεσουμε οτι θελετε να προσανατολισετε τα ερευνητικά κέντρα περισσοτερο προς την αγορά με στόχο να αξιοποιούνται εμπορικα τα ερευνητικα τους αποτελέσματα, τότε στο Δ.Σ θα πρέπει να μετεχουν οι εξής: Ο Πρόεδρος ο οποιος θα ορίζεται απο την πολιτικη ηγεσία με τις ευλογίες του ΕΣΕΤ, οι Διευθυντες Ινστιτουτων (οχι όλοι, αυτοι των οποίων τα Ινστιτουτων αξιολογουνται θετικα με βαση συγκεκριμενα κριτηρια), ένας άριστος ερευνητής (σωστο)….Ως εδω καλά. Οι εξωτερικοι ΔΕΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ!! Μετα τον αρχικο ενθουσιασμό, θα βλέπουν το ΔΣ περισσοτερο ως αγγαρεια και δεν θα προσφερουν σχεδον τιποτα στο Κέντρο . Αν θελετε εξωτερικους, καντε ενα εξωτερικο Γνωμοδοτικο Συμβουλιο. Πιστευω οτι στο ΔΣ θα πρέπει, αντι για τους δυο εξωτερικους, να συμμετεχει ο άνθρωπος εκεινος που ασχολειται με την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσματων του Κέντρου. Ο Προισταμενος του Γραφειου Μεταφοράς Τεχνολογίας, Ο Πρόεδρος της εταιρειας αξιοποίησης της περιουσιας του ερευνητικου κέντρου ή όπως αλλιως θα οριστει. Πρέπει στο ΔΣ να υπάρξει εκπροσωπηση αυτων που κάνουν έρευνα και αυτων που ειναι υπέυθυνοι για την αξιοποιηση της!! Επισης πρέπει να συμμετεχει και ο Οκονομικος Διευθυντης. Καντε λοιπον μια πραγματικη τομη, σκεφτειτε με ποιο τρόπο θα αποδωσουν τα ερευνητικα κέντρα στην κοινωνία. Σκεφτειτε τα σαν να ηταν δική σας επιχειρηση που θέλετε να προκοψει.. Ευχαριστω
Στην έκθεση της Rand επισημαίνονται προβλήματα διοικητικής δυσλειτουργίας στον Ερευνητικό Ιστό. Δεν είναι τυχαίο ότι τα Ερευνητικά Κέντρα με υψηλούς δείκτες στην έκθεση, έχουν καθιερώσει επαρκές διοικητικό μοντέλο βασιζόμενο σε εσωτερικό κανονισμό.
Ο εσωτερικός κανονισμός ΠΡΕΠΕΙ να είναι ενιαίος για όλα τα ερευνητικά κέντρα. Η όποια ιδιορύθμιση, προφασιζόμενη επί μέρους ιδιαιτερότητες θα διαιωνίσει τις υπάρχουσες στρεβλώσεις.
Επίσης, επιβάλλεται η κρίση του διοικητικού προσωπικού ως προς την επάρκεια των διοικητικών του καθηκόντων κατ αντιστοιχία με τους ερευνητές. Ο χώρος της έρευνας πρέπει να κρίνεται και να αξιολογείται ενιαία. Η δυσλειτουργία της διοίκησης είναι σοβαρό εμπόδιο για τον διεθνή ανταγωνιστικό χαρακτήρα της έρευνας. Η θητεία του ΓΔ πρέπει να είναι μόνο τετραετής.
Αλκιβιάδης-Κωνσταντίνος Κεφαλάς
Δντης Ερευνών ΙΘΦΧ/ΕΙΕ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ – ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ( Π.Ο.Ε.Ε.Κ.- Ι.)
Απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 12/2002,Αυξων αριθμός.5306
Έδρα: Ε.Κ.Κ.Ε, Μεσογείων 14-18 Τ.Κ. 11510, ( Μέλος Α.Δ.Ε.Δ.Υ )
Προεδρος.: κιν. 6937-444411, e-mail: pgeorg@ath.hcmr.gr
Γεν. Γραμ.: κιν: 6944-328570, e-mail: ktour@ipta.demokritos.gr
ΦΑΞ: 210-6533431
ΑΘΗΝΑ 17-01-2012
Αρ. Πρωτ.211
Κείμενο διαβούλευσης
Με αφορμή τη δημοσιοποίηση του κειμένου διαβούλευσης για το νέο νομοθετικό πλαίσιο της Έρευνας, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων Ιδρυμάτων (Π.Ο.Ε.Ε.Κ.-Ι.) εκφράζει την πλήρη απογοήτευσή της διότι μια ακόμη ευκαιρία για την ανάταση του ερευνητικού συστήματος της χώρας χάνεται στα αδιέξοδα της ατολμίας, της συμβατικότητας και των αποτυχημένων συνταγών που η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων επέλεξε να ακολουθήσει.
Η πολυπλοκότητα και η χαλαρή διασύνδεση των οργάνων σχεδιασμού και εφαρμογής της Έρευνας, οι ασαφείς στόχοι Στρατηγικού Πλαισίου Έρευνας και Καινοτομίας, η παντελής απουσία συγκεκριμένων μηχανισμών και πόρων χρηματοδότησης, η αντιδημοκρατική οργάνωση και διοίκηση των Ερευνητικών Κέντρων, η απαξίωση του προσωπικού (του πλέον εξειδικευμένου και παραγωγικού του δημόσιου τομέα) και κυρίως η κεκαλυμμένη μετάλλαξη των Ερευνητικών Κέντρων Δημοσίου Δικαίου σε Ιδιωτικού Δικαίου είναι τα βασικά μειονεκτήματα του κειμένου διαβούλευσης.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων Ιδρυμάτων (Π.Ο.Ε.Ε.Κ.-Ι.) και οι εργαζόμενοι στα Ερευνητικά Κέντρα αν και έχουν καταθέσει συγκροτημένες, εποικοδομητικές και στοχευόμενες προτάσεις για την αναβάθμιση της Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης, η ηγεσία του Υπουργείου δεν υιοθέτησε καμία από αυτές. Δυστυχώς, το προοδευτικό όραμα, η ρεαλιστική προοπτική και η σύγχρονη διέξοδος που προτείναμε στη Υπουργό Παιδεία και το Γενικό Γραμματέα Έρευνας απορρίφθηκαν συλλήβδην.
Αντίθετα, το ΥΠΔΜΘ επέλεξε να ακολουθήσει τα γνωστά και ξεπερασμένα πρότυπα της μικροπολιτικής κουλτούρας. Συγκρότησε μια Επιτροπής Σοφών (!) που το έργο της διέρρεε κατά καιρούς (βλ. Οκτώβριος και Νοέμβριος 2011) στο διαδίκτυο και διοχέτευε ανεπίσημα Σχέδια Νόμου, των οποίων το περιεχόμενο ήταν άγνωστο ακόμη και στα μέλη της επιτροπής. Η βιασύνη του Υπουργείου να παρουσιάσει ένα κείμενο εντός του Δεκεμβρίου 2011 (λόγω της υποτιθέμενης ασφυκτικής πίεσης της τρόικας), η αδυναμία του να εκπληρώσει τα χρονοδιαγράμματα που το ίδιο έθεσε και η ανυπαρξία μιας ξεκάθαρης πολιτικής το οδήγησαν στο να παρουσιάσει στη Διαβούλευση ένα συγκεχυμένο κείμενο που ουσιαστικά αποτελεί τις βασικές αρχές των διαρρεόμενων Σχεδίων Νόμου.
Μέσα σε αυτό το απαράδεκτο και υποτιμητικό για τους εργαζόμενους των Ερευνητικών Κέντρων πλαίσιο, η Ομοσπονδία μας επέλεξε να μη συμμετάσχει στο προσχηματικό «διάλογο» που οργανώνει με τόση προχειρότητα και ανευθυνότητα το Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (ΥΠΔΜΘ). Καταγγέλλουμε ως απαράδεκτη τη πρακτική του Υπουργείου που επέλεξε να μην καταθέσει ένα ολοκληρωμένο και σαφές Σχέδιο Νόμου για την Έρευνα αλλά ένα κείμενο ιδεών, με απώτερο σκοπό να παρακάμψει τον θεσμό της Διαβούλευσης και να υλοποιήσει αυθαίρετα τις ειλημμένες αποφάσεις της.
Δηλώνουμε την πλήρη αντίθεσή μας με το πνεύμα και τις βασικές αρχές του κειμένου διαβούλευσης. Παλεύουμε για την αξιοπρέπεια των εργαζομένων στα Ερευνητικά Κέντρα. Υποστηρίζουμε την απελευθέρωση των δημιουργικών ερευνητικών δυνάμεων. Συμμετέχουμε σε κάθε προσπάθεια που θα απογειώσει την Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Καλούμε την Υπουργό Παιδείας κα Α. Διαμαντοπούλου να αποσύρει άμεσα το συγκεκριμένο «πόνημα», να προχωρήσει με αποφασιστικότητα στη συγκρότηση ενός ουσιαστικού και γόνιμου διαλόγου με τους ενδιαφερόμενους φορείς, να δώσει προτεραιότητα στη Δημόσια Έρευνα και να θεσμοθετήσει δημοκρατικές δομές στο ερευνητικό σύστημα.
.
Για το Γενικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων (Π.Ο.Ε.Ε.Κ.-Ι.)
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Πάνος Γεωργίου Κώστας Τουρναβίτης
Η προτεινόμενη ενοποίηση-συγχώνευση (και πιθανή κατάργηση μερικών) είναι ορθή και επιβλημένη στην παρούσα οικονομική κατάσταση αρκεί να γίνει μέσα στο πνεύμα της συνάφειας και συμπληρωματικότητας των φορέων που συγχωνεύονται. Η προτεινόμενη διάρθρωση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, θα μπορούσε όμως να είναι περισσότερο δραστική και τολμηρή, ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα το σκοπό και το στόχο για τον οποίο γίνεται. Σχετικά με τα ερευνητικά κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών υπάρχει μεγάλος προβληματισμός που αφορά το λόγο ύπαρξης τους. Τα αντικείμενα με τα οποία ασχολούνται είναι ταυτόσημα μ’ αυτά των άλλων ερευνητικών φορέων. Αρκετά από αυτά δημιουργήθηκαν με την παρέμβαση κάποιων ακαδημαϊκών για την ικανοποίηση προσωπικών, ίσως και φιλότιμων, φιλοδοξιών. Η προτεινόμενη διάρθρωση για τη δημιουργία δύο αντί δεκατεσσάρων Κέντρων Έρευνας δεν λύνει οριστικά το πρόβλημα. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι πάλι θα δημιουργηθεί μία αντίστοιχη γραφειοκρατική δομή χωρίς να ελαττωθεί το κόστος λειτουργίας.
Πρόταση: Πλήρης κατάργηση των Κέντρων Έρευνας της Ακαδημίας Αθηνών και μεταφορά των οποίων δραστηριοτήτων σε άλλους ερευνητικούς φορείς π.χ. Πανεπιστήμια – ΤΕΙ – ΕΚΕΦΕ, άλλα ερευνητικά κέντρα κ.λ.π.
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – http://www.eee-researchers.gr
Πρώτα σχόλια επί των βασικών αρχών του κειμένου διαβούλευσης για το νέο νομοθετικό πλαίσιο της έρευνας
Το ερευνητικό σύστημα της χώρας μας είναι αποτέλεσμα μόχθου και άοκνης προσπάθειας δεκαετιών, με κεντρικό στόχο την επιστημονική αριστεία και την καινοτομία. Είναι ένας από τους λίγους τομείς του Ελληνικού δημόσιου τομέα που κρίνεται συστηματικά ανά πενταετία, μέσω σταθερών θεσμών αποτίμησης και αξιολόγησης, λογοδοτώντας έτσι συστηματικά στον Έλληνα φορολογούμενο που καταβάλει το τίμημα της λειτουργίας του. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν επίσης ότι ο ερευνητικός ιστός της χώρας μας αποτελεί μια υπαρκτή οντότητα στον παγκόσμιο επιστημονικό χάρτη.
Με το κείμενο διαβούλευσης για το νέο νομοθετικό πλαίσιο της έρευνας η πολιτική ηγεσία του ΥΠΔΒΜΘ στέλνει το ερευνητικό σύστημα της χώρας τριάντα χρόνια στο παρελθόν και καθιστά δύσκολη, έως αδύνατη, κάθε έννοια δημιουργικού διαλόγου. Συγκεκριμένα:
– Το κείμενο ορίζει σαφώς ότι οι ερευνητές του δημόσιου ερευνητικού συστήματος προσλαμβάνονται με καθεστώς ιδιωτικού υπαλλήλου, ενώ δεν ορίζει σαφώς ούτε καν τα βασικά προσόντα των ερευνητών. Σε μια από τις πλέον κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, σε μια φάση παγκόσμιων αναδιατάξεων, όπου η έρευνα και η καινοτομία αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ευθύνη του υπουργείου είναι να απαντήσει αν οφείλουμε ή όχι να διατηρήσουμε ένα βασικό, δημόσιο ερευνητικό σύστημα στη χώρα μας, κατά το πρότυπο των λοιπών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ερευνητές – δημόσιους λειτουργούς. Δυστυχώς, σε αυτό το ερώτημα το υπουργείο φαίνεται να απαντά κατηγορηματικά ΟΧΙ !!!
– Το κείμενο προτείνει ένα μοντέλο διοίκησης που αντιστοιχεί grosso modo σε ιδιωτικές εταιρείες (πρόεδρος, διοικητικό συμβούλιο και γενικός διευθυντής), αποκλείοντας ταυτόχρονα κάθε ουσιαστική συμμετοχή των ερευνητών στη διοίκηση κέντρων και ινστιτούτων (ένας αιρετός ερευνητής στο σύνολο του πολυμελούς συμβουλίου διοίκησης κέντρου, καμία συμμετοχή στην εκλογή διοίκησης ινστιτούτων, κατάργηση των υφισταμένων γνωμοδοτικών συμβουλίων των ινστιτούτων). Έτσι αντιλαμβάνεται το υπουργείο τη διαμόρφωση περιβάλλοντος ελευθερίας για την ανέλιξη της ερευνητικής διαδικασίας. Διερωτόμαστε αν θα διανοούνταν οι σύμβουλοι του υπουργείου να προτείνουν ανάλογες ρυθμίσεις για τα Πανεπιστήμια, ώστε στο συμβούλιο του πανεπιστημίου να συμμετέχει ένας μόνο αιρετός καθηγητής του οικείου ιδρύματος και ο Δ/ντής τμήματος να επιλέγεται ερήμην των καθηγητών. Οι προτεινόμενες αυταρχικές ρυθμίσεις δεν συνάδουν με την ανεξαρτησία του ερευνητικού πνεύματος, δεν συμβάλλουν στην παραγωγή νέας γνώσης και δεν ενισχύουν τη δημιουργικότητα, ενώ αντίθετα δυναμιτίζουν κρίσιμους θεσμούς για την παραγωγική και πνευματική ανάταξη της χώρας μας. Δεν είναι δυνατόν ένας ερευνητής, που έχει επιλεγεί με αυστηρότατα ακαδημαϊκά κριτήρια (κατά νομοθετημένη / θεσμοθετημένη αναλογία με τους πανεπιστημιακούς συναδέλφους του) και, κατά τεκμήριο, μετά από πολλά χρόνια ερευνητικής πορείας στο εξωτερικό, να εργάζεται υπό την απειλή της ανά πάσα στιγμής απόλυσής του από μια παντοδύναμη διοίκηση, την οποία δεν εκλέγει και στην οποία ουσιαστικά δεν συμμετέχει.
Η ερευνητική κοινότητα πιστεύει βαθύτατα ότι το πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί η ερευνητική αριστεία είναι η εσωτερική δημοκρατική ζωή των ερευνητικών κέντρων και η ελευθερία του ερευνητή, σε συνδυασμό με ισχυρούς εξωτερικούς θεσμούς κρίσεων και αξιολογήσεων. Το υπουργείο φαίνεται να ασπάζεται την άποψη ότι η αριστεία είναι αποτέλεσμα απολυταρχικών ρυθμίσεων. Η διαφωνία μας σε αυτό είναι ριζική και τα περιθώρια διαλόγου καθίστανται πλέον πολύ μικρά.
Προσήλθαμε με πνεύμα καλής πίστης στην άτυπη επιτροπή επεξεργασίας του σχετικού προσχεδίου νόμου για την έρευνα. Καταθέσαμε συγκεκριμένες προτάσεις. Ουδεμία από αυτές έγινε δεκτή. Αναγκαστήκαμε για λόγους στοιχειώδους αξιοπρέπειας να αποχωρήσουμε, καταθέτοντας -για άλλη μια φορά- τα θέματα που κατά την άποψή μας θα έπρεπε να απαντώνται στις βασικές διατάξεις του νέου νόμου (βλ. http://www.eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_EX_412-25-11-11.pdf). Οφείλουμε δε να σημειώσουμε εδώ ότι η απουσία εκπροσώπων του παραγωγικού τομέα από την άτυπη αυτή επιτροπή ήταν εντυπωσιακή, δεδομένου ότι το εν λόγω σχέδιο νόμου ‘φιλοδοξεί’ να αποτελέσει «μια ουσιαστική παρέμβαση στο χώρο της έρευνας και της καινοτομίας που θα συμβάλλει καθοριστικά στην αλλαγή και στον αναπροσανατολισμό της παραγωγικής βάσης, κλπ., κλπ.».
Εκφράζουμε τη ριζική μας διαφωνία επί της αρχής και των βασικών διατάξεων του κειμένου διαβούλευσης. Θα υπερασπιστούμε με αποφασιστικότητα το μόχθο δεκαετιών, προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανή η ελπίδα για την πνευματική και παραγωγική ανάκαμψη της χώρας μας και να προστατευθούν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και οι θεσμοί.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών
Ο Πρόεδρος Δημήτρης Ε. Λουκάς, Κύριος Ερευνητής Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ»
Η Γενική Γραμματέας Μαρία Θ. Στουμπούδη, Δ/ντρια Ερευνών ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.
Ειδικό σχόλιο: Για τη Φάση Ι, προτείνω για το ΕΚΕΦΕ «Δ» μιά παραλλαγή της εναλλακτικής πρότασης συγχώνευσης των 8 Ινστιτούτων σε 4 τομείς: α) Πληροφορική, Τηλεπικοινωνίες & Μικροσυστήματα, β) Βιοεπιστήμες-Βιοϊατρικές & Ραδιοφαρμακευτικές Εφαρμογές, γ) Πυρηνικές Επιστήμες & Τεχνολογίες, δ) Προηγμένα Υλικά, Διεργασίες και Νανοτεχνολογία και την πρόβλεψη κάποιου μηχανισμού (σε ποιά μορφή;) συνεργασίας και σύγκλησης των 4 τομέων σε εφαρμογές Υγείας, Ενέργειας, Ασφάλειας, Περιβάλλοντος, Πολιτισμού, Τηλεματικής και Ενσωματωμένων Συστημάτων, κάτι σαν «εικονικό ινστιτούτο μελετών ή «δεξαμενή σκέψης» χωρίς «αποκλειστικότητες» αλλά με την πρόθεση «πολλαπλασιαστικής» αξιοποίησης των συνεργιών που μπορεί να προκύψουν από τη πολυκλαδικότητα του «Δ».
ΛΕΙΠΕΙ ΠΑΝΤΕΛΩΣ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΙΔΡΥΣΗΣ, ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΛΠ.
ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ Η ΑΣΑΦΕΙΑ ΓΙΑ ΤΥΧΟΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ.
Η ΕΡΕΥΝΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ.
ΕΝΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΓΝΩΣΤΟ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΟΣΟ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ.