1. Η συστηματική, αντικειμενική και υψηλής ποιότητας αξιολόγηση αποτελεί αναγκαίο παράγοντα για την αναγνώριση και την προώθηση της αριστείας σε όλα τα επίπεδα του ερευνητικού ιστού της χώρας.
2. Κάθε Ερευνητικό Κέντρο είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση και συνεχή βελτίωση της ποιότητας του ερευνητικού έργου του, για τη διαμόρφωση αποτελεσματικών υποδομών καθώς και για την αποτελεσματική λειτουργία και απόδοση των υπηρεσιών του, σύμφωνα με τις διεθνείς πρακτικές.
3. Οι Ερευνητές οφείλουν να επικαιροποιούν σε ετήσια βάση το κατά το Άρθρο 28 του παρόντος νόμου τυποποιημένο βιογραφικό τους σημείωμα.
4. Τα Ερευνητικά Κέντρα οφείλουν για την αποτίμηση του έργου τους να τηρούν επικαιροποιημένα τα στοιχεία που επιτρέπουν την εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 31 να τα υποβάλλουν ετησίως στον ΓΓΕΤΚ και να τα περιλαμβάνουν στο ΕΜΕΕΥ.
5. Τα Ερευνητικά Κέντρα και τα Ινστιτούτα τους, αξιολογούνται, υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤΚ, από Πενταμελή (τουλάχιστον) Επιτροπή Εξωτερικών Αξιολογητών, προερχόμενων από την ημεδαπή ή την αλλοδαπή, οι οποίοι διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία και διεθνή εμπειρία αξιολογήσεων Ερευνητικών Κέντρων, εντός του πρώτου εξαμήνου κάθε πέμπτου έτους από την προηγούμενη αντίστοιχη αξιολόγηση.
6. Η αξιολόγηση των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων τους ενεργείται με βάση κοινούς δείκτες ποιότητας και αποτελεσματικότητας, οι οποίοι καθορίζονται μεταξύ άλλων και από τις διατάξεις των άρθρων 31 και 32 του παρόντος και βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Οι δείκτες αυτοί προσδιορίζονται με βάση τις προβλέψεις αυτές από το Τμήμα Αποτίμησης και Στατιστικής Επεξεργασίας Πολιτικής Έρευνας και Καινοτομίας της ΓΓΕΤΚ, εγκρίνονται από τον ΓΓΕΤΚ και εφαρμόζονται τόσο κατά την ετήσια επικαιροποίηση των στοιχείων όσο και κατά τις περιοδικές εξωτερικές αξιολογήσεις που ορίζονται στο παρόν Άρθρο.
7. Η σχετική έκθεση επιτόπιας αξιολόγησης υποβάλλεται από την Επιτροπή Εξωτερικών Αξιολογητών στο ΕΣΕΤΚ και την ΓΓΕΤΚ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, παρακολούθησης, συντονισμού, αξιολόγησης και χρηματοδότησης των Ερευνητικών Κέντρων.
8. Τα Ερευνητικά Κέντρα οφείλουν να τηρούν, επικαιροποιούν σε ετήσια βάση και καταχωρούν σε σχετική βάση δεδομένων τα βιογραφικά όλων των Ερευνητών και τις μεταβολές τους την οποία γνωστοποιούν στην ΓΓΕΤΚ και καταχωρούνται στο ΕΜΕΕΥ.
9. Η παράλειψη αξιολόγησης ή υποβολής των σχετικών στοιχείων από έναν Ερευνητικό Φορέα, εμποδίζει τη Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση του και συνιστά λόγο επιστροφής χορηγηθείσας χρηματοδότησης.
10. Οι Ερευνητικοί Φορείς οφείλουν να απογράφουν τις υποδομές τους και να υποβάλλουν την σχετική έκθεση απογραφής και κάθε ετήσια επικαιροποίησή της στη ΓΓΕΤΚ για την καταχώρηση στο ΕΜΕΕΥ.
11. Οι υποδομές, ο εκσυγχρονισμός τους, η εθελοντική χορήγηση δικαιωμάτων πρόσβασης σε υποδομές των Ερευνητικών Φορέων, των Επιχειρήσεων και των Λοιπών Φορέων υπό εύλογους όρους, η πιστοποίηση των Ερευνητικών Φορέων από Διεθνείς Οργανισμούς ή η απόκτηση της ιδιότητάς τους να παρέχουν πιστοποιήσεις αποτελούν κρίσιμα στοιχεία αξιολόγησης των Ερευνητικών Φορέων.
Το ερώτημα είναι ποια ερευνητικά κέντρα αξιολογούνται με την προβλεπόμενη εδώ διαδικασία, όλα η μήπως μόνον τα κέντρα πού εποπτεύονται από την ΓΓΕΤΚ; Επανέρχεται εδώ το ζήτημα πού τέθηκε και προηγουμένως και πού έχει να κάνει με το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου. Εάν το άρθρο 31 ισχύει και πάλι για τα κέντρα πού κατά παράδοση αξιολογούνται με αυστηρές διαδικασίες, τότε το σχέδιο νόμου επαναλαμβάνει και επικυρώνει τα μέχρι τώρα ισχύοντα, δηλαδή την ύπαρξη ενός ερευνητικού συστήματος πολλών ταχυτήτων το οποίο διαφοροποιείται και ως προς την αξιολόγηση των ερευνητικών φορέων.
Εάν αυτό αληθεύει ,η μέσω του σχεδίου νόμου πολλαπλή ενδυνάμωση του ρόλου της ΓΓΕΤΚ
συναρτάται και πάλι με το ήδη γνωστό ,κλασσικό και οικείο στην ΓΓΕΤΚ πεδίο άσκησης ερευνητικής πολιτικής ,τα εποπτευόμενα από αυτήν ερευνητικά κέντρα.
Προτάσεις ως προς τις μεταβατικές διατάξεις
1. Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος της ημεδαπής ή αλλοδαπής ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες δύνανται, από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση ερευνητή, η τοποθέτηση γίνεται σε προσωποπαγή θέση.
2. Οι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και τουλάχιστον τριετούς ερευνητικής εμπειρίας κατά τον χρόνο υποβολής αιτήσεως για κρίση, ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες δύνανται, εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος, και εφόσον αποκτήσουν διδακτορικό δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση ερευνητή, η τοποθέτηση γίνεται σε προσωποπαγή θέση.
3. Οι ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, που δεν θα υπαχθούν στις περιπτώσεις 1 και 2 του παρόντος άρθρου, κατατάσσονται (σε προσωποπαγείς θέσεις?…), διατηρούν την βαθμίδα Ειδικού Λειτουργικού Επιστήμονα που κατέχουν κατά την δημοσίευση του παρόντος νόμου ή μετά από σχετική αίτησή τους δύνανται να κριθούν για την εξέλιξή τους σε επόμενη βαθμίδα. (Προσοχή: Σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτή η προτεινόμενη ρύθμιση πρέπει οπωσδήποτε να προβλεφθεί μεταβατική διάταξη: «Οι ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, που δεν θα υπαχθούν στις περιπτώσεις 1 και 2 του παρόντος άρθρου, κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις και διατηρούν την βαθμίδα Ειδικού Λειτουργικού Επιστήμονα που κατέχουν κατά την δημοσίευση του παρόντος νόμου»
4. Το εδάφιο 2 του άρθρου 38§3 (για ερευνητές Δ βαθμίδας) αντικαθίσταται ως ακολούθως: Εάν αξιολογηθούν αρνητικά έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να κριθούν εκ νέου μετά από παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους.
5. Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες Δ’ βαθμίδας οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη του παρόντος, αξιολογούνται υποχρεωτικά με την συμπλήρωση του χρόνου απασχόλησής τους. Εάν δεν εξελιχθούν στην επόμενη βαθμίδα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν να κριθούν εκ νέου μετά από παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους.
6. Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος της ημεδαπής ή αλλοδαπής ήδη υπηρετούντα μέλη του ειδικού τεχνικού επιστημονικού προσωπικού δύνανται, από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν.
Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ)
Παράγραφός 5: Δεν αναφέρεται η διαδικασία επιλογής των μελών της Επιτροπής Εξωτερικών Αξιολογητών.
Παράγραφος 10: Με δεδομένο ότι η δημόσια χρηματοδότηση καλύπτει εν μέρει τα λειτουργικά έξοδα των ΕΚ, τα δε αλλά έσοδα προέρχονται από την χρηματοδότηση ερευνητικών έργων, ενίσχυσης τεχνοβλαστών, και εκτέλεσης έργων, κλπ, η εμπόδιση της χρηματοδότησης και η επιστροφή χορηγηθείσας χρηματοδότησης αποτελούν πλείγμα για την λειτουργία του ΕΚ και ουσιαστικά βάλει κατά των εργαζομένων. Ως εκ τούτου θα πρέπει να διαγραφεί.
Επαναφέρω την παρατήρηση-ερώτημα της Μαρίας Θανοπούλου, καθώς και την παρατήρηση του ΣΕΙΤΕ περί εξιολόγησης του έργου Διευθυντών ΕΚ και Ινστιτούτων.
– Παρ. 3: Αναφορά στο «κατά το Άρθρο 28 του παρόντος νόμου τυποποιημένο βιογραφικό τους σημείωμα». Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στο άρθρο 28.
– Παρ. 3: Πού αναρτώνται τα βιογραφικά;
– Παρ. 12 (νέα): Προτείνεται η σύνταξη ετήσιου απολογισμού δραστηριοτήτων κάθε Ινστιτούτου, ο οποίος θα αναρτάται εντός του πρώτου εξαμήνου του επόμενου έτους στην ιστοσελίδα της ΓΓΕΤ ή σε άλλη γνωστή δημόσια θέση.
– Η διαδικασία αξιολόγησης των Ερευνητικών Κέντρων να προβλέπει και αξιολόγηση των Οργάνων Διοίκησής τους, στην οποία να συμμετέχουν και οι ερευνητές. Δεν είναι δυνατό να αξιολογούνται μόνο οι ερευνητές και όχι τα κρίσιμα για τη λειτουργία των Κέντρων όργανα διοίκησης.
Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών/ΕΛΕ του ΕΚ «Αθηνά»
Παρ.6: Σύμφωνα και με τα σχόλιά μας επί του άρθρου 32 (παρακάτω), τα κριτήρια αξιολόγησης των Ερευνητικών Κέντρων είναι φτωχά και πρέπει να εμπλουτιστούν.
Παρ.9: Η παράγραφος αυτή σε συνδυασμό με την παρ.2.1 του άρθρου 23 που συνδέουν την επιχορήγηση των Ερευνητικών Κέντρων με την υποχρεωτική αξιολόγησή τους (προβλέπεται μάλιστα και επιστροφή χορηγηθείσας χρηματοδότησης) δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για το ύψος της επιχορήγησης που θα λαμβάνουν τα Ερευνητικά Κέντρα στο μέλλον καθώς και για το γεγονός ότι η σύνδεση αυτή προβλέπεται μόνο για τα ΕΚ και όχι για άλλους φορείς.
Οι μόνοι φορείς που αξιολογούνται σύμφωνα με το παρόν ν/σ είναι τα Ερευνητικά Κέντρα ενώ απουσιάζει η αξιολόγηση όλων των υπολοίπων φορέων που έχουν ερευνητικές δραστηριότητες και λαμβάνουν Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση για αυτές ή αξιοποιούν άλλα ευεργετήματα του παρόντος ν/σ (Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης εκτός από ΑΕΙ και ΤΕΙ που έτσι κι αλλιώς αξιολογούνται, Ιδιωτικός Τομέας) συμπεριλαμβανομένης και της ΓΓΕΤΚ.
Άρθρο 31 – Αξιολόγηση Ερευνητικών Κέντρων-Ινστιτούτων
Παράγραφος 5
Δεδομένου ότι στην εν λόγω παράγραφο περιγράφεται η σύνθεση και τα προσόντα της Επιτροπής Εξωτερικών Αξιολογητών, θα πρέπει να προστεθεί ότι ειδικά για την αξιολόγηση των Ινστιτούτων «η τεχνογνωσία και η διεθνής εμπειρία αξιολογήσεων» πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα με επιστημονική συνάφεια των αξιολογητών με το προς κρίση Ινστιτούτο.
Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Θέσεις του ΔΣ του ΣΕΙΤΕ επί διατάξεων του Σχεδίου Νόμου για την «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
Στο σχέδιο νόμου δεν υπάρχει πρόβλεψη για την αξιολόγηση του έργου των Διευθυντών ΕΚ και Ινστιτούτων. Πάγια θέση του ΣΕΙΤΕ είναι ότι όλα τα όργανα διοίκησης θα πρέπει να αξιολογούνται κατά τακτά χρονικά διαστήματα βάσει δεδομένων κριτηρίων αξιολόγησης, ενώ για την εκλογή των οργάνων διοίκησης το Τ&ΔΠ πρέπει να συνεισφέρει με την άποψή του όσον αφορά το διοικητικό έργο, και το ερευνητικό προσωπικό (εκλεγμένοι Ερευνητές, Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες και Ειδικοί Τεχνικοί Επιστήμονες με ερευνητικό έργο) όσον αφορά και το ερευνητικό έργο.
Στην παρ. 8 και σε συνέχεια του προτεινόμενου στο άρθρο 2 ορισμού του ερευνητικού προσωπικού, η διατύπωση «… τα βιογραφικά όλων των Ερευνητών και τις μεταβολές τους την οποία γνωστοποιούν στην ΓΓΕΤΚ και καταχωρούνται στο ΕΜΕΕΥ.» προτείνεται να τροποποιηθεί σε «… τα βιογραφικά όλου του ερευνητικού προσωπικού και τις μεταβολές τους την οποία γνωστοποιούν στην ΓΓΕΤΚ και καταχωρούνται στο ΕΜΕΕΥ.».
Το ΔΣ του ΣΕΙΤΕ
Πλήρες κείμενο θέσεων: http://www.forth.gr/se/docs/enimerotika/ΣΕΙΤΕ_2013-11-05_226.pdf
Άρθρο 31
Το ερώτημα είναι ποια ερευνητικά κέντρα αξιολογούνται με την προβλεπόμενη εδώ διαδικασία, όλα η μήπως μόνον τα κέντρα πού εποπτεύονται από την ΓΓΕΤΚ; Επανέρχεται εδώ το ζήτημα πού τέθηκε και προηγουμένως και πού έχει να κάνει με το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου. Εάν το άρθρο 31 ισχύει και πάλι για τα κέντρα πού κατά παράδοση αξιολογούνται με αυστηρές διαδικασίες, τότε το σχέδιο νόμου επαναλαμβάνει και επικυρώνει τα μέχρι τώρα ισχύοντα, δηλαδή την ύπαρξη ενός ερευνητικού συστήματος πολλών ταχυτήτων το οποίο διαφοροποιείται και ως προς την αξιολόγηση των ερευνητικών φορέων.
Εάν αυτό αληθεύει, η μέσω του σχεδίου νόμου πολλαπλή ενδυνάμωση του ρόλου της ΓΓΕΤΚ
συναρτάται και πάλι με το ήδη γνωστό, κλασσικό και οικείο στην ΓΓΕΤΚ πεδίο άσκησης ερευνητικής πολιτικής, τα εποπτευόμενα από αυτήν ερευνητικά κέντρα.
Μαρία Θανοπούλου
Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ
Συμπληρωματικά θα έπρεπε να δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης/βελτιωσης των διαδικασιών της ΓΓΕΤΚ από τα ΕΚ.