Με την υπαγωγή του τομέα και της πολιτικής για την Έρευνα και την Τεχνολογία στο Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (ΥΠΔΒΜΘ), το Υπουργείο ανέλαβε το σύνολο της διαμόρφωσης και εφαρμογής της ελληνικής πολιτικής για την Έρευνα σε κυβερνητικό επίπεδο, δεδομένου ότι υπάγονται πλέον σε αυτό τόσο τα ΑΕΙ όσο και τα περισσότερα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα της χώρας.
Για τον καλύτερο συντονισμό μεταξύ Υπουργείων, συγκροτείται Διυπουργική Επιτροπή υπό τον Πρωθυπουργό και εισάγεται ο θεσμός του «Εμπειρογνώμονα Έρευνας και Καινοτομίας» στα διάφορα Υπουργεία.
Αναλυτικότερα, τα αρμόδια όργανα που προτείνονται για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας είναι:
1. Η Διυπουργική Επιτροπή για την Έρευνα, την Τεχνολογία και την Καινοτομία (Δ.Ε.Ε.ΤΕ.Κ.).
Η Δ.Ε.Ε.ΤΕ.Κ. είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό και το συντονισμό της εθνικής πολιτικής για την έρευνα, τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία ιδίως μέσω της έγκρισης του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου (Ε.Σ.Π.Ε.Κ.), της εποπτείας της εφαρμογής του και της παρακολούθησης των αποτελεσμάτων του, της θέσπισης κανόνων οργάνωσης και χρηματοδότησης της έρευνας, της στρατηγικής κατεύθυνσης του ερευνητικού ιστού της χώρας καθώς και κάθε άλλης σχετικής δράσης. Συγκροτείται από τον Πρωθυπουργό, ως Πρόεδρο, τον Υπουργό Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, ο οποίος έχει το ρόλο κύριου εισηγητή και Αναπληρωτή Προέδρου, και τους Υπουργούς:
• Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
• Οικονομικών
• Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
• Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και
• Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Στη Δ.Ε.Ε.ΤΕ.Κ. μπορεί να συμμετέχουν με ψήφο και άλλοι Υπουργοί, μετά από πρόσκληση του Πρωθυπουργού, για θέματα της αρμοδιότητάς τους.
2. Το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ).
Το ΕΣΕΤΕΚ είναι συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό όργανο προς το Υ.Π.Δ.Β.Μ.Θ. για τη διαμόρφωση και υλοποίηση της εθνικής πολιτικής για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία. Απαρτίζεται από πρόσωπα διεθνούς κύρους με πολυετή δραστηριότητα στην έρευνα και την καινοτομία. Ο αριθμός των μελών του ΕΣΕΤΕΚ είναι έως 15 και η θητεία τους είναι τετραετής με δυνατότητα ανανέωσης. Προβλέπεται η δυνατότητα ανανέωσης του 1/3 των μελών του ανά διετία, ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια της λειτουργίας του. Το ΕΣΕΤΕΚ υποστηρίζεται διοικητικά από τη Γ.Γ.Ε.Τ. Ο Πρόεδρος ορίζεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, έπειτα από εισήγηση του Υπουργού Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, χωρίς να είναι υποχρεωτική η ακρόαση των υποψηφίων.
Ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Π.Δ.Β.Μ.Θ. μετά από έγκριση της Δ.Ε.Ε.Τ.Ε.Κ..
Το ΕΣΕΤΕΚ έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
• Εισηγείται το στρατηγικό σχεδιασμό και είναι επιστημονικά υπεύθυνο για την κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Έρευνας και Καινοτομίας (Ε.Σ.Π.Ε.Κ.). Γνωμοδοτεί σχετικά με την εξειδίκευση του Ε.Σ.Π.Ε.Κ. σε προγράμματα.
• Αποτιμά την πρόοδο και τα αποτελέσματα της υλοποίησής του Ε.Σ.Π.Ε.Κ. με βάση τις ετήσιες εκθέσεις προόδου και την πενταετή απολογιστική έκθεση που καταρτίζεται με ευθύνη της Γ.Γ.Ε.Τ..
• Γνωμοδοτεί για την ίδρυση, συγχώνευση και ερευνητικό αναπροσανατολισμό των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων στη βάση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των Ερευνητικών Κέντρων και της αποτίμησης του Ε.Σ.Π.Ε.Κ..
• Εισηγείται για τη σύνθεση των επιτροπών κρίσης των Προέδρων των Ερευνητικών Κέντρων επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών διαδικασιών.
• Συμβάλλει στην καλλιέργεια κατάλληλου πλαισίου και νοοτροπίας για την ενδυνάμωση παραγωγικών και αποτελεσματικών συνεργασιών μεταξύ των ερευνητικών κέντρων, των ΑΕΙ, άλλων ερευνητικών φορέων και των επιχειρήσεων.
• Προωθεί τη διεθνή συνεργασία και συμβάλλει στη διαμόρφωση ισχυρών δεσμών μεταξύ της ελληνικής και της διεθνούς ερευνητικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής ερευνητικής κοινότητας της διασποράς.
• Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπεται από τον παρόντα νόμο ή του αναθέτει ο Υπουργός Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.
Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, το ΕΣΕΤΕΚ υποστηρίζεται επιστημονικά από τα Τομεακά Επιστημονικά Συμβούλια (Τ.Ε.Σ.), τα οποία συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων έπειτα από πρόταση του ΕΣΕΤΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη τους στρατηγικούς τομείς προτεραιότητας που ορίζονται στο Ε.Σ.Π.Ε.Κ. καθώς και την ύπαρξη κρίσιμης μάζας ερευνητικής δραστηριότητας στη Χώρα σε συγκεκριμένες θεματικές περιοχές.
3. Το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων δια της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (Γ.Γ.Ε.Τ.).
Η Γ.Γ.Ε.Τ. είναι αρμόδια για την υλοποίηση της πολιτικής για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία και την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της. Ειδικότερα, στην αρμοδιότητα της Γ.Γ.Ε.Τ. ανήκουν:
• η υποστήριξη του ΕΣΕΤΕΚ στην κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Έρευνας και Καινοτομίας (Ε.Σ.Π.Ε.Κ.)
• η προκήρυξη προγραμμάτων ΕΤΑΚ στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Ε.Κ.
• η παροχή σύμφωνης γνώμης σε άλλους φορείς για την προκήρυξη προγραμμάτων και την εφαρμογή μέτρων πολιτικής ΕΤΑΚ στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Ε.Κ.
• η μέριμνα για την κατάρτιση ενιαίας διαδικασίας αξιολόγησης των προτάσεων για έργα Ε.Τ.Α.Κ., μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, έπειτα από γνωμοδότηση του ΕΣΕΤΕΚ
• η αποτίμηση των προγραμμάτων Ε.ΤΑ.Κ στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Ε.Κ και η ανατροφοδότηση του σχεδιασμού
• η παρακολούθηση του Ε.Σ.Π.Ε.Κ. και η μέριμνα για την αποτίμηση των αποτελεσμάτων του μέσω της σύνταξης ετήσιας έκθεσης προόδου και τελικής απολογιστικής έκθεσης για το Ε.Σ.Π.Ε.Κ.
• ο συντονισμός της λειτουργίας των Εμπειρογνωμόνων Έρευνας και Καινοτομίας των Υπουργείων κατά την κατάρτιση προγραμμάτων, η ανάπτυξη και λειτουργία συστήματος παρακολούθησης δεικτών Ε.Τ.Α.Κ. σε εθνικό επίπεδο καθώς και η τήρηση βάσης δεδομένων έργων ΕΤΑΚ που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Ε.Κ.
• η εποπτεία των ερευνητικών φορέων αρμοδιότητάς της σύμφωνα με τις κείμενες σχετικές διατάξεις
• η αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων
• ο συντονισμός της σύνταξης και υποβολής των προγραμματικών συμφωνιών με τα Ερευνητικά Κέντρα, η σχετική εισήγηση προς τον Υπουργό Π.Δ.Β.Μ.Θ. και η παρακολούθηση της εφαρμογής και των αποτελεσμάτων τους
• η έκφραση γνώμης στα άλλα υπουργεία ως προς τις προγραμματικές συμφωνίες που συνάπτουν με τα ερευνητικά κέντρα αρμοδιότητάς τους
• η υποστήριξη της εκπροσώπησης της χώρας για θέματα έρευνας και τεχνολογίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε διεθνείς οργανισμούς. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων έπειτα από γνωμοδότηση του ΕΣΕΤΕΚ, ορίζονται οι εκπρόσωποι της χώρας σε διεθνείς επιτροπές
4. Εμπειρογνώμονας ή Τμήμα Έρευνας και Καινοτομίας στα Υπουργεία
Πρόταση 1:
Με στόχο το συντονισμό της πολιτικής για την Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία ορίζεται στα Υπουργεία Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Πολιτισμού και Τουρισμού, Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, και Δικαιοσύνης ορίζεται «Εμπειρογνώμονας Έρευνας και Καινοτομίας», ο οποίος έχει την ευθύνη του συντονισμού για τη σύνδεση των ερευνητικών και τεχνολογικών αναγκών του Υπουργείου με το Ε.Σ.Π.Ε.Κ., καθώς και τη διαμόρφωση ερευνητικών προγραμμάτων ή τη λήψη άλλων μέτρων σύμφωνα με τους στόχους του Ε.Σ.Π.Ε.Κ..
Ο «Εμπειρογνώμονας Έρευνας και Καινοτομίας» είναι επιστήμονας/κάτοχος διδακτορικού τίτλου ή μεταπτυχιακού διπλώματος, στέλεχος του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με τεκμηριωμένη εμπειρία σε αντικείμενο σχετικό με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου. Ορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, κατόπιν ανοικτής διαδικασίας και σχετικής γνωμοδότησης του Ε.Σ.Ε.ΤΕ.Κ, και αποσπάται στη Γ.Γ.Ε.Τ., στην οποία και αναφέρεται, ενώ εδρεύει στην Επιτελική Δομή του αντίστοιχου Υπουργείου.
Με την ίδια διαδικασία, κατόπιν εισήγησης του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, μπορεί να οριστεί Εμπειρογνώμονας Έρευνας και Καινοτομίας και σε άλλα Υπουργεία.
Αρμοδιότητες του Εμπειρογνώμονα Έρευνας και Καινοτομίας είναι:
• Η εισήγηση για θέματα πολιτικής για την Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία του Υπουργείου και η συμβολή στη διαμόρφωση του Ε.Σ.Π.Ε.Κ..
• Η κατάρτιση σε συνεργασία με τη Γ.Γ.Ε.Τ. του ετήσιου προϋπολογισμού προγραμμάτων που αφορούν δράσεις Ε.Τ.Α.Κ. του Υπουργείου στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Ε.Κ.. Σε περίπτωση απουσίας προϋπολογισμού προγραμμάτων απαιτείται χαρακτηρισμός των δαπανών που θα διατεθούν για δράσεις Ε.Τ.Α.Κ. για το επόμενο έτος και σχετική κοινοποίηση στην Γ.Γ.Ε.Τ..
• Ο έλεγχος της συμβολής των έργων που ανατίθενται από τα υπουργεία στην υλοποίηση των στόχων του Ε.Σ.Π.Ε.Κ..
• Η παρακολούθηση του έργου των ερευνητικών φορέων που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου ιδίως όσον αφορά στην κατάρτιση και ετήσια αποτίμηση των προγραμματικών συμφωνιών.
• Η μέριμνα σε συνεργασία με την αρμόδια μονάδα του Υπουργείου για την ένταξη των εποπτευομένων από το Υπουργείο ερευνητικών φορέων στη διαδικασία αξιολόγησης όπως περιγραφεται η οποία συντονίζεται από τη Γ.Γ.Ε.Τ..
• Η συνεργασία με τις περιφέρειες της χώρας για θέματα Ε.Τ.Α.Κ. αρμοδιότητας του Υπουργείου.
• Η εισήγηση σχετικά με την εισαγωγή της καινοτομίας στις δημόσιες προμήθειες στο αντίστοιχο Υπουργείο.
Πρόταση 2:
Προβλέπεται Τμήμα Έρευνας και Καινοτομίας, το οποίο τοποθετείται στην Επιτελική Δομή του αντίστοιχου Υπουργείου και έχει ως αντικείμενο τη διαμόρφωση της πολιτικής του Υπουργείου για θέματα έρευνας και καινοτομίας ή γενικότερα θέματα στρατηγικής. Το Τμήμα στελεχώνεται με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης, Ερευνητές ή Καθηγητές Α.Ε.Ι. και έχει τις αρμοδιότητες που προβλέπονται για τον Εμπειρογνώμονα Έρευνας και Καινοτομίας.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ «ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΤΑΚ» (με ημερομηνία ανάρτησης 27 Ιανουαρίου 2012):
• νομοθέτημα – διαχειριστικό εργαλείο,
• μη ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου,
• αμφιθυμία των συντακτών,
• δεν είναι σαφής η θέση της πολιτικής ηγεσίας για το τι θέλει να ρυθμίσει,
• δεν είναι σαφές, από την προτεινόμενη αναδιάρθρωση ποιός είναι τελικά ο φορέας της λήψης αποφάσεων ως προς την πολιτική/ στρατηγική της (εθνικής) έρευνας,
• θετικό ότι δεν παραπέμπει σε μεγάλο αριθμό ΠΔ ή ΥΑ.
ΜΕΡΟΣ Α
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ –
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
΄Αρθρο 1 Ορισμοί:
• Οι «συντομογραφίες» δεν αφορούν ορισμούς. Πρέπει να απαλειφθούν.
• 1. & 2. Γιατί προτάσσονται ορισμοί που αφορούν τα ΑΕΙ κλπ αφού το σχέδιο νόμου αφορά κατά το μεγαλύτερο μέρος την έρευνα που παράγεται στα ερευνητικά κέντρα;
• 8. «Ενιαίος Χώρος Ερευνας»: περίεργος ορισμός που στη συνέχεια του σχεδίου νόμου δεν φαίνεται το πως «δένουν» οι actors του σχήματος.
• 11. «Ερευνητικό κέντρο». Ασαφής η νομική μορφή των ερευνητικών κέντρων ως «δημόσιων νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα».
Ερώτημα: Έρχεται να υποκαταστήσει τον ορισμό του «ερευνητικού φορέα» του ν. 1514/1985, του ν. 2919/2001 και του ν.3653/2008; Οι νόμοι εκείνοι καθόριζαν ρητά ότι πρόκειται για ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ.
Θετικό σημείο: εισάγεται η «κοινωνική αξιοποίηση» των αποτελέσματων της έρευνας.
• 12. «τεχνολογικός φορέας» ακόμη πιο ρευστή η κατηγορία αυτών των «φορέων». Μπορεί πχ. μια ΜΚΟ να είναι «τεχνολογικός φορέας»; Στον αντίστοιχο ορισμό των ν. 1514/1985, του ν. 2919/2001 και του ν. 3653/2008 προσδιορίζεται η νομική μορφή σε ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ.
• Δεν δίνεται ορισμός του «ερευνητή».
Βάσει της «Ευρωπαικής Χάρτας του Ερευνητή – Κώδικας δεοντολογίας για τη πρόσληψη ερευνητών της Ευρωπαικής Επιτροπής (Σύσταση της Επιτροπής της 11ης Μαρτίου 2005) ως ερευνητές νοούνται «επαγγελματίες που καταγίνονται με τη σύλληψη της ιδέας ή τη δημιουργία νέων γνώσεων, προιόντων, διαδικασιών, μεθόδων και συστημάτων και με τη διαχείριση των αντίστοιχων έργων».
Σύμφωνα με τον ν. 1268/1982 ΄Αρθρο 13, παρ. 2 «τα μέλη του ΔΕΠ έχουν δικαίωμα για έρευνα και διδασκαλία …» και στο ίδιο άρθρο στην παρ. 3 «τα μέλη του ΔΕΠ έχουν επίσης ως έργο την έρευνα, …»
Σύμφωνα με τον πρόσφατο ν. 4009/2011, στο άρθρο 16 παρ. 1. για τους Καθηγητές «… το ερευνητικό έργο περιλαμβάνει ιδίως τη βασική ή εφαρμοσμένη έρευνα, την καθοδήγηση διπλωματικών εργασιών, μεταπτυχιακών διπλωμάτων και διδακτορικών διατριβών και συμμετοχή σε συνέδρια και ερευνητικά σεμινάρια».
Επειδή το σχέδιο νόμου θα έχει εφαρμογή και στα ΕΚ, και στα ΑΕΙ, και στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει να δοθεί με σαφήνεια ο ορισμός του «ερευνητή» ο οποίος θα αντιδιαστέλει τους «ερευνητές» (των ΕΚ), με τους με ευρεία έννοια «ερευνητές» (μέλη ΔΕΠ), και των «ερευνητών του ιδιωτικού χώρου».
Πρόταση: Να προστεθεί ο ορισμός του «ερευνητή» ο οποίος θα βοηθήσει
• στην κατανόηση και εφαρμογή εδαφίων του νόμου χωρίς περιθώρια παρερμηνείας.
• στην πιο αξιόπιστη μέτρηση των αποτελεσμάτων των ερευνητικών δραστηριοτήτων των ερευνητών-μελών ΑΕΙ και ως εκ τούτου στην ακριβέστερη ποσοτικοποίηση/ κατάρτιση δεικτών της ερευνητικής «παραγωγής» της χώρας.
Πρόταση: Να προστεθεί ο ορισμός «Ευρωπαικός Χώρος ΄Ερευνας»
΄Αρθρο 2: Αντικείμενο – Σκοπός
Θεωρούμε θετικό ότι το σχέδιο νόμου διακηρύσσει την υποχρέωση του κράτους να διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους για την ανάπτυξη της ΕΤΑΚ.
Παρατήρηση: Στο ΄Αρθρο 2, παρ. 2 «Στους στόχους του παρόντος νόμου…» αναφέρονται εδάφια που σε κείμενο νόμου (εκδοχή V5 6.10.2011) αποτελούσαν στόχους του ΕΣΠΕΚ (άρθρο 4, παρ. 5)! (Αναφερόμαστε στα εδάφια β΄,γ΄,δ΄,ε΄,ε΄,στ΄,ζ΄ του άρθρου 2 του παρόντος που αντιστοιχούν στα εδάφια α΄,δ΄, ε΄, γ΄, στ΄, ζ΄ του άρθρου 4 του V5 6.10.2011). Οι στόχοι του ΕΣΠΕΚ με cut – paste έγιναν στόχοι του «Σχεδίου Νόμου»;
Ερώτημα: Μήπως αυτό επιβεβαιώνει την άποψή μας ότι πρόκειται για νομοθέτημα χωρίς σαφή στόχευση, διαχειριστικού χαρακτήρα.
΄Αρθρο 3: Πεδίο Εφαρμογής του Νόμου
Παρατηρείται ότι:
• Με το λεκτικό σχήμα «η/και» δίνεται στα άλλα Υπουργεία η διακριτική ευχέρεια να μην προσχωρήσουν στη δημιουργία ενός ενιαίου ερευνητικού χώρου στην Ελλάδα.
• και πάλι τα ΑΕΙ προτάσσονται ως πεδίο εφαρμογής του νόμου σε σχέση με τα Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ
Για μια ακόμη φορά μιλάμε για νόμο που δεν έχει εφαρμογή σε όλο τον ερευνητικό χώρο της Ελλάδας. Η μελέτη της ELYROS SA παραδόθηκε με ελλείψεις και μάλλον δεν κατάφερε να χαρτογραφήσει το ερευνητικό τοπίο της χώρας.
Ερωτούμε:
• Πώς θα εφαρμοστεί «στα ΑΕΙ κατά περίπτωση»;.
Ο ν. 4009/2011, αν αντιλαμβανόμαστε σωστά (άρθρο 80 παρ.14), καταργεί τα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (ΕΠΙ) και τα Κέντρα Τεχνολογικής Ερευνας (ΚΤΕ) σύντομα. Ποιούς/πόσους άλλους ερευνητικούς φορείς επιβλέπει το Υπουργείο;
Πρόταση: το άρθρο αυτό θα πρέπει να διατυπωθεί με εξαιρετική ακρίβεια και θα πρέπει να κατανομασθούν οι κατηγορίες (είδη κέντρων/ινστιτούτων κλπ) στις οποίες θα έχει εφαρμογή ο νόμος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β –
ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
΄Αρθρο 7 Διυπουργική Επιτροπή για την ΄Ερευνα, Τεχνολογία και Καινοτομία
Πρόταση: να προστεθεί ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στα μόνιμα μέλη της ΔΕΕΤΕΚ.
΄Αρθρο 8 Εθνικό Συμβούλιο ΄Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας
• Από τους ορισμούς (στο 2 του ΄Αρθρου 1) όπου αναφέρεται η «Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» (ΑΔΙΠ). (Η ΑΔΙΠ αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή (΄Αρθρα 64 – 75 του ν. 4009/2011) και στο Συμβούλιό της συμμετέχει και 1 (ένας) ερευνητής από τα εποπτευόμενα κέντρα της ΓΓΕΤ).
• από τους ορισμούς σχεδίου νόμου που διέρρευσε (εκδοχή της 16/11/2011) όπου η ΑΔΙΠ αναφέρεται διαζευκτικά με την ΑΔΙΠΑΕ «Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας».
• από το ότι , κατά το παρόν σχέδιο νόμου, ο Πρόεδρος του ΕΣΕΤΕΚ «ορίζεται με απόφαση της Διάσκεψης των προέδρων της Βουλής» (Η Διάσκεψη των Προέδρων έχει την αρμοδιότητα να επιλέγει,… τα μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών που προβλέπονται από το Σύνταγμα, …).
όλα τα παραπάνω παραπέμπουν σε ανεξάρτητη αρχή.
Υπήρξε/ υπάρχει αμφιθυμία από τους συντάκτες του σχεδίου νόμου για το άν το ΕΣΕΤ/ ΕΣΕΤΕΚ παραμείνει ως έχει σήμερα, αν ενοποιηθεί με την ανεξάρτητη αρχή ΑΔΙΠ ως ΑΔΙΠΑΕ ή αν αποτελέσει νέα ανεξάρτητη αρχή;
΄Αρθρο 10 Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων – Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας
Δεν μας είναι κατανοητό γιατί οι δύο αυτές οντότητες ταυτίζονται τη στιγμή που οι ρόλοι τους είναι, και πρέπει να είναι, διακριτοί.
Ερώτηση: Εκχωρεί το ΥΠΔΒΜΘ την εξουσία του για «πολιτική απόφαση» όσον αφορά την ΕΤΑΚ στη ΓΓΕΤ;
Πρόταση: να υπάρξει ξεχωριστό άρθρο που να αφορά το ΥΠΔΒΜΘ και να περιγράφεται επακριβώς ο ρόλος του.
΄Αρθρο 11 Εμπειρογνώμονας ή Τμήμα ΄Ερευνας και Καινοτομίας στα Υπουργεία
Ο άνθρωπος liaison μεταξύ Περιφέρειας – Υπουργείου – ΓΓΕΤ. Και στις δύο εναλλακτικές διατυπώσεις δίνονται σημαντικές εξουσίες στον «εμπειρογνώμονα» που δουλεύουν αποκεντρωτικά για τη ΓΓΕΤ. Διακρίνεται μια απομείωση στις αρμοδιότητες της ΓΓΕΤ;
Η δομή της διαβούλευσης κατ’ άρθρο δεν ανταποκρίνεται στα άρθρα του σχεδίου νόμου. Τα σχόλια που παρατίθενται ακολουθούν την αρίθμηση των άρθρων του σχεδίου νόμου, όχι την αρίθμηση των άρθρων της διαβούλευσης.
Άρθρο 11
Εμπειρογνώμονας ή Τμήμα Έρευνας και Καινοτομίας στα Υπουργεία
Για ποιο λόγο δεν μπορεί ο εμπειρογνώμονας να είναι επιστήμονας που να προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα ? Αντίστοιχα γιατί το τμήμα στην εναλλακτική διατύπωση να μη μπορεί να στελεχώνεται και από μέλη που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ?
Άρθρο 12
Εισηγητής Έρευνας και Καινοτομίας στις Ευρείες Περιφέρειες
Οι Περιφέρειες συνήθως δεν έχουν κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό για το συγκεκριμένο ρόλο. Απαιτείται μεγαλύτερη εξειδίκευση της διατύπωσης και περιγραφή απαιτούμενων προσόντων.
Άρθρο 13
Σύνδεση ΕΚ με ΑΕΙ
Οι διατυπώσεις δεν ορίζουν πλαίσιο σύνδεσης ΕΚ με ΑΕΙ αλλά δυνατότητες που μπορεί να δημιουργηθούν υπό την αίρεση της συμφωνίας διοικητικών οργάνων των ΑΕΙ και ΕΚ. Εάν για παράδειγμα Διοικητικό Όργανο ΑΕΙ δεχτεί επισκέπτη ερευνητή, η απασχόληση θα είναι υπό την αίρεση της έγκρισης του Διοικητικού Οργάνου του ΕΚ. Το αντίστροφο επίσης ισχύει. Αυτό δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης –εξουσίας. Ο νομοθέτης θα μπορούσε να προβλέψει την υποχρεωτική αποδοχή από τα Διοικητικά Όργανα του φορέα προέλευσης εκτός και εάν συντρέχουν εξαιρετικά σοβαροί λόγοι οι οποίοι θα πρέπει να τεκμηριωθούν. Ουσιαστική διασύνδεση θα πρέπει να εξασφαλίζεται σε βάση θεσμική και οργανική και όχι ad hoc.
Άρθρο 14
Συνεργασία Ερευνητικών Κέντρων και Επιχειρήσεων μέσα από την κινητικότητα Ερευνητών και Επιστημόνων
Είναι εξαιρετικά θετική η δυνατότητα που δίνεται για απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα με άδεια από το ΕΚ άνευ αποδοχών ή με μερική απασχόληση, καθώς και η δυνατότητα απασχόλησης στο ΕΚ στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα.
Άρθρο 15
Προσέλκυση Ερευνητών της Αλλοδαπής
και Παράλληλη Απασχόληση Ερευνητών σε Ξένα Ερευνητικά Κέντρα
Είναι εξαιρετικά θετική η δυνατότητα απασχόλησης Ερευνητών σε Ξένα Ερευνητικά Κέντρα. Οπωσδήποτε θα πρέπει να επεκταθεί και με πρόβλεψη για δυνατότητα απασχόλησης σε Ξένα Πανεπιστήμια και όχι μόνο Ερευνητικά Κέντρα, διαφορετικά θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη η χρησιμότητα της διάταξης. Οι Ερευνητές όμως έχουν συνήθως συνέχεια στο Ερευνητικό τους Έργο και συνεπώς η απασχόλησή τους στο εξωτερικό δε θα πρέπει να είναι απαγορευτική της συνέχισης απασχόλησής τους σε ερευνητικά έργα. Στην πράξη μπορεί να υπάρχει άδεια άνευ ΤΑΚΤΙΚΩΝ αποδοχών, αλλά θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να μη διαταραχθεί το ερευνητικό έργο που συνδέεται με συμμετοχή σε ερευνητικά έργα, κάτι το οποίο είναι προς αμοιβαίο όφελος τόσο του ΕΚ όσο και του Ερευνητή.
Άρθρο 17
Είναι ιδιαίτερα θετικές οι προβλέψεις περί προστασίας της βιομηχανικής/πνευματικής ιδιοκτησίας, με τρόπο που μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής τόσο για το φυσικό πρόσωπο, όσο και για το Ερευνητικό Κέντρο.
Άρθρο 18
Αξιολόγηση Ερευνητικών Κέντρων
Κακώς η αξιολόγηση περιορίζεται μόνο στους Ερευνητές. Η αξιολόγηση οφείλει να είναι καθολική, από πάνω προς τα κάτω και από κάτω προς τα πάνω. Τα όργανα διοίκησης οφείλουν να τυγχάνουν επίσης αξιολόγησης, τόσο από την εποπτεύουσα αρχή όσο και από το ερευνητικό δυναμικό. Τα Ερευνητικά Κέντρα – Ινστιτούτα θα πρέπει να υποχρεώνονται να δημοσιεύουν σε ετήσια βάση στόχους και πλάνο ανάπτυξης και να ελέγχονται ή να επιβραβεύονται ανάλογα με το αν αποτυγχάνουν ή επιτυγχάνουν τους στόχους που τίθενται (Κάτι τέτοιο
φαίνεται να προβλέπεται σε επόμενο άρθρο).
Άρθρο 20
Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων
Οι διατάξεις είναι θετικές, με δεδομένο ιδιαίτερα ότι σε πολλά Ερευνητικά Κέντρα οι Εσωτερικοί Κανονισμοί μπορεί να αλλάζουν σε κάθε συνεδρίαση του ΔΣ, χωρίς έγκριση από την εποπτεύουσα αρχή. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα τροποποιήσεων του Εσωτερικού Κανονισμού, με αυστηρά κριτήρια αυξημένης πλειοψηφίας, π.χ. του 75% του συνόλου των μελών του ΔΣ (του συνόλου, όχι των παρόντων).
Άρθρο 21
Εποπτεία Ερευνητικών Κέντρων
Μήπως να προστεθεί υποχρεωτική δημοσίευση οικονομικού και επιστημονικού απολογισμού σε ετήσια βάση ? Ο οικονομικός απολογισμός να οφείλει να είναι αναλυτικός σε σχέση με τις κατηγορίες δαπανών, ώστε να υπάρχει εικόνα της καλής ή κακής αξιοποίησης των δημοσίων πόρων.
Άρθρο 22
Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων – Διοικητικό Συμβούλιο
Έαν το Υπουργείο θεωρεί ότι η σύνθεση των οργάνων Διοίκησης των ΑΕΙ, σύμφωνα με τον πρόσφατο νόμο, είναι ικανοποιητική, γιατί δεν προβλέπει αντίστοιχες διατάξεις και για τη σύνθεση των οργάνων διοίκησης των ΕΚ ? Ως πότε οι Ερευνητές θα είναι επιστήμονες δεύτερης κατηγορίας, σε σχέση με τα μέλη ΔΕΠ ? Ένα 7μελές ΔΣ είναι επαρκές, γιατί χρειάζεται 9μελές ? Θα ήταν καλό το όργανο Διοίκησης να μην ελέγχεται πλήρως ‘εσωτερικά’ αλλά να υπάρχει περισσότερη ανεξαρτησία (π.χ. 3 εκ των 7 μέλη να είναι εξωτερικά). Γιατί να συμμετέχουν μόνο Ερευνητές Α’ στη διαδικασία εκλογής και όχι επίσης και Ερευνητές Β’, ακόμη και Γ’, κατ’ αντιστοιχία της συμμετοχής του συνόλου των μελών ΔΕΠ στις διαδικασίες εκλογής οργάνων Διοίκησης των ΑΕΙ ? Τα Ερευνητικά Κέντρα θα πρέπει για να πετύχουν να ‘ανοίξουν’ και όχι να ανακυκλώσουν πιθανά κέντρα εξουσίας που έχουν δημιουργηθεί μετά από πολύχρονη σχέση/διασύνδεση ή και συναλλαγή Διευθυντών και Ερευνητών Α’.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει επίσης να ελέγχεται για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για την ανάπτυξη του ΕΚ και να προβλέπονται διαδικασίες ανασύνθεσής του σε αντίθετη περίπτωση.
Θα μπορούσε να υπάρχει ρητή πρόβλεψη για δυνατότητα συμμετοχής σε όργανα Διοίκησης Στελεχών από τον Ιδιωτικό τομέα με αποδεδειγμένη εμπειρία σε θέματα έρευνας και ανάπτυξης.
Άρθρο 23
Πρόεδρος
Για ποιο λόγο στην Εκλογή του Πρύτανη στα ΑΕΙ συμμετέχει το διοικούμενο σώμα (μέλη ΔΕΠ -> Συμβούλιο Διοίκησης) ενώ κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται για το διοικούμενο σώμα των Ερευνητικών Κέντρων (Ερευνητές) ? Για ποιο λόγο παραμένουν οι Ερευνητές Επιστημονικό Προσωπικό δεύτερης κατηγορίας, σε σχέση με τα μέλη ΔΕΠ ?
Είναι πολύ θετική η δυνατότητα παύσης του Διευθυντή.
Άρθρο 24
Γενικός Διευθυντής
Είναι εξαιρετικά θετική η πρόβλεψη θέσης Γενικού Διευθυντή. Θα πρέπει τα προσόντα του να τεκμηριωθούν περισσότερο και ιδιαίτερα να έχουν πλεονεκτήματα στην επιλογή στελέχη που έχουν αποδεδειγμένη Διοικητική Εμπειρία στον Ιδιωτικό Τομέα. Η διοικητική εμπειρία σε φορείς του Δημοσίου δεν παρέχει κατ’ ανάγκη εχέγγυα αποτελεσματικής Διοίκησης από θέση Γενικού Διευθυντή σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου.
Άρθρο 25
Ερευνητικά Ινστιτούτα
Είναι θετική η πρόβλεψη συμμετοχής των ΤΕΣ στην επιλογή Διευθυντών, καθώς και η δυνατότητα παύσης με πλειοψηφία 3/4 από το ΔΣ στην οποία όμως πλειοψηφία θα πρέπει να προβλέπεται ρητά ότι δε θα προσμετρείται ο προς παύση Διευθυντής (διαφορετικά η διαδικασία αυτό-ακυρώνεται). Επίσης θα πρέπει να προβλέπονται διαδικασίες που σχετίζονται με την υιοθέτηση στόχων και πλάνου ανάπτυξης για το Ινστιτούτοο και η παύση ή μη ενός Διευθυντή να μπορεί να σχετίζεται με την επίτευξη ή μη αυτών των στόχων.
Άρθρο 26
Επιστημονικά Συμβούλια Ερευνητικών Ινστιτούτων
Είναι λάθος η μη συμμετοχή των Ερευνητών στα Επιστημονικά Συμβούλια
Άρθρο 27
Πόροι των Ερευνητικών Κέντρων
Θα μπορούσε να ενθαρρύνεται η διασύνδεση του ΕΚ με τον παραγωγικό ιστό με ρητή μνεία δυνατότητας άμεσης χρηματοδότησης ΕΚ από ιδιωτικούς φορείς με αντίστοιχη θεσμική εκπροσώπηση των φορέων αυτών σε όργανα διοίκησης.
Άρθρο 28
Κατανομή της Δημόσιας Χρηματοδότησης στα Ερευνητικά Κέντρα
Στα κριτήρια χρηματοδότησης πρέπει να περιλαμβάνεται το σύνολο των ανταγωνιστικών προγραμμάτων, είτε εθνικών είτε διεθνών. Στα κριτήρια θα πρέπει να περιλαμβάνεται και αριθμητικά δεδομένα συνεργασίας με παραγωγικούς φορείς αλλά και η επιτυχία του ΕΚ να ξεκινήσει το ίδιο παραγωγικές δραστηριότητες (spin off, κλπ).
Κακώς συμπεριλαμβάνεται στα κριτήρια αριστείας/χρηματοδότησης και ‘ο αριθμός εγχώριων και διεθνών, διδακτορικών φοιτητών και μεταδιδακτορικών ερευνητών’, τη στιγμή που θεσμικά δεν επιτρέπεται σε Ερευνητή να είναι πρωτεύων επιβλέπων μεταπτυχιακών ή διδακτορικών φοιτητών. Δεν μπορεί ο Ερευνητής, που εξακολουθεί να είναι δεύτερης κατηγορίας Επιστήμονας, συγκριτικά με ένα μέλος ΔΕΠ, να έχει πανομοιότυπα κριτήρια αξιολόγησης, όταν το μέλος ΔΕΠ έχει προνομιακή πρόσβαση σε μεταπτυχιακούς – διδακτορικούς ερευνητές.
Άρθρο 31
Πρόσληψη και Αποδοχές Ερευνητών
Καλό είναι ένα ΕΚ να έχει ευελιξία στον ορισμό των αποδοχών των Ερευνητών. Ένα ΕΚ που θέλει να επενδύσει μπορεί να επιλέξει υψηλά επίπεδα αμοιβής, ώστε να προσελκύσει υψηλού επιπέδου δυναμικό από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η οριζόντια ρύθμιση των αμοιβών με νόμο δεν εξυπηρετεί τους στόχους ενός ανταγωνιστικού ΕΚ.
Άρθρο 32
Επιτροπές Κρίσης Ερευνητών
Είναι εξαιρετικά θετικό ότι ο Διευθυντής δε συμμετέχει στην επιτροπή κρίσης. Το υπάρχον καθεστώς καθόριζε τον απόλυτο έλεγχο του Διευθυντή στη διαδικασία εξέλιξης και ουσιαστικά οι Ερευνητές ‘διορίζονται’ και ‘προάγονται’ από το Διευθυντή. Η νέα διαδικασία είναι επί τα βελτίω, η διαδικασία όμως θα έπρεπε να είναι κατ’ αναλογία της διαδικασίας εξέλιξης των μελών ΔΕΠ, διαφορετικά και πάλι οι Ερευνητές είναι στελεχιακό δυναμικό δεύτερης κατηγορίας. Η δυνατότητα ενός Ερευνητή να απασχοληθεί για ένα διάστημα στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει και αυτή να είναι στοιχείο θετικής αξιολόγησης (ποια εταιρία θα πλήρωνε για κάποιον που δεν προσφέρει αποδεδειγμένα?).
Άρθρο 33
Τεχνικό, Διοικητικό και Βοηθητικό προσωπικό
Θα πρέπει να προβλέπονται διαδικασίες διαρκούς αξιολόγησης και για αυτό το προσωπικό.
Άρθρο 34
Ασυμβίβαστα
«Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο, στο Διοικητικό Διευθυντή, στους Διευθυντές των Ινστιτούτων και στους ερευνητές να ιδρύουν ή να συμμετέχουν, με οποιαδήποτε σχέση ή ιδιότητα, σε επιχειρήσεις ή εταιρείες ή κοινοπραξίες ή κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα, στα οποία ανατίθεται η εκπόνηση μελετών ή προγραμμάτων ή η εκτέλεση συγκεκριμένου έργου ή η προμήθεια υλικού ή η παροχή υπηρεσιών από το οικείο ή άλλο Ερευνητικό Κέντρο». Δηλαδή αν ένα στέλεχος έχει μετοχές ανώνυμης εταιρίας (και μπορεί να είναι ένας στους χιλιάδες) και το ΕΚ προμηθευτεί οτιδήποτε από αυτήν την εταιρία, αυτό είναι ασυμβίβαστο. Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΕΙ.
Θα πρέπει ξεκάθαρα να εξαιρείται από το ασυμβίβαστο η δυνατότητα του Ερευνητή να εργαστεί για ένα διάστημα στον ιδιωτικό τομέα ή σε άλλο ΕΚ ή Πανεπιστήμιο εσωτερικού/εξωτερικού, με άδεια του οικείου ΕΚ και τηρώντας καθεστώς είτε άδειας άνευ αποδοχών, είτε μερικής απασχόλησης στο οικείο ΕΚ. Διαφορετικά περιορίζεται η κινητικότητα των ερευνητών.
Άρθρο 35
Ποσοστό συμμετοχής φύλλων
Η καθιέρωση ποσού 1/3 αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και αποτελεί στρέβλωση της αξιοκρατίας.
Γενικό σχόλιο
Τα μέλη του Συλλόγου Ερευνητών/ Ε.Λ.Ε. του ΕΚ ‘Αθηνά’, αλλά και η ερευνητική κοινότητα γενικότερα, αναγνωρίζουν την ανάγκη για ουσιαστική αναβάθμιση της οργάνωσης και λειτουργίας του ερευνητικού ιστού της χώρας. Παρά τη σημασία των προτεινόμενων σχεδίων και αλλαγών, είναι φανερό ότι η διαβούλευση προγραμματίστηκε πρόχειρα και ελλιπώς. Τέθηκε σε διαβούλευση ένα κείμενο που δεν ήταν σχέδιο νόμου, αλλά ένα γενικό κείμενο αρχών και μόλις την τελευταία εβδομάδα δημοσιοποιήθηκε ξαφνικά το σχέδιο νόμου μαζί με παράταση της προθεσμίας της διαβούλευσης.
Θα επιχειρήσουμε πάντως έστω και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο να γνωστοποιήσουμε τις απόψεις μας. Η γενική παρατήρηση είναι ότι το σχέδιο νόμου είναι ασαφές σε πολλά σημεία και αγνοεί την ουσία των προτάσεων της ερευνητικής κοινότητας για πραγματική αναβάθμιση του ερευνητικού ιστού και την επίλυση προβλημάτων που ανακύπτουν από τις σύγχρονες ανάγκες του ερευνητικού χώρου στην Ελλάδα αλλά και τον κόσμο. Ως βασικές ελλείψεις/μειονεκτήματα του προτεινόμενου σχεδίου νόμου καταγράφουμε τα εξής:
• Αποτύπωση ενός γραφειοκρατικού περιβάλλοντος
• Συστηματική μετάθεση ουσιαστικών προβλέψεων στους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας των ερευνητικών κέντρων
• Περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του νόμου σε μικρό υποσύνολο των ερευνητικών φορέων της χώρας
• Υπονόμευση του δημόσιου χαρακτήρα των ιδρυμάτων στα οποία απευθύνεται με τη μη διασφάλιση των βασικών λειτουργικών και μισθοδοτικών τους δαπανών
• Απουσία μεταβατικών διατάξεων, ειδικά σε ένα προτεινόμενο νομοθέτημα που προσπαθεί εκ του μηδενός να ορίσει τα πάντα
• Μονόπλευρη στόχευση του ερευνητικού έργου προς την αγορά, καθιερώνοντας για τους ερευνητές επιχειρηματικές συνθήκες εργασίας με ταυτόχρονη, από την άλλη μεριά, ακαδημαϊκού τύπου αξιολόγηση
Α. ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα μέλη των νέων προτεινόμενων δομών διορίζονται από Υπουργό δημιουργώντας ερωτηματικά για την αμεροληψία και τη διασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας. Η ΓΓΕΤ καλείται να διαδραματίσει εποπτικό, διαχειριστικό, χρηματοδοτικό και ελεγκτικό ρόλο. Κανένα από τα μέλη της ερευνητικής κοινότητας δε συμμετέχει σε κανένα από τα όργανα που προτείνονται, γεγονός που διαιωνίζει τη σημερινή κάκιστη κατάσταση με την παντελώς άτυπη συμμετοχή στο διάλογο με το Υπουργείο Παιδείας της Συνόδου των Προέδρων των ΕΚ και των Ενώσεων και Συλλόγων των Ερευνητών.
Προτείνουμε: η πλειοψηφία των μελών των ΤΕΣ και του ΕΣΕΤΕΚ να εκλέγονται από την ερευνητική κοινότητα.
Η ΓΓΕΤ δεν είναι δυνατό να διαδραματίζει ταυτόχρονα εποπτικό, διαχειριστικό, χρηματοδοτικό και ελεγκτικό. ρόλο
Προτείνουμε: α) ο ελεγκτικός ρόλος να δοθεί σε άλλη αρχή, β) η ΓΓΕΤ να αξιολογείται για τις επιδόσεις της στους υπόλοιπους ρόλους που καλείται να παίξει.
H Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων (Π.Ο.Ε.Ε.Κ.- Ι) ζητά από το Υπουργείο:
1. Να αναρτήσει προς διαβούλευση σχέδιο νόμου για το οποίο να υπάρχει δέσμευση ότι πρόκειται για το ολοκληρωμένο τελικό σχέδιο νόμου, το οποίο θα περιλαμβάνει και τις μεταβατικές διατάξεις, καθώς και τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την «Αναδιάρθρωση των Ερευνητικών Κέντρων» και τα του υπηρετούντος σήμερα προσωπικού.
Τελικό σχέδιο νόμου είναι αυτού πού αποσαφηνίζει ποια είναι νομοθετική ρύθμιση του συνόλου των ζητημάτων της έρευνας και που επιτρέπει στην ερευνητική κοινότητα να εκφραστεί επί του συνόλου και όχι επί τμημάτων.
2. Η διαβούλευση επί του ολοκληρωμένου τελικού σχεδίου νόμου
να ακολουθήσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάρτισης και της δημοσιοποίησης του ΕΣΠΕΚ και κυρίως των κατευθυντήριων αρχών και των γενικών στόχων του που παραμένουν μέχρι στιγμής άγνωστα.
3. Η διαβούλευση επί του ολοκληρωμένου σχεδίου νόμου για την Έρευνα να διεξαχθεί με προθεσμία τουλάχιστον ενός μηνός από την ανάρτησή του.
Με εκτίμηση για το Γενικό Συμβούλιο της Π.Ο.Ε.Ε.Κ-Ι
Ο Πρόεδρος
Νίκος Σαρρής
Ο Γεν. Γραμματέας
Κώστας Τουρναβίτης
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – http://www.eee-researchers.gr
A. ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Γενικές παρατηρήσεις
Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) έχει κατ’ επανάληψη εκφράσει δημοσίως τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι αυτό που απαιτείται σήμερα για τη βελτίωση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος είναι βελτιωτικές ρυθμίσεις του καταστατικού νόμου της έρευνας 1514/1985 με έμφαση στα ακόλουθα:
– Βελτίωση του προτύπου διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και αναβάθμιση του ρόλου του ερευνητή.
– Διαμόρφωση του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης και έρευνας στο τριτοβάθμιο σύστημα.
– Αναδιάρθρωση και συντονισμός του ευρύτερου ερευνητικού ιστού της χώρας.
– Βελτίωση των μεθόδων διαχείρισης κονδυλίων και αλληλεπίδρασης με την ερευνητική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα.
Το Υπουργείο Παιδείας, ΔΒΜΘ επέλεξε τη μέθοδο της “εκ του μηδενός έναρξης”, λες και το ερευνητικό σύστημα προέκυψε από παρθενογένεση. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι η παρουσίαση (στην παρούσα διαβούλευση) μιας δέσμης ιδεών, οι οποίες αποτελούν ΣΥΜΠΙΛΗΜΑ υφισταμένων διατάξεων νόμων, ενώ τα νέα, κεντρικά στοιχεία που αναδεικνύονται από το υπό διαβούλευση κείμενο είναι:
– Η μετατροπή του δημόσιου ερευνητικού συστήματος σε ιδιωτικές εταιρείες υπό την “εποπτεία” του κράτους.
– Η υποβάθμιση, έως προσβλητική μεταχείριση, του θεσμού του ερευνητή – δημόσιου λειτουργού.
Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: Στο βαθμό που ο πυρήνας της δέσμης ιδεών του Υπουργείου μετατραπεί σε νόμο θα δημιουργηθούν συνθήκες διάλυσης του δημόσιου ερευνητικού συστήματος, το οποίο με μόχθο οικοδομούμε πάνω από τριάντα χρόνια.
Ειδικές παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις:
1. Η Διυπουργική Επιτροπή
Η Διυπουργική επιτροπή προβλέπεται ήδη στο άρθρο 8 του “εν υπνώσει” ν. 3653/2008, ο οποίος, αν και νόμος του κράτους από το 2008, ουδέποτε ετέθη σε εφαρμογή (και από την κυβέρνηση που τον ψήφισε και από αυτές που ακολούθησαν).
Πρόταση της ΕΕΕ:
Η συνολική εθνική ερευνητική προσπάθεια, στην οποία εμπλέκονται τα δημόσια ερευνητικά εργαστήρια, τα εργαστήρια των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και αυτά των μικρομεσαίων, θα πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο συντονισμού των εμπλεκομένων υπουργείων υπό την αιγίδα μιας τελικής εποπτείας την οποία θα ασκεί στην παρούσα φάση η ΓΓΕΤ και, σύντομα, ένα νέο :
– Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Τεχνολογίας
2. Το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ)
Πρόκειται για θεσμό ο οποίος προβλέπεται ήδη από τον ν. 1514/1985 (άρθρο 4) και το ν. 3653/2008 (άρθρο 10). Ο θεσμός λειτουργεί πλέον των δύο δεκαετιών και αποτελεί μια θετική πρόνοια της νομοθεσίας. Η συγκρότησή του όμως με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης καθιστά τη λειτουργία του ευεπίφορη σε πολιτικές πιέσεις χωρίς να υφίστανται εξισορροπητικοί μηχανισμοί ελέγχου. Τούτο οδήγησε σε ορισμένες περιπτώσεις στην κατάχρηση από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας του συμβουλευτικού ρόλου του ΕΣΕΤ και στην εκμετάλλευση του υψηλού επιστημονικού κύρους των μελών του ΕΣΕΤ, προκειμένου να δικαιολογηθούν αποφάσεις ισχυρής μεν πολιτικής χροιάς, αμφιλεγόμενης δε επιστημονικής βαρύτητας (ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2004-2009).
Πρόταση της ΕΕΕ:
Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοτικά τμήμα της ερευνητικής δραστηριότητας αναλογεί στα ΑΕΙ (αριθμός καθηγητών ΑΕΙ 15000, αριθμός Ερευνητών 600) και προκειμένου να διαμορφωθεί ο ενιαίος χώρος εκπαίδευσης και έρευνας, προτείνουμε τη δημιουργία ενός «Εθνικού Συμβουλίου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας», ως ανεξάρτητου συμβουλευτικού οργάνου της πολιτείας. Για την επιλογή των μελών του Συμβουλίου αυτού θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι ρυθμίσεις του άρθρου 13 του ν. 3653/2008. Θα πρέπει να υπάρχει πρόνοια για την εκπροσώπηση όλων των γνωστικών αντικειμένων, δεδομένου ότι οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες συνήθως δεν εκπροσωπούνται.
3. Η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ)
Για πολλά χρόνια η ΓΓΕΤ υπήρξε μια από τις καλές υπηρεσίες του ελληνικού δημοσίου. Διαμέσου της ΓΓΕΤ πέρασε όλη η ευρωπαϊκή εμπειρία (με τα προβλήματα και τις δυσκολίες της) των ερευνητικών προγραμμάτων στα ΑΕΙ, τα ΕΚ και τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, η ΓΓΕΤ συντόνισε τρεις εξωτερικές αξιολογήσεις του -υπό την εποπτεία της- ερευνητικού συστήματος κατά μοναδικό τρόπο για τα ελληνικά δεδομένα. Την περίοδο 2004-2009 η υπηρεσία αποδυναμώθηκε σταδιακά και σήμερα βρίσκεται σε μια παρατεταμένη φάση ανασυγκρότησης, χωρίς παράλληλα να διαφαίνεται λύση στο πρόβλημα των υπαλλήλων της ΓΓΕΤ που μισθοδοτούνται από τα Ερευνητικά Κέντρα.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Η ΓΓΕΤ επιτελεί για μια μεταβατική φάση το συντονιστικό έργο που θα έχει το μελλοντικό Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Τεχνολογίας, επικουρεί στη διαδικασία εξωτερικών αξιολογήσεων της ερευνητικής δραστηριότητας σε ΑΕΙ , ΕΚ, αλλά η ευθύνη της αξιολόγησης μεταφέρεται στην ΑΔΙΠ.
4. Εμπειρογνώμονας ή Τμήμα Έρευνας και Καινοτομίας στα Υπουργεία.
Ένα σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων που διαχειρίζονται τα υπουργεία και οι περιφέρειες έχει τη μορφή ερευνητικών προγραμμάτων. Απαιτείται εθνικός συντονισμός, αξιολόγηση, κατάργηση των «αποκλειστικών αναθέσεων» και επιτελικός ρόλος της ΓΓΕΤ.
Το θέμα έχει ευρύτερες διαστάσεις διότι αφορά γενικότερα προβλήματα ερευνητικής πολιτικής. Σχέδια νόμου, π.χ., για ζητήματα βιοηθικής, ενέργειας, περιβάλλοντος, πολιτισμικής/πολιτιστικής κληρονομιάς, ενίσχυσης του κοινωνικού ιστού, κλπ., δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται αποσπασματικά, με επιμέρους πολιτικές που ασκούνται από το κάθε υπουργείο.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Στη θέση του «Εμπειρογνώμονα Έρευνας και Καινοτομίας» θα ήταν προτιμότερο το κάθε Υπουργείο να ορίσει ένα άτομο από τα εξειδικευμένα στελέχη του (το οποίο θα γνωρίζει τη λειτουργία του Υπουργείου και των φορέων που εξαρτώνται από αυτό) ως σύνδεσμο με τη ΓΓΕΤ, το οποίο θα ενημερώνει τη ΓΓΕΤ για τη ροή των προκηρύξεων, των εγκεκριμένων προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων στο οικείο Υπουργείο και, παράλληλα, θα ενημερώνει συνεχώς μία βάση δεδομένων της ΓΓΕΤ με τα βασικά στοιχεία για κάθε εγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα του Υπουργείου στο οποίο ανήκει, καθώς και για τα ερευνητικά του αποτελέσματα.
———————————————
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Τα ανωτέρω σχόλια αναφέρονται κυρίως στο «σχέδιο νόμου 1» που τίθεται εδώ σε διαβούλευση υπό τη μορφή οκτώ (08) Άρθρων/Κεφαλαίων.
Το «σχέδιο νόμου 2» που δόθηκε στη διαβούλευση (μία ημέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για διαβούλευση του «σχεδίου νόμου 1», στις 30 Ιανουαρίου) με περιθώριο για δημόσια συζήτηση μίας περίπου εβδομάδας (!) είναι ατελές και περιέχει αντιφατικές ρυθμίσεις.
Η ερευνητική κοινότητα ζητά από το Υπουργείο να δημοσιοποιήσει το επεξεργασμένο, τελικό προσχέδιο νόμου με όλες τις διατάξεις (και τις ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ) και να μεριμνήσει ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος και ικανός χρόνος για ουσιαστικό διάλογο, επί του συνόλου των ρυθμίσεων που αυτό θα περιλαμβάνει.
Το Υπουργείο οφείλει επίσης να συντάξει την «έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης», η οποία θα συνοδεύσει το σχέδιο νόμου στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισής του από τη Βουλή των Ελλήνων (νέος κανονισμός της Βουλής, άρθρο 85, παρ. 3), από ΜΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ και όχι σε τρεις ‘δόσεις’, καθώς τουλάχιστον οι μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει (σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις «Μεταβατικές διατάξεις», άρθρο 08 του παρόντος) να υποβληθούν επίσης σε διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Σημείωση: Το σύνολο των κειμένων που η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών κατέθεσε στην παρούσα διαβούλευση βρίσκεται αναρτημένο στο http://eee-researchers.gr/Anakoinoseis-EEE/EEE_Keimena-Diavouleusis-Sxediou-Nomou-Ereunas.pdf
Σχετικά με το κείμενο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο με στόχο να αποτελέσει σχέδιο νόμου για την έρευνα, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» εκφράζει τις παρακάτω απόψεις:
Σε κάθε περίπτωση το προτεινόμενο σχέδιο εισάγει τον ενιαίο χώρο Έρευνας και Εκπαίδευσης μόνο στα λόγια, ενώ στην πράξη δημιουργεί ένα χάρτη ΕΚ-ΑΕΙ γεμάτο ανισότητες ως προς τα νομικά καθεστώτα. Πιο συγκεκριμένα, υποβαθμίζει το Δημόσιο χαρακτήρα της έρευνας, καταστρέφει τα Ερευνητικά Κέντρα Δημοσίου Δικαίου και εκμηδενίζει πλήρως τον ερευνητή. Ενιαίος Χώρος σημαίνει ισοτιμία σε όλα, προκειμένου το σύστημα να γίνει παραγωγικό. Χαρακτηριστικό του κειμένου αυτού είναι ότι υποβαθμίζεται έντονα ο ρόλος και η υπόσταση του ερευνητή στις λήψεις αποφάσεων και στη χάραξη πολιτικής. Ο οικονομικός προγραμματισμός είναι ασαφής και με κανένα τρόπο δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των Ερευνητικών Κέντρων, εκτός αυτών που συνδέονται με όμορα Πανεπιστήμια ή που αποτελούν παραρτήματα των ΑΕΙ.
Πιστεύουμε ότι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος θα ήταν να εκσυγχρονισθεί ο Ν.1514 (όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 2919), ο οποίος έχει δοκιμασθεί με επιτυχία στην πράξη. Γνωρίζουμε πολύ καλά τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του, που αυτές ακριβώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη ενός βελτιωμένου και σύγχρονου Νομικού Πλαισίου, σε πλήρη αναλογία με το θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΙ (Ν. 4009). Επιπλέον κρίνεται απαραίτητο να κοινοποιηθούν άμεσα όλες οι προτεινόμενες από την εποπτεύουσα αρχή μεταβατικές διατάξεις και να αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης.
Θεωρούμε ότι η θέσπιση του θεσμού του «ερευνητή- καθηγητή» είναι προς την σωστή κατεύθυνση, θα πρέπει όμως να συμπληρωθεί και να επιτρέπει και την δυνατότητα μόνιμης και ισότιμης μετακίνησης ερευνητών και μελών ΔΕΠ. Θεωρούμε όμως ότι το κυρίαρχο θέμα πρέπει να είναι η θεσμοθέτηση της δυνατότητας στα ΕΚ να ιδρύουν μεταπτυχιακά προγράμματα σε συνεργασία με Πανεπιστήμια της ημεδαπής ή του εξωτερικού.
Αναφορικά με τις συγχωνεύσεις, είναι απαραίτητο, να γίνουν κατ’ αρχήν γνωστές οι βασικές αρχές της Β’ φάσης, πριν τις συγχωνεύσεις που προβλέπονται στο πρώτο στάδιο. Κρίνεται παράλληλα αναγκαίος ο καθορισμός της κρίσιμης μάζας ενός ερευνητικού Ινστιτούτου, με βάση την Ελληνική πραγματικότητα αλλά και τα διεθνή δεδομένα.
Όσο αναφορά τις συγχωνεύσεις Ινστιτούτων, ζητάμε αυτές να γίνουν ισότιμα, με σαφείς κανόνες και όρους, που να ισχύουν με την ίδια λογική και συνέπεια σε όλα τα Ερευνητικά Κέντρα.
Δεν είναι αποδεκτό από την ερευνητική κοινότητα να «βαφτίζονται» ως ερευνητικά ινστιτούτα βοηθητικές υποδομές (αποθετήρια) που δεν έχουν σχέση με έρευνα (βλέπε ΕΚΤ).
Ο Δημόκριτος αποτελεί το μοναδικό Ερευνητικό Κέντρο που αντιμετώπισε ανιδιοτελώς την ουσία του προβλήματος των συγχωνεύσεων ως εθνική αναγκαιότητα. Έτσι, προηγήθηκε της υπόδειξης από την εποπτεύουσα αρχή, προτείνοντας την «συγχώνευση» σε «πόλους αριστείας» με στόχο τη δημιουργία κρίσιμης μάζας για την ενίσχυση της διεπιστημονικής συνεργασίας και τη μείωση των επικαλύψεων με στόχο τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Έχει όμως τονιστεί πολλές φορές ότι η διαδικασία πρέπει να γίνει με μορφή «bottom-up» και «self-assembly» και για τον λόγο αυτό είναι βασική προϋπόθεση να υπάρξει ο απαραίτητος χρόνος σε φάσεις, με τελική τη φάση της συγχώνευσης σε «εθνικούς πόλους αριστείας». Εχει τονιστεί επίσης ότι η εσπευσμένη συγχώνευση απ’ευθείας σε Ινστιτούτα θα είναι προβληματική, παρόλα αυτά το ΔΣ του Δημοκρίτου πρότεινε την συγχώνευση σε 6 Ινστιτούτα, ενώ πιστεύουμε ότι αυτό δεν έγινε στον ίδιο βαθμό σε άλλα κέντρα.
Στην πρόταση του Υπουργείου για την Α’ φάση των προτεινόμενων συγχωνεύσεων θα πρέπει να επισημανθεί η διαφορά της κρίσιμης μάζας. Για παράδειγμα στον Δημόκριτο προτείνεται η συγχώνευση σε ένα Ινστιτούτο 75 ερευνητών, ενώ σε πλείστες περιπτώσεις ΕΚ προτείνονται Ινστιτούτα 10 – 15 ερευνητών. Ο συνολικός αριθμός ερευνητών στην Ελλάδα είναι περίπου 600 και ο στόχος του υπουργείου είναι να δημιουργηθεί ερευνητικός χάρτης 35 Ιντιτούτων. Αυτό σημαίνει 17-18 ερευνητές ανά Ινστιτούτο. Στο ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος ο αριθμός των ερευνητών σε όλα τα υπάρχοντα Ινστιτούτα σήμερα υπερβαίνει το όριο αυτό. Συνεπώς το κέντρο βάρους των συγχωνεύσεων πρέπει να πέσει αλλού και όχι στο Δημόκριτο.
Τα μέχρι στιγμής αναρτημένα σχόλια τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, εκτός από τις συγκεκριμένες υποδείξεις βέλτίωσης του ΣΧ, υποδεικνύουν και την αγωνία σύσσωμης της ερευνητικής κοινότητας να διαφυλαχθεί ότι με τόσο κόπο έχει χτιστεί μεταπολεμικά στην Ελλάδα στον νευραλγικό τομέα της έρευνας και της πρωτοπορείας. Η πολύτιμη εμπειρία της εφαρμογής του Ν.1514/85 τα τελευταία 28 χρόνια δεν αξιοποιήθηκε όσο θα χρειαζόταν από τους προτείνοντες. Επιπλέον τα όρια μεταξύ αναδόμησης και κατεδάφισης είναι δυσδιάκριτα στην χρονική συγκυρία που ζούμε. Για το λόγο αυτό ας λάβουν σοβαρά υπόψη οι νομοθέτες τις προτάσεις/αιτιάσεις των κατεξοχήν ασχολούμενων με την έρευνα, ώστε ο νόμος που θα προκύψει να φέρει νέα πνοή στην έρευνα χωρίς όμως πριν να διαλύσει το υπάρχον δυναμικό.
Εκ της Επιτροπής Μόνιμου Ερευνητικού Προσωπικού (ΜΕΠ) του Ερευνητικού Φορέα «Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας & Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ)».
Άρθρο 01:ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Η ΔΕΕΤΕΚ θα πρέπει να περιλάβει όλους τους ερευνητικούς ιστούς/φορείς της Ελληνικής Επικράτειας προκειμένου να καταγραφούν / αποτυπωθούν με σκοπό την περαιτέρω αξιοποίησή τους από την Πολιτεία. Για τον λόγο αυτό στα συναρμόδια Υπουργεία θα πρέπει να περιληφθεί και το ΥΠΥΜΕΔΙ δεδομένου ότι ο ΟΑΣΠ-ΙΤΣΑΚ (Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού Προστασίας – Ινστ. Τεχνικής Σεισμολογίας Αντισεισμικών Κατασκευών ) ανήκει διοικητικά στο προαναφερόμενο Υπουργείο.
Το ΙΤΣΑΚ λειτουργούσε με βάσει του Ν.1349/83 (άρθρο 12), στον οποίο και καθοριζόταν ο σκοπός του, ο οποίος είναι «η Εφαρμοσμένη Έρευνα στους τομείς της Τεχνικής Σεισμολογίας και των Αντισεισμικών Κατασκευών και η ανάπτυξη τεχνολογίας για την ελαχιστοποίηση των συνεπειών των σεισμών». Αργότερα, με το Π.Δ.77/1989 (ΦΕΚ35/τευχ.Α/7.2.1989) δημοσιεύεται ο «Οργανισμός του ΙΤΣΑΚ» ενώ με το Ν.2919/2001 (ΦΕΚ128/τευχ. Α/25.06.2011) περί «Σύνδεσης Έρευνας και Τεχνολογίας με την παραγωγή και άλλες Διατάξεις», το ΙΤΣΑΚ κατέστη «Ερευνητικό και Τεχνολογικό Κέντρο» (άρθρο 10, παραγρ.4 α). Το 2004 με τη Διυπουργική Απόφαση Δ16γ/1017/5/475/Γ (ΦΕΚ 1857/τευχ. β/14.12.2004) συστάθηκε Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) του ΙΤΣΑΚ, σε αναγνώριση του ερευνητικού του χαρακτήρα. Το ΙΤΣΑΚ κατόρθωσε να εξασφαλίσει μέσα από ανταγωνιστικές διαδικασίες κονδύλια ύψους 3.650.000 ευρώ από το ΕΣΠΑ στο πλαίσιο προγράμματος ενίσχυσης των ερευνητικών υποδομών της χώρας.
Με βάση το Ν4002/2011 το ΙΤΣΑΚ συγχωνεύθηκε με τον ΟΑΣΠ ενώ με την πρόσφατη Διαπιστωτική Πράξης (Απ. Αριθ. Δ16γ/04/378/Γ , 13/10/2011, Αρ. Φυλ. 2290) και Υπουργική Απόφαση (Αριθ. Δ16γ/597/9/497/Γ, Αρ. Φυλ.2780 02/12/2011) συγχώνευσης των 2 φορέων διατηρείται στο νέο σχήμα η ερευνητική υπόσταση του τ. ΙΤΣΑΚ με σκοπό την ανάπτυξη εφαρμοσμένης έρευνας στους τομείς της τεχνικής σεισμολογίας και αντισεισμικής τεχνολογίας των κατασκευών.
Θα πρέπει και στο ΥΠΥΜΕΔΙ να ορισθεί «Εμπειρογνώμονας Έρευνας και Καινοτομίας» όπως και στα λοιπά Υπουργεία με σκοπό τον συντονισμό για τη σύνδεση των ερευνητικών και τεχνολογικών αναγκών του Υπουργείου με το Ε.Σ.Π.Ε.Κ. Ο οποίος θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε ΚΑΤΟΧΟΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ.
Επίσης καθοριστικό είναι να διατηρηθεί ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ χαρακτήρας ερευνητικών υποδομών που ασχολούνται με της φυσικές καταστροφές (π.χ. σεισμός, πλημμύρες, κατολισθήσεις κλπ).
Άρθρο 03: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ
Οι Εθνικές Ερευνητικές Υποδομές και η ανοικτή πρόσβασή τους αποτελεί ένα βασικό προαπαιτούμενο για το ΕΤΑΚ. Στο Εθνικό Μητρώο Ερευνητικών Υποδομών θα πρέπει να καταγραφούν όλες οι ερευνητικές υποδομές της Χώρας που ανήκουν σ’ όλα τα Υπουργεία είτε υπό μορφή ανεξάρτητων ερευνητικών κέντρων (ΙΤΕ, ΕΚΕΦΕ, ΕΑΑ κλπ) είτε ανεξάρτητων ερευνητικών ινστιτούτων ή ειδικών ερευνητικών φορέων (ΟΑΣΠ-ΙΤΣΑΚ κλπ).
Άρθρο 05:. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Θα πρέπει να υπάρξουν ενιαίες προδιαγραφές αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής (ανά 2ετία) όσο και της εξωτερικής (ανά 5ετία) με κύριο στόχο τα ίδια κριτήρια βαθμολόγησης των διάφορων ερευνητικών υποδομών της χώρας. Στην αξιολόγηση θα πρέπει να περιληφθούν όλες οι ερευνητικές υποδομές της χώρας με βάση την καταχώρησή τους στο Εθνικό Μητρώο ΕΥ της χώρας αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν ερευνητικά κέντρα, καθώς και ανεξάρτητα ερευνητικά Ινστιτούτα (ΟΑΣΠ-ΙΤΣΑΚ κλπ).
Για την Επιτροπή Μόνιμου Ερευνητικού Προσωπικού (ΜΕΠ) του «Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας & Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ)»,
Ο Πρόεδρος,
Μακάριος Τριαντάφυλλος,
Δρ. Πολιτικός Μηχανικός,
Κύριος Ερευνητής ΙΤΣΑΚ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Απόφαση μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 6504/2005, Ειδικός αριθμός 738-5737
Έδρα: ΕΙΕ, B.Κωνσταντίνου 48, Τ.Κ. 11635
Πρόεδρος : Πετράκης Αριστείδης, κιν. 6977471102, e-mail: aris@iesl.forth.gr
Αντιπρόεδρος : Μπακιρτζής Γιώργος, κιν. 6948001676, e-mail: bakirtz@certh.gr
Γενικός Γραμματέας : Σοφατζίδη Χριστίνα, κιν. 6944633573, e-mail: sofatzidi@pasteur.gr
Αθήνα 1 Φεβρουαρίου 2012
Προτάσεις για το Σχέδιο Νόμου για την
«Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το Νομοσχέδιο που παρουσιάστηκε στη Δημόσια Διαβούλευση για την Ε.Τ.Α.Κ. κρίνουμε ότι προσπαθεί, σε αρκετά σημεία με επιτυχία και σε άλλα πλημμελώς, να αντιμετωπίσει αρκετά από τα ανοικτά θέματα και προβλήματα του Ερευνητικού χώρου.
Παρουσιάζει όμως δραματικό έλλειμμα σχετικά με τις πρόνοιες και τα θέματα που αφορούν το Τεχνικό (επιστημονικό και μη) και Διοικητικό προσωπικό των Ερευνητικών κέντρων, απόρροια του αποκλεισμού εκπροσώπων των δύο Ομοσπονδιών των Ερευνητικών Κέντρων (ΠΟΣΕΕΙΙΔ & ΠΟΕΕΚ-Ι) από την επιτροπή σύνταξης του Νομοσχεδίου.
Θετικά αν και όχι ολοκληρωμένα και με αρκετές ελλείψεις κρίνουμε τις πρόνοιες για :
1.Ενιαίο σύστημα αξιολόγησης όλων των Ερευνητικών φορέων.
2.Ενιαίο πλαίσιο λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων (δυστυχώς με εξαιρέσεις).
3.Την κατεύθυνση (με την θεσμοθέτηση των Εμπειρογνωμόνων Έρευνας) για ενιαίο σύστημα προκήρυξης, αξιολόγησης, παρακολούθησης και αποτίμησης των ερευνητικών προγραμμάτων στα πλαίσια του Ε.Σ.Π.Ε.Κ..
4.Την αξιοποίηση της ΓΓΕΤ σαν φορέα συντονισμού όλων των δράσεων στα πλαίσια του Ε.Σ.Π.Ε.Κ..
5.Τα μέτρα για σύνδεση των Ερευνητικών Κέντρων με τα ΑΕΙ και τις Επιχειρήσεις.
6.Τη θεσμοθέτηση των Εθνικών Ερευνητικών Υποδομών.
7.Τη δημιουργία Γραφείου Μεταφοράς Τεχνογνωσίας και Αξιοποίησης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων στη ΓΓΕΤ.
8.Την πρόβλεψη πρόσθετων χρηματοδοτήσεων στους ερευνητικούς φορείς με βάση τους δείκτες ποιότητας και αποτελεσμάτων.
9.Τη θεσμοθέτηση των Κέντρων Ερευνητικής Αριστείας.
10.Τη μερική, δυστυχώς, εξίσωση των Ερευνητών με τα μέλη ΔΕΠ στα πλαίσια του ενιαίου χώρου παιδείας και έρευνας.
Σε μερικά σημεία κρίνουμε το σχέδιο Νόμου άτολμο, σε άλλα σημεία διαφωνούμε και σε άλλα θεωρούμε ότι απαιτούνται πιο συγκεκριμένες ρυθμίσεις.
Σχετικές παρατηρήσεις και προτάσεις καταθέτουμε στη συνέχεια.
Ένα σημαντικό κενό είναι η έλλειψη Μεταβατικών Διατάξεων από το σχέδιο Νόμου, οι οποίες πρέπει άμεσα να κοινοποιηθούν και να τεθούν στη Δημόσια Διαβούλευση.
Όμως ένα πράγμα, που είναι απαράδεκτο και πέρα από κάθε όριο, είναι ότι αγνοεί συστηματικά και απαξιώνει το 70% των ανθρώπων που εργάζονται και μοχθούν για την Έρευνα.
Αυτούς που χαρακτηριστικά αναφέρονται στο κείμενο διαβούλευσης σαν «Λοιπό προσωπικό».
Ο Νόμος 1514/85 και 2919/01, για τρία πράγματα ελάμβανε πρόνοια όσον αφορά το Τεχνικό και Διοικητικό Προσωπικό (Δ&ΤΠ), που το παρόν Νομοσχέδιο ανατρέπει.
1. Τη θεσμοθέτηση θέσεων Επιστημονικού Προσωπικού Υψηλής Εξειδίκευσης.
2. Τη συμμετοχή ενός εκπροσώπου του Δ&ΤΠ στα ΔΣ των Ερευνητικών Κέντρων.
3. Τη δυνατότητα το Δ&ΤΠ να λαμβάνει πρόσθετες αμοιβές, εφόσον και για όσο χρόνο συνεισφέρει σημαντικά στην προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων έρευνας, την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και την επίτευξη ιδιωτικών εσόδων από παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών.
Δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο από το να παραμείνουν αυτές οι διατάξεις ή να τροποποιηθούν αναλόγως.
ΜΕΡΟΣ Α
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 4
Η ένταξη όλων των ερευνητικών δράσεων (με εξαίρεση όσες είναι απόρρητες και αφορούν την εθνική άμυνα) στο ΕΣΠΕΚ αποτελεί την ορθολογικότερη λύση στο υπαρκτό πρόβλημα της πολυδιάσπασης της ερευνητικής πολιτικής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 10
Ο περιγραφόμενος ρόλος της ΓΓΕΤ είναι κυρίως συντονιστικός.
Η ΓΓΕΤ πρέπει να διατηρήσει κεντρικό ρόλο σε αποφάσεις σχεδιασμού και διαχείρισης της έρευνας στη χώρα.
Η συνολική εθνική ερευνητική προσπάθεια στην οποία εμπλέκονται τα δημόσια ερευνητικά εργαστήρια, τα εργαστήρια των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και αυτά των μικρομεσαίων, θα πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο συντονισμού των εμπλεκομένων υπουργείων υπό την αιγίδα μιας τελικής εποπτείας την οποία θα ασκεί η ΓΓΕΤ.
παράγραφος 1 εδάφιο γ
Σχετικά με τις προκηρύξεις προγραμμάτων και την εφαρμογή μέτρων πολιτικής ΕΤΑΚ, η ΓΓΕΤ θα πρέπει να έχει αποφασιστικό ρόλο για όλους τους ερευνητικούς φορείς.
παράγραφος 1 εδάφιο ζ
Όσον αφορά στην εποπτεία άλλων φορέων εκτός ΥΠΔΒΜΘ η ΓΓΕΤ πρέπει να έχει ρόλο ελεγκτικό μέσω του Εμπειρογνώμονα Έρευνας.
παράγραφος 1 εδάφιο ι
Σχετικά με τις προγραμματικές συμφωνίες που αφορούν στα Ερευνητικά Κέντρα άλλων Υπουργείων η ΓΓΕΤ θα πρέπει να έχει αποφασιστικό ρόλο, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εμπειρογνώμονα Έρευνας.
Άρθρο 11
Επιλέγουμε τη λύση του Εμπειρογνώμονα Έρευνας ανά υπουργείο, υπό την προϋπόθεση ότι στα πρόσωπα που θα αναλάβουν το έργο αυτό θα εξασφαλισθεί νομοθετικά η δυνατότητα να διαδραματίσουν το ρόλο που προβλέπει το σχέδιο νόμου.
παράγραφος 7 εδάφιο γ
Μια σημαντική αρμοδιότητα του Εμπειρογνώμονα Έρευνας θα μπορούσε να είναι η σύνδεση των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων των επιμέρους Υπουργείων με Ερευνητικές δράσεις.
Επίσης η συνεργασία των Ερευνητικών Ιδρυμάτων με Κρατικούς φορείς για την εξυπηρέτηση των αναγκών των τελευταίων οφείλει να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί και σε αυτό μπορεί να έχει σημαντική συνεισφορά ο Εμπειρογνώμονας Έρευνας.
Άρθρο Νέο
Το σχέδιο νόμου δε μνημονεύει τη Σύνοδο των Προέδρων των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, το μόνο -άτυπο σήμερα- όργανο που έχει άμεση σχέση με την τρέχουσα ερευνητική πολιτική.
Είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθεί ο ρόλος του και να προβλεφθεί η συμμετοχή με δικαίωμα λόγου των εκπροσώπων της ερευνητικής κοινότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ
Άρθρο 13
παράγραφος 2
Η ρύθμιση που προβλέπεται στο υπό διαβούλευση κείμενο για την απονομή του τίτλου “Καθηγητή Έρευνας” από τα ΑΕΙ είναι εξαιρετικά περιοριστική.
Δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό να υφίσταται κοινό δια-ιδρυματικό μεταπτυχιακό ή διδακτορικό πρόγραμμα σπουδών, κατά την έννοια του άρθρου 42 του ν. 4009/2011, προκειμένου να κληθεί ένας ερευνητής για διδακτικό έργο σε κάποιο μεταπτυχιακό ή διδακτορικό πρόγραμμα σπουδών.
Η ατομική κινητικότητα των ερευνητών και των καθηγητών είναι κατά πολύ ευρύτερη από τα κοινά μεταπτυχιακά των ιδρυμάτων.
Περιοριστική είναι επίσης η πρόνοια για την επίβλεψη διδακτορικών. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο κείμενο, ο επιβλέπων θα πρέπει κατ’ ανάγκη να διδάσκει στο οικείο δια-ιδρυματικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του υποψήφιου, συνθήκη η οποία δεν πρέπει να είναι αναγκαία για την επίβλεψη διδακτορικών διατριβών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Άρθρο 17
παράγραφος 1 εδάφιο γ
Το «Οι παραπάνω ερευνητές …» να αντικατασταθεί με « Τα παραπάνω φυσικά πρόσωπα …».
Δεν είναι απαραίτητο να είναι μόνο ερευνητές τα πρόσωπα που «παρήγαγαν την ανωτέρω αναφερόμενη γνώση».
Άρθρο 17
παράγραφος 1 εδάφιο δ
Τεχνοβλαστοί και Νέοι Επιστήμονες
Υπάρχει εικοσαετής περίπου εμπειρία του θεσμού των εταιρειών Τεχνοβλαστών (spin off) και Τεχνολογικών Πάρκων. Η προσπάθεια της πολιτείας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ενίσχυση πρωτοβουλιών νέων ερευνητών και όχι στη συντήρηση στο διηνεκές δημόσιων λειτουργών, οι οποίοι ασκούν παράλληλα και επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Οφείλουμε να αποτιμήσουμε την εικοσαετή εμπειρία των Τεχνοβλαστών και να στρέψουμε την προσοχή μας στην ενίσχυση των νέων ερευνητών, με την παραχώρηση κυψελίδων στα τεχνολογικά πάρκα, την ενίσχυση της πρόσβασής στις εργαστηριακές εγκαταστάσεις, κλπ. Οι Τεχνοβλαστοί των νέων ερευνητών θα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης φροντίδας από την πολιτεία, με την ενίσχυσή τους σε ό,τι αφορά την κάλυψη νέου προσωπικού, άλλες ειδικές ενισχύσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις, για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (4-5 ετών), κλπ..
Άρθρο 17
παράγραφος νέα
Εθνικό Μητρώο Καινοτομικών Επιχειρήσεων Υψηλής Τεχνολογίας
Προτείνουμε τη δημιουργία στη ΓΓΕΤ «Εθνικού Μητρώου Καινοτομικών Επιχειρήσεων Υψηλής Τεχνολογίας», στο οποίο θα εντάσσονται επιχειρήσεις οι οποίες: (1) δραστηριοποιούνται σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, όπως αυτοί ορίζονται κατά τη διεθνή πρακτική, (2) έχουν τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης με ειδικευμένο προσωπικό και (3) άνω από το 30% του κύκλου εργασιών τους προέρχεται από τεχνολογία αναπτυγμένη από την ίδια την επιχείρηση (πατέντες, ερευνητικά προγράμματα).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Άρθρο 17
παράγραφος 3
Ειδική μέριμνα πρέπει να υπάρξει όσον αφορά στα κριτήρια με τα οποία αξιολογούνται οι Ανθρωπιστικές και οι Κοινωνικές επιστήμες, τα οποία δεν μπορεί να είναι ταυτόσημα με αυτά των θετικών επιστημών.
Άρθρο 17
παράγραφος 4
Για τις εξωτερικές αξιολογήσεις ΕΚ/Ι, η επιτροπή κριτών θα πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά από επιστήμονες της αλλοδαπής, διεθνώς αναγνωρισμένου κύρους, ειδικούς σε ένα τουλάχιστον από τα αντικείμενα του υπό αξιολόγηση Ινστιτούτου/ΕΚ, οι οποίοι θα επιλέγονται από το ΕΣΕΤΕΚ.
Ο αριθμός των αξιολογητών των Ινστιτούτων θα πρέπει να είναι ανάλογος των ερευνητικών τους αντικειμένων (δηλαδή ενδεχομένως και μεγαλύτερος του τρία).
Ομοειδούς αντικειμένου Ινστιτούτα θα πρέπει να αξιολογούνται από την ίδια επιτροπή κριτών, ώστε να είναι δυνατή η συγκριτική τους αξιολόγηση.
Άρθρο 17
παράγραφος 5
Τα Ερευνητικά Κέντρα και τα Ινστιτούτα τους να υπόκεινται σε εσωτερική αυτό-αξιολόγηση στο ενδιάμεσο δύο εξωτερικών – διεθνών αξιολογήσεων, δηλαδή περίπου κάθε τέσσερα έτη.
Αυτό διότι, εφόσον η αυτο-αξιολόγηση γίνεται κάθε δύο έτη και η εξωτερική αξιολόγηση κάθε τέσσερα (όπως προτείνεται), κάθε δεύτερη αυτο-αξιολόγηση θα συμπίπτει με την εξωτερική αξιολόγηση, κάτι που δεν έχει κανένα νόημα (να γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια ταυτόχρονα και εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση).
ΜΕΡΟΣ Β
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΔΙΟΙΚΗΣΗ, ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Άρθρο 22
παράγραφος 2
Όσον αφορά τα όργανα διοίκησης θεωρούμε ότι πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 1514/85 για τη θεσμική εκπροσώπηση του Ερευνητικού καθώς και του Τεχνικού & Διοικητικού προσωπικού στα Δ.Σ. των ΕΚ.
Η συμμετοχή εκπροσώπων του Ερευνητικού και του Τεχνικού & Διοικητικού προσωπικού με δικαίωμα ψήφου στα Διοικητικά Συμβούλια μέσα από διαδικασίες εκλογής από το σύνολο του αντίστοιχου δυναμικού του ΕΚ είναι η μοναδική επιλογή.
Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να πεισθεί το προσωπικό των Ερευνητικών φορέων, να επενδύσει το σύνολο των επιστημονικών και επαγγελματικών δυνάμεών του στην ανάπτυξη του ΕΚ, αν δεν νοιώθει την ασφάλεια της συμμετοχής του στις αποφάσεις που καθορίζουν το μέλλον του φορέα και την αξίωση της συμβολής του, μέσω της αναγνώρισης ικανότητάς του να συμμετέχει στις αποφάσεις που αφορούν στην λειτουργία του ΕΚ.
Οι ερευνητές στους οποίους εν πολλοίς βασίζεται η επιστημονική ταυτότητα και
η οικονομική βιωσιμότητα των ΕΚ, μέσω των ανταγωνιστικών προγραμμάτων που επιτυχώς διεκδικούν, αποτελούν key stakeholders του ΕΚ και είναι απολύτως άδικος ο αποκλεισμός τους.
Όσο αφορά στην εκπροσώπηση του Τεχνικού & Διοικητικού προσωπικού, η παρουσία τους διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων και την αποφυγή πολώσεων που δημιουργεί συχνά η ελλιπής πληροφόρηση και η αίσθηση αδιαφάνειας και αποκλεισμού από τις αποφάσεις.
Άρθρο 22
παράγραφος 3
Πρέπει να διατηρηθεί η συμμετοχή των Διευθυντών των Ινστιτούτων, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις συγχωνεύσεις που θα οδηγήσουν σε γιγάντωσή των Ινστιτούτων.
Οι Διευθυντές των Ινστιτούτων πρέπει να είναι μέλη του ΔΣ του ΕΚ ώστε να έχουν έτσι την απρόσκοπτη ευθύνη για την πρόοδο του Ινστιτούτου τους και κατά συνέπεια για την πρόοδο του ΕΚ. Τυχόν αποκλεισμός τους από το ΔΣ θα πλήξει ιδιαίτερα τα διαπεριφερειακά και πολυθεματικά ΕΚ.
Περαιτέρω στοιχείο υποβάθμισης των Διευθυντών Ινστιτούτων, και κατ’ επέκταση του ρόλου των Ινστιτούτων σε ένα ΕΚ αποτελεί το ότι η εκλογή των Διευθυντών γίνεται εσωτερική υπόθεση των ΕΚ, με αποτέλεσμα οι διοικήσεις τους να καθίστανται προεδροκεντρικές.
Τα Ινστιτούτα θα πρέπει να έχουν σημαντικό ρόλο στην λειτουργία ενός ΕΚ.
Άρθρο 22
παράγραφος 5
Συμφωνούμε με την παρουσία εξωτερικών μελών στα Διοικητικά Συμβούλια των Ερευνητικών Κέντρων, τα οποία θα είναι «καταξιωμένα πρόσωπα της κοινωνίας και της οικονομίας», δίνοντας έμφαση -εκεί όπου αυτό είναι εφικτό εξ αντικειμένου- στη διασύνδεση ΕΚ και παραγωγικού τομέα.
Αυτονόητο είναι ότι τα εξωτερικά μέλη οφείλουν να «επενδύσουν» στο ΔΣ ενός Κέντρου «χρόνο και κόπο» και να μην αντιμετωπίσουν τη συμμετοχή τους σε αυτό ως πάρεργο, ή άλλως πως.
Θα πρέπει να υπάρξουν αυστηρές και σαφείς προδιαγραφές όσον αφορά τη φυσιογνωμία («διακεκριμένοι» και άλλα ανάλογα επίθετα δεν σημαίνουν τίποτα συγκεκριμένο) και το ρόλο / υποχρεώσεις των μελών αυτών.
Άρθρο 24
παράγραφος 3
Στα προσόντα του Γενικού Διευθυντή θα πρέπει να συμπεριληφθεί και πρόβλεψη ότι η κατοχή μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών και η προϋπηρεσία σε ερευνητικά κέντρα αποτελούν κριτήρια επιλογής.
Άρθρο 24
παράγραφος 5
Θα πρέπει να αφαιρεθεί η αρμοδιότητα από τον Γενικό Διευθυντή να «διοικεί το προσωπικό, να διαχειρίζεται προσλήψεις κλπ» αλλά απλώς να εισηγείται προς το ΔΣ θέματα που αφορούν στη «διοίκηση του προσωπικού και τη διαχείριση προσλήψεων».
Ο τρόπος διοίκησης του προσωπικού έχει άμεσες συνέπειες στην ποιότητα των αποτελεσμάτων και τα επιτεύγματα των ΕΚ και δεν πρέπει να αφεθεί στα χέρια ενός προσώπου.
Ο Γενικός Διευθυντής θα πρέπει να καταρτίζει το σχέδιο του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας «υπό την εποπτεία του προέδρου και του ΔΣ», διότι δεν μπορεί να είναι γνώστης όλων των θεμάτων που ο Κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει.
Άρθρο 26
Χρήσιμα και λειτουργικά είναι τα εσωτερικά Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων αποτελούμενα από τους συντονιστές των Τομέων και ερευνητές που θα προκύψουν από εκλογή μεταξύ του ερευνητικού προσωπικού.
Τα επιστημονικά αυτά συμβούλια θα αντικαταστήσουν τα Επιστημονικά Γνωμοδοτικά Συμβούλια Ινστιτούτων που λειτουργούσαν μέχρι σήμερα.
Τα συμβούλια αυτά θα έχουν ουσιαστικό και αποφασιστικό ρόλο καθώς θα συνδιαλέγονται με το Διευθυντή σχετικά με τον επιστημονικό προγραμματισμό του Ινστιτούτου, την εξέλιξη των προγραμμάτων έρευνας και την αναζήτηση πόρων για τη λειτουργία του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Άρθρο 27
παράγραφος 2 εδάφιο α
Είναι απολύτως απαραίτητο να διασφαλίζεται η μισθοδοσία του τακτικού προσωπικού των ΕΚ μέσω της τακτικής επιχορήγησης.
Πρέπει να αναφέρεται ότι η τακτική επιχορήγηση οφείλει να καλύπτει το σύνολο της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού και των λειτουργικών εξόδων.
παράγραφος 2 εδάφιο νέο
Κρίνεται ότι είναι πολύ σημαντική η θεσμοθέτηση Εθνικών Συγχρηματοδοτήσεων (Matching Funds - MF) Ευρωπαϊκών ανταγωνιστικών προγραμμάτων (τις οποίες η Πολιτεία έχει δώσει ως πρόσθετες επιχορηγήσεις προς τους ερευνητικούς φορείς από το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων μέχρι το 2009).
Δεν είναι δυνατόν να εκτελεσθούν Ευρωπαϊκά Προγράμματα χωρίς Εθνικές Συγχρηματοδοτήσεις αν δεν υπάρχουν ίδιοι πόροι.
Άρθρο 28
παράγραφος 5
Στη σύνταξη των Προγραμματικών συμφωνιών αυτών θα πρέπει να έχουν θεσμοθετημένη γνώμη οι ερευνητές των Ινστιτούτων.
Άρθρο 28
παράγραφος 11 εδάφιο α
H Πρόσθετη χρηματοδότηση θα πρέπει να κατανέμεται στα ΕΚ/Ι με βάση το ερευνητικό, αναπτυξιακό και κοινωνικό τους έργο, αλλά και τα αποτελέσματα των διεθνών αξιολογήσεων που θα γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια σε κάθε ΕΚ και Ινστιτούτο.
Άρθρο 29
Πρέπει να διευκρινιστεί τι είναι τα Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας. Ποιο είναι το μέγεθός τους. Είναι ολόκληρα ΕΚ και ΑΕΙ; Ή Ινστιτούτα EK και Τμήματα AEI; Ή ερευνητικές ομάδες και Τομείς; Ή όλα τα προηγούμενα.
παράγραφος 2
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει ο φορέας αξιολόγησης και ο φορέας χρηματοδότησης να είναι ξεχωριστοί φορείς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Άρθρο 30
παράγραφος νέα
Στις μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα της εξέλιξης των Ερευνητών Δ σε ανώτερη βαθμίδα.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΓΓΕΤ, το ποσοστό των ερευνητών Δ στα ΕΚ, στις αρχές του 2011, ήταν 8%, ενώ σε αρκετά ΕΚ η βαθμίδα αυτή έχει σχεδόν εκλείψει.
Άρθρο 31
παράγραφος 8
Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η μισθολογική ισοτιμία Ερευνητών με τα μέλη ΔΕΠ όπως προβλεπόταν από το ν. 1514/1985, από τη στιγμή που τα προσόντα των Ερευνητών και μελών ΔΕΠ είναι σε πλήρη αντιστοιχία και οι προσλήψεις και εξελίξεις πραγματοποιούνται με ανάλογες διαδικασίες.
Η μη μισθολογική εξίσωση με τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ οδηγεί σε υποβάθμιση του θεσμού του Ερευνητή, σε αδυναμία προσέλκυσης αξιόλογων επιστημόνων αλλά και σε αδυναμία παραμονής των ήδη υπηρετούντων, σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτό που συμβαίνει στα ΕΚ του ανεπτυγμένου κόσμου.
Άρθρο 31
παράγραφος 9
Η διαδικασία παροχής και το ύψος πρόσθετων αμοιβών πρέπει να αφορά στο σύνολο του προσωπικού των ΕΚ, ως οικονομικό κίνητρο για την προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων και να καθορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό των Ερευνητικών Κέντρων.
Η προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων, η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και η επίτευξη ιδιωτικών εσόδων από παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών δεν επιτυγχάνεται μονάχα από τους Ερευνητές ενός εργαστηρίου ή μιας ερευνητικής ομάδας. Χωρίς την επίπονη προσπάθεια και την ουσιαστική συμβολή όλου του προσωπικού ενός εργαστηρίου ή μιας ερευνητικής ομάδας τίποτε δεν θα ήταν εφικτό.
Προτείνουμε το παρακάτω κείμενο (όπως είχε παρουσιαστεί στα περισσότερα σχέδια Νόμου που «διέρρευσαν» στο παρελθόν) σαν αντικατάσταση της παρούσας παραγράφου.
«Ενθαρρύνεται η δημιουργία κινήτρων για το προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων με στόχο την προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων, την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και την επίτευξη ιδιωτικών εσόδων από παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι προβλεπόμενες από το άρθρο 36 §2 του Ν.3848/10 αμοιβές και η προβλεπόμενη από το άρθρο 38 του Ν. 3205/03 αμοιβή αποδοτικότητας, και άλλες αμοιβές που προέρχονται από ιδιωτικά έσοδα ή από τη συμμετοχή σε διεθνή ερευνητικά προγράμματα, εκτός κρατικού προϋπολογισμού, χορηγούνται με αποφάσεις του Δ.Σ. σε ερευνητές και μέλη του προσωπικού ερευνητικών φορέων που συντελούν στην προσέλκυση τέτοιων εσόδων και στην υλοποίηση των αντίστοιχων έργων ή πρωτοβουλιών σύνδεσης έρευνας με την παραγωγή. Η διαδικασία παροχής αυτών των αμοιβών καθορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Φορέα και παρουσιάζονται στην προγραμματική συμφωνία.»
Άρθρο 31
παράγραφος νέα
Δεν υπάρχει καμία αναφορά στις Ερευνητικές Άδειες ενώ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σταδιοδρομίας ενός ερευνητή.
Θα πρέπει να θεσμοθετηθούν κατ’ αναλογία του ν. 4009/2011.
Άρθρο Νέο
Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η διατήρηση των θέσεων Μεταπτυχιακών Υποτρόφων και Μεταδιδακτορικών συνεργατών, με τριετή ή τετραετή θητεία, με ανοικτή προκήρυξη και επιστημονική διαδικασία κρίσης, όμοια με των ερευνητών, όπως αυτές προβλέπονταν στο ν. 1514/1985, αλλά και στο ν. 3653/2008.
Οι Μεταπτυχιακοί Υπότροφοι αποτελούν κρίσιμη και ουσιαστική πηγή ανανέωσης και διάχυσης της επιστημονικής γνώσης στα ΕΚ.
Άρθρο 33
παράγραφος 1
Θα πρέπει να θεσμοθετηθούν θέσεις Επιστημονικού Προσωπικού Υψηλής Εξειδίκευσης (ΕΠΥΕ).
Στα ΕΚ/Ι υπηρετεί μεγάλος αριθμός προσωπικού με υψηλά τυπικά προσόντα (Μεταπτυχιακούς και Διδακτορικούς τίτλους σπουδών) και υψηλή εξειδίκευση και μακροχρόνια εμπειρία σε συγκεκριμένα επιστημονικά και τεχνολογικά αντικείμενα.
Αποτελεί στοιχειώδες ζήτημα αξίωσης του προσωπικού αυτού η θεσμοθέτηση θέσεων Επιστημονικού Προσωπικού Υψηλής Εξειδίκευσης κατ’ αναλογία της πρόνοιας του ν.1514/85.
Άρθρο 33
παράγραφος 2
Ως προς τον τρόπο στελέχωσης των Ερευνητικών Κέντρων με Επιστημονικό, Τεχνικό, Διοικητικό και Βοηθητικό προσωπικό προτείνεται να ισχύσουν οι προβλέψεις του άρθρου 4 του Ν. 2919/2001.
Τα Ερευνητικά Κέντρα πρέπει να έχουν την ευελιξία επιλογής και την δυνατότητα ταχείας κάλυψης αναγκών, για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα με εντελώς ειδικευμένο προσωπικό, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες απαιτήσεις των Ευρωπαϊκών και Διεθνών ανταγωνιστικών προγραμμάτων και διμερών συμβάσεων, φυσικά πάντοτε τηρώντας τους απαιτούμενους κανόνες ανταγωνισμού και διαφάνειας.
Για το Δ.Σ. της Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Ι.Ι.Δ.
Πετράκης Αριστείδης Πρόεδρος
Σοφατζίδη Χριστίνα Γενικός Γραμματέας
ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Η δημιουργία σε Ενιαίο Ερευνητικού χώρου με κόμβο ενός φορέα , στην προκειμένη περίπτωση της Γ.Γ.Ε.Τ. του Υπουργείου Παιδείας , είναι ένα θετικό στοιχείο ως προς την οργάνωση της Κεντρικής Διοίκησης για τον προγραμματισμό στόχων του κράτους . Πιστεύω πώς εκτός από τα Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας , που, για λόγους Εθνικής Στρατηγικής και Ασφάλειας που θα πρέπει να έχουν Ερευνητικά Προγράμματα με δική τους εποπτεία όλα , τα άλλα υπουργεία μπορεί να έχουν καλύτερη αποτελεσματικότητα διαχειρίζοντας ή αξιοποιώντας αποτελέσματα έρευνας δια μέσου της Γ.Γ.Ε.Τ. χωρίς , να έχουν επιφόρτιση οργάνωσης και χρόνο εποπτείας διαφόρων Κέντρων Έρευνας .
ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΕ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Οργάνωση Εργαστηρίων των Ερευνητικών Κέντρων και των Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι. .
Κάθε κέντρο έρευνας και σχολή των Α.Ε.Ι. – Τ.Ε.Ι. πρέπει να διαθέτει κατάσταση του διαθέσιμου εργαστηριακού εξοπλισμού σε πειραματικές συσκευές ανά εργαστήριο ώστε να υπάρχει κάλυψη αναγκών χρήσης από άλλους για την εφαρμογή κάποιου πειράματος . Καθώς επίσης συνεργασία μεταξύ του ανθρώπινου δυναμικού των εργαστηρίων για την αποτελεσματικότερη λειτουργίας τους. – Η διεπιστημονική συνεργασία είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ως προς την οργάνωση και σύνθεση διαφορετικών ειδικοτήτων για να επιτευχθεί έργο . Πρέπει να αρχίσει από τα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα εφαρμόζοντας διατμηματική συνεργασία μεταξύ Σχολών σε σύνθετα θέματα πτυχιακών , διπλωματικών εργασιών , ώστε να εμπεδωθεί στον νέο η συνεργασία σε διαφορετικά αντικείμενα και κατανόηση ύπαρξη ομάδας για την επίλυση προβλημάτων επιτυγχάνοντας κοινούς στόχους . Σας αναφέρω ενδεικτικά μια πρότασή μου πριν από δώδεκα χρόνια περίπου προς το Τ.Ε.Ι. Λάρισας σχετικά με αυτό το θέμα : Πρόταση ,10-06-1999,[-(Στον εργασιακό χώρο (ακόμη και στο κοινωνικό περιβάλλον) θεωρείται προσόν η δυνατότητα για συνεργασία , προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια σύνθετη πραγματικότητα . Για αυτό χρειάζεται να καλλιεργηθεί η διεπιστημονικότητα και το πνεύμα της ομάδας . Για το λόγο αυτό θα πρέπει να επιλέγονται και να ανατίθενται σύνθετα θέματα πτυχιακής εργασίας στους σπουδαστές μεταξύ Σχολών και Τμημάτων , με σκοπό τη διεύρυνση της συνεργασίας ,την κατανόηση και προσέγγιση διαφορετικού αντικειμένου σπουδών . Πρέπει το σχολείο να κατευθύνει τους σπουδαστές προς αυτή τη διατμηματική συνεργασία , έτσι ώστε αυτοί να αντιλαμβάνονται πως αντιμετωπίζονται και επιλύονται σύνθετα προβλήματα) – ] .
Η μάζα ερευνητικού δυναμικού μπορεί να δημιουργηθεί : α) – αρχικά , από τον κύκλο σπουδών μέσα από ανοιχτά και οργανωμένα εργαστήρια των Α.Ε.Ι./Τ.Ε.Ι.,(ανοιχτά εννοώ να λειτουργούν συστηματικά , με επιτρεπτό αριθμό φοιτητών , με κανόνες λειτουργίας ασφάλειας και με καταρτισμένο τεχνικό προσωπικό). Διότι όταν ο νέος , φοιτητής εξασκείται συστηματικά στα εργαστήρια με εφαρμογές πειραμάτων , αποκτά ενδιαφέρον βλέποντας αποτελέσματα πράξης . Επίσης όπως αναφέρθηκε πιο πάνω , διατμηματική συνεργασία π.χ. μια μηχανολογική εφαρμογή , όπως ο κλιματισμός , η γνώση της ιατρικής πλευράς το πώς συμπεριφέρεται ο ανθρώπινος οργανισμός και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει από τα ρεύματα αέρα κατά την εναλλαγή θερμοκρασίας που δημιουργείται από τις κλιματιστικές μηχανές στο εσωτερικό περιβάλλον είναι χρήσιμη για τη σωστή κατασκευή ή εγκατάσταση . Επίσης , αντίστροφα πως μπορεί να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά ή να κατασκευαστεί μια ιατρική συσκευή με τη συνεργασία ιατρού και μηχανικού.
β) Από την ανοιχτή κινητικότητα των ερευνητών , υποψήφιων ερευνητών , φοιτητών που θα προέρχονται από διαφορετικούς χώρους εργασίας σπουδών και διαφορετικού αντικειμένου , (όπως αναφέρεται η δυνατότητα αυτή , περί κινητικότητας εργατικού δυναμικού στο νέο νόμο) θα δημιουργηθεί επίσης , μια ευκαιρία εξεύρεσης δημιουργικών ανθρώπων με πείρα και γνώση , που εάν δεν έχουν τα αυξημένα τυπικά προσόντα , να προωθούνται για την απόκτησή τους , προκειμένου να εντάσσονται και στον εκπαιδευτικό τομέα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου . Έχω τη γνώμη πως οι διοικήσεις των Α.Ε.Ι./Τ.Ε.Ι. θα πρέπει να στοχεύουν προς την εξεύρεση και σε αυτού του είδους ανθρώπινο δυναμικό με αξίες και πείρα .
Θέλω να επισημάνω ότι η υψηλή τεχνολογία παράγεται δια μέσου της Γενικής Μηχανολογίας με συνδυασμό άλλων αντικειμένων γνώσης , π.χ. δεν μπορεί κάποιος να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα σε Η/Υ εάν δεν έχει υπολογιστή . Για να τον κατασκευάσει πρέπει να τον μελετήσει , να σχεδιάσει όλα τα ηλεκτρονικά , τα ηλεκτρολογικά και μηχανολογικά στοιχεία , να συνδεθούν μεταξύ τους (συναρμολογηθούν) ώστε να παραχθεί ο Υ/Η. Αυτά όμως τα στοιχεία (εξαρτήματα) , δεν μπορούν να παραχθούν εάν δεν σχεδιαστούν και κατασκευαστούν καλούπια χύτευσης και πρέσας στο μηχανουργείο από καταρτισμένους τεχνικούς . Δηλαδή η υψηλή τεχνολογία και η όποια , τεχνολογία παράγεται μέσα από κλασικές μεθόδους στην εξελισσόμενη εφαρμοσμένη πολυπλοκότητα τεχνολογικής (αυξημένο μηχανολογικό συντονισμό) οργάνωσης λειτουργίας και εξελιγμένα υλικά για επιδόσεις και ποιότητα έργου . Πρέπει να δώσουμε μεγάλο ενδιαφέρον στον τομέα αυτό , της Γενικής Μηχανολογίας σε οργάνωση , γνώση και πράξη που συμβάλει στην παραγωγή της Τεχνολογίας και την αξιοποίηση της έρευνας και την εφαρμογή καινοτόμους μεθόδους .
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΕΞΑΣΚΗΣΗΣ
Για να υπάρξει αξιοποίηση και σωστή διαχείριση του εξοπλισμού των εργαστηρίων προς απόδοση έργου θα πρέπει , να έχουν εκτός από υποδομές και τον εξοπλισμό , σωστή οργάνωση κυρίως σε καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό με τεχνικούς έρευνας και εργαστηρίου που να υποστηρίζει την πειραματική διαδικασία , να παρέχει τεχνογνωσία εφαρμογών , την χρήση και κατασκευή πειραματικών συσκευών / μηχανών , την ετοιμότητα να χρησιμοποιούνται από τους ερευνητές , φοιτητές και εξωτερικούς χρήστες . Γι΄ αυτό πρέπει να δοθεί έμφαση στην οργάνωση αυτού του προσωπικού , Τεχνικό Έρευνας και Εξάσκησης τόσο , στα εργαστήρια των Α.Ε.Ι./Τ.Ε.Ι. όσο , και στα Ερευνητικά Κέντρα , όπως : Τεχνικό Διευθυντή ή Προϊστάμενο λειτουργίας εργαστηρίων , επίσης κατηγορίες τεχνικών ανάλογα με το αντικείμενο , τις γνώσεις ,την εμπειρία και πείρα όπως , τεχνικός εργαστηρίων έρευνας – ειδικός τεχνικός – αρχιτεχνικός – τεχνικός εργαστηρίου .
Αρμοδιότητες Τεχνικού Διευθυντή ή Προϊσταμένου λειτουργίας των εργαστηρίων :
1)Να έχει την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία των εργαστηρίων της Σχολής ή του Ερευνητικού Κέντρου . Την συνεργασία και συντονισμό του τεχνικού προσωπικού έρευνας και εξάσκησης για την ετοιμότητα του εξοπλισμού στους ερευνητές – υποψήφιους ερευνητές – φοιτητές – ιδιωτικούς φορείς .
2)Να παρέχει τεχνικές πληροφορίες για την κατάσταση και επίπεδο αξιοπιστίας του εξοπλισμού και την οργάνωση των εργαστηρίων με εξειδικευμένους τεχνικούς έρευνας την οργάνωση ως προς τους κανόνες λειτουργίας για την ασφάλεια των εργαζόμενων και ασχολούμενων μέσα στο εργαστήριο , τον σχεδιασμό για αποφυγή και αντιμετώπιση καταστάσεων μόλυνσης του φυσικού περιβάλλοντος στον Γενικό Διευθυντή του ερευνητικού κέντρου ή της σχολής Α.Ε.Ι./Τ.Ε.Ι. και να συνεργάζεται για ότι χρειάζεται για τη σωστή λειτουργία των εργαστηρίων .
3)Την σύνθεση ομάδα για σχεδιασμό και κατασκευή πειραματικών συσκευών σε συνεργασία με τους ερευνητές για την επίτευξη των στόχων των πειραμάτων έρευνας από τους ερευνητές – υποψήφιους ερευνητές – ιδιώτες .
4)Να τηρεί τους κανόνες λειτουργίας του εξοπλισμού των εργαστηρίων ανάλογα με το αντικείμενό τους βάση διεθνών προτύπων , την ασφάλεια των εργαζομένων (τεχνικών – ερευνητών – φοιτητών) , την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την αξιοπιστία των πειραματικών συσκευών .
– Είναι αναποτελεσματικό λόγω , χρόνου και διαφορετικού αντικείμενο διοίκησης το να ασχολείται ο Γενικός Διευθυντής με την οργάνωση λειτουργίας των εργαστηρίων με θέματα όπως αναφέρθηκε πιο πάνω .
Αρμοδιότητες των Τεχνικών Εργαστηρίων και Έρευνας :
Στο διαδίκτυο πληκτρολογώντας τις λέξεις ή πρόταση , για αναζήτηση όπως : Laboratory Technicians ή Research Technicians ή Laboratory Research Technicians , μπορείτε να πάρετε επιπλέον πληροφορίες σχετικά με προσόντα – αντικείμενο εργασίας , ακόμα και για αποδοχές . Γιατί και αυτός ο τομέας στη χώρα μας είναι αρκετά παρεξηγημένος λόγο άγνοιας παραγωγής γνώσης και δημιουργικότητας . Υδραυλικός, είναι ο τεχνίτης που αντικαθιστά τη βρύση ή το σιφόνι στο σπίτι , Υδραυλικός, είναι και ο τεχνικός που ελέγχει , ρυθμίζει τα υδραυλικά συστήματα του αεροπλάνου , ή ρομποτικά συστήματα . Ο τεχνικός δεν είναι ο μάστορας της γειτονιάς ούτε υπάλληλος γραφείου με συγκεκριμένο αντικείμενό εργασίας . Απαιτείται αρκετός χρόνος εξάσκησης στο χώρο εργασίας παράλληλα με την εκπαιδευτική διαδικασία , για την απόκτηση επαγγελματικής πείρας και συνεχή έρευνα πληροφόρησης / ενημέρωσης για τις εξελίξεις στον τομέα του . Το μισθολόγιο του θα πρέπει να συμβαδίζει ανάλογα με το αντικείμενο της εργασία του και την απόδοση αποτελέσματος .
Ο τεχνικός διευθυντής ή προϊστάμενος και το τεχνικό προσωπικό πρέπει να είναι ταχτικό προσωπικό για να υπάρχει μια , συστηματική οργάνωση για την ετοιμότητα λειτουργίας , και αξιοπιστίας των πειραματικών συσκευών και οργάνων προκειμένου τα εργαστήρια να είναι αποδοτικά και ανοιχτά για κάθε εφαρμογή ή πληροφόρηση προς τον πολίτη .
Εμπειρογνώμονας έρευνας και τεχνολογίας :
Έχω τη γνώμη ότι ο εμπειρογνώμονας ο οποίος ασχολείται με συγκεκριμένα ζητήματα , δεν έχει την δυνατότητα να εισηγείται θέματα πολιτικής ανάπτυξης και προγραμματισμού για , έρευνα , τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία στην πολιτική ηγεσία του κάθε υπουργείου , δεδομένου ότι , ο υπουργός έχει ήδη σχέδιο ανάπτυξης εφαρμογών στον τομέα του . Δηλαδή ένας εμπειρογνώμονας με γνώση και πείρα σε συγκεκριμένα ζητήματα , θα εγκρίνει ή θα απορρίπτει θέματα προτάσεων ανάπτυξης σε τομείς που αφορούν τους πολίτες δια μέσου του υπουργείου ;
Το υπουργείο δένει την τεχνική της ανάπτυξης σύμφωνα με τις ανάγκες των πολιτών και τη λειτουργία του κράτους . Πιστεύω ότι το ποιο σημαντικό εργαλείο για κάθε υπουργείο στον τομέα του , είναι η Τράπεζα (Τομέας) Πληροφοριών Έρευνας με ομάδα διαφορετικών αντικειμένων που να επεξεργάζονται σύνθετα θέματα και να δίνονται άμεσα λύσεις ή κατεύθυνση , για την δυνατότητα χρησιμότητας γνώσης προς σχεδιασμό και επίλυση ζητημάτων του πολίτη και του κράτους . Το ερευνητικό έργο πρέπει να παρακολουθείται από τομέα ενός φορέα όπως , της Γ.Γ.Ε.Τ. και να εποπτεύεται στο χώρο εφαρμογής . Επίσης , κατά την ερευνητική διαδικασία επειδή υπάρχει σύνθεση αντικειμένων , η οργάνωση από τομέα ενός φορέα όπως είναι η Γ.Γ.Ε.Τ. είναι αποτελεσματικότερη διότι συνδέεται άμεσα με τον εκπαιδευτικό τομέα ο οποίος αποτελείται από πλήθος ανθρώπινου δυναμικού καταρτισμένο σε πολλά αντικείμενα γνώσης και μπορεί να προσφέρει τεχνογνωσία με παράλληλη διάθεση εργαστηριακού εξοπλισμού . Είναι προτιμότερο να έχουμε ερευνητές στο εργαστήριο από να επιτελούν (όταν υπάρχει πόλεμος ενισχύεται η πρώτη γραμμή) . Η χώρα μας αντιμετωπίζει σύνθετα προβλήματα που θα πρέπει να λυθούν εφαρμόζοντας μεθόδους πρώτης γραμμής . Συμβαίνει να υπάρχουν επιτροπές ερευνών σε Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που δεν γνωρίζουν όχι , το προσωπικό αλλά , ούτε τους χώρους των εργαστηρίων και το αντικείμενό τους .
Ποιο σωστό θα ήταν να υπάρχει Τομέας συγκέντρωσης και αξιοποίησης αποτελεσμάτων έρευνας σε κάθε Υπουργείο αλλά , και σε κάθε Περιφερειακή Διοίκηση αποτελούμενη από ομάδα διαφορετικών αντικειμένων γνώσεων . Τα αποτελέσματα έρευνας πρέπει να αποθηκεύονται σε Τράπεζα πληροφοριών της Γ.Γ.Ε.Τ. για διαμόρφωση προτύπων (Ε.Λ.Ο.Τ.) προς χρήση από τον πολίτη εκτός , των αποτελεσμάτων έρευνας άμεσης εφαρμογής και οικονομικής αξιοποίησης για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας . Παράδειγμα , το υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που έχει τους τομείς σχεδιασμού οικισμών , πόλεων και οδικών δικτύων θα μπορούσε να αναθέσει ερευνητικό έργο για έμμεση εφαρμογή αποτελεσμάτων γνώσης δια μέσου της Γ.Γ.Ε.Τ. ή να ζητήσει αποτελέσματα μελετών έρευνας για τον φωτισμό των δρόμων που διασχίζουν οικισμούς , χωριά ή τούνελ για την αποφυγή ατυχημάτων.
Δηλαδή: Όταν ένα αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια της νύχτας διέρχεται π.χ. από ένα χωριό , στην έξοδό του θα πρέπει η ένταση του φωτός (Lux) να μειώνεται σταδιακά , ώστε ο οδηγός του οχήματος να μην αισθάνεται απότομα το απόλυτο σκοτάδι , επειδή , το μάτι χρειάζεται κάποιο χρονικό διάστημα προσαρμογής στην όραση σε γρήγορη εναλλαγή της έντασης του φωτός . Εδώ χρειάζεται ιατρική συνεργασία με γνώση για το πώς συμπεριφέρονται τα μάτια στην γρήγορη (απότομη) αλλαγή φωτός προκειμένου , να καθορίζονται οι αποστάσεις φωτισμού με διαδοχική μείωση / αύξηση της έντασης στην εισόδου – εξόδου του οικισμού , τούνελ , περιφερικών διασταυρώσεων προς αποφυγή ατυχημάτων . Αυτή η περίπτωση μπορεί εφόσον ταχτοποιηθεί από μετρήσεις , υπολογισμούς κ.λ.π. γίνεται πρότυπο και καταχωρείται στην Τράπεζα πληροφοριών της Γ.Γ.Ε.Τ. (Ε.Λ.Ο.Τ.) και του υπουργείου , προκειμένου να έχει γνώση ένας μηχανικός για την μελέτη και εφαρμογή με αντικείμενο την σήμανση και φωτισμό των οδικών δικτύων . Αυτό μπορεί να είναι ενέργεια του συγκεκριμένου υπουργείου για τη διάθεση πληροφορίας που έχει έμμεση σχέση αποτελέσματος κοινωνικού έργου , πρόληψη ατυχήματος και απόδοση οικονομικού έργου λόγω αποφυγής κόστους τυχόν ατυχήματος . Ο εμπειρογνώμονας πως θα έκρινε το θέμα αυτό ; Θα μπορούσε επίσης παρόμοια , π.χ. μετά από έρευνα κ.λ.π. στους κεντρικούς δρόμους της πόλης να οριοθετηθεί το φάρδος του πεζοδρομίου προς αποφυγή τροχαίων ατυχημάτων . Δηλαδή: Το πεζοδρόμιο να έχει φάρδος σύμφωνα με το μέσο μεγαλύτερο μήκος των αυτοκινήτων από την πρόσοψή τους έως τα πρώτα καθίσματα . Αυτό εξυπηρετεί στην ορατότητα του οδηγού διότι όταν θέλει να εισέλθει στον κεντρικό δρόμο δεν αναγκάζεται να είναι το μισώ αυτοκίνητο κι΄ αυτός μαζί στον κυρίως δρόμο για τον έλεγχο της κυκλοφορίας έτσι , αποφεύγεται ένα τροχαίο ατύχημα και δεν εμποδίζεται η κυκλοφορία . Εάν όμως: Θέλει να κατασκευάσει ένα υδάτινο φράγμα κ.λ.π. που χρειάζεται π.χ. γεωλογική έρευνα ή ότι άλλο στοιχείο είναι απαραίτητο για την κατασκευή του έργου , αυτό είναι διαφορετικό διότι η γνώση χρειάζεται άμεσα για την εφαρμογή αυτού του έργου , και αφορά κυρίως τον τομέα του υπουργείου . Όταν ένας πολίτης π.χ. χρειαστεί πληροφορίες σχετικά με την σύνθεση ενός υλικού προκειμένου να βελτιωθεί η ικανότητά του σε μηχανική αντοχή , ή πληροφορίες μεθόδους οργάνωσης παραγωγικής διαδικασίας , θα απευθυνθεί στο χημείο του κράτους , στο υπουργείο οικονομικών ή θα πρέπει να απευθύνεται σε έναν κεντρικό φορέα με οργανωμένους τομείς έρευνας ; Η ανταγωνιστικότητα έχει σημείο αναφοράς κυρίως την ποιότητα της οργάνωσης και την γενική συμπεριφορά του ανθρώπινου δυναμικού , με αυτά τα (εργαλεία) πάμε στην αποτελεσματική λειτουργία της κοινωνίας και οικονομίας .
Το πρόβλημα στη χώρα μας είναι η οργάνωση και η κατανόηση εργαλείων εφαρμογής . Μπορεί να υπάρχουν ανακαλύψεις από συμπολίτες μας αλλά δεν κατορθώνουμε να τις υλοποιήσουμε με καλά αποτελέσματα με τα δικά μας μέσα . Αν πάμε στον τομέα της ιατρικής θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει δυσκολία να παραχθεί αποτέλεσμα , χωρίς την χρήση της τεχνολογίας ; (Πόσοι τόνοι καρπούζια πρέπει να εξαχθούν για οικονομικό αντιστάθμισμα ενός αξονικού τομογράφου;) . Στον τομέα της γεωργίας δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά τα παραγόμενα προϊόντα χωρίς την συστηματική έρευνα και την εφαρμογή της τεχνολογίας (Πόσο κοστίζει ένα συσκευαστήριο φρούτων ή η τεχνολογία τροφίμων – εμφιάλωσης , η τεχνολογία της κλωστοϋφαντουργίας) . Στον τομέα της ενέργειας θα έπρεπε να έχουμε μεγάλο απόθεμα γνώσης για την προστασία του περιβάλλοντος δια μέσου εφαρμογής εξελιγμένης τεχνολογίας και μειωμένο κόστος λειτουργίας με δική μας τεχνογνωσία λειτουργίας , ώστε ο πολίτης να έχει όφελος αλλά , και ο παραγωγικός τομέας μέρος ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας έναντι άλλων του εξωτερικού . Για παράδειγμα ανάφερα τρείς βασικούς τομείς που αν λειτουργούν αποτελεσματικά σε μια χώρα ότι και να συμβεί ο λαός της δεν θα υποφέρει απελπιστικά . Καθώς επίσης και τα πιο πάνω παραδείγματα για το διαχωρισμό έμμεσης και άμεσης εφαρμογής αποτελεσμάτων έρευνας . Πρέπει να φύγουμε από τις διαπιστώσεις , τις διεκδικήσεις σε βάρους άλλων και να πάμε στην δημιουργικότητα . Ο δημιουργός πρέπει να αισθάνεται ελεύθερα και προσγειωμένα , δηλαδή αν ένας ερευνητής βαθμού Γ΄ ή Δ΄ έχει μια έμπνευση και αποτέλεσμα έρευνας θα πρέπει να προαχθεί στο βαθμό Α΄ ή Β΄ για να έχει λόγο στην έμπνευσή του ;
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Είναι σημαντικό και απαραίτητο να αναφερθούν οι κανόνες λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων και εργαστηρίων των Α.Ε.Ι. / Τ.Ε.Ι. :
1) Κανόνες και πρότυπα λειτουργίας για την ασφάλεια των ανθρώπων που εργάζονται και ασχολούνται στο χώρο του εργαστηρίου και των εξασκούμενων φοιτητών .
2) Ανάλογα με το αντικείμενο εξάσκησης , τον βαθμό επικινδυνότητας κατά την πειραματική διαδικασία και το εμβαδόν του εργαστηρίου θα πρέπει να καθορίζεται ο επιτρεπτός μέγιστος αριθμός ατόμων (φοιτητές) κυρίως , όταν πρόκειται για εξάσκηση ή εκπαίδευση .
3) Θα πρέπει να επισημαίνεται και να καθορίζεται η ανάπτυξη των εργαστηρίων σε κατάλληλους χώρους ή τοποθεσίες για πειραματικές συσκευές που τυχόν έχουν υψηλή επικινδυνότητα με ρυπογόνους ή παράγουν επικίνδυνους ρύπους . Επίσης κανόνες διαχείρισης και αποφυγή μολύνσεων του φυσικού περιβάλλοντος από υπολείμματα και υποπροϊόντα από την εφαρμογή πειραμάτων .
Ένα γενικό σχόλιο σε ότι αφορά την αναπτυξιακή δομή της χώρας σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο . Επειδή το νομοσχέδιο αυτό έχει σχέση με την γνώση και την παραγωγή , πιστεύω πώς είναι μια ευκαιρία να αποσυμπιεστεί ο νομός Αττικής και γενικότερα η πρωτεύουσα από πληθώρα δραστηριοτήτων και υπερπληθυσμό . Γι΄ αυτό θα ήταν σωστό να υπάρξει ένα σχέδιο περιφερειακής δράσης και ανάπτυξης παραγωγής . Η Αθήνα ως πρωτεύουσα και πόλη με μεγάλη ιστορία αξίζει και πρέπει να είναι το επίκεντρο του πολιτισμού και να έχει δραστηριότητες εκτός του πολιτισμικού τομέα που πρέπει να αναδείξει ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή , μπορεί να είναι τομείς όπως η χρηματοοικονομική , η ναυτιλία , οι μεταφορές και ο τουρισμός .
Οι προβλέψεις σε αυτή την ενότητα προοιωνίζουν απλοποίηση των διαδικασιών. Σημειώνεται όμως ότι οι περιγραφές των ρόλων και αρμοδιοτήτων στην παρούσα ενότητα είναι γενικές.
1.Είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση αρμοδιοτήτων του ΕΣΕΤΕΚ με πρόβλεψη συμμετοχής και ερευνητών καθώς και ο ρόλος και ο τρόπος σύστασης και λειτουργίας των ΤΕΣ. Πως ορίζεται για παράδειγμα η κρίσιμη μάζα ερευνητικής δραστηριότητας; Η ασάφεια σε αυτό το επίπεδο μπορεί να επιφέρει αποκλεισμό συγκεκριμένων περιοχών έρευνας από το σχεδιασμό και την εφαρμογή του νόμου.
2.Ειδικότερα για τη ΓΓΕΤ, ο περιγραφόμενος ρόλος είναι κυρίως συντονιστικός και υποβαθμισμένος σε σχέση με το ΕΣΕΤΕΚ. Η ΓΓΕΤ πρέπει να διατηρήσει κεντρικό ρόλο σε αποφάσεις σχεδιασμού και διαχείρισης της έρευνας στη χώρα.
3.Σε σχέση με τους εμπειρογνώμονες ή Τμήματα Έρευνας και Καινοτομίας στα υπουργεία προκρίνεται η πρόταση 2.
Οι προβλέψεις σε αυτή την ενότητα προοιωνίζουν απλοποίηση των διαδικασιών. Σημειώνεται όμως ότι οι περιγραφές των ρόλων και αρμοδιοτήτων στην παρούσα ενότητα είναι γενικές.
1. Είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση αρμοδιοτήτων του ΕΣΕΤΕΚ με πρόβλεψη συμμετοχής και ερευνητών καθώς και ο ρόλος και ο τρόπος σύστασης και λειτουργίας των ΤΕΣ. Πως ορίζεται για παράδειγμα η κρίσιμη μάζα ερευνητικής δραστηριότητας; Η ασάφεια σε αυτό το επίπεδο μπορεί να επιφέρει αποκλεισμό συγκεκριμένων περιοχών έρευνας από το σχεδιασμό και την εφαρμογή του νόμου.
2. Ειδικότερα για τη ΓΓΕΤ, ο περιγραφόμενος ρόλος είναι κυρίως συντονιστικός και υποβαθμισμένος σε σχέση με το ΕΣΕΤΕΚ. Η ΓΓΕΤ πρέπει να διατηρήσει κεντρικό ρόλο σε αποφάσεις σχεδιασμού και διαχείρισης της έρευνας στη χώρα.
3. Σε σχέση με τους εμπειρογνώμονες ή Τμήματα Έρευνας και Καινοτομίας στα υπουργεία προκρίνεται η πρόταση 2.
Ο Σύλλογός μας διαμαρτύρεται για την ανάρτηση Σχεδίου Νόμου κατ’ άρθρο στις 29 Ιανουαρίου 2012 ενώ η διαβούλευση έληγε στις 30 Ιανουαρίου επί συνοπτικών Άρθρων, του ίδιου Σχεδίου Νόμου. Παρά την πρόθεση μας για συμμετοχή στη Διαβούλευση αυτή, θεωρούμε ότι η παράταση δεν ήταν αρκετή ώστε να εκφράσουμε εμπεριστατωμένα σχόλια μας επί του νέου κειμένου. Επομένως, με τη συμμετοχή μας, περιοριζόμαστε στο σχολιασμό των αρχικών Άρθρων με την ελπίδα ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων, γεγονός που θα εξέθετε ακόμα περισσότερο τη διαδικασία της διαβούλευσης.
Όργανα Σχεδιασμού και Εφαρμογής
1. Διϋπουργική Επιτροπή
Η Διϋπουργική Επιτροπή προβλέπεται σε όλους τους Νόμους για την Έρευνα (και όχι μόνο) αλλά δεν έχει λειτουργήσει ποτέ. Θεωρούμε σίγουρο ότι ούτε σήμερα, αυτό θα αλλάξει.
Αποτελείται από τον Πρωθυπουργό (!) και 6 Υπουργούς. Σύμφωνα με το Άρθρο, τα 7 υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα θα συντονίζουν την εθνική πολιτική στο αντικείμενο, θα εποπτεύουν την εφαρμογή του ΕΣΠΕΚ και θα θεσπίζουν τη στρατηγική κατεύθυνσης του ερευνητικού ιστού της χώρας.
Δυστυχώς, το Υπουργικό Συμβούλιο δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τα βασικά προβλήματα της χώρας και επομένως αμφισβητείται η δυνατότητά του να κάνει το ίδιο με την έρευνα (σ.σ. το οποίο συνολικά υποτιμάται ως αντικείμενο δεύτερης προτεραιότητας).
Η άποψη του Συλλόγου μας είναι ότι είναι θετικό να υπάρχει η Επιτροπή η οποία μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο των τακτικών συνεδριάσεων της αντίστοιχης Μόνιμης Επιτροπής Έρευνας της Βουλής.
2. Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας
Ομοίως προβλεπόταν διαχρονικά στους νόμους για την έρευνα. Επίσης δε λειτούργησε ποτέ εκτός από την τελευταία περίοδο οπότε του δόθηκαν υπερβολικές αρμοδιότητες.
Το κείμενο περιγράφει με περισσότερη σαφήνεια και λεπτομέρειες τις σημερινές αρμοδιότητες του ΕΣΕΤ δηλαδή με το νέο νόμο θεσμοθετείται η τοποθέτηση του ΕΣΕΤ (ή ΕΣΕΤΕΚ) σε θέση “Υφυπουργείου Έρευνας”.
Αναφέρεται ως γνωμοδοτικό και συμβουλευτικό όργανο αλλά τελικά θα λειτουργεί ως αποφασιστικό. Θα συνεργάζεται με τον εκάστοτε Υπουργό ο οποίος απλά θα αποδέχεται τις “εισηγήσεις” – γνωμοδοτήσεις.
Μια περαιτέρω απόδειξη γι’ αυτό προκύπτει από την υποστήριξή του διοικητικά από τη ΓΓΕΤ. Ένα συμβουλευτικό όργανο δεν έχει ανάγκη τέτοιας υποστήριξης, μπορεί να συνεδριάζει όσο συχνά απαιτείται και να εισηγείται τις προτάσεις του (στον εκάστοτε Υπουργό και γιατί όχι και στη ΓΓΕΤ). Αντ’ αυτού, α) είναι υπεύθυνο για την κατάρτιση του ΕΣΠΕΚ, έργο τεράστιο και πάντως όχι μιας ομάδας επιστημόνων αλλά του αρμόδιου δημόσιου φορέα, β) αποτιμά αυτό τις εκθέσεις της ΓΓΕΤ για την πορεία του, γ) δραστηριοποιείται σημαντικά σε ότι αφορά τα ερευνητικά κέντρα (προτείνει ιδρύσεις, συγχωνεύσεις, καταργήσεις Ε.Κ., εισηγείται διαδικασίες για επιλογή Προέδρων κλπ.), δ) ασχολείται με μια σειρά άλλων αρμοδιοτήτων του αρμόδιου δημόσιου φορέα όπως διεθνή συνεργασία, συνεργασία ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων. Τέλος, παρότι το κείμενο καλύπτει μια πολύ μεγάλη γκάμα αρμοδιοτήτων, το ΕΣΕΤΕΚ θα αναλαμβάνει και οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα του αναθέτει ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας.
Δηλαδή, δημιουργείται μια “Επιτροπή Σοφών” που θα τα κάνει όλα στην υπηρεσία της πολιτικής ηγεσίας (έμφαση στον πολιτικό ρόλο). Κατά την άποψή μας, αυτή η Ομάδα θα πρέπει να έχει σαφώς συμβουλευτικό ρόλο (εννοείται κανένα πολιτικό ρόλο) και μόνο σε ότι αφορά την ίδια την Επιστήμη (εισηγήσεις επιστημονικών προτεραιοτήτων, διασύνδεση επιστημονικής κοινότητας με την πολιτική ηγεσία, προτάσεις μεταφοράς τεχνογνωσίας από το εξωτερικό κλπ.).
Τέλος, σημειώνουμε 2-3 επιμέρους σχόλια:
– Στο κείμενο αναφέρεται ότι αριθμός των μελών θα φτάνει τους 15 “πρόσωπα” (προσοχή όχι απαραίτητα επιστήμονες) διεθνούς κύρους. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην επαφή με την ελληνική πραγματικότητα – αν όχι για όλα – για τα περισσότερα από αυτά. Σήμερα το ΕΣΕΤ αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από “πρόσωπα” του εξωτερικού.
– Δεν αναφέρεται λήξη της θητείας των μελών. Υπάρχει πολιτική βούληση να είναι ισόβιοι;
– Στο βαθμό που δε γίνεται ακόμα πιο σύνθετη η προτεινόμενη ήδη σύνθετη δομή του Νόμου στο αντικείμενο: “συμβουλευτικά” όργανα σχεδιασμού, η θεσμοθέτηση των ΤΕΣ κρίνεται θετικά.
– Εντύπωση προκάλεσε η θεσμοθέτηση της διαδικασίας επιλογής Προέδρου του ΕΣΕΤΕΚ με απλή εισήγηση του Υπουργού Παιδείας χωρίς υποχρεωτική ακρόαση των υποψηφίων.
3. Υπουργείο Παιδείας δια της ΓΓΕΤ
Κατ’ αρχήν, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια συζήτηση σχετικά με το Υπουργείο στο οποίο θα πρέπει να ανήκει το αντικείμενο της έρευνας και της καινοτομίας. Έχει, νομίζουμε, σημασία να αναφερθεί ότι το πρώτο Σχέδιο Νόμου που τέθηκε σε διαβούλευση το 2006 αλλά και οι προεκλογικές εξαγγελίες του προηγούμενου κυβερνητικού κόμματος το 2007 (σ.σ. τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας) πρότειναν για την έρευνα δημιουργία Υφυπουργείου ή Υπουργείου (αντίστοιχα). Υπενθυμίζουμε ότι για μικρό χρονικό διάστημα, είχε δημιουργηθεί Υπουργείο Έρευνας τη δεκαετία του 80 οπότε και δόθηκε η μέγιστη υποστήριξη στον αναπτυξιακό ρόλο της έρευνας. Αυτή είναι η άποψη του Συλλόγου μας παρότι είναι φανερό ότι η πολιτική ηγεσία δεν προτίθεται να κάνει τόσο πρωτοποριακά βήματα.
Επίσης, ο Σύλλογός μας έχει εκφραστεί επανειλημμένως υπέρ της ένταξης της έρευνας και της καινοτομίας σε ένα αναπτυξιακό Υπουργείο (ανήκε σε εκείνο της Ανάπτυξης έως το 2009) ακριβώς λόγω της αναπτυξιακής υφής του αντικειμένου της.
Παρ’ όλα αυτά, το κείμενο επιβεβαιώνει τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας να παραμείνει τουλάχιστον η έρευνα στο Υπουργείο Παιδείας και επομένως τα σχόλια του Συλλόγου μας θα εστιαστούν σε αυτήν την προοπτική.
Ακριβώς όπως αναφέρεται και στο κείμενο, η ΓΓΕΤ αποτελεί τον αρμόδιο φορέα για την υλοποίηση της πολιτικής για την ΕΤΑΚ και την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της. Πρόκειται για ένα φορέα – παράδειγμα προς μίμηση στο παρελθόν με σημαντικά αποτελέσματα στο χώρο ευθύνης του (σχεδιασμός και διαχείριση έρευνας, Προκηρύξεις, απορρόφηση κονδυλίων κλπ.). Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, η Υπηρεσία έχει απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό, κυρίως από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και τις μεθοδολογίες διοίκησης αλλά και σε επίπεδο ελλιπούς στελέχωσης. Παρ’ όλα αυτά, η συσσωρευμένη εμπειρία στο μεγάλο ποσοστό εργαζομένων σε αυτήν, επιχειρηματολογεί και σήμερα για την αναγκαιότητα ενίσχυσής της. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι, μετά τη μη εφαρμογή του προηγούμενου Νόμου για την Έρευνα (2008), ο νέος Νόμος μπορεί να δώσει ξανά στη ΓΓΕΤ τη δυνατότητα όχι μόνο να συνεχίσει το έργο της αλλά να βελτιωθεί σημαντικά και να αποτελέσει ένα σύγχρονο δημόσιο φορέα σχεδιασμού, παρακολούθησης και διαχείρισης της ΕΤΑΚ.
Ο παραπάνω στόχος μπορεί να επιτευχθεί απαραίτητα μέσω της πρόβλεψης στο νέο Νόμο για α) επαρκή στελέχωση της Υπηρεσίας και β) θεσμοθέτηση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων.
Η στελέχωση θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα διατήρησης της παρούσας πολυετούς εμπειρίας στο αντικείμενο μέσω της ένταξης όλων των σημερινών εργαζομένων στην Υπηρεσία (μέσω Μεταβατικής Διάταξης στο Νόμο) αλλά και πρόσληψης νέων υπαλλήλων με προσόντα. Γενικότερα, πιστεύουμε ότι τα θέματα στελέχωσης πρέπει να απασχολήσουν το Νόμο ειδάλλως δεν υπάρχει νόημα στη θεσμοθέτηση πολλών και σημαντικών αρμοδιοτήτων για τη ΓΓΕΤ.
Σε ότι αφορά τις αρμοδιότητες που αναφέρονται για τη ΓΓΕΤ, ελπίζουμε να εκφράζουν τη βούληση για ενίσχυσή της. Ουσιαστικά, πρόκειται για τις ήδη υπάρχουσες αρμοδιότητες με μια επικαιροποίηση ως προς άλλες προβλέψεις του Νόμου ή τις σύγχρονες απαιτήσεις. Αρχικά, κρίνεται ως θετικό σημείο ότι διατηρούνται αρμοδιότητες όπως: προκήρυξη, παρακολούθηση και αποτίμηση προγραμμάτων, εποπτεία και αξιολόγηση ερευνητικών κέντρων, διεθνής συνεργασία, παρακολούθηση δεικτών ΕΤΑΚ αν και αυτό θα μπορούσε να εκφράζεται σαφέστερα στο κείμενο. Αντίστοιχα θετικά είναι τα σημεία μέσω των οποίων η ΓΓΕΤ αναλαμβάνει αρμοδιότητες στήριξης του προτεινόμενου πλαισίου όπως: η μέριμνα για τη διαδικασία αξιολόγησης προτάσεων, ο συντονισμός των Υπουργείων, οι προγραμματικές συμφωνίες με τα Ε.Κ.
Αντίθετα, κατά τη γνώμη του Συλλόγου μας, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα παρακάτω σημεία:
– Μια ενισχυμένη ΓΓΕΤ μπορεί να καλύψει πλήρως τα μέτρα πολιτικής ΕΤΑΚ και τις αντίστοιχες Προκηρύξεις και επομένως δεν υπάρχει ανάγκη μετάβασης των αρμοδιοτήτων αυτών σε άλλους φορείς.
– Στο κείμενο αναφέρεται ότι η ΓΓΕΤ θα παρακολουθεί το ΕΣΠΕΚ και θα καταρτίζει ετήσια έκθεση ή, ακόμη χειρότερα, θα υποστηρίζει το ΕΣΕΤΕΚ στην κατάρτισή του. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζεται ότι το ΕΣΠΕΚ και γενικά ο σχεδιασμός της έρευνας θα υλοποιείται από ένα γνωμοδοτικό όργανο και όχι από τον αρμόδιο δημόσιο φορέα. Ο Σύλλογός μας προτείνει να καθοριστεί σαφώς ο κύριος ρόλος της ΓΓΕΤ στο σχεδιασμό της ΕΤΑΚ και του ΕΣΠΕΚ και αντίστοιχα να καθορίζεται σαφώς ο υποστηρικτικός ρόλος του ΕΣΕΤΕΚ.
4. Εμπειρογνώμονας ή Τμήμα Έρευνας & Καινοτομίας στα Υπουργεία
Ως βασικό – θετικό – σημείο κριτικής, πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελεί προσφορά του προτεινόμενου Νόμου η διασύνδεση και ο συντονισμός της ΓΓΕΤ με τα υπόλοιπα Υπουργεία που έχουν στις αρμοδιότητες τους ερευνητικά έργα. Πρόκειται για μια ανάγκη του συστήματος διαχείρισης έρευνας στην Ελλάδα.
Και σε αυτό το σημείο, κρίνεται ως σημαντική η ενίσχυση της ΓΓΕΤ ως του αρμόδιου συντονιστικού οργάνου. Στο κείμενο προτείνονται δύο ιδέες: α) να οριστεί ένα πρόσωπο με προσόντα ανά Υπουργείο το οποίο θα αποσπαστεί στη ΓΓΕΤ αλλά θα εδρεύει στο Υπουργείο και β) να δημιουργηθεί ανάλογο Τμήμα ΕΤΑΚ στο εκάστοτε Υπουργείο.
Δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες είναι ακριβώς οι ίδιες, προτείνουμε τη δεύτερη λύση επειδή με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα εμπειρίας των στελεχών του εκάστοτε Υπουργείου. Αντίθετα, αν υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο, η παραπάνω πολύτιμη εμπειρία προσωποποιείται και χάνει την προστιθέμενη αξία της.
Τέλος, στο κείμενο υπάρχει μια ανακολουθία: Ενώ στην πρόταση 1, ο Εμπειρογνώμονας είναι στέλεχος του στενού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα με προσόντα και εμπειρία στο αντικείμενο του Υπουργείου, δε συμβαίνει το ίδιο και για τα στελέχη του ανάλογου Τμήματος (πρόταση 2) όπου μπορούν να είναι Καθηγητές ΑΕΙ ή και ερευνητές. Για τον παραπάνω λόγο ότι και στον – ανεφάρμοστο – προηγούμενο Νόμο, υπήρχε η εσφαλμένη και ανεφάρμοστη ουσιαστικά πρόβλεψη θέσεων για Καθηγητές ΑΕΙ κλπ., προτείνουμε και για την πρόταση 2, τα μέλη του προτεινόμενου Τμήματος να είναι στελέχη του στενού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα με προτεραιότητα στους υπαλλήλους του Υπουργείου.
Έχουμε επισημάνει στο πλαίσιο της Διαβούλευσης για την «Αναδιάρθρωση του Ερευνητικού Ιστού» ότι ήδη η Α΄Φάση της αναδιάθρωσης αυτής συνεπάγεται μια νέα υποβάθμιση της κοινωνικής έρευνας – μέσω της μετατροπής του ΕΚΚΕ σε Ινστιτούτο και τον εξοβελισμό των κοινωνικών επιστημών από τους ερευνητικούς θεσμούς.
Με αφορμή την ανάρτηση νέου υλικού («Σχέδιο Νόμου») στη παρούσα Διαβούλευση, που έχει αυτή τη φορά την τυπική μορφή νόμου, επανερχόμαστε για να επισημάνουμε συμπληρωματικά τα εξής:
1. Η Διαβούλευση επί σχεδίων νόμου αποσπασματικών και μη ολοκληρωμένων πλήττει το διάλογο με την ερευνητική κοινότητα
• Το νέο υλικό – «Σχέδιο Νόμου» είναι πανομοιότυπο με αυτό που διέρρευσε το Νοέμβριο του 2011 (εκδοχή 16/11/2011). Γεννιέται το ερώτημα γιατί το Υπουργείο επέλεξε να αναρτήσει στη Διαβούλευση (ημερομηνία ανάρτησης 05 Ιανουαρίου 2012) αντί του Σχεδίου Νόμου – το οποίο ήταν ήδη έτοιμο από τις 5 Ιανουαρίου 2012 (όπως προκύπτει από τον τίτλο του αρχείου) – ένα κείμενο συγγενές, μη ολοκληρωμένο και το οποίο δεν έχει τη μορφή νόμου.
• Οι επαναλαμβανόμενες ασάφειες και αναντιστοιχίες αρχικών ορισμών και προβλεπομένων διατάξεων δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχει αποτυπωθεί η όλη σύλληψη στο «σχέδιο Νόμου», ούτε και έχει ολοκληρωθεί νομοτεχνικά η προετοιμασία του.
2. Το πεδίο εφαρμογής του «Σχεδίου Νόμου» ως προς τα «Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα που εποπτεύονται από την ΓΓΕΤ …» είναι ασαφές.
• Το άρθρο 3 προβλέπει ότι « … οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στα Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα τα οποία εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ».
Το «Σχέδιο Νόμου» δεν κατονομάζει τα Κέντρα και Ινστιτούτα που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ. Επομένως η εφαρμογή του μελλοντικού νόμου θα γίνει επί ενός ασαφούς ερευνητικού τοπίου.
3. Υποδηλώνεται η μελλοντική νομική μορφή των Ερευνητικών Κέντρων
• στο άρθρο 1 ως Ερευνητικό Κέντρο ορίζεται «δημόσιο νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα …».
• στο άρθρο 19, παρ. 1, εδάφιο 1, επαναλαμβάνεται ότι τα Ερευνητικά Κέντρα είναι «δημόσια νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα …».
• στο άρθρο 27, παρ. 6 «τα ερευνητικά κέντρα ως ΝΠΙΔ»,
Ενώ δεν δηλώνεται με σαφήνεια η νομική μορφή έχουν τα Ερευνητικά Κέντρα της χώρας και κατ΄επέκταση ποια νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν Ερευνητικά Κέντρα της χώρας, ωστόσο η νομική αυτή μορφή υποδηλώνεται όταν γίνεται λόγος για τους πόρους των ερευνητικών κέντρων.
4. Δεν δηλώνεται με σαφήνεια ποια είναι τα Ερευνητικά Κέντρα που τελούν υπό κρατική εποπτεία.
• Στον ορισμό του Ερευνητικού Κέντρου του άρθρου 1 δεν γίνεται διάκριση μεταξύ Ερευνητικών Κέντρων που τελούν υπό «κρατική εποπτεία» και άλλων που δεν τελούν υπό τέτοια εποπτεία, ούτε αποσαφηνίζεται τι είναι η «κρατική εποπτεία».
• Το άρθρο 19 αναφέρεται στα Ερευνητικά Κέντρα που τελούν υπό «κρατική εποπτεία» χωρίς να ορίζει ποια είναι αυτά.
• Το «Σχέδιο Νόμου» σιωπά σε ό,τι αφορά τα εθνικά ερευνητικά κέντρα που έχουν σήμερα τη νομική μορφή του ΝΠΔΔ.
Το «Σχέδιο νόμου» εξουσιοδοτεί ένα νέο νόμο που θα απαντήσει στο ερώτημα ποια είναι τα Ερευνητικά Κέντρα που τελούν υπό «κρατική εποπτεία», αφήνοντας έτσι μετέωρα τα υφιστάμενα Ερευνητικά Κέντρα ως προς την ίδια τους την ύπαρξη αλλά και τη μελλοντική τους νομική μορφή (ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ).
5. Η υποκρυπτόμενη κατάργηση του ΕΚΚΕ γίνεται μέσω της μετατροπής του σε ένα και μόνον Ινστιτούτο, το επονομαζόμενο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών.
• Το άρθρο 19, παρ. 3 του «Σχεδίου Νόμου» (νέο υλικό) στο δεύτερο εδάφιο αναφέρει με σαφήνεια ότι « τα Κέντρα απαρτίζονται από Ερευνητικά Ινστιτούτα με αντικείμενο την παραγωγή γνώσης και την ανάπτυξη εφαρμογών».
• Το άρθρο 25, παρ. 1 αναφέρει ότι «τα Ερευνητικά Κέντρα διαθρώνονται σε ινστιτούτα» και αυτά «αποτελούν μονάδες των Ερευνητικών Κέντρων».
Είναι φανερό ότι ένα Ινστιτούτο δεν συνιστά Κέντρο. Μέσω της προτεινόμενης συγχώνευσης των τριών ενεργών Ινστιτούτων του ΕΚΚΕ υποκρύπτεται η κατάργηση του ΕΚΚΕ. Διότι δεν είναι κατανοητό ποιο το νόημα της σύστασης – ίδρυσης, με βάση τη διαδικασία της παρ. 1 του άρθρου 19, Ερευνητικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών με ένα μόνον Ινστιτούτο.
6. Δεν είναι σαφές τι νομική μορφή θα έχει το προτεινόμενο νέο Ινστιτούτο: θα αποτελέσει ένα νέο ΝΠΔΔ ή θα συσταθεί ως ΝΠΙΔ
• Το «Σχέδιο Νόμου» σιωπά ως προς τα είδη των Ινστιτούτων και το νομικό τους καθεστώς.
Στην περίπτωση κατά την οποία το νέο Ινστιτούτο θα συσταθεί ως ΝΠΙΔ οδηγούμαστε σε μία πολιτική επιλογή που οδηγεί στη μετατροπή της κοινωνικής έρευνας από δημόσιο αγαθό σε προϊόν που υπόκειται στους νόμους της αγοράς.
7. Η νομική διαδικασία κατάργησης του ΕΚΚΕ είναι άγνωστον αν σχετίζεται με την μελλοντική εφαρμογή του παρόντος «Σχεδίου Νόμου» σε περίπτωσαη που αυτό αποτελούσε την τελική μορφή ενός νόμου.
• Το άρθρο 19, παρ. 4 αναφέρει ότι «είναι δυνατόν να ενοποιούνται, χωρίζονται, μεταφέρονται (ολικά ή μερικά), μετατρέπονται και να καταργούνται Ερευνητικά Κέντρα και ινστιτούτα και να ρυθμίζονται οι μεταξύ τους σχέσεις»
Δεν είναι φανερό αν η υποκρυπτόμενη κατάργηση του ΕΚΚΕ σχεδιάζεται να γίνει με βάση την παρ. 4 του άρθρου 19 του ιδίου σχεδίου νόμου ή με συνοπτικές διαδικασίες που εκφεύγουν του ελέγχου της Βουλής όπως με Προεδρικά Διάταγματα, ή ακόμα και με Υπουργικές Αποφάσεις. Ένα τόσο σοβαρό θέμα της έρευνας – όπως είναι η κατάργηση του μοναδικού ερευνητικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών της χώρας – δεν είναι νοητό να μην υποβάλλεται σε δημόσια συζήτηση στη Βουλή. Οποιεσδήποτε άλλες επιλογές κινδυνεύουν να καταλύσουν τα υπάρχοντα θεσμικά αντίβαρα (διαδικασία ψήφισης Νόμου και συζήτηση στη Βουλή) και εν τέλει να στηρίζονται αποκλειστικώς στις αντιλήψεις της κας Υπουργού.
8. Η τύχη του «αυθύπαρκτου» νέου Ινστιτούτου εναπόκειται στην μελλοντική βούληση ενός άγνωστου νομοθέτη.
• Το άρθρο 19, παρ. 4 αναφέρει ότι «είναι δυνατόν να ενοποιούνται, χωρίζονται, μεταφέρονται (ολικά ή μερικά), μετατρέπονται και να καταργούνται Ερευνητικά Κέντρα και ινστιτούτα και να ρυθμίζονται οι μεταξύ τους σχέσεις»
Με τα προτεινόμενα δεν προκύπτει αν το νέο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών – προιόν της ενοποίησης σύμφωνα με το παρόν «Σχέδιο Νόμου» ή αποτέλεσμα της συγχώνευσης σύμφωνα με την πρόταση «Αναδιάρθρωσης του Ερευνητικου Ιστού» – θα παραμείνει «αυθύπαρκτο Ινστιτούτο» ή αν θα μεταφερθεί κάπου αλλού, άγνωστον πότε, που και πως.
9. Η τύχη του «αυθύπαρκτου» νέου Ινστιτούτου είναι άρρηκτα δεμένη με τη διαμόρφωση του ΕΣΠΕΚ
• Στο άρθρο 41, παρ. 4Α, στο ΕΣΠΕΚ, «καθορίζονται …. οι στρατηγικοί στόχοι και προτεραιότητες πολιτικής για την έρευνα, … , οι οποίοι προσανατολίζονται σε συγκεκριμένους τομείς προτεραιότητας η/και σε οριζόντιους άξονες της ΕΤΑΚ..»
Λόγω του ότι είναι άγνωστη η θέση που θα δοθεί στην κοινωνική έρευνα και στις κοινωνικές επιστήμες εντός του ΕΣΠΕΚ ουσιαστικά το προτεινόμενο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών παραμένει και πάλι μετέωρο ως προς τις ερευνητικές του προοπτικές.
10. Η απώλεια του κρίσιμου στελεχιακού δυναμικού του Κέντρου μέσω της κατάργησης της μονιμότητας των ερευνητών Α΄και Β΄ βαθμίδας.
• στο άρθρο 31 παρ. 4 του Σχεδίου Νόμου αναφέρεται ότι «οι ερευνητές Α΄και Β΄ Βαθμίδας προσλαμβάνονται με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου»
• στο άρθρο 31 παρ. 9 αναφέρεται ότι «ενθαρρύνεται η παροχή οικονομικών κινήτρων για το προσωπικό των ερευνητικών κέντρων με στόχο την προσέλκυση των εξωτερικών χρηματοδοτήσεων».
Όσα προτείνονται:
α) πλήττουν το εργασιακό καθεστώς των ερευνητών, εφόσον το μετατρέπουν σε καθεστώς επισφάλειας και ανασφάλειας, εξαρτώμενο από τις σχέσεις τους με τις εκάστοτε διοικήσεις των Κέντρων.
β) εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την ανεξάρτητη και ελεύθερη έκφραση των ερευνητών σε θέματα της ερευνητικής τους εργασίας, όταν αυτοί, ως συμβασιούχοι πλέον, θα τελούν υπό εξάρτηση από τις εκάστοτε διοικήσεις των Κέντρων και τις σχέσεις αυτών με τους εκάστοτε χρηματοδότες.
γ) συνεπάγονται την απώλεια ενός πυρήνα έμπειρων ερευνητών Α΄και Β΄ Βαθμίδας που αποτελούν το μόνιμο στελεχιακό ερευνητικό δυναμικό του Κέντρου
γύρω από το οποίο συναρθρώνονται ερευνητικές ομάδες και πρωτοβουλίες, ενός δυναμικού που:
διαπνέεται από τις αρχές υπεράσπισης της έρευνας ως αγαθού στην υπηρεσία τη κοινωνίας (δημόσιο αγαθό) και όχι των ιδιωτικών συμφερόντων,
κατέχει ερευνητική εμπειρία και τεχνογνωσία, μέρος μιας μακράς ερευνητικής παράδοσης, που είναι αναγκαίο να μεταβιβαστεί στους νέους ερευνητές (κοινωνικο- ποίηση και εκπαίδευση νέων ερευνητών)
έχει ασχοληθεί συστηματικά, σοβαρά και συνεχόμενα με συγκεκριμένα ερευνητικά αντικείμενα έτσι ώστε να έχει αποκτήσει τις προϋποθέσεις για να διεκδικήσει Αριστεία στα αντικείμενα αυτά.
δ) μετατρέπουν τους ερευνητές σε κυνηγούς «οικονομικών θησαυρών», δηλαδή χρηματοδοτήσεων προς επιβίωση των ερευνητικών κέντρων, πράγμα που αποβαίνει σε βάρος της ίδιας της ερευνητικής εργασίας, εργασίας που απαιτεί αφοσίωση και σημαντικό χρόνο για εμβάθυνση – βασικές προϋποθέσεις για οποιαδήποτε καινοτόμο προσέγγιση.
ε) υποτάσσουν τις ερευνητικές προτεραιότητες στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στη ζήτηση που διαμορφώνεται από τους εκάστοτε χρηματοδότες, σε βάρος της βασικής έρευνας που είναι και ο κορμός επί του οποίου μπορεί να στηριχθεί η προσανατολισμένη έρευνα.
11. Η απώλεια ενός σημαντικού μέρους του επιστημονικού προσωπικού του Κέντρου μέσω της κατάργησης της κατηγορίας των ΕΛΕ.
Το Σχέδιο Νόμου στο Κεφάλαιο Η΄ περί Προσωπικού σιωπά.
Εν κατακλείδι θέλουμε να επισημάνουμε ότι:
• το μεν προτεινόμενο «Σχέδιο Νόμου» δεν είναι από καμμία άποψη ώριμο να ακολουθήσει τη διαδικασία υποβολής του προς συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή,
• η δε σιωπή του ως προς την προστασία των Εθνικών Ερευνητικών Κέντρων που είναι ΝΠΔΔ δεν προοιωνίζει θετικές εξελίξεις για το χώρο της έρευνας.
• Σε ότι αφορά τη κοινωνική έρευνα αυτή πλήττεται άμεσα από το σχεδιαζόμενο, «ελεγχόμενο μετασχηματισμό» ο οποίος και συνεπάγεται την κατάργηση του ΕΚΚΕ μέσω της μετατροπής του σε ένα Ινστιτούτο.
• Οι εξελίξεις για την κοινωνική έρευνα και κατ΄επέκταση για τη κοινωνία προμηνύονται ιδιαίτερα αρνητικές σε μια στιγμή που η ελληνική κοινωνία μαστίζεται από σοβαρότατη κρίση.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου Προσωπικού ΕΚΚΕ
ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΙΤΕ)
Παρατηρήσεις του ΔΣ του ΙΤΕ στο σχέδιο νόμου για την
ΕΡΕΥΝΑ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ
Γενική παρατήρηση
Μεγάλη σημασία για την συνέχεια της εύρυθμης λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) θα έχουν οι μεταβατικές διατάξεις του νόμου , οι οποίες θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν εγκαίρως.
Παρατηρήσεις στα άρθρα του σχεδίου
Κεφάλαιο Α . Γενικές Διατάξεις
Άρθρο 4
Γενική παρατήρηση:
Θεωρούμε θετική την κατάρτιση ΕΣΠΕΚ ανά πενταετία. Για να αποτελεί πραγματικά εθνικό στρατηγικό σχέδιο θα πρέπει από πλευράς θεματολογίας να μην περιορίζεται στα ενδιαφέροντα των επιστημόνων που θα το συντάξουν ή την μηχανική επανάληψη των ερευνητικών προτεραιοτήτων του εκάστοτε Προγράμματος Πλαισίου (FP) της ΕΕ, όπως συνήθως γίνεται. Η σύνταξή του είναι χρονοβόρο και δύσκολο εγχείρημα και απαιτεί, μεταξύ των άλλων, συστηματική, ’από τα κάτω’ συμβολή των ερευνητών στα ΑΕΙ και τα ΕΚ, και μια ρεαλιστική και συγκεκριμένη χαρτογράφηση και αξιολόγηση των αναγκών έρευνας και καινοτομίας των δημοσίων φορέων και του ιδιωτικού τομέα , αν υπάρχουν. Είναι σημαντικό κάθε φορά να ορίζονται οι προτεραιότητες του ΕΣΠΕΚ και να βρίσκονται οι δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι που απαιτούνται για την υλοποίησή του.
Παρ. 3 : να προστεθεί ένα ‘ υπόψη’ στην αρχή του καταλόγου:
Α. Την πρόοδο στην Επιστήμη και την Τεχνολογία
Β. Το ύψος των διαθέσιμων… (Η υπόλοιπη παράγραφος ως έχει.)
Κεφάλαιο Β. Όργανα σχεδιασμού και εφαρμογής
Άρθρο 7
Γενική παρατήρηση:
Θεωρούμε θετική την θέσπιση Διυπουργικής Επιτροπής για την Έρευνα, Τεχνολογία και Καινοτομία (ΕΤΚ) υπό τον Πρωθυπουργό. Ελπίζουμε να έχει αρκετή ισχύ ώστε να μπορει να επιβάλλει στα Υπουργεία κοινούς κανόνες και διαδικασίες προκήρυξης, αξιολόγησης και αποτίμησης έργων ΕΤΚ. Το ζητούμενο θα ήταν βεβαίως αυτή η Επιτροπή να έχει υπό τον έλεγχό της και τα ερευνητικά κονδύλια όλων των Υπουργείων.
Άρθρο 9
Νέα διατύπωση:
Παρ 5 ΣΤ: η επιλογή των μελών των καταλόγων των επιτροπών κρίσης…
[Σχόλιο: Βλέπε Άρθρο 32, παρ.2.]
Άρθρο 11
Γενική παρατήρηση:
Η Πρόταση 1 (Εμπειρογνώμονας Έρευνας και Καινοτομίας) επιτρέπει καλύτερο συντονισμό της ΓΓΕΤ με τις ερευνητικές υπηρεσίες άλλων Υπουργείων, και κάποιο στοιχειώδη έλεγχό τους. Συνεπώς είναι προτιμητέα της Πρότασης 2 που δεν προβλέπει σύνδεση με τη ΓΓΕΤ. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί πρόνοια ώστε να μη δημιουργηθεί πρόσθετη γραφειοκρατία και πρόσληψη νέου προσωπικού.
Κεφάλαιο Γ. Σύνδεση των Ερευνητικών Κέντρων με ΑΕΙ
Άρθρο 13
Παρ. 3: Να τροποποιηθεί μία φράση της παραγράφου ως εξής:
…Εφόσον δεν παρακωλύεται η ομαλή λειτουργία του ΑΕΙ από το οποίο προέρχεται, ο Συνεργαζόμενος Καθηγητής μπορεί να απασχοληθεί σε Ερευνητικό Κέντρο με καθεστώς μερικής απασχόλησης, και προσλαμβάνεται με συμβάσεις έργου από το ΔΣ του Κέντρου.
[Αιτιολόγηση: Η νέα διατύπωση αποσαφηνίζει ότι ο Συνεργαζόμενος Καθηγητής δεν απαιτείται να είναι καθηγητής μερικής απασχόλησης στο ΑΕΙ του. Η πρόταση που διαγράφεται προτείνεται να διαγραφεί γιατί ο Νόμος 4009/2011, άρθρο 23 παρ. 2α δεν προβλέπει να υπάρχει απόφαση οργάνου του ΑΕΙ ώστε να μπορεί να αμείβεται καθηγητής από προγράμματα ερευνητικού κέντρου.]
Άρθρο 16
Γενική παρατήρηση:
Θεσπίζεται το Εθνικό Μητρώο Ερευνητικών Υποδομών, πράγμα θετικό, αλλά η ουσία του θέματος, δηλ. η οργάνωση της δικτύωσης και της λειτουργίας των υποδομών παραπέμπεται σε ΚΥΑ στην παρ.2. Το βασικό θέμα είναι η οικονομική υποστήριξη των δικτύων των υποδομών , η οποία θα πρέπει να προβλέπεται και στο ΕΣΠΕΚ. Τυπικά, τα δίκτυα αποτελούνται από μια κεντρική εθνική εγκατάσταση σε ένα ίδρυμα και περιφερειακούς μικρότερους πόλους σε άλλα ιδρύματα. Είναι σημαντικό η κεντρική μονάδα να υπάρχει ήδη και να λειτουργεί καλώς με κρίσιμη μάζα επιστημόνων και τεχνικών και αποδεδειγμένη αποδοτικότητα, και να μην χρηματοδοτηθούν μεγάλες νέες εγκαταστάσεις εκ του μηδενός . Πρέπει ασφαλώς να εξασφαλιστεί η ανοιχτή πρόσβαση σε όλες τις εγκαταστάσεις των μελών του δικτύου, η δε πρόβλεψη προκηρύξεων προγράμματος δικτύων στο ΕΣΠΕΚ θα πρέπει να καλύπτει έξοδα προμήθειας μεσαίου εξοπλισμού, εξασφάλιση της λειτουργίας των υποδομών που ήδη υπάρχουν (και τις αμοιβές τεχνικών) και έξοδα κινητικότητας, δικτύωσης και, κυρίως, εκπαίδευσης.
Kεφάλαιο Δ. Σύνδεση έρευνας με την παραγωγή
Αρθρο 17
Σχόλιο στην Παρ 5: Είναι ασαφές το τι ακριβώς θα κάνει το δημιουργούμενο στη ΓΓΕΤ Γραφείο Μεταφοράς Τεχνογνωσίας κλπ. Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν «να συγκεντρώνει υπό ενιαία διαχείριση όλη την παραγόμενη βιομηχανική και πνευματική ιδιοκτησία» (!) όπως αναφέρεται στο κείμενο του σχεδίου. Η γνώμη του ΙΤΕ είναι ότι το θέμα πρέπει να μελετηθεί καλύτερα , και ότι θα πρέπει να διαγραφεί αυτή η παράγραφος.
Όσο αφορά γενικά το θέμα το θέμα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας , το ΙΤΕ έχει υποβάλει στο Υπουργείο και τη ΓΓΕΤ λεπτομερή έκθεση και προτάσεις. Κατά τη γνώμη μας ,το κεντρικό θέμα είναι η δημιουργία χρηματοδοτικών μηχανισμών που θα βοηθούν για κάποιο χρονικό διάστημα τους δημόσιους ερευνητικούς φορείς να διατηρούν σε ισχύ διπλώματα ευρεσιτεχνίας, να συμμετέχουν στην ανάπτυξη και σε αυξήσεις κεφαλαίου των τεχνοβλαστών των ίδιων των φορέων, και να υποστηρίζουν τις νομικές ενέργειες που απαιτούνται όταν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας τους παραβιάζονται. Η δημιουργία αυτών των μηχανισμών κάλλιστα θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί ως δράση του ΕΣΠΑ , αλλά και στο μέλλον θα ήταν δυνατό να αποτελέσει δράση του ΕΣΠΕΚ .
Κεφάλαιο Ε. Προώθηση της αριστείας στην έρευνα
Άρθρο 18
Γενική Παρατήρηση:
Η αξιολόγηση των Ερευνητικών Κέντρων προβλέπεται ασφαλώς και από το ισχύον νομικό πλαίσιο και έχει γίνει επανειλημμένως στο παρελθόν , κατά τη γνώμη μας επιτυχώς σε γενικές γραμμές, από την ΓΓΕΤ. (Η τελευταία αξιολόγηση έγινε το 2005.) Η αναγκαιότητά της είναι προφανής, και δεν θα έπρεπε π.χ. η Πολιτεία να προχωρήσει τώρα σε ενέργειες συγχώνευσης ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων χωρίς να έχει προηγηθεί η συστηματική και αξιόπιστη αξιολόγησή τους από επιτροπές επαϊόντων κριτών.
Όσο αφορά το συγκεκριμένο άρθρο, η κύρια παρατήρησή μας είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να προηγείται της προγραμματικής συμφωνίας που η Πολιτεία θα συνάπτει με το ΕΚ (Άρθρο 28.) Η προγραμματική συμφωνία πρέπει να παίρνει υπ’ όψιν της τα συμπεράσματα της αξιολόγησης και να αποτελεί , μεταξύ των άλλων, εργαλείο υλοποίησής της.
Κεφάλαιο ΣΤ. Οργάνωση, διοίκηση και εποπτεία των Ερευνητικών Κέντρων
Άρθρο 22
Γενικές παρατηρήσεις:
Α) Θεωρούμε ότι τα όργανα διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων πρέπει να είναι ο Πρόεδρος , το Διοικητικό Συμβούλιο και οι Διευθυντές των Ινστιτούτων τους. Οι Διευθυντές κατ’ εξοχήν ασκούν διοίκηση , την διοίκηση των Ινστιτούτων τους , και τα Ινστιτούτα είναι η ψυχή ενός ΕΚ.
Β) Θεωρούμε ότι στο σχέδιο επιχειρείται μια συστηματική προσπάθεια υποβάθμισης του ρόλου των Διευθυντών των Ινστιτούτων .Π.χ. οι Διευθυντές δεν αποτελούν όργανα διοίκησης των ΕΚ, δεν μετέχουν όλοι στο ΔΣ του ΕΚ , οι αρμοδιότητές τους καθορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΚ, την πράξη διορισμού τους δεν υπογράφει ο Υπουργός αλλά το ΔΣ , δεν έχουν δικαίωμα ψήφου στις κρίσεις των ερευνητών του Ινστιτούτου τους (Άρθρο 32) κ.α.. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι πρέπει να είναι επιστήμονες κύρους.
Η επί 29 χρόνια εμπειρία του ΙΤΕ δείχνει ότι ένα ισχυρό και συνεκτικό ΔΣ με σταθερούς κανόνες λειτουργίας και τη συμμετοχή όλων των Διευθυντών αποτελεί, μεταξύ άλλων παραγόντων, βασική συνιστώσα της επιτυχίας ενός Ερευνητικού Κέντρου. Απολύτως αναγκαία συνθήκη για την καλή λειτουργία των Ινστιτούτων και του ΔΣ είναι βεβαίως η επιλογή άριστων Διευθυντών. Στο ΙΤΕ τα μέλη του ΔΣ είχαν πάντα προ οφθαλμών τα γενικότερα συμφέροντα του Ιδρύματος, και ουδέποτε επεκράτησαν λογικές συμψηφισμού ούτε παρατηρήθηκαν φαινόμενα ομαδοποίησης ή ‘συμμαχιών’ Διευθυντών για αλληλοπροώθηση συμφερόντων των Ινστιτούτων τους εις βάρος άλλων, όπως φέρεται να έχει αναφερθεί ως λόγος αποκλεισμού των Διευθυντών από τα ΔΣ.
Θεωρούμε αυτονόητο ότι οι Διευθυντές πρέπει να είναι επιστήμονες διεθνούς κύρους, να έχουν αποδεδειγμένα διεθνώς αναγνωρισμένο ερευνητικό έργο στην περιοχή τους, και διοικητική εμπειρία. Πρέπει να μετέχουν όλοι στο ΔΣ του ΕΚ. Για αυτόν τον σκοπό, τα ΔΣ πρέπει να μην έχουν αναγκαστικά 7-9 μέλη όπως αναφέρεται στο προσχέδιο, αλλά να αποτελούνται από τον Πρόεδρο του ΕΚ, τους Διευθυντές των Ινστιτούτων, και ενδεχομένως και από άλλα μέλη που κρίνει σκόπιμο η Πολιτεία να συμμετέχουν, όπως π.χ. εξωτερικά μέλη για την εν δυνάμει εξασφάλιση εξωστρέφειας εκπροσώπους των ερευνητών, κ.α.
Θεωρούμε ότι η κύρια αποστολή των μελών του ΔΣ είναι η υπεύθυνη διαμόρφωση της επιστημονικής πολιτικής του ΕΚ. Το έργο αυτό θα υποβαθμισθεί μέσω της ’κυλιόμενης’ εκπροσώπησης των Διευθυντών Ινστιτούτων από άλλους Διευθυντές, ιδιαίτερα στην περίπτωση πολυθεματικών και περιφερειακών Κέντρων. Εξάλλου η όποια προηγούμενη συννενόηση μεταξύ Διευθυντών με τους εκπροσώπους τους υπονομεύει την υπευθυνότητα και την εγκυρότητα των αποφάσεων. Επίσης, η δυνατότητα προσέλκυσης υποψηφίων Διευθυντών με υψηλά προσόντα θα περιοριστεί , καθώς θα καλούνται να διοικήσουν και να διαμορφώσουν επιστημονική πολιτική στα Ινστιτούτα τους βάσει αποφάσεων που άλλοι θα παίρνουν και θα εφαρμόζουν.
Ειδικά για το ΙΤΕ, τυχόν αποκλεισμός Διευθυντών από το ΔΣ θα πλήξει καίρια τον περιφερειακό χαρακτήρα του Ιδρύματος, που συνειδητά επέλεξε το ΙΤΕ και η Πολιτεία ορθώς ενεθάρρυνε. (Ως γνωστόν, το ΙΤΕ συνενώνει πόλους αριστείας σε 4 πόλεις της Ελλάδας –Ηράκλειο,Ρέθυμνο,Πάτρα,Ιωάννινα- σύμφωνα και με τα πρότυπα λειτουργίας μεγάλων Ευρωπαϊκών ερευνητικών κέντρων, όπως Max Planck, CNRS, Fraunhofer κ.α.) Τα Ινστιτούτα του ΙΤΕ εκτός Ηρακλείου εκπροσωπούνται στο ΔΣ από τους νόμιμους εκπροσώπους τους , που είναι οι Διευθυντές τους. Η εκπροσώπηση αυτοτελών Ινστιτούτων στο ΔΣ μέσω άλλων Διευθυντών θα επιφέρει σύγχιση και πολυαρχία , που θα οδηγήσει στη συρρίκνωση και πιθανή διάλυση του ΙΤΕ.
Συμπερασματικά, οι Διευθυντές των Ινστιτούτων πρέπει να είναι μέλη του ΔΣ του ΕΚ ώστε να έχουν έτσι την απρόσκοπτη ευθύνη για την πρόοδο του Ινστιτούτου τους και του ΕΚ.
Συγκεκριμένες προτεινόμενες αλλαγές στο άρθρο :
Παρ. 1 : Τα όργανα διοίκησης των ερευνητικών Κέντρων είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος, και οι Διευθυντές των Ινστιτούτων του.
Νέα διατύπωση παραγράφου 2 :
Παρ. 2 : Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζονται με απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού για τετραετή θητεία. Το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο του Ερευνητικού Κέντρου, τους Διευθυντές των Ινστιτούτων του, 1 έως 2 ερευνητές… (ακολουθεί η διατύπωση της παρ. 2 ως έχει.)
Διαγράφεται η Παρ.3.
Νέα Διατύπωση Παρ. 5: Το ΔΣ εκλέγει με ψηφοφορία μεταξύ των Διευθυντών των Ινστιτούτων έναν Αντιπρόεδρο…
Άρθρο 23
Νέες διατυπώσεις παραγράφων 3 & 8:
Παρ. 3. Για την αξιολόγηση των υποψηφίων …. πίνακα κατάταξης των υποψηφίων με αιτιολογημένη έκθεση. Για την αξιολόγηση λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των Ερευνητών του Ερευνητικού Κέντρου και του απερχομένου Προέδρου του Κέντρου , η οποία εκφράζεται όπως προβλέπεται από τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας. Ο Υπουργός με απόφασή του….
Παρ.8 : …Μπορεί να μεταβιβάζει στους Διευθυντές των Ινστιτούτων και στον ΔΔΟΥ του Κέντρου…
Άρθρο 24
Γενική παρατήρηση:
Ο τίτλος ‘Γενικός Διευθυντής΄ κατά τη γνώμη μας πρέπει να αντικατασταθεί σε αυτό και στα άλλα άρθρα όπου αναφέρεται, από τον τίτλο ‘ Διευθυντής Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών’ (ΔΔΟΥ).
Παρ. 5 :
Νέα διατύπωση:
α. …. και προΐσταται των κεντρικών οικονομικών και διοικητικών….
Διαγράφεται το εδάφιο ζ . Οι αρμοδιότητες αυτές είναι αρμοδιότητες του ΔΣ
Άρθρο 25
Νέες διατυπώσεις των παραγράφων 1,2,4 και 6:
Παρ.1 …και έχουν διοικητική και επιστημονική αυτοτέλεια…
Παρ. 2 …ο Διευθυντής, ο οποίος είναι επιστήμονας διεθνούς κύρους, Ερευνητής Α’ βαθμίδας ή Καθηγητής ΑΕΙ αντίστοιχης βαθμίδας ή επιστήμονας αντίστοιχης βαθμίδας ερευνητικού ή ακαδημαϊκού Ιδρύματος της αλλοδαπής, ο οποίος διορίζεται…
Παρ. 4: …αποτελούμενη από πέντε ή επτά επιστήμονες με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι Έλληνες ή αλλοδαποί επιστήμονες διεθνούς κύρους, με γνώση των ερευνητικών αντικειμένων…
Παρ.6 : …με αιτιολογημένη έκθεση. Για την αξιολόγηση λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των Ερευνητών του Ινστιτούτου , η οποία εκφράζεται όπως προβλέπεται από τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας. Το Δ.Σ. διορίζει υποχρεωτικά…
Άρθρο 26
Θεωρούμε ότι το Επιστημονικό Συμβούλιο, όπως περιγράφεται στο σχέδιο, πρέπει να είναι Επιστημονικό Συμβούλιο σε επίπεδο Ερευνητικού Κέντρου. Μάλιστα, κατά τη γνώμη μας, ένα Επιστημονικό Συμβούλιο που αποτελείται από επιστήμονες κύρους με εμπειρία και στη διοίκηση ερευνητικών κέντρων, και που συνεδριάζει τακτικά, είναι αυτό που πραγματικά θα βοηθήσει στην κατεύθυνση της ουσιαστικής ’εξωστρέφειας’ του Κέντρου. Η επιδίωξη της εξωστρέφειας μπορεί επίσης να επιτευχθεί από τη θέσπιση και λειτουργία και άλλων συμβουλευτικών οργάνων που θα αποτελούνται από εκπροσώπους της βιομηχανίας και κοινωνικών φορέων οι οποίοι είναι οι εν δυνάμει αποδέκτες της προκύπτουσας καινοτομίας.
Παράλληλα πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν τα Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων (ΕΣΙ) , αποτελούμενα από Ερευνητές και τον Διευθυντή των Ινστιτούτων. Τα ΕΣΙ έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμα συμβουλευτικά και ελεγκτικά όργανα, τουλάχιστον κατά την εμπειρία του ΙΤΕ.
Κεφάλαιο Ζ. Οικονομικά των Ερευνητικών Κέντρων
Άρθρο 27
Νέα διατύπωση παραγράφου 1:
Παρ.1: …βάσει επιδόσεων που προβλέπονται στο Άρθρο 28.
Άρθρο 28
Γενικές παρατηρήσεις:
Α) Οι προγραμματικές συμφωνίες της πολιτείας με τα ΕΚ είναι ενα κατ’αρχήν θετικό θεσμικό μέτρο. Θα πρέπει οπωσδήποτε η τετραετής προγραμματική συμφωνία να γίνεται μετά την αξιολόγηση του ΕΚ και των Ινστιτούτων του , και να λαμβάνει υπ’όψιν τα αποτελέσματά της. Το κύριο θέμα είναι βέβαια πώς θα εξασφαλισθεί η ομαλή ροή της χρηματοδότησης των συμπεφωνημένων (ακόμη και σε περιόδους δημοσιονομικής σταθερότητας), δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός του κράτους ψηφίζεται κάθε χρόνο, αλλάζουν οι κυβερνήσεις, οι υπουργοί , και συνήθως περικόπτονται οι επιχορηγήσεις των ΕΚ . Αν δεν εξασφαλισθεί ομαλή ροή χρηματοδότησης, τα ΕΚ που δεν έχουν ιδιωτικά έσοδα ή αποθεματικό πώς θα επιζήσουν ;
Β) Σχετικά με την πρόσθετη χρηματοδότηση των ΕΚ πέραν των προγραμματικών συμφωνιών, ορθώς προτείνεται να δίνεται με βάση τους αναφερόμενους δείκτες ποιότητας – αποδοτικότητας. Έχουμε τις εξής παρατηρήσεις :
α) Οι δείκτες που αναφέρονται ’ανά Ερευνητή’ πρέπει να υπολογίζονται ως προς το άθροισμα των ερευνητών και των συνεργαζομένων με το ΕΚ καθηγητών ΑΕΙ .
β) Δεν είναι δυνατόν κάθε ΕΚ να ’προτείνει στη ΓΓΕΤ τους δείκτες με βάση τους οποίους επιθυμεί να αξιολογηθεί ’. Όλα τα ΕΚ πρέπει να αξιολογούνται με βάση το ίδιο σύνολο δεικτών.
γ) Στο κείμενο δεν αναφέρονται πουθενά οι εθνικές συγχρηματοδοτήσεις (Μatching Funds – MF) Eυρωπαϊκών ανταγωνιστικών προγραμμάτων τις οποίες η Πολιτεία έχει δώσει ως πρόσθετες επιχορηγήσεις στους ερευνητικούς φορείς από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για προγράμματα μέχρι το 2009. Το ΙΤΕ έχει τονίσει επανειλημμένα τη σημασία των MF προς το Υπουργείο και τη ΓΓΕΤ. Περιληπτικά, ας αναφέρουμε ότι δεν είναι δυνατόν να εκτελεστούν Ευρωπαϊκά προγράμματα χωρίς MF, αν δεν υπάρχουν ίδιοι πόροι. Η μη ύπαρξη MF αποτελεί ουσιαστικά αντικίνητρο να υποβάλει ένας ερευνητής προτάσεις προς την ΕΕ. Το θέλει αυτό η Πολιτεία ; Εξ άλλου πολλές φορές ζητείται βεβαίωση απο τις νομικές υπηρεσίες της ΕΕ ότι υπάρχουν ίδιοι πόροι για να ολοκληρωθεί ένα έργο. Επιπλέον, στο FP8 θα είναι ακόμη πιο απαραίτητη και σημαντική η ύπαρξη εθνικής συγχρηματοδότησης. Θα χάνουμε συστηματικά προγράμματα τα οποία θα παίρνουν οι ανταγωνιστές μας από άλλες χώρες που θα δίνουν την συγχρηματοδότηση. Υποθέτουμε ότι δεν το επιθυμεί αυτό η Πολιτεία.
Συγκεκριμένες παρατηρήσεις:
Νέες διατυπώσεις παραγράφων 2,11 και 12:
Παρ. 2 : Στο τέλος της παραγράφου προστίθεται η φράση:
Οι προγραμματικές συμφωνίες καταρτίζονται μετά την αξιολόγηση του Ερευνητικού Κέντρου βάσει του Άρθρου 18 και λαμβάνουν υποχρεωτικά υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης.
Παρ. 11 : Στο τέλος της παραγράφου προστίθεται η φράση :
Στο σύνολο των Ερευνητών που αναφέρονται στους παραπάνω δείκτες συμπεριλαμβάνεται και το σύνολο των Συνεργαζομένων με το Κέντρο καθηγητών του άρθρου 13.
Παρ. 12 : Όλα τα Ερευνητικά Κέντρα αξιολογούνται με βάση τους ίδιους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων. Μετά από εισήγηση της ΓΓΕΤ…
Προστίθεται νέα παράγραφος :
13. Ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα των Προγραμμάτων Πλαισίων της ΕΕ, τα οποία προσελκύουν τα Ερευνητικά Κέντρα και τα ΑΕΙ, συγχρηματοδοτούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ανάλογα με το ύψος των εισροών των προγραμμάτων αυτών , και με βάση κανόνες που θεσπίζει η ΓΓΕΤ.
Κεφάλαιο Η. Προσωπικό
Άρθρο 31
Νέες διατυπώσεις παραγράφων 8 & 9:
Παρ. 8 : Οι αποδοχές των ερευνητών ….με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και είναι ίσες με τις αποδοχές καθηγητών ΑΕΙ αντίστοιχης βαθμίδας.
Παρ.9 : Ενθαρρύνεται η παροχή οικονομικών κινήτρων για το προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων…
[Αιτιολόγηση : Και το τεχνικό και το διοικητικό προσωπικό των Ε.Κ. συμβάλλει επίσης στην προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων και στην εκτέλεση ερευνητικών προγραμμάτων. Σε ερευνητικά κέντρα όπως το ΙΤΕ το προσωπικό αυτό είναι υψηλής εξειδίκευσης και προσόντων, κατά κανόνα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και συχνά κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους. Πως θα διεκπεραιώνονταν τα ερευνητικά προγράμματα χωρίς την συμβολή π.χ. των τεχνικών των εργαστηρίων ή των αναλυτών-προγραμματιστών των Ινστιτούτων, και των διοικητικών και οικονομικών υπαλλήλων του τμήματος προγραμμάτων και των άλλων τμημάτων της Κεντρικής Διεύθυνσης του Ιδρύματος; ]
Άρθρο 32
Νέες διατυπώσεις παραγράφων 1 & 2:
Παρ. 1 : Για την πρόσληψη….ειδική επιτροπή κριτών, αποτελούμενη από τον Διευθυντή του οικείου Ινστιτούτου και τέσσερεις επιστήμονες με τους αναπληρωτές τους…. Ρόλο εισηγητή έχει ο Διευθυντής του Ινστιτούτου.
Παρ 2 : Τα μέλη της ειδικής επιτροπής κριτών επιλέγονται έπειτα από κατάλογο κριτών τον οποίο εγκρίνει κατ’ έτος για κάθε Ινστιτούτο το αρμόδιο ΤΕΣ έπειτα από σχετική εισήγηση του Δ.Σ. του Κέντρου. Κατά τη διαδικασία αυτή το ΤΕΣ…
[Σχόλιο : Η έγκριση από το αρμόδιο ΤΕΣ των επιτροπών κριτών για κάθε εκάστοτε κρίση για πρόσληψη ή εξέλιξη ερευνητή είναι προφανώς πολύ χρονοβόρα διαδικασία. Ο κατάλογος κριτών αντίθετα μπορεί να εγκρίνεται από το ΤΕΣ για κάθε Ινστιτούτο κάθε έτος έγκαιρα, όπως ισχύει σήμερα.]
ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΙΤΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ως γνωστόν, άλλα από τα δημόσια ΕΚ της χώρας είναι ΝΠΔΔ και άλλα, όπως το ΙΤΕ, ΝΠΙΔ. Τα ΝΠΙΔ επιχορηγούνται από την Πολιτεία , αλλά το ποσό της επιχορήγησης δεν καλύπτει ούτε την μισθοδοσία του προσωπικού αορίστου χρόνου του φορέα, συμπεριλαμβανομένων και των ερευνητών , και βεβαίως ούτε τα λειτουργικά έξοδα. Τα υπόλοιπα πρέπει να τα βρει το Ίδρυμα από ίδιωτικά έσοδα από πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών και από ερευνητικά προγράμματα από την Ευρώπη και τρίτες χώρες.
Τα τελευταία δύο χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει σημειωθεί μια κατακόρυφη αύξηση αλλεπάλληλων περιοριστικών κανονιστικών, ελεγκτικών και γραφειοκρατικών μέτρων από πλευράς Πολιτείας. Τα μέτρα αυτά έχουν ουσιαστικά σχεδόν εκμηδενίσει την αυτονομία και την ευελιξία που είχε το ΙΤΕ στη λήψη αποφάσεων για τη βέλτιστη διάθεση και αξιοποίηση των πόρων του και τη δυνατότητά του να προσλαμβάνει το αναγκαίο ερευνητικό και διοικητικό προσωπικό και που απέρρεαν από την ιδιότητά του ως ΝΠΙΔ. Με τα κατά συρροήν νέα κανονιστικά μέτρα το ΙΤΕ και άλλα Ερευνητικά Κέντρα ΝΠΙΔ οδηγούνται ουσιαστικά σε status ΝΠΔΔ, χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας για την κάλυψη της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού και των άλλων ανελαστικών δαπανών τους. Παρατηρείται το φαινόμενο της νομικής αντιμετώπισης του ΙΤΕ ως ελλειμματικής ΔΕΚΟ, ενώ το κράτος καλύπτει ποσοστό σαφώς μικρότερο του 50% των πάσης φύσεως εσόδων του. (Π.χ. κατά το 2010 η επιχορήγηση του ΙΤΕ από τον Τακτικό Προϋπολογισμό ήταν μόνο το 23% των εσόδων του και υπολειπόταν κατά 6 εκ. Ευρώ του κόστους του τακτικού προσωπικού του Ιδρύματος.)
Για τον λόγο αυτό ζητούμε από την Πολιτεία να δηλώσει με άρθρο στον υπό συζήτηση νόμο ή σε άλλο πρόσφορο νομοσχέδιο ότι δημόσια Ερευνητικά Κέντρα ΝΠΙΔ όπως το ΙΤΕ που επιχορηγούνται από το κράτος επί σειράν ετών με ποσοστό μικρότερο του 50% των εσόδων τους, δεν θεωρούνται ότι ανήκουν στη Γενική Κυβέρνηση, και συγκεκριμένα ότι εξαιρούνται της υπαγωγής τους στους φορείς της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1α του ν.3899/2010 και των διατάξεων του άρθρου 14 παρ.1 περ. η του ν. 2190/1994 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του ν. 3812/2009, των άρθρων 1 παρ.5, 3 παρ. 3 και 11 παρ. 1 εδάφιο α΄ του ν.3833/2010 όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, του άρθρου τρίτου παρ. 4 του ν. 3845/2010, του άρθρου 31 παρ.1α του ν. 4024/2011 και του άρθρου 49 παρ.8α του ν.3943/2011.
Ας σημειωθεί ότι τα ερευνητικά ινστιτούτα και κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών έχουν εξαιρεθεί από την Γενική Κυβέρνηση. Θα αποτελεί άδικη και άνιση μεταχείριση αν αυτό δεν επεκταθεί και στα υπόλοιπα ΕΚ ΝΠΙΔ που πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις, αφού παντού ο παρών νόμος δίνει τα ίδια δικαιώματα και στους φορείς της Ακαδημίας.
Για το ΔΣ του ΙΤΕ
Κώστας Φωτάκης, Πρόεδρος
ΣΧΟΛΙΑ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΙΤΕ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ
Γενικά σχόλια
Κατατέθηκε (29/1/2012) προς διαβούλευση το κείμενο του νομοσχεδίου για το νέο θεσμικό πλαίσιο για την Έρευνα, Τεχνολογία και Καινοτομία (http://www.opengov.gr/ypepth/wp-content/uploads/downloads/2012/01/sxedio_nomou_draft_asper050112-2.pdf) μετά από σειρά παλινωδιών.
Το νομοσχέδιο προς διαβούλευσης περιέχει σειρά θετικών προβλέψεων όπως η περαιτέρω μορφοποίηση και στήριξη του «Ενιαίου Χώρου Έρευνας και Εκπαίδευσης» μέσω της καθιέρωσης κινητικότητας ερευνητών προς τα ΑΕΙ και καθηγητών ΑΕΙ προς Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ) και εταιρείες, η ένταξη όλων των χρηματοδοτούμενων από το δημόσιο ερευνητικών δράσεων στο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Έρευνας και Καινοτομίας (Ε.Σ.Π.Ε.Κ.), η συστηματοποίηση της αξιολόγησης των ΕΚ αλλά και η καθιέρωση προγραμματικών συμφωνιών μεταξύ κυβέρνησης και ΕΚ. Πιό συγκεκριμμένα:
• Ο μακροχρόνιος και συντονισμένος προγραμματισμός των ερευνητικών δράσεων μέσω Ε.Σ.Π.Ε.Κ. αποτελεί μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τον προσανατολισμό της έρευνας προς Εθνικά στρατηγικούς τομείς αλλά και στην Επιστημονική και Τεχνολογική Αριστεία.
• Η προβλεπόμενη κινητικότητα ερευνητών προς τα ΑΕΙ και αντίστροφα καθηγητών ΑΕΙ προς τα ΕΚ με τη καθιέρωση των «Καθηγητών Έρευνας» και των «Συνεργαζόμενων Ερευνητών» συμβάλει στη δημιουργία του «Ενιαίου Χώρου Έρευνας και Εκπαίδευσης» στη βάση μιας κοινά αποδεκτής αρχής «αμοιβαιότητας και αντιστροφής» ρόλων ιδρυμάτων και στελεχών, προάγοντας την βέλτιστη εκμετάλλευση και συμπληρωματικότητα του εθνικού ερευνητικού δυναμικού.
• Η αξιολόγηση των Κέντρων/Ινστιτούτων μέσω του διεθνώς αποδεκτού συστήματος των επιτροπών κρίσης από επιστήμονες διεθνούς κύρους (peer-review) αποτελεί πρώτιστη ανάγκη και αναγκαίο συστατικό για τη πραγματοποίηση υψηλής ποιότητας έρευνας και την εδραίωση της αξιοκρατίας. Συμπληρωματικά προς αυτή, ο θεσμός των προγραμματικών συμφωνιών θα επιτρέψει την καλύτερη οργάνωση των ΕΚ, τον περιορισμό του κατακερματισμού των ερευνητικών δραστηριοτήτων, τον προσανατολισμό στους στόχους του Ε.Σ.Π.Ε.Κ. αλλά και καλύτερη οικονομική διαχείριση. Είναι αναγκαίο όμως, να υπάρξει συντονισμός μεταξύ της αξιολόγησης και των προγραμματικών συμφωνιών ώστε να τίθενται ρεαλιστικοί και συμβατοί με τη διεθνή πρωτοπορία στόχοι αλλά και να αποτιμάται η υλοποίηση των προγραμματικών συμφωνιών μέσω της ανεξάρτητης αξιολόγησης.
Δυστυχώς το υπό διαβούλευση σχέδιο περιέχει και σειρά αρνητικών σημείων όπως η υιοθέτηση ενός μοντέλου λειτουργίας και διοίκησης των ΕΚ που ομοιάζει περισσότερο με αυτά των ιδιωτικών εταιρειών παρά ερευνητικών ιδρυμάτων δημοσίου συμφέροντος αλλά και η έλλειψη σαφών προβλέψεων για την αναβάθμιση του θεσμού του ερευνητή.
• Η Επιστημονική Αριστεία των ΕΚ επιτυγχάνεται μέσω της στελέχωσής τους με ερευνητές οι οποίοι διακρίνονται από το υψηλής ποιότητας έργο τους με βάση τα διεθνή δεδομένα. Η προσέλκυση αλλά και η παραμονή παρόμοιων ερευνητών στα ΕΚ απαιτεί την αναγνώριση αλλά και αναβάθμιση του θεσμού του ερευνητή στον Ελλαδικό χώρο. Δυστυχώς το υπό διαβούλευση σχέδιο δεν αντιμετωπίζει αυτό το θέμα παρά κάποιες θετικές προβλέψεις όπως η δυνητική καθιέρωση χρηματικών βραβείων για ερευνητές με εξαιρετική επίδοση. Αφιερώνεται μικρό τμήμα του στον ρόλο του θεσμού του Ερευνητή σε αντίθεση με τον νόμο για τα ΑΕΙ όπου αφιερώνεται ολόκληρο τμήμα του νόμου (Ν.4009/2011, Μέρος Α’, Άρθρα 17, 18,..) στην περιγραφή των προσόντων και των διαδικασιών εκλογής των καθηγητών ΑΕΙ. Επίσης δεν προβλέπεται η εξίσωση αποδοχών αντίστοιχων βαθμίδων Ερευνητών και μελών ΔΕΠ παρά τις διαβεβαιώσεις της πολιτικής ηγεσίας. Συνεπώς αντί για αναβάθμιση επιχειρείται η υποβάθμιση της θέσης του ερευνητή….
• Το προωθούμενο μοντέλο λειτουργίας και διοίκησης των ΕΚ στηρίζεται σε ένα, ολιγομελές και μη αντιπροσωπευτικό όλων των Ινστιτούτων, Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) στο οποίο προΐσταται ο Πρόεδρος με αυξημένη εξουσία σε σχέση με το παρελθόν και εισάγεται ο θεσμός του Γενικού Διευθυντή στον οποίο ανατίθεται η οικονομική και διοικητική διαχείριση του ΕΚ. Ο εσωτερικός κανονισμός των ΕΚ αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αφού μέσω αυτού θα ρυθμίζεται σειρά θεμάτων τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο συγκεκριμένων άρθρων στους προηγούμενους νόμους για την έρευνα (N. 3654/2008 υπό αναστολή και Ν.1514/1985 που αποτελεί και το ισχύον νομικό καθεστώς).
• Στο παρόν σχέδιο υποβαθμίζεται ο ρόλος βασικών πυλώνων της παρούσας διοικητικής δομής των ΕΚ όπως οι διευθυντές και τα Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων. Ο ρόλος τους θα καθορισθεί στον εσωτερικό κανονισμό των ιδρυμάτων ο οποίος μπορεί να αλλάζει με μια απλή απόφαση του ΔΣ του ΕΚ για όποιο θέμα δεν ρυθμίζεται από σχετικό νόμο. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει ΕΚ με εντελώς διαφορετικούς τρόπους λειτουργίας και ένα μεταβλητό περιβάλλον εργασίας για τους Ερευνητές που θα τους αποσπά από το κύριο έργο τους, την επίτευξη έρευνας υψηλής ποιότητας.
• Η ανισοβαρής προσέγγιση σειράς θεμάτων αποδεικνύει ότι το σχέδιο προς διαβούλευση αποτελεί συρραφή διαφορετικών εισηγήσεων και υποδεικνύει έλλειψη συνεκτικού οράματος για την έρευνα. Παραδείγματος χάριν, ενώ στο σχέδιο υπό διαβούλευση αφιερώνονται λίγες γραμμές για το ρόλο των διευθυντών και των Επιστημονικών Συμβουλίων Ινστιτούτων, γίνεται εκτενής αναφορά στην περιγραφή του νέου θεσμού του Γενικού Διευθυντή.
• Δεν έχουν κατατεθεί προς διαβούλευση οι μεταβατικές διατάξεις οι οποίες είναι κρίσιμες για σειρά θεμάτων όπως τι θα γίνει με τους ήδη υπηρετούντες ΕΛΕ (Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες) και Ερευνητές Δ’, οι θέσεις των οποίων καταργούνται.
• Πρέπει να προβλέπεται η δημιουργία ενός Εθνικού Μητρώου Καινοτομικών Επιχειρήσεων Υψηλής Τεχνολογίας. Η δημιουργία αυτού του μητρώου είναι απαραίτητη ώστε να είναι γνωστές στην ερευνητική κοινότητα οι επιχειρήσεις αυτές, αλλά και να είναι αυτές που θα έχουν την κύρια χρηματοδότηση μέσω των σχετικών ερευνητικών προγραμμάτων.
Εν κατακλείδι, το σχέδιο χρήζει δραστικών αλλαγών κυρίως στα θέματα που αφορούν την αναβάθμιση των Ερευνητών αλλά και το μοντέλο διοίκησης των ΕΚ.
Αναλυτικά Σχόλια
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις επιμέρους προβλέψεις και ιδιαίτερα σε αυτές που πρέπει να συμπληρωθούν, τροποποιηθούν, εξειδικευθούν, κλπ., ενώ για τις υπόλοιπες υπονοείται η καταρχήν συμφωνία μας.
ΜΕΡΟΣ Α. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1. Πρέπει να δοθούν οι ορισμοί του «Ερευνητή» και «Ερευνητικού Προσωπικού» όπως ακολούθως:
24. «Ερευνητές»: Επιστήμονες, κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος που εργάζονται για την παραγωγή ή τη βελτίωση γνώσεων και εφαρμογή τους, για την παραγωγή νεών ή βελτιωμένων προϊόντων, διαδικασιών, μεθόδων και συστημάτων και μπορούν να παρέχουν εκπαιδευτικό και διοικητικό έργο.
25. «Ερευνητικό προσωπικό»: Το σύνολο των ερευνητών ενός Ερευνητικού Κέντρου.
Άρθρο 4. Εδάφιο 3. Να προστεθεί και μία παράγραφος η οποία να αναφέρει «ΣΤ. Την υπάρχουσα, στη χώρα, Ερευνητική και Τεχνολογική Αριστεία.»
Άρθρο 5. Εδάφιο 1. Δεν είναι εύλογη η σκοπιμότητα ύπαρξης αυτού του εδαφίου στο νόμο. Έχοντας πικρή εμπειρία από το παρελθόν, όπου μεγάλα ποσά διατέθηκαν για παρόμοιες δραστηριότητες σε βάρος των καθαρά ερευνητικών δραστηριοτήτων, θα προτείναμε ο νόμος να περιορίζει το ύψος χρηματοδότησης αυτών μέσω καθιέρωσης μεγίστου ποσοστού σε σχέση με τη συνολική ερευνητική χρηματοδότηση.
Εδάφιο 5-7. Επίσης δεν είναι εύλογη η σκοπιμότητα ύπαρξης αυτών των λεπτομερειακών εδαφίων των σχετικών με τις αμοιβές των αξιολογητών σε ένα ιδιαίτερα λιτό νομοσχέδιο.
Εδάφιο 9. Είναι θετικό το γεγονός ότι προβλέπονται χρηματικά βραβεία για ερευνητές με εξαιρετική επίδοση αν και η διατύπωση δεν είναι η καλύτερη δυνατή λόγω ασάφειας ως προς την υλοποίησή της. Προτείνουμε να αφαιρεθούν οι λέξεις «…μπορεί να…» ώστε να μην είναι μια «εν δυνάμει» πρόβλεψη αλλά κάτι που θα καθιερωθεί σίγουρα. Η αρχή της διαιδκασίας μπορεί να εξειδικευθεί στο άρθρο 29.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’. ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Συμφωνούμε στις περισσότερες προβλέψεις.
Άρθρο 9. Εδάφιο 5. Παράγραφος ΣΤ. Είναι θετικό το γεγονός ότι η επιτροπή κρίσης των ερευνητών ορίζεται από το ΤΕΣ γιατί με αυτό το τρόπο η όλη διαδικασία γίνεται πιο αξιοκρατική και ανεξάρτητη από τις «εσωτερικές διεργασίες» του ΕΚ από το οποίο προέρχεται ο ερευνητής.
ενώ υπάρχουν δύο σημεία τα οποία χρήζουν διόρθωσης/συμπλήρωσης:
Άρθρο 11.
Μεταξύ των δύο εναλλακτικών διατυπώσεων η δεύτερη μοιάζει πιό ρεαλιστική αφού η διαχείριση των δράσεων Ε&Τ των άλλων, εκτός ΥΠΠΔΒΜΘ, από έναν εμπειρογνώμονα ο οποίος θα αναφέρεται και εργάζεται στη Γ.Γ.Ε.Τ. απαιτεί διαχρονική συμφωνία από μέρους Υπουργών και αντίστοιχων μηχανισμών.
Επίσης τα εδάφια 3, 5 και 6 της εναλλακτικής διατύπωσης 1 διακρίνονται από μεταξύ τους αντιφάσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ
Υπάρχει σειρά προβλέψεων στις οποίες πρέπει να γίνουν διευκρινίσεις ή/και συμπληρώσεις/διορθώσεις.
Άρθρο 13. Εδάφιο 2. Καθιερώνεται ο θεσμός του «Καθηγητή Έρευνας» για τους Ερευνητές οι οποίοι θα συμμετέχουν σε Μεταπτυχιακά Προγράμματα. Δυστυχώς όμως ο θεσμός αυτός περιορίζεται μόνο στα δι-ιδρυματικά Μεταπτυχιακά Προγράμματα και όχι γενικά για οποιοδήποτε Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα και ο περιορισμός αυτός θα πρέπει να αρθεί.
Εδάφιο 4. Καθιερώνεται ο θεσμός του «Επισκέπτη Ερευνητή» χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρος ο σκοπός και η αναγκαιότητα αυτού του θεσμού. Διαφαίνεται ότι αντιστοιχεί μάλλον σε μεταδιδακτορικό ερευνητή (post-doc) και η χρηματοδότηση δεν μπορεί να προέρχεται από τον τακτικό πρϋπολογισμό του ΕΚ. Αν πληρώνονται από πρόγραμμα του εποπτεύοντα ερευνητή τότε ποιός ο λόγος της τριμελούς επιτροπής άλλων ερευνητών για την επιλογή του;
Άρθρο 16. Εδάφια 3-7. Δεν είναι εύλογη η αναγκαιότητα των σχετικών εδαφίων αφού δεν θα καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό τα σχετικά έξοδα του αποθετηρίου ενώ είναι γνωστό ότι για τη μεγάλη πλειοψηφία των δημοσιεύσεων έχουν εκχωρηθεί τα πνευματικά δικαιώματα (copyright) στα περιοδικά δημοσίευσης.
Επίσης πρέπει να προβλεφθεί με ξεχωριστό άρθρο η ίδρυση Εθνικού Μητρώου Καινοτομικών Επιχειρήσεων Υψηλής Τεχνολογίας στο οποίο θα εντάσσονται επιχειρήσεις οι οποίες: (1) δραστηριοποιούνται σε τομείς υψηλής τεχνολογίας όπως ορίζονται αυτοί κατά τη διεθνή πρακτική, (2) έχουν τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης με ειδικευμένο προσωπικό, (3) πάνω από το 30% του κύκλου εργασιών τους προέρχεται από τεχνολογία αναπτυγμένη από την ίδια την επιχείρηση (πατέντες, ερευνητικά προγράμματα).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ. ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Άρθρο 17. Εδάφιο 2. Η ρύθμιση των δικαιωμάτων βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας επαφίεται στον εσωτερικό κανονισμό ενώ θα μπορούσε με μια παράγραφο να ξεκαθαρισθεί το τοπίο όσον αφορά αν μια πατέντα είναι «Υπηρεσιακή» ή «Εξαρτημένη». Στη πρώτη περίπτωση θα εντάσσονται οι πατέντες που προκύπτουν από συγκεκριμένη χρηματοδότηση έχοντας αυτόν το στόχο ενώ όλες οι υπόλοιπες θα θεωρούνται «Εξαρτημένες» ως κύημα της ερευνητικής εργασίας των ερευνητών στα πλαίσια του ΕΚ. Αφήνοντας το θέμα στον εσωτερικό κανονισμό ο οποίος μπορεί να τις θεωρεί όλες «υπηρεσιακές» και χωρίς αντίστοιχη νομολογία θα πρέπει ο κάθε ερευνητής, που θεωρεί ότι στην περίπτωσή του δεν ισχύει η «υπηρεσιακή», να προσφεύγει στα δικαστήρια….. Προφανώς η συγκεκριμένη πρόβλεψη αποτελεί αντικίνητρο ώστε οι ερευνητές να καταθέτουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας αλλά και να ιδρύουν εταιρείες-τεχνοβλαστούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε. ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Άρθρο 18. Εδάφιο 4. Ο αριθμός των αξιολογητών δεν πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένος (3 για αξιολόγηση Ινστιτούτων και πέντε για αξιολόγηση ΕΚ) αλλά να εξαρτάται από τον αριθμό των κυριότερων ερευνητικών τομέων των υπό αξιολόγηση Ινστιτούτων/ΕΚ. Ιδιαίτερα μετά τις προωθούμενες συγχωνεύσεις τα Ινστιτούτα θα έχουν πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις και η αξιολόγηση από μη-ειδικούς στο κάθε αντικείμενο θα δημιουργεί πρόβλημα ποιότητας στη διαδικασία αξιολόγησης.
Οι εξωτερικές αξιολογήσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται προς το τέλος υλοποίησης των προγραμματικών συμφωνιών του άρθρου 28 ώστε να αξιολογείται και η εκτέλεση της προγραμματικής συμφωνίας κατά τη προηγούμενη περίοδο αλλά και να προτείνονται δράσεις για την επόμενη.
ΜΕΡΟΣ Β.
ΣΤ. ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Το παρόν κεφάλαιο είναι το προβληματικότερο του σχεδίου υπό διαβούλευση. Το προτεινόμενο μοντέλο διοίκησης είναι κατάλληλο για ένα ερευνητικό περιβάλλον στο οποίο συνυπάρχουν ΕΚ με διαφορετική φιλοσοφία οργάνωσης, λειτουργίας και στόχων. Επίσης θα ήταν κατάλληλο για ΕΚ που ανήκουν σε εταιρείες. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι κατάλληλο για ένα ευρωπαϊκό ερευνητικό σύστημα κεντρικά καθοδηγούμενο και χρηματοδοτούμενο. Στη συνέχεια αναφέρονται τα προβληματικότερα σημεία.
Άρθρο 20. Εδάφιο 1. Δεν είναι δυνατόν να επαφίεται σειρά σημαντικών ρυθμίσεων στον εσωτερικό κανονισμό όπως ο ρόλος των Διευθυντών και των Επιστημονικών Συμβουλίων Ινστιτούτων και ο τρόπος αξιολόγησης του Γενικού Διευθυντή του ΕΚ, των Διευθυντών Ινστιτούτων, των ερευνητών Α’ και Β΄ βαθμίδας. Θα πρέπει τα παραπάνω να αποτελέσουν ξεχωριστά άρθρα του παρόντος νόμου.
Άρθρο 22. Εδάφιο 2. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναδεικνύεται στο κύριο όργανο διοίκησης των ΕΚ υποβαθμίζοντας τον ρόλο του Διευθυντή Ινστιτούτου. Θεωρούμε ότι αυτό έρχεται σε αντίφαση με τη προσπάθεια συγχωνεύσεων Ινστιτούτων και ΕΚ η οποία θα έχει σαν συνέπεια τη δημιουργία μεγάλων ΕΚ με προφανή δυσκολία διοίκησης από ένα επταμελές ή εννεαμελές ΔΣ. Στα Διοικητικά Συμβούλια πρέπει υποχρεωτικά να παρίσταται εκπρόσωπος της ΓΓΕΤ ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Πολιτείας.
Αντίθετα, ο ρόλος των Διευθυντών Ινστιτούτων θα πρέπει να συνεχίσει να είναι σημαντικός, ενώ τα Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων θα έπρεπε να αναβαθμισθούν ώστε να έχουν ένα σαφή, ελεγκτικό της λειτουργίας του Ινστιτούτου, ρόλο. Δεν είναι κατανοητή η ανατροπή του διοικητικού μοντέλου των ΕΚ των τελευταίων 30 χρόνων, το οποίο μάλλον ήταν επιτυχημένο και το οποίο θα έπρεπε να βελτιωθεί και όχι να ανατραπεί.
Άρθρο 24. Εδάφια 2-5. Εισάγεται για πρώτη φορά ο θεσμός του «Γενικού Διευθυντή» για να απαλλάξει τον Πρόεδρο του ΔΣ των ΕΚ από γραφειοκρατικά καθήκοντα και από τη καθημερινή διοικητική και οικονομική διαχείριση. Δεν υπάρχει αντίρρηση σε επίπεδο αρχών για τη καθιέρωση αυτού του θεσμού εφόσον ο ρόλος του περιορίζεται σε καθαρά διοικητικά καθήκοντα χωρίς καμιά αποφασιστική αρμοδιότητα σε ερευνητικά θέματα.
Δεν είναι κατανοητή και εύλογη η πρόβλεψη για πενταετή θητεία τη στιγμή που όλα τα υπόλοιπα όργανα (Πρόεδρος, μέλη ΔΣ, Δντές Ινστιτούτων) έχουν τετραετή θητεία (Εδάφιο 2).
Στα προσόντα του Γενικού Διευθυντή (Εδάφιο 3) θα πρέπει να συμπεριληφθεί και πρόβλεψη ότι η κατοχή μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών αποτελεί ένα από τα κριτήρια επιλογής.
Θα πρέπει να του αφαιρεθεί η αρμοδιότητα να «διοικεί το προσωπικό, να διαχειρίζεται προσλήψεις κλπ» δηλαδή να αφαιρεθεί η παράγραφος «ζ» (Εδάφιο 5).
Άρθρο 25. Εδάφιο 9. Δεν προσδιορίζεται ο ρόλος και οι αρμοδιότητες των Διευθυντών Ινστιτούτων σε αντίθεση με τον Γενικό Διευθυντή για τον οποίο γίνεται λεπτομερής περιγραφή. Θα έπρεπε να υπάρχει ξεχωριστό άρθρο με πλήρη περιγραφή του θεσμού.
Εδάφια 4-5. Στην επιτροπή κρίσης για την εκλογή Διευθυντή θα πρέπει να συμμετέχει και ερευνητής Α’ από το οικείο Ινστιτούτο.
Άρθρο 26. Οι δύο προτάσεις που αναφέρονται είναι απαράδεκτες αφού καταργούν τα Επιστημονικά Συμβούλια Ινστιτούτων τα απαρτιζόμενα από εσωτερικά μέλη. Οι σχετικές προβλέψεις του υπό αναστολή νόμου 3654/2008 θα πρέπει να εισαχθούν και στο παρόντα νόμο με επιπλέον πρόβλεψη για ελεγκτικό της λειτουργίας του Ινστιτούτου αλλά και αποφασιστικό σε αναπτυξιακά θέματα, ρόλο. Εν δυνάμει θα μπορούσε να καθιερωθεί και ένα συμβουλευτικό συμβούλιο (Scientific Advisory Committee-SAC) Ινστιτούτου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Άρθρο 27. Αποτελεί απαράδεκτο γεγονός το ότι δεν εξασφαλίζεται κατ’ελάχιστον η μισθοδοσία του μόνιμου προσωπικού των ΕΚ μέσω της τακτικής επιχορήγησης. Θα έπρεπε να αναφέρεται ότι η τακτική επιχορήγηση είναι κατ’ ελάχιστον ίση με το κόστος της μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού εφόσον οι αντίστοιχες προγραμματικές συμφωνίες του άρθρου 28 έχουν εκπληρωθεί σύμφωνα με την αξιολόγηση της διεθνούς επιτροπής (βλ. άρθρο 18 και σχετικό σχόλιο).
Άρθρο 28. Οι προγραμματικές συμφωνίες πρέπει να συνδεθούν με την εξωτερική αξιολόγηση όπως περιγράφηκε στο σχόλιο του άρθρου 18.
Άρθρο 29. Οι προβλέψεις για τα Κέντρα Ερευνητικής Αριστείας είναι ανεπαρκείς. Πρέπει να καθορισθεί το μέγεθος του κέντρου Ερευνητικής Αριστείας. Είναι ολόκληρα ΕΚ και ΑΕΙ; Ή Ινστιτούτα EK και Τμήματα AEI; Ή ερευνητικές ομάδες και Τομείς;
Θα πρέπει να εξειδικευθεί και αναλυθεί η πρόβλεψη του άρθρου 5 (εδάφιο 9) για τα ετήσια βραβεία Ερευνητικής Αριστείας τα οποία θα απονέμονται στους ερευνητές που διακρίνονται για την Αριστεία τους σε παγκόσμιο επίπεδο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Το παρόν κεφάλαιο χρήζει επίσης σημαντικών διορθώσεων μιας και παραλείπει σειρά θεμάτων που έχουν επιτυχώς αντιμετωπιστεί στο ανάλογο τμήμα (άρθ. 17, 18, 77) του νόμου για τα ΑΕΙ (Ν. 4009/2011) όπως αναφέρονται στη συνέχεια.
Άρθρο 30. Εδάφιο 1. Ο ορισμός του ερευνητή πρέπει να ενταχθεί και στο άρθρο 1 του νόμου.
Εδάφιο 7. Με το εδάφιο αυτό δίνεται η δυνατότητα πρόσληψης ερευνητών χωρίς διδακτορικό δίπλωμα σε «..περιπτώσεις γνωστικών αντικειμένων εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας…». Παρ’ότι δεν μας είναι προφανή τα αναφερόμενα ερευνητικά αντικείμενα ο νομοθέτης θα έπρεπε να φροντίσει για τη μη κατάχρηση αυτής της πρόβλεψης δίνοντας στο ΕΣΕΤΕΚ την αρμοδιότητα καθορισμού αυτών των αντικειμένων και όχι στον Εσωτερικό Κανονισμό των ΕΚ.
Ερευνητικές άδειες. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αυτές ενώ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σταδιοδρομίας ενός ερευνητή.
Άρθρο 31. Πρέπει να ορισθεί με σαφήνεια ό όρος «ερευνητικό προσωπικό» το οποίο αναφέρεται πολλάκις στο συγκεκριμμένο άρθρο
Εδάφια 2 και 3. Τα εδάφια αυτά αντιφάσκουν μεταξύ τους όσον αφορά τα χρόνια αρχικής σύμβασης και στα χρόνια για τη προκήρυξη της θέσης τους στη περίπτωση των ερευνητών Γ’ (Η αρχική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου θα έχει διάρκεια 4 ή 6 έτη;).
Εδάφιο 7 Δεν είναι προφανής η σκοπιμότητα του εδαφίου αφού η σχέση εργασίας καθορίζεται στα εδάφια 3 και 4 του ίδιου άρθρου. Αν αφορά άλλο προσωπικό γιατί εντάσσεται σε άρθρο σχετικό με τους ερευνητές;
Εδάφιο 8. Δεν καθιερώνεται η μισθολογική εξίσωση με τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ πράγμα που οδηγεί σε υποβάθμιση του θεσμού του Ερευνητή με αδυναμία προσέλκυσης αξιόλογων επιστημόνων, αλλά και αδυναμία παραμονής των ήδη υπηρετούντων, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στα ΕΚ του ανεπτυγμένου κόσμου.
Άρθρο 32. Θα πρέπει να θεσμοθετηθούν θέσεις προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης η ανάγκη των οποίων είναι προφανής μετά την κατάργηση των θέσεων ΕΛΕ.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν εμφανίζονται οι μεταβατικές διατάξεις για σειρά θεμάτων που θα προκύψουν μετά τη ψήφιση του νόμου. Χαρακτηριστικά πρέπει να τονισθούν τα ακόλουθα:
Θέμα ΕΛΕ. Πρέπει να δίνεται η δυνατότητα παραμονής των ήδη υπηρετούντων ΕΛΕ σε προσωποπαγείς θέσεις με δυνατότητα εξέλιξης στην ανώτερη βαθμίδα (ΕΛΕ Α’), δηλαδή να ισχύει για αυτούς το προηγούμενο νομικό καθεστώς.
Θέμα ήδη υπηρετούντων Ερευνητών Γ’ και Ερευνητών Δ’. Θα πρέπει να προβλεφθούν ανάλογες με το άρθ. 77 του Ν. 4009/2011 διατάξεις για τους ήδη υπηρετούντες Ερευνητές Γ’ και Δ’ βαθμίδας, κατ’ αντιστοιχία με τον Επίκουρο και τον Λέκτορα επί θητεία.
1.Στο ΕΣΕΤΕΚ να υπάρχουν εκπρόσωποι διαφόρων Κλάδων της Βιομηχανίας ανάλογα με τη συμβολή, που έχει ο καθένας στην Ελληνική Οικονομία.
2.Το ένα από τα Τομεακά Επιστημονικά Συμβούλια (ΤΕΣ) να αφορά στην περιοχή των Τροφίμων.
3.Όσον αφορά στην Πρόταση 2, στο πλαίσιο της λειτουργίας του Τμήματος Έρευνας και Καινοτομίας να συσταθεί μία συμβουλευτική επιτροπή με εμπειρογνώμονες ΑΕΙ, ΤΕΙ, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων του Ιδιωτικού Τομέα.
Το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης θα έπρεπε να συμμετέχει στη ΔΕΕΤΕΚ και να έχει Εμπειρογνώμονες Έρευνας και Καινοτομίας, καθώς το αντικείμενό του είναι άμεσα συνυφασμένο με την έννοια της έρευνας και της καινοτομίας (νέα συστήματα, διαδικασίες και «προϊόντα» στη δημόσια διοίκηση).
Το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο ενός ατόμου, κράτους, (δημοσίου ή ιδιωτικού) φορέα, κλπ είναι η ικανότητά του να καινοτομεί. Ως εκ τούτου πρέπει να θεσπιστεί μιά διεύθυνση έρευνας ανά υπουργείο που να επανδρώνεται από μόνιμο υψηλόβαθμο προσωπικό (και όχι από «συμβούλους» του εκάστοτε υπουργού) και να υπάγεται απ’ ευθείας στο γραφείο του υπουργού. Η δεύθυνση αυτή πρέπει να έχει στη διάθεσή της κάποιο προυπολογισμό και να μπορεί να κάνει ερευνητικές προκυρύξεις με συγκεκριμένα ερευνητικά θέματα.
Για παράδειγμα: το κόστος κατεργασίας ατσαλιού στη χώρα μας είναι απελπιστικά μεγάλο σε σχέση με το αντίστοιχο κόστος στην Απω Ανατολή. Για τον λόγο αυτό τα ναυπηγεία μας καταστράφηκαν. Προκειμένου να πέσει αυτό το κόστος απαιτούνται καινοτομίες (στην ρομποτική, στις συγκολήσεις, στις βαφές, κλπ). Τη προσπάθεια μείωσης του κόστους αυτού αναλαμβάνει το Υπ. Ναυτιλίας και αναθέτει δυο (το πολύ) μεγάλα έργα: Ενα π.χ. στο ΙΤΕ και ένα στο ΕΜΠ. Οι προτεινόμενες «λύσεις» εφαρμόζονται πιλοτικά σε ιδιωτικά ναυπηγεία και να αξιολογούνται τα αποτελέσματα. Κάποια τμήματα των «λύσεων» υιοθετούνται και εφαρμόζονται, άλλα απορρίπτονται και άλλα τροποποιούνται. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται νέα γνώση στον τομέα, δηλ. νέοι άνθρωποι με γνώση, και αυτούς τους ανθρώπους θα έρθει να αξιοποιήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία μέσω επενδύσεων ώστε να έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ
ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος»,
15310 Αγία Παρασκευή Αττικής
Τηλ: 210 6503556, fax: 210 6511767
e-mail: mkonstan@bio.demokritos.gr
Θέμα: Σχέδιο νόμου: «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών Δημοκρίτου θα ήθελε να μεταφέρει τις θέσεις της ερευνητικής κοινότητας του «Δ» σχετικά με το προτεινόμενο Σχέδιο νόμου: «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» του ΥΠΔΒΜΘ που είναι σε διαβούλευση.
Η ερευνητική κοινότητα του «Δ» κρίνει ότι το κείμενο που κατατέθηκε στη δημόσια διαβούλευση απέχει πολύ από προσχέδιο νομοσχεδίου στο οποίο μπορούν τα ενδιαφερόμενα μέρη να συμβάλουν με το διάλογο στη διαμόρφωση ενός πλαισίου νόμου, που θα βοηθήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη της Έρευνας και της Καινοτομίας και θα αποτελέσει τη βάση λειτουργίας ενός σύγχρονου ερευνητικού συστήματος. Πρόκειται για ένα σύνολο γενικών θέσεων που απέχει πολύ από το διακηρυγμένο στόχο προς ένα αποδοτικό ενιαίο χώρο «Εκπαίδευσης – Έρευνας – Ανάπτυξης».
Το συγκεκριμένο κείμενο είναι σε πλήρη αντίθεση με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η ερευνητική κοινότητα αποδεχόμενη το πρόσφατο κάλεσμα της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου για την περαιτέρω προώθηση της διασύνδεσης ΑΕΙ και ΕΚ (με βάση το Ν 4009/2011), την αναβάθμιση της θέσης του ερευνητή και τη βέλτιστη αξιοποίηση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος ως βασικού μοχλού ανάπτυξης της χώρας.
Είναι έκδηλη η πρόθεση του Υπουργείου για την κατάργηση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος χρησιμοποιώντας ως «δούρειο ίππο» τις ακόλουθες προτάσεις/παραλείψεις του κειμένου της διαβούλευσης:
1) Η πρόσληψη των ερευνητών του δημόσιου ερευνητικού συστήματος γίνεται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου
2) Η χρηματοδότηση της μισθοδοσίας και των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων δεν είναι εγγυημένη
3) Οι ερευνητές επί της ουσίας αποκλείονται από τη διοίκηση τόσο των Ερευνητικών Κέντρων όσο και των Ινστιτούτων
4) Ο ενιαίος χώρος Έρευνας-Εκπαίδευσης όχι μόνο δεν κατοχυρώνεται, αλλά ούτε και προωθείται.
Τα ανωτέρω υποδεικνύουν την σχεδιαζόμενη από το Υπουργείο πλήρη υποβάθμιση του Δημόσιου και Ακαδημαϊκού χαρακτήρα της Έρευνας, την υποβάθμιση της θέσης του ερευνητή ως δημόσιου λειτουργού και τη μετατροπή του πλαισίου λειτουργίας και των στόχων των δημόσιων ερευνητικών κέντρων προς κατεύθυνση κατάλληλη για κερδοσκοπική ιδιωτική εταιρεία.
Δυστυχώς μετά από το Ν1514/1985 που αποτέλεσε θεμέλιο λίθο για την Έρευνα και την Καινοτομία στην Ελλάδα και συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανάπτυξή τους κατά τα τελευταία 30 χρόνια, οι προτάσεις του Υπουργείου είναι δυνατόν να αποτελέσουν την «ταφόπλακα» του δημόσιου ερευνητικού συστήματος.
Είναι αυτονόητο ότι με αυτές τις προτάσεις θα τεθεί σε άμεσο κίνδυνο το επιτελούμενο ερευνητικό και κοινωνικό έργο και η βιωσιμότητα των μοναδικών υποδομών που διατηρούνται στα Ερευνητικά Κέντρα.
Επιπλέον όχι μόνο δεν θα υπάρξει προσέλκυση «άριστων» ερευνητών από το εξωτερικό αλλά το φαινόμενο του «brain drain» που είναι σε εξέλιξη θα ενταθεί με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση των Ερευνητικών Κέντρων.
Για μία ακόμη φορά είναι φανερό ότι η έκθεση της RAND (2011) όπως και οι παλαιότερες αξιολογήσεις των ΕΚ υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ (1995, 2000, 2005) δεν αξιοποιήθηκαν από το Υπουργείο. Αυτό ενισχύει τη διακηρυγμένη άποψη της ερευνητικής κοινότητας ότι η ΓΓΕΤ δεν μπορεί να έχει διττό ρόλο και αξιολογητή και χρηματοδότη.
Η επιλογή του Υπουργείου να μη δοθεί σε δημόσια διαβούλευση ολόκληρο το σχέδιο νόμου για την έρευνα (εκδόσεις του οποίου το τελευταίο διάστημα κυκλοφορούσαν ως διαρροή) φαίνεται να υποκρύπτει σκοπιμότητα άγνωστη στην ερευνητική κοινότητα, η οποία ενισχύεται και από τη μη δημοσιοποίηση των μεταβατικών διατάξεων.
Σε αντίθεση με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας που φαίνεται να ξεχνά τη συμβολή της Έρευνας και της Καινοτομίας στην κοινωνία και την οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, η ερευνητική κοινότητα με αίσθηση κοινωνικής ευθύνης και λογοδοσίας θα ήθελε στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης να καταθέσει τα ακόλουθα:
1. Το ερευνητικό σύστημα της χώρας είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς της ελληνικής κοινωνίας που κρίνονται για τη λειτουργία και το έργο τους (ανά 5ετία από το 1995) με διαδικασίες και κριτήρια διεθνώς αποδεκτά.
2. Τα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα όπως το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» στα πλαίσια του δημόσιου χαρακτήρα τους είχαν τη δυνατότητα μέσω της συντήρησης και διαρκούς βελτίωσης ερευνητικών και τεχνολογικών υποδομών αλλά και της σταθερότητας του εργασιακού περιβάλλοντος του ερευνητικού προσωπικού, σε συνδυασμό με τις επαναλαμβανόμενες αξιολογήσεις, να αναπτύξουν πολύτιμη τεχνογνωσία ώστε να υπάρχει διάρκεια στο ερευνητικό αποτέλεσμα – απαραίτητη προϋπόθεση για την αυξημένη προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων από την ΕΕ και άλλους φορείς.
3. Σύμφωνα με τη διεθνή ερευνητική πολιτική, όλα τα κράτη διαθέτουν και χρηματοδοτούν δημόσια Ερευνητικά Κέντρα ειδικότερα σε θέματα εθνικής ασφάλειας, προστασίας περιβάλλοντος, δημόσιας υγείας, πολιτιστικής κληρονομιάς κ.α.
4. Η Έρευνα και η Καινοτομία ιδιαίτερα στις σημερινές εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης και παρέχουν θέσεις εργασίας σε νέους επιστήμονες οι οποίοι θα έφευγαν από τη Χώρα λόγω της αυξανόμενης ανεργίας.
5. Ο Τακτικός Προϋπολογισμός των Ερευνητικών Κέντρων εδώ και μερικά χρόνια με δυσκολία καλύπτει τους μισθούς του μόνιμου προσωπικού.
6. Τα Ερευνητικά Κέντρα συνεισφέρουν στο κράτος οικονομικά μέσω των εισροών από τα ανταγωνιστικά προγράμματα, της προβολής της Χώρας στο εξωτερικό και της παροχής θέσεων εργασίας σε προσωπικό αυξημένων προσόντων.
7. Η πληρωμή των πολυάριθμων Επιστημονικών Συνεργατών καθώς και οι κάθε είδους λειτουργικές δαπάνες των Ερευνητικών Κέντρων, καλύπτονται από ερευνητικά προγράμματα είτε προγράμματα παροχής υπηρεσιών, τα οποία προτείνουν και διεκδικούν ανταγωνιστικά οι Ερευνητές.
8. Οι συνεχείς μειώσεις στο μισθολόγιο των ερευνητών έρχονται σε αντίφαση με το διακηρυγμένο στόχο του υπουργείου προς αύξηση της κρίσιμης μάζας ερευνητών με την προσέλκυση συναδέλφων από το εξωτερικό και δρουν ανασταλτικά και στο εσωτερικό της χώρας ενισχύοντας τη μαζική «μετανάστευση» ερευνητών στο εξωτερικό.
Συνοψίζοντας, η ερευνητική κοινότητα του «Δ» δηλώνει πλήρως και απολύτως αντίθετη στη σχεδιαζόμενη υποβάθμιση του Δημόσιου και Ακαδημαϊκού χαρακτήρα της Έρευνας. Ο δημόσιος χαρακτήρας καθώς και η ακαδημαϊκή φυσιογνωμία της Έρευνας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Παιδεία και μαζί αποτελούν τους βασικούς μοχλούς αύξησης της διαθέσιμης γνώσης και ανόδου του πολιτισμικού και τεχνολογικού επιπέδου της Χώρας. Τέλος θα θέλαμε να τονίσουμε εκ νέου τις εκπεφρασμένες θέσεις του συνόλου των Ερευνητών του «Δ» που αφορούν στη:
1. Διατήρηση του θεσμικού πλαισίου του ΕΚΕΦΕ «Δ» ως ΝΠΔΔ
2. Εγγύηση μισθών και λειτουργικών δαπανών από τον Τακτικό Προϋπολογισμό όπως και στα ΑΕΙ
3. Ουσιαστική διαβούλευση με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου παραγωγικού χώρου «Εκπαίδευσης – Έρευνας – Ανάπτυξης» με ισότιμη συμμετοχή των βασικών συντελεστών του.
Για το Δ.Σ. του Σ.Ε.Δ.
Η Πρόεδρος Μαρία Κωνσταντοπούλου
Ο Γεν. Γραμματέας Νίκος Γλέζος
ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΙΤΕ)
Γενικές παρατηρήσεις
1. Το σχέδιο που τέθηκε προς διαβούλευση αφορά γενικές αρχές του νόμου και δεν επιτρέπει λεπτομερή και συγκεκριμένο σχολιασμό. Θα πρέπει να δοθεί εγκαίρως στη δημοσιότητα μια πληρέστερη μορφή του.
2. Μεγάλη σημασία για την συνέχεια της εύρυθμης λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) θα έχουν οι μεταβατικές διατάξεις του νόμου , οι οποίες θα πρέπει επίσης να δημοσιοποιηθούν εγκαίρως.
Παρατηρήσεις στα κεφάλαια του σχεδίου
Α. Όργανα Σχεδιασμού και Εφαρμογής
1. Θεωρούμε θετική την θέσπιση Διυπουργικής Επιτροπής για την Έρευνα, Τεχνολογία και Καινοτομία (ΕΤΚ) υπό τον Πρωθυπουργό. Ελπίζουμε να έχει αρκετή ισχύ ώστε να μπορει να επιβάλλει στα Υπουργεία κοινούς κανόνες και διαδικασίες προκήρυξης, αξιολόγησης και αποτίμησης έργων ΕΤΚ. Το ζητούμενο θα ήταν βεβαίως αυτή η Επιτροπή να έχει υπό τον έλεγχό της και τα ερευνητικά κονδύλια όλων των Υπουργείων.
4. Η Πρόταση 1 (Εμπειρογνώμονας Έρευνας και Καινοτομίας) επιτρέπει καλύτερο συντονισμό της ΓΓΕΤ με τις ερευνητικές υπηρεσίες άλλων Υπουργείων, και κάποιο στοιχειώδη έλεγχό τους. Συνεπώς είναι προτιμητέα της Πρότασης 2 που δεν προβλέπει σύνδεση με τη ΓΓΕΤ. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί πρόνοια ώστε να μη δημιουργηθεί πρόσθετη γραφειοκρατία.
Για το ΔΣ του ΙΤΕ
Κώστας Φωτάκης, Πρόεδρος
28 Ιανουαρίου 2012
-Προς την πολιτική ηγεσία του ΥΠΔΒΜΘ,
-Προς τους υπεύθυνους διαχείρισης και δημοσίευσης των σχολίων (moderators) της Διαβούλευσης,
-Προς τα μέλη της ομάδας, υπεύθυνης για την παρακολούθηση και τη σύνταξη της Εκθεσης της Διαβούλευσης.
Θέμα: Δημόσια Διαβούλευση για το Σχέδιο Νόμου «Ερευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» με ημερομηνία ανάρτησης 5 Ιανουαρίου 2012.
Με έκπληξη είδαμε τρεις μόνο μέρες πριν τη λήξη της παραπάνω Διαβούλευσης να δίνεται 8ημερη παράταση για το σχολιασμό του σχετικού «Σχεδίου Νόμου» (εφεξής «ΣΧ1»).
Για την παράταση αυτή ενημερωθήκαμε μετά τις 3 το μεσημέρι της Παρασκευής 27 Ιανουαρίου από την ιστοσελίδα της ΓΓΕΤ όπου αναρτήθηκε ως Ανακοίνωση.
Η έκπληξη έγινε κατάπληξη όταν είδαμε να προστίθεται στο «σχετικό υλικό» της Διαβούλευσης νέο υλικό με τον πανομοιότυπο τίτλο (!) «Σχέδιο Νόμου» (εφεξής «ΣΧ2»).
Ερωτάσθε:
1. Ποιός ο λόγος για την παράταση της Διαβούλευσης;
Υποθέσαμε ότι στο «κάλεσμα» (υποχρεωτικό προσάρτημα της διαβούλευσης)της κας Υπουργού για συμμετοχή στη Διαβούλευση θα υπήρχε αναφορά στην παράταση αυτή, κάτι που δεν είδαμε. Το «κάλεσμα» παραμένει το ίδιο της 5ης Ιανουαρίου.
Η παράταση θα μπορούσε να ήταν ευπρόσδεκτη αν δεν μας έβαζε σε σκέψεις ότι πίσω από αυτή υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες/ εκτιμήσεις ή και μεθοδεύσεις στο χειρισμό της άλλης ρύθμισης που προηγείται χρονικά και εννοούμε, βέβαια, αυτή της «Αναδιάρθρωσης του Ερευνητικού Ιστού» της χώρας
2. Επί ποίου κειμένου συνεχίζεται τελικά η Διαβούλευση; Επί του ήδη αναρτημένου «ΣΧ1», το οποίο σχολιάζεται εδώ και 3 εβδομάδες, ή επί του «ΣΧ2»;
Μήπως το «ΣΧ2» αναρτήθηκε και μόνον πληροφοριακά; Αφελής ερώτησις!
Συγκρίνοντας το «ΣΧ1» και το «ΣΧ2» παρατηρούμε:
-Πρώτον, ότι το «ΣΧ2» (που έχει δημιουργηθεί ως draft σχεδίου νόμου στις 5 Ιανουαρίου 2012) έχει ουσιώδεις διαφορές με το «ΣΧ1».
Στο «ΣΧ2» έχουν γίνει προσθήκες/αλλαγές σε καίρια σημεία που αφορούν πχ. τις εξουσίες/αρμοδιότητες των οργάνων που εμπλέκονται στην ερευνητική διαδικασία, προτείνονται νέες ρυθμίσεις που αφορούν τα ερευνητικά κέντρα, ρυθμίζονται με λεπτομέρεια θέματα οικονομικά (πχ. αποζημιώσεις μελών συμβουλίων κά) ήσσονος σημασίας σε αυτή τη φάση, κά, κά. Αλλά και πάλι σε αυτή την τυπική μορφή σχεδίου νόμου που έχει το «ΣΧ2» δεν υπάρχουν καταργούμενες διατάξεις του ισχύοντος νομικού πλαισίου για την έρευνα (δεν εννοούμε τους νόμους 3653 και 1514 στο σύνολό τους αλλά άλλες ρυθμίσεις που δεν αποτελούν τροποποιήσεις του 1514 !) … ούτε μεταβατικές διατάξεις…
-Δεύτερον, ότι το «ΣΧ2» είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ίδιο με κείμενο σχεδίου νόμου με τίτλο «Νέος Νόμος κλπ κλπ … 16/11/ 2011» που διέρρευσε πέρυσι το Νοέμβριο, και για το οποίο μας είχε δοθεί αρμοδίως η διαβεβαίωση ότι αυτό δεν έχει σχέση με το κείμενο που ετοιμάζεται από την Επιτροπή και το ΥΠΔΒΜΘ.
3. Πως θα συνταχθεί η «΄Εκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης» η οποία συνοδεύει, σύμφωνα με το νέο κανονισμό της Βουλής (άρθρο 85, παρ. 3), υποχρεωτικά το «νομοσχέδιο» στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισης στη Βουλή, και στην οποία πρέπει να αναφέρεται τι ελήφθη, και τι δεν ελήφθη υπόψη και γιατί, από τα σχόλια των πολιτών στη σύνταξη του τελικού «νομοσχεδίου»;
΄Οταν επί 21 μέρες σχολιάστηκε το «ΣΧ1» και τις άλλες 8 το «ΣΧ2»;
Τελειώνοντας
Στα πλαίσια της συμμετοχικής δημοκρατίας (!) κατά το σχεδιασμό των πολιτικών που τον αφορούν ο πολίτης καλείται να εμπλακεί σε διάλογο, να εκφράσει τις απόψεις του. Απαραίτητη προυπόθεση η δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης. Στην αμφίδρομη σχέση κράτους – πολίτη το κράτος παρέχει την «πληροφορία» (πλήρη, αντικειμενική, αξιόπιστη, σχετική, κατανοητή, προσβάσιμη) για τις προθέσεις του και ο πολίτης, διαδραστικά, μέσω «της διαβούλευσης» καταθέτει τις απόψεις του …
Η εμπιστοσύνη, στη περίπτωση αυτής της Διαβούλευσης, έχει κλονισθεί εκ μέρους των ενδιαφερομένων/εμπλεκομένων στην ερευνητική διαδικασία, είτε λαμβάνουν μέρος στη Διαβούλευσης είτε όχι, από μία σειρά … θα τις αποκαλούσαμε τουλάχιστον αστοχίες … για να είμαστε εξαιρετικά απιεικείς …
Θα θέλαμε λοιπόν μια e-διευκρίνηση επί όλων αυτών πριν οι σχολιαστές θεωρηθεί ότι βρίσκονται σε ομαδική παράκρουση.
Με τιμή
Ελισσάβετ ΄Αλλισον
Καλημέρα,
Να δώσετε την δυνατότητα αξιολόγησης και πιστοποίησης καινοτομικής προσφοράς σε ανθρώπινο δυναμικό, που επιβεβαιώνετε εκ του αποτελέσματος, κατά την επαγγελματική και ακαδημαϊκή τους διαδρομή.
Επίσης, με εργαλείο την αναγνώριση που θα προκύψει, να δώσετε κίνητρα για μεταφορά τεχνογνωσίας και συνέχιση της ερευνητικής τους δραστηριότητας.
Στη διάθεσή σας
Καρακολτζίδης Ιωάννης
1. Η συνένωση της ισχύος για την έρευνα και καινοτομία που εδράζει τόσο στα ΑΕΙ όσο και στα ΕΚ είναι μια πρωτοποριακή ιδέα. Το νομικό πλαίσιο καθώς και η υποστήριξή της μέσα από μια διϋπουργική έχουν να προσφέρουν τα μέγιστα στο συντονισμό της Εθνικής αυτής προσπάθειας. Σ’ ένα ευμετάβλητο οικονομικό αλλά και πολιτικό περιβάλλον μια τέτοια επιτροπή δύναται να εξασφαλίζει την άντληση πόρων από το έμψυχο αλλά και άψυχο δυναμικό της χώρας ώστε να εξυπηρετούνται οι Εθνικές πολιτικές και προτεραιότητες, ειδικά όταν πρόκειται για θέματα που άπτονται της Εθνικής οικονομίας και της αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Από την επιτροπή όμως αυτή απουσιάζει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας το οποίο διατηρεί αρκετές ομάδες με καθαρό προσανατολισμό στην Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη (ΕΤΑ).
2. Στην προσπάθεια της ανάπτυξης του νομοθετήματος αυτού δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι τα ΑΕΙ και τα ΕΚ είναι δύο χώροι με τελείως διαφορετικές προτεραιότητες. Στα ΑΕΙ η προτεραιότητα βαρύνει προς τη διαδικασία της παροχής γνώσης και εκπαίδευσης του μελλοντικού επιστημονικού δυναμικού της χώρας με δεδομένο ότι μέρος από τη γνώση αυτή θα πρέπει να παράγεται μέσα στα ΑΕΙ. Τα ΕΚ που επιβλέπονται από τη ΓΓΕΤ έχουν δημιουργηθεί με κύριο σκοπό την ΕΤΑ κυρίως μέσα από τη διεκδίκηση των ανταγωνιστικών Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων αλλά και την εξυπηρέτηση των Εθνικών προτεραιότητων και πολιτικών που έχουν τεθεί από την ίδια τη ΓΓΕΤ. Είναι προφανές, και ταυτόχρονα παρήγορο, ότι στοιχεία αριστείας βρίσκονται σε πολλές από τις ερευνητικές ομάδες που δραστηριοποιούνται και στους δύο χώρους. Επομένως, οι δράσεις του συντονισμού του δυναμικού αυτού θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές αυτές προτεραιότητες, κυρίως όταν πρόκειται για τη χάραξη των Εθνικών πολιτικών και την εξυπηρέτηση των υποχρέσεων της χώρας προς τις Ευρωπαϊκές αλλά και διεθνείς συνθήκες, συμβάσεις και πολιτικές.
3. Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να προβλεφθούν εκείνες οι δομές οι οποίες δύνανται να υποστηρίξουν τα παραπάνω. Για παράδειγμα δεν μπορεί μια απλή καταλογογράφηση να εξυπηρετεί το στόχο για ενοποιημένο Χώρο Έρευνας και Καινοτομίας αν δεν υπάρχει Εθνική Υποδομή με τα στοιχεία του παραγόμενου έργου από το ερευνητικό (και προφανώς και διδακτικό) προσωπικό της χώρας, διαθέσιμα σε σχεδόν πραγματικό χρόνο. Αυτό απλά σημαίνει τη δημιουργία δικτυακής πύλης (portal) την οποία όλοι οι επιστήμονες (ανεξαρτήτως βαθμού ή σχέσης εργασίας, και με έδρα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό) υποχρεούνται να ενημερώνουν ανά τακτά (ετήσια;) διαστήματα με τα στοιχεία απόδοσής τους σε όλα τα επίπεδα, από το καθαρά διοικητικό μέχρι το επιστημονικό και ερευνητικό. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να ενημερώνουν αντίστοιχη βάση δεδομένων ώστε να είναι δυνατή η αυτόματη άντλησή τους σε κάθε περίπτωση αξιολόγησης, κρίσης, ή οποιασδήποτε άλλης ενέργειας από οποιονδήποτε (από τον(την) Υπουργό μέχρι τον απλό πολίτη). Αυτό θα συνέβαλλε αποφασιστικά στον ενιαίο τρόπο αξιολόγησης του παραγόμενου έργου αλλά και στη διαφάνεια του χώρου. Επίσης, θα συνέβαλλε στην διασύνεδεση των επιστημών και των κλάδων τους (π.χ. θετικές και κοινωνικές επιστήμες).
4. Η ίδια Υποδομή θα πρέπει να υποστηρίζει και το διοικητικό έργο στα ΕΚ και τα ΑΕΙ από το πιο απλό υπηρεσιακό σημείωμα μέχρι τις αποφάσεις των πλέον υψηλόβαθμων διοικητικών δομών. Είναι απαράδεκτο να γίνεται λόγος για την κοινωνία της πληροφορίας στη χώρα και να δύναται ο πολίτης να καταθέτει ηλεκτρονικά τη φορολογική του δήλωση ενώ ο ερευνητής να μη δύναται να στείλει ούτε ένα απλό σημείωμα στη διοίκησή της Υπηρεσίας του. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις να πρέπει να καταθέτει σε χαρτί μια δέσμη από αιτήματα και δικαιολογητικά, τα οποία πρέπει προηγουμένως να υπογραφούν από τους αρμόδιους, για περιπτώσεις όπως για ένα απλό ταξίδι, στα πλαίσια ενός προγράμματος. Τέλος, είναι απαράδεκτο ο ερευνητής ή το μέλος ΔΕΠ να αφιερώνει τόσο χρόνο για την περαίωση αυτών των απλών και πολλαπλών καθημερινών υποθέσεων. Είναι ανήκουστο στην εποχή της διαφάνειας να μην υφίσταται το ηλεκτρονικό πρωτόκολλο στις Υπηρεσίας των ΕΚ και ΑΕΙ.
5. (σελ. 11) Είναι βασικό να προβλέψει ο Nομοθέτης τη συμμετοχή διεθνώς ανεγνωρισμένων επιστημόνων της αλλοδαπής στο μεγαλύτερο ποσοστό των επιτροπών αξιολογήσεων των ΑΕΙ και ΕΚ αλλά και σ’ εκείνες των αξιολογήσεων των στελεχών τους ώστε να θεμελιωθούν αξιώτερα κριτήρια αριστείας στις κρίσεις αυτές αλλά και διαφάνεια. Η συμμετοχή τους δεν θα πρέπει να απαιτεί τη φυσική τους παρουσία αλλά την ενεργή τους παρουσία μέσα από τηλεφωνικές ή Video διασκέψεις. Το μέτρο αυτό είναι απαραίτητο για χώρες-μέλη στις οποίες ο όγκος του επιστημονικού δυναμικού είναι μικρός σε κάθε επιστημονικό κλάδο και επομένως όλοι γνωρίζουν τους πάντες στο χώρο. Η προβολή της εικόνας αυτής διαφαίνεται μάλλον να βαίνει δυσμενέστερη με βάση τον κανόνα του 1/10 (ή όποιον άλλο) στις νέες προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. Επιπλέον, αποδεικνύεται βάναυσο για την Εθνική οικονομία να ξοδεύονται τόσα ποσά για τις μετακινήσεις των αξιολογητών, όταν τα ποσά αυτά μπορούν να εξοικονομηθούν και να δοθούν στην πραγματική κατεύθυνση της ΕΤΑ και όχι για την περαίωση διοικητικού έργου.
6. (σελ. 12) Εδώ ο Νομοθέτης φαίνεται να λησμονεί ότι η βασική προτεραιότητα των ΕΚ είναι η προσέλκυση πόρων από πολλαπλές πηγές (Ευρωπαϊκά και Εθνικά προγράμματα, παροχή υπηρεσιών, μελέτες, κλπ.) τόσο για τη στήριξη των δραστηριοτήτων τους αλλά όσο πλέον και για την ίδια την επιβίωσή τους. Ο ίδιος Νομοθέτης φαίνεται να λησμονεί ότι η κρατική επιχορήγηση των ΕΚ και ΑΕΙ με τα βίας φτάνει να καλύψει μισθούς τακτικού προσωπικού και εργαζομένων με καθεστώς αορίστου χρόνου, τα οποία μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις αργοπορούν με αποτέλεσμα να διαπιστώνονται περιοδικά “στάσεις πληρωμών”, σε ορισμένα από αυτά. Τα λειτουργικά έξοδα τπυ συνόλου των ΕΚ καλύπτονται από πόρους που τα ίδια προσελκύουν μέσα από τις δραστηριότητες του ερευνητικού τους προσωπικού. Κατά συνέπεια, η διάδοση και εφαρμογή των αποτελεσμάτων είναι μια άκρως επιθυμητή προσέγγιση όταν όμως η λειτουργία των ΕΚ και ΑΕΙ έχει εξασφαλιστεί ως βιώσιμη. Επιπλέον, οφείλει ο Νομοθέτης να εξασφαλίσει τον τρόπο με τον οποίο η βιομηχανία και οι αγορά θα ενσωματώσουν τις νέες και καινοτομικές υπηρεσίες και αγαθά μέσα από την κοινή δραστηριοποίησή τους με συμπράξεις με τον ενιαίο αυτό χώρο έρευνας και καινοτομίας. Όχι όμως με την απλή εφαρμογή προγραμμάτων στα οποία η εμπειρία έχει δείξει ότι ο ιδιωτικός τομέας συμμετέχει διότι δύναται να έχει άμεσο όφελος αλλά με την εφαρμογή σειράς εργαλείων (π.χ. φορολογικών ελαφρύνσεων, συμμετοχή του δημόσιου τομέα στην εργοδοσία νέων από τον ιδιωτικό, κλπ.) που θα δώσουν πραγματικά κίνητρα για συμπράξεις του ιδιωτικού τομέα με τον ενιαίο χώρο έρευνας και καινοτομίας.
7. (σελ. 13) Είναι προτιμότερο στο κείμενο να υπάρχει η λέξη “διαφάνεια” αντί της “λογοδοσίας” και αυτό αφορά στο σύνολο του κειμένου.
8. (σελ. 19) Προτεραιότητα στη σειρά του καταλόγου των κριτηρίων θα πρέπει να έχουν οι εισροές και όχι οι δημοσιεύσεις. Οι δημοσιεύσεις είναι προφανέστατα στοιχείο αριστείας και θα πρέπει να κατέχει περίβλεπτο θέση μεταξύ των κριτηρίων αλλά όχι το πρωταρχικό. Αριστεία χωρίς εισορές δεν μπορεί να αφορά ένα τέτοιο χώρο στο μέλλον. Με άλλα λόγια οι φορείς της ΕΤΑ θα πρέπει να έχουν και ιδίους τρόπους ώστε να συντηρούνται, να ευδοκιμούν αλλά και να εξελίσσονται, πέρα των κρατικών επιχορηγήσεων. Επιπλέον, ο όρος “δημοσιεύσεις” θα πρέπει να εμφανίζεται ως “δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά με κριτές” (articles in peer-reviewed journals) αν θέλουμε να έχει βαρύτητα αλλά και αποτέλεσμα στις αξιολογήσεις και στην αριστεία του χώρου, φυσικά. Τα σημεία 3 και 10 είναι ταυτόσημα. Τέλος οι θέσεις απασχόλισης θα πρέπει να βρίσκονται πολύ μπροστά στον κατάλογο, αμέσως μετά τις εισροές, κατά προτεραιότητα. Η καταπολέμηση της ανεργίας είναι πλέον Εθνική προτεραιότητα σε όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
9. Τέλος, στο τελευταίο Κεφάλαιο λείπουν απτά κριτήρια αξιολόγισης για όλες τις βαθμίδες. Η ένταξη σε βαθμίδες θα πρέπει να συνοδεύεται τόσο από ποιοτικά όσο και από ποσοτικά κριτήρια, κοινά ή ισοδύναμα για όλο τον ενιαίο χώρο έρευνας και καινοτομίας και όχι διαφορετικής φύσης σε ΑΕΙ από ΤΕΙ. Αν δεν είναι δυνατό για το Νομοθέτη να το πράξει τώρα θα πρέπει να ορίσει διαδικασία μέσα από την οποία η Ελληνική ερευνητική κοινότητα θα εισηγηθεί τέτοια, συνεχώς βελτιούμενα και αναπροσαρμοζόμενα, κριτήρια σε συνέργεια με αντίστοιχες της αλλοδαπής, με στόχο τα κριτήρια να αφορούν στην αριστεία τόσο των φορέων όσο και των στελεχών σε παγκόσμια και όχι απλά σε Εθνική κλίμακα. Επίσης, η προσέγγιση αυτή εγγυάται πλήρη διαφάνεια στις αξιολογήσεις και αποτελεσματική λειτουργία των μηχανισμών αξιολόγησης στο διηνεκές. Τέλος, τα κριτήρια για τους Προέδρους και Γενικούς Διευθυντές είναι πολύ γενικά.
Δυστυχώς από το σχέδιο νόμου λείπουν μερικά χαρακτηριστικά τα οποία βρίσκω απαραίτητα για βιώσιμη καινοτομική δραστηριότητα στη χώρα. Παραθέτω συνοπτικά το θεωρητικό πλαίσιο και μετά τις γενικότερες προτάσεις μου επί του σχεδίου. Προτάσεις επί άρθρων βρίσκονται στα αντίστοιχα σχόλια.
Η σύλληψη της έννοιας της καινοτομίας σε αυτό το σχέδιο είναι ελαφρώς περιορισμένη και έτσι παραλείπονται σημαντικές παράμετροι. Αρχικά, υπάρχουν καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες, καινοτόμες διαδικασίες αλλά και οργανωτικές δομές.
Η καινοτομία περιλαμβάνει περισσότερα από την έρευνα. Είναι μία κυκλική διαδικασία η οποία ξεκινά από τη σύλληψη μίας ιδέας, και ακολουθεί η έρευνα και ανάπτυξη αλλά και η διάδοση της, όποτε η διάδοση αυτή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέες καινοτομίες.
Για τη βιώσιμη καινοτομική δραστηριότητα είναι απαραίτητη η δυνατότητα του πληθυσμού να καινοτομήσει αλλά και η δυνατότητα του να απορροφήσει την καινοτομία, δηλαδή να αποκτήσει πρόσβαση με αυτή, να την κατανοήσει, να εξερευνήσει τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της και να αναζητήσει τρόπους βελτίωσης.
Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει νέες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση αλλά -περισσότερο επί του θέματος- και έναν ορισμό της καινοτομίας και καταγραφή της στη χώρα μας (πχ Frascatti Manuals:OECD, measuring innovation:NESTA) , ώστε οι πολιτικές να είναι στοχευμένες και αποτελεσματικές. Επίσης προϋποθέτει την ισχυρή διάδοση/διάχυση της πληροφορίας. Στο σχέδιο νόμου πρέπει να περιλαμβάνονται τουλάχιστον εδάφια που αφορούν στους διαύλους διάχυσης της πληροφορίας (αν όχι ολόκληρο άρθρο όπως σωστά προτείνει η κα Δουφεξοπούλου στα σχόλια του άρθρου 5 (δες NESTA innovation reports για πολιτικές που υποστηρίζουν τη διάχυση)
Μελέτες με σημασία και επιρροή για τη χάραξη πολιτικής (JRC&ipts της Ευρ. επιτροπής, Ε&Τ2020) τονίζουν είναι απαραίτητη η σύνδεση της καινοτομίας με την εκπαίδευση. Έτσι προγράμματα που συνδέουν την επιχορηγούμενη (και μη) έρευνα με την σχολική διδασκαλία πρέπει να δημιουργηθούν, εμφυσώντας γνώση, εναύσματα και επαγγελματικό προσανατολισμό στη νέα γενιά. Επίσης αυτή η σύνδεση θα ενισχύσει τις προσδοκίες των μαθητών από τη σχολική τους εκπαίδευση προκαλώντας βελτιώσεις και θα τους προετοιμάσει καλύτερα για την 3βάθμεια εκπαίδευση,
Επίσης, πρέπει να υπάρχει η υποστήριξη και το πλαίσιο για την καταγραφή των καινοτομιών από κλάδους ευρύτερους του ερευνητικού. Αυτό επισημαίνει και το προσχέδιο του προγράμματος Horizon 2020 όπου κίνητρα ώστε οι μΜ επιχειρήσεις και άλλοι οργανισμοί να καταγράφουν τις καινοτόμες δραστηριότητες τους με επιστημονικά αποδεκτό τρόπο.
Πέμπτον, πρέπει να υπάρχει φροντίδα για την απλοποίηση της διαδικασίας κατοχύρωσης δικαιωμάτων και της προστασίας τους (ιδίως όταν η βελτίωση του ισοζυγίου είναι τόσο κρίσιμη). Αφού απλοποιηθούν οι διαδικασίες χρειάζεται ευρεία ενημέρωση των επιχειρήσεων, ερευνητών και φοιτητών αλλά και δημόσια ενημέρωση και συζήτηση για διαφορετικά μοντέλα (πχ creative commons, FLOSS, copyleft κτλ) προστασίας που πιθανόν να ταιριάζουν περισσότερο στην οικονομία μας και τις ανάγκες μέγιστης διάχυσης της πληροφορίας στα τοπικά επαγγελματικά δίκτυα. Επίσης, εφόσον (κάκιστα) υπογράψαμε την ACTA τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε την καταχώρηση και προστασία τις ελληνικής καινοτομίας.
Τέλος,θεωρώ ότι για να είναι η πολιτική επιτυχημένη χρειάζονται εκπεφρασμένοι ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι για την επιτυχία της ίδιας της πολιτικής. Εάν αυτοί έχουν τεθεί ρεαλιστικά, είναι σαφείς και έχουν την προσήλωση της ηγεσίας, θα εμπεδώσουν τους κοινούς στόχους και θα δημιουργήσουν μία αλυσίδα υψηλών προσδοκιών μεταξύ των διαφόρων φορέων, μεγιστοποιώντας τα αποτελέσματα. Πολύ θα ήθελα να διαβάσω (και να τεθεί σε διαβούλευση) το όραμα του υπουργείου ή έστω τους σκοπούς του νομοθέτη για την καινοτομία στη χώρα.
Στην πρόταση 1 της παραγράφου 4 (bullet point 2) αυτού του άρθρου αναφέρεται ότι ΓΓΕΤ και ΕΤΑΚ καταρτίζουν τους προϋπολογισμούς ή χαρακτηρίζουν τις δαπάνες σε ετήσια βάση για την επόμενη χρονιά. Είναι σημαντικό η καταχωρήσεις να είναι για τον μεθεπόμενο! χρόνο όχι μόνο για να αποφεύγονται απρόοπτα με τα κονδύλια αλλά και για να μπορεί να γίνεται καλύτερος σχεδιασμός από τα συνεργαζόμενα μέρη.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ
ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΣΕΕΑΑ)
ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
(Αφορά στο σύνολο του νομοσχεδίου)
Η ερευνητική κοινότητα έχει καταθέσει συγκροτημένες προτάσεις για την αναβάθμιση της Ε&Τ στη χώρα μας και έχει συμμετάσχει, όποτε κλήθηκε, με διάθεση συνεργασίας σε κάθε προσπάθεια με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός σύγχρονου νομοθετικού πλαισίου, που θα αποσκοπεί σε μία ευρεία μεταρρύθμιση στο χώρο της έρευνας. Δυστυχώς το κείμενο που δόθηκε από το ΥΠΔΒΜ για διαβούλευση, κατά κοινή ομολογία, δεν αποτελεί κείμενο νομοσχεδίου (εξάλλου, στην πρόσφατη Σύνοδο των προέδρων, ο ΓΓΕΤ ανέφερε ότι οι μεταβατικές διατάξεις γράφονται τώρα). Το εμφανιζόμενο ως σχέδιο νόμου συνίσταται από συρραφή εισηγήσεων, γενικόλογων και αόριστων ρυθμίσεων με πολλά κενά, ενώ πολλές σημαντικές ρυθμίσεις αφήνονται σε εσωτερικούς κανονισμούς, οι οποίοι θα αλλάζουν με απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων (ΔΣ). Στο κείμενο προτείνονται αυταρχικές ρυθμίσεις, που καταργούν δημοκρατικές και συμμετοχικές διατάξεις του ισχύοντος νόμου, ενώ απουσιάζει από αυτό ένα ολοκληρωμένο όραμα χάραξης εθνικής πολιτικής για την Έρευνα. Συγκεκριμένα:
1. Ο ρόλος του ερευνητή υποβαθμίζεται σημαντικά, και ενώ η παραδοχή, από πλευράς του νομοσχεδίου, συνωστισμού στις ανώτερες βαθμίδες υποδηλοί έλλειψη αξιοκρατίας, αυτή δεν αντιμετωπίζεται μέσα από τις προτεινόμενες αλλαγές. Αναλυτικότερα:
• Δεν περιγράφεται με σαφήνεια ο θεσμός του ερευνητή, γεγονός ανακόλουθο προς την αντίστοιχη αναλυτική περιγραφή των μελών ΔΕΠ που περιλαμβάνει ο νόμος για τα ΑΕΙ.
• Δεν περιγράφονται τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα των βαθμίδων.
• Δεν προβλέπεται μισθολογική εξίσωση με τα μέλη ΔΕΠ.
• Δεν προβλέπεται συμμετοχή των ερευνητών στην εκλογή διοίκησης των Ερευνητικών Ινστιτούτων και των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ).
• Δεν είναι σαφής η ενεργή συμμετοχή των ερευνητών στα ΔΣ των ΕΚ.
• Καταργούνται τα Επιστημονικά Γνωμοδοτικά Συμβούλια τα (ΕΓΣ) των Ινστιτούτων αντί της μόνιμης απαίτησης της ερευνητικής κοινότητας να μετατραπούν αυτά σε αποφασιστικά όργανα.
• Δεν υπάρχει αναφορά στις ερευνητικές άδειες (Sabbaticals).
• Η προτεινόμενη διάταξη για πρόσληψη των ερευνητών με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου έρχεται σε άμεση αντίθεση με την απαίτηση για διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του ερευνητικού συστήματος.
Εν κατακλείδι, δημιουργείται ένα κλίμα πλήρους εργασιακής αβεβαιότητας για τους ερευνητές, που αφενός προσβάλει το θεσμό του ερευνητή, αφετέρου καθιστά προβληματική την παραγωγή νέας γνώσης.
2. Οι προτεινόμενες γενικές αλλαγές που αφορούν στη διοίκηση των ΕΚ, πέραν της αμφίβολης συμμετοχής των ερευνητών, περιορίζουν την αυτονομία των ΕΚ μέσω μίας κάθετης δύσκαμπτης και συγκεντρωτικής διοίκησης που θα αποτελείται και από διορισμένα πρόσωπα χωρίς εξασφάλιση του επιστημονικού τους κύρους. Τέλος, υπάρχει αντίφαση μεταξύ των προτεινόμενων συγχωνεύσεων/συρρικνώσεων ερευνητικών ινστιτούτων για εξοικονόμηση πόρων και ευελιξία, και της δημιουργίας πολλαπλών αλληλεπικαλυπτόμενων διυπουργικών επιτροπών και συμβουλίων.
3. Δεν υπάρχει καμία δέσμευση ότι η μισθοδοσία του προσωπικού θα καλύπτεται από την Πολιτεία. Υπάρχει επίσης η πρόβλεψη ότι όλοι οι πόροι των ΕΚ/Ινστιτούτων υπόκεινται σε ενιαία οικονομική διαχείριση, οι δε αποφάσεις που αφορούν στη διαχείριση των πόρων λαμβάνονται από το ΔΣ, χωρίς να διευκρινίζεται ο ρόλος και οι υποχρεώσεις των επιστημονικών υπευθύνων των χρηματοδοτούμενων έργων.
4. Δεν διασφαλίζεται η βασική υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τη βασική έρευνα. Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, και φυσικά σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει αναγνωριστεί πως η βασική έρευνα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ερευνητικού ιστού και ως εκ τούτου χρηματοδοτείται από το κράτος.
5. Ενώ αποσύρθηκε η διάταξη που αφορούσε στη μετατροπή των Ε.Κ. από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ, διαφαίνεται από άλλες διατάξεις ότι η μετατροπή αυτή αποτελεί στόχο του Υπουργείου.
Ως θετικό σημείο του νομοσχεδίου φαίνεται η θεσμοθέτηση της δυνατότητας μετακίνησης ερευνητών προς τα ΑΕΙ και αντιστρόφως μελών ΔΕΠ προς τα ΕΚ (κινητικότητα ερευνητών).
Συμπερασματικά ο ΣΕΕΑΑ διαφωνεί επί της αρχής και στο σύνολό του με το κείμενο που κατατέθηκε για διαβούλευση και ζητά από την ηγεσία του ΥΠΔΒΜ, αφού λάβει υπ’ όψιν της τις προτάσεις της ερευνητικής κοινότητας καθώς και την ερευνητική πολιτική που εφαρμόζεται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να καταθέσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου που θα περιέχει και τις μεταβατικές διατάξεις ώστε να διεξαχθεί ένας γόνιμος και εποικοδομητικός διάλογος.
Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Σ. Π. -Ε.Ι.Ε)
Βασ. Κωνσταντίνου 48, 11635 Αθήνα
τηλ.2107273527 , e-mail speie@eie.gr
Αναγ.Αποφ.3740/75- Αρ. Γεν.5716-Ειδ.1622/76
Αθήνα, 27 Ιανουαρίου 2012
Απόψεις του ΣΠΕΙΕ για το Σχέδιο Νόμου
«Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
που έχει αναρτηθεί προς διαβούλευση
Ο ΣΠΕΙΕ εκτιμά ότι το σχέδιο νόμου «Έρευνα Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» που αναρτήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, πριν από λίγες ημέρες στην ανοικτή διαβούλευση χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατικό, στενά διαχειριστικό πνεύμα και ασάφειες, δεν λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις της ερευνητικής κοινότητας και δεν αντιμετωπίζει τα χρονίζοντα προβλήματα του ελληνικού ερευνητικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό αποδυναμώνονται και οι θετικές προτάσεις που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο. Η διαχρονική αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να παρουσιάσει ένα φερέγγυο νομοσχέδιο, οι παλινδρομήσεις -με αποκορύφωμα την πρωτοτυπία της ψήφισης ενός νόμου το 2008, ο οποίος αμέσως μετά την ψήφισή του κρίθηκε ανεφάρμοστος- καθιστούν προτιμότερη λύση την επανασύνταξή του εξ αρχής, με βάση το δοκιμασμένο και αναθεωρούμενο επί 25 χρόνια 1514/85, προσαρμοσμένο στην εξυπηρέτηση των σημερινών αναγκών.
Εντούτοις, ο ΣΠΕΙΕ, με αφορμή το προς διαβούλευση σχέδιο νόμου -το οποίο σημειωτέον η ίδια η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας απαξιώνει αφήνοντας να διαρρεύσει η πληροφορία ότι επίκειται άλλο αναλυτικότερο- θα ήθελε να εκφράσει τις απόψεις του, τόσο για το πνεύμα όσο και για ειδικότερες ρυθμίσεις του αφορούν το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, ελπίζοντας πως θα ληφθούν υπόψη οι προτάσεις του.
Επί της αρχής
Δημόσιος χαρακτήρας
Βασικό στοιχείο του αναρτημένου σχεδίου νόμου είναι ότι δεν προσδιορίζει το χαρακτήρα των ερευνητικών ιδρυμάτων. Ο δημόσιος χαρακτήρας των ερευνητικών ιδρυμάτων, τα οποία καλούνται και υποχρεούνται να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και να υπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνίας, αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή τους. Το κράτος οφείλει να ανταποκρίνεται στη χρηματοδότηση των ερευνητικών φορέων. Η χρηματοδότηση, που θα καλύπτει τη μισθοδοσία του αποψιλωμένου ήδη τακτικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων και τη λειτουργία των βασικών τους εγκαταστάσεων δεν αποτελεί μόνο στοιχειώδη κρατική υποχρέωση, συνιστά ταυτόχρονα και βασικό εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς οι θεσμοί αυτοί και οι άνθρωποι που τους στελεχώνουν καλούνται να διεκδικήσουν σημαντικούς πόρους από ευρωπαϊκούς, δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους και θα διοχετεύσουν κατόπιν στην οικονομία ενισχύοντας την απασχόληση νέων επιστημόνων -που σήμερα εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα- με μεταπτυχιακούς ή μεταδιδακτορικούς τίτλους σπουδών. Οι πολιτικές ηγεσίες που είχαν μέχρι σήμερα την ευθύνη διακυβέρνησης και οδήγησαν στην κατάσταση που όλοι βιώνουμε, μολονότι στα λόγια εμφανίζονται να εξυμνούν την Έρευνα και την Τεχνολογία, στην πράξη εμποδίζουν το ερευνητικό δυναμικό του τόπου να επιτελέσει το έργο του. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας οφείλει να αφήσει τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, να θωρακίσει το Δημόσιο χαρακτήρα των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, να κατανοήσει επιτέλους ότι τα Ερευνητικά Ιδρύματα επιτελούν διαφορετικό έργο από τις ΔΕΚΟ, να ρυθμίσει το ζήτημα του ΦΠΑ που υπονομεύει τη λειτουργία τους, να πάψει να θεωρεί ότι Δημόσιοι οργανισμοί όπως το ΕΙΕ είναι μεγαλοϊδιοκτήτες που οφείλουν την καταβολή χιλιάδων Ευρώ ως φόρο ακίνητης περιουσίας (!).
Δημοκρατική λειτουργία
Το σχέδιο νόμου κυριαρχείται επίσης από τη λανθασμένη πεποίθηση ότι ο αυταρχισμός και η επιβολή ενισχύουν την παραγωγικότητα. Στο πνεύμα αυτό αντί το νομοσχέδιο να διευρύνει την συμμετοχή του ερευνητικού δυναμικού στη λήψη των αποφάσεων, να προωθήσει τη συν-ευθύνη και την παρουσία των ανθρώπων που γνωρίζουν το αντικείμενο στη λήψη των αποφάσεων, καταργεί τα ελάχιστα ψήγματα δημοκρατικής λειτουργίας που υπήρχαν μέχρι σήμερα. Η αντίληψη ότι το ερευνητικό, επιστημονικό δυναμικό της χώρας -ο μόνος Δημόσιος τομέας που αξιολογείται συστηματικά εδώ και δεκαετίες- έχει ανάγκη από κηδεμόνες για να κάνει τη δουλειά του, είναι τουλάχιστον παιδαριώδης.
Αν στη δεκαετία του 1980 μπορούσε να υποστηριχτεί προσχηματικά ότι οι ερευνητές δεν είχαν την κρίσιμη μάζα για να αυτοδιοικηθούν και να αναλάβουν την ευθύνη του οίκου τους, τώρα αυτά τα τυπικά προσκόμματα δεν υπάρχουν, αντίθετα μάλιστα φάνηκε η αποτυχία των «κηδεμόνων» της έρευνας που την διοικούν επί τρεις δεκαετίες.
Επί του πρακτέου
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις και προβλέψεις του σχεδίου νόμου ο ΣΠΕΙΕ παρατηρεί και προτείνει τα ακόλουθα:
Όργανα σχεδιασμού και εφαρμογής
– Δεν έχει νόημα η υπό τον Πρωθυπουργό Διυπουργική Επιτροπή για την Έρευνα και Τεχνολογία που προβλέπεται στο σχέδιο νόμου, αφού υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ότι θα είναι απλώς «για το θεαθήναι», χωρίς ουσιαστικό έργο.
– Το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας Τεχνολογίας και Καινοτομίας ως συμβουλευτικό όργανο για την υλοποίηση της εθνικής πολιτικής δεν αρκεί να αποτελείται από εγνωσμένου κύρους επιστήμονες. Τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ θα έπρεπε να επιλέγονται με επιστημονική κρίση μετά από προκήρυξη, ενώ στην προτεινόμενη διάρθρωση των οργάνων σχεδιασμού και εφαρμογής θα ήταν καλό να αναβαθμιστούν τα ΤΕΣ, τα οποία θα έχουν αμεσότερη επαφή με την ερευνητική πραγματικότητα. Είναι προτιμότερο να στελεχώνονται με επιστήμονες που θα επιλέγει το ΕΣΕΤΕΚ μετά από προκήρυξη ώστε να μετέχουν πρόσωπα που ενδιαφέρονται να αφιερώσουν χρόνο και σκέψη στο σχεδιασμό της ερευνητικής πολιτικής.
– Η ΓΓΕΤ δεν έχει επιτελέσει μέχρι σήμερα το ρόλο που της αναλογεί. Η ΓΓΕΤ πρέπει να λειτουργεί ως όργανο υποστήριξης της Έρευνας και της δράσης των Ερευνητικών Ιδρυμάτων και όχι να μετατρέπεται σε αποκλειστικό διαχειριστή των χρηματοδοτήσεων και κριτή, χωρίς να διαθέτει το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό με τις αναγκαίες γνώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχέδιο νόμου αναγράφεται ότι η ΓΓΕΤ έχει ως έργο την αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων. Με ποια κριτήρια και ποιο προσωπικό;
– Ο ορισμός εμπειρογνώμονα Έρευνας ανά υπουργείο θα μπορούσε να αποτελεί θετική πρόβλεψη υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα που θα αναλάβουν το έργο θα επιλεγούν με αδιάβλητες διαδικασίες και θα τους δοθεί η δυνατότητα να διαδραματίσουν το ρόλο που προβλέπει το σχέδιο νόμου. Μια σημαντική αρμοδιότητα του εμπειρογνώμονα θα μπορούσε να είναι επίσης η σύνδεση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων των επιμέρους Υπουργείων με ερευνητικές δράσεις. Η συνεργασία των Ερευνητικών Ιδρυμάτων με κρατικούς φορείς για την εξυπηρέτηση των αναγκών των τελευταίων οφείλει να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί.
– Το σχέδιο νόμου δεν μνημονεύει τη Σύνοδο των Προέδρων των Ερευνητικών Ιδρυμάτων, το μόνο -άτυπο σήμερα- όργανο που έχει άμεση σχέση με την τρέχουσα ερευνητική πολιτική. Είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθεί ο ρόλος του και να προβλεφθεί η συμμετοχή με δικαίωμα λόγου εκπροσώπου της ερευνητικής κοινότητας.
Στρατηγικό Πλαίσιο Έρευνας Καινοτομίας
– Η πρόβλεψη μακρόπνοου στρατηγικού σχεδίου έρευνας και καινοτομίας είναι ορθή υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπόμενη διάθεση εθνικών πόρων δεν θα περιορίζεται στο επίπεδο των ευχών και των διακηρύξεων, αλλά θα έχει πρακτικό αντίκρισμα, θα είναι δηλαδή ρεαλιστική και συνεπώς υλοποιήσιμη. Είναι αναγκαίο να προβλέπεται η διάθεση τμήματος των διαθέσιμων πόρων για την έρευνα στα ίδια τα Ερευνητικά Ινστιτούτα με βάση σχεδιασμό που θα προτείνεται από αυτά και κατόπιν θα αξιολογείται και θα εγκρίνεται από τα ΤΕΣ. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν βοηθά αλλά διαλύει την ερευνητική διαδικασία: το σύνολο των διαθέσιμων πόρων διατίθεται μέσω δημόσιων προκηρύξεων όπου μετέχουν ποικιλώνυμοι φορείς. Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι τα βασικά ερευνητικά ιδρύματα της χώρας να αδυνατούν να κάνουν στοιχειώδη, αξιόπιστο σχεδιασμό και να εξαρτώνται αποκλειστικά από την τύχη των ερευνητικών προτάσεων. Για να γίνει κατανοητός ο παραλογισμός της πρακτικής αυτής μπορεί να φανταστεί κανείς κάτι ανάλογο: το κράτος να πάψει να χρηματοδοτεί την Αρχαιολογική Υπηρεσία και να υποχρεώσει τις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων να αναζητούν πόρους για την εκτέλεση της αποστολής τους από προκηρύξεις έργων όπου θα συμμετέχουν Δήμοι, ιδιωτικά γραφεία μελετών, ξένες εταιρείες κλπ.
– Η δημιουργία εθνικού μητρώου υποδομών, αποθετηρίων της γνώσης και η πρόβλεψη δημοσιοποίησης των ερευνητικών πορισμάτων αποτελούν θετικές προβλέψεις. Προκαλεί πάντως εντύπωση η θεσμοθέτησή τους όταν ο νόμος αποφεύγει να διασφαλίσει ως δημόσιο αγαθό το ερευνητικό προϊόν.
– Το σημερινό πλαίσιο λειτουργίας των Κέντρων Έρευνας είναι δύσκαμπτο καθώς ουσιαστικά δεν επιτρέπει τις μετακινήσεις και τις λειτουργικές επαφές προσώπων και δράσεων. Επίσης βασικό πρόβλημα λειτουργίας των ΕΚ σήμερα είναι ο ουσιαστικός αποκλεισμός τους από τη διαδικασία εκπαίδευσης και αναπαραγωγής του επιστημονικού δυναμικού. Τα ΕΚ δεν έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν επίσημα θεσμοθετημένες μεταπτυχιακές σπουδές με αποτέλεσμα να μην μετέχουν στη διαδικασία διαμόρφωσης του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, παρά μόνο ευκαιριακά και μέσω προγραμμάτων που λειτουργούν χάρη σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις. Ο νέος νόμος για την έρευνα είναι αναγκαίο να αλλάξει ριζικά το τοπίο στον τομέα αυτό με την παροχή δυνατότητας δημιουργίας προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών (β΄ και γ΄ κύκλου) σε συνεργασία με ΑΕΙ ή αυτόνομα, με μεικτή συμμετοχή διδασκόντων και επιβλεπόντων από ΑΕΙ και ΕΚ, τα οποία δεν θα περιορίζονται σε συμβατικά μαθήματα αλλά θα εντάσσουν τους μεταπτυχιακούς φοιτητές στην ερευνητική διαδικασία. Με το σχέδιο νόμου προβλέπονται απλώς κάποιες δευτερεύουσες επουσιώδεις βελτιώσεις για τη λειτουργική ενοποίηση του χώρου της έρευνας και τη σύνδεση των ερευνητικών κέντρων με τα ΑΕΙ, παρακάμπτονται όμως τα βασικά ζητήματα.
Αξιολόγηση ερευνητικών κέντρων
– Το σχέδιο νόμου επαναλαμβάνει μετ’ επιτάσεως τον κοινό τόπο περί της αξίας της αξιολόγησης και εμμένει σε διάφορα διαδικαστικά ζητήματα. Δεν λαμβάνει όμως υπόψη του τον ουσιαστικό προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί και αφορά τα κριτήρια αξιολόγησης, την επιλογή των κριτών, την ουσία της κρίσης και τις επιπτώσεις από αυτήν. Σχετικά με την ουσία της αξιολόγησης θα επαναλάβουμε όσα είχε υποστηρίξει σε προηγούμενη παρέμβαση ο ΣΠΕΙΕ:
«Η ερευνητική κοινότητα με πνεύμα ευθύνης αλλά και νηφαλιότητας και συνεργασίας στέκει αποφασιστικός αρωγός στην κατεύθυνση της δυναμικής αναπροσαρμογής/οριοθέτησης του ρόλου και του περιεχομένου της λειτουργίας της, με γνώμονα πάντα την εξωστρεφή επιστημονική πρωτοπορία και αριστεία στη διεθνή αρένα, αξιοποιώντας συνεχώς τη διεθνή εμπειρία και τα διεθνή πρότυπα. Εν τούτοις, αντιλαμβάνεται την αξιολόγηση σαν εργαλείο που συμβάλλει στην υπέρβαση αδιεξόδων και υποβοηθά την αυτανάπτυξη ή/και τον μετασχηματισμό της συλλογικής ερευνητικής προσπάθειας. Επιπλέον τόσο η ενότητα και διαφάνεια των κριτηρίων αξιολόγησης όσο και ορίων εφαρμογής της πρέπει να καλύπτουν το σύνολο της δημόσια χρηματοδοτούμενης ερευνητικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβάνοντας τις ερευνητικές υποδομές/μονάδες εντός των ΑΕΙ /ΤΕΙ καθώς και τα μη-επιβλεπόμενα από τη ΓΓΕΤ ερευνητικά κέντρα, τουλάχιστον όσα υπάγονται στην ευρύτερη δικαιοδοσία του ΥΠΔΒΜ. Οι αξιολογήσεις πρέπει να αφορούν πρωτίστως όσους δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί και να εστιάζουν τόσο στην απελευθέρωση αναπτυξιακών δυνάμεων παγιδευμένων από χρόνιες οργανωτικές στρεβλώσεις όσο και στην αποδοτικότερη επίτευξη εθνικών προτεραιοτήτων ανά θεματική περιοχή.
Η σαφής διατύπωση/συζήτηση των κριτηρίων αξιολόγησης αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ίδιας της αξιολόγησης, ώστε να τηρείται όχι απλώς η διαφάνεια, αλλά να αναδεικνύεται και η επίτευξη των στρατηγικών επιλογών της πολιτείας που χρηματοδοτεί. Αυτό αποτελεί και στοιχειώδη ένδειξη κοινωνικής λογοδοσίας και διασφάλισης από την αυθαίρετη δράση, εξωθεσμικών κύκλων ή άλλων τινών ιδιοτελών συμφερόντων. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η συζήτηση για την αξιολόγηση καταντά μια φραστική καραμέλα που υποκρύπτει έναν κενό περιεχομένου, τελετουργικό κανιβαλισμό με καταστρεπτικές συνέπειες για τη συνοχή του Ερευνητικού χώρου και τη δεοντολογικά εύρυθμη λειτουργία της. Ο εθνικός ερευνητικός χώρος αναπτύχθηκε ιστορικά σε ένα πλαίσιο ισχνής τακτικής χρηματοδότησης από την Πολιτεία, πράγμα που συνέβαλε τα μέγιστα στον απογαλακτισμό του, στο μεγαλύτερο μέρος του, από νοοτροπίες νομής και εξασφάλισης συγκριτικού πλεονεκτήματος μέσα από λογικές αλληλοϋπονόμευσης . Συνεπεία αυτού το οικοδόμημα της έρευνας στη χώρα μας λειτουργεί, απολύτως αποδοτικά σε σύγκριση και με τα διεθνή δεδομένα, μέσα από ένα φάσμα λεπτών ισορροπιών που προβλέπουν μια εντονότερη διαβούλευση και διαλεκτική δημοκρατική λειτουργία σχετικά με την παραγωγή του ερευνητικού αποτελέσματος, θέτοντας στο επίκεντρό τους την αξιοπρέπεια του ερευνητή.
Ο ΣΠΕΙΕ, προτείνει τα εξής: α) δημιουργία Επιτροπής Αξιολόγησης του Ινστιτούτου, αποτελούμενης από Έλληνες και ξένους επιστήμονες εγνωσμένου κύρους στο γνωστικό αντικείμενο που καλλιεργεί το Ινστιτούτο. β) Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα επιλέγεται επί θητεία από το ΕΣΕΤ, θα συνεδριάζει τουλάχιστον σε ετήσια βάση, θα ενημερώνεται, θα εκφράζει άποψη για τον επιστημονικό προγραμματισμό και θα αξιολογεί το έργο του Ινστιτούτου. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστεί η συστηματική και έγκυρη αξιολόγηση του Ινστιτούτου από εξωτερικούς κριτές, που θα έχουν ολοκληρωμένη εικόνα του παραγόμενου ερευνητικού έργου, σε αντίθεση με τη φευγαλέα εικόνα που παρέχουν ad hoc αξιολογήσεις, του τύπου που γνωρίσαμε έως σήμερα».
– Όσον αφορά την εσωτερική αξιολόγηση η εμπειρία από άλλους επιστημονικούς φορείς που έχει εφαρμοστεί είναι μάλλον αρνητική, καθώς μεταβάλλεται σε μία γραφειοκρατική ανούσια διαδικασία με πενιχρό αποτέλεσμα, ενώ αποτελεί χρονοβόρα διαδικασία, αιτία μεγάλης καθυστέρησης και αποσπά από το ουσιαστικό έργο των επιστημονικών φορέων.
Οργάνωση ερευνητικών κέντρων
– Είναι θετική ενέργεια η συγκρότηση λεπτομερών, ουσιαστικών εσωτερικών κανονισμών που θα καθορίζουν και θα διευθετούν τα της λειτουργίας των Κέντρων με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες του καθενός, ενισχύοντας την αυτονομία των Κέντρων.
– Καίριο είναι το ζήτημα της συγκρότησης του ΔΣ των ερευνητικών Κέντρων. Πιστεύουμε ότι πρέπει να διατηρηθεί η συμμετοχή των Διευθυντών των Ινστιτούτων, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις συγχωνεύσεις που θα οδηγήσουν σε γιγάντωσή τους. Ενδεχομένως η συμμετοχή 1-2 Διευθυντών Ερευνών θα επέτρεπαν μία πιο σφαιρική θεώρηση των πραγμάτων καθώς η ματιά των Διευθυντών αναπόφευκτα καθορίζεται από προσωπικά στοιχεία.
Αποτελεί απαράδεκτη και αντιδημοκρατική ενέργεια ο αποκλεισμός των εργαζομένων από το ΔΣ. Η συμμετοχή δύο εκπροσώπων (από τους ερευνητές και το τεχνικό/διοικητικό προσωπικό) στο ΔΣ του ΕΙΕ που εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία, έχει αποδειχθεί πολύτιμη και λειτουργική, έχει εξασφαλίσει κλίμα σύμπνοιας και συνεργασίας, και έχει επιτρέψει τη διαφάνεια και τον έλεγχο των πεπραγμένων της Διοίκησης. Αντίθετα, παρότι είναι ανάγκη να βρεθούν δίαυλοι επικοινωνίας της έρευνας με την κοινωνία, είναι αμφίβολη η χρησιμότητα εξωτερικών μελών, τα οποία θα καλούνται σε πολύωρες συνεδριάσεις να αντιμετωπίσουν τα τρέχοντα διοικητικά και επιστημονικά θέματα των κέντρων. Σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή στο ΔΣ πρέπει να παραμείνει χωρίς οικονομική αμοιβή, όπως ισχύει σήμερα.
– Η δημιουργία θέσης Γενικού Διευθυντή φέρεται να ελαφρύνει τον Πρόεδρο του ΔΣ από τα τρέχοντα διοικητικά ζητήματα. Παρόλα αυτά η συνύπαρξη των δύο προσώπων με επικαλυπτόμενες συχνά αρμοδιότητες ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα. Επιπλέον η αποψίλωση του προέδρου από τις αρμοδιότητές του και η απουσία επιστημονικού ρόλου εντός του Κέντρου είναι πιθανόν να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη διεκδίκηση της θέσης από επιστήμονες εγνωσμένου κύρους. Ο υπάρχων Διευθυντής Υποστήριξης, εάν επιλέγεται με αξιοκρατικές διαδικασίες και εξωτερική προκήρυξη είναι υπεραρκετός, και δεν δημιουργείται το πρόβλημα των δύο παράλληλων ή ανταγωνιστικών βουλήσεων. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του επιστημονικού ρόλου του Προέδρου του ΔΣ και του διοικητικού ρόλου του Διευθυντή.
– Όσον αφορά τον Διευθυντή του Ινστιτούτου, η επιλογή της πολιτείας να προχωρήσει σε συγχωνεύσεις δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς ο Διευθυντής θα προΐσταται πλέον οργανισμών με διευρυμένο επιστημονικό αντικείμενο, του οποίου θα είναι αδύνατο να έχει πλήρη εποπτεία. Επομένως αποκτά ρόλο περισσότερο διοικητικό και συντονιστικό, εκπροσώπησης του Ινστιτούτου, στρατηγικού σχεδιασμού, προβολής και ανάπτυξης επιστημονικών σχέσεων κυρίως με το εξωτερικό και κατά κύριο λόγο αναζήτησης οικονομικών πόρων. Με αυτά τα δεδομένα, θέση Διευθυντή, η οποία πρέπει να περιορίζεται σε δύο θητείες, θεωρούμε ότι μπορούν να διεκδικούν Ερευνητές Α΄ Βαθμίδας ή Καθηγητές ΑΕΙ, οι οποίοι όμως κατά τη θητεία τους στο Ινστιτούτο θα είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε αυτό και δεν θα μετέχουν σε εκπαιδευτικό ή διοικητικό έργο του Πανεπιστημίου προέλευσής τους. Το έργο που απαιτείται από το Διευθυντή Ινστιτούτου, ιδιαίτερα μετά τις συγχωνεύσεις, απαιτεί πλήρη απασχόληση και προσήλωση σε αυτό, είναι λοιπόν απαράδεκτο η Πολιτεία να ενθαρρύνει προσωπικές στρατηγικές που δεν έχουν καμία σχέση με την καλή λειτουργία των ερευνητικών θεσμών.
– Παρότι τα εσωτερικά ζητήματα των Ινστιτούτων ορίζονται από τον εσωτερικό τους κανονισμό πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο νόμου η δυνατότητα ύπαρξης τομέων με διακριτό επιστημονικό αντικείμενο και συντονιστή έναν εκ των πρωτοβάθμιων ερευνητών, ο οποίος θα επιλέγεται με διαδικασία επιστημονικής κρίσης, όπου θα μετέχουν και εξωτερικοί κριτές.
– Τα επιστημονικά συμβούλια με εξωτερικά πρόσωπα σε επίπεδο Ινστιτούτου δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Αντίθετα χρήσιμα και λειτουργικά είναι εσωτερικά επιστημονικά συμβούλια αποτελούμενα από τους συντονιστές των τομέων και ερευνητές που θα προκύψουν από εκλογή μεταξύ του ερευνητικού προσωπικού. Τα επιστημονικά αυτά συμβούλια θα αντικαταστήσουν τα Επιστημονικά Γνωμοδοτικά Συμβούλια που λειτουργούσαν μέχρι σήμερα. Τα συμβούλια αυτά θα έχουν ουσιαστικό και αποφασιστικό ρόλο καθώς θα συνδιαλέγονται με το Διευθυντή σχετικά με τον επιστημονικό προγραμματισμό του Ινστιτούτου, την εξέλιξη των προγραμμάτων και την αναζήτηση πόρων για τη λειτουργία του.
Οικονομικά των ερευνητικών Κέντρων
– Η χρηματοδότηση από τον τακτικό προϋπολογισμό οφείλει να καλύπτει το σύνολο της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού και των λειτουργικών εξόδων.
– Οι προγραμματικές συμφωνίες στις οποίες το σχέδιο νόμου αναθέτει ουσιαστικά τη χρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων περιγράφονται μέσα από μία σειρά γραφειοκρατικών ενεργειών, που για όποιον γνωρίζει τους ρυθμούς της ελληνικής διοίκησης είναι φανερό ότι είναι απίθανο να εφαρμοστούν με αξιοπιστία με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα ακόμη γραφειοκρατικό σκέλεθρο, για την τροφοδότηση του οποίου θα σπαταλώνται ώρες εργασίας χωρίς νόημα. Επιπλέον η διαδικασία που περιγράφεται εμπεριέχει μία σοβαρή αντίφαση καθώς οι προγραμματικές συμφωνίες σύμφωνα με το σχέδιο νόμου θα συντάσσονται σε επίπεδο Ερευνητικού Κέντρου, ενώ το επιστημονικό έργο διεξάγεται σε επίπεδο Ινστιτούτου. Το Κέντρο όμως είναι κυρίως ένας διοικητικός μηχανισμός ο οποίος δεν έχει δυνατότητα επιβολής ερευνητικής πολιτικής στα Ινστιτούτα, επιβράβευσης στα άριστα Ινστιτούτα του ή επιβολής κυρώσεων σε όσα υστερούν.
– Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και όσον αφορά τους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων που προβλέπονται για την πρόσθετη χρηματοδότηση των Κέντρων. Εδώ υπάρχει το επιπλέον πρόβλημα ότι παρά τις συνεχείς εκκλήσεις της ερευνητικής κοινότητας η Πολιτεία δεν έχει δημιουργήσει ένα αξιόπιστο σύστημα μέτρησης των δεικτών με αποτέλεσμα οι υπάρχοντες συχνά να λειτουργούν παραμορφωτικά και άδικα, στις δε ανθρωπιστικές επιστήμες να είναι απολύτως αναξιόπιστοι.
– Τα αναφερόμενα στα Κέντρα Αριστείας είναι απολύτως ασαφή καθώς δεν ορίζεται η νομική υπόσταση και το καθεστώς λειτουργίας τους.
Ζητήματα προσωπικού
– Σαφή αποτύπωση του τρόπου που αντιμετωπίζει η πολιτική ηγεσία την έρευνα αποτελεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στα προσόντα, στις υποχρεώσεις και στις αρμοδιότητες των ερευνητών, των προσώπων δηλαδή που καλούνται να εκτελέσουν το ερευνητικό έργο. Αντ’ αυτού υπάρχουν ρητές δεσμεύσεις στο εργασιακό καθεστώς πρόσληψής τους, τη στιγμή που δεν υπάρχει αναφορά στο νομικό καθεστώς του φορέα στο οποίο εργάζονται. Η πρόβλεψη έτσι ότι οι ερευνητές εργάζονται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ισχύει ήδη στα ΝΠΙΔ, δεν μπορεί να εφαρμοστεί όμως στα ΝΠΔΔ.
– Η διατύπωση ότι οι βαθμίδες των ερευνητών αντιστοιχούν στις αντίστοιχες βαθμίδες των ΑΕΙ, πρέπει να συνοδεύεται από την ρητή διευκρίνηση ότι η αντιστοιχία αφορά και τη μισθολογική εξίσωση των δύο ομοιόβαθμων κατά τα άλλα εργαζομένων.
– Θεωρούμε λανθασμένη την κατάργηση της Δ΄ βαθμίδας των Ερευνητών όπως και της θέσης του Λέκτορα στα ΑΕΙ. Παρόλα αυτά εάν επιβληθεί στον ενιαίο χώρο ΑΕΙ ερευνητικών Ιδρυμάτων στα Ερευνητικά Ιδρύματα θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη πρόσληψης μεταδιδακτόρων υποτρόφων, με τριετή ή τετραετή θητεία, με ανοικτή προκήρυξη και επιστημονική διαδικασία κρίσης όμοια με των ερευνητών, διότι ο ερευνητικός χώρος έχει απόλυτη ανάγκη επιστημονικού δυναμικού εξοικειωμένου με τα ζητήματα της έρευνας, τις τεχνικές και τη μεθοδολογία της, διαδικασίες που απαιτούν χρόνο και μαθητεία. Εξυπακούεται ότι εάν επιλεγεί από την Πολιτεία η κατάργηση της Δ΄ Βαθμίδας, πρέπει να δοθεί ο αναγκαίος χρόνος και η δυνατότητα στους υπάρχοντες Ερευνητές να συμμετάσχουν σε διαδικασίες κρίσης για την εξέλιξή τους στην επόμενη Βαθμίδα.
– Όσον αφορά τις κρίσεις των ερευνητών προτείνεται να εφαρμοστεί καθεστώς ανάλογο με το ισχύον στα Πανεπιστήμια. Αν η αναλογία 70/30 μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κριτών θεωρείται ότι στα ΑΕΙ διασφαλίζει την αξιοκρατική κρίση, γιατί στα Ερευνητικά Ιδρύματα πρέπει να ισχύουν άλλοι κανόνες; Κατά τη γνώμη μας πάντως βασικό κριτήριο συμμετοχής πρέπει να είναι η επιστημονική επάρκεια. Να συγκροτούνται δηλαδή οι επιτροπές κριτών με βάση την επάρκεια των κριτών και την επιστημονική τους συνάφεια με τον κρινόμενο, και όχι τον φορέα που εργάζονται.
– Θετική θεωρούμε την πρόβλεψη για αξιολόγηση και των Ερευνητών Α΄ βαθμίδας, θα πρέπει να υπάρχει όμως πρόβλεψη για τις επιπτώσεις σε περιπτώσεις αρνητικής αξιολόγησης.
– Το σχέδιο νόμου προβλέπει την κατάργηση των Ειδικών Λειτουργικών Επιστημόνων (ΕΛΕ) και την ένταξή τους σε βαθμίδες ερευνητών κατόπιν κρίσεως, χωρίς να ορίζει όμως το εργασιακό καθεστώς για όσους δεν επιθυμούν να ενταχθούν σε ερευνητικές βαθμίδες ή δεν επιτύχουν στις κρίσεις ένταξης. Η θεσμοθέτηση των ΕΛΕ στον νόμο που διέπει σήμερα την έρευνα έγινε προκειμένου να ενισχυθούν τα ερευνητικά ιδρύματα με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό απολύτως αναγκαίο στις ερευνητικές εφαρμογές και στις ερευνητικές υποδομές. Η επανάσταση της πληροφορικής που μεσολάβησε έχει καταστήσει την κατηγορία αυτή εργαζομένων σήμερα ακόμη περισσότερο αναγκαία. Παρόλα αυτά ο τρόπος που λειτούργησε ο θεσμός των ΕΛΕ αυτά τα χρόνια υπήρξε προβληματικός διότι δημιούργησε μία παράλληλη τεσσάρων βαθμίδων ιεραρχία με εκείνη των ερευνητών, με προσόντα ανάλογα, χωρίς να είναι σαφείς οι λόγοι για τους οποίους κάποιος εντάσσεται στην μία ή στην άλλη κατηγορία. Είναι αναγκαία λοιπόν όχι η κατάργηση αλλά η αναμόρφωση του θεσμού των ΕΛΕ ώστε να αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις των ερευνητών και να αφιερωθούν στο σημαντικό έργο που καλούνται να επιτελέσουν στα ερευνητικά κέντρα.
– Πρόβλεψη χρειάζεται επίσης για το επιστημονικό δυναμικό το οποίο προσελήφθη υποχρεωτικά στα ερευνητικά ιδρύματα με βάση γενικές νομοθετικές ρυθμίσεις της κεντρικής κυβέρνησης (νόμος Παυλόπουλου κλπ.). Οι επιστήμονες αυτοί συχνά με διδακτορικές ή μεταδιδακτορικές σπουδές, που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε θέσεις που δεν επιτρέπουν την επιστημονική και ερευνητική του εξέλιξη, μπορούν να ενταχθούν μετά από διαδικασία κρίσης, ίδια με εκείνη των ερευνητών, στις αντίστοιχες βαθμίδες.
Ο ΣΠΕΙΕ επιφυλάσσεται να εκφράσει τις απόψεις του επί των συγκεκριμένων άρθρων του σχεδίου νόμου, να προτείνει αλλαγές και βελτιώσεις, όταν η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αποφασίσει να αποστείλει το τελικό κείμενο που προτείνει να νομοθετηθεί.
Για το ΔΣ του ΣΠ ΕΙΕ
Ευθύμιος Νικολαΐδης Δημήτρης Δημητρόπουλος
Πρόεδρος Δ.Σ. Μέλος Δ.Σ.
-Δεν υπάρχει στα υψηλά επίπεδα λήψης στρατηγικών αποφάσεων για την έρευνα καμία συμμετοχή των Ερευνητών. Θα πρέπει οπωσδήποτε ένα τουλάχιστον μέλος του ΕΣΕΤΕΚ να είναι εν ενεργεία Ερευνητής (Α βαθμίδας).
-Πρέπει να διασφαλισθεί ότι στη σύνθεση του ΕΣΕΤΕΚ θα εκπροσωπούνται όλα τα κύρια επιστημονικά (ανθρωπιστικά, κοινωνικά και θετικά) πεδία
Πρόταση 1. Ο Εμπειρογνώμονας Έρευνας πρέπει να είναι οπωσδήποτε κάτοχος διδακτορικού διπλώματος.
Πρόταση 2. Η δημιουργία ενός ολόκληρου Τμήματος Έρευνας και Καινοτομίας σε κάθε υπουργείο είναι ένα περιττό έξοδο και μια περιττή γραφειοκρατική επιπλοκή.
Σύμφωνα με το Άρθρο 01 (παραπάνω κείμενο) υπεύθυνοι εισηγητές για την πολιτική έρευνας, είναι το ΕΣΕΤΕΚ και η ΓΓΕΤ.
Και οι δύο φορείς υπήρχαν μέχρι σήμερα. Γιατί δεν μας δίνετε τις εισηγήσεις των παραπάνω φορέων (κυρίως την τεκμηρίωση των προτάσεων), ώστε να αποφανθούμε με κάποιο σημείο αναφοράς δηλ. να γίνει πραγματικός διάλογος;
Π.χ. Ως σύστημα, η άσκηση πολιτικής έρευνας (έργο) – εξ΄ ορισμού – πρέπει να υπηρετεί ένα σκοπό, ο οποίος θα υλοποιείται μέσο συγκεκριμένων στόχων.
Ποιός είναι ο σκοπός, που καθόρισαν οι παραπάνω φορείς για την άσκηση πολιτικής έρευνας και πως τεκμηριώνονται & ελέγχεται η επίτευξη των στόχων;
Ή πάλι πως κατανέμεται το συνολικό κόστος έρευνας και σε ποιες κατηγορίες (π.χ. ποιο το ποσοστό του κόστους των παραπάνω προτεινόμενων φορέων;)
Από την εμπειρία μου (διεξάγω έρευνα σε συνεργασία με το πολυτεχνείο Βερολίνου) κανείς από τους παραπάνω φορείς δεν χρειάζεται περισσότερο από
1. ένα τεχνολογικό ίδρυμα, με αρμοδιότητα τη δημιουργία επαφών μεταξύ ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων
2. αναπτυξιακή τράπεζα με δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια (και αντίστοιχη διοίκηση), που θα αξιοποιεί εκτός των δικών της και ευρωπαϊκά προγράμματα, παρέχοντας δωρεάν τις πρώτες υπηρεσίες συμβούλου
3. μόνιμα ανοιχτά προγράμματα βασικής και βιομηχανικής έρευνας με δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα έγκρισης
4. δημοσιευμένο εσωτερικό κανονισμό των ερευνητικών κέντρων
5. παρότρυνση και αργότερα υποχρεωτική συμμετοχή των φοιτητών σε ομαδικά προγράμματα εφαρμογών του αντικειμένου τους και καθορισμός αυτών των προγραμμάτων σε συνεργασία με τα επιμελητήρια – ενώσεις επαγγελματικών φορέων
Το διοικητικό σχήμα είναι δυσκίνητο και γραφειοκρατικό με σοβαρές ελλείψεις. Στην διυπουργική επιτροπή δεν μετέχει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας!! Ο θεσμός του Εμπειρογνώμονα Έρευνας στα διάφορα υπουργεία θα εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των υπουργών για προσέλκυση πόρων στα υπουργεία τους, με αποτέλεσμα την στρέβλωση της έρευνας και τον αποπροσανατολισμό της σε δραστηριότητες ελάσσονος σημασίας. Το διοικητικό σχήμα θα επρέπε να είχε αντιγράψει τα αντίστοιχα άλλων χώρων με επιτυχή μοντέλα διοίκησης στην έρευνα, όπως της Τουρκίας και του Ισραήλ, όπου το γραφείο έρευνας υπάγεται άμεσα στον πρωθυπουργό. Η διοικητική αναβάθμιση και ενίσχυση της ΓΓΕΤ υπαγομένης στο πρωθυπουργικό γραφείο θα ήταν το ιδανικότερο σχήμα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Αλκιβιάδης-Κωνσταντίνος Κεφαλάς
Δντης Ερευνών ΙΘΦΧ/ΕΙΕ
Το φιλόδοξο προτεινόμενο σχέδιο για την ανάπτυξη της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας στην προσπάθεια του να δομήσει ένα καινούργιο θεσμικό πλαίσιο καταλήγει στη δημιουργία λοιπόν ενός πολύπλοκου και δυσκίνητου μηχανισμού όσο αναφορά τα όργανα διοίκησης. Στην σημερινή οικονομική συγκυρία η λειτουργία ενός τέτοιου οργάνου δεν έχει θετικά αποτελέσματα και δεν θα εξυπηρετήσει το σκοπό για τον οποίο δομείται. Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που συνηγορούν στη δόμηση ενός πιο μικρού και πιο ευέλικτου λειτουργικού σχήματος.
Πρόταση: Σύσταση και δόμηση ολιγομελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων με προϊστάμενο το Γενικό Γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας. Η λήψη προτάσεων από άλλους φορείς και άλλα υπουργεία και η προώθηση της τελικής πρότασης προς ανώτερα κλιμάκια μπορεί να γίνεται ηλεκτρονικά μέσα στο πλαίσιο της λογικής του ελαχιστοποιημένου κόστους.
Έχει δίκιο η Υπουργός. «…..η παρέμβαση στο χώρο της έρευνας και της καινοτομίας… συμβάλλει καθοριστικά …στον αποπροσανατολισμό της παραγωγικής βάσης…» και όχι μόνο!
Με αυτή τη διατύπωση αναγγέλθηκε στο διαδίκτυο στις 5-1-2012, 9.00 π.μ., η έναρξη της διαβούλευσης για το «Σχέδιο Νόμου» (μα είναι σχέδιο νόμου;) σχετικά με την Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία.
Ε.Φ.
1. Πως διασφαλίζεται η εκπροσώπηση όλων των επιστημονικών κλάδων στο ΕΣΕΤΕΚ;
2. Πως διασφαλίζεται ότι τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ δεν προωθούν συγκεκριμένα συμφέροντα με τα οποία συνδέονται λειτουργικά ή οικονομικά;
3. Πως διασφαλίζεται ότι οι μόνιμοι σε συγκεκριμένες θέσεις υπάλληλοι της ΓΓΕΤ δεν είναι διαπλεκόμενοι;
4. Η μη διάκριση ανταποδοτικής – ανταγωνιστικής έρευνας και η μη προστασία της πρώτης με ένα ποσοστό της συνολικής ερευνητικής χρηματοδότησης θα την οδηγήσει σχεδόν νομοτελιακά στην εξαφάνιση.
Έχει δίκιο ο κύριος Καραβίτης. Όχι μόνο για τη γραφειοκρατία, αλλά και για τη δημιουργία επιπλέον φορέων, τη στιγμή που τσακίζουν τον ελληνικό λαό με έρκτακτους φόρους και αντιαναπτυξιακές επιλογές! Και εδδώ φυσικά δεν μιλώ για τους καημένους του δημοσίους υπαλλήλους, αλλά για τα ‘κεφάλια’ που μας διοικούν τόσα χρόνια και έχουν κάνει τόσο αργόκίνητο & αναποτελεσματικό το δημόσιο τομέα! ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ Η ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ, ακριβώς για αν τον λυμαίνονται όλα τα ‘κοράκια’ (και στην Έρευνα…) που τον απομυζούσαν τόσα χρόνια (ντόπια & ξένα)!!!
Τι να την κάνω εγώ την Δ.Ε.Ε.ΤΕ.Κ., ή το Ε.Σ.Π.Ε.Κ. και το ΕΣΕΤΕΚ, αν δεν υπάρχει ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ για να στηριχθεί η ντόπια έρευνα (καλά που έχουμε [;;;] και ένα ΕΣΠΑ, με 7.8 δισ. για το 2012, αλλιώς….).
Για ποιά «εθνική πολιτική για την έρευνα, τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία» μιλούν, όταν τα ερευνητικά κονδύλια προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από το ΕΣΠΑ και άλλες πηγές της Ε.Ε.;;;!!!…
Αργησα να το καταλάβω, αλλά τώρα το ‘πιασα: το όλο θέμα αφορά μόνο το δημόσιο, οπότε το προηγούμενο σχόλιό μου είναι εκτός θέματος. Συγνώμη για την ενόχληση.
Συμφωνώ απόλυτα με τον κ. Καραβίτη. Από τα δεκάδες στελέχη / συμβούλους των διαφόρων υπουργείων, σίγουρα υπάρχουν αρκετά και ικανά για να στελεχώσουν τις επιτροπές ΧΩΡΙΣ επιπρόσθετη αμοιβή και χωρίς τις συνεχείς διασπαστικές τάσεις δημιουργίας νέων φορέων.
ΥΓ: Γιατί επιτρέπονται διαφημιστικά σχόλια στην διαβούλευση; Χάθηκαν οι εφημερίδες, τα περιοδικά ή αλλα ΜΜΕ;
Αφού η έρευνα πραγματοποιείτε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα ήθελα να επισημάνω κάποια θέματα για την διαδικασία εισαγωγής του ακαδημαϊκού έτους 2011-2012.
Καλό θα ήταν να παραμείνουν αυτά που ίσχυαν τις χρονιές 2009-2011( σύστημα μεταγραφών, 10% για δυο ή και περισότερες χρονιές, 5%, ανακοίνωση θέσεων, μηχανογραφικό) ούτος ώστε να μην υπάρχουν επιπρόσθετες δυσκολίες στους νέους και παλιούς υποψήφιους σε αυτήν την τόσο δύσκολη περίοδο και οι όποιες αλλαγές να γίνουν με τις επερχόμενες αλλαγές του εξεταστικού που θα πρέπει να έχουν την μεγαλύτερη ευρεία αποδοχή μέσα από την συμμετοχή όλων, στην συζήτηση διαμόρφωσης του.
Ευχαριστώ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
ΤΜΗΜΑ ΧΗΜΕΙΑΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Συγχαρητήρια στους κύριους συντελεστές, Παναγιώτη Βεργίνη ( Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Απόφοιτος του Τμήματός μας ), Αντρέα Τζάκο ( Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Συνεργάτης του Τμήματός μας ) και Γεώργιο Δεράο ( Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Πατρών, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ) για δύο εξαιρετικές εργασίες που έγιναν δέκτες πρόσφατα στα έγκυρα επιστημονικά περιοδικά Journal of Immunology ( Impact Factor. 5.8) και Structure ( Impact Factor 6.4 ) και αναμένεται η δημοσίευσή τους το 2012.
Οι εργασίες, ιδιαίτερα σημαντικές στην έρευνα για Nέες Mεθόδους και Nέα Προϊόντα στη Σκλήρυνση κατά Πλάκας, στηρίζονται σε πρωτοποριακό συνθετικό και φαρμακολογικό έργο που πραγματοποιείται στα πλαίσια συνεργασίας του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών με τα Τμήματα Ιατρικής και Χημείας των Πανεπιστημίων Κρήτης και Ιωαννίνων αντίστοιχα.
Σε μια περίοδο κρίσης αξιών και οικονομικής κατάρρευσης της χώρας, η μόνη ελπίδα είναι η Αριστεία και η Καινοτομία που παράγει το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο.
Συγχαρητήρια!!!
Καλή Χρονιά, με Υγεία και Πρόοδο!!!
Γιάννης Ματσούκας
Καθηγητής Χημείας
Τίτλοι Δημοσιεύσεων, in press ( 2012 )
1. Crucial Role of Granulocytic Myeloid-Derived Suppressor Cells in the Regulation of Central Nervous System Autoimmune Disease.
Ioannou M, Alissafi T, Lazaridis I, Deraos G, Matsoukas J, Gravanis A, Mastorodemos V, Plaitakis A, Sharpe A, Boumpas D, Verginis P.
J Immunol. On line prebublication 2011 Dec 30, ( Ι. F. 5.8 )
2. Recognition Pliability is Coupled to Structural Heterogeneity: a Calmodulin – Intrinsically Disordered Binding Region Complex
Malini Nagulapalli1, Giacomo Parigi1, Jing Yuan1, Joerg Gsponer,2,3 George Deraos,4 Vladimir V. Bamm,5 George Harauz,5 John Matsoukas,4 Maurits RR de Planque,6 Ioannis P. Gerothanassis,7 M.
Madan Babu,2 Claudio Luchinat,1* & Andreas G. Tzakos7*
Structure, in press, 2012 ( I. F. 6.4 )
Αφού υπάρχει η ΓΓΕΤ γιατί απαιτείται ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ φορέας παρεμφερούς αμοδιότητας; Γιατί αυτή η συνήθεια της δημιουργίας νέων φορέων, διαιωνίζεται; Τι παθολογία είναι αυτή πλέον; Με το ένα πόδι στην άβυσσο, εσείς εξακολουθείτε να δημιουργείτε νέους φορείς που θα πληρώνει ο φορολογούμενος! Αναδιοργανώστε την ΓΓΕΤ ώστε να απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις της γραφειοκρατίας, της ανικανότητας στελεχών και της κομματικής προκατάληψης, τοποθετείστε ικανά στελέχη από τον Πανεπιστημιακό και ερευνητικό χώρο (ΧΩΡΙΣ πρόσθετη αμοιβή. ‘Οποιος εργάζεται εθελοντικά για έναν καθαρά εθνικό στόχο είναι και πιο ικανός από όποιον επιδιώκει οικονομικό όφελος) και πορευτείτε σε πνεύμα ουσιαστικής πρακτικής εφαρμογής και όχι επίφασης έρευνας!
Πρέπει πρώτα να λύσετε το πρόβλημα του ανθρώπινου δυναμικού. Πχ ενώ τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν ένα ικανό αριθμό αξιόλογων επιστημόνων, αυτοί όλοι επιδεικνύουν μια αυτιστική συμπεριφορά, υπό την έννοια ότι δεν ξέρουν τι σημαίνει ομαδική δουλιά. Τι να τους κάνεις τους μεγάλους επιστήμονες, όταν συμπεριφέρονται κατά μονάδες; Ή χειρότερα όταν ενώνονται περιστασιακά για να πάρουν προγράμματα. Και για αυτή τη συμπεριφορά τους φταίει ο συνήθης ύποπτος, το πολιτικό μας σύστημα. Πότε θα κάνετε μια διαβούλευση μεταξύ σας οι πολιτικοί να δείτε πρώτα πως θα διορθώσετε το δικό σας πρόβλημα; Δέστε κανά ντοκυμαντερ στην κρατική τηλεόραση πως χώρες με ελάχιστο ήλιο και δυσμενείς συνθήκες τα καταφέρνουν και βρίσκονται στην πρωτοπορία. Εδώ υπάρχει αυτισμός, άρνηση για την άρνηση, αυθεντία χωρίς αυθεντικότητα….
εάν δεν γίνει κάτι να συνδεθεί με τις πραγματικές άναγκες της κοινωνίας και δεν αξιολογηθεί ανάλογα με τα αποτελέσματα που θα έχει στην πραγματική παραγωγή, θα είναι αλλο ένα παράθυρο για να φάνε χρήματα τα ΑΕΙ και οι καθηγητές τους. Θα είναι επίσης αλλος ένας τρόπος για να μπούν με συμβάσεις έργου και να τρών το καταπέτασμα οι γνωστοί συγγενείς των καθηγητών κ.λπ.
Μολονότι η καθιέρωση εθνικού συμβουλίου και εμπειρογνομώνων ανά υπουργείο θα διασφαλίσει μιά καλύτερη οργάνωση, η διατήρηση των ερευνητικών δομών ανά υπουργείο συνεχίζει τον κατακερματισμό πόρων και ανθρώπινου δυναμικού. Προτείνεται η συνένωση όλων των δομών έρευνας στο ΥΠΔΒΜΘ, με τη δημιουργία ενός ευέλικτου οργάνου, στο οποίο θα μετέχουν εμπειρογνώμονες των υπολοίπων Υπουργείων, και το οποίο θα καθορίζει τις προτεραιόπτητες ανά τομέα.
Αφού η έρευνα πραγματοποιείτε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα ήθελα να επισημάνω κάποια θέματα για την διαδικασία εισαγωγής του ακαδημαϊκού έτους 2011-2012.
Καλό θα ήταν να παραμείνουν αυτά που ίσχυαν τις χρονιές 2009-2011( σύστημα μεταγραφών, 10% για δυο ή και περισότερες χρονιές, 5%, ανακοίνωση θέσεων, μηχανογραφικό) ούτος ώστε να μην υπάρχουν επιπρόσθετες δυσκολίες στους νέους και παλιούς υποψήφιους σε αυτήν την τόσο δύσκολη περίοδο και οι όποιες αλλαγές να γίνουν με τις επερχόμενες αλλαγές του εξεταστικού που θα πρέπει να έχουν την μεγαλύτερη ευρεία αποδοχή μέσα από την συμμετοχή όλων, στην συζήτηση διαμόρφωσης του.
Ευχαριστώ