Η υλοποίηση των ορισμών των Άρθρων 5Α και 16 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα οποία «… η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η δε ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελούν υποχρέωση του Kράτoυς », καθώς και του Άρθρου 179 της ΕΣΛΕΕ σύμφωνα με το οποίο «Η Ένωση έχει, ως στόχο να ενισχύσει τις επιστημονικές και τεχνολογικές της βάσεις, με τη δημιουργία ευρωπαϊκού χώρου έρευνας στον οποίο οι ερευνητές, οι επιστημονικές γνώσεις και οι τεχνολογίες κυκλοφορούν ελεύθερα.
Η διαμόρφωση ευέλικτης και αποτελεσματικής Εθνικής Πολιτικής Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας, με στόχους την ενίσχυση, την παραγωγή και τη βέλτιστη αξιοποίηση του ερευνητικού δυναμικού και των ερευνητικών υποδομών της χώρας με όρους αριστείας και διαρκούς αξιολόγησης, τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της χώρας στους τομείς Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, την τόνωση του ιδιωτικού τομέα, την άρση των ανασχετικών παραγόντων προώθησης των ερευνητικών ιδεών (ελλιπής χρηματοδότηση, ελλιπής αξιολόγηση, έλλειψη σύνδεσης παραγωγικό¬τητας και ανταμοιβής, έλλειψη υγιούς ανταγωνισμού, άσκοπος κατακερματισμός των ερευνητικών συστημάτων και της αγοράς, χαμηλός βαθμός χρησιμοποίησης των δημοσίων συμβάσεων προς όφελος της καινοτομίας και αργός ρυθμός θέσπισης προτύπων), την καθοριστική συμβολή στην σύνδεση της έρευνας με την παραγωγική διαδικασία, την ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας και την αντιμετώπιση οικονομικών, κοινωνικών, εθνικών και παγκόσμιων προκλήσεων.
Η υποστήριξη υλοποίησης των παραπάνω στόχων με κατάλληλο σχεδιασμό, συντονισμό και εφαρμογή συστή¬ματος συμμετρικής δημοσιονομικής στήριξης των δικαιούχων φορέων μέσω αποτελεσματικών κινήτρων με στόχους, τη μείωση του οριακού κόστους των δικαιούχων για δραστηριότητες Ε&Α, τη σημαντική μείωση της τελικής επιβάρυνσης τους, την επιτάχυνση των διαδικασιών υλοποίησης ερευνητικών έργων, μελετών και προγραμμάτων, την αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων σε Ε&Α και την ενίσχυση της καινοτομίας και της ανάπτυξης.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ
ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος»,
15310 Αγία Παρασκευή Αττικής
Τηλ: 210 6503556, fax: 210 6511767
e-mail: mkonstan@bio.demokritos.gr
http://www.demokritos.gr/sed
Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών Δημοκρίτου (ΣΕΔ) θα ήθελε να μεταφέρει τις θέσεις της ερευνητικής κοινότητας του «Δ» σχετικά με το προτεινόμενο Σχέδιο νόμου: «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» του ΥΠΑΙΘ που είναι σε διαβούλευση.
Ο Ν1514/1985 αποτέλεσε θεμέλιο λίθο για την Έρευνα και την Καινοτομία στην Ελλάδα και συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανάπτυξή τους κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Η ερευνητική κοινότητα του «Δ» έχει εκφράσει πολλάκις την άποψη ότι ένας νέος νόμος για την Ε&Κ θα πρέπει να στηρίζεται στην αναμόρφωση του Ν1514 όσον αφορά σε αλλαγές:
• Στο πρότυπο διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων
• Στην αναβάθμιση της θέσης του Ερευνητή
• Στη διασύνδεση των Ερευνητικών Κέντρων (EK) με τα ΑΕΙ στο πλαίσιο του Ενιαίου Χώρου Έρευνας- Ανώτατης Εκπαίδευσης
• Στην ενίσχυση της διασύνδεσης της Έρευνας με τον Επιχειρηματικό τομέα.
Με τον τρόπο αυτό θα αξιοποιηθεί με το βέλτιστο τρόπο το ερευνητικό προσωπικό αλλά και οι Εθνικές ερευνητικές υποδομές, λειτουργώντας ως βασικός μοχλός ανάπτυξης της Χώρας.
Το ΔΣ του ΣΕΔ σε επιστολή που απέστειλε στο ΓΓΕΤ Δρ Χρ. Βασιλάκο (26/11/2013), μετά την ανακοίνωση των βασικών αρχών του σχεδίου νόμου (4/11/2013), είχε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις -μετά από διαβούλευση της ερευνητικής κοινότητας του «Δ»- προτείνοντας:
• Θεσμοθέτηση Ενιαίου Χώρου Εκπαίδευσης και Έρευνας με Αναπληρωτή Υπουργό Ανώτατης Εκπαίδευσης, Έρευνας και Καινοτομίας και θεσμοθέτηση ελαχίστου ποσοστού του ΑΕΠ που θα διατίθεται για την ΕΤΑΚ.
• Αλλαγή στη σύσταση των ΔΣ των ΕΚ και στον τρόπο λειτουργίας των οργάνων Διοίκησης των ΕΚ και Ινστιτούτων.
• Καθορισμό προτεραιοτήτων και χρηματοδοτούμενων συμπράξεων ομοειδών δραστηριοτήτων πενταετούς διάρκειας, βάσει των αποτελεσμάτων των διεθνών αξιολογήσεων ινστιτούτων, με δυνατότητα ανανέωσης μετά από νέες διεθνείς αξιολογήσεις.
• Χρηματοδότηση και προκηρύξεις υποστήριξης γενικών ερευνητικών δραστηριοτήτων, υπό μορφή έργων βασικής έρευνας τριετούς διάρκειας, σε τακτές ημερομηνίες δυο φορές το χρόνο.
• Υλοποίηση παροχής ενισχυμένων κινήτρων προς τις βιομηχανίες για ενίσχυση της χρηματοδοτούμενης διασύνδεσής τους με ερευνητικές δραστηριότητες (τα κίνητρα έχουν ήδη θεσμοθετηθεί – άρθρο 3 παρ. 29 του Ν.4110/2013]) που θα περιλαμβάνουν και κατ’ ελάχιστον ισόποση συγχρηματοδότηση των εμπλεκόμενων ερευνητών των ερευνητικών κέντρων από την Πολιτεία.
• Προκηρύξεις ερευνητικών συμπράξεων Ερευνητικών Ινστιτούτων και ΑΕΙ (ανεξάρτητα από νομικά καθεστώτα) για ομοειδείς δραστηριότητες.
• Επίσημη αναγνώριση της εποπτείας διδακτορικών και μεταπτυχιακών διατριβών από ερευνητές που δεν συμμετέχουν στις εξεταστικές επιτροπές των διατριβών.
Γενικά στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου δεν προβλέπονται τα ακόλουθα:
• Ενίσχυση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος της Χώρας
• Διασφάλιση πόρων για την ΕΤΑΚ
• Η χρηματοδότηση της μισθοδοσίας και των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων δεν είναι εγγυημένη
• Το πρότυπο διοίκησης των ΕΚ γίνεται ακόμη πιο προσωποκεντρικό (Διευθυντής και Πρόεδρος με αυξημένες αρμοδιότητες)
• Ο ενιαίος χώρος Έρευνας-Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν προωθείται.
Αν και το χρονικό διάστημα που δόθηκε για τη διαβούλευση του σ/ν, εν μέσω εορτών και αξιολογήσεων των ΕΚ, είναι εξαιρετικά μικρό, το ΔΣ του ΣΕΔ καταθέτει τις ακόλουθες προτάσεις και σχόλια κατά άρθρο:
Γενικές παρατηρήσεις
Το Σχέδιο αποτελεί ένα σημαντικό θετικό βήμα για την προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου της έρευνας στις σύγχρονες διεθνοποιημένες συνθήκες και την οργάνωση και ανάπτυξη της έρευνας σύμφωνα με ολοκληρωμένη στρατηγική και σχέδιο δράσης με ισχύ νόμου. Εισηγείται μέτρα εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης των υφιστάμενων δομών και οργάνων έρευνας αποφεύγοντας αδικαιολόγητες και άνευ ουσίας διαρθρωτικές και θεσμικές παρεμβάσεις, ενώ συνδέει την προσπάθεια βελτίωσης της έρευνας με την ανάπτυξη συστήματος συνεχούς αξιολόγησης. Τέλος, προωθεί σειρά μέτρων τόσο για τη μεγαλύτερη σύνδεση των ερευνητικών κέντρων με τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και για την ουσιαστική διαμόρφωση ενός ενιαίου χώρου έρευνας και παιδείας.
Στο γενικό επίπεδο της φιλοσοφίας και των κατευθύνσεων του Σχεδίου, το ΕΓΣ έχει τις εξής κριτικές παρατηρήσεις:
Πρώτον, το Σχέδιο δίνει πρωτεύουσα έμφαση στις τεχνολογικές εφαρμογές και καινοτομίες που στοχεύουν στην παραγωγή προϊόντων και, γενικότερα, στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτός βέβαια είναι ένας αναμφισβήτητα σημαντικός στόχος που έχει και την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής πολιτικής. Ωστόσο, το γεγονός ότι συνυπάρχει, τόσο στο επίπεδο των κατευθύνσεων όσο και στο επίπεδο των οργάνων εφαρμογής του νόμου, με το στόχο της προώθησης της βασικής έρευνας και θεσμών ακαδημαϊκού τύπου θα προκαλέσει αναπόφευκτα εντάσεις και συγκρούσεις στο επίπεδο των αξιών και των κριτηρίων αξιολόγησης και επιλογής των προτεραιοτήτων. Θεωρούμε ότι οι επιπτώσεις αυτών των αντιφάσεων θα είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για την ανθρωπιστική και κοινωνική έρευνα. Δεύτερον, αν και στο άρθρο 23 για τη «Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση» γίνεται αναφορά στη δυνατότητα των επιτελικών οργάνων του τομέα έρευνας και τεχνολογίας να προωθούν προγράμματα προσανατολισμένα στην ανάπτυξη του εθνικού ερευνητικού δυναμικού και στην έρευνα ζητημάτων με «τοπικό» ενδιαφέρον, δεν διαμορφώνονται μόνιμοι ισχυροί θεσμοί και εργαλεία στρατηγικού προγραμματισμού με κύρος και διαφάνεια οι οποίοι θα αναλάβουν αυτό το σημαντικό ρόλο.
Ακολουθούν και παρατηρήσεις κατ’άρθρο
Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ)
Σχόλια επί του Σχεδίου Νόμου για την«Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
΄Αρθρο 1:
Είναι εκτενές, χωρίς να είναι σαφές. Μοιάζει να παραπέμπει αποσπασματικά σε άλλα κείμενα νομοθετικά και μη χωρίς να διατυπώνει με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο του Νόμου για την ΄Ερευνα.
α) Παραπέμπει απλώς στο Σύνταγμα χωρίς να προσδιορίζει αν η έρευνα αποτελεί τομέα ζωτικού ενδιαφέροντος και χωρίς να επαναλαμβάνει την υποχρέωση του Κράτους για την ανάπτυξη και την προαγωγή της
β) Αναφέρεται στην Ενοποιημένη Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ (ΕΣΛΕΕ) επιλεκτικά, σε μέρος μόνον του άρθρου 179 της ΕΣΛΕΕ χωρίς να αποσαφηνίζει πως ενσωματώνεται η Συνθήκη αυτή στο αντικείμενο του Νόμου.
γ) Αναφέρει ως αντικείμενο του Νόμου τη «διαμόρφωση ευέλικτης και αποτελεσματικής Εθνικής Πολιτικής ΕΤΑΚ» συγχέοντας το αντικείμενο του Νόμου με στόχους της πολιτικής για την έρευνα. Στη σχετική παράγραφο υπάρχει μακροσκελής παράθεση στόχων η οποία παραπέμπει σε εξαγγελίες και προθέσεις και όχι σε νομοθετικό κείμενο.
δ) Το αυτό ισχύει και για την τρίτη παράγραφο του ΄Αρθρου 1, στην οποία μάλιστα εισάγεται ο όρος «συμμετρική δημοσιονομική στήριξη», όρος ασαφής και ξένος προς τα της ΄Ερευνας
Σχόλιο:
Στη διατύπωση του ΄Αρθρου 1 η Ερευνα δεν είναι στο επίκεντρο και δεν συνάγεται η αναγνώρισή της ως τομέα ζωτικού εθνικού ενδιαφέροντος. Ο δε σκοπός του Νόμου διατυπώνεται εμμέσως, με ασάφεια, πλατειασμό και αοριστία.
΄Αρθρο 2:
Περιλαμβάνει 27 όρους, μεγάλο μέρος των οποίων δεν σχετίζονται άμεσα με την ΄Ερευνα καθιστώντας το κείμενο το Αρθρου ένα μακροσκελή κατάλογο με ετερόκλητους όρους οι οποίοι με τον τρόπο αυτό «ενσωματώνονται» στο πεδίο της ΄Ερευνας και καθίστανται «ισότιμοι» ως εάν είχαν την ίδια βαρύτητα. Επί πλέον απουσιάζουν βασικοί όροι που αφορούν την ερευνητική εργασία και διαδικασία ενώ αναφέρονται όροι οι οποίοι είτε είναι αυτονόητοι, είτε παραπέμπουν σε γενικές διατάξεις που δεν χρειάζεται να επαληφθούν στον ειδικό νόμο για την ΄Ερευνα
Επιλεκτικά παρατηρούμε ότι:
α) δεν υπάρχει η έννοια του όρου «΄Ερευνα» και το ΄Αρθρο 2 ξεκινά απευθείας από τη διάκριση «βασικής» και «εφαρμοσμένης» έρευνας.
β) η «Βασική» έρευνα ορίζεται στο Αρθρο αυτό στερούμενη δύο βασικών χρακτηριστικών τα οποία είναι θεμελιώδη και εμφανίζονται στους προηγούμενους νόμους για την ΄Ερευνα (1514/1985 και 3653/2008) και είναι αφενός η «πρωτοτυπία» και αφετέρου η «ελεύθερη επιλογή». Επί πλέον αποτελεί ατυχή διατύπωση η αναφορά στα «θεμέλια των φαινομένων και των δεδομένων» σε αντικατάσταση της «θεμελίωσης των φαινομένων και των παρατηρήσιμων γεγονότων»
γ) η «Εφαρμοσμένη» έρευνα ορίζεται ως απλή «αναζήτηση» και όχι ως «έρευνα» με «θεωρητικό» ή «πειραματικό» χαρακτήρα όπως αναφέρεται στους δύο προηγούμενους νόμους για την ΄Ερευνα το δε «πρακτικό αποτέλεσμα» στο οποίο αποσκοπεί παραμένει αόριστο και αποσυνδέεται από «εφαρμογές για τη βελτίωση της οικονομίας, της ποιότητας ζωής και της άμυνας της χώρας» (ν. 1514/1985)
δ) Απουσιάζει παντελώς ο όρος «Μελέτη», παρά το γεγονός ότι ο όρος αυτός αναφέρεται σε άλλα σημεία του ΄Αρθρου 2 πχ. στα περί «Τεχνολογικής ανάπτυξης»
ε) Απουσιάζει παντελώς ο όρος «Εργο» παρά το γεγονός ότι ο όρος αυτός αναφέρεται σε άλλα σημεία του ΄Αρθρου 2 πχ. στα περί «Αξιολόγησης»
στ) Απουσιάζει παντελώς ο όρος «Πρόγραμμα» παρά το γεγονός ότι ο όρος αυτός αναφέρεται σε άλλα σημεία του ΄Αρθρου 2 πχ. στα περί «Τεχνολογικής ανάπτυξης»
ζ) ο «Ερευνητικός φορέας» ορίζεται με βάσει τον «κύριο σκοπό» του που είναι η «επιστημονική και τεχνολογική έρευνα». Με την έννοια αυτή δεν αρμόζει εδώ η αναφορά στα Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης τα οποία ναι μεν έχουν ερευνητικές δραστηριότητες αλλά αυτές δεν αποτελούν τον κύριο και αποκλειστικό σκοπό της δραστηριότητάς του, Μήπως στο σημείο αυτό συγχέονται εκ παραδρομής (!) οι ερευνητικοί φορείς, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, με τους «δικαιούχους» χρηματοδοτήσεων για την έρευνα; Διότι δημιουργείται η εντύπωση, παρά τον ορισμό του εδαφίου 1, ότι τελικά εξομοιώνονται Ερευνητικά Κέντρα και Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο δεύτερο εδάφιο του 10.
η) Η διατύπωση της έννοιας του όρου «Αξιολόγηση» είναι πολύ γενική.
• Καταρχήν ενσωματώνει και τον όρο «Αποτίμηση» που συναντάται στους προηγούμενους νόμους για την ΄Ερευνα. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται να εξομοιώνονται οι διαδικασίες «Αξιολόγησης» ερευνητικών δραστηριότητων βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας οι οποίες στους προηγούμενους νόμους είναι διακριτές,
• Από τη διατύπωση αυτή απουσιάζει η «Αξιολόγηση ερευνητικών προτάσεων» και το «σύστημα αξιολόγησης ή και αποτίμησης με κριτές»(ν. 3653/2008).
• Δεν εξειδικεύεται η διαφοροποίηση της έννοιας του όρου «Αξιολόγηση» ανάλογα με το αν πρόκειται γιο «Αξιολόγηση» Ερευνητικών Κέντρων, Ερευνητών και έργων/μελετών/προγραμμάτων.
• Η «Αξιολόγηση» όπως ορίζεται είναι διαδικασία που αφορά μόνον τα ερευνητικά Κέντρα, τους Ερευνητές τους και του έργου τους και όχι όλους όσους υπάγονται στην κατηγορία των «Ερευνητικών φορέων» και των δικαιούχων χρηματοδότησης της ΄Ερευνας. Εισάγεται έτσι εμμέσως ένα σύστημα διάκρισης μεταξύ των εμπλεκομένων στην ΄Ερευνα, εφόσον το πεδίο εφαρμογής (άρθρο 3) του εκτείνεται και σε Ερευνητικά Κέντρα και φορείς πέραν των εποπτευομένων της ΓΓΕΤ στους οποίους ο όρος «Αξιολόγηση» δεν αναφέρεται.
θ) οι όροι «Επιστημονική και Τεχνολογική καινοτομία», «Καινοτομία» και «Τεχνολογική Ανάπτυξη» χαρακτηρίζονται από ασάφεια και μοιάζουν να επικαλύπτονται.
ι) ο όρισμός του «Ιδρύματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης» είναι τόσο ευρύς ώστε να μπορεί να εξομοιώνει με Ερευνητικό Κέντρο, άνευ κριτηρίων, τα πάσης φύσεως εκπαιδευτικά ίδρυματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (εθνικά ή ευρωπαικά) τα οποία εμφανίζουν ερευνητικές δραστηριότητες. Με τον τρόπο αυτό αφενός διευρύνεται το φάσμα των δικαιούχων χρηματοδοτήσεων της ΄Ερευνας την ίδια στιγμή που οι δικαιούχοι αυτοί εξαιρούνται των διαδικασιών αυστηρής αξιολόγησης στις οποίες υπόκεινται τα Ερευνητικά Κέντρα, κατεξοχήν ερευνητικοί φορείς με κύριο σκοπό την έρευνα.
ια) ο ορισμός του «Ερευνητή» είναι τόσο ευρύς ώστε να εξομοιώνει τους Ερευνητές των Ερευνητικών Κέντρων που υπάγονται σε αυστηρές διαδικασίες πρόσληψης, εξέλιξης και αξιολόγησης, με κάθε «Επιστήμονα/επαγγελματία» που γενικώς δραστηριοποιείται «για τη δημιουργία νέα γνώσης, προιόντων, διαδικασιών, μεθόδων και συστημάτων και τη διαχείριση των αντίστοιχων έργων» άνευ κριτηρίων. Με τον τρόπο αυτό διευρύνεται και πάλι όχι μόνο το φάσμα των φορέων, αλλά και το φάσμα των επιστημόνων και επαγγελματιών που μπορούν να αναλάβουν ερευνητικό έργο. Ενώ προηγούμενοι νόμοι προσπάθησαν να διαμορφώσουν ένα ειδικό στάτους για τους απασχολούμενους στην Ερευνα – στάτους ακαδημαικό που να εξασφαλίζει την υψηλή επιστημονική ποιότητα η οποία επιζητείται και μέσω της αξιολόγησης – το παρόν σχέδιο νόμου (Αρθρο 2, παρ.13) λειτουργεί προς τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Με τον ορισμό που υιοθετεί εξομοιώνει τους κατά νόμο, βάσει ακαδημαικών διαδικασιών, αναγνωρισμένους ως «Ερευνητές» και τους ασκούντες και ερευνητικό έργο διδάσκοντες καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με οποιονδήποτε επαγγελματία/ επιστήμονα δραστηριοποιείται σχετικά. Ισοπεδώνονται έτσι οι διαδικασίες που ο ίδιος ο νόμος προβλέπει, όπως και οι προηγούμενοι προέβλεπαν, για την ανάδειξη ερευνητών με κριτήρια υψηλής επιστημονικής ποιότητας.
Το άρθρο 2. παρ.ιζ΄του ν. 3653/2008 που καταργείται είχε μεριμνήσει για την αποφυγή του σοβαρού αυτού ατοπήματος.
Παρατήρηση: οι συντομογραφίες δεν αποτελούν όρους και δεν μπορούν να ενσωματώνονται στο ΄Αρθρο 2.
Αρθρο 3
α) Δεν υπάρχει το Παράρτημα Ι της παρ. 1 έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η κατανόηση του πεδίου εφαρμογής του νόμου.
β) οι διατάξει του νόμου εφαρμόζονται «κατά περίπτωση», κάτι το οποίο φαίνεται να εισάγει ένα ερευνητικό σύστημα πολλών ταχυτήτων ενδεχομένως:
• ερευνητικό σύστημα που ρυθμίζεται αυστηρά και πρόκειται για τους φορείς της ΓΓΕΤ (παρ. 1) οι οποίοι κατά παράδοση υπάγονται στον νόμο για την Ερευνα
• ερευνητικό σύστημα που ρυθμίζεται με άλλους όρους από αυτούς που προβλέπονται για τους φορέις της ΓΓΕΤ (πχ. ΑΕΙ, ερευνητικά κέντρα άλλων υπουργείων κά
• ένα υπό διαμόρφωση ευρύτερο ερευνητικό σύστημα, που αφορά αόρίστως το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και το οποίο θα αναπτυχθεί σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου
Σχόλιο:
Και η διάταξη αυτή – όπως και οι προηγούμενες που ορίζουν τον ερευνητικό φορέα και τον ερευνητή – υπηρετεί την εγκαθίδρυση κοινών όρων ανταγωνισμού μεταξύ των διευρυμένων συντελεστών της έρευνας. Αυτό συμβαίνει σε βάρος της υψηλής επιστημονικής ποιότητας την οποία σε άλλα σημεία ο ίδιος νόμος εισάγει ως κριτήριο αξιολόγησης και για την κατοχύρωση της οποίας (ποιότητας) θεσπίζει ακαδημαικές διαδικασίες. Κατά τον τρόπο αυτό υποπίπτει σε αντιφάσεις.
Άρθρο 10
α. Δεν προσδιορίζεται ο ρόλος του ΕΣΕΚΤ ως προς την ΕΣΕΤΑΚ, ενώ το όργανο δεν φαίνεται να έχει πλέον εισηγητικό ρόλο πρός τον ΓΓΕΤΚ. Με τον τρόπο αυτό η ερευνητική πολιτική φαίνεται να χαράσσεται χωρίς την συμβολή και την συμβουλή του ανώτατου αυτού επιστημονικού συμβουλευτικού οργάνου.
β. Η σύνθεση του οργάνου ,όπως προβλέπεται χαρακτηρίζεται από ανομοιογένεια. Τα 2 μέλη πού προέρχονται από τον επιχειρηματικό χώρο προβλέπεται να έχουν χαμηλότερα προσόντα από αυτά των λοιπών μελών του εδαφίου 3.3.Επιπλέον το προφίλ τους ,όπως περιγράφεται
δεν ανταποκρίνεται σε βασικές συνισταμένες της αποστολής του οργάνου ,όπως η διαμόρφωση ισχυρών δεσμών μεταξύ της ελληνικής και της διεθνούς ερευνητικής κοινότητας.
Προτείνεται η συμμετοχή τους στο όργανο ως απλών παρατηρητών, κατά περίπτωση, όταν τα θέματα πού συζητώνται συναρτώνται με τον επιχειρηματικό χώρο.
Άρθρο 11
Στην 1.1 επιλέγεται από τον παραγωγικό τομέα και τον επιχειρηματικό χώρο μόνο ο ΣΕΒ παραμερίζοντας τους λοιπούς εκπροσώπους άλλων συλλογικών φορέων του χώρου.
Άρθρο 12
α. Στο 1.4 παράγραφο 1.4.3 εισάγεται ο όρος διανοητικό δυναμικό, όρος του οποίου η έννοια δεν ορίζεται προηγουμένως .
β. Στο 1.4 παράγραφο 1.4.5 προβλέπεται η δημιουργία μηχανισμών αξιολόγησης ικανότητας`. Εισάγονται κατ’ αυτό τον τρόπο και νέες διαδικασίες αξιολόγησης οι οποίες φαίνεται να προστίθενται στις λοιπές διαδικασίες αξιολόγησης πού προβλέπονται σε επόμενα άρθρα.
Οι συνεχείς και πολλαπλές αξιολογήσεις δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβάλουν στην βελτίωση του αποτελέσματος της ερευνητικής εργασίας. Ο κίνδυνος πού ελλοχεύει είναι οι νέες αυτές διαδικασίες να αποδυναμώνουν τις λοιπές διαδικασίες που προβλέπονται από τον νόμο οι οποίες είναι ήδη αρκετές. Εκτός εάν οι ερευνητικοί φορείς της περιφέρειας ανήκουν στην θολή ζώνη του πεδίου εφαρμογής του νόμου και δεν υπάγονται στο αυστηρό σύστημα αξιολόγησης των εποπτευομένων από την ΓΓΕΤΚ ερευνητικών φορέων. Οπότε ισχύουν πολλά μέτρα και πολλά σταθμά αξιολόγησης συναρτώμενα με το ισχύον κατά περίπτωση
νομικό πλαίσιο. Δηλαδή το παρόν σχέδιο νόμου έχει στην ουσία περιορισμένη ισχύ αδυνατώντας να δημιουργήσει ενιαίο χώρο έρευνας πού να διέπεται από κοινές διαδικασίες.
Άρθρο 12
Στο 1.5 περί σύνθεσης των ΠΕΣ αναπαράγεται ό,τι και στα περί σύνθεσης του ΕΣΕΤΚ, δηλαδή η πρόβλεψη ενός οργάνου με ανομοιογενή σύνθεση και με ανομοιογενή προσόντα των μελών του . Εάν πρόκειται για Επιστημονικό Συμβούλιο η σύνθεσή του δεν μπορεί να περιλαμβάνει μέλη πού δεν έχουν επιστημονικό προφίλ, τα οποία μάλιστα να συναποφασίζουν για θέματα πού αφορούν το ερευνητικό προσωπικό της περιφέρειας. Παραβιάζεται έτσι μια βασική αρχή σύμφωνα με την οποία ο όμοιος κρίνει τον όμοιο.
Πρόταση
Οι μη ερευνητές να συμμετέχουν ως παρατηρητές μόνον καί κατά περίπτωση, στις συνεδριάσεις των οποίων τα θέματα αφορούν την Τοπική Αυτοδιοίκηση ή τον Επιχειρηματικό χώρο. Αρκούν 2 άτομα αντίστοιχα.
Άρθρο 13
Η παράγραφος 2 περιορίζει την αποστολή των ερευνητικών Κέντρων στην ανάπτυξη της ΕΤΑΚ και την συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη παραλείποντας τον βασικό λόγο ύπαρξης των ερευνητικών κέντρων πού είναι πρωτίστως η διεξαγωγή βασικής έρευνας. Χωρίς βασική έρευνα οποιοδήποτε άλλο είδος έρευνας στερείται του βασικού κορμού γνώσεων επί των οπίων θα στηριχθεί η όποια εφαρμογή. Η διατύπωση του 2 ανταποκρίνεται σε μια εν στενή εννοία αντίληψη του τι είναι έρευνα, σ’ ένα στερεότυπο τρόπο σκέψης σύμφωνα με τον οποίο η έρευνα είναι πάντα συνυφασμένη με εφαρμογές.
Άρθρο 15
α . Η τροποποίηση της σύνθεσης του ΔΣ των ερευνητικών κέντρων με την κατάργηση του εκπροσώπου των διοικητικών υπαλλήλων είναι επιζήμια . Καταρχήν στερεί από το όργανο τις απόψεις του προσωπικού πού υποστηρίζει το ερευνητικό έργο πολλαπλά, ιδίως σε μια εποχή πού αυξάνεται συνεχώς η γραφειοκρατία και ο οικονομικός έλεγχος. Επίσης μοιάζει ο συντάκτης του σχεδίου αυτού να απομονώνει τις διοικητικές υπηρεσίες των ερευνητικών κέντρων από τα Ινστιτούτα λησμονώντας ότι αυτές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των προς διοίκηση υπηρεσιών και μονάδων πού το απαρτίζουν.
Στην περίπτωση του ΕΚΚΕ η κατάργηση του εκπροσώπου των διοικητικών υπαλλήλων πλήττει άμεσα την νόμιμη συγκρότησή του δεδομένου ότι, μετά την συγχώνευσή των 3 Ινστιτούτων του σε 1,το ΔΣ είναι πλέον τριμελές απαρτιζόμενο πέραν του Διευθυντή του Κέντρου, από 2 εκπροσώπους ερευνητών και διοικητικών αντίστοιχα.
β . Η διεύρυνση της σύνθεσης του ΔΣ των ερευνητικών κέντρων με μέλη εξωτερικά προς αυτά δεν γίνεται προς την σωστή κατεύθυνση. Τα ΔΣ των Κέντρων είναι σημαντικό να εμπλουτιστούν με πρόσωπα υψηλού επιστημονικού κύρους τα οποία να ενισχύουν το όργανο με την γνώση και την εμπειρία τους από τον ερευνητικό χώρο. Η προτεινόμενη συμμετοχή εκπροσώπου της ΓΓΕΤΚ στα ΔΣ ανταποκρίνεται σε μιάν αντίληψη ότι η λήψη αποφάσεων για την έρευνα είναι στενά και αποκλειστικά συναρτημένη με την ΕΣΕΤΑΚ ,αλλά και ότι η εποπτεία πρέπει να λάβει μορφή ελέγχου εκ του σύνεγγυς έστω κι αν καταλύεται ,εν μέρει η αυτονομία των ερευνητικών κέντρων .Η προτεινόμενη σχετική ρύθμιση ελλοχεύει κινδύνους για την αυτονομία των ερευνητικών κέντρων, αλλά και γιά την ίδια την ΓΓΕΤΚ η οποία εμπλέκεται πλέον όχι μόνον στον σχεδιασμό της ΕΣΕΤΑΚ, αλλά και στην λήψη αποφάσεων για την εφαρμογή της εντός των ερευνητικών κέντρων. Με τον τρόπο αυτό εμπλέκεται η ΓΓΕΤΚ και ως κρινόμενη στην διαδικασία αξιολόγησης των ερευνητικών κέντρων και των ερευνητών, την ίδια στιγμή πού διεκδικεί ρόλο ως κρίνουσα στην περιοδική αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων(άρθρο 8 παράγραφος 5 ). Η προτεινόμενη συμμετοχή εκπροσώπου της ως ισότιμου μέλους του ΔΣ θα θέσει, μεταξύ άλλων, καί σοβαρά ζητήματα ως προς την αξιοπιστία των διαδικασιών αξιολόγησης, στην οποία το παρόν σχέδιο νόμου προσδίδει τόσο μεγάλη σημασία.
Πρόταση
Το ΔΣ των Κέντρων να διευρυνθεί με ένα επιστήμονα υψηλού κύρους. Ο εκπρόσωπος της ΓΓΕΤΚ πρέπει να είναι μόνο παρατηρητής και να καλείται να παραστεί στις συνεδριάσεις πού άπτονται της ΕΣΕΤΑΚ και λοιπών θεμάτων της ΓΓΕΤΚ.
Άρθρο 17
Στο 4.7 προβλέπεται ότι οι δαπάνες βαρύνουν τους πόρους των Ερευνητικών Κέντρων. Με την συνεχή μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων καθίσταται σαφές ότι τα Κέντρα είναι δύσκολο να εξασφαλίσουν την κάλυψη των δαπανών αυτών. Άρα εισάγονται εδώ όργανα τα οποία κινδυνεύουν να παραμείνουν νεκρό γράμμα.
Πρόταση
Πρέπει να ισχύσει και γι αυτά ό,τι και για τα λοιπά όργανα των οποίων οι δαπάνες λειτουργίας καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Παράγραφος 3, εδώ αναφέρεται ότι προεδρεύει ο διευθυντής του Ινστιτούτου στο Γνωμοδοτικό. Θεωρούμε ότι σ’ ένα εκλεγμένο από την ερευνητική κοινότητα όργανο δεν μπορεί να προεδρεύει ο διευθυντής του Ινστιτούτου. Ειδικότερα, στην περίπτωση του ΕΚΚΕ που ο διευθιυντής του Ινστιτούτου είναι και Πρόεδρος του Ερευνητικού Κέντρου
Άρθρο 18
α . Στο 1.1 αναφέρει ότι το ερευνητικό προσωπικό αποτελείται από ερευνητές, ενώ στην συνέχεια προσθέτει και άλλες κατηγορίες :επισκέπτες ερευνητές, μεταδιδακτορικούς υποτρόφους και μεταπτυχιακούς φοιτητές. Την ίδια στιγμή αποκλείει από το ερευνητικό προσωπικό τους λειτουργικούς επιστήμονες πού είναι κάτοχοι διδακτορικού και αυτούς πού έχουν καταταγεί σε βαθμίδες. Εισάγει έτσι ανισότητες και διακρίσεις μεταξύ εχόντων τα αυτά τυπικά προσόντα υποβαθμίζοντας κατηγορίες προσωπικού πού απασχολούνται στην έρευνα καί παρέχουν ερευνητικό έργο.
β. Στο 1.1.1 οι ερευνητές ορίζονται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στο άρθρο 2 παράγραφο 17. Στό άρθρο 18 ο ορισμός είναι στενός και αφορά το προσωπικό των ερευνητικών κέντρων μόνον. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται επομένως εντός του σχεδίου νόμου με δύο διαφορετικές έννοιες και νοούμενα δημιουργώντας σύγχυση και παρανοήσεις στον αναγνώστη. Γεννώνται τα εξής ερωτήματα:
ι) Για πόσα ερευνητικά κέντρα της χώρας ισχύει ο ορισμός του άρθρου18
πέραν των εποπτευομένων από την ΓΓΕΤΚ
ιι) Μήπως ο ορισμός του άρθρου 2 αφορά όσους ερευνητικούς φορείς δεν συγκαταλέγονται στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου
ιιι) Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο ορισμών.
Η τυχόν διατήρηση δύο ορισμών του ερευνητή θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση μεσω νέου νόμου ενός ερευνητικού συστήματος πολλών ταχυτήτων: ενός αυστηρού συστήματος το οποίο θα διέπεται από όλες τις προβλέψεις του παρόντος σχεδίου και ενός άλλου χαλαρού συστήματος μη υπαγόμενου μέν στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου, διεκδικούντος όμως μια θέση στον χώρο της έρευνας και κυρίως στο τομέα των χρηματοδοτήσεων έργων και προγραμμάτων.
γ. Στο 1.1.2 η διατύπωση που υιοθετείται συναρτά την ερευνητική εργασία και με την εφαρμογή των γνώσεων εγκλωβίζοντάς την σε μία εν στενή έννοια αντίληψη περί έρευνας και περί σχέσης βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας.
Πρόταση
Στην υπάρχουσα διατύπωση πρέπει να προστεθεί «ή και την εφαρμογή της»
δ. Στα απαιτούμενα προσόντα των ερευνητών και στις τρείς βαθμίδες γίνεται αναφορά σε «έργα», «προγράμματα» ή «πεδία» της ΕΤΑΚ τα οποία είναι και τα μόνα πού τεκμηριώνουν την ικανότητα του ερευνητή. Αλλά ποια θεωρούνται ως τέτοια και με ποιες διαδικασίες;
Η διατύπωση στο 1.1.2.1 και επόμενα μπορεί να αποκλείει ερευνητικές δραστηριότητες πού δεν εντάσσονται εν στενή εννοία στην ΕΤΑΚ
Πρόταση
Τα περί ΕΤΑΚ να αποτελούν ένα από τα κριτήρια κρίσης των ερευνητών και όχι το κυρίαρχο
Πρόταση
Η παρ. 1.1. του άρθρου 18 του ΣΝ να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
1.1. Ερευνητικό. Το ερευνητικό προσωπικό αποτελείται από τους Ερευνητές και το Ειδικό Ερευνητικό Προσωπικό (ή Ειδικούς Λειτουργικούς Ερευνητές)
Η παράγραφος 1.1.3 να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
1.1.3. Το Ειδικό Ερευνητικό Προσωπικό (ή οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες), είναι επιστήμονες, κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και διαθέτουν τουλάχιστον τριετή συνεχή ερευνητική εμπειρία σε ερευνητικό ίδρυμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, που εργάζονται για το σχεδιασμό και την εφαρμογή επιστημονικών και τεχνολογικών προγραμμάτων και έργων, ενώ δύνανται να παρέχουν εκπαιδευτικό και διδακτικό έργο.
Η παράγραφος 1.1.4 να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
1.1.4. Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες κατατάσσονται σε τρεις βαθμίδες, Α,Β,Γ ανάλογα με την προσφορά τους, τα ειδικά τους προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια και τις διαδικασίες του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Η διαδικασία κατάταξης και τα κριτήρια επιλογής τους καθορίζονται από τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις και διαδικασίες της παρ. 1.1. του άρθρου 18 του παρόντος.
Το εδάφιο 2 της παρ 3. του άρθρου 18 του παρόντος να τροποποιηθεί ως ακολούθως:
Ο βασικός μηνιαίος μισθός του Ειδικού Ερευνητικού Προσωπικού (ή των Ειδικών Λειτουργικών Ερευνητών) αναλογεί σε ποσοστό 90% του βασικού μισθού του Ερευνητή αντίστοιχης βαθμίδας.
Άρθρο 18 – Σχετικά με την κατάργηση της Δ΄ βαθμίδας ερευνητών δεν προβλέπεται τι θα γίνει με εκείνους που ήδη υπηρετούν σε αυτή τη βαθμίδα. Υπάρχει, βέβαια, σχετική μεταβατική διάταξη στο κεφάλαιο Ε΄, Άρθρο 38 παράραγραφος 3, αλλά δεν είναι σαφές το πλαίσιο εξέλιξής τους καθώς στο συγκεκριμένο άρθρο γίνεται λόγος για αξιολόγηση χωρίς να διευκρινίζει τα όποια περαιτέρω (π.χ. ανοιχτή ή κλειστή προκήρυξη θέσης, γνωστικό αντικείμενο, κλπ.,). Πάντως, έτσι όπως είναι διατυπωμένο παραπέμπει σε μια κλειστή εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης επίσπευσης ένταξης στην επόμενη βαθμίδα καθώς καταργείται αυτόματα η Δ΄ βαθμίδα. Επίσης, στην ίδια μεταβατική διάταξη γίνεται λόγος για λύση σύμβασης με την πρώτη αξιολόγηση ενώ στον ν. 1514, δινόταν η ευκαιρία για επαν-υποβολή αιτήματος εξέλιξης μετά από ένα έτος. Εξάλλου, ως προς αυτό, υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη της εξέλιξης από την ερευνητική βαθμίδα Γ΄σε Β΄σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 9 όπου δίνεται η δυνατότητα να ζητήσουν για δεύτερη φορά και εκ’ νέου την προκύρηξη της θέσης τους μετά παρέλευση τριών ετών από την λήψη της αποφασης για την μη εξέλιξή τους. Προτείνεται να ισχύσει η ίδια δυνατότητα και από την Δ’ βαθμίδα στη Γ’.
Άρθρο 29
α. Η διατύπωση του 10 είναι προσανατολισμένη προς συγκεκριμένες μορφές ερευνητικής δραστηριότητας (π.χ. 10.5) οι οποίες δεν αφορούν το σύνολο των επιστημονικών κλάδων πού υπηρετεί η έρευνα και των ερευνητών πού θα τελούν υπό κρίση στο μέλλον.
β. Τα κριτήρια αξιολόγησης των ερευνητών 10.3 και 10.4 δεν είναι επιστημονικά. Μετατρέπουν της διαδικασία επιστημονικής κρίσης του ερευνητή σε διαδικασία αξιολόγησης της συγκέντρωσης οικονομικών πόρων. Προσωπικά δεδομένα ,όπως τα εισοδήματα από ερευνητικές πηγές, δημοσιοποιούνται, αλλά και αποτελούν επιπλέον την βάση για την τελούμενη αξιολόγηση. Τέτοια κριτήρια δεν συναρτώνται απαραιτήτως με την επιστημονική δεινότητα του κρινόμενου, η οποία είναι το κατεξοχήν ζητούμενο της διαδικασίας κρίσης των ερευνητών.
Πρόταση
Να παραμείνουν μόνο τα καθαρώς επιστημονικά κριτήρια πού αφορούν όλους τους ερευνητές.
γ. Στο 11 προβλέπεται οι δαπάνες των μελών των επιτροπών να καλύπτονται από τα ερευνητικά Κέντρα. Η ήδη δύσκολη καί οριακή οικονομική κατάσταση των Κέντρων συνεπεία των συνεχών μειώσεων της κρατικής επιχορήγησης καθίσταται ακόμα δυσχερέστερη.
Μετακυλίονται και πάλι στα Κέντρα δαπάνες τις οποίες οφείλει να καλύπτει η Πολιτεία εάν έχει την πραγματική βούληση να επενδύσει στην έρευνα ,τα ερευνητικά κέντρα και το ερευνητικό δυναμικό. Χωρίς την ανάλογη μακροχρόνια οικονομική επένδυση η έρευνα δεν μπορεί να καταστεί μοχλός ανάπτυξης.
Επίσης, σύμφωνα με τον ν. 1514 η μη ευόδωση της διαδικασίας εξέλιξης από τη ερευνητική βαθμίδα Γ΄ σε Β΄ δεν λυνόταν η σύμβαση τους με το Ερευνητικό κέντρο και παρέμεναν σε αυτό. Στον υπό διαβούλευση νόμο και παράγραφο 9 του άρθρου 29 κάτι τέτοιο κακώς δεν προβλέπεται. Επιπλέον υπάρχει ασάφεια σχετικά με τη σύνθεση του αριθμού των επιτροπών κρίσεων στις ερευνητικές βαθμίδες. Έτσι όπως είναι διατυπωμένο φαίνεται ότι ο αριθμός των συμμετεχόντων σε αυτές τις επιτροπές θέσεις να είναι 8, ενώ γίνεται λόγος για 7μελή επιτροπή.
Άρθρο 30
Στην παράγραφο 2 διευρύνεται ο κατάλογος των κριτών με στελέχη του ευρύτερου παραγωγικού τομέα. Εισάγεται κατ΄ αυτό τον τρόπο η αντίληψη ότι οι κρίσεις των ερευνητών δεν είναι διαδικασίες ακαδημαϊκές εφόσον με κριτήρια αλλότρια-ξένα προς την έρευνα-θα κρίνονται επιστήμονες πού έχουν μακροχρόνια επενδύσει στο χώρο της έρευνας. Με τέτοιες ρυθμίσεις υποβαθμίζεται η όλη διαδικασία κρίσης ερευνητών εφόσον οι ερευνητές κρίνονται από μη όμοιους και μάλιστα χαμηλοτέρων προσόντων σε πολλές περιπτώσεις. Κατ’ επέκταση υποβαθμίζεται έτσι το ακαδημαϊκό ερευνητικό προφίλ της χώρας. Επιπλέον οι σχετικές ρυθμίσεις συναρτούν την διαδικασία κρίσης και εξέλιξης των ερευνητών με την καλλιέργεια καλών σχέσεων με τον ευρύτερο παραγωγικό τομέα και ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Άρθρο 31
Το ερώτημα είναι ποια ερευνητικά κέντρα αξιολογούνται με την προβλεπόμενη εδώ διαδικασία, όλα η μήπως μόνον τα κέντρα πού εποπτεύονται από την ΓΓΕΤΚ; Επανέρχεται εδώ το ζήτημα πού τέθηκε και προηγουμένως και πού έχει να κάνει με το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου. Εάν το άρθρο 31 ισχύει και πάλι για τα κέντρα πού κατά παράδοση αξιολογούνται με αυστηρές διαδικασίες, τότε το σχέδιο νόμου επαναλαμβάνει και επικυρώνει τα μέχρι τώρα ισχύοντα, δηλαδή την ύπαρξη ενός ερευνητικού συστήματος πολλών ταχυτήτων το οποίο διαφοροποιείται και ως προς την αξιολόγηση των ερευνητικών φορέων.
Εάν αυτό αληθεύει ,η μέσω του σχεδίου νόμου πολλαπλή ενδυνάμωση του ρόλου της ΓΓΕΤΚ
συναρτάται και πάλι με το ήδη γνωστό ,κλασσικό και οικείο στην ΓΓΕΤΚ πεδίο άσκησης ερευνητικής πολιτικής ,τα εποπτευόμενα από αυτήν ερευνητικά κέντρα.
Προτάσεις ως προς τις μεταβατικές διατάξεις
1. Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος της ημεδαπής ή αλλοδαπής ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες δύνανται, από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση ερευνητή, η τοποθέτηση γίνεται σε προσωποπαγή θέση.
2. Οι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και τουλάχιστον τριετούς ερευνητικής εμπειρίας κατά τον χρόνο υποβολής αιτήσεως για κρίση, ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες δύνανται, εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος, και εφόσον αποκτήσουν διδακτορικό δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κενή θέση ερευνητή, η τοποθέτηση γίνεται σε προσωποπαγή θέση.
3. Οι ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, που δεν θα υπαχθούν στις περιπτώσεις 1 και 2 του παρόντος άρθρου, κατατάσσονται (σε προσωποπαγείς θέσεις?…), διατηρούν την βαθμίδα Ειδικού Λειτουργικού Επιστήμονα που κατέχουν κατά την δημοσίευση του παρόντος νόμου ή μετά από σχετική αίτησή τους δύνανται να κριθούν για την εξέλιξή τους σε επόμενη βαθμίδα. (Προσοχή: Σε περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτή η προτεινόμενη ρύθμιση πρέπει οπωσδήποτε να προβλεφθεί μεταβατική διάταξη: «Οι ήδη υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, που δεν θα υπαχθούν στις περιπτώσεις 1 και 2 του παρόντος άρθρου, κατατάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις και διατηρούν την βαθμίδα Ειδικού Λειτουργικού Επιστήμονα που κατέχουν κατά την δημοσίευση του παρόντος νόμου»
4. Το εδάφιο 2 του άρθρου 38§3 (για ερευνητές Δ βαθμίδας) αντικαθίσταται ως ακολούθως: Εάν αξιολογηθούν αρνητικά έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να κριθούν εκ νέου μετά από παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους.
5. Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες Δ’ βαθμίδας οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη του παρόντος, αξιολογούνται υποχρεωτικά με την συμπλήρωση του χρόνου απασχόλησής τους. Εάν δεν εξελιχθούν στην επόμενη βαθμίδα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν να κριθούν εκ νέου μετά από παρέλευση τριών ετών από την λήψη της απόφασης για την μη εξέλιξή τους.
6. Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος της ημεδαπής ή αλλοδαπής ήδη υπηρετούντα μέλη του ειδικού τεχνικού επιστημονικού προσωπικού δύνανται, από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από σχετική αίτησή τους να κριθούν σε βαθμίδα ερευνητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18 και 29 του παρόντος και τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου στο οποίο υπηρετούν.
Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ)
Χαίρετε,
Είμαι διευθυντής στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, οι θέσεις μου όμως είναι προσωπικές και δεν δεσμεύουν τον Οργανισμό.
Δυστυχώς έλαβα γνώση της διαβούλευσης μόλις τώρα, επομένως το κείμενο αυτό γράφτηκε πολύ γρήγορα και μπορεί να φανεί πρόχειρο.
Το σχέδιο νόμου δεν κάνει σωστή χρήση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και δεν δίνει τη σωστή κατεύθυνση στους ερευνητές και τα ερευνητικά κέντρα, διότι προτρέπει σε δημοσιεύσεις και όχι στην κατοχύρωση πνευματικών δικαιωμάτων. Η πρώιμη δημοσίευση σκοτώνει τα πνευματικά δικαιώματα.
Στο Αρ. 18, 1.1.2.4 οι δημοσιεύσεις έχουν πρωτεύοντα ρόλο. Ο ερευνητής έχει το κίνητρο να δημοσιεύσει. Αν δημοσιεύσει, πριν κάνει αίτηση για κατοχύρωση Δ.Ε. θα χάσει κάθε δικαίωμα στην εφεύρεσή του. Η Κίνα και η Κορέα θα είναι ευτυχείς, η Ελλάδα θα νομίσει ότι κάνει έρευνα, οι πόροι μας όμως θα γινουν αντικείμενο εκμεταλευσης από χώρες με μεγαλύτερη ευκολία και ευελιξία στην παραγωγή. Η Ελλάδα θα έχει παράξει έρευνα, θα καταλήξει όμως να την έχει διαδόσει δωρεάν και να εισάξει τεχνολογία από τρίτες χώρες.
Το ζητούμενο είναι η έρευνα που γίνεται στην Ελλάδα, με Ελληνικά μυαλά, με Ελληνικούς ή κοινοτικούς πόρους, να μπορέσει να περάσει σε εφαρμογή εδώ ή αλλού με κύρια ασυμμετοχή των Ελλήνων ερευνητών και επενδυτών.
Η σωστή διαδικασία είναι η ακόλουθη:
1. Αίτηση για εθνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (με πολύ μικρό κόστος)
2. Δημοσιεύσεις
3. Αναζήτηση επενδυτών
4. Αίτηση διεθνών Δ.Ε. μεσα σε ένα έτος (μεγάλο κόστος)
Αν η δημοσίευση γίνει πριν την κατοχύρωση, ΧΑΝΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.
Από το Αρθρο 31 λείπουν τα Διπλ. Ευρεσιτεχνίας.
Επίσης, το Αρθρο 32, παρ. 1.2.2 δίδεται το λάθος κριτήριο. Σημαντικό στην αξιολόγηση μιασ χώρας, ενός ερευνητικού κέντρου, ενός ερευνητή είναι ο αριθμός τω ΔΙΠΛΩΜΑΤΩΝ ευρεσιτεχνίας και όχι ο αριθμός τωνα αιτήσεων.
Σε αντίθεση με τις δημοσιεύσεις, οι αιτήσεις για ΔΕ υφίστανται σχολαστική έρευνα και αξιολόγηση από πολύ πεπειραμένους και εξειδικευμένους εξεταστές τοτ Ευρωπαϊκού Γραφείου Δ.Ε. Το σημαντικό είναι οι αιτήσεις όχι να υποβληθούν, αλλά να λάβουν θετική αξιολόγηση.
Είμαι στη διάθεσή σας να σας προσφέρω περαιτέρω βοήθεια και συμβουλές, χωρίς καμμία οικονομική επιβάρυνση για το Ελληνικό κράτος.
Με τιμή,
Δρ. Δ. Κουζέλης
Διευθυντής στο Ε.Γ.Δ.Ε.
ΝΟΜΟΣ για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία:
Παρατηρήσεις του ΔΣ του ΕΚΕΤΑ
και προτάσεις στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου
Γενικές παρατηρήσεις:
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), αφού έλαβε γνώση του σχεδίου νόμου για την «Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία», όπως κατατέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και, δεδομένης της σπουδαιότητας του προτεινόμενου νομοσχεδίου, συμμετέχει στη δημόσια διαβούλευση, διατυπώνοντας τις παρούσες απόψεις, παρατηρήσεις και προτάσεις του, με σκοπό να συμβάλει στην πληρέστερη διαμόρφωση του τελικού σχεδίου νόμου.
Το ΔΣ του ΕΚΕΤΑ θεωρεί ότι το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο πρέπει να αξιοποιηθεί ώστε να υπάρξουν καίριες και αποφασιστικού χαρακτήρα τομές και παρεμβάσεις, ικανές να άρουν τα πολλαπλά γραφειοκρατικά και νομοθετικά εμπόδια, τα οποία αποτελούν τροχοπέδη και ανασταλτικό παράγοντα στον τομέα της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας. Στην πραγμάτωση των ανωτέρω αποσκοπούν οι παρεμβάσεις του ΕΚΕΤΑ που προτείνονται και ιδιαίτερα αυτές στα άρθρα 18, 20 και 22 του νομοσχεδίου.
Το ΔΣ του ΕΚΕΤΑ εκφράζει τη ελπίδα ότι το νομοσχέδιο θα συνοδεύεται από θετική Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) και θα έχει την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, έτσι ώστε το τελικό σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων να περιλαμβάνει τις ίδιες διατάξεις με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο και ιδιαίτερα αυτές των άρθρων 18 (παρ. 1.1.5 και 3), 20, 21 και 22 που αποτελούν και πάγια αιτήματα της ερευνητικής κοινότητας.
Παρατηρήσεις επί συγκεκριμένων άρθρων του νομοσχεδίου:
1) Άρθρο 10 παρ. 3.3
«Εννέα (9) μέλη, ειδικούς σε βασικές θεματικές περιοχές, τα οποία εκλέγονται με τη διαδικασία η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 3.6. του παρόντος Άρθρου»
i) Σύμφωνα με το άρθρο 11 του σχεδίου νόμου τα μέλη του ΕΣΕΤΚ (εκτός του Προέδρου και Αντιπροέδρου) προτείνονται (δεν εκλέγονται) στον ΥΠΑΙΘ από Επιτροπή που συγκροτείται για το σκοπό αυτό, με τη διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο αυτό (11), τελικώς όμως ο ΥΠΑΙΘ είναι αυτός που διορίζει όλα τα 13 από τα 15 μέλη του ΕΣΕΤΚ, ήτοι: τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, τους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου (2 μέλη) και τα εννέα μέλη του ΕΣΕΤΚ από τον κατάλογο που προτείνεται από την Επιτροπή.
ii) Παράγραφος 3.6 δεν υπάρχει στο άρθρο 11.
Άρθρο 10 παρ. 3.4
«Τα μέλη αυτά» (τα προερχόμενα από τον επιχειρηματικό χώρο) «εκλέγονται με τη διαδικασία η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 3.6. του παρόντος Άρθρου»
Ισχύουν και εδώ τα παραπάνω σχόλια ως προς τη διαδικασία επιλογής και διορισμού (και όχι εκλογής) των μελών αυτών και ως προς την παρ. 3.6.
2) Άρθρο 12 παρ. 1
«Με απόφαση του Περιφερειάρχη κάθε Περιφέρειας της χώρας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να συγκροτείται Περιφερειακό Επιστημονικό Συμβούλιο (ΠΕΣ), ….»
Από την παραπάνω διατύπωση φαίνεται ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε Περιφερειάρχη η συγκρότηση του ΠΕΣ. Ενώ φαίνεται να γίνεται προσπάθεια στο νόμο για τη συμμετοχή και τον ενεργό ρόλο των ΠΕΣ στην υλοποίηση της ΕΣΕΤΑΚ και του σχεδίου δράσης, η μη συγκρότηση αυτού (του ΠΕΣ) μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργίες και ανισότητες στις Περιφέρειες στις οποίες δεν θα έχει συγκροτηθεί.
Προτείνεται η αναδιατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης ως εξής: «Με απόφαση του Περιφερειάρχη κάθε Περιφέρειας της χώρας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συγκροτείται Περιφερειακό Επιστημονικό Συμβούλιο (ΠΕΣ), ….»
3) Άρθρο 15 παρ. 1
«1. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από:
1.1. Τον διορισθέντα Διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου, ως Πρόεδρο.
1.2. Τους διορισθέντες Διευθυντές των Ινστιτούτων του Κέντρου.
1.3. Έναν εκπρόσωπο της ΓΓΕΤΚ.
1.4. Έναν εκπρόσωπο των Ερευνητών του Κέντρου, ή τον αναπληρωτή του.
1.5. ………»
Επειδή υπάρχουν Ε.Κ. , στα οποία ο Διευθυντής του Ε.Κ. είναι ο Πρόεδρος του Δ.Σ. (π.χ. ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος κ.ά.) και άλλα στα οποία ο Διευθυντής της Κεντρικής Διεύθυνσης (Κ.Δ.) είναι ο Πρόεδρος του Δ.Σ. (π.χ. ΕΚΕΤΑ, ΙΤΕ κ.ά.), γεγονός το οποίο υποδηλώνει τη διαφορετική δομή και διάρθρωση που έχουν, προτείνεται για την παραπάνω περ. 1.1 η ακόλουθη διατύπωση:
«1.1. Τον διορισθέντα Διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου ή τον Διευθυντή της Κεντρικής Διεύθυνσης του Ερευνητικού Κέντρου, ως Πρόεδρο»
4) Άρθρο 15 παρ. 1 περ. 1.5
«1.5. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να συμμετάσχει, ως παρατηρητής, ένας εκπρόσωπος των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Κέντρου, ή ο αναπληρωτής του, κατόπιν πρόσκλησης του Προέδρου».
Προτείνεται η αναδιατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης ως εξής:
«1. 5 Έναν εκπρόσωπο των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων του Κέντρου ή τον αναπληρωτή του».
προκειμένου να διασφαλίζονται επαρκώς και τα συμφέροντα των εργαζομένων που εντάσσονται στο τεχνικό ή διοικητικό προσωπικό του Κέντρου.
5) Άρθρο 16 παρ. 10 & 11
Η συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής Κριτών αξιολόγησης των υποψηφίων για τη θέση του Διευθυντή Ε.Κ. ή των Διευθυντών Ινστιτούτων Ε.Κ. προτείνεται να είναι από εξωτερικά μέλη μόνο, ρύθμιση η οποία έχει αντέξει στο χρόνο μέχρι τώρα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
6) Άρθρο 18 παρ. 1.1.5
«Για τις ανάγκες των ερευνητικών προγραμμάτων των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων τους μπορεί να απασχολείται ερευνητικό προσωπικό με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή χορηγίας (υποτροφία) με σύμβαση που συνάπτεται μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και πρόταση του Διευθυντή του Ινστιτούτου. Για την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάστασή τους εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου και οι αποδοχές τους βαρύνουν τους ιδιωτικούς πόρους του Ερευνητικού Κέντρου ή πόρους προερχόμενους από Διεθνείς Χρηματοδοτικούς Οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή εθνικούς πόρους στο πλαίσιο της Δημόσιας Εθνικής Χρηματοδότησης».
Η διάταξη αυτή θα πρέπει να ισχύσει για το σύνολο του προσωπικού (επιστημονικού, τεχνικού, διοικητικού, υποστηρικτικού κλπ.) και όχι μόνο για το ερευνητικό προσωπικό, εφόσον το προσωπικό αυτό προσλαμβάνεται για τις ανάγκες τέτοιων προγραμμάτων και οι αποδοχές τους βαρύνουν τους πόρους που αναφέρονται στην προαναφερθείσα διάταξη (πόρους εκτός τακτικού προϋπολογισμού).
Προτείνεται η αναδιατύπωση της διάταξης αυτής ως ακολούθως:
«Για τις ανάγκες των ερευνητικών προγραμμάτων των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων τους μπορεί να απασχολείται ερευνητικό, τεχνικό, διοικητικό και υποστηρικτικό προσωπικό με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτεται μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και πρόταση του Διευθυντή του Ινστιτούτου. Για την πρόσληψη, τις αποδοχές τους, τις δαπάνες μετακινήσεων για τις ανάγκες των ερευνητικών προγραμμάτων και την υπηρεσιακή τους κατάσταση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου, κατά παρέκκλιση οποιωνδήποτε περιοριστικών ή μη νομοθετικών διατάξεων, (όπως ενδεικτικά της περ. η της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009, της παρ. 8 του άρθρου 45 του Ν. 3943/2011 και των περ. 12 και 22 της Υποπαραγράφου Γ.1 της Παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012) εφόσον βαρύνουν τους ιδιωτικούς πόρους του Ερευνητικού Κέντρου ή πόρους προερχόμενους από Διεθνείς Χρηματοδοτικούς Οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση».
Ο αιτιολογικός λόγος της παραπάνω προτεινόμενης ρύθμισης είναι ότι οι προσλήψεις, οι αμοιβές και οι μετακινήσεις του προσωπικού που απαιτείται για την υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών, από τα οποία και καλύπτεται η σχετική δαπάνη, αφενός μεν δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, αφετέρου δε αποτελούν παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης, απασχόλησης νέων ερευνητών και ενίσχυσης των κρατικών εσόδων.
7) Άρθρο 20 παρ. 1
Δεν αναφέρονται στους πόρους των Ερευνητικών Κέντρων (Ε.Κ.), όπως αυτοί απαριθμούνται στο άρθρο 20 του νομοσχεδίου, οι προερχόμενοι από έργα που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προτείνεται οι πόροι αυτοί να προστεθούν ως ιδιαίτερη κατηγορία μεταξύ των πόρων των Ε.Κ., καθώς αποτελούν σημαντικό μέρος των εσόδων τους, ως εξής:
«1.10 Πόροι προερχόμενοι από έρευνητικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (όπως το Πρόγραμμα Πλαίσιο) και άλλους διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς».
8) Άρθρο 20 παρ. 4
«Τα Ερευνητικά Κέντρα, τα οποία λειτουργούν, ως ΝΠΙΔ, τηρούν λογιστικά βιβλία τρίτης κατηγορίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών».
Αν και η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί χρήσιμη αποσαφήνιση του πλαισίου λειτουργίας των Ε.Κ.-ΝΠΙΔ, ωστόσο θα πρέπει να υπάρξουν περαιτέρω διευκρινίσεις για τα Ε.Κ.-ΝΠΔΔ και τα Ε.Κ.-ΝΠΙΔ, λόγω της συχνά απαντώμενης ταύτισης των τελευταίων (ιδιαίτερα από Υπηρεσίες του δημοσίου τομέα) με το Δημόσιο και της αντιμετώπισής τους ως κατ’ ουσία φορείς του δημοσίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αδυναμία των ελεγκτικών αρχών να προσδιορίσουν το θεσμικό πλαίσιο με βάση το οποίο πρέπει να διενεργήσουν τους ελέγχους (διαχειριστικούς, οικονομικούς κλπ) που τους ανατίθενται. Για το σκοπό αυτό προτείνεται παρέμβαση αντίστοιχη με αυτή που προτείνουμε στο άρθρο 22 παρ. 4.
9) Άρθρο 22 παρ. 4
Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του νομοσχεδίου, που ενώ φαίνεται να διαφοροποιεί κατ’ αρχήν τα Ε.Κ. – ΝΠΙΔ από τα Ε.Κ. – ΝΠΔΔ, ουσιαστικά τα εξομοιώνει με τα τελευταία, αφού ο τρόπος διάθεσης των πόρων (των Ε.Κ. – ΝΠΙΔ) της «προηγούμενης παραγράφου» στην οποία παραπέμπει είναι οι διατάξεις που διέπουν τον δημόσιο τομέα. Προτείνεται η θέσπιση κριτηρίων υπαγωγής των Ε.Κ. – ΝΠΙΔ στο δημόσιο τομέα ως προς τη διαχείριση των πόρων τους με βάση το λόγο της τακτικής επιχορήγησης ως προς τα συνολικά έσοδα του Ε.Κ. Για την υπαγωγή ενός Ε.Κ. στο δημόσιο τομέα θα πρέπει ο λόγος αυτός να υπερβαίνει το 30%. Η ρύθμιση αυτή θα βοηθήσει στην αποφυγή πολλών παρερμηνειών και στην εν τέλει ομαλή λειτουργία των Ε.Κ.
10) Άρθρο 23 παρ. 2
«Η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση παρέχεται ειδικότερα στους Ερευνητικούς Φορείς με την μορφή:
1.1. Επιχορήγησης για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων …»
Η παραπάνω διατύπωση αποδεσμεύει το Δημόσιο από οποιαδήποτε υποχρέωση κάλυψης του συνόλου των λειτουργικών δαπανών ενός Ε.Κ., ακόμη και αυτής της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού τους και ουσιαστικά δρομολογεί περαιτέρω μειώσεις των επιχορηγήσεων που δίδονται στα Ε.Κ. έως και την πλήρη κατάργησή τους. Προτείνεται κατ’ αρχήν ο καθορισμός του όρου «λειτουργικά έξοδα» και η δέσμευση για πλήρη κάλυψη αυτών.
11) Άρθρο 25 παρ. 1
«Ο χρηματοδοτούμενος φορέας δικαιούται, να μεταφέρει κονδύλια μεταξύ των κατηγοριών επιλέξιμων δαπανών που περιλαμβάνονται στην εγκεκριμένη πρότασή του κατά ποσοστό έως και 10%, γνωστοποιώντας την μεταβολή στην αρμόδια υπηρεσία της ΓΓΕΤΚ, ή να μεταβάλλει την Ομάδα Έργου που υλοποιεί για λογαριασμό του το έργο, εάν δεν μεταβάλλεται το φυσικό αντικείμενο. Οι μεταβολές πρέπει να περιλαμβάνονται και αιτιολογούνται στις περιοδικές εκθέσεις προόδου του έργου».
Το ποσοστό μεταβολής κονδυλίων μεταξύ δαπανών ήταν 20% και μειώνεται τώρα σε 10%. Πολλές φορές οι ανάγκες του έργου από τη στιγμή σύνταξης της πρότασης μέχρι και την υλοποίησή της μεταβάλλονται και αντιστοίχως θα πρέπει να μπορούν να μεταβάλλονται και οι επί μέρους δαπάνες. Σε αντιστοιχία με τα ευρωπαϊκά έργα προτείνεται να παραμείνει στο 20% και κάθε υπέρβαση αυτού να είναι πλήρως δικαιολογημένη.
12) Άρθρο 40 παρ. 4
4.2. Το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Εφαρμογών Στερεών Καυσίμων (ΚΤΕΣΚ) δεν υφίσταται. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4δ του Ν.4051/2012 (ΦΕΚ 40 Α΄/29.2.2012), το Ινστιτούτο αυτό έχει ήδη συγχωνευθεί με το Ινστιτούτο Τεχνικής Χημικών Διεργασιών (Ι.Τ.ΧΗ.Δ.),) και αποτελούν πλέον το Ινστιτούτο Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων του ΕΚΕΤΑ.
4.4 Το ακρωνύμιο του Ινστιτούτου Έρευνας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης Θεσσαλίας είναι ΙΕΤΕΘ και όχι ΚΕΤΕΑΘ.
ΚΥΡΙΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΔΣ ΙΤΕ ΣΤΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ
Άρθρο 4. – Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας
Προτείνεται αναδιατύπωση ως εξής:
Με τον σχεδιασμό της Εθνικής Στρατηγικής Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας επιδιώκεται:
1. Η συστηματική θεώρηση και προσέγγιση των κρίσιμων θεματικών τομέων της Έρευνας (Μαθηματικά, Χημεία, Φυσική, Νανοεπιστήμες και Επιστήμες Υλικών , Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών, ….
Άρθρο 12 – Περιφερειακά Επιστημονικά Συμβούλια
Προτείνεται αναδιατύπωση ως εξής:
1.6 Τα μέλη του ΠΕΣ επιλέγονται με την ακόλουθη διαδικασία:
1.6.1. Μετά από πρόσκληση του οικείου Περιφερειάρχη συγκροτείται επιτροπή με μέλη, έναν διεθνώς διακεκριμένο επιστήμονα ασχολούμενο με τη έρευνα, Καθηγητή Ιδρύματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ή Ερευνητή Α` βαθμίδας της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, έχοντα σχέση με την Περιφέρεια, έναν εκπρόσωπο των Ερευνητικών Κέντρων ή Ινστιτούτων της οικείας Περιφέρειας…
Άρθρο 13 – Ερευνητικά Κέντρα – Ινστιτούτα
Προτείνεται αναδιατύπωση ως εξής:
1. Τα Ερευνητικά Κέντρα συνιστώνται, συγχωνεύονται, διασπώνται, καταργούνται, και ορίζεται ή τροποποιείται η νομική φύση και η διάρθρωσή τους με Νόμο. Επίσης με Νόμο ορίζεται η υπηρεσιακή, βαθμολογική και μισθολογική κατάσταση των Ερευνητών τους.
Προτείνεται η προσθήκη παρ. 9 στο άρθρο 13 ως ακολούθως:
9. Σε όσα Ερευνητικά Κέντρα, τα οποία λειτουργούν ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, έχει συσταθεί και λειτουργεί Κεντρική Διεύθυνση, αυτή εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση τις σχετικές διατάξεις σύστασής της και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας τους. Σε αυτά τα Κέντρα ο Διευθυντής της Κεντρικής Διεύθυνσης είναι ο Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου.
Άρθρο 16 – Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου – Διευθυντές Ινστιτούτων
Προτείνεται αναδιατύπωση ως εξής:
8. Ο Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου και οι Διευθυντές των Ινστιτούτων είναι πλήρους απασχόλησης και διορίζονται με Απόφαση του ΥΠΑΙΘ για ορισμένο χρόνο, διάρκειας πέντε [5] ετών. Σε περίπτωση κατά την οποία κατά το χρόνο λήξης της θητείας του Διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου δεν έχει ακόμη διορισθεί νέος Διευθυντής Ερευνητικού Κέντρου και βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία εκλογής και διορισμού του, ….
9. Για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου Ερευνητικού Κέντρου, γίνεται η προκήρυξη της θέσης από την ΓΓΕΤΚ έξι (6) μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του κατέχοντος την θέση. Η προκήρυξη δημοσιεύεται μία φορά σε μία…
Παρατήρηση στην παρ. 11 του άρθρου 16:
Όπως είναι διατυπωμένη τώρα η παράγραφος, επιβάλλει ποσοστό 2/3 στον προτεινόμενο από το Ε.Κ. κατάλογο μελών της Ειδικής Επιτροπής Κριτών καθώς και 2/7 των μελών που διορίζει ο ΥΠΑΙΘ να προέρχεται από το ίδιο Ερευνητικό Κέντρο. Οι διατάξεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικά φαινόμενα εξάρτησης των υποψηφίων Διευθυντών από το προσωπικό του Ε.Κ. Προτείνεται η απάλειψη αυτών των ποσοστών και η αναδιατύπωση της παρ. 11 ως εξής :
11. Για τη συγκρότηση αυτής της Ειδικής Επιτροπής Κριτών, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ερευνητικού Κέντρου προτείνει στο ΕΣΕΤΚ κατάλογο τουλάχιστον είκοσι ενός (21) μελών. Το ΕΣΕΤΚ δικαιούται να προσθέσει και άλλα μέλη στον κατάλογο αυτό ή αντίστοιχα ν’ αφαιρέσει από αυτόν. Από τον τελικό κατάλογο που προτείνει το ΕΣΕΤΚ, ο ΥΠΑΙΘ επιλέγει και ορίζει τα επτά μέλη, που απαρτίζουν την Ειδική Επιτροπή Κριτών, καθώς και τον αναπληρωτή κάθε μέλους. Τα μέλη της…
Προτείνεται αναδιατύπωση ως εξής:
13. Μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση δύο θητειών των Διευθυντών του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτων τους, η εργασιακή σχέση τους με το Ερευνητικό Κέντρο μπορεί να μετατραπεί σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου…
Άρθρο 18.- Προσωπικό Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων
Προτείνεται μεταξύ των άλλων να συμπεριληφθούν οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες σε κατηγορία του Ερευνητικού προσωπικού (από Τεχνικού που είναι τώρα), να γίνει ειδική αναφορά στους Συνεργαζόμενους Καθηγητές στην παρ. 1.1.5 , και να συμπληρωθεί η παρ. 1.3 όσο αφορά το Διοικητικό προσωπικό. Συγκεκριμένα προτείνεται η αναδιατύπωση ορισμένων παραγράφων ως εξής:
1.1 Ερευνητικό. Το ερευνητικό προσωπικό αποτελείται από τους Ερευνητές και τους Ειδικούς Λειτουργικούς Επιστήμονες (ΕΛΕ)…
Προστίθεται νέα παρ. 1.1.3 (σε αντικατάσταση της προηγούμενης 1.1.3):
1.1.3 Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου ή διδακτορικού διπλώματος της ημεδαπής ή αλλοδαπής και έχουν εμπειρία στο σχεδιασμό ή εφαρμογή ερευνητικών επιστημονικών και τεχνολογικών προγραμμάτων και έργων. Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες κατατάσσονται σε τρεις βαθμίδες, Α, Β, Γ ανάλογα με την προσφορά τους, τα ειδικά τους προσόντα και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Η διαδικασία κατάταξής τους σε βαθμίδα και προαγωγής τους από βαθμίδα σε βαθμίδα (κατ’αναλογίαν με τις αντίστοιχες διαδικασίες που ισχύουν για τους Ερευνητές) καθορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ερευνητικού Κέντρου.
Συγχωνεύονται και αναδιατυπώνονται οι παρ. 1.1.3 και 1.1.4 σε νέα παρ. 1.1.4 ως εξής:
1.1.4 Η εργασιακή σχέση του Ερευνητικού Κέντρου Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με τους Ερευνητές και ΕΛΕ της Α΄ και Β` βαθμίδας είναι διάρκειας αορίστου χρόνου. Το Ερευνητικό Προσωπικό, εφ’ όσον δεν συντρέχουν λόγοι παρουσίας του εκτός του Ερευνητικού Κέντρου στο πλαίσιο Ερευνητικής δραστηριότητας, οφείλει να παρευ¬ρί¬σκε¬ται στους χώρους του Ερευνητικού Κέντρου είκοσι (20) ώρες εβδομαδιαίως κατανεμόμενες σε τουλάχιστον τέσσερις εργάσιμες ημέρες και να παρέχει τις πάσης φύσεως υπηρεσίες του (ερευνητικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές) για την υποστήριξη του ερευνητικού έργου του Ερευνητικού Κέντρου ή του Ινστιτούτου και να συνεργάζεται γι αυτό το σκοπό με το υπόλοιπο προσωπικό.
Προστίθεται η εξής νέα υποπαράγραφος 1.1.5.5 :
1.1.5.5 Καθηγητές (όλων των βαθμίδων) Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης , οι οποίοι παρέχουν ερευνητικό έργο σε Ερευνητικά Κέντρα ή Ινστιτούτα και αμείβονται με σύμβαση έργου ορισμένου χρόνου. Στους καθηγητές αυτούς απονέμεται ο τίτλος του «Συνεργαζόμενου Καθηγητή» με βάση διαδικασία που προβλέπεται από τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ερευνητικού Κέντρου.
Αναδιατυπώνεται η παρ. 1.2 ως εξής:
1.2 Τεχνικό Προσωπικό. Το Τεχνικό Προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων εκτελεί ειδικές επιστημονικές και τεχνικές εργασίες για την υποστήριξη της ΕΤΑΚ και την προσφορά υπηρεσιών προς τρίτους. Με τον Εσωτερικό Κανονισμό του Ερευνητικού Κέντρου το Τεχνικό Προσωπικό κατανέμεται σε κλάδους και καθορίζονται τα ειδικότερα προσόντα που απαιτούνται για το διορισμό του. Ανάλογα με τα προσόντα του, το Τεχνικό Προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων τους διακρίνεται σε:
1.2.1.Ειδικούς τεχνικούς επιστήμονες, οι οποίοι είναι κάτοχοι πτυχίου Ιδρύματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ειδικών γνώσεων και εμπειρίας για την υποστήριξη της αντίστοιχης βαθμίδας.
1.2.2 Τεχνολόγους πτυχιούχους με εξειδίκευση και εμπειρία για την υποστήριξη της ΕΤΑΚ.
1.2.3 Τεχνικούς μέσης εκπαίδευσης απόφοιτους τεχνικού λυκείου ή τεχνικής σχολής μέσης εκπαίδευσης.
Λοιπό τεχνικό προσωπικό αποφοίτους στοιχειώδους εκπαίδευσης
Αναδιατυπώνεται η παρ. 1.3 ως εξής:
Διοικητικό, Βοηθητικό και Εποχικό Προσωπικό. Το Διοικητικό και Βοηθητικό προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων στελεχώνει υπηρεσίες διοικητικού και οικονομικού χαρακτήρα για την υποστήριξη της λειτουργίας τους και την εκτέλεση των προγραμμάτων. Το Διοικητικό προσωπικό περιλαμβάνει πτυχιούχους Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΕ και ΤΕ) ειδικών γνώσεων και εμπειρίας, και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το βοηθητικό προσωπικό είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας ή πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η διάρθρωση, τα ειδικότερα προσόντα που απαιτούνται, τα καθήκοντα κλπ. των μελών του Διοικητικού και του Βοηθητικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων που έχουν συσταθεί ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου διέπονται από τις διατάξεις του νομοθετικού πλαισίου σύστασής τους και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Κέντρου. Το Διοικητικό προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων, που έχουν συσταθεί, ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του νομοθετικού πλαισίου σύστασής τους και τις αντίστοιχες διατάξεις που διέπουν εν γένει τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Το Τεχνικό Προσωπικό, καθώς επίσης και το Διοικητικό και Βοηθητικό Προσωπικό αξιολογείται κάθε δύο έτη σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του Ερευνητικού Κέντρου.
Άρθρο 20. Πόροι των Ερευνητικών Κέντρων
Η υποπαρ. 1.9 γίνεται 1.10 και προστίθεται νέα 1.9 ως εξής:
1.9 Χρηματοδοτούμενα Ερευνητικά Προγράμματα από την ΕΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς.
1.10 Έσοδα σχετικά με τις δραστηριότητες ή τους σκοπούς του Ερευνητικού Κέντρου από οποιεσδήποτε άλλες πηγές.
Από την παρ. 4 διαγράφεται η φράση «τα οποία λειτουργούν ως ΝΠΙΔ» και η παρ. 4 γίνεται:
4. Τα Ερευνητικά Κέντρα τηρούν λογιστικά βιβλία τρίτης κατηγορίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.
Άρθρο 21 – Παροχή κινήτρων για τις δραστηριότητες Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και την Καινοτομία
Γενική παρατήρηση 1: Διαφορετικά είναι τα οικονομικά κίνητρα για δραστηριότητες ΕΤΑΚ που πρέπει δίνονται σε Επιχειρήσεις και διαφορετικά αυτά που πρέπει να δίνονται στους Ερευνητικούς Φορείς. Πολλές από τις παραγράφους του άρθρου αφορούν μόνο επιχειρήσεις. Αν ο νομοθέτης επιθυμεί να δώσει κίνητρα στους Ερευνητικούς Φορείς, ας δώσει ρεαλιστικά κίνητρα με βάση το νομικό καθεστώς των φορέων. Π.χ. τι νόημα έχει η παρ. 7 που απαλλάσσει ερευνητικούς φορείς από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών εργοδότη στο προσωπικού τους ; ( Δηλ. οι Διοικήσεις τους να πάνε φυλακή;) Προφανώς το όλο άρθρο πρέπει να αναδιαρθρωθεί.
Γενική παρατήρηση 2: Προτείνεται τα έσοδα Ερευνητικών Κέντρων που προέρχονται από ιδιωτικές πηγές, παροχή υπηρεσιών και πωλήσεις προϊόντων να μην εμπίπτουν στις περιοριστικές διατάξεις νόμων που αφορούν προσλήψεις και αμοιβές προσωπικού.
Άρθρο 23 – Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση – Γενικά
Προτείνεται αναδιατύπωση ως εξής:
2.Η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση παρέχεται ειδικότερα στους Ερευνητικούς Φορείς με την μορφή:
2.1 Επιχορήγησης για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων και των αποδοχών του τακτικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων που είναι εγγεγραμμένα στο ΕΜΕΕΥ ….
Παρατήρηση στο 2.2 : Να διαγραφεί η φράση » από χρηματοδότηση προτάσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC)». (Δεν αποτελεί Εθνική Χρηματοδότηση).
Άρθρο 29 – Αξιολόγηση Ερευνητών
Γενική παρατήρηση : Δεν νομίζουμε ότι είναι σκόπιμο η εξέλιξη του ήδη υπηρετούντος Ερευνητικού Προσωπικού να γίνεται με ανοικτή διαδικασία. Αν κάποιο Ερευνητικό Κέντρο έχει τους πόρους να προκηρύξει νέα θέση Ερευνητή , πάντα μπορεί να το κάνει. Το άρθρο όπως έχει τώρα μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των Ερευνητών στα Ερευνητικά Κέντρα με την εκλογή νέων (εξωτερικών υποψηφίων) Ερευνητών Α και Β βαθμίδας με παράλληλη παραμονή στη Β και Γ βαθμίδα των εσωτερικών υποψηφίων που δεν θα προάγονται. Ποιος θα επωμισθεί το επιπλέον κόστος μισθοδοσίας στους σημερινούς καιρούς;
4. Για την πρόσληψη ή την εξέλιξη σε βαθμίδα Ερευνητών με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου…. συγκροτείται Ειδική επταμελής Επιτροπή Κριτών, η οποία απαρτίζεται από το Διευθυντή του οικείου Ινστιτούτου, ως Πρόεδρο και έξι [6] μέλη, Καθηγητές ή Ερευνητές Α’ Βαθμίδας από τους οποίους οι τρεις προέρχονται από το οικείο ερευνητικό κέντρο και οι τρεις εξωτερικοί. Σε περίπτωση κρίσης …
Παρατήρηση στην παρ. 8: Καλή ιδέα η αξιολόγηση ανά πενταετία των Ερευνητών Α βαθμίδας και των Ερευνητών Β που δεν υποβάλλουν αίτηση για εξέλιξη, αλλά ποιες θα είναι π.χ. οι επιπτώσεις μιας κακής αξιολόγησης;
Αναδιατυπώνεται η υποπαρ. 10.3 ως εξής:
10.3 Οι εισροές από χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα που έχει φέρει στο Ερευνητικό Κέντρο ή Ινστιτούτο.
Άρθρο 30 -Εθνικός Κατάλογος Κριτών.
Στην παρ.1 θα πρέπει να διαγραφούν οι λέξεις «όλους τους» που αναφέρονται τρείς φορές. Σωστότερη διατύπωση (αφού οι κριτές προτείνονται) είναι η εξής:
1. Με απόφαση του ΓΓΕΤΚ ύστερα από γνώμη του ΕΣΕΤΚ συγκροτείται Εθνικός Κατάλογος Κριτών, ο οποίος περιλαμβάνει Διευθυντές των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων τους, εν ενεργεία και διατελέσαντες καθηγητές και αναπληρωτές καθηγητές Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, και εν ενεργεία και διατελέσαντες Ερευνητές Α` και Β` βαθμίδας Ερευνητικών Κέντρων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
Άρθρο 31 –Αξιολόγηση Ερευνητικών Κέντρων
Γενική Παρατήρηση: Δεν αναφέρονται πουθενά οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια κακή αξιολόγηση Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου (και μάλιστα αν είναι κακή κατ’ εξακολούθηση) ή η επιβράβευση μιας καλής αξιολόγησης.
Άρθρο 38 – Μεταβατικές Διατάξεις
Παρατήρηση: Να προστεθεί μία παράγραφος η οποία να προβλέπει ότι οι υπηρετούντες Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος να έχουν την δυνατότητα να κριθούν για θέση Ερευνητή Α, Β, ή Γ βαθμίδας και να καταλάβουν προσωποπαγή θέση Ερευνητή αν κριθούν θετικά. Η διαδικασία της κρίσης να είναι η ίδια με εκείνη που θα ισχύει για τους Ερευνητές.
Η παρ. 1 να αναδιατυπωθεί ως εξής:
1. Οι Ερευνητές Δ’ Βαθμίδας, οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, αξιολογούνται υποχρεωτικά με τη συμπλήρωση του χρόνου απασχόλησής τους. Εάν αξιολογηθούν θετικά προάγονται στη βαθμίδα του Ερευνητή Γ. Εάν αξιολογηθούν αρνητικά, λύνεται η σύμβασή τους με το Ερευνητικό Κέντρο.
Άρθρο 39 – Εξουσιοδοτικές Διατάξεις
Η παρ.3 του άρθρου πρέπει να απαλειφθεί. Αν παραμείνει, ανοίγει το δρόμο σε Διοικήσεις Ερευνητικών Κέντρων και Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης να μην πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη για εργαζομένους τους.
Γενική παρατήρηση σε όλο το Νομοσχέδιο: Επανειλημμένως σε διάφορα άρθρα του Νομοσχεδίου υπάρχει αναφορά στο καθεστώς των Ερευνητικών Κέντρων που είναι ΝΠΔΔ, δηλ. ότι απολαμβάνουν των προνομίων των ΝΠΔΔ που προκύπτουν από την υπόλοιπη νομοθεσία. Δεν είδαμε όμως ανάλογη «ομπρέλα προστασίας» για τα Ερευνητικά Κέντρα που λειτουργούν ως ΝΠΙΔ, ούτε συγκεκριμένα κίνητρα γιατί να είναι ή να γίνει ένα Κέντρο ΕΚ ΝΠΙΔ. Το ΔΣ του ΙΤΕ διερωτάται :
α) Η Πολιτεία έχει συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν Ερευνητικά Κέντρα που λειτουργούν ως ΝΠΙΔ και μάλιστα ότι ορισμένα από αυτά είναι Κέντρα Αριστείας με βάση τις αξιολογήσεις της Πολιτείας και της ΕΕ;
β) Αν ναι, θέλει να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ; Και τί κίνητρα θα δώσει για αυτόν τον σκοπό;
Παρατηρήσεις επί του σχεδίου Νόμου
Γενικη Παρατήρηση
Το παρόν σχέδιο νόμου εμφανίζει σημαντικά θετικά στοιχεία, αλλά θα μπορούσε να βελτιωθεί περαιτέρω
– με την αποσαφήνιση βασικών όρων σε σχέση με την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία,
– με έναν πιο ολιστικό προσδιορισμό της έρευνας και του ερευνητή σε συμφωνία με τους διεθνώς παραδεκτούς ορισμούς και πρότυπα (π.χ. Frascati, Χάρτα του ερευνητή)
– με μεγαλύτερη έμφαση στη διάχυση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και τη διασύνδεση της έρευνας με την επιχειρηματική και αναπτυξιακή δραστηριότητα
– με μια καλύτερη νομοτεχνική προσέγγιση, ιδίως στο θέμα της λεπτομέρειας των ρυθμίσεων διαδικασιών χρηματοδότησης που θα μπορούσαν να υπάρχουν σε επίπεδο κανονιστικών και όχι νομοθετικών κειμένων.
Ορισμοί (αρ.2)
Οι ορισμοί που παρουσιάζονται στο άρθρο 2 εμφανίζουν σημαντικά ζητήματα ομοιογένειας, ορολογίας και επιπέδου ανάλυσης. Πιο συγκεκριμένα:
– Δεν είναι όλοι οι ορισμοί στο ίδιο επίπεδο ανάλυσης. Βασικοί ορισμοί, όπως αυτός του ερευνητή χρήζουν βελτίωσης και εμπλουτισμού, ενώ λείπουν βασικές έννοιες όπως αυτής της ανοικτής πρόσβασης και της ανοικτής καινοτομίας.
– Θα πρέπει να εισαχθούν ορισμοί για τα άυλα κεφαλαία και τη διαχείρισή τους καθώς και για την έννοια της διάχυσης και αξιοποίησης ερευνητικών αποτελεσμάτων.
– Προτείνεται οι ορισμοί που ακολουθούνται να εναρμονιστούν με τους αντίστοιχους ορισμούς που χρησιμοποιούνται από τον ΟΟΣΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνώς τυποποιημένους ορισμούς, όπως αυτούς του Frascati και της Χάρτας του Ερευνητή – Kώδικας δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών» (ΧκΚ).
– Ειδικότερα προτείνεται ο ακόλουθος ορισμός για τους ερευνητές : «επαγγελματίες που καταγίνονται με τη σύλληψη της ιδέας ή τη δημιουργία νέων γνώσεων, προϊόντων, διαδικασιών, μεθόδων και συστημάτων και με τη διαχείριση των αντιστοίχων έργων». Συμπεριλαμβάνονται, δηλαδή, όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται επαγγελματικώς στον χώρο της έρευνας και της ανάπτυξης, ανεξαρτήτως σταδίου επαγγελματικής σταδιοδρομίας και ταξινόμησής τους. Συμπεριλαμβάνονται οι επαγγελματικές δραστηριότητες «βασικής έρευνας», «στρατηγικής έρευνας», «εφαρμοσμένης έρευνας» «πειραματικής ανάπτυξης» και «μεταφοράς γνώσεων», καθώς και οι δραστηριότητες καινοτομίας και παροχής συμβουλών, εποπτείας και διδασκαλίας, διαχείρισης γνώσεων και δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, εκμετάλλευσης ερευνητικών αποτελεσμάτων ή επιστημονικής δημοσιογραφίας.
– Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ΕΛΕ θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον ορισμό των Ερευνητών με προσαρμογή των κριτηρίων πρόσληψης και εξέλιξής τους που να ανταποκρίνονται στον αναπτυξιακό και επιχειρησιακού τους χαρακτήρα και ταύτιση με όλες τις σχετικές και κατάλληλες υποχρεώσεις και δικαιώματα των ερευνητών.
ΕΛΕ (αρ. 18)
Η θέσπιση των ΕΛΕ αποτέλεσε μία από τις βασικές θετικές καινοτομίες του Ν. 1514/1985. Οι ΕΛΕ συνεισφέρουν ουσιαστικά σε μία από τις σημαντικότερες πλευρές της έρευνας στην Ελλάδα, δηλαδή της σύνδεσή της με την ανάπτυξη και την καινοτομία, τη διαχείριση των αϋλων κεφαλαίων και τη διάχυση των αποτελεσμάτων της έρευνας.
Προκειμένου να διασφαλισθεί και να θωρακισθεί περαιτέρω η συνεισφορά των ΕΛΕ θα πρέπει να ενταχθούν στην ευρύτερη κατηγορία του ερευνητικού προσωπικού, αλλά με αποσαφήνιση του αναπτυξιακού και επιχειρησιακού τους ρόλου.
Οι ΕΛΕ να αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία ερευνητικού προσωπικού με επιχειρησιακό και αναπτυξιακό χαρατήρα και με έμφαση στην οργάνωση και ενίσχυση της έρευνας, αλλά και τη σύνδεσή της με την καινοτομία και την ανάπτυξη. Δεδομένου του στόχου της διεθνούς ερευνητικής κοινότητας να αυξήσει τη διάχυση των αποτελεσμάτων της έρευνας, τη διασύνδεση της έρευνας με την αγορά και την υποστήριξης της καινοτομικότητας στη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις, ο ρόλος των ΕΛΕ θα πρέπει να προσδιορίζεται ακριβώς με βάση αυτές τις συνισταμένες. Θα πρέπει, δηλαδή, να ορίζονται ως το αναπτυξιακό και επιχειρησιακό ερευνητικό προσωπικό που οργανώνει και ενισχύει τη διάχυση της καινοτομίας και τη σύνδεση της έρευνας με την ανάπτυξη.
Μολονότι θα πρέπει να υπάρχει ένταξή τους στο ρόλο του ερευνητή, τα προσόντα τους θα πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τον αναπτυξιακό και επιχειρησιακό τους ρόλο και μόνο εν μέρει σε σχέση με τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, η εξέλιξή τους να συνδέεται με τα επιτεύγματά τους σε σχέση με δράσεις διάχυσης της γνώσης, ενίσχυσης της ακαδημαϊκής δράσης και καινοτομίας, και σύνδεσης της έρευνας με τις βιομηχανίες έντασης γνώσης και την ανάπτυξη. Αντίστοιχα, η μισθολογική τους εξέλιξη θα πρέπει να είναι η ίδια με αυτή των ερευνητών, όπως εξάλλου συμβαίνει με αντίστοιχες κατηγορίες προσωπικού σε όλο τον κόσμο, προκειμένου να επιτευχθούν οι βασικοί στόχοι της ερευνητικής πολιτικής, αλλά και να γίνουν οι συγκεκριμένες θέσεις ελκυστικές για ανθρώπους που διαφορετικά εγκαταλείπουν τη χώρα ή στρέφονται στον ιδιωτικό τομέα.
Κατά συνέπεια προτείνεται:
– ένταξη των ΕΛΕ στο ερευνητικό προσωπικό:
– αρ. 1.1.: «Ερευνητικό. Το ερευνητικό προσωπικό αποτελείται από τους Ερευνητές και τους Ειδικούς Λειτουργικούς Επιστήμονες»
– Αποσαφήνιση του ορισμού του ΕΛΕ ως εξής: «1.2.1. Ειδικούς Λειτουργικούς Επιστήμονες, οι οποίοι είναι κάτοχοι διδακτορικού ή μεταπτυχιακού διπλώματος της ημεδαπής ή αλλοδαπής και έχουν εμπειρία στο σχεδιασμό, διαχείρισης ή εφαρμογή επιστημονικών και τεχνολογικών προγραμμάτων και έργων και τη διάχυση και αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων.»
– Το δεύτερο εδάφιο το αρ. 1.2.2 να μεταφερθεί στο 1.2.1 αφού μετατραπεί ως εξής: «Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες κατατάσσονται σε τρεις βαθμίδες, Α, Β, Γ ανάλογα με την προσφορά τους, τα ειδικά τους προσόντα και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του άρθρου 29 του παρόντος νόμου και με βάση τις ιδιαιτερότητες της αποστολής τους. Η διαδικασία κατάταξής τους σε βαθμίδα καθορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό.»
Ως συνέπεια της κατηγοριοποίησης των ΕΛΕ ως ερευνητικού προσωπικού, είναι η εξάλειψη διαφοροποιήσων με τους ερευνητές. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής:
– καταργείται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του αρ. 18
– εφαρμογή για τους ΕΛΕ του συνόλου των διατάξεων που ισχύουν για τους ερευνητές (π.χ. αρ. 28 για βραβεία – υποτροφίες και ερευνητικές άδειες, και αρ. 35 – 37 για την κινητικότητα των ερευνητών και τη συμμετοχή στον Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Χώρο)
Τέλος, θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι και οι αποδοχές του μόνιμου και αορίστου χρόνου ερευνητικού, διοικητικού και τεχνικού προσωπικού εξασφαλίζονται πλήρως από την Εθνική Δημόσια Χρηματοδότηση ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή χρηματοδότηση της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας:
– Παρ. 5 «Οι αποδοχές του μόνιμου και αορίστου χρόνου ερευνητικού, διοικητικού και τεχνικού προσωπικού εξασφαλίζονται πλήρως από την Εθνική Δημόσια Χρηματοδότηση.»
Ανοικτή Πρόσβαση (Αρ. 33)
Θα πρέπει να υπάρξει ορισμός της ανοικτής πρόσβασης και να προσδιοριστεί η περίοδος 12μηνης δέσμευσης ως η μέγιστη κι όχι ως η μοναδική περίοδος δέσμευσης με προτεινόμενη την περίοδο των 6 μηνών.
Προτείνονται οι εξής αλλαγές:
– 4.2: «Την παροχή ανοιχτής πρόσβασης στα επιτεύγματα του Ερευνητικού τους Προσωπικού και τη δημιουργία συστήματος διασύνδεσης με ανάλογες πρωτοβουλίες. Τα επιτεύγματα του Ερευνητικού Προσωπικού θα πρέπει να διατίθενται με άδειες Creative Commons Αναφορά Παρόμοια Διανομή 4.0 ή ακόμη πιο επιτρεπτικές για να θεωρηθούν ως ανοικτής πρόσβασης»
– 4.3: «Τη διάθεση σε δημόσια ή θεματικά αποθετήρια ανοικτής πρόσβασης από το Ερευνητικό Προσωπικό του οποίου η έρευνα χρηματοδοτείται με δημόσιους πόρους, μιας ψηφιακής έκδοσης της τελικής μορφής των επιτευγμάτων του. Η πρώτη διάθεση των υφισταμένων επιτευγμάτων θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί κατά προτίμηση εντός έξι (6) και σε καμία περίπτωση πέραν των δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και ακολούθως θα επικαιροποιείται διαρκώς με τα νέα δεδομένα.
Γενική Νομοτεχνική Παρατήρηση
Το επίπεδο ρύθμισης που προτείνεται με το παρόν σχέδιο νόμου, παρά τις θετικές προθέσεις των συντακτών του, εμφανίζει νομοτεχνικά και ουσιαστικά ζητήματα.
Το σχέδιο νόμου, σε σειρά από άρθρα, παρουσιάζει λεπτομερείς ρυθμίσεις που νομοτεχνικά δε θα έπρεπε να τεθούν στο επίπεδο νομοθετικής παρέμβασης, αλλά στο επίπεδο της κανονιστική πράξης (π.χ. ΥΑ ή ΠΔ) (π.χ. αρ. 23-24). Να υπογραμμισθεί ότι κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να εκδοθούν πολύ αργότερα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία για την καλύτερη ρύθμιση, με την εισαγωγή του προς ψήφιση σχεδίου νόμου κανονικά θα πρέπει να κατατίθενται και όλα τα σχέδια κανονιστικών πράξεων που απαιτούνται για την υλοποίησή τους.
Σχόλια για τη Δημόσια Διαβούλευση του Σ/Ν για την Έρευνα την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία.
1. Το Σ/Ν κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, έχει μερικά πρωτοποριακά πράγματα όπως τα κίνητρα για την ανάπτυξη της έρευνας και είναι θετικό ότι διατυπώνονται σαφείς διαδικασίες σε επίπεδο νόμου για την αξιολόγηση των προγραμμάτων. Επιπλέον, είναι θετικό ότι ο ΓΓΕΤ δείχνει ότι έχει ουσιαστική διάθεση να συζητήσει όσο γίνεται περισσότερο το Σ/Ν πριν την ψήφιση του και ενδεικτικό γι αυτό είναι ότι έχουν ήδη γίνει γίνει 3 συναντήσεις της Ομοσπονδίας μας με τον ΓΓΕΤ ενώ μας έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι η πόρτα του είναι ανοιχτή και είναι ανοιχτός σε αλλαγές σε παρατηρήσεις.
2. Τα Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, έχουν προσδιοριστεί από την Ελληνική Νομοθεσία για την Παιδεία (Ν.4009/2011) με τον όρο “ΑΕΙ”. Συνεπώς, πρέπει να αλλάξει παντού στο κείμενο του Σ/Ν ο όρος «Ίδρυμα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης» με τον όρο που υπάρχει στον 4009 «ΑΕΙ» και να φύγει τελείως η παρ. 14 του άρθρου 2, καθώς δεν έχει νόημα σύμφωνα με την παρατήρηση αυτή.
3. Στο άρθρο 23 παρ. 6 να φύγει η διατύπωση ότι δε δημοσιοποιούνται τα ονόματα των επιτροπών αξιολόγησης των προγραμμάτων. Αυτό δε βοηθάει καθόλου τη διαφάεια που τόσο πολύ έχει ανάγκη το σύστημα.
4. Στο άρθρο 34, δεν είναι σωστός και θεωρώ ότι είναι αντισυνταγματικός ο όρος «Καθηγητής Έρευνας» ως απονεμόμενος τίτλος. Ο όρος “καθηγητής” δεν είναι ένα “έπαθλο” που μπορεί να δίνεται κατά βούληση και περιστασιακά (όπως προτείνεται εδώ). Eίναι ακαδημαϊκός τίτλος ο οποίος προσδιορίζει μια ιδιότητα και συγκεκριμένες λειτουργίες. Αποκτάται μέσα από μια καθορισμένη διαδικασία εκλογής σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, η οποία είναι και χρονοβόρα και επίπονη. Η ΠΟΣΔΕΠ σε ανάλογη περίπτωση (“Κλινικός Καθηγητής” σε Νόμο του Υπ. Υγείας) έχει προσφύγει στη διακαιοσύνη για την κατάργηση του όρου. Από την άλλη πλευρά, είναι σωστό και σημαντικό να αξιοποιηθεί το σημαντικό ανθρώπινο επιστημονικό δυναμικό των Ερευνητών για διδασκαλία στα ΑΕΙ. Θα μπορούσε να βρεθεί κκάποιος άλλος δόκιμος όρος, όπως «Πανεπιστημιακός Ερευνητής» ή κάτι παρόμοιο.
5. Να οριστεί στο Νόμο ενιαίο ποσοστό παρακράτησης από τους ΕΛΚΕ για τα προγράμαματα, κατ’ ανώτατο 10%.
6. Για τη διαδικασία αξιολόγησης των προγραμμάτων (που όπως προαναφέρθηκε είναι θετικό ότι προσδιορίζεται σε επίπεδο νόμου), ζητάμε τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια. Για να διασφαλιστεί αυτή θα πρέπει να θεσπιστούν στο νόμο τουλάχιστον τα ακόλουθα:
6.1. Να δημιουργηθεί μητρώο με όλες οι χρηματοδοτήσεις που δόθηκαν τα τελευταία 15 χρόνια σε όλα τα προγράμματα από τη ΓΓΕΤ. Το μητρώο αυτό θα πρέπει να είναι μονίμως αναρτημένο στην ιστοσελίδα της ΓΓΕΤ, ανοιχτό σε κάθε ενδιαφερόμενο που θέλει να ενημερώνεται για το που δίνονται οι χρηματοδοτήσεις των προγραμμάτων. Θα πρέπει να ενημερώνεται κάθε φορά που οριστικοποιείται ο κατάλογος χρηματοδοτήσεων οποιουδήποτε νέου προγράμματος. Θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον: το όνομα του Επιστημονικού Υπεύθυνου της δράσης που χρηματοδοτείται, όλους τους συνεργαζόμενους φορείς και το όνομα του υπεύθυνου του κάθε φορέα, το θέμα της πρότασης, το ύψος της χρηματοδότησης και τους στόχους της πρότασης. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει και την έκθεση αξιολόγησης των αποτελεσμάτων, ώστε να φαίνεται ποιές προτάσεις που χρηματοδοτήθηκαν δεν ανταποκρίθηκαν στους στόχους που είχαν θέσει και βάση των οποίων εγκρίθηκε η χρηματοδότηση. Τέλος θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο ότι για πρόταση η οποία δεν πέτυχε τους στόχους της, ο επιστημονικός υπέυθυνος και οι υπεύθυνοι των εργαστηρίων που συμμετείχαν, δε θα μπορούν να υποβάλλουν προτάσεις για ένα χρονικό διάστημα, π.χ. για 2 χρόνια.
6.2. Να δημιουργηθεί μητρώο αξιολογητών των προτάσεων, το οποίο θα είναι αναρτημένο επίσης στην ιστοσελίδα της ΓΓΕΤ. Το μητρώο αυτό θα περιλαμβάνει όλους τους επιστήμονες που έχουν υποβάλλει αίτηση για να συμπεριληφθούν σε αυτό. Θα περιλαμβάνει επίσης τα προγράμματα στα οποία κλήθηκε ο καθένας να αξιολογήσει προτάσεις. Θα πρέπει να προβλέπεται διαδικασία αποπομπής από το μητρώο, εάν κάποιος κριθεί ότι δεν ανταποκρίνεται στις αξιολογήσεις που του ανατίθενται (είτε δεν ανταποκρίνεται χρονικά, είτε για έναν αριθμό αξιολογήσεων βαθμολογεί μονίμως με μεγάλες διαφορές προς τα πάνω ή προς τα κάτων από τους άλλους αξιολογητές). Σκοπός του μητρώου, είναι να φαίνεται ξεκάθαρα και με διαφάνεια αν υπάρχουν συγκεκριμένοι αξιολογητές που χρησιμοποιούνται “κατά προτίμηση” από τη ΓΓΕΤ, ενώ άλλοι δε χρησιμοποιούνται καθόλου. Τέλος το μητρώο αυτό (όπως και το προηγούμενο που προτείνεται) θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία για τα τελευταία 15 χρόνια.
Στάθης Ευσταθόπουλος
Αναπλ. Καθηγητής
Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ
Πρόεδρος ΠΟΣΔΕΠ
Θέσεις Συλλόγου Ερευνητών ΙΤΕ σε σχέση με τον υπό διαμόρφωση νόμο για την Έρευνα, την Tεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία
Γενικά σχόλια
• O χρόνος διαβούλευσης ήταν υπερβολικά μικρός για πρωτοεμφανιζόμενο κείμενο χωρίς πρότερη διαβούλευση. Προτείνουμε να υπάρξει και νέος γύρος διαβούλευσης ώστε το σχέδιο νόμου να τύχει ευρύτερης αποδοχής, αλλά και λεπτομερέστερης επεξεργασίας από τις εμπλεκόμενες επιστημονικές κοινότητες.
• Χαιρετίζουμε την επαναφορά των ισχυόντων πρό του 1998 ρυθμίσεων για τη μισθοδοσία των ερευνητών αλλά θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική την αύξηση του ωριαίου κόστους εργασίας των Ερευνητών. Το τελευταίο αποτελεί σημείο υψίστης σημασίας για την αύξηση των εισερχομένων υπερ-κεφαλικών εσόδων (overheads) των ΕΚ και Ινστιτούτων από Ευρωπαϊκά Ερευνητικά Έργα, τα οποία έσοδα μπορούν κα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των ανελαστικών δαπανών τους, όταν αυτές δεν καλύπτονται από την Εθνική Επιχορήγηση.
• Ο συντονισμός των ερευνητικών δραστηριότητων διαφόρων Υπουργείων, μια από τις βασικές ελλείψεις του Ελληνικού ερευνητικού συστήματος, ανατίθεται σε υπηρεσίες ανά Υπουργείο και στους προϊσταμένους αυτών των υπηρεσιών. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι αρκετή για να δημιουργήσει την αναγκαία δυναμική ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος συντονισμός των υπουργείων. Θα έπρεπε οι υπηρεσίες αυτές να αποτελούν αυτοτελή γραφεία με προϊσταμένους κατόχους τουλάχιστον μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών αν όχι διδακτορικού διπλώματος και να δημιουργηθεί στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης σχετική Διυπουργική Επιτροπή με Πρόεδρο τον Πρωθυπουργό η οποία να συνεδριάζει τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Θα προτείναμε να υιοθετηθούν οι σχετικές προβλέψεις (διυπουργική επιτροπή και αυτοτελή γραφεία) του προσχεδίου νόμου του 2011.
• Το νομοσχέδιο είναι αντιφατικό όσον αφορά στην επίβλεψη διδακτορικών διατριβών από ερευνητές περιλαμβάνοντας διαφορετικές προβλέψεις στα άρθρα 18 και 34. Θα πρέπει η σχετική πρόβλεψη στο άρθρο 18 να απαλειφθεί.
• Προς τη θετική κατεύθυνση είναι και η συμμετοχή ερευνητών στις επιτροπές εκλογής Διευθυντών Ινστιτούτων και Προέδρων ΕΚ αν και στη τωρινή διατύπωση στο σχέδιο νόμου είναι προαιρετική. Θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η συμμετοχή δύο ερευνητών στις επταμελείς εκλεκτορικές επιτροπές.
• Θετικό σημείο αποτελεί και ο περιορισμός των θητειών των Προέδρων ΕΚ και Δντών Ινστιτούτων σε δύο κατά το μέγιστο. Δυστυχώς δεν έχει προβλεφθεί η εφαρμογή της διάταξης αυτής και σε ήδη υπηρετούντες στις θέσεις αυτές με τον κίνδυνο να παραμείνουν κάποιοι για 4 θητείες δηλαδή 20 χρόνια! Επίσης δεν προβλέπεται η μη εκλογιμότητα σε αυτές τις θέσεις υποψηφίων οι οποίοι θα συνταξιοδοτηθούν στη διάρκεια της θητείας τους.
• Είναι θετικό ότι τα μέλη του ΕΣΕΤ διορίζονται μετά από διαδικασία που προβλέπει προκήρυξη και συμμετοχή εκπροσώπων των ερευνητικών και ακαδημαϊκών φορέων σε αντίθεση με τον απευθείας διορισμό από τον Υπουργό όπως προβλέπονταν μέχρι τώρα.
• Δεν προβλέπεται η δημιουργία μητρώου καινοτόμων επιχειρήσεων με σαφή και αδιαμφισβήτητα κριτήρια ένταξης σε αυτό, οι οποίες θα στηριχθούν φορολογικά. Αντίθετα προτείνεται ένα έντονα γραφειοκρατικό σχήμα για την φοροαπαλλαγή επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα το οποίο θα έχει τις ίδιες συνέπειες που είχαν και οι προηγούμενες υπερδεκαετείς πρωτοβουλίες στήριξης των δραστηριοτήτων Ε&Α των επιχειρήσεων μέσω ερευνητικών προγραμμάτων. Ούτε η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σαν ποσοστό δαπάνης του ΑΕΠ αυξήθηκε αλλά και ούτε στηρίχθηκαν κατά κύριο λόγο οι καινοτόμες επιχειρήσεις.
• Προτείνουμε την ανάθεση ελεγκτικών αρμοδιοτήτων όσον αφορά στην οικονομική και επιστημονική διαχείριση του Ινστιτούτου, στο ΕΓΣΕ. Για αυτό το λόγο προτείνουμε και την αλλαγή του ονόματος του «Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Ινστιτούτου» σε «Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου» ή απλώς «Συμβουλίου Ινστιτούτου».
• Δεν έχει προβλεφθεί στη σύσταση ΔΣ/ΕΚ η περίπτωση ΕΚ με μικρό αριθμό Ινστιτούτων (1-2) τα οποία έχουν αυξηθεί μετά την πρόσφατη συγχώνευση Ινστιτούτων. Θα πρέπει τα ΔΣ/ΕΚ να είναι τουλάχιστον επταμελή και στη περίπτωση μη ικανοποιητικού αριθμού Ινστιτούτων, να υπάρχουν περισσότεροι εκπρόσωποι από το κάθε Ινστιτούτο.
• Το σχέδιο νόμου είναι ανισοβαρές δίνοντας υπερβολική έμφαση σε διαδικασίες οι οποίες αποτελούν αντικείμενο Οδηγών Χρηματοδότησης (άρθρα 24, 25) ενώ περιλαμβάνει πολύ μικρή ανάλυση για θέματα όπως η επιχορήγηση από τη Δημόσια Χρηματοδότηση που θα καλύπτει μόνο «μέρος των λειτουργικών εξόδων» (άρθρο23, παρ. 2, εδάφιο 2.1). Η σχετική πρόβλεψη δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική ούτε και αρκούντως αναλυτική. Θα πρέπει να δοθούν περισσότερες διευκρινίσεις σε σχέση με το είδος έρευνας που εκτελείται (βασική, εφαρμοσμένη, βιομηχανική), με τα αποτελέσματα της υποχρεωτικής αξιολόγήσης κλπ. Παραδείγματος χάριν, το 80% του προϋπολογισμού των ΕΚ της Γερμανίας Max Planck (βασική έρευνα) καλύπτεται από Δημόσια επιχορήγηση ενώ μόνο το 30% στα αντίστοιχα Fraunhofer (εφαρμοσμένη έρευνα).
• Θετική είναι και η πρόβλεψη για την ίδρυση των Περιφερειακών Επιστημονικών Συμβουλίων η οποία πρέπει να είναι υποχρεωτική και όχι προαιρετική όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου
Σχόλια κατ’άρθρον
Άρθρο 2, Παρ. 17, Ορισμός Ιδιότητας Ερευνητή. Ο ορισμός για τους Ερευνητές ως «…/επαγγελματίες» ξενίζει και δεν είθισται να χρησιμοποιείται για αυτή τη κατηγορία εργαζομένων. Προτείνεται να αφαιρεθεί.
Άρθρο 3, Παρ.2. Διόρθωση: «Στα Κέντρα Έρευνας και Ανάπτυξης, της Ακαδημίας Αθηνών, τους Τεχνολογικούς Φορείς του ΕΔΕΤ ΑΕ και της ΕΕΑΕ, τα Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα, τα οποία εποπτεύονται από άλλα Υπουργεία, καθώς και τα Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (AEI). » Η τελευταία διευκρίνιση αποτελεί πλεονασμό και μπορεί να δώσει λαβή σε παρερμηνείες και να δημιουργήσει προβλήματα αν κάποια διάταξη του παρόντος νομοσχεδίου θεωρηθεί ως «εκπαιδευτική δραστηριότητα».
Άρθρο 4, Παρ.1. Δεν έχουν συμπεριληφθεί Βιομηχανικοί/Βιοτεχνικοί Φορείς και Σύνδεσμοι και κατ’ επέκταση ο Ιδιωτικός Τομέας
Άρθρο 9, Παρ.1. Θα πρέπει να προβλεφθεί η ίδρυση αυτελών γραφείων που να υπάγονται απευθείας στον εκάστοτε Υπουργό. Στην τωρινή διατύπωση να γίνει η ακόλουθη διόρθωση: “…ορίζεται Υπηρεσία του Υπουργείου για τη διαχείριση των θεμάτων, των σχετικών με την…»
Άρθρο 9, Παρ.2. Στη προβλεπόμενη υπηρεσία , «ορίζεται, ως Προϊστάμενος, υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ ο οποίος διαθέτει επαρκή εμπειρία σε θέματα ΕΤΑΚ ». Η παραπάνω ρύθμιση εμφανίζεται ανεπαρκής ως προς τα τυπικά προσόντα του Προϊσταμένου/Συνδέσμου. Προτείνεται ως ελάχιστο τυπικό και ουσιαστικό προσόν του εν λόγω Προϊσταμένου/Συνδέσμου η κατοχή διδακτορικού τίτλου σπουδών και η θητεία του σε ανάλογες ερευνητικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες/θέσεις.
Άρθρο 10, Παρ.3.3 και 3.4. Αναφέρονται στη «παράγραφο 3.6 του παρόντος Άρθρου» η οποία δεν υπάρχει και προφανώς εννοείται το άρθρο 11.
Άρθρο 12, Παρ.1. Διόρθωση: “Με απόφαση του Περιφερειάρχη κάθε Περιφέρειας της χώρας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συγκροτείται Περιφερειακό Επιστημονικό Συμβούλιο (ΠΕΣ), ως συμβουλευτικό όργανο για την υποστήριξη της ΓΓΕΤΚ…»
Άρθρο 12, Παρ.1.6.1. Το σημείο στο οποίο αναφέρεται το «…έναν εκπρόσωπο των Ερευνητικών Κέντρων της οικείας Περιφέρειας…» να μεταβληθεί σε «…έναν εκπρόσωπο των Ερευνητικών Κέντρων ή Ινστιτούτων των Ερευνητικών Κέντρων της οικείας Περιφέρειας…»
Άρθρο 13, Παρ.4: «Τα Ερευνητικά Κέντρα, τα οποία λειτουργούν ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου διέπονται σε όλες τις λειτουργίες και δράσεις τους από τις σχετικές διατάξεις σύστασής τους και τις γενικές διατάξεις περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.» Η παράγραφος αυτή αποτελεί πλεονασμό και δεν υφίσταται ανάγκη ένταξής της στο ΣΝ.
Άρθρο 13, Παρ.7: Αναφέρεται στο άρθρο 16 Ν. 379/2011 το οποίο έχει σχέση με τη τήρηση ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου από τις Δημόσιες Υπηρεσίες και δεν υπάρχει προφανής σχέση με το παρόν Σχέδιο Νόμου (ΣΝ).
Άρθρο 13, Παρ.6: Διόρθωση: Οι Διευθυντές Ερευνητικών Κέντρων των εποπτευόμενων από το ΥΠΑΙΘ Ερευνητικών Κέντρων συνέρχονται σε Σύνοδο, με σκοπό το συντονισμό των δραστηριοτήτων τους. Η 1η Σύνοδος Δ/ντών ΕΚ θα ορίσει τις λεπτομέρειες της λειτουργίας της, με την σύμφωνη γνώμη του ΓΓΕΤΚ.
Άρθρο 15, Παρ.1.4. Διόρθωση: «Έναν εκπρόσωπο των εκλεγμένων Ερευνητών του Κέντρου, ή τον αναπληρωτή του. Ο τελευταίος συμμετέχει σε όλες τις συνεδρίες του ΔΣ χωρίς δικαίωμα ψήφου εφόσον είναι παρών και ο εκπρόσωπος των Ερευνητών, ή με δικαίωμα ψήφου κατά την απουσία του ορισμένου εκπροσώπου.»
Άρθρο 15, Παρ.1.5. Ο Σύλλογος Ερευνητών του ΙΤΕ θεωρεί σημαντική και υποστηρίζει την εκπροσώπηση των εργαζομένων (τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων) του ΕΚ στο ΔΣ του Ιδρύματος, με δικαίωμα ψήφου.
Άρθρο 15, Να προστεθεί Παρ.1.8. «Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι τουλάχιστον επταμελές. Στη περίπτωση μικρού αριθμού Ινστιτούτων, τα Ινστιτούτα με τον μεγαλύτερο αριθμό ερευνητών ορίζουν και δεύτερο εκπρόσωπο από τα μέλη του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.»
Άρθρο 16, Παρ.8: . Ο Σύλλογος Ερευνητών του ΙΤΕ θεωρεί ότι η πενταετής θητεία Διευθυντή/Προέδρου είναι ιδιαίτερα χρονικά επιμηκυμένη, με σημαντικούς κινδύνους στην περίπτωση την οποία ο Διευθυντής/ή Πρόεδρος δεν ανταποκρίνεται κατά το βέλτιστο στα καθήκοντα του. Ο Σύλλογος Ερευνητών του ΙΤΕ πιστεύει ότι μία τετραετής θητεία αποτελεί λύση η οποία συνοδεύεται από σημαντικότερα μικρότερους κινδύνους δίχως να απεμπολεί οφέλη, ενώ ταιριάζει χρονικά και με την χρονική θητεία του Επιστημονικού Συμβουλίου.
Άρθρο 16, Παρ. 11. Διόρθωση: «..Το ΕΣΕΤΚ δικαιούται να προσθέσει και άλλα μέλη στον κατάλογο αυτό ή αντίστοιχα ν’ αφαιρέσει από αυτόν, διατηρώντας την παραπάνω αναλογία των 2/3ων ως προς τους εκλέκτορες οι οποίοι προέρχονται από το Ερευνητικό Κέντρο. Από τον τελικό κατάλογο που προτείνει το ΕΣΕΤΚ, ο ΥΠΑΙΘ επιλέγει και ορίζει τα επτά μέλη, που απαρτίζουν την Ειδική Επιτροπή Κριτών, εκ των οποίων δύο είναι Ερευνητές Α’ του Ερευνητικού Κέντρου, καθώς και τον αναπληρωτή κάθε μέλους.»
Άρθρο 16, Παρ.12. Πρόσθεση: «Ο Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου δικαιούται με την ίδια διαδικασία να υποβάλει υποψηφιότητα για μια ακόμη θητεία εφόσον δεν θα συνταξιοδοτηθεί στη διάρκεια αυτής. Η παραπάνω διάταξη τίθεται σε ισχύ αναδρομικά και αφορά και παλαιότερους διορισμούς Διευθυντών.»
Άρθρο 16, Παρ.14. «Ο Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου ή ο Διευθυντής Ινστιτούτου μπορεί να ασκεί ερευνητικά καθήκοντα μόνο στο ίδιο Ερευνητικό Κέντρο και αν είναι μέλος του ΔΕΠ Ιδρύματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μπορεί να διδάσκει ένα εξαμηνιαίο μάθημα με μερική απασχόληση σε αυτό.
Άρθρο 17, Παρ.2. Προτείνεται η αλλαγή του ονόματος σε «Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου» ή «Συμβούλιο Ινστιτούτου». Επίσης πρέπει να γίνει η ακόλουθη διόρθωση: «Τα μέλη του ΕΓΣΙ, εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία για δύο (2) έτη από το σύνολο των Ερευνητών του Ινστιτούτου, των Ειδικών Λειτουργικών Επιστημόνων και των μελών ΔΕΠ Α’ ή Β’ βαθμίδας Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τα οποία είναι υπεύθυνοι εγκεκριμένων Προγραμμάτων ή έργων του Ινστιτούτου.»
Άρθρο 17, Παρ.4.2. Διόρθωση: «Η κατάρτιση, παρακολούθηση και αποτίμηση του ερευνητικού, τεχνολογικού, οικονομικού και αναπτυξιακού προγράμματος του Ινστιτούτου, σε συνεργασία με τον Διευθυντή. Προς το σκοπό αυτό συντάσσεται από τα μέλη του, σχετική ετήσια έκθεση η οποία υποβάλλεται στο ΔΣ του ΕΚ και στη συνέχεια δημοσιοποιείται στην ιστοσελίδα του ΕΚ».
Άρθρο 17, Παρ.4.5. Διόρθωση: «Σε περίπτωση διαφωνίας Διευθυντού Ινστιτούτου προς γνώμη των υπολοίπων μελών του ΕΓΣΙ., η οποία συγκεντρώνει την πλειοψηφία του συνόλου των μελών του ΕΓΣΙ ο Διευθυντής υποχρεούται να υποβάλει το θέμα στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ερευνητικού Κέντρου για την άρση της διαφωνίας, παρουσία ενός από τα διαφωνούντα Μέλη του ΕΓΣΙ.»
Άρθρο 17, Παρ.4.7. Να απαλειφθεί η πρόβλεψη αποζημίωσης για τα Μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου ΕΚ και ΕΓΣΙ.
Άρθρο 18, Παρ.1.1.2.2: Να προστεθεί: «Επίσης απαιτείται να έχει συμβάλει αναγνωρισμένα από άλλους ερευνητές στην πρόοδο του ΕΤΑΚ σε επιστημονικούς και τεχνολογικούς τομείς της ειδικότητάς του και να έχει πλούσιο συγγραφικό έργο.»
Άρθρο 18, Παρ.1.1.2.3: «Επίσης απαιτείται να έχει συμβάλει αναγνωρισμένα από άλλους ερευνητές στην πρόοδο του ΕΤΑΚ σε επιστημονικούς και τεχνολογικούς τομείς της ειδικότητάς του και στη διάδοση και εφαρμογή της παραγόμενης από την έρευνα γνώσης, να έχει πλούσιο συγγραφικό έργο σε μονογραφίες και πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά διεθνώς αναγνωρισμένου κύρους ή σημαντικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας.
Άρθρο 18, Παρ.1.1.5.3: Το τελευταίο τμήμα του προτεινόμενου εδαφίου: «………Ως επιβλέπων του μεταπτυχιακού φοιτητή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 περίπτωση α` του άρθρου 12 του ν. 2083/1992 (ΦΕΚ 159 Α`), μπορεί να ορίζεται Ερευνητής βαθμίδας Α`, Β`, Γ` του Ερευνητικού Κέντρου»
πρέπει να απαλειφθεί αφού είναι σε αντίφαση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 34 του παρόντος σχεδίου νόμου αλλά και με τα άρθρα 39 και 42 του ν.4009/2011. Στην ουσία επαναφέρει το προ του 2011 καθεστώς για τις επιβλέψεις διδακτορικών διατριβών και δεν αναγνωρίζει ότι πάνω από 4000 διδακτορικές διατριβές είχαν σαν ουσιαστικό επιβλέποντα Ερευνητή και για τυπικούς λόγους δηλώνονταν Καθηγητής τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Άρθρο 18, Παρ.1.1.5.4: Αναφέρεται στη « παράγραφου [1.1.6.3] …» η οποία δεν υπάρχει και προφανώς εννοείται η παράγραφος [1.1.5.3].
Άρθρο 18, Παρ.3: Αποτελεί θετικό βήμα η επαναφορά των ρυθμίσεων που προβλέπονταν στον ν.1514/1985 που αποτελεί πάγιο αίτημα της ερευνητικής κοινότητας από το 1998. Το ερώτημα είναι αν έχει συμφωνήσει το Υπουργείο Οικονομικών με αυτή τη ρύθμιση. «Οι αποδοχές από Εθνική Δημόσια Χρηματοδότηση των Ερευνητών βαθμίδων Α’, Β’, Γ’ που υπηρετούν στα Ερευνητικά Κέντρα και εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤΚ είναι ίσες προς τις εκάστοτε συνολικές αποδοχές της αντίστοιχης βαθμίδας του Καθηγητή των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο βασικός μηνιαίος μισθός των Ειδικών Λειτουργικών Επιστημόνων όλων των Βαθμίδων εξισώνεται μερικά με τον βασικό μισθό του Ερευνητή αντίστοιχης βαθμίδας κατά ποσοστό 90%.»
Άρθρο 18, Παρ.4. Η πρόβλεψη του σχεδίου νόμου η οποία έχει ως: «Σε περίπτωση αποχώρησης ερευνητή για οποιοδήποτε λόγο ή κένωσης της οργανικής θέσης του, ο οποίος υπηρετεί σε Ερευνητικό Κέντρο που έχει νομική φύση δημοσίου δικαίου, η θέση δεν καταργείται, αλλά διατηρείται και μπορεί να καταλαμβάνεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.», θα πρέπει να διαμορφωθεί έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει σε αυτήν την ρύθμιση και τα Ερευνητικά Κέντρα Ιδιωτικού Δικαίου.
Άρθρο 19, Παρ.1.7. Η Δυνατότητα Τραπεζικού Δανεισμού ΕΚ και Ινστιτούτων θα πρέπει να επανεξετασθεί, και να επιτρέπεται μόνο από ειδικά αναπτυξιακά ιδρύματα δημοσίου συμφέροντος και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις χαμηλών ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς τους.
Άρθρο 21, Παρ.1- 5, Παρ.10, Παρ.12-14. Τα φορολογικά κίνητρα πρέπει να δοθούν μόνο στις επιχειρήσεις οι οποίες θα είναι ενταγμένες στο μητρώο καινοτόμων επιχειρήσεων το οποίο θα πρέπει να ιδρυθεί άμεσα. Αν η ρύθμιση αφορά μόνο καινοτόμες επιχειρήσεις δεν χρειάζονται οι πολύπλοκες προβλέψεις οι οποίες ήδη καταλαμβάνουν τρεις σελίδες από τον νόμο και σίγουρα πολλές περισσότερες όταν θα πρέπει να δοθούν οι σχετικές διευκρινήσεις. Οι προβλέψεις για τις επιλέξιμες δαπάνες αλλά και ο έλεγχος δαπανών από την ΓΓΕΤΚ δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αύξηση του γραφειοκρατίας με όλες τις γνωστές δευτερογενείς συνέπειες…. Είναι έτοιμη η ΓΓΕΤΚ (στελέχωση,…) να αναλάβει το σχετικό έργο παράλληλα με τη διαχείριση των ερευνητικών έργων;
Άρθρο 21, Παρ.7. Προτείνεται απαλλαγή των εργοδοτικών εισφορών χωρίς όμως να αναφέρεται και η αντίστοιχη χρηματοδότηση! Μήπως υπονοείται ότι τη σχετική χρέωση θα την αναλάβουν τα ασφαλιστικά ταμεία ή μήπως δεν θα είναι ασφαλισμένο το προσωπικό;
Άρθρο 23, Παρ.2. Κατ’αρχήν υπάρχει πρόβλημα στην αρίθμηση των επιμέρους εδαφίων: αντί για 2.1, 2.2, … αναφέρεται 1.1, 1.2, 1.3,…. Επίσης δεν δίνεται επεξήγηση/ανάλυση πως θα δίνεται η επιχορήγηση των ΕΚ (εδάφιο 2.1) με συγκεκριμμένα κριτήρια. Θα πρέπει να υπάρξει αναλυτική πρόβλεψη ώστε να κατοχυρώνεται ένα ελάχιστο αντικειμενικότητας.
Άρθρο 23, Να προστεθεί Παρ.10 «Με την ισχύ του παρόντος τα ΕΚ της ΓΓΕΤΚ εξαιρούνται από γενικότερες ρυθμίσεις και νομοσχέδια που αφορούν ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, εκτός αν υπάρχει ρητή αναφορά σε αυτά.»
Άρθρα 24-25. Θα πρέπει να απαλειφθουν τα δύο άρθρα αφού το αντικείμενό τους είναι περισσότερο κατάλληλο για να ενταχθεί σε Οδηγό εφαρμογής παρά σε ένα νόμο για την έρευνα. Δεν υπάρχει καμμία προφανής χρησιμότητα ένταξης των άρθρων αυτών στον νόμο.
Παράδειγμα υπερβολικής λεπτομέρειας αποτελεί στο Άρθρο 25 η Παρ.1 Θα πρέπει να απαλειφθεί η σχετική παράγραφος γιατί αφενός δεν είναι θέμα προς ένταξη σε ένα νόμο για την έρευνα αλλά σε οδηγούς εφαρμογής ερευνητικών προγραμμάτων και αφετέρου μειώνει το ήδη υπάρχον ποσοστό του 20% για το οποίο επανειλημμένα έχει ζητηθεί από την ερευνητική κοινότητα αύξησή του αν όχι κατάργησή του για την καλύτερη διεκπεραίωση των ερευνητικών προγραμμάτων.
Επίσης παράδειγμα ελλιπούς γνώσης των διεθνών δεδομένων αποτελεί στο Άρθρο 25 η Παρ.9.2.3 Η ακόλουθη παράγραφος η οποία αφορά στην αξιοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας και απονομής εσόδων στην ΓΓΕΤΚ από αυτά κρίνεται μη συμβατή με τα έως τώρα εφαρμοζόμενα στον Ευρωπαϊκό χώρο και πρέπει να απαλειφθεί. «Τα έσοδα ή τα δικαιώματα που προέρχονται από την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων έρευνας ή τεχνολογικών επιτεύξεων που χρηματοδοτούνται από τη ΓΓΕΤΚ, τα οποία προσδιορίζονται κατά περίπτωση με συμφωνία της ΓΓΕΤΚ και του φορέα των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Με αποφάσεις των ΥπΟΙΚ και ΥΠΑΙΘ καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια για την είσπραξη και διάθεση των εσόδων και δικαιωμάτων που προέρχονται από την αξιοποίηση και διάθεση των ερευνητικών ή τεχνολογικών αποτελεσμάτων, καθώς επίσης και των προσόδων που προέρχονται από περιουσιακά στοιχεία του λογαριασμού.»
Άρθρο 28, Παρ.1 και Παρ. 2 Οι απευθείας τιμητικές χρηματικές αμοιβές/επιχορηγήσεις οι οποίες προβλέπονται στο παραπάνω άρθρο θα πρέπει να επανεξεταστούν και θεσμοθετηθούν μέσα από πάγιες διαδικασίες αξιολόγησης και βραβεία τα οποία θα υπόκεινται σε ανοικτές διαδικασίες πρόσκλησης και κρίσης από επιτροπές οι οποίες θα συμπεριλαμβάνουν και εξωτερικούς κριτές.
Άρθρο 28, Παρ.3. Δεν είναι ξεκάθαρες οι αποδοχές των ερευνητών κατά τη διάρκεια της ερευνητικής τους αδείας. Σε κάποιο σημείο αναφέρεται «Αν ο αδειούχος λαμβάνει υποτροφία ή μισθοδοτείται από το πιο πάνω ίδρυμα του εξωτερικού το ποσό αυτό αφαιρείται από τις πρόσθετες αποδοχές οι οποίες ορίζονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο». Στο προηγούμενο εδάφιο στο παρόν σχέδιο νόμου δεν υπάρχει καμία η οποία να καθορίζει τις αποδοχές κατά την ερευνητική άδεια. Προφανώς δεν έχει συμπεριληφθεί η εν λόγω διάταξη/ρύθμιση από αμέλεια. Σε κάθε, θα πρέπει να ισχύσει το καθεστώς (100% αποδοχών + 80% αν δεν πληρώνεται από το Ίδρυμα του εξωτερικού) που προβλέπεται για τα μέλη ΔΕΠ στον ν.4009/2011 και το οποίο ήταν και αυτό που πρόβλεπε εν πολλοίς ο ν.1514/1985.
Επίσης να γίνει η ακόλουθη διόρθωση: «…μετά από σύμφωνη γνώμη του Διευθυντή του Ινστιτούτου και του ΕΓΣΙ, στο οποίο υπηρετούν, μπορεί να χορηγείται ή τροποποιείται ερευνητική άδεια…»
Άρθρο 28, Παρ.6. Θα πρέπει να απαλειφθεί η παράγραφος αφού υπάρχουν Ινστιτούτα με πολύ μικρό ή πολύ μεγάλο αριθμό ερευνητών αλλά και δεν προσφέρει κάποια χρησιμότητα ούτε συμβαδίζει με τα διεθνώς αποδεκτές προβλέψεις για τις ερευνητικές άδειες.
Άρθρο 29, Παρ.1. Διόρθωση: Η εκλογή του Ερευνητικού Προσωπικού γίνεται με ανοικτή διαδικασία μετά από προκήρυξη, στην οποία ορίζονται και οι βαθμίδες στις οποίες εντάσσεται. Η προκήρυξη αναρτάται στον δικτυακό τόπο του Ερευνητικού Κέντρου και της ΓΓΕΤΚ, κοινοποιείται στις Πρεσβείες της Ελλάδας στα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε οποιεσδήποτε άλλες Πρεσβείες της χώρας και σε Προξενικά Γραφεία της Ελλάδας στην αλλοδαπή κατά την κρίση της ΓΓΕΤΚ και δημοσιεύεται μία φορά σε μία ημερήσια εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, καθώς και σε μία τοπική εφημερίδα της έδρας του Ερευνητικού Κέντρου εφόσον υπάρχει.
Άρθρο 29, Παρ.2. Διόρθωση: «Η εκλογή και η εξέλιξη των Ερευνητών γίνεται με βάση τα προσόντα των υποψηφίων, ανάλογα με τη βαθμίδα στην οποία γίνεται η εκλογή ή η εξέλιξη, το γνωστικό αντικείμενο της θέσης και τις ερευνητικές ανάγκες του Ερευνητικού Κέντρου, όπως εξειδικεύονται στον Εσωτερικό Κανονισμό του και το οργανόγραμμά του.»
Άρθρο 29, Παρ.4. Να διαγραφεί το χωρίο: «Τουλάχιστον δύο προέρχονται από Ερευνητικά Κέντρα ή Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της αλλοδαπής και τα υπόλοιπα, είτε από το οικείο Ερευνητικό Κέντρο, είτε από άλλα Ερευνητικά Κέντρα ή Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της ημεδαπής»
Άρθρο 29, Παρ.8. Εξελίξεις Ερευνητών, «Οι Ερευνητές Β’ Βαθμίδας μπορούν να υποβάλουν αίτηση για εξέλιξη στην επόμενη βαθμίδα μετά από θητεία τουλάχιστον τριών ετών. Οι Ερευνητές Α΄ Βαθμίδας και όσοι Ερευνητές Β’Βαθμίδας δεν έχουν υποβάλει αίτηση για εξέλιξη, αξιολογούνται κάθε πέντε έτη με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου, από επταμελή Ειδική Επιτροπή Κριτών η οποία απαρτίζεται από το Διευθυντή του οικείου Ινστιτούτου, ως Πρόεδρο και έξη (6) μέλη , Ερευνητές Α’ Βαθμίδας ή Καθηγητές Α΄ Βαθμίδας, Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, με διεθνώς αναγνωρισμένο συναφές επιστημονικό έργο, οι οποίοι ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ερευνητικού Κέντρου μετά από εισήγηση του Διευθυντή και του ΕΓΣΙ του οικείου Ινστιτούτου. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει Έκθεση δραστηριοτήτων του Ερευνητή για την παρελθούσα πενταετία και Έκθεση προγραμματισμού των δραστηριοτήτων του για την επόμενη πενταετία. Για τη συμπλήρωση της πενταετίας δεν συνυπολογίζονται, ο χρόνος που διανύθηκε σε θέση Διευθυντή Ινστιτούτου ή Ερευνητικού Κέντρου καθώς και ο χρόνος αναστολής των καθηκόντων τους. Οι Ερευνητές Β’ βαθμίδας αν δεν εξελιχθούν στην επόμενη βαθμίδα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν εκ νέου την προκήρυξη της θέσης μετά από παρέλευση τριών ετών από τη λήψη της απόφασης για τη μη εξέλιξή τους. Εάν και μετά από την δεύτερη κρίση οι Ερευνητές Β’ δεν προαχθούν στην επόμενη βαθμίδα, παραμένουν στο Ερευνητικό Κέντρο με τις προβλέψεις τις παραγράφου 6 τους παρόντος άρθρου»
Άρθρο 30, Παρ.1-3. Η παράγραφος 3 αντιβαίνει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 κατά την οποία αυτοδικαίως εντάσσεται στον Εθνικό Κατάλογο Κριτών μια σειρά ερευνητών και ακαδημαϊκών. Ίσως να έχει συνταχθεί για τις περιπτώσεις της παραγράφου 2 και σε αυτή τη περίπτωση θα έπρεπε να έχει ενσωματωθεί σε αυτήν.
Άρθρο 31, Παρ.3. Δεν υπάρχει στο άρθρο 28 τυποποιημένο βιογραφικό σημείωμα παρά τα αναφερόμενα σε αυτή τη παράγραφο.
Άρθρο 34, Παρ.2. Αποσαφήνιση επίβλεψης Διδακτορικών Διατριβών από Ερευνητές. «Ο Καθηγητής Έρευνας λαμβάνει τίτλο τον αντίστοιχο με την ερευνητική του βαθμίδα τίτλο του Καθηγητή Έρευνας, Αναπληρωτή Καθηγητής Έρευνας ή Επίκουρου Καθηγητής Έρευνας. Ο Καθηγητής Έρευνας παρέχει διδακτικό έργο σε προπτυχιακά ή και σε μεταπτυχιακά προγράμματα και επιβλέπει ως κύριος επιβλέπων διδακτορικές διατριβές σε τομείς συναφείς με το επιστημονικό του πεδίο. Το διδακτικό έργο που επιτελεί λαμβάνεται υπόψη για την εξέλιξή τους. Ο τίτλος τους καταργείται με τη λήξη του πρωτοκόλλου συνεργασίας ή του μεταπτυχιακού Προγράμματος στο οποίο συμμετέχει.
Άρθρο 36, Παρ.4. Θα πρέπει να δοθούν επιχειρήματα γιατί μειώνεται το αναγκαίο ποσό για την ένταξη στις επενδύσεις «fast-track” από 3Μ€/τριετία σε 1Μ€ εφάπαξ.
Άρθρο 38, Παρ.1. Διόρθωση: «Σε περίπτωση μη σύνταξης ή προσαρμογής των Εσωτερικών Κανονισμών Λειτουργίας εντός της ανωτέρω αποκλειστικής προθεσμίας, ισχύουν μόνον οι διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων Προεδρικών Διαταγμάτων και Υπουργικών Αποφάσεων αλλά και δεν καταβάλλεται οποιαδήποτε χρηματόδητηση από δημόσια κονδύλια μέχρι τη σύνταξη εσωτερικού κανονισμού….»
Άρθρο 38, Παρ.5. Πρόσθεση: Για τους Ερευνητές Β’ Βαθμίδας, οι οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος περισσότερα από πέντε έτη σε αυτή τη βαθμίδα, θα υπάρξει μεταβατική διαδικασία η οποία θα διέπει την αξιολόγηση τους για τη προαγωγή τους στην Α΄ βαθμίδα σε διάστημα τριών ετών, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 29, παρ. 8 του παρόντος.
Το υπάρχον Νομικό πλαίσιο –πρωτοποριακό για την εποχή του- εχει ανάγκη μάλλον από έναν εκσυγχρονισμό, παρά από αντικατάσταση από έναν νέο Νόμο. Οι ανάγκες που έχουν σήμερα προκύψει αφορούν κυρίως τη δημοκρατικότερη διοίκηση των ΕΚ, τη διαμόρφωση ενός ενιαίου χώρου έρευνας & εκπαίδευσης,την αναδιάρθρωση όλου του ερευνητικού ιστού και τη μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαχείριση των ερευνητικών κονδυλίων.
Καταθέτω τη συμβολή μου ελπίζοντας ότι η παρούσα διαβούλευση εχει πραγματικά στόχο τη βελτίωση του Νομοσχεδίου με τρόπο που να ανταποκρίνεται στην σημερινή ανάγκη επικαιροποίησης του 1514 και δεν αποτελεί απλώς μία τυπική διαδικασία…
Αρθρο 1
Παρόλο που αναφέρεται ότι η ανάπτυξη της έρευνας αποτελεί υποχρέωση του κράτους, το παρον Ν/Σ δεν φαίνεται να το υλοποιεί (δεν αναλαμβάνει έστω τη κάλυψη της μισθοδοσίας κλπ)
Αρθρο 2
-Ο ορισμός του «Ερευνητή» είναι πολύ γενικός
-Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης». Να αλλαξει σε ΑΕΙ
– Στους «λοιπούς Φορείς». Δεν μπορεί να περιλαμβάνονται τα φυσικά πρόσωπα
Αρθρο 3
Να αναφέρεται τουλάχιστον το ΕΘΙΑΓΕ στους φορείς
Αρθρο 4
Το σχεδιο δρασης είναι αδύνατο να επικαιροποιείται τόσο αραιά δηλ ανα 7ετία. Πιο λογικό είναι το διαστημα των 4-5 ετών.
Αρθρο 13
Δεν είναι λογική η σύσταση των ερευνητικών Ινστιτούτων με απόφαση ΓΓΕΤ –αυτό είναι λογική «ανοίγω μαγαζί», ΠΡΕΠΕΙ να γίνεται μόνο με νομοθετική ρύθμιση (κατόπιν σύμφωνης γνώμης του ΕΣΕΤΚ).
Αρθρο 14
Στα πλαισια της δημοκρατικότερης διοίκησης, αλλά και της αναλογίας με τα ΑΕΙ πρεπει να προστεθεί στα όργανα διοίκησης η Γενική συνέλευση του Ινστιτούτου.
Αρθρο 15
-Η εμπειρία έδειξε ότι η συμμετοχή των εκπροσώπων των Διοικητικών/τεχνικών στο ΔΣ είχε καταλυτικό ρόλο και πρεπει να εξακολουθήσει
-Αντίστοιχα ο αριθμός των ερευνητών στο ΔΣ πρεπει να είναι αυξημένος (πχ 2) ώστε να επιτυγχάνεται διευρυμένη συμμετοχή στη διοίκηση των ΕΚ ερευνητών από το ίδιο το Κέντρο, οι οποίοι είναι γνώστες της καθημερινότητας και των ιδιαίτερων προβλημάτων του
-Ο εκπρόσωπος της ΓΓΕΤΚ δεν πρεπει να εχει δικαίωμα ψήφου, να είναι απλώς παρατηρητής
Αρθρο 16
-Η θητεία του Δ/ντή Κέντρου και Πρόεδρου του Δ.Σ. και του Δ/ντή Ινστιτούτου να είναι το πολύ τριετής & με όριο ηλικίας κατά την υποβολή υποψηφιότητας τα 62.
-Η θέση του Δ/ντή Κέντρου και Πρόεδρου του Δ.Σ. και του Δ/ντή Ινστιτούτου να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
-Στα Ινστιτούτα ορίζεται Αναπληρωτής Δ/ντής, ο οποίος αναλαμβάνει πλήρως τα καθήκοντα του Δ/ντή ελλείποντος, απόντος ή κωλυόμενου.
– Ο Δ/ντής Κέντρου και ο Δ/ντής Ινστιτούτου εκλέγεται από 7μελή επιτροπή που απαρτίζεται από τρία εξωτερικά μέλη και τέσσερα εσωτερικά (Ερευνητές Α’ ή & Β’ Βαθμίδας που εκλέγονται από το σύνολο των Ερευνητών του Κέντρου).
-Ο Δ/ντής Κέντρου και ο Δ/ντής Ινστιτούτου θα πρέπει οπωσδήποτε να αξιολογούνται για τη θητεία τους, για να μην έχουμε το αξιοπερίεργο μετά απο μία μη επιτυχή θητεία οι τέως να ανεβαίνουν στην συνέχεια σε υψηλότερα κλιμάκια…..
Αρθρο 17
-Ειναι παράλογο το Γνωμοδοτικό συμβούλιο να εχει μέλος (& πρόεδρο τον Δ/ντή Ι.). Υποτίθεται ότι τον βοηθάει και τον ελέγχει.
-Απαράδεκτη η πρόβλεψη αποζημίωσης για τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου ΕΚ και ΕΓΣΙ
– Εδώ πρεπει να προστεθεί και η Συνέλευση του Ι.
Αρθρο 18
-§1.1.3 Οι Ερευνητές της Α’ και Β’ βαθμίδας των ΝΠΔΔ είναι μόνιμοι
-Η εξέλιξη σε ερευνητικές βαθμίδες να προβλεφθεί σε χρόνους αντίστοιχους με αυτούς των αντίστοιχων βαθμίδων των καθηγητών ΑΕΙ
– ΟΧΙ στην §. 1.1.5.3 μας επιστρέφει στο παρελθόν και θα πρέπει να απαλειφθεί.
-Οι ΕΛΕ να είναι κάτοχοι διδακτορικού, ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, ή μεταπτυχιακής εξειδίκευσης. Η ένταξη/προαγωγή τους σε βαθμίδα ΕΛΕ να γίνεται με κρίση.
Αρθρο 20
Ειναι δυνατόν να μιλάμε για δυνατότητα δανεισμού των ΕΚ από τις Τράπεζες?
Αρθρο 23
-§1.1.Πρώτη φορά αναφέρεται κάλυψη μέρους των λειτουργικών. Φυσικά υποκρύπτει κάλυψη μέρους των μισθών… Να αντικατασταθεί από : «Επιχορήγησης για την κάλυψη των μισθολογικών αναγκών για τους ερευνητές και το μόνιμου και αορίστου χρόνου προσωπικό, καθώς και μέρους των λειτουργικών εξόδων».
-§1.6. Να απαλειφθεί η πρόταση : «Τα ονόματα των μελών των Επιτροπών αξιολόγησης και των ειδικών εμπειρογνωμόνων δεν δημοσιεύονται και δεν δημοσιοποιούνται»
Αρθρο 28
Τι έγινε η εκπαιδευτική άδεια των ερευνητών όπως την είχε θεσμοθετήσει ο 1514? Αποδείχτηκε άχρηστη?
Αρθρο 29
-Εξέλιξη σε ερευνητικές βαθμίδες σε χρόνους αντίστοιχους με αυτούς των αντίστοιχων βαθμίδων των καθηγητών ΑΕΙ
-Επιτροπές επιλογής και εξέλιξης Ερευνητών επταμελείς, κατ’ αντιστοιχία των επιτροπών επιλογής και εξέλιξης καθηγητών AEI
Αρθρο 34
-Να μπορούν τα ΕΚ να συνδιοργανώνουν μεταπτυχιακά προγράμματα 2ου και 3ου κύκλου σπουδών και με ερευνητικά κέντρα ή ΑΕΙ της αλλοδαπής.
-Ο Καθηγητής Έρευνας παρέχει διδακτικό έργο σε προπτυχιακά ή και σε μεταπτυχιακά προγράμματα και επιβλέπει ως κύριος επιβλέπων διδακτορικές διατριβές σε τομείς συναφείς με το επιστημονικό του πεδίο.
Στο άρθρο 36
Οι Ερευνητές να έχουν τη δυνατότητα απασχόλησης για ορισμένο χρόνο σε θέση Ερευνητή Ερευνητικού Κέντρου, ΑΕΙ ή τμήματος έρευνας …. της ημεδαπής & της αλλοδαπής ….
Στο άρθρο 38
-Να υπάρξει πρόβλεψη δυνατότητας της ένταξης ΕΛΕ και ΙΔΑΧ κατόχων διδακτορικού ή που θα αποκτήσουν διδακτορικό εντός ενός έτους από τη δημοσίευση του Νόμου, σε ερευνητική βαθμίδα, μετά από κρίση κατάταξης
– να υπάρξουν μεταβατικές ρυθμίσεις για τους εν ενεργεία Ερευνητές τέταρτης (Δ’) βαθμίδας, αντίστοιχες με αυτές του Ν. 4009/2011 για τους Λέκτορες
-να υπάρξουν μεταβατικές διατάξεις για τους υπάρχοντες ΕΛΕ, οι οποίοι δεν είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, με πρόβλεψη της παραμονής τους σε προσωποπαγή θέση.
Οι θέσεις του ΣΕΕ για το υπό διαβούλευση ν/σ για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Ερευνητών ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. (ΣΕΕ) θεωρεί ότι, σε μια συγκυρία όπου η αναδιάρθρωση και ο επανασχεδιασμός της πολιτικής που σχετίζεται με την έρευνα θα έπρεπε να αποτελούν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας η οποία βιώνει επί μακρό χρονικό διάστημα συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης, το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν κομίζει κάτι καινούργιο στο χώρο της έρευνας. Σε αυτές τις συνθήκες, η ελληνική ερευνητική κοινότητα θα ανέμενε ένα νόμο που θα θέσει την έρευνα σε σύγχρονες, αξιοκρατικές βάσεις, στην κατεύθυνση παραγωγής νέας γνώσης σε έναν ενιαίο χώρο έρευνας – εκπαίδευσης, γνώσης που θα ενσωματωθεί στην κοινωνία και θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αντί αυτού, δίνεται προς διαβούλευση ένα νομοσχέδιο εντελώς «διεκπεραιωτικό», με διορθωτικές επεμβάσεις στον «απηρχαιωμένο» νόμο 1514/1985 και στοιχεία του ανενεργού νόμου 3653/2008, με τάσεις οπισθοδρόμησης σε σχέση με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, όπου τα θετικά νέα σημεία του, «πνίγονται» μέσα σε ένα σύνολο που απαρτίζουν, οι ασάφειες, οι αντιφάσεις, η παντελής απουσία της Δημόσιας Έρευνας, η έλλειψη μηχανισμού που θα παράγει εθνική στρατηγική για την έρευνα, ενώ παράλληλα είναι έκδηλη η τάση για, χωρίς κανόνες, ιδιωτικοποίηση των όποιων προϊόντων παράγονται από τα ερευνητικά κέντρα της χώρας μας.
Ένα από τα σημαντικά στοιχεία που προξενούν ιδιαίτερη εντύπωση στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο είναι ότι σε κανένα σημείο του δεν προσδιορίζονται οι διαδικασίες και ο μηχανισμός για τον καθορισμό των εθνικών αξόνων και προτεραιοτήτων για την έρευνα καθώς και για τη χρηματοδότησή τους. Ο ρόλος της δημόσιας έρευνας, η οποία απουσιάζει από ολόκληρο το κείμενο του νέου νόμου, είναι κατά την άποψή μας, ιδιαίτερα σημαντικός στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, καθώς είναι γνωστό ότι εδώ και χρόνια στηρίζει την Πολιτεία σε κρίσιμους τομείς εθνικούς συμφέροντος που δεν μπορούν να νοηθούν ως αντικείμενα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Στο κείμενο του παρόντος νόμου δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Δημόσιο Χώρο της Έρευνας και τις εθνικής σημασίας ερευνητικές υποδομές που αυτός υποστηρίζει. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, η ελληνική ερευνητική κοινότητα ανταποκρίθηκε σε σχετικό κάλεσμα και κατέθεσε πλήθος αξιόλογων προτάσεων σύστασης μεγάλων ερευνητικών υποδομών που αναμένουν κρίση από επιτροπές που θα συστήσει η ΓΓΕΤ. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η αποφυγή της οποιασδήποτε αναφοράς στις Ευρωπαϊκές Ερευνητικές Υποδομές, τη στιγμή μάλιστα που αυτές θεωρούνται ως βασικό εργαλείο προώθησης της επιστήμης και της καινοτομίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Το ΔΣ του ΣΕΕ θεωρεί ότι ο εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για την έρευνα, η τακτική επικαιροποίησή του (π.χ. ανά πενταετία), καθώς και η διασφάλιση των απαραίτητων πόρων για την υλοποίησή του, αποτελούν βασικά σημεία που θα πρέπει να αποτυπώνονται με σαφή τρόπο σε ένα νόμο περί έρευνας.
Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης αποτελεί αδήριτη ανάγκη να διασφαλιστεί η λειτουργία των δημόσιων ερευνητικών φορέων ώστε αυτοί να αποτελέσουν μέρος της προσπάθειας ανασυγκρότησης της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η εξασφάλιση από δημόσιους πόρους του συνόλου της μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού (ερευνητικού και μη) καθώς και των λειτουργικών δαπανών τους. Η διατύπωση του άρθρου 23 «Η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση παρέχεται ειδικότερα στους Ερευνητικούς Φορείς με την μορφή επιχορήγησης για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων» όπως και η εν γένει φιλοσοφία του άρθρου 23 για την διάθεση της Δημόσιας Εθνικής Χρηματοδότησης εγείρει πολλά και σοβαρά ερωτηματικά για την μελλοντική στήριξη της δημόσιας έρευνας από την πλευρά της ελληνικής Πολιτείας.
Στα λίγα θετικά του νομοσχεδίου μπορεί να αναφερθεί η γενική φιλοσοφία μερικών παραγράφων του άρθρου 18, στα οποία επιχειρείται η πλήρης εξίσωση-αναβάθμιση των ερευνητών όλων των βαθμίδων με το καθεστώς που ισχύει με τους αντίστοιχης βαθμίδας Καθηγητές των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει όμως να επισημανθεί η πρόβλεψη της παρ. 15 του άρθρου 16 σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές των Διευθυντών (Κέντρων και Ινστιτούτων) καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις, εισάγοντας με αυτό τον τρόπο την έννοια του καλοπληρωμένου διαχειριστή των ερευνητικών προϊόντων, χωρίς από την άλλη να προβλέπεται ότι οι θέσεις αυτές θα είναι όχι μόνο πλήρους αλλά και αποκλειστικής απασχόλησης (παρ. 8, άρθρο 16), κάτι που αποτελεί άλλωστε εύλογο και πάγιο αίτημα σύσσωμης της ερευνητικής κοινότητας.
Σχετικά με το μοντέλο κεντρικής διαχείρισης και συντονισμού των ερευνητικών φορέων, θεωρούμε ότι τα μέλη της ερευνητικής κοινότητας διαθέτουν τόσο τις κατάλληλες προδιαγραφές όσο και την απαραίτητη ωριμότητα ώστε να στελεχώσουν επιτελικά για την έρευνα όργανα, όπως το ΕΣΕΤ(Κ) που ο παρών νόμος επιμένει να θέτει υπό την απόλυτη κηδεμονία του εκάστοτε ΓΓΕΤ και η εκλογή του να καθορίζεται από τον Υπουργό Παιδείας. Στο ίδιο πλαίσιο θα βλέπαμε πολύ θετικά την θέσπιση ενός ευρύτερου οργάνου που να συμπεριλαμβάνει την Ανώτατη Εκπαίδευση, την Έρευνα και την Καινοτομία προωθώντας την διασύνδεση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας. Όσον αφορά την φιλοσοφία λειτουργίας των ερευνητικών κέντρων, δεν εισάγεται τίποτα καινούργιο σε σχέση με τον προ 30ετίας νόμο 1514/1985, αλλά απεναντίας διαπιστώνονται βήματα οπισθοδρόμησης με την κατάργηση του εκπροσώπου των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων από τα Διοικητικά Συμβούλια. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δυστυχώς κινείται στα σημερινά ασφυκτικά πλαίσια που θέλουν τον Ερευνητή υπό τον στενό έλεγχο της διοίκησης (Δ/ντής Ινστιτούτου και ΔΣ Κέντρου), διαιωνίζοντας μια στείρα δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία που αφήνει έναν ακόμη πιο περιορισμένο ρόλο στο μοναδικό από την βάση των ερευνητών εκλεγμένο όργανο, του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου (άρθρο 17, παρ. 4.1, 4.3, 4.4). Στο ίδιο πλαίσιο οι ερευνητές έχουν πολύ μικρή έως καθόλου συμμετοχή στη διαδικασία εκλογής των ανωτάτων οργάνων διοίκησης, καθώς και αμελητέα συμμετοχή στο συλλογικό όργανο διοίκησης του Ερευνητικού Κέντρου. Συνολικά, το μοντέλο διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων είναι εμφανώς αναχρονιστικό καθώς παραμένει δομημένο γύρω από τις θέσεις των Διευθυντών Κέντρου και Ινστιτούτων, απέχοντας πολύ τόσο από το αντίστοιχο μοντέλο των ΑΕΙ όσο και από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διαχείρισης.
Στο πλαίσιο αξιολόγησης της προόδου της χώρας ως προς την ανάπτυξη της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας (άρθρο 32), θεωρούμε ιδιαίτερα φτωχά τα κριτήρια που επιλέγονται, από τα οποία απουσιάζουν παντελώς δείκτες για την επίτευξη των εθνικών στόχων, για την κοινωνική προσφορά της έρευνας, την ανακοπή του Brain Drain που μαστίζει την ερευνητική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία στις μέρες μας, αποστερώντας την χώρα από πολύτιμες δυνάμεις που θα συνεισέφεραν στην προσπάθεια ανάκαμψης και την έξοδο από την κρίση. Παράλληλα θα πρέπει να τονιστεί ότι στους μηχανισμούς αξιολόγησης που προτείνονται θα έπρεπε να περιλαμβάνονται και φορείς που σχετίζονται με την έρευνα και λαμβάνουν εθνικές χρηματοδοτήσεις (όπως για παράδειγμα φορείς του ιδιωτικού τομέα), η ίδια η ΓΓΕΤ και φυσικά να υπάρχει πρόβλεψη για επιμέρους αξιολόγηση του έργου των Διευθυντών των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων.
Τέλος, για τον ΣΕΕ αποτελεί αρνητική εξέλιξη ότι το παρόν νομοσχέδιο είναι το προϊόν σύνθεσης ιδεών μιας κλειστής ομάδας «ειδικών», από την οποία αποκλείστηκαν οι θεσμικοί φορείς της έρευνας (εκπρόσωποι Ερευνητικών Κέντρων, ΕΕΕ, ΠΟΕΕΚ-Ι, ΠΟΣΔΕΠ) ενώ παράλληλα παρέχεται ένα ασφυκτικά μικρό χρονικό πλαίσιο διαβούλευσής του εν μέσω εορτών Χριστουγέννων και της επικείμενης διεθνούς αξιολόγησης των ερευνητικών κέντρων που θα ολοκληρωθεί αμέσως μετά.
Ο σχολιασμός και οι θέσεις του ΣΕΕ κατ’άρθρο παρουσιάζονται κάτω από το αντίστοιχο άρθρο.
Οι θέσεις του ΣΕΕ για το υπό διαβούλευση ν/σ για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Ερευνητών ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. (ΣΕΕ) θεωρεί ότι, σε μια συγκυρία όπου η αναδιάρθρωση και ο επανασχεδιασμός της πολιτικής που σχετίζεται με την έρευνα θα έπρεπε να αποτελούν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας η οποία βιώνει επί μακρό χρονικό διάστημα συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης, το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν κομίζει κάτι καινούργιο στο χώρο της έρευνας. Σε αυτές τις συνθήκες, η ελληνική ερευνητική κοινότητα θα ανέμενε ένα νόμο που θα θέσει την έρευνα σε σύγχρονες, αξιοκρατικές βάσεις, στην κατεύθυνση παραγωγής νέας γνώσης σε έναν ενιαίο χώρο έρευνας – εκπαίδευσης, γνώσης που θα ενσωματωθεί στην κοινωνία και θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αντί αυτού, δίνεται προς διαβούλευση ένα νομοσχέδιο εντελώς «διεκπεραιωτικό», με διορθωτικές επεμβάσεις στον «απηρχαιωμένο» νόμο 1514/1985 και στοιχεία του ανενεργού νόμου 3653/2008, με τάσεις οπισθοδρόμησης σε σχέση με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, όπου τα θετικά νέα σημεία του, «πνίγονται» μέσα σε ένα σύνολο που απαρτίζουν, οι ασάφειες, οι αντιφάσεις, η παντελής απουσία της Δημόσιας Έρευνας, η έλλειψη μηχανισμού που θα παράγει εθνική στρατηγική για την έρευνα, ενώ παράλληλα είναι έκδηλη η τάση για, χωρίς κανόνες, ιδιωτικοποίηση των όποιων προϊόντων παράγονται από τα ερευνητικά κέντρα της χώρας μας.
Ένα από τα σημαντικά στοιχεία που προξενούν ιδιαίτερη εντύπωση στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο είναι ότι σε κανένα σημείο του δεν προσδιορίζονται οι διαδικασίες και ο μηχανισμός για τον καθορισμό των εθνικών αξόνων και προτεραιοτήτων για την έρευνα καθώς και για τη χρηματοδότησή τους. Ο ρόλος της δημόσιας έρευνας, η οποία απουσιάζει από ολόκληρο το κείμενο του νέου νόμου, είναι κατά την άποψή μας, ιδιαίτερα σημαντικός στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, καθώς είναι γνωστό ότι εδώ και χρόνια στηρίζει την Πολιτεία σε κρίσιμους τομείς εθνικούς συμφέροντος που δεν μπορούν να νοηθούν ως αντικείμενα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Στο κείμενο του παρόντος νόμου δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Δημόσιο Χώρο της Έρευνας και τις εθνικής σημασίας ερευνητικές υποδομές που αυτός υποστηρίζει. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, η ελληνική ερευνητική κοινότητα ανταποκρίθηκε σε σχετικό κάλεσμα και κατέθεσε πλήθος αξιόλογων προτάσεων σύστασης μεγάλων ερευνητικών υποδομών που αναμένουν κρίση από επιτροπές που θα συστήσει η ΓΓΕΤ. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η αποφυγή της οποιασδήποτε αναφοράς στις Ευρωπαϊκές Ερευνητικές Υποδομές, τη στιγμή μάλιστα που αυτές θεωρούνται ως βασικό εργαλείο προώθησης της επιστήμης και της καινοτομίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Το ΔΣ του ΣΕΕ θεωρεί ότι ο εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για την έρευνα, η τακτική επικαιροποίησή του (π.χ. ανά πενταετία), καθώς και η διασφάλιση των απαραίτητων πόρων για την υλοποίησή του, αποτελούν βασικά σημεία που θα πρέπει να αποτυπώνονται με σαφή τρόπο σε ένα νόμο περί έρευνας.
Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης αποτελεί αδήριτη ανάγκη να διασφαλιστεί η λειτουργία των δημόσιων ερευνητικών φορέων ώστε αυτοί να αποτελέσουν μέρος της προσπάθειας ανασυγκρότησης της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η εξασφάλιση από δημόσιους πόρους του συνόλου της μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού (ερευνητικού και μη) καθώς και των λειτουργικών δαπανών τους. Η διατύπωση του άρθρου 23 «Η Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση παρέχεται ειδικότερα στους Ερευνητικούς Φορείς με την μορφή επιχορήγησης για την κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων των Ερευνητικών Κέντρων» όπως και η εν γένει φιλοσοφία του άρθρου 23 για την διάθεση της Δημόσιας Εθνικής Χρηματοδότησης εγείρει πολλά και σοβαρά ερωτηματικά για την μελλοντική στήριξη της δημόσιας έρευνας από την πλευρά της ελληνικής Πολιτείας.
Στα λίγα θετικά του νομοσχεδίου μπορεί να αναφερθεί η γενική φιλοσοφία μερικών παραγράφων του άρθρου 18, στα οποία επιχειρείται η πλήρης εξίσωση-αναβάθμιση των ερευνητών όλων των βαθμίδων με το καθεστώς που ισχύει με τους αντίστοιχης βαθμίδας Καθηγητές των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει όμως να επισημανθεί η πρόβλεψη της παρ. 15 του άρθρου 16 σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές των Διευθυντών (Κέντρων και Ινστιτούτων) καθορίζονται με υπουργικές αποφάσεις, εισάγοντας με αυτό τον τρόπο την έννοια του καλοπληρωμένου διαχειριστή των ερευνητικών προϊόντων, χωρίς από την άλλη να προβλέπεται ότι οι θέσεις αυτές θα είναι όχι μόνο πλήρους αλλά και αποκλειστικής απασχόλησης (παρ. 8, άρθρο 16), κάτι που αποτελεί άλλωστε εύλογο και πάγιο αίτημα σύσσωμης της ερευνητικής κοινότητας.
Σχετικά με το μοντέλο κεντρικής διαχείρισης και συντονισμού των ερευνητικών φορέων, θεωρούμε ότι τα μέλη της ερευνητικής κοινότητας διαθέτουν τόσο τις κατάλληλες προδιαγραφές όσο και την απαραίτητη ωριμότητα ώστε να στελεχώσουν επιτελικά για την έρευνα όργανα, όπως το ΕΣΕΤ(Κ) που ο παρών νόμος επιμένει να θέτει υπό την απόλυτη κηδεμονία του εκάστοτε ΓΓΕΤ και η εκλογή του να καθορίζεται από τον Υπουργό Παιδείας. Στο ίδιο πλαίσιο θα βλέπαμε πολύ θετικά την θέσπιση ενός ευρύτερου οργάνου που να συμπεριλαμβάνει την Ανώτατη Εκπαίδευση, την Έρευνα και την Καινοτομία προωθώντας την διασύνδεση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας. Όσον αφορά την φιλοσοφία λειτουργίας των ερευνητικών κέντρων, δεν εισάγεται τίποτα καινούργιο σε σχέση με τον προ 30ετίας νόμο 1514/1985, αλλά απεναντίας διαπιστώνονται βήματα οπισθοδρόμησης με την κατάργηση του εκπροσώπου των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων από τα Διοικητικά Συμβούλια. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δυστυχώς κινείται στα σημερινά ασφυκτικά πλαίσια που θέλουν τον Ερευνητή υπό τον στενό έλεγχο της διοίκησης (Δ/ντής Ινστιτούτου και ΔΣ Κέντρου), διαιωνίζοντας μια στείρα δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία που αφήνει έναν ακόμη πιο περιορισμένο ρόλο στο μοναδικό από την βάση των ερευνητών εκλεγμένο όργανο, του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου (άρθρο 17, παρ. 4.1, 4.3, 4.4). Στο ίδιο πλαίσιο οι ερευνητές έχουν πολύ μικρή έως καθόλου συμμετοχή στη διαδικασία εκλογής των ανωτάτων οργάνων διοίκησης, καθώς και αμελητέα συμμετοχή στο συλλογικό όργανο διοίκησης του Ερευνητικού Κέντρου. Συνολικά, το μοντέλο διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων είναι εμφανώς αναχρονιστικό καθώς παραμένει δομημένο γύρω από τις θέσεις των Διευθυντών Κέντρου και Ινστιτούτων, απέχοντας πολύ τόσο από το αντίστοιχο μοντέλο των ΑΕΙ όσο και από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διαχείρισης.
Στο πλαίσιο αξιολόγησης της προόδου της χώρας ως προς την ανάπτυξη της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας (άρθρο 32), θεωρούμε ιδιαίτερα φτωχά τα κριτήρια που επιλέγονται, από τα οποία απουσιάζουν παντελώς δείκτες για την επίτευξη των εθνικών στόχων, για την κοινωνική προσφορά της έρευνας, την ανακοπή του Brain Drain που μαστίζει την ερευνητική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία στις μέρες μας, αποστερώντας την χώρα από πολύτιμες δυνάμεις που θα συνεισέφεραν στην προσπάθεια ανάκαμψης και την έξοδο από την κρίση. Παράλληλα θα πρέπει να τονιστεί ότι στους μηχανισμούς αξιολόγησης που προτείνονται θα έπρεπε να περιλαμβάνονται και φορείς που σχετίζονται με την έρευνα και λαμβάνουν εθνικές χρηματοδοτήσεις (όπως για παράδειγμα φορείς του ιδιωτικού τομέα), η ίδια η ΓΓΕΤ και φυσικά να υπάρχει πρόβλεψη για επιμέρους αξιολόγηση του έργου των Διευθυντών των Ερευνητικών Κέντρων και των Ινστιτούτων.
Τέλος, για τον ΣΕΕ αποτελεί αρνητική εξέλιξη ότι το παρόν νομοσχέδιο είναι το προϊόν σύνθεσης ιδεών μιας κλειστής ομάδας «ειδικών», από την οποία αποκλείστηκαν οι θεσμικοί φορείς της έρευνας (εκπρόσωποι Ερευνητικών Κέντρων, ΕΕΕ, ΠΟΕΕΚ-Ι, ΠΟΣΔΕΠ) ενώ παράλληλα παρέχεται ένα ασφυκτικά μικρό χρονικό πλαίσιο διαβούλευσής του εν μέσω εορτών Χριστουγέννων και της επικείμενης διεθνούς αξιολόγησης των ερευνητικών κέντρων που θα ολοκληρωθεί αμέσως μετά.
Ο σχολιασμός και οι θέσεις του ΣΕΕ κατ’άρθρο παρουσιάζονται κάτω από το αντίστοιχο άρθρο.
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – http://www.eee-researchers.gr
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ – Αντικείμενο – Σκοποί – Έννοια όρων.
Γενικές παρατηρήσεις
Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) έχει κατ’ επανάληψη εκφράσει δημοσίως τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι αυτό που απαιτείται για τη βελτίωση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος είναι βελτιωτικές ρυθμίσεις του καταστατικού νόμου της έρευνας 1514/1985 με έμφαση στα ακόλουθα:
– Βελτίωση του προτύπου διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και αναβάθμιση του ρόλου του Ερευνητή.
– Διαμόρφωση του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης και έρευνας στο τριτοβάθμιο σύστημα.
– Αναδιάρθρωση και συντονισμός του ευρύτερου ερευνητικού ιστού της χώρας.
– Βελτίωση των πρακτικών αλληλεπίδρασης του δημόσιου ερευνητικού συστήματος με την ερευνητική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα.
– Βελτίωση των μεθόδων διανομής και διαχείρισης των ερευνητικών κονδυλίων, με παράλληλη αποτίμηση/αξιολόγηση της χρήσης τους, με δείκτες, η οποία θα αφορά σε όλους τους φορείς/χρήστες (δημόσιους και ιδιωτικούς) και σε όλα τα εθνικά ερευνητικά προγράμματα.
Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, επιλέγει -για άλλη μια φορά- τη μέθοδο της “εκ του μηδενός έναρξης”, ωσάν το Ελληνικό ερευνητικό σύστημα να προέκυψε από παρθενογένεση. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι η παρουσίαση (στην παρούσα διαβούλευση) μιας δέσμης ιδεών, οι οποίες αποτελούν συμπίλημα υφισταμένων διατάξεων νόμων, ενώ τα νέα, κεντρικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το υπό διαβούλευση κείμενο κυρίως είναι:
– Η διανομή ερευνητικών κονδυλίων στον ιδιωτικό τομέα (στον οποίο παρέχονται κίνητρα για επενδύσεις σε Ε&Κ και καλώς), και, δυνητικά, σε περιφερειακούς ή ιδιωτικούς “ερευνητικούς” φορείς ή/και φορείς της ιδιωτικής μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και σε «Λοιπούς φορείς» που περιλαμβάνουν φυσικά πρόσωπα και φορείς της ημεδαπής και αλλοδαπής (όχι απαραίτητα ερευνητικούς), χωρίς να προβλέπονται:
(α) Κριτήρια και μηχανισμοί, στη βάση των οποίων οι ανωτέρω φορείς θα χαρακτηρίζονται ερευνητικοί και θα μπορούν να συμμετέχουν στην υποβολή προτάσεων σε εθνικά ερευνητικά προγράμματα (π.χ., δεν προβλέπεται θέσπιση Εθνικού Μητρώου Καινοτόμων Ελληνικών Επιχειρήσεων και συμμετοχή των Επιχειρήσεων που θα ενταχθούν σε αυτό, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, στα εθνικά ερευνητικά προγράμματα, κ.ο.κ.).
(β) Μηχανισμός συνεχούς αξιολόγησης και αποτίμησης της χρήσης των ερευνητικών κονδυλίων, με δείκτες, που θα αφορά σε όλους τους φορείς/χρήστες (δημόσιους και ιδιωτικούς) και σε όλα τα εθνικά ερευνητικά προγράμματα. Αντίθετα, περιορίζει τη θεσμοθετημένη αξιολόγηση, και πάλι, μόνο στα Ερευνητικά Κέντρα και τους Ερευνητές της ΓΓΕΤ, όπως και στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο.
– Η παροχή των απαιτούμενων, για τη διεξαγωγή της ερευνητικής διαδικασίας, γραφειοκρατικών και οικονομικών διευκολύνσεων, η οποία προβλέπεται μόνο για τα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα με καθεστώς ΝΠΙΔ, αλλά όχι για τον υπόλοιπο δημόσιο ερευνητικό ιστό (ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα με καθεστώς ΝΠΔΔ).
– Η παροχή στον ερευνητικό ιστό της ΓΓΕΤ μόνο μέρους των λειτουργικών του εξόδων από την Πολιτεία και κατ’ ουσίαν η μη στήριξή του με τους αναγκαίους πόρους, οι οποίοι θα διασφάλιζαν κατ’ ελάχιστον τη μισθοδοσία του τακτικού προσωπικού στα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα και τη στήριξη των μεγάλων εθνικών υποδομών (πολλές από τις οποίες εντάσσονται στις μεγάλες Ευρωπαϊκές υποδομές).
Από το υπό διαβούλευση ν/σ επίσης ελλείπουν ρυθμίσεις που αφορούν σε καίρια ζητήματα, όπως:
– Στο μηχανισμό και τις διαδικασίες για τη διαμόρφωση και την –κατά διαστήματα– επικαιροποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας και του πολυετούς εθνικού προγράμματος ΕΤΑΚ.
– Στη διασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την υλοποίηση των πολυετών προγραμμάτων ΕΤΑΚ.
– Στο μηχανισμό αποτίμησης των αποτελεσμάτων κάθε υλοποιηθέντος προγράμματος ΕΤΑΚ με δείκτες.
– Στη δημιουργία Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.
– Στην αναβάθμιση του ρόλου των Ερευνητών στο μοντέλο διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων της ΓΓΕΤ, το οποίο μάλιστα γίνεται πιο απολυταρχικό και Διευθυντοκεντρικό, σε σχέση με το υπάρχον. Κατά συνέπεια οι δυσλειτουργίες που παρατηρούνται διαχρονικά κατά πάσα βεβαιότητα θα πολλαπλασιαστούν.
Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: Στο βαθμό που ο πυρήνας της δέσμης ιδεών του Υπουργείου παραμείνει ως έχει και μετατραπεί σε νόμο, θα δημιουργηθούν συνθήκες αδιαφανούς διάθεσης των ερευνητικών κονδυλίων για την επόμενη προγραμματική περίοδο, περαιτέρω κατακερματισμού του εθνικού ερευνητικού ιστού, καθώς και διάλυσης του δημόσιου ερευνητικού συστήματος, το οποίο με μόχθο οικοδομούμε πάνω από τριάντα χρόνια.
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ – http://www.eee-researchers.gr
Παρατηρήσεις / προτεινόμενες ρυθμίσεις:
Άρθρο 1. – Αντικείμενο – Σκοποί
Είναι θετικό ότι αναφέρονται οι ορισμοί των Άρθρων 5Α και 16 του Συντάγματος οι οποίοι αφορούν στην υποχρέωση της Πολιτείας να διασφαλίζει και να ενισχύει το Δημόσιο Ερευνητικό Σύστημα.. Ωστόσο στη συνέχεια το υπό διαβούλευση ν/σ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ/ΥΛΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥΣ, καθώς η Αποστολή των Δημόσιων Ερευνητικών Κέντρων δεν περιγράφεται αναλόγως, ενώ δεν υπάρχουν μέριμνες ούτε για την ελεύθερη έρευνα, ούτε για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας/ανταποδοτικότητας των Δημόσιων Ερευνητικών Κέντρων, με την παροχή από το κράτος τουλάχιστον των ανελαστικών τους δαπανών.
Η «ελλιπής αξιολόγηση» που αναφέρεται στη 2η παράγραφο και η οποία αφορά αφενός στους ερευνητικούς φορείς εκτός των ΕΚ της ΓΓΕΤ (δημόσιους και ιδιωτικούς) και αφετέρου στα ερευνητικά προγράμματα (αξιολόγηση προτάσεων – αξιολόγηση υλοποιηθέντων προγραμμάτων), δυστυχώς δεν ρυθμίζεται στο παρόν ν/σ. Επίσης λείπει ρύθμιση για την αξιολόγηση της ΓΓΕΤ.
Πρόταση της ΕΕΕ:
Να περιληφθεί πρόνοια για τη στήριξη του δημόσιου ερευνητικού ιστού και των μεγάλων, εθνικών ερευνητικών υποδομών.
Να καθοριστεί, στη συνέχεια, ποσοστό χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων ελεύθερης έρευνας επί της συνολικής χρηματοδότησης που θα διατίθεται για Ε&Κ.
———————————————
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Το παρόν «σχέδιο νόμου» που δόθηκε στη διαβούλευση μεσουσών των αργιών και των διαδικασιών αξιολόγησης των Ερευνητικών Κέντρων της ΓΓΕΤ από διεθνείς επιτροπές, είναι ατελές και περιέχει αντιφατικές ρυθμίσεις.
Η ερευνητική κοινότητα ζητά από το Υπουργείο να δημοσιοποιήσει το επεξεργασμένο, τελικό προσχέδιο νόμου με επεξεργασμένες όλες τις τελικές διατάξεις, και ιδιαιτέρως αυτές που απαιτούν τη συναίνεση του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και τις μεταβατικές και να μεριμνήσει ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος και ικανός χρόνος για ουσιαστικό διάλογο, επί του συνόλου των ρυθμίσεων που αυτό θα περιλαμβάνει τελικά.
Το Υπουργείο οφείλει επίσης να συντάξει την «έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης», η οποία θα συνοδεύσει το σχέδιο νόμου στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισής του από τη Βουλή των Ελλήνων (νέος κανονισμός της Βουλής, άρθρο 85, παρ. 3).
ΑΘΗΝΑ, 30 Δεκεμβρίου 2013
Θέμα: Οι θέσεις της Κίνησης Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης επί του σχεδίου νόμου για την «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία», που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Παιδείας.
Η ΚΙΠΑΝ έχει να κάνει τις παρακάτω παρατηρήσεις και προτάσεις επί του σχεδίου νόμου για την «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία», που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Παιδείας.
Εισαγωγικά Σχόλια:
Σε διάφορα σημεία του Νομοσχεδίου χρησιμοποιείται ο όρος «Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης». Με την επεξήγηση δε του όρου αυτού στο Άρθρο 2 παρ. 14, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας φαίνεται να συνεχίζει την απεριόριστη, εκτός αρχών και Συντάγματος υποστήριξή της στις ποικιλώνυμες επιχειρήσεις του χώρου της ιδιωτικής μεταλυκειακής ζώνης. Μετά τη «θεσμική θωράκιση» τους, φροντίζει για την οικονομική στήριξή τους μέσα σε ένα πλέγμα αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας και πιθανής διαπλοκής. Προτείνουμε ο όρος «Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης» να αντικατασταθεί με τον συνταγματικά κατοχυρωμένο «Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα», σύμφωνα με το σχετικό ορισμό του Ν. 4009/2011, ως τα μόνα –μαζί με τα Ερευνητικά Κέντρα- που διεξάγουν έρευνα και παράγουν νέα γνώση στο χώρο της εκπαίδευσης και έχουν αξιολογηθεί και/ή πιστοποιηθεί για αυτήν την αποστολή τους.
Ο ορισμός «λοιποί Φορείς» δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει φυσικά πρόσωπα, ενώ οι «άλλοι φορείς της ημεδαπής ή αλλοδαπής» θα πρέπει να προσδιορίζονται ως πιστοποιημένοι ερευνητικοί φορείς. Αυτό διότι η εκτέλεση ερευνητικών έργων και μελετών, χρηματοδοτουμένων μάλιστα από δημόσιους πόρους, η οποία πρέπει να υλοποιείται συντεταγμένα και ελεγχόμενα, δεν μπορεί να γίνεται από ενώσεις προσώπων και φυσικά πρόσωπα χωρίς να διακυβεύονται (α) η αξιοκρατική επιλογή του αναδόχου του έργου, (β) η ποιότητα του παραγόμενου έργου και (γ) η χρηστή διαχείριση του δημόσιου χρήματος που διατίθεται στο έργο. Επίσης, είμαστε αντίθετοι –στη συγκεκριμένη περίοδο της κρίσης και της ελλιπούς χρηματοδότησης- με την ανάθεση ερευνητικών έργων σε φορείς της αλλοδαπής με χρηματοδότηση που στοχεύει στην ενίσχυση του εθνικού ερευνητικού ιστού! Ίσως μια τέτοια «γενναιοδωρία» αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία για χώρες –όπως η Ελλάδα- που βρίσκονται σε συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης.
Η έννοια της «Αξιολόγησης» θα πρέπει να περιλαμβάνει αξιολόγηση ή αποτίμηση του έργου ερευνητικών φορέων εκτός ΓΓΕΤΚ (δημόσιων και ιδιωτικών) αλλά και όλων των εμπλεκομένων στην έρευνα φορέων της Πολιτείας, του Υπουργείου και της ίδιας της ΓΓΕΤΚ προφανώς μη εξαιρουμένων.
Άρθρο 1. – Αντικείμενο – Σκοποί
Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί διακριτός ρόλος μεταξύ των φορέων σχεδιασμού πολιτικής και των φορέων καλής εκτέλεσης και ελέγχου των έργων.
Άρθρο 4. – Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας
Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί ο μηχανισμός και οι διαδικασίες στη βάση των οποίων θα διαμορφώνεται και θα επικαιροποιείται η Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας.
Οι κρίσιμοι θεματικοί τομείς της Έρευνας της χώρας θα πρέπει να αναδιαμορφωθούν με βάση τα Ελληνικά δεδομένα. Οι προτεινόμενοι δείχνουν να έχουν μεταφερθεί αυτούσιοι –και με αδόκιμη μετάφραση- από τη σχετική σελίδα άλλης χώρας! Περαιτέρω, πρέπει να θεσπιστεί διαδικασία τακτής ανασκόπησης και αναθεώρησης των τομέων αυτών, χωρίς την ανάγκη ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας προς τούτο.
Η αύξηση της εθνικής δαπάνης για Ε&Κ, ώστε αυτή να προσεγγίσει στο 3% του ΑΕΠ, δεν θεσμοθετείται με συγκεκριμένες ρυθμίσεις στη συνέχεια του Ν/Σ.
Στην Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας θα πρέπει να αναφέρονται: (α) οι ερευνητικές υποδομές (β) ο Ευρωπαϊκός χώρος έρευνας.
Μείωση γραφειοκρατίας στη διαδικασία εκτέλεσης των προγραμμάτων. Ύπαρξη ορίων σε κονδύλια για τα οποία να μην απαιτείται διαγωνισμός. Περιορισμός της ανάγκης προκήρυξης «μικρών έργων». Διαγωνισμοί αναλωσίμων. Απλοποίηση διαδικασίας διαγωνισμών και διαδικασίας εγγυητικών επιστολών.
Χρηματοδότηση της διαδικασίας ενίσχυσης της διασύνδεσης και ανταλλαγής ιδεών και προτάσεων μεταξύ βιομηχανικών και ερευνητικών φορέων.
Άρθρο 5. – Σχέδιο Δράσης
Στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της έρευνας (Νόμος 1514/1985 και μετέπειτα) υπάρχει βασική αναφορά στην ανάγκη διαμόρφωσης σαφούς σχεδίου δράσης για την αποτελεσματική προώθηση της επιστημονικής έρευνας και της τεχνολογίας, το οποίο ψηφίζεται από τη Βουλή των Ελλήνων. Στην πράξη ουδέποτε ψηφίστηκε από τη Βουλή σχετικό κείμενο δράσης. Η κάθε κυβέρνηση περιλάμβανε στο πρόγραμμά της ορισμένες γενικές και αόριστες διακηρύξεις περί έρευνας και τεχνολογίας, πρόσφατα δε και καινοτομίας. Αυτό το κενό έχει επισημανθεί από τις κατά καιρούς μελέτες που έχουν γίνει από εθνικούς ή διεθνείς φορείς. Συγκεκριμένα, ως βασικές αδυναμίες του ελληνικού ερευνητικού συστήματος έχουν προσδιοριστεί (α) η «Έλλειψη συνεπούς και αξιόπιστης χρηματοδότησης, η αταξία στον κύκλο προκηρύξεων διαγωνισμών και η αναξιοπιστία στο χρόνο πληρωμής» και (β) η «Έλλειψη εθνικής στρατηγικής, που οδηγεί σε έλλειψη προτεραιοτήτων και μιας συνεκτικής ερευνητικής κοινότητας». Να προβλεφθεί ότι το Σχέδιο Δράσης θα τίθεται σε διαβούλευση πριν την ψήφιση του από τη Βουλή. Όλα τα παραπάνω δεν θίγονται ούτε καν ακροθιγώς στο υπό διαβούλευση Ν/Σ!
Άρθρο 5. – Όργανα
Να προστεθούν μεταξύ των αρμοδίων οργάνων σχεδιασμού και εφαρμογής οι θεματικές τεχνολογικές πλατφόρμες, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (Βλ. [1]).
Άρθρο 8 – Γενική Γραμματεία Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας αρμοδιότητες
Σύμφωνα με το Ν/Σ η ΓΓΕΤΚ σχεδιάζει, συντονίζει, υλοποιεί την ΕΣΕΤΑΚ, αξιολογεί και χρηματοδοτεί προγράμματα, έργα και μελέτες και (εκτός από τον επιτελικό της ρόλο), αναλαμβάνει μάλιστα ακόμα και αρμοδιότητες μικρο-διαχείρισης! Εδώ κάτι δεν έχει διατυπωθεί σωστά, γιατί ορισμένες από τις περιγραφόμενες αρμοδιότητες έχουν ήδη ανατεθεί και επιτελούνται –με μεγάλη επιτυχία μάλιστα- από εποπτευόμενους από τη ΓΓΕΤ φορείς, όπως για παράδειγμα το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), που έχει κάνει εθνικό μητρώο ερευνητών και μαζεύει όλα τα βιβλιομετρικά άλλα και πολλά στοιχεία για το ερευνητικό σύστημα της χώρας. Ποιος ο λόγος η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου σε αγαστή συνεργασία με τη νομενκλατούρα της ΓΓΕΤ να «σκορπά χρήματα» εδώ κι εκεί έτσι χωρίς πρόγραμμα. Πέραν των άλλων όμως υπάρχει ισχυρή σύγκρουση συμφερόντων αφού δεν είναι δυνατόν η ίδια αρχή να αξιολογεί και να χρηματοδοτεί.
Με βάση το παρόν Άρθρο η ΓΓΕΤΚ, (σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στα άρθρα 10 και 11, βλ. σχετικά σχόλια πιο κάτω) ρυθμίζει τα πάντα αναφορικά με το ΕΣΕΤΚ και τα ΤΕΣ, καταλύοντας έτσι την όποια ανεξαρτησία των οργάνων αυτών.
Πιστεύουμε ότι –λόγω της κρισιμότητας των σχετικών δράσεων για την ολική ανάταξη της χώρας- η συνολική εθνική ερευνητική προσπάθεια, στην οποία εμπλέκονται τα δημόσια ερευνητικά εργαστήρια, τα εργαστήρια των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και αυτά των μικρομεσαίων, θα πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο συντονισμού των εμπλεκομένων Υπουργείων υπό την αιγίδα ενός Υπουργείου Παιδείας και Έρευνας.
Άρθρο 9 – Σύνδεσμος Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας των Υπουργείων
Ένα σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων που διαχειρίζονται τα υπουργεία και οι περιφέρειες έχει τη μορφή ερευνητικών προγραμμάτων. Απαιτείται εθνικός συντονισμός, αξιολόγηση, κατάργηση των «αποκλειστικών αναθέσεων» και επιτελικός ρόλος της ΓΓΕΤΚ. Το θέμα έχει ευρύτερες διαστάσεις διότι αφορά γενικότερα προβλήματα ερευνητικής πολιτικής που δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται αποσπασματικά, με επιμέρους πολιτικές που ασκούνται από το κάθε Υπουργείο. Καθώς, λόγω μνημονιακών δεσμεύσεων δεν είναι δυνατή η ίδρυση νέων εξειδικευμένων γραφείων σε κάθε Υπουργείο που θα λειτουργούν ως σύνδεσμος με τη ΓΓΕΤΚ, προτείνουμε το κάθε Υπουργείο να ορίσει ένα άτομο από τα εξειδικευμένα στελέχη του ως Σύνδεσμο ΕΤΑΚ με τη ΓΓΕΤΚ, το οποίο να έχει αποδεδειγμένα πρότερη ερευνητική εμπειρία.
Άρθρο 10 – Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΚ)
Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοτικά τμήμα της ερευνητικής δραστηριότητας αναλογεί στα ΑΕΙ (αριθμός καθηγητών ΑΕΙ 11500, αριθμός Ερευνητών 650) και προκειμένου να διαμορφωθεί ο ενιαίος χώρος εκπαίδευσης και έρευνας, προτείνουμε τη διεύρυνση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ, http://www.esyp.gr/) με την ενσωμάτωση σε αυτό του ΕΣΕΤΚ και τη μετονομασία του πρώτου σε «Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, Έρευνας και Καινοτομίας» (ΕΣΥΠΕΚ), το οποίο θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας. Στο ΕΣΕΤΚ θα πρέπει να υπάρχει πρόνοια για την εκπροσώπηση όλων των γνωστικών αντικειμένων, δεδομένου ότι οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες συνήθως έχουν μειωμένη εκπροσώπηση.
Άρθρο 11 – Επιλογή, Διορισμός Μελών, Λειτουργία ΕΣΕΤΚ
Όπως αναφέρουμε και παραπάνω προτείνουμε τη δημιουργία του «Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, Έρευνας και Καινοτομίας», στο οποίο θα ενσωματωθεί το σημερινό ΕΣΕΤ. Επίσης προτείνουμε ο εκπρόσωπος του ΣΕΒ να προέρχεται από τομέα/τομείς με αποδεδειγμένη και έντονη -βάσει δεικτών- καινοτόμα δραστηριότητα στη χώρα ή από το ΙΟΒΕ, που έχει γενική εποπτεία για τα δρώμενα στο χώρο της Βιομηχανίας και των Επιχειρήσεων. Τέλος, θα πρέπει να διευκρινισθεί ο τρόπος επιλογής των μελών των ΤΕΣ.
Άρθρο 22 – Αξιοποίηση των Πόρων των Ερευνητικών Κέντρων
Οι δυνατότητες που δίνονται στο άρθρο αυτό (Παράγραφος 4) για την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την ευελιξία των ερευνητικών φορέων αφορούν μόνο στα Ερευνητικά Κέντρα με καθεστώς Ιδιωτικού Δικαίου. Θα πρέπει οπωσδήποτε οι ρυθμίσεις αυτές να επεκταθούν, ώστε να περιλαμβάνουν τα ΑΕΙ και άλλους ερευνητικούς φορείς του δημοσίου με καθεστώς ΝΠΔΔ.
Άρθρο 24 – Διαδικασία Χρηματοδότησης – έργων, μελετών και προγραμμάτων και δράσεων που
υποβάλλονται από Επιχειρήσεις, ερευνητικούς και λοιπούς φορείς για ΕΤΑΚ – Αξιολόγηση – Έλεγχος
Οι κανόνες που θεσπίζονται θα πρέπει πρωτίστως να δεσμεύουν την πολιτική ηγεσία, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την διαφάνεια. Με βάση τη μέχρι σήμερα εμπειρία, και τις κατά καιρούς απόψεις που έχουν εκφραστεί από διάφορους φορείς του χώρου της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας, θεωρούμε απαραίτητο να προστεθούν ρυθμίσεις στο άρθρο αυτό του νόμου, οι οποίες θα αναφέρονται:
Στη χρονική διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης των προγραμμάτων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα διεθνώς ισχύοντα,
Στην πρόβλεψη σε κάθε προκήρυξη διαδικασίας ενστάσεων και επαναξιολόγησης,
Στην υποχρέωση τεκμηριωμένης πρότασης περικοπής της χρηματοδότησης άνω του 10% με αντίστοιχη περικοπή του αντίστοιχου φυσικού αντικειμένου της πρότασης,
Στην πρόβλεψη του να πραγματοποιείται από τη ΓΓΕΤΚ, σε κάθε προκήρυξη, αποτίμηση του έργου των κριτών και της διαδικασίας της αξιολόγησης.
Άρθρο 34 – Σύνδεση Ερευνητικών Κέντρων και με Ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης
Το άρθρο αυτό κρίνεται ιδιαιτέρα θετικό και αποτελούσε πάγιο αίτημα της ΠΟΣΔΕΠ κατά τη συζήτηση του Νόμου 4009/2011. Επίσης κρίνονται δόκιμοι οι όροι «Καθηγητής Έρευνας» (με τις διαβαθμίσεις του) και «Συνεργαζόμενος Καθηγητής», εφόσον αυτοί απονέμονται από τα θεσμικά όργανα των ΑΕΙ και των ΕΚ, αντίστοιχα. Θεωρούμε ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής κινητικότητας –πράγμα που στην πράξη υλοποιείται από πολλά χρόνια σε ερευνητικό και μεταπτυχιακό επίπεδο- πολλά έχει να προσφέρει και προς τις δύο κατευθύνσεις. Αντίστοιχα είχε υποστηριχτεί από την ΠΟΣΔΕΠ αλλά και τα Ιατρικά Τμήματα (και αντίστοιχες Συγκλήτους) της χώρας ο θεσμός του «Κλινικού Καθηγητή», δηλαδή είχαν αναδειχθεί τα θετικά της καθιέρωσης της συνεργασίας. Όμως ο θεσμός υπονομεύτηκε από την απαράδεκτη και αντιδεοντολογική και αντιακαδημαϊκή διαδικασία που προέβλεπε η σχετική ΚΥΑ (Υ10α/Γ.Ποικ. 42832 – ΦΕΚ β1390/27-4-2012), πράγμα που οδήγησε και στη σχετική κοινή προσφυγή όλων των εμπλεκομένων φορέων στο Σ.τ.Ε. (βλ. [2]).
Γενικές Παρατηρήσεις:
Έχουμε κατ’ επανάληψη εκφράσει δημοσίως τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι αυτό που απαιτείται για τη βελτίωση του δημόσιου ερευνητικού συστήματος είναι βελτιωτικές ρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου που διέπει την Έρευνα (Νόμος 1514/1985 και μετέπειτα) με έμφαση στα ακόλουθα:
-Διαμόρφωση του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης και έρευνας στο Τριτοβάθμιο Εκπαιδευτικό Σύστημα.
-Αναδιάρθρωση και συντονισμός του ευρύτερου ερευνητικού ιστού της χώρας.
-Βελτίωση των πρακτικών αλληλεπίδρασης του δημόσιου ερευνητικού συστήματος με την ερευνητική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα.
-Βελτίωση των μεθόδων διανομής και διαχείρισης των ερευνητικών κονδυλίων, μέσω και της αποτίμησης/αξιολόγησης της χρήσης τους με δείκτες, η οποία θα αφορά σε όλους τους φορείς/χρήστες (δημόσιους και ιδιωτικούς) και σε όλα τα εθνικά ερευνητικά προγράμματα.
Πέραν των ήδη υπαρκτών -σε διάφορους νόμους- ρυθμίσεων, που περιλαμβάνει το νέο Ν/Σ, τα νέα, κεντρικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το παρόν κείμενο είναι:
Η διανομή ερευνητικών κονδυλίων σε διάφορες πλευρές του ιδιωτικού τομέα (στον οποίο καλώς παρέχονται κίνητρα για επενδύσεις σε Ε&Κ) και, δυνητικά, σε περιφερειακούς ή ιδιωτικούς “ερευνητικούς” φορείς ή/και φορείς της ιδιωτικής μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και σε «Λοιπούς φορείς» που περιλαμβάνουν φυσικά πρόσωπα (!) και φορείς της ημεδαπής και αλλοδαπής -όχι απαραίτητα ερευνητικούς(!)- χωρίς να προβλέπονται:
(α) Κριτήρια και μηχανισμοί, με τους οποίους οι ανωτέρω φορείς θα χαρακτηρίζονται ερευνητικοί και θα μπορούν να συμμετέχουν στην υποβολή προτάσεων σε εθνικά ερευνητικά προγράμματα (π.χ., θέσπιση Μητρώου Καινοτόμων Ελληνικών Επιχειρήσεων και συμμετοχή των Επιχειρήσεων που θα ενταχθούν σε αυτό, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, στα εθνικά ερευνητικά προγράμματα, κ.ο.κ.).
(β) Μηχανισμός συνεχούς αξιολόγησης και αποτίμησης της χρήσης των ερευνητικών κονδυλίων με δείκτες, που θα αφορά σε όλους τους φορείς/χρήστες (δημόσιους και ιδιωτικούς) και σε όλα τα εθνικά ερευνητικά προγράμματα. Αντίθετα, περιορίζεται η θεσμοθετημένη αξιολόγηση, για άλλη μια φορά, μόνο στα Ερευνητικά Κέντρα και τους Ερευνητές της ΓΓΕΤ (!)
Ρυθμίσεις που λείπουν από το Νομοσχέδιο αφορούν:
-Το μηχανισμό και τις διαδικασίες για τη διαμόρφωση και την –κατά διαστήματα– επικαιροποίηση της Εθνικής Στρατηγικής Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας και του πολυετούς εθνικού προγράμματος ΕΤΑΚ.
-Τη διασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την υλοποίηση των πολυετών προγραμμάτων ΕΤΑΚ.
-Το μηχανισμό αποτίμησης των αποτελεσμάτων κάθε υλοποιηθέντος προγράμματος ΕΤΑΚ με δείκτες.
-Τη δημιουργία του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.
Στο βαθμό που αυτός ο πυρήνας δέσμης ιδεών του Υπουργείου μετατραπεί σε νόμο ως έχει, πιστεύουμε ότι θα δημιουργηθούν συνθήκες αδιαφανούς διάθεσης των ερευνητικών κονδυλίων για την επόμενη προγραμματική περίοδο, περαιτέρω κατακερματισμού του εθνικού ερευνητικού ιστού, καθώς και διάλυσης του δημόσιου ερευνητικού συστήματος, το οποίο με μόχθο κύρια οι ερευνητές σε ΑΕΙ και ΕΚ οικοδομούμε πάνω από τριάντα χρόνια!
ΤΕΛΙΚΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το παρόν -όπως φαίνεται καθαρά- πρόχειρο «Σχέδιο Νόμου» που δόθηκε στη διαβούλευση μέσα στις αργίες των Χριστουγέννων, είναι ατελές και περιέχει αντιφατικές ρυθμίσεις. Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να δημοσιοποιήσει το τελικό προσχέδιο νόμου με επεξεργασμένες όλες τις τελικές διατάξεις, και ιδιαιτέρως αυτές που απαιτούν τη συναίνεση του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και τις μεταβατικές και να μεριμνήσει, ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος και ικανός πρόσθετος χρόνος για ουσιαστικό διάλογο, επί του συνόλου των τελικών ρυθμίσεων που αυτό θα περιλαμβάνει. Μετά και από αυτή τη διαδικασία το Υπουργείο Παιδείας θα πρέπει να συντάξει την «έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης», η οποία θα συνοδεύσει το τελικό Σχέδιο Νόμου στη διαδικασία συζήτησης και ψήφισής του από τη Βουλή των Ελλήνων, σύμφωνα με το νέο Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 85, παρ. 3).
Ε Κ Τ Ε Λ Ε Σ Τ Ι Κ Η Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ε Ι Α της
Κ Ι Ν Η Σ Η Σ Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Α Κ Η Σ Α Ν Α Β Α Θ Μ Ι Σ Η Σ
Συνημμένα:
[1] ‘Strategy for European Technology Platforms: ETP 2020’, Brussels, 12 July 2013 ftp://ftp.cordis.europa.eu/pub/etp/docs/swd-2013-strategy-etp-2020_en.pdf
[2] ΠΟΣΔΕΠ Προεδρείο, Σχετικά με την Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργείων Υγείας και Παιδείας για το θεσμό του Κλινικού Καθηγητή, 20 5 2012, http://www.posdep.gr/index.php?option=com_docman&task=doc_download&gid=955&Itemid=118
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Ο Σύλλογος Ερευνητών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΣΕΕΑΑ) θεωρεί ότι ο νέος νόμος για την έρευνα έχει αρκετά θετικά στοιχεία, τα οποία ευελπιστεί στην πράξη να συμβάλλουν στη διευκόλυνση/ενίσχυση του έργου των ερευνητών της χώρας και την εποικοδομητικότερη διασύνδεση ΕΚ-Πανεπιστημίων και αυτών με τις επιχειρήσεις. Ωστόσο στο σχέδιο νόμου της διαβούλευσης υπάρχουν αρκετά σημεία τα οποία χρήζουν τουλάχιστον διασαφήνισης, αντιφάσεις και άλλα σημεία που πιθανόν να πλήξουν τη διαύγεια του τρόπου διοίκησης των ΕΚ και των Ινστιτούτων. Θεωρούμε χρέος μας να συμβάλλουμε καλοπροαίρετα στη βελτίωση του σχεδίου νόμου, παραθέτοντας σχόλια σε συγκεκριμένα άρθρα και παραγράφους αυτών:
Άρθρο 2.
Στην παράγραφο 17 ο ορισμός του «Ερευνητή» είναι ιδιαιτέρως γενικός και δε διασφαλίζει το ελάχιστο επίπεδο (γνωστικό και θεσμικό) που θα πρέπει να απαιτείται, το οποίο π.χ. επικυρώνεται μέσα από διαδικασίες κρίσης στα ΕΚ και τα Πανεπιστήμια.
Άρθρο 4.
Θεωρούμε ότι βασικό σημείο της Εθνικής Στρατηγικής Έρευνας για μια χώρα σαν την Ελλάδα θα πρέπει να είναι και οι Εθνικές Υποδομές. Προτείνεται να συμπεριληφθεί η «Ενίσχυση και συντήρηση ερευνητικών υποδομών εθνικής εμβέλειας και σημασίας καθώς και διεθνούς προστιθέμενης αξίας» στο βασικό σχεδιασμό, κατεύθυνση προς την οποία ούτως ή άλλως φαίνεται να δίνεται βάρος αναλογιζόμενοι την προσέγγιση των προγραμμάτων ΚΡΗΠΙΣ και το σχεδιασμό του Εθνικού Οδικού Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών.
Άρθρο 5.
Για την επίτευξη των επιμέρους σημείων του παρόντος Σχεδίου Δράσης, θεωρούμε ότι απαραίτητη συνθήκη είναι «η διαμόρφωση ενός αδιάβλητου συστήματος αξιολόγησης σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων των ερευνητικών φορέων και πανεπιστημίων». Όλα τα προηγούμενα χρόνια πολλές καλές προσπάθειες ή προθέσεις σκόνταψαν στο σύστημα αξιολόγησης, με αποτέλεσμα τα αποτελέσματα να μην προσεγγίζουν τα προσδοκώμενα και οι επενδύσεις να μην έχουν προοπτική και συνέχεια. Η εκ βάθρων αλλαγή θα πρέπει να καλύπτει από την αξιολόγηση προτάσεων χρηματοδότησης, ΔΕΠ/ερευνητών, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων κλπ, και να ευνοεί τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και την ανάδειξη της πραγματικής αριστείας και καινοτομίας, με δείκτες που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις και τα υφιστάμενα μέσα. Επίσης θα πρέπει να προβλέπει την αξιολόγηση και των διαδικασιών κρίσης και αξιολόγησης.
Άρθρο 8
Παράγραφος 10: Θεωρούμε ότι ίσως να μην αρκεί πλέον η «ενθάρρυνση και υποστήριξη» της συνεργασίας και των κοινών υποδομών μεταξύ ΕΦ και Επιχειρήσεων αλλά θα πρέπει να δημιουργηθεί συγκεκριμένος μηχανισμός καταγραφής των αναγκών του ιδιωτικού τομέα από τη μία και των υπηρεσιών των ΕΦ από την άλλη. Σκοπός είναι η άμεση αλλά κυρίως ουσιαστική διασύνδεση των επιχειρήσεων με τα ΕΚ και Πανεπιστημιακά ιδρύματα, σε συνδυασμό με τη «διαμόρφωση ενός συστήματος ελέγχου και αναδιάρθρωσης του ρόλου και των στρατηγικών των επί μέρους φορέων υλοποίησης» όπως αναφέρεται στο Άρθρο 5.
Άρθρο 10
Δεν υπάρχει παράγραφος 3.6 όπως αναφέρεται αλλά η αναφορά αφορά στο Άρθρο 11.
Άρθρο 12
Παράγραφος 1.6.1: Στην παράγραφο διαφαίνεται ότι το ΕΚ και ο εκπρόσωπός του στο ΠΕΣ θα πρέπει να είναι της οικείας περιφέρειας ή επίσης ο διακεκριμένος επιστήμονας μέλος του ΠΕΣ να έχει σχέση με την Περιφέρεια. Καθώς αυτό πιθανόν να μην είναι εφικτό αφού δεν υπάρχουν ΕΚ σε όλες τις περιφέρειες, προτείνεται να μην υπάρχει γεωγραφικός περιορισμός αλλά θεματικός, δλδ η επιλογή να γίνεται από ΕΚ με αντικείμενα σχετικά με τους τομείς έμφασης της εκάστοτε Περιφέρειας.
Άρθρο 16
Παράγραφος 8: Τόσο στην περίπτωση των Δ/ντών ΕΚ όσο και των Ινστιτούτων δύναται να παραταθεί η θητεία τους με την προϋπόθεση ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία εκλογής νέου Δ/ντή. Καθώς ήδη προβλέπονται και συνεπακόλουθες διαδικασίες στις περιπτώσεις κένωσης της θέσης, καλό θα ήταν όλα τα ανωτέρω να τελούν υπό χρονικό όριο, δλδ να δύναται να παραταθεί μία θητεία μόνο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αρκετή για την ολοκλήρωση των εν εξελίξει διαδικασιών εκλογής.
Άρθρο 17
Παράγραφος 2: Βλέπουμε θετικά τη συμμετοχή στο ΕΓΣΙ μελών ΔΕΠ που είναι ΕΥ εγκεκριμένων προγραμμάτων στο οικείο Ινστιτούτο, άλλωστε αυτή θα γίνεται με διαδικασία ψηφοφορίας από τους ίδιους τους ερευνητές, άρα θα κρίνεται κατά περίπτωση. Ωστόσο, υπάρχει το πιθανό ασυμβίβαστο της διάρκειας των εγκεκριμένων προγραμμάτων με τη θητεία στο ΕΓΣΙ. Προτείνεται επιπλέον, καθώς τα μέλη ΔΕΠ θα είναι συνεργάτες με μη μόνιμη σχέση, να μπορούν εναλλακτικά να ενέχουν και ρόλο συμβούλου όταν αυτό τους ζητείται από το ΕΓΣΙ ή τον Δ/ντή, όταν δεν εκλέγονται στο ΕΓΣΙ. Επίσης, καλό θα ήταν να προβλέπεται η δυνατότητα και στους «Καθηγητές Έρευνας» να μπορούν να συμμετάσχουν ισότιμα στα αντίστοιχα όργανα των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Η πρόσκληση της εκλογής των μελών του ΕΓΣΙ πρέπει να γίνεται αυτόματα από τα όργανα της διοίκησης με τη λήξη της θητείας του προηγούμενου ΕΓΣΙ, και όχι με πρωτοβουλία του δ/ντή του Ινστιτούτου. Προβλέπεται ότι το ΕΓΣΙ προεδρεύεται από τον Δ/ντή του Ινστιτούτου, ενώ θα πρέπει το ΕΓΣΙ να μπορεί να συνέλθει και αυτόνομα, για θέματα που θεωρεί το ίδιο σημαντικά και να εισηγείται αντιστοίχως στο δ/ντή.
Παράγραφος 4.5: Ενώ καθορίζεται η διαδικασία με την οποία ένα ΕΓΣΙ μπορεί να διαφωνήσει με τον Δ/ντή του Ινστιτούτου, δεν καθορίζεται για ποια θέματα ένας Δ/ντής είναι υποχρεωμένος να ζητήσει την γνώμη του ΕΓΣΙ, πριν λάβει απόφαση κατά πλειοψηφία.
Άρθρο 18
Παράγραφος 1: Θεωρούμε θετική τη μείωση των βαθμίδων των Ερευνητών κατά αναλογία σε κάθε περίπτωση με τις βαθμίδες των μελών ΔΕΠ. Ωστόσο, κρίνεται ότι τα απαιτούμενα προσόντα της Γ βαθμίδας δύσκολα τεκμηριώνονται από μεταδιδάκτορες ερευνητές του εσωτερικού ή του εξωτερικού που θα θελήσουν τα ΕΚ να προσελκύσουν, με αποτέλεσμα να αποκλείονται νέοι και αξιόλογοι επιστήμονες που απλά δεν τους έχει δοθεί μέχρι τώρα η δυνατότητα καθοδήγησης έρευνας η προσέλκυσης πόρων, απλά λόγω «μη προτέρας θέσης». Επίσης, θα πρέπει να υπάρξει μια μεταβατική διάταξη για του υφιστάμενους Ερευνητές Δ, και να διασαφηνιστεί αν η κρίση τους θα γίνεται με ανοιχτές διαδικασίες.
Παράγραφος 1.1.4: Θεωρούμε πολύ θετική την ελάχιστη παρουσία των Ερευνητών στο Ινστιτούτο για «οριζόντιες» εργασίες και καθήκοντα, καθώς έτσι αναπροσαρμόζεται ο παραγωγικός χρόνος για την εκτέλεση των ερευνητικών τους καθηκόντων, κατά αναλογία και ισοτιμία με τα μέλη ΔΕΠ.
Παράγραφος 3: Θα μπορούσε να διευκρινιστεί το πώς προβλέπεται να γίνει η μισθολογική εξομοίωση Ερευνητών και ΔΕΠ από δημόσια χρηματοδότηση, στο σύνολο των αποδοχών, όταν οι δύο κατηγορίες έχουν διαφορετικά επιδόματα?
Άρθρο 21
Παράγραφοι 8, 9: Θεωρούμε ως ένα από τα πλέον σημαντικά σημεία του νέου νόμου το περιεχόμενο των παραγράφων αυτών, αρκεί να εγκριθεί από το ΓΛΚ και στη συνέχεια να ισχύσει οριζοντίως και όχι ως προϊόν διαπραγμάτευσης με την εκάστοτε εφορία. Επίσης, σημαντική παροχή κινήτρου θα ήταν να επιλυθεί οριζοντίως το ζήτημα της απόσβεσης κτίσης επιστημονικού εξοπλισμού.
Άρθρο 23
Παράγραφος 2: Να διασαφηνιστεί τι εννοείται με τον όρο «κάλυψη μέρους των λειτουργικών εξόδων», ποια είναι αυτά τα λειτουργικά έξοδα, εμπεριέχουν και τη μισθοδοσία των ΝΠΔΔ, πως διασφαλίζεται η τελευταία?
Παράγραφος 5: Θα ήταν θεμιτό στις προσκλήσεις να περιγράφεται εξ αρχής και το εκτιμώμενο χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων, έναρξης των έργων, εκταμιεύσεως δόσεων μετά την πλήρωση των υποχρεώσεων από τους φορείς.
Παράγραφος 6: Θεωρούμε ότι ο ρόλος της εκάστοτε Ειδικής Επιτροπής και των αξιολογητών είναι πολύ σημαντικός και θα πρέπει να περιφρουρηθεί περισσότερο από φαινόμενα ελλιπούς ή εσκεμμένα προσανατολισμένης κρίσης. Για το σκοπό αυτό θα μπορούσαν να καθορίζονται οι διαδικασίες επιλογής των κριτών, διαδικασίες ελέγχου του έργου τους και των κρίσεών τους (ίσως και διαδικασίες αποκλεισμού σε περιπτώσεις που αποδεδειγμένα δεν τηρείται ο κώδικας δεοντολογίας), καθώς και η συνεχής ανακύκλωσή τους για να αποφεύγονται φαινόμενα προσανατολισμένης εύνοιας/αποκλεισμού προς θεματικές περιοχές ή πρόσωπα.
Άρθρο 24
Παράγραφος 12: Προτείνεται να γίνουν όσο το δυνατόν απλούστερες οι διαδικασίες αναφοράς προόδου (κυρίως αναφορικά με το οικονομικό αντικείμενο και την υποβολή εξαντλητικά λεπτομερών στοιχείων) και ως αντίβαρο να υπάρχουν αυστηρές κυρώσεις όταν αποδεικνύεται ότι ένας ΕΥ ή ένα ΕΚ συστηματικά δεν ανταποκρίνεται στα ζητούμενα. Γενικώς προτείνεται ο νέος νόμος να δώσει ώθηση στις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ ΕΥ και διαχειριστικής αρχής, κατά τα πρότυπα πολλών φορέων του εξωτερικού.
Άρθρο 29
Παράγραφος 4: Να διατυπωθεί καλύτερα η σύσταση Επταμελούς Επιτροπής Κριτών καθώς αναφέρεται σε έξι μέλη εκ των οποίων οι τρεις από το οικείο ΕΚ και οι 4 εξωτερικοί. Ποιο το νόημα ύπαρξης του εγκεκριμένου Καταλόγου Κριτών όταν η επιλογή θα γίνεται «κατά προτίμηση» από αυτόν? Εάν ο σκοπός της πρότασης αυτής είναι να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στις κρίσεις τότε αυτό μπορεί να επιλυθεί απλά αναφέροντας ότι η επιλογή γίνεται από τον τρέχοντα εγκεκριμένο Κατάλογο Κριτών.
Αρθρο 30
Παράγραφος 1: Θεωρούμε ότι ο Εθνικός Κατάλογος Κριτών θα πρέπει να καταρτίζεται μόνο από εν ενεργεία καθηγητές ή ερευνητές.
ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
Ο Σύλλογος Ερευνητών / ΕΛΕ του ΕΚ ‘Αθηνά’ έχει εκφράσει αρκετές φορές τη θέση του πώς υποστηρίζει σθεναρά οποιαδήποτε προσπάθεια θα οδηγήσει προς την ενίσχυση των πρακτικών ακαδημαϊκής ελευθερίας στα Ερευνητικά Κέντρα με αναβάθμιση του ρόλου, της συμμετοχής αλλά και της ευθύνης του Ερευνητή, κατά αναλογία του Νομικού Πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των ΑΕΙ/ΤΕΙ σε σχέση με τη συμμετοχή και τoν ρόλο των μελών ΔΕΠ/ΕΠ. Η μερική επικάλυψη της περιόδου της διαβούλευσης με την περίοδο των εορτών δυσχεραίνει τη διαδικασία, μελετώντας όμως το νομοσχέδιο που έχει τεθεί σε διαβούλευση διαπιστώνεται πώς υπάρχουν μεν ορισμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, συνολικά όμως το νομοσχέδιο δεν τολμά την ουσιαστική αναβάθμιση του ρόλου και της ευθύνης των ερευνητών. Υπάρχουν πολλά θέματα που χρήζουν βελτίωσης, στα οποία γίνεται αναφορά ανά άρθρο. Επίσης, πολλά σημεία του σχεδίου νόμου χρήζουν συντακτικής και ορθογραφικής διόρθωσης, ενώ παρατηρείται η ύπαρξη αντιφατικών μεταξύ τους παραγράφων.
Η Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας απαιτεί ξεχωριστή δομή η οποία να αξιοποιεί την τεχνογνωσία πολλαπλών Υπουργείων και κατεξοχήν του Υπουργείου Ανάπτυξης με ισχυρότερη παρουσία αυτών από αυτή ενός συνδέσμου ανά Υπουργείο. Η παρατήρηση αφορά σε πολλαπλά άρθρα του νομοσχεδίου.
Άρθρο 1 – Αντικείμενο – Σκοποί
• Παρ. 2: Χρειάζεται λεκτική βελτίωση: η παράγραφος/πρόταση είναι μακροσκελής και δεν υπάρχει ρήμα σε αυτήν. Θα μπορούσε η διατύπωση να είναι: ‘Στόχοι της Εθνικής Πολιτικής Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας είναι ….’.
• Παρ. 3: Η χρήση επιθετικών προσδιορισμών όπως ‘συμμετρικής δημοσιονομικής …’, ‘οριακού κόστους’ είναι ασαφής και είναι προτιμότερο να μην περιλαμβάνεται σε κείμενο νομοθετικού περιεχομένου.
Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών/ΕΛΕ του ΕΚ «Αθηνά»
Ο Σύλλογος Προσωπικού του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών θεωρεί ότι, παρά το γεγονός ότι το νομοσχέδιο αυτό περιέχει αρκετά θετικά στοιχεία, η υλοποίησή του όμως ενέχει κινδύνους για την ανάπτυξη αλλά και για τη βιωσιμότητα της έρευνας στη χώρα μας. Επί της αρχής, η απόσυρση της πολιτείας από την υποχρέωση να καλύπτει τις πάγιες και ανελαστικές δαπάνες των Ερευνητικών Κέντρων φανερώνει μια αποκλειστικά επιχειρηματικού τύπου αντίληψη για την έρευνα, η οποία δεν συνάδει με την υποχρέωση για ενίσχυση της βασικής και της θεωρητικής έρευνας ούτε με τον στόχο για Ενιαίο Χώρο Παιδείας και Έρευνας, όπως συμβαίνει σε όλα τα ευρωπαϊκά, τουλάχιστον, κράτη.
Επιπλέον, οι ασαφείς διατυπώσεις, οι ανακολουθίες και οι αβλεψίες, που εντοπίζονται στο κείμενο, δίνουν μάλλον μια εντύπωση βιασύνης και προχειρότητας που κάθε άλλο παρά γεννούν αισιοδοξία για την υλοποίησή του.
Άρθρο 1 – Αντικείμενο – Σκοποί
Η γενική φιλοσοφία του ν/σ αντίκειται στη συνταγματική αρχή σύμφωνα με την οποία «… η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η δε ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελούν υποχρέωση του Kράτoυς», αφού τελικά το ν/σ πραγματοποιεί το αντίθετο: το Κράτος αποποιείται την υποχρέωσή του να εγγυάται τη λειτουργία των Ερευνητικών Κέντρων, να ενισχύει τις υποδομές τους και να καλύπτει τη μισθοδοσία του μόνιμου ερευνητικού προσωπικού (βλ. και άρθρο 23). Η απόσυρση της πολιτείας από τη συνταγματική της αυτή υποχρέωση υποσκάπτει τη διαφαινόμενη στο νομοσχέδιο θετική προσπάθεια εξομοίωσης των ερευνητών με τους καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και συνεπώς και τις προοπτικές συνεργασίας μεταξύ Ερευνητικών Κέντρων και Πανεπιστημίων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Χώρου Παιδείας και Έρευνας.
Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Θέσεις του ΔΣ του ΣΕΙΤΕ επί διατάξεων του Σχεδίου Νόμου για την «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
Με το παρόν σχέδιο νόμου, και κατά παρέκκλιση της αναφερόμενης έννοιας της «διαρκούς αξιολόγησης», δεν ορίζονται προ-αποτυπωμένα κριτήρια αξιολόγησης των οργάνων διοίκησης της έρευνας. Κάθε νόμος οφείλει να τηρεί τις Συνταγματικές επιταγές (μεταξύ άλλων το δικαίωμα της αμοιβής για ίσης αξίας εργασία, και της ίσης μεταχείρισης για όλους τους όρους εργασίας). Παρότι δε αναφέρεται στο Ευρωπαϊκό χώρο έρευνας και οφείλει να εναρμονίζεται με τις σχετικές Ευρωπαϊκές Οδηγίες και Κατευθύνσεις, αυτό το σχέδιο νόμου δεν εναρμονίζεται με τα οριζόμενα στη «Χάρτα του Ερευνητή – Kώδικας δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών» (XκΚ). Επιπλέον, το σχέδιο νόμου ενώ αναφέρεται στη βέλτιστη αξιοποίηση του ερευνητικού προσωπικού, αγνοεί το Τεχνικό και Διοικητικό προσωπικό, θεωρώντας το αναλώσιμο και ανάξιο οιασδήποτε μέριμνας.
Το ΔΣ του ΣΕΙΤΕ
Πλήρες κείμενο θέσεων: http://www.forth.gr/se/docs/enimerotika/ΣΕΙΤΕ_2013-11-05_226.pdf
Σχόλια επί του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου για την
«Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία»
Τα τελευταία χρόνια η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, με δεδομένο ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές, έχει ξεκινήσει επανειλημμένως μια συστηματική προσπάθεια διατύπωσης συγκεκριμένων προτάσεων για την ενίσχυση της Έρευνας, της Τεχνολογικής Ανάπτυξης και της Καινοτομίας (ΕΤΑΚ), με στόχο τη διαμόρφωση αποτελεσματικότερων και ευέλικτων δομών στον εθνικό ερευνητικό ιστό, που θα ενισχύσουν τη διασύνδεση της έρευνας με την παραγωγή και την επιχειρηματικότητα.
Η καθοριστική για το μέλλον της Χώρας αναδιάρθρωση του αναπτυξιακού μοντέλου της, απαιτεί έμφαση στην Παιδεία, την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία. Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε μια σύγχρονη «Οικονομία της Γνώσης», με έμφαση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στην παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και γνωστικής αξίας, μπορεί να αποτελέσει τη διέξοδο από την κρίση που διέρχεται η Χώρα.
Όραμα, λοιπόν, της Ελληνικής Πολιτείας πρέπει να αποτελεί η ανάδειξη της έρευνας σε πεδίο προώθησης της επιστήμης, σε μοχλό ανάπτυξης της Χώρας και σε κινητήριο δύναμη αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού της.
Ένας νέος, καινοτόμος, ευέλικτος και πλήρης Νόμος – Πλαίσιο για την ΕΤΑΚ, πρέπει να έχει ως στόχους:
α) Την εγκαθίδρυση αποτελεσματικού συστήματος διοίκησης και σχεδιασμού πολιτικής της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας
β) Τη δημιουργία «Ενοποιημένου Χώρου Έρευνας» ο οποίος θα βασίζεται στην αξιοκρατία και την διαφάνεια με στόχο την άριστη και διεθνώς ανταγωνιστική έρευνα
γ) Την οργάνωση θεσμών για ουσιαστική και συνεχή χρηματοδότηση της έρευνας, βασισμένη στην διαρκή αξιόλογη της ποιότητάς της
δ) Τη σύνδεση της έρευνας με την παραγωγική δραστηριότητα, με στόχο την υποστήριξη του εκσυγχρονισμού της παραγωγικής βάσης της χώρας
Εκτιμούμε δε, ότι η δημιουργία ενός νέου νόμου για την ΕΤΑΚ οφείλει να στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην κάλυψη των κενών και των παραλείψεων που έχουν εντοπισθεί στο ισχύον Θεσμικό Πλαίσιο και στην αποσαφήνιση, επαναδιατύπωση και τον επανακαθορισμό προβληματικών διαδικασιών και δυσλειτουργιών.
Η παρούσα προσπάθεια, που βρίσκεται στη φάση της διαβούλευσης, δημιούργησε πολλές προσδοκίες στην Ερευνητική κοινότητα, καθώς όπως προφορικά είχε επισημανθεί πολλάκις από τον Γενικό Γραμματέα Ε&Τ, ξεκινούσε έχοντας ως σημείο αναφοράς, αφετηρία και εφαλτήριο τον πρωτοποριακό, για την εποχή του Ν.1514/85.
Σε όλες τις δημόσιες προφορικές παρουσιάσεις και συζητήσεις που έγιναν πριν την δημοσιοποίηση του παρόντος Σχεδίου Νόμου, η βούληση και η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση δεν έλειψαν από τη μεριά της ΓΓΕΤ, ως υπευθύνου για τη σύνταξη αυτού του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου.
Η δημοσιοποίηση όμως και η επακόλουθη μελέτη του Σχεδίου Νόμου, έδειξαν μια διαφορετική πραγματικότητα.
Θα ήταν άδικο να μην επισημάνουμε ότι το Σχέδιο Νόμου, λαμβάνει μέριμνα για αρκετά θέματα που αφορούν το σχεδιασμό και τη χρηματοδότηση της Έρευνας, την αναβάθμιση του ρόλου του ΕΣΕΤ, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α, την κινητικότητα του ερευνητικού προσωπικού, τη σύνδεση της Έρευνας με την παραγωγή και την επιχειρηματικότητα και βήματα προς την κατεύθυνση δημιουργίας του Ενιαίου Χώρου Εκπαίδευσης και Έρευνας μεταξύ Παν/μιων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων.
Όμως όλες οι θετικές και προς τη σωστή κατεύθυνση πρόνοιες, κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα καθώς διαφαίνεται ότι το παρόν Σχέδιο Νόμου συντάχθηκε από επιτροπή η οποία είχε, μεταξύ των άλλων, δυο στόχους:
α) Την εγκαθίδρυση μιας απόλυτης και ανεξέλεγκτης Διευθυντοκεντρικής εξουσίας, η οποία θα τείνει σε «Γερουσία Διευθυντών», καθώς έχει «εξαφανισθεί» οποιαδήποτε πρόβλεψη ορίου ηλικίας υπήρχε σε προηγούμενους νόμους, για την κατάληψη θέσης Διευθυντή.
και
β) την πλήρη απαξίωση και περιθωριοποίηση του Τεχνικού και Διοικητικού προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων, το οποίο απαρτίζεται στην συντριπτική του πλειοψηφία από Επιστημονικό προσωπικό ιδιαιτέρως υψηλών προσόντων (Π.Ε./Τ.Ε., M.Sc., Ph.D.) και υψηλής ή/και σπάνιας επιστημονικής/τεχνικής εξειδίκευσης. Παράλληλα το προσωπικό αυτό αποτελεί περίπου το 70% του τακτικού προσωπικού των Ε.Κ.
Εκφράζουμε την ιδιαίτερη ανησυχία μας ότι εφόσον δεν αρθούν/διορθωθούν αυτές οι δυο τελείως άστοχες προτάσεις, τα Ελληνικά Ερευνητικά Κέντρα κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «Τριτοκοσμικού τύπου χώρους εργασίας και Ανάπτυξης», το οποίο μακράν απέχει από το Ευρωπαϊκό μοντέλο Ανάπτυξης που θα ‘πρεπε να έχουμε ως πρότυπο.
Ζητάμε, λοιπόν, τη δημιουργία ενός ενιαίου, δημοκρατικού και ελκυστικού πλαισίου λειτουργίας για όλους τους ερευνητικούς φορείς, προσαρμοσμένου στις ιδιαιτερότητες της έρευνας και συμβατού με τις ευρωπαϊκές νόρμες όπως η «Χάρτα του Ερευνητή», το οποίο μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει και τον ορισμό ενιαίας διαδικασίας αξιολόγησης όλου του προσωπικού ανεξαιρέτως, συμπεριλαμβανομένων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των Διευθυντών, του Επιστημονικού Συμβουλίου και του Επιστημονικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.
Τόσο τα υπάρχοντα όργανα Διοίκησης (ΔΣ, Διευθυντές, ΕΓΣI), όσο και τα προς ορισμό Επιστημονικό Συμβούλιο Ερευνητικού Κέντρου και το Περιφερειακό Επιστημονικό Συμβούλιο (ΠΕΣ) πρέπει και αυτά να υπόκεινται σε διαδικασίες αξιολόγησης, που μέχρι τώρα είναι έμμεσες ή ανύπαρκτες.
Μάλιστα, με δεδομένα τα κακώς κείμενα και τις λανθασμένες διοικητικές αποφάσεις σε όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας των Ε.Κ., λόγω άγνοιας του νομικού, οικονομικού, τεχνικού και διοικητικού θεσμικού πλαισίου, θεωρούμε ως ορθότερη λύση τον διαχωρισμό της επιστημονικής καθοδήγησης από την οικονομοτεχνική διοίκηση ενός Ερευνητικού Κέντρου, με τη θεσμοθέτηση Επιστημονικού Συμβουλίου και Διοικητικού Συμβουλίου, με διακριτούς ρόλους και αρμοδιότητες.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η διαφάνεια, η αντιπροσωπευτικότητα, η συλλογική συμμετοχή και ευθύνη στη λήψη των αποφάσεων αποτελούν την πεμπτουσία της αξιοκρατίας, της χρηστής διοίκησης και διαχείρισης και της συμμετοχικής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα για διαδικασίες και όργανα που αφορούν και τη διαχείριση δημόσιου χρήματος.
Ο αποκλεισμός της συμμετοχής των εργαζομένων από το Διοικητικά Συμβούλια των Ερευνητικών Κέντρων αποτελεί για μας κατάφορη καταπάτηση των παραπάνω αρχών.
Ζητάμε θεσμοθέτηση της ισότιμης (μετά ψήφου) συμμετοχής αιρετού εκπροσώπου του Τεχνικού & Διοικητικού Προσωπικού στα Διοικητικά Συμβούλια, όλων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων.
Η έως τώρα εμπειρία έχει αποδείξει ότι ποτέ δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα στη λειτουργία των Δ.Σ. των Ερευνητικών Κέντρων – Ινστιτούτων λόγω της συμμετοχής τους. Απεναντίας η παρουσία τους λειτουργεί συχνά ως ισχυρός συνδετικός και σταθεροποιητικός παράγοντας μεταξύ των Ινστιτούτων και των Κέντρων. Αποτελεί δε, την άμεση αναγνώριση της σημαντικής συνεισφοράς τους στο Ερευνητικό γίγνεσθαι της χώρας μας.
Στα πλαίσια της αναβάθμισης του κλάδου του Τεχνικού (επιστημονικού και μη) και Διοικητικού προσωπικού ζητάμε:
α) Καθιέρωση οικονομικών κινήτρων χωρίς καμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού για το Τεχνικό και Διοικητικό προσωπικό, κατ’ αντιστοιχία εκείνων των συνεργαζομένων μελών ΔΕΠ και των ερευνητών, με σαφώς διατυπωμένους κανόνες και κριτήρια και επιβράβευση των Αρίστων.
Η διαδικασία παροχής και το ύψος πρόσθετων αμοιβών πρέπει να αφορά στο σύνολο του προσωπικού των ΕΚ, ως οικονομικό κίνητρο για την προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων και να καθορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό των Ερευνητικών Κέντρων. Η προσέλκυση εξωτερικών χρηματοδοτήσεων, η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και η επίτευξη ιδιωτικών εσόδων από παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών, δεν επιτυγχάνεται μονάχα από τους Ερευνητές ενός εργαστηρίου ή μιας ερευνητικής ομάδας. Χωρίς την επίπονη προσπάθεια και την ουσιαστική συμβολή, όλου του προσωπικού ενός εργαστηρίου ή μιας ερευνητικής ομάδας, τίποτε δεν θα ήταν εφικτό.
Σε συνέχεια της ορθής λογικής της εξαίρεσης των Ερευνητικών Φορέων από τις ρυθμίσεις του άρθρου 27 του Νόμου 4110/2013 και των προβλέψεων της παρ. 4 του άρθρου 22 του παρόντος Σχεδίου Νόμου, θα αναμέναμε και την εξαίρεση του προσωπικού των φορέων αυτών από τις πάσης φύσεως μισθολογικές περικοπές του στενού και ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, κατά το τμήμα που αυτές δεν προέρχονται από την Τακτική Χρηματοδότηση και δεν επιβαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό του Κράτους..
β) Οι Ειδικοί Τεχνικοί Επιστήμονες και οι Τεχνολόγοι Εφαρμογών πτυχιούχοι ΑΕΙ (Παν/μιων & ΤΕΙ αντίστοιχα), με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα υποστήριξης έρευνας, ύστερα από αίτησή τους και κατόπιν σχετικής κρίσης, να μπορούν να καταλάβουν θέσεις Ε.Λ.Ε. ή Ερευνητών, ανάλογα με τα προσόντα και την εξειδίκευσή τους.
γ) Δεν αντιλαμβανόμαστε τη σκοπιμότητα, να διαθέτει ο Ειδικός Λειτουργικός Επιστήμονας απαραιτήτως Διδακτορικό Δίπλωμα. Λαμβάνοντας υπόψη την ορθή λογική και σκοπιμότητα της θεσμοθέτησης της κατηγορίας ΕΛΕ με το Νομο 1514/85, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συγκεκριμένη απαίτηση παραβιάζει ευθέως τη λογική αυτή. Είναι γνωστό ότι στα Ε.Κ. υπάρχει προσωπικό που δεν διαθέτει Διδακτορικό Δίπλωμα, ωστόσο διαθέτει σημαντική εμπειρία στο σχεδιασμό, την υλοποίηση και τη διαχείριση ερευνητικών έργων και ουσιαστικά επιτελεί έργο Ερευνητή. Με βάση τον προηγούμενο νόμο, οι Ειδικοί Τεχνικοί Επιστήμονες και οι Τεχνολόγοι Εφαρμογών μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξέλιξή τους σε ΕΛΕ, κάτι που το παρόν Σχέδιο Νόμου αποκλείει ρητώς.
Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, κάτοχοι Διδακτορικού Διπλώματος θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ένταξης και εξέλιξης με κρίση σε θέση Ερευνητή.
Διαχρονικό πρόβλημα που οδηγεί σε δυσλειτουργία των ερευνητικών ιδρυμάτων, ειδικά των Ν.Π.Ι.Δ και σε μόνιμη ανασφάλεια των εργαζομένων σε αυτά, αποτελεί η συστηματική υποχρηματοδότησή τους από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Κράτους. Για το λόγο αυτό ζητάμε κάλυψη τουλάχιστον της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Κράτους.
Παράλληλα, στην κατεύθυνση υποστήριξης του θεσμού της οικογένειας και της μητρότητας για τους εργαζόμενους στα Ερευνητικά Κέντρα, πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη άμεσης χρηματοδότησης για τη δημιουργία και τη στελέχωση υποδομών, δομών και δραστηριοτήτων, που διευκολύνουν την καθημερινότητα των απασχολουμένων στην Έρευνα. Οι αντίξοες συνθήκες εργασίας, ιδιαίτερα για τις μητέρες – ερευνήτριες, χωρίς ωράριο εργασίας, θα μπορούσαν να βελτιωθούν σημαντικά με τη δημιουργία Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών προσχολικής ηλικίας και χώρους μελέτης και άθλησης για παιδιά σχολικής ηλικίας.
Κατά άρθρο παρατηρήσεις, σχόλια και προσθήκες
Άρθρο 1. – Αντικείμενο – Σκοποί http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1800
Παρότι σε αυτό το άρθρο γίνεται αναφορά σε διαδικασίες «….διαρκούς αξιολόγησης…» και «… σύνδεσης παραγωγικότητας και ανταμοιβής…», οι έννοιες αυτές παραβλέπονται στο παρόν Σχέδιο Νόμου με την πλήρη απουσία διαδικασίας αξιολόγησης των Διευθυντών και την έλλειψη οποιασδήποτε πρόνοιας για την παροχή ανταποδοτικών πρόσθετων αμοιβών στο Τεχνικό & Διοικητικό προσωπικό, κατ’ αναλογία των προβλέψεων για τους Ερευνητές και τα μέλη ΔΕΠ.
Άρθρο 2 – Έννοια όρων – Συντμήσεων http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1799
Σε απόλυτη συμφωνία με το πνεύμα του παρόντος Σχεδίου Νόμου, οι συντάκτες του έχουν «ξεχάσει» παντελώς στην παράγραφο «13.Αξιολόγηση» τη Διοίκηση και τους Διευθυντές των Ερευνητικών Κέντρων – Ινστιτούτων. Γίνεται απλά μια απρόσωπη αναφορά στα «Ερευνητικά Κέντρα».
Για διαφορετικούς προφανώς λόγους δεν γίνεται καμία αναφορά στην Αξιολόγηση του Τεχνικού & Διοικητικού προσωπικού, παρότι αυτή προβλέπεται στο άρθρο 18.1.3.
Άρθρο 4. – Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1797
Η αναφορά στη παράγραφο «4. Η συμβολή στην προώθηση της ισότητας των φύλων με την ισότιμη ενσωμάτωση του γυναικείου φύλου στην Έρευνα….» είναι κενή περιεχομένου, εφόσον δεν ληφθεί πρόνοια με άμεσες πρωτοβουλίες για την υποστήριξη του θεσμού της οικογένειας και της μητρότητας για τους εργαζόμενους στα Ερευνητικά Κέντρα.
Πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη άμεσης χρηματοδότησης με σκοπό τη δημιουργία και τη στελέχωση υποδομών, δομών και δραστηριοτήτων στα Ερευνητικά Κέντρα, που διευκολύνουν την καθημερινότητα των απασχολουμένων στην Έρευνα. Οι αντίξοες συνθήκες εργασίας, ιδιαίτερα για τις μητέρες – ερευνήτριες, χωρίς ωράριο εργασίας, θα μπορούσαν να βελτιωθούν σημαντικά με τη δημιουργία Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών προσχολικής ηλικίας και χώρους μελέτης και άθλησης για παιδιά σχολικής ηλικίας.
Άρθρο 6 – Όργανα http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1795
Σε επίπεδο Περιφέρειας το αρμόδιο όργανο για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής ΕΤΑΚ δεν θα πρέπει να είναι οι Περιφερειάρχες, αλλά τα Περιφερειακά Επιστημονικά Συμβούλια (ΠΕΣ).
Δεν γίνεται καμία αναφορά στη Σύνοδο των Διευθυντών των Ερευνητικών Κέντρων (γνωστή ως Σύνοδος των Προέδρων – ΣτΠ), παρότι αυτή αναφέρεται στο άρθρο 13.6.
Εκτιμούμε ότι η ΣτΠ εκτός από «συντονιστικό» όργανο – θεσμός, θα μπορούσε να έχει και σημαντικό «αποφασιστικό» ρόλο, υπό προϋποθέσεις και με κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας.
Άρθρο 8 – Γενική Γραμματεία Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας αρμοδιότητες http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1793
Στα πλαίσια της ενίσχυσης του ρόλου, αλλά και των δυνατοτήτων της Γ.Γ.Ε.Τ.Κ., προτείνουμε την υπαγωγή όλων των Ερευνητικών Φορέων σε αυτήν, η οποία θα πρέπει να ενισχυθεί με επιπλέον στελέχη, γνώστες της δομής, της οργάνωσης και του τρόπου λειτουργίας των ερευνητικών υπομονάδων και εργαστηρίων. Πολλές φορές ο κώδικας επικοινωνίας μεταξύ των διοικητικών στελεχών – υπευθύνων ελεγκτών της ΓΓΕΤ και των ερευνητών παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες.
Κύριοι και άμεσοι στόχοι της Γ.Γ.Ε.Τ.Κ. θα πρέπει να είναι:
α) Η χαρτογράφηση όλων των ερευνητικών φορέων & δραστηριοτήτων με απώτερο σκοπό τον συντονισμό και την ορθολογικότερη αξιοποίησή τους, με ταυτόχρονη θεσμοθέτηση ενιαίου νομικού πλαισίου λειτουργίας όλων των ερευνητικών φορέων.
και
β) Ενιαίο σύστημα ανταποδοτικής εξωτερικής αξιολόγησης όλων των ερευνητικών ιδρυμάτων και Α.Ε.Ι σύμφωνα με τα ισχύοντα πρότυπα της διεθνούς πρακτικής, και προγραμματισμός σε βάθος χρόνου προκήρυξης προγραμμάτων με ενιαίο, ευέλικτο και βραχύ σύστημα αξιολόγησης τους.
Άρθρο 13 – Ερευνητικά Κέντρα – Ινστιτούτα http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1788
Σε συνέχεια της ορθής λογικής της εξαίρεσης των Ερευνητικών Φορέων από τις ρυθμίσεις του άρθρου 27 του Νόμου 4110/2013 και των προβλέψεων της παρ. 4 του άρθρου 22 του παρόντος Σχεδίου Νόμου, θα αναμέναμε και την εξαίρεση του προσωπικού των Φορέων αυτών από τις πάσης φύσεως μισθολογικές περικοπές του στενού και ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, κατά το τμήμα που αυτές δεν προέρχονται από την Τακτική Χρηματοδότηση και δεν επιβαρύνουν τον Κρατικό προϋπολογισμό. Ζητάμε την προσθήκη σχετικής παραγράφου στο συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου.
Άρθρο 14 – Όργανα Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1787
Με δεδομένα τα κακώς κείμενα και τις λανθασμένες διοικητικές αποφάσεις όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας των Ερευνητικών Κέντρων, λόγω άγνοιας του νομικού, οικονομικού, τεχνικού και διοικητικού θεσμικού πλαισίου, προτείνουμε ως ορθότερη λύση το διαχωρισμό της επιστημονικής καθοδήγησης από την οικονομοτεχνική διοίκηση ενός Ε.Κ., με τη θεσμοθέτηση Επιστημονικού Συμβουλίου και Διοικητικού Συμβουλίου, με διακριτούς ρόλους και αρμοδιότητες. Τον αποφασιστικό ρόλο όσον αφορά τις Επιστημονικές – Ερευνητικές δραστηριότητες και κατευθύνσεις θα έχει το Επιστημονικό Συμβούλιο, ενώ το Διοικητικό Συμβούλιο θα υλοποιεί τις αποφάσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου, με οικονομοτεχνικά κριτήρια.
Άρθρο 15 – Διοικητικό Συμβούλιο http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1786
Με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι στο παρόν Σχέδιο Νόμου δεν προβλέπεται η ισότιμη με δικαίωμα ψήφου επί όλων των θεμάτων συμμετοχή αιρετού εκπροσώπου του Τεχνικού και Διοικητικού προσωπικού στα ΔΣ των Ε.Κ. Δεδομένου μάλιστα ότι ο προηγούμενος νόμος (1514/85) προέβλεπε σαφέστατα την ισότιμη συμμετοχή του συγκεκριμένου εκπροσώπου, θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί πισωγύρισμα και δε συνάδει με το προοδευτικό πνεύμα, από το οποίο ο συγκεκριμένος νόμος οφείλει (και σε αρκετές περιπτώσεις το πετυχαίνει) να διέπεται.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η διαφάνεια, η αντιπροσωπευτικότητα, η συλλογική συμμετοχή και ευθύνη στη λήψη των αποφάσεων αποτελούν την πεμπτουσία της αξιοκρατίας, της χρηστής διοίκησης και διαχείρισης και της συμμετοχικής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα για διαδικασίες και όργανα που αφορούν και τη διαχείριση δημόσιου χρήματος.
Ο αποκλεισμός της συμμετοχής των εργαζομένων από το Διοικητικά Συμβούλια των Ερευνητικών Κέντρων αποτελεί για μας κατάφορη καταπάτηση των παραπάνω αρχών.
Ζητάμε θεσμοθέτηση της ισότιμης (μετά ψήφου) συμμετοχής αιρετού εκπροσώπου του Τεχνικού & Διοικητικού Προσωπικού στα Διοικητικά Συμβούλια, όλων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων.
Η έως τώρα εμπειρία έχει αποδείξει ότι ποτέ δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα στη λειτουργία των Δ.Σ. των Ερευνητικών Κέντρων – Ινστιτούτων λόγω της συμμετοχής τους. Απεναντίας η παρουσία τους λειτουργεί συχνά ως ισχυρός συνδετικός και σταθεροποιητικός παράγοντας μεταξύ των Ινστιτούτων και των Κέντρων. Αποτελεί δε, την άμεση αναγνώριση της σημαντικής συνεισφοράς τους στο Ερευνητικό γίγνεσθαι της χώρας μας.
Επιπρόσθετα, η θεσμική παρουσία εκπροσώπου του Τεχνικού & Διοικητικού Προσωπικού διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων και την αποφυγή πολώσεων, που δημιουργεί συχνά η ελλιπής πληροφόρηση και η αίσθηση αδιαφάνειας και αποκλεισμού από τις αποφάσεις.
Άρθρο 16 – Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου – Διευθυντές Ινστιτούτων
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1785
Σύμφωνα με το παρόν Σχέδιο Νόμου, ως Διευθυντής Ερευνητικού Κέντρου ή Διευθυντής Ινστιτούτου επιλέγεται Ερευνητής Α’ Βαθμίδας ή Καθηγητής Α’ Βαθμίδας Ιδρύματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με προφανώς εξαιρετικό ερευνητικό έργο, προϋπόθεση την οποία θεωρούμε κι εμείς απαραίτητη.
Όμως η επιστημονική Αριστεία οποιουδήποτε υποψηφίου δεν συνεπάγεται εξ ορισμού την άριστη ή έστω ικανοποιητική διοικητική του επάρκεια. Προς τούτο, κατά την εκλογή του Διευθυντή του ΕΚ καθώς και των Διευθυντών των Ινστιτούτων του, καθόσον κρίνονται και για το διοικητικό τους έργο, θα πρέπει να λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη η γνώμη του Τεχνικού & Διοικητικού Προσωπικού, όσον αφορά το διοικητικό τους έργο, και η γνώμη του ερευνητικού προσωπικού όσον αφορά το ερευνητικό και το διοικητικό τους έργο.
Μετά την αρχική επιλογή και για όλο το διάστημα της 5ετούς θητείας, κατά παράβαση του αναφερόμενου πνεύματος της «διαρκούς αξιολόγησης», δεν προβλέπεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου καμία απολύτως αξιολόγηση του έργου – επιστημονικού/διοικητικού – του Διευθυντή του Ερευνητικού Κέντρου και των Διευθυντών των Ινστιτούτων. Τα όργανα Διοίκησης (μέλη ΔΣ, Διευθυντής ΕΚ, Διευθυντές Ινστιτούτων) πρέπει να υπόκεινται σε διαρκή αξιολόγηση βάσει δεδομένων κριτηρίων αξιολόγησης.
Με την παράγραφο 4 εισάγεται μία ιδιότυπη μορφή διοικητικής ασυλίας προς τον Διευθυντή του ΕΚ, καθόσον ακόμα και για προφανείς λόγους αδυναμίας ή ανεπάρκειας, η δρομολόγηση της θεωρητικής παύσης του μπορεί να γίνει μόνο μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου με πλειοψηφία των 3/5 των μελών του ΔΣ προς τον ΥΠΑΙΘ.
Αντί αυτού προτείνουμε το ΕΣΕΤΚ να γνωμοδοτεί αυτοβούλως ή κατόπιν αναφοράς από τα 2/5 των μελών του ΔΣ και η απόφαση να λαμβάνεται από τον ΥΠΑΙΘ βάσει της γνωμοδότησής αυτής.
Κατά τη γνώμη μας θα πρέπει να προβλέπεται ρητώς ότι οι Διευθυντές Ε.Κ. & Ινστιτούτων είναι πλήρους και ει δυνατόν αποκλειστικής απασχόλησης.
Δεν είναι δυνατόν μια τόσο σοβαρή ηγετική θέση να μπορεί να είναι μερικής απασχόλησης. Αυτό από μόνο του αποτελεί υποβάθμιση του ρόλου και της αποστολής που έχει να επιτελέσει ο εκάστοτε Διευθυντής.
Σοβαρότατη έλλειψη του παρόντος Σχεδίου Νόμου αποτελεί η απουσία οποιασδήποτε πρόβλεψης όσον αφορά το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ηλικίας που έως τώρα υπήρχε για την κατάληψη θέσης Διευθυντή.
Θα πρέπει οπωσδήποτε να εξακολουθήσει να ισχύει η πρόβλεψη σχετικά με το όριο ηλικίας των Διευθυντών (το 63ο έτος κατά την ημερομηνία διορισμού).
Άρθρο 17 – Επιστημονικό Συμβούλιο Ερευνητικού Κέντρου – Επιστημονικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Ινστιτούτων http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1784
Καθώς το Επιστημονικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ινστιτούτων, αποτελεί το όργανο εκείνο που αποφασίζει και για την πολιτική που εφαρμόζεται στο Ινστιτούτο για θέματα που αφορούν το Τεχνικό & Διοικητικό Προσωπικό, εκτιμούμε ότι πρέπει να συμμετέχει και ένα μέλος ως αιρετός εκπρόσωπος του Τεχνικού & Διοικητικού Προσωπικού του Ινστιτούτου.
Άρθρο 18 – Προσωπικό Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1783
α) Στο παρόν Σχέδιο Νόμου δεν υπάρχει καμία πρόνοια για την εξέλιξη και τα αντίστοιχα απαιτούμενα προσόντα για την κατηγορία του Τεχνικού και του Διοικητικού προσωπικού. Η έλλειψη της οποιασδήποτε δυνατότητας εξέλιξης δεν προσφέρει κανένα κίνητρο επαύξησης των γνώσεων και της αποδοτικότητάς τους προς όφελος του ΕΚ.
Θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα, τόσο οι Ειδικοί Τεχνικοί Επιστήμονες όσο και οι Τεχνολόγοι Εφαρμογών πτυχιούχοι ΑΕΙ (Παν/μιων & ΤΕΙ αντίστοιχα), με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα υποστήριξης έρευνας, ύστερα από αίτησή τους και κατόπιν σχετικής κρίσης, να μπορούν να καταλάβουν θέσεις Ε.Λ.Ε. ή Ερευνητών, ανάλογα με τα προσόντα και την εξειδίκευσή τους.
Στην παρ. 1.2.1 θα πρέπει να μεταφερθεί το εδάφιο 2 της παραγράφου 1.2.2 «Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες κατατάσσονται σε τρεις βαθμίδες, Α, Β, Γ …».
Στις παρ. 1.2.2 και 1.2.3 υπάρχει πλήρης σύγχυση μεταξύ ΕΤΕ και Τεχνολόγων αναφορικά με τα απαιτούμενα προσόντα και την κατηγορία εκπαίδευσης γι’ αυτές τις 2 κατηγορίες. Οι ΕΤΕ είναι κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ), ενώ οι Τεχνολόγοι δεν διευκρινίζεται σε ποια εκπαιδευτική κατηγορία ανήκουν. Επιπλέον υπάρχει πλήρης αοριστία σχετικά με τα προσόντα με την αναφορά «ειδικών γνώσεων και εμπειρίας για την υποστήριξη της αντίστοιχης βαθμίδας» (ποιας βαθμίδας;), σε αντιδιαστολή με τη διατύπωση για τους Τεχνολόγους «με εξειδίκευση και εμπειρία για την υποστήριξη της ΕΤΑΚ».
β) Δεν αντιλαμβανόμαστε τη σκοπιμότητα του να διαθέτει ο Ειδικός Λειτουργικός Επιστήμονας απαραιτήτως Διδακτορικό Δίπλωμα. Λαμβάνοντας υπόψη την ορθή λογική και σκοπιμότητα της θεσμοθέτησης της κατηγορίας ΕΛΕ με το Νομο 1514/85, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συγκεκριμένη απαίτηση παραβιάζει ευθέως τη λογική αυτή. Είναι γνωστό ότι στα Ε.Κ. υπάρχει προσωπικό που δεν διαθέτει Διδακτορικό Δίπλωμα, ωστόσο διαθέτει σημαντική εμπειρία στο σχεδιασμό, την υλοποίηση και τη διαχείριση ερευνητικών έργων και ουσιαστικά επιτελεί έργο Ερευνητή. Με βάση τον προηγούμενο νόμο, οι Ειδικοί Τεχνικοί Επιστήμονες και οι Τεχνολόγοι Εφαρμογών μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξέλιξή τους σε ΕΛΕ, κάτι που το παρόν Σχέδιο Νόμου αποκλείει ρητώς.
Προτείνουμε, τα απαραίτητα προσόντα για την κατάληψη θέσης ΕΛΕ να είναι: Διδακτορικό Δίπλωμα ή Μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών ή μεταπτυχιακή εξειδίκευση σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής ή πενταετής μεταπτυχιακή εμπειρία σε εξειδικευμένο αντικείμενο.
Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες, κάτοχοι Διδακτορικού Διπλώματος θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ένταξης και εξέλιξης με κρίση σε θέση Ερευνητή.
γ) Στο συγκεκριμένο άρθρο θεωρούμε σοβαρή παράλειψη ότι στις κατηγορίες προσωπικού που περιγράφει το άρθρο δεν αναφέρεται η πολυπληθής κατηγορία «συνεργαζόμενοι ερευνητές» («Collaborating researchers» ή «Post-doc researchers»).
Στα Ερευνητικά Κέντρα/Ινστιτούτα εργάζονται επί χρόνια αρκετοί επιστήμονες με συμβάσεις ανάθεσης έργου με ασφάλιση στον Ο.Α.Ε.Ε. ως «εργολάβοι», οι οποίοι αποτελούν μια κρίσιμη ομάδα για την διεξαγωγή των ερευνητικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων των κέντρων/ινστιτούτων. Όλοι είναι απόφοιτοι Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, και η μεγάλη πλειοψηφία είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών διπλωμάτων ή διδακτορικού και με μακρά εμπειρία στο σχεδιασμό και υλοποίηση ερευνητικών και αναπτυξιακών έργων.
Θεωρούμε απολύτως θεμιτό και δίκαιο τη μετατροπή αυτών των μακροχρόνιων και συνεχώς ανανεούμενων αναθέσεων έργου σε πιο ασφαλείς και σταθερές εργασιακές σχέσεις.
Δεδομένου ότι η κατηγορία αυτή των εργαζομένων δεν περιγράφεται σε καμιά από τις παραγράφους του άρθρου 18, και εργάζεται υπό το μακροχρόνιο και ψυχοφθόρο καθεστώς ανασφάλειας της «χρονίζουσας εργολαβίας», θεωρούμε ότι πρέπει κατ’ ελάχιστο να προστεθεί η κατηγορία «συνεργαζόμενοι ερευνητές» που θα καλύπτει αυτή την ομάδα εργαζομένων.
δ) Όσον αφορά την παρ. 1.2.5 είναι απαράδεκτο ο οποιοσδήποτε εργαζόμενος να απαξιώνεται με τον τίτλο «Λοιπό». Ζητάμε η συγκεκριμένη υποκατηγορία εργαζομένων να ονομάζονται «Τεχνικοί βασικής εκπαίδευσης».
ε) Δε μπορεί να διαιωνίζεται το στρεβλό καθεστώς των υποτροφιών (εξειδίκευσης) που σε αρκετές περιπτώσεις διαρκούν πολλά χρόνια και σε πολλές περιπτώσεις δεν αναγνωρίζονται επισήμως ως προϋπηρεσία στο προσωπικό που συστηματικά απασχολείται υπό το συγκεκριμένο καθεστώς. Πρέπει να μπουν συγκεκριμένοι περιορισμοί για το μέγιστο χρονικό διάστημα που μπορεί κάποιος να απασχολείται με καθεστώς υποτροφίας και να επιλεγούν προσεκτικά οι προϋποθέσεις της συγκεκριμένης μορφής απασχόλησης. Η μετατροπή μιας μακροχρόνιας υποτροφίας ενός θετικά αξιολογούμενου εργαζόμενου, μετά την παρέλευση λογικού χρονικού διαστήματος (π.χ. 18 ή 24 μήνες), σε σύμβαση έργου ή εργασίας θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη.
Άρθρο 20 – Πόροι των Ε.Κ. http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1781
Έχει παραλειφθεί ένας από τους βασικότερους πόρους χρηματοδότησης των Ε.Κ., που ασφαλώς δεν είναι άλλος από τη συμμετοχή τους σε Ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά Ερευνητικά Έργα. Δεδομένου ότι σε αρκετές περιπτώσεις Ερευνητικών Κέντρων η συγκεκριμένη πηγή χρηματοδότησης αποτελεί και την κύρια πηγή εσόδων και για την αποφυγή πιθανών μελλοντικών παρερμηνειών (π.χ. υπαγωγή των συγκεκριμένων εσόδων στην κρατική χρηματοδότηση υπό κάποια πιθανή διασταλτική ερμηνεία), είναι επιβεβλημένο να γίνεται σαφής αναφορά στη συγκεκριμένη πηγή και όχι πιθανά να υπονοείται ότι τέτοιου είδους έσοδα εντάσσονται στην περίπτωση 1.9 του συγκεκριμένου άρθρου (»… από οποιεσδήποτε πηγές»). Δεν πρόκειται απλά για μία »οποιαδήποτε άλλη πηγή»…
Άρθρο 21 – Παροχή κινήτρων για τις δραστηριότητες Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και την Καινοτομία http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1780
Μας προκαλεί έκπληξη και απορία η απαλλαγή των Ε.Κ. από την υποχρέωση καταβολής εργοδοτικών εισφορών για το προσωπικό τους (παράγραφος 7).
Το γεγονός αυτό ίσως εμπερικλείει τον άμεσο κίνδυνο αύξησης των εισφορών του εργαζόμενου και τον μεσομακροπρόθεσμο κίνδυνο δραστικής μείωσης των συντάξεων για το προσωπικό των Ε.Κ. στα πλαίσια και τη λογική της ανταποδοτικότητας των εισφορών (εργαζόμενου και εργοδότη).
Για τους λόγους αυτούς είμαστε αντίθετοι στην απαλλαγή της υποχρέωσης καταβολής εργοδοτικών εισφορών για το προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων.
Άρθρο 22 – Αξιοποίηση των Πόρων των Ερευνητικών Κέντρων
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1779
Στην παράγραφο 4, προτείνουμε η ρύθμιση αυτή να περιλαμβάνει όχι μόνο τα Ερευνητικά Κέντρα που έχουν τη μορφή Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, αλλά και τα Ερευνητικά Κέντρα που έχουν τη μορφή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, στα πλαίσια της υπαγωγής όλων των Ε.Κ. σε ένα όσο το δυνατόν ενιαίο και χωρίς διακρίσεις θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας.
Άρθρο 23 – Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση – Γενικά
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1778
Η Δημόσια Ελληνική Εθνική Χρηματοδότηση για την ΕΤΑΚ, όπως γνωρίζουμε είναι διαχρονικά η χαμηλότερη στην Ε.Ε. και μια από τις χαμηλότερες παγκοσμίως. Χαμηλότερη δε, ακόμα και από χώρες του «Τρίτου Κόσμου» που χαρακτηρίζονται υποανάπτυκτες…
Ως ελάχιστη συμβολή και αναγνώριση της Ελληνικής Πολιτείας στο έργο που επιτελούν τα Ελληνικά Ερευνητικά Κέντρα κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, λαμβανομένης υπόψη και της περιόδου οικονομικής κρίσης που διανύει η χώρα, ζητάμε η επιχορήγηση της παρ. 2.1.1. να καλύπτει τουλάχιστον τη μισθοδοσία του τακτικού προσωπικού των ΕΚ.
Προσωπικό το οποίο έχει σημαντικά περιοριστεί λόγω της ακατάσχετης μετανάστευσης Ελλήνων Επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain) και των περιορισμών πρόσληψης νέου τακτικού προσωπικού.
Άρθρο 25 – Ειδικές διατάξεις για τη χρηματοδότηση
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1776
Με σκοπό τη μείωση της γραφειοκρατίας και την αύξηση της ευελιξίας στην ανακατανομή και διάθεση κονδυλίων μεταξύ των κατηγοριών επιλέξιμων δαπανών προτείνουμε την αύξηση του ποσοστού αυτού από 10% σε 20%, που θα δικαιούται ο χρηματοδοτούμενος φορέας να μεταφέρει μεταξύ των κατηγοριών, γνωστοποιώντας τη μεταβολή αυτή στην αρμόδια υπηρεσία της ΓΓΕΤΚ.
Άρθρο 28 – Βραβεία – υποτροφίες – Ερευνητική Άδεια
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1773
Οι προβλέψεις του παρόντος άρθρου συντάχθηκαν θεωρώντας ότι μοναδικοί συμμετέχοντες στα ερευνητικά έργα είναι οι Ερευνητές, τα μέλη ΔΕΠ Ιδρυμάτων τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και οι φοιτητές που εκπονούν διδακτορική διατριβή!
Αγνοούνται προκλητικά οι υπόλοιπες κατηγορίες Επιστημονικού προσωπικού που συνεισφέρουν στην υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου ενός ερευνητικού έργου.
Βραβεία, οικονομικές ενισχύσεις, ερευνητικές άδειες και λοιπές αναφερόμενες πρόνοιες θα πρέπει να δύναται να λαμβάνει όλο το ερευνητικό προσωπικό (Ερευνητές, μέλη ΔΕΠ, Ε.Τ.Ε., Συνεργαζόμενοι Ερευνητές, φοιτητές) εφόσον συνεισφέρει στην υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου ενός ερευνητικού έργου.
Στο πλαίσιο παροχής οικονομικών κινήτρων, χωρίς καμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού κατ’ αντιστοιχία εκείνων των συνεργαζομένων μελών ΔΕΠ και των ερευνητών, με σαφώς διατυπωμένους κανόνες στην κατεύθυνση επιβράβευσης των άριστων, θα πρέπει να προβλεφτούν πρόσθετες παροχές και βραβεία στο Τεχνικό & Διοικητικό Προσωπικό.
Τέλος πρέπει να προστεθεί πρόβλεψη για χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας προς το Τεχνικό & Διοικητικό Προσωπικό, στα πλαίσια της διαρκούς εκπαίδευσης και της συνεχούς αναβάθμισης των προσόντων του προς όφελος του ΕΚ.
Άρθρο 38 – Μεταβατικές Διατάξεις http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1763
Σε απόλυτη συμφωνία με το Διευθυντοκεντρικό σύστημα λειτουργίας και Διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων έρχεται η ρύθμιση της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η διανυθείσα θητεία ενός Διευθυντή, που μπορεί να είναι έως 10 χρόνια και επιτρέπεται η υποβολή υποψηφιότητας για δυο ακόμα θητείες, συνολικά δηλαδή έως 20 χρόνια! Προτείνουμε να ορισθεί ρητώς ότι το σύνολο της διανυθείσας, διανυόμενης και μελλοντικής θητείας ενός Διευθυντή, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10 χρόνια συνολικά.
Άρθρο 1. – Αντικείμενο – Σκοποί http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1800
Παρότι σε αυτό το άρθρο γίνεται αναφορά σε διαδικασίες «….διαρκούς αξιολόγησης…» και «… σύνδεσης παραγωγικότητας και ανταμοιβής…», οι έννοιες αυτές παραβλέπονται στο παρόν Σχέδιο Νόμου με την πλήρη απουσία διαδικασίας αξιολόγησης των Διευθυντών και την έλλειψη οποιασδήποτε πρόνοιας για την παροχή ανταποδοτικών πρόσθετων αμοιβών στο Τεχνικό & Διοικητικό προσωπικό, κατ’ αναλογία των προβλέψεων για τους Ερευνητές και τα μέλη ΔΕΠ.
Στο σχέδιο νόμου δεν προβλέπονται διαδικασίες αξιολόγησης των οργάνων διοίκησης, στα οποία εξακολουθεί η ίδια παλιά συνταγή της συντεχνίας των καθηγητών όπου μπορούν να έχουν μέχρι 4 θητείες. Ας παραδειγματιστούμε επιτέλους από καλά παραδείγματα άλλων για το πως διοικούνται τα ερευνητικά κέντρα:
http://www.fraunhofer.de/en/about-fraunhofer/structure-organization.html
΄Αρθρο 1: Αντικείμενο – Σκοποί
Είναι εκτενές, χωρίς να είναι σαφές. Μοιάζει να παραπέμπει αποσπασματικά σε άλλα κείμενα νομοθετικά και μη χωρίς να διατυπώνει με σαφήνεια ποιό είναι το αντικείμενο του Νόμου για την ΄Ερευνα.
α) Παραπέμπει απλώς στο Σύνταγμα χωρίς να προσδιορίζει αν η έρευνα αποτελεί τομέα ζωτικού ενδιαφέροντος και χωρίς να επαναλαμβάνει την υποχρέωση του Κράτους για την ανάπτυξη και την προαγωγή της
β) Αναφέρεται στην Ενοποιημένη Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ (ΕΣΛΕΕ) επιλεκτικά, σε μέρος μόνον του άρθρου 179 της ΕΣΛΕΕ χωρίς να αποσαφηνίζει πως ενσωματώνεται η Συνθήκη αυτή στο αντικείμενο του Νόμου.
γ) Αναφέρει ως αντικείμενο του Νόμου τη «διαμόρφωση ευέλικτης και αποτελεσματικής Εθνικής Πολιτικής ΕΤΑΚ» συγχέοντας το αντικείμενο του Νόμου με στόχους της πολιτικής για την έρευνα. Στη σχετική παράγραφο υπάρχει μακροσκελής παράθεση στόχων η οποία παραπέμπει σε εξαγγελίες και προθέσεις και όχι σε νομοθετικό κείμενο.
δ) Το αυτό ισχύει και για την τρίτη παράγραφο του ΄Αρθρου 1, στην οποία μάλιστα εισάγεται ο όρος «συμμετρική δημοσιονομική στήριξη», όρος ασαφής και ξένος προς τα της ΄Ερευνας.
Σχόλιο:
Στη διατύπωση του ΄Αρθρου 1 η ΄Ερευνα δεν είναι στο επίκεντρο και δεν συνάγεται η αναγνώρισή της ως τομέα ζωτικού εθνικού ενδιαφέροντος. Ο δε σκοπός του Νόμου διατυπώνεται εμμέσως, με ασάφεια, πλατειασμό και αοριστία.
Μαρία Θανοπούλου
Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου για την Έρευνα και Τεχνολογία καταργεί τους νόμους 1514 /1985 και 3653/2008 και αντ΄αυτών εισηγείται ένα σχέδιο με πολλές θετικές αλλά και αντιφατικές διατάξεις. Πιστεύω ότι η διαβούλευση έχει στόχο να βοηθήσει στην βελτίωση του σχεδίου νόμου. Στο πνεύμα αυτό γίνονται οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
1. Στο άρθρο 6 προτείνονται πολλαπλά όργανα σχεδιασμού της ΕΤΑΚ, δίχως όμως να ορίζεται ο τρόπος συντονισμού όλων των οργάνων. Γιατί άραγε καταργήθηκε η Διϋπουργική επιτροπή που προέβλεπε το άρθρο 8 του ν. 3653/2008;
2. Το άρθρο 16, παράγραφος 11, προβλέπει την συμμετοχή ερευνητών στις επιτροπές αξιολόγησης του Διευθυντή του Κέντρου και των Ινστιτούτων. Συνεπώς επιτρέπει την συναλλαγή μεταξύ διοικουμένων και διοίκησης, μία πρακτική που τόσα δεινά επέφερε στην Ανωτάτη παιδεία. Στο άρθρο 16, ταπεινά προτείνω μία τροποποίηση της παραγράφου 11, στον τρόπο συγκρότησης των επιτροπών που θα επιλέγουν τα όργανα διοίκησης των Ερευνητικών κέντρων και Ινστιτούτων, ώστε να υπάρξει αξιοκρατία και διαφάνεια.
3. Το άρθρο 16, παράγραφος 8, προβλέπει την προσωρινή αντικατάσταση Διευθυντή Ινστιτούτου από τον Πρόεδρο του Ερευνητικού Κέντρου. Μία ορθολογική λύση θα ήταν η προσωρινή αντικατάσταση του Διευθυντή από τον αναπληρωτή Διευθυντή του Ινστιτούτου, ο οποίος προτείνεται από το ΕΓΣΙ του Ινστιτούτου, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3.
4. Το άρθρο 18, παράγραφος 1, εδάφιο 1.1.4, παραλείπει την υποχρέωση των οργάνων διοίκησης να έχουν συνεχή παρουσία στον φυσικό χώρο του Ερευνητικού κέντρου και Ινστιτούτων και συνεπώς στερεί από την διοίκηση τα αναγκαία όργανα για τον συντονισμό των Κέντρων/Ινστιτούτων και την ανάπτυξη τους.
5. Το άρθρο 18, παράγραφος 1, εδάφιο 1.1.4, θεσπίζει τον χρόνο εργασίας των ερευνητών σε 20 ώρες την εβδομάδα. Γιατί αυτή η διαφοροποίηση με άλλες κατηγορίες προσωπικού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα; Ιδιαίτερα σε αυτή τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα έπρεπε να εντείνομε όλοι τις προσπάθειες μας, αν πράγματι πιστεύουμε ότι η Ανωτάτη εκπαίδευση και η έρευνα αποτελούν πυλώνες για την Ανάπτυξη.
6. Στο άρθρο 16, παράγραφος 1, να προστεθεί το παρακάτω εδάφιο:
Να μην έχει συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του, κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων.
7. Στο άρθρο 23, παράγραφος 2, να προστεθεί νέο εδάφιο με αντικείμενο:
1.5 Χρηματοδότηση για κατοχύρωση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
8. Το άρθρο 26, αντιμετωπίζει την χρηματοδότηση επιχειρήσεων έντασης γνώσης με την ίδια λογική που εφαρμόζεται σε ερευνητικά προγράμματα, δίχως να λαμβάνει υπόψη ότι μία εταιρεία έντασης γνώσης για να επιτύχει πρέπει να έχει εν δυνάμει αγορά και να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον ήδη υπάρχοντα ανταγωνισμό της. Αυτοί οι δύο παράγοντες συνεπάγονται ρίσκο, τον οποίο μόνο ο ιδιωτικός τομέας και ειδικότερα το Venture Capital μπορεί να αναλάβει.
Σε συνέχεια προηγούμενου σχολίου μου και βλέποντας τη μικρη συμμετοχή σε αυτή τη διαβούλευση θέλω να συμπληρώσω τα παρακάτω: επειδή ο 1514/1985 ήταν ένας πρωτοποριακός -για την εποχή του- νόμος, η φιλοδοξία κάθε ΓΓΕΤ θα έπρεπε να είναι ένας νόμος καλύτερος, ώστε αφ΄ενός ο νόμος να δουλέψει, αφ’ ετέρου να λύσει προβλήματα και όχι να δημιουργήσει. Φιλοδοξία επίσης του κάθε ΓΓΕΤ θα ‘πρεπε να είναι η μέγιστη δυνατή συναίνεση της ερευνητικής κοινότητας, η οποία θα μπορούσε να προκύψει μέσα από μία ευρεία συμμετοχή στη διαβούλευση. Για να το επιτύχει αυτό το πρώτο που θα έπρεπε να σκεφτεί ο (κάθε) ΓΓΕΤ θα ήταν ότι θα έπρεπε να δόσει αρκετό χρόνο για τη διαβούλευση και το δεύτερο ότι δεν θα έπρεπε να στείλει ένα τέτοιο ΝΣ για διαβούλευση μέσα στις γιορτές. Επειδή και το πρώτο και το δεύτερο έγιναν με αποτέλεσμα ούτε καν γενικές συνελεύσεις να προλάβουν να κάνουν οι Σύλλογοι, μάλλον θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπερασμα ότι δεν έγιναν κατά λάθος. Αλλά ας μην οδηγήσει και τον (κάθε) ΓΓΕΤ στο συμπέρασμα ότι έχει επιτύχει τη συναίνεση.
Θέσεις του ΣΕΠΑΑ για το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο:
1. Να επισημανθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της έρευνας, τον οποίο υπηρετεί η Ακαδημία Αθηνών, ιδιαίτερα μάλιστα για τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.
2. Να ισχύσει απαραίτητα το ειδικό ερευνητικό ωράριο (20 ώρες κατ’ ελάχιστο εβδομαδιαίως).
3. Να επισημανθεί η δυνατότητα παροχής διδακτικού έργου στα Πανεπιστήμια από τους ερευνητές και η σχετική άδεια διδασκαλίας.
4. Για τα προσόντα των βαθμίδων των ερευνητών να ισχύσει ό,τι και στον ν. 1514 (ετεροαναφορές, διεθνής αναγνώριση).
5. Συμμετοχή στον Εθνικό Κατάλογο Κριτών μόνο οι εν ενεργεία Καθηγητές και Ερευνητές A΄ και Β΄ βαθμίδας.
6. Καθορισμός επιμισθίου επί του συνολικού μισθού για συμμετοχή στα προγράμματα και αποζημίωση αξιολογητών.
7. Διευκρίνιση για το συνολικό αριθμό ημερών που αφορούν άδειες (συνέδρια, συναντήσεις εργασίας, σεμινάρια κλπ).
8. Ως προς τις ερευνητικές άδειες (sabbaticals) σε ΕΚ με πάνω από 10 ερευνητές το ποσοστό των ερευνητών με ερευνητική άδεια να είναι 20%, με κάτω από 10 ερευνητές 10%.
9. ΄Εγκριση νέου εσωτερικού κανονισμού ΕΚ.
10. Συμμετοχή ερευνητών στο Συμβούλιο Ερευνητικής Πολιτικής.
11. ΄Οχι ανοιχτές προκηρύξεις για τις κρίσεις-προαγωγές των υψηλών βαθμίδων (Α΄ και Β΄).
12. Να μην απολύονται οι Γ΄ μετά τη δεύτερη κρίση και οι Δ΄ να μπορούν να ξανακριθούν.
13.΄Οπου αναφέρεται εκπρόσωπος της ΓΓΕΤΚ, για την Ακαδημία Αθηνών να αναφέρεται εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών ή εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας.
14.΄Ορια συνταξιοδότησης όπως και για μέλη ΔΕΠ (67ο έτος).
Το υπάρχον Νομικό Πλαίσιο που διέπει την οργάνωση και τη διαχείριση της έρευνας στην Ελλάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητικό. Τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα προέρχονται από το ότι δεν εφαρμόζεται, σε μεγάλο βαθμό.
Είναι γεγονός ότι η έρευνα και η καινοτομία μπορούν να αποτελέσουν ένα εργαλείο ανάπτυξης μιας χώρας όπως η Ελλάδα, ειδικά σε μια περίοδο κρίσης. Ουσιαστικά, αποτελούν μια από τις ελάχιστες διεξόδους από την κρίση. Το ζήτημα είναι η πλήρης κατανόηση του παραπάνω από την πολιτική ηγεσία. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε υπάρχει αναγκαιότητα ενός νέου Νόμου για την έρευνα. Γιατί ένας Νόμος θα έδειχνε ότι υπάρχει πολιτική βούληση για αναβάθμιση της έρευνας.
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση. Κι αυτό γιατί η αναβάθμιση θα έπρεπε να περνάει από την αλλαγή δομών και την ρητή αύξηση χρηματοδότησης.
Πιο συγκεκριμένα, θα έπρεπε η έρευνα και καινοτομία να αποτελούν αντικείμενο τουλάχιστον Υφυπουργείου με αυτοτελείς δομές. Σε δεύτερο επίπεδο, το αντικείμενο θα έπρεπε να ανήκει σε αναπτυξιακό Υπουργείο και η ΓΓΕΤΚ να διατηρεί την αυτονομία της με διευρυμένες δομές και στελέχωση.
Τέλος, σε επίπεδο χρηματοδότησης, θα έπρεπε να δίνονται εχέγγυα (έως και να αναφέρεται ρητώς) ότι η χρηματοδότηση θα είναι αντίστοιχη των στόχων.
Αντίθετα, το Σχέδιο φαίνεται να ακολουθεί τη γραμμή προηγούμενων προσπαθειών να μην αλλάξει τα «κακώς κείμενα» αλλά να διεκπεραιώσει οργανωτικές μεταβολές στο τμήμα (μόνο) των ερευνητικών κέντρων που ανήκουν στη ΓΓΕΤ. Υπάρχουν επιμέρους θετικά σημεία που είναι αμφίβολο αν θα καλύψουν τους στόχους όπως αναφέρονται στο κείμενο του Άρθρου.
Σχόλια για το νέο νομοσχέδιο ΕΤΑΚ σε θέματα που αφορούν Ειδικούς Λειτουργικούς επιστήμονες (ΕΛΕ).
Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, σε σύγκριση με το τωρινό νομικό πλαίσιο, η θέση του ΕΛΕ είναι υποβαθμισμένη παρόλο που προϋποθέτει διδακτορικό δίπλωμα για όλες της βαθμίδες και οι ΕΛΕ προσφέρουν υπηρεσίες σε υψηλό ερευνητικό και τεχνολογικό επίπεδο. Επίσης, παραβλέπεται το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν ΕΛΕ που παρέχουν σημαντική και αυτόνομη ερευνητική δραστηριότητα στα κέντρα που ήδη υπηρετούν. ΕΛΕ σε διάφορα ερευνητικά κέντρα (πχ ΙΤΕ) υποβάλλουν προτάσεις για χρηματοδότηση ως Επιστημονικοί Υπεύθυνοι, είναι μέλη μεταπτυχιακών προγραμμάτων και ουσιαστικοί επιβλέποντες μεταπτυχιακών και διδακτορικών διατριβών.
Προτεινόμενες αλλαγές στο νομοσχέδιο
1. Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο συνεχίζεται η ένταξή τους στο Τεχνικό Προσωπικό όπως στον ισχύοντα Νόμο, παρόλο που κατ’ αναλογία με τους ερευνητές ορίζεται:
α) Στο Αρθρο 18 παρ.1.2.1 του νέου νομοσχέδιου, ως ΕΛΕ ορίζονται πλέον ως «επιστήμονες κάτοχοι Διδακτορικού διπλώματος και με εμπειρία στο σχεδιασμό και την εφαρμογή επιστημονικών και τεχνολογικών προγραμμάτων και έργων»,.
β) Οι ΕΛΕ «κατατάσσονται σε τρεις βαθμίδες, Α, Β, Γ ανάλογα με την προσφορά τους, τα ειδικά τους προσόντα και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Η διαδικασία κατάταξής τους σε βαθμίδα καθορίζεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του οικείου Ιδρύματος» (Αρθρο 18, παρ. 1.2.2) και αξιολογούνται όπως οι Ερευνητές (Αρθρο 18 παρ. 1.3)
• Προτείνομε την ένταξη των ΕΛΕ σαν ειδική κατηγορία του Ερευνητικού προσωπικού με μια νέα υποπαράγραφο στο 1.1 του Άρθρου 18 που θα ορίζει με σαφήνεια το ρόλο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ΕΛΕ και τα προαπαιτούμενα της κάθε βαθμίδας (Α, Β, Γ).
2. Δικαιώματα των ΕΛΕ που αφορούν α) το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σαν εκπρόσωπος των Ερευνητών στο Διοικητικό Συμβούλιο β) την έκφραση γνώμης για την εκλογή του Διευθυντή του Ινστιτούτο, γ) το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στο ΕΓΣΙ και δ) το δικαίωμα για ερευνητική άδεια που κατοχυρώθηκαν με μεταβατικές διατάξεις (Νομος 1848/1989 Αρθρο 24 παρ.2 ) που συμπληρώνουν/διευκρινίζουν παραγράφους άρθρων του Νόμου 1514/1985, δε περιλαμβάνονται στο νέο νομοσχέδιο.
• Προτείνουμε τις απαραίτητες αλλαγές στα: Αρθρο 16 παρ.11, Αρθρο 17 παρ. 2, Αρθρο 28
3. ΕΛΕ προσφέρουν υπηρεσίες σε υψηλό ερευνητικό και τεχνολογικό επίπεδο και είναι σημαντικό να δίνεται η δυνατότητα απασχόλησής τους σε άλλα Ιδρύματα ημεδαπής και αλλοδαπής ή σε επιχειρήσεις με τους όρους που περιγράφονται στα άρθρα 35 και 36 για τους ερευνητές.
• Προτείνομε τις απαραίτητες αλλαγές στα: Αρθρο 35 παρ. 2, Αρθρο 36 παρ. 1,2
4. Μεταξύ των ήδη υπηρετούντων ΕΛΕ σε διάφορα ερευνητικά κέντρα (πχ ΙΤΕ), υπάρχουν πρόσωπα με τυπικά προσόντα ερευνητή και αξιόλογο ερευνητικό έργο που παράλληλα προσφέρουν διδακτικό έργο ως μέλη μεταπτυχιακών προγραμμάτων και ως ουσιαστικοί επιβλέποντες μεταπτυχιακών και διδακτορικών διατριβών.
• Προτείνουμε τη παρακάτω μεταβατική διάταξη με την οποία να δίνεται η δυνατότητα σε ΕΛΕ που ήδη υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου και έχουν τα προσόντα και έργο ερευνητή να εντάσσονται μετά από κρίση σε ερευνητικές βαθμίδες.
«Οι μόνιμοι Ειδικοί Λειτουργικοί Ερευνητές (ΕΛΕ) που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του νέου νόμου μπορούν κατ΄ εξαίρεση να υποβάλουν αίτηση , εντός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για την εκλογή τους σε αντίστοιχη βαθμίδα ερευνητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του εν λόγω νόμου, ενώ για τη διαδικασία εξέλιξής τους εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 3-11 του ιδίου άρθρου του ως άνω νόμου. Η εκλογή των ΕΛΕ σε θέσεις ερευνητών γίνεται με κλειστή διαδικασία μετά από προκήρυξη, στην οποία ορίζονται και οι βαθμίδες στις οποίες εντάσσεται. Εάν ο ΕΛΕ που ήδη υπηρετεί στο Ερευνητικό Κέντρο κριθεί ότι δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα για την εκλογή του σε αντίστοιχη βαθμίδα ερευνητή τότε ο ΕΛΕ παραμένει στο Ερευνητικό Κέντρο σε θέση Ειδικού Λειτουργικού Επιστήμονα».
•Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί διακριτός ρόλος μεταξύ των φορέων σχεδιασμού πολιτικής (policy makers) και των φορέων καλής εκτέλεσης και ελέγχου των έργων (implementation).
•O νόμος έρευνας, που θα ψηφιστεί θα πρέπει να καλύπτει όλες τις τρέχουσες ερευνητικές δραστηριότητες από την ημέρα, που θα τεθεί σε ισχύ.
•Η γλώσσα σύνταξης των προτάσεων, των παραδοτέων και των εκθέσεων προόδου να είναι μόνο η αγγλική.
Ποιός είναι καλός αρχιτέκτονας, μάστορας, νομοθέτης κλπ; Είναι αυτός που θα του δώσει ο εργοδότης του το »όραμα»- τη δουλειά που πρέπει να γίνει και αυτός να την αποδώσει με τον βέλτιστο τρόπο, χρησιμοποιώντας την τέχνη και επιστήμη του. Κακός είναι αυτός που επιμένει να επιβάλλει τις απόψεις του και τις ιδέες του στον εργοδότη του-κοινωνικό σύνολο. Και αυτό περιγράφει μια αληθινή κατάσταση!
ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. ΕΠΙ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.Τ.Α.Κ.
1. Η Έρευνα μπορεί να συμβάλλει τα μέγιστα στο ξεπέρασμα της κρίσης και στην ανάπτυξη της χώρας μας, όπως διαχρονικά υποστηρίζεται ακόμη και από τους κυβερνητικούς εταίρους.
Γι’ αυτό προτείνουμε την αναβάθμιση της Γ.Γ.Ε.Τ. σε Υπουργείο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας το οποίο θα εποπτεύει το σύνολο των Ερευνητικών Φορέων της Χώρας με μεταφορά των αντίστοιχων κονδυλίων από τα Υπουργεία στα οποία υπάγονται αυτή τη στιγμή (Άρθρο 8) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1793.
2. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, τόσο των Ερευνητών και Ε.Λ.Ε., όσο και των Τεχνικών και Διοικητικών υπαλλήλων στα Διοικητικά Συμβούλια των Ερευνητικών Φορέων συμβάλλουν διαχρονικά με θετικές προτάσεις στη λειτουργία και την ανάπτυξη των φορέων, δεν έχουν ποτέ παρεμποδίσει τη λήψη αποφάσεων ή την εν γένει λειτουργία των Δ.Σ. ενώ και σύμφωνα με τις θέσεις της Συνόδου των Προέδρων Ε.Κ. στις 4 Ιανουαρίου του 2012 «η παρουσία τους διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων και την αποφυγή πολώσεων που δημιουργεί συχνά η ελλιπής πληροφόρηση και η αίσθηση αδιαφάνειας και αποκλεισμού από τις αποφάσεις».
Συνεπώς ζητούμε την διατήρηση του εκπροσώπου των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων με ισότιμη συμμετοχή και ψήφο κατά τα προβλεπόμενα για τον εκπρόσωπο των Ερευνητών και Ε.Λ.Ε. (Άρθρο 15) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1786.
3. Η διεύρυνση της διαφάνειας, της δημοκρατίας και της συμμετοχής στην Έρευνα μπορεί να συμβάλλει θετικά στην ερευνητική διαδικασία και ανάπτυξη. Σ’ αυτή την κατεύθυνση προτείνουμε:
Θεσμοθέτηση της Συνόδου των Διευθυντών των Ερευνητικών Φορέων με συμμετοχή των Ομοσπονδιών των Εργαζομένων (Ερευνητών-Ε.Λ.Ε. και Τεχνικών και Διοικητικών Υπαλλήλων) των Ερευνητικών Φορέων Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (Άρθρο 13) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1788.
Κατά την εκλογή του Διευθυντή του Ε.Κ. καθώς και των Διευθυντών των Ινστιτούτων του, στην επιτροπή εκλογής τους τα μισά μέλη να είναι επιστήμονες συναφούς αντικειμένου και διεθνούς κύρους από το εξωτερικό. Να εκφράζουν άποψη εκτός από τους Ερευνητές και Ε.Λ.Ε. και οι τεχνικοί και διοικητικοί υπάλληλοι του Ε.Κ. και των Ινστιτούτων του αντίστοιχα (Άρθρο 16) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1785.
Το Επιστημονικό Συμβούλιο Ε.Κ. να αποτελείται από 5-7 μέλη με διεθνώς αναγνωρισμένο κύρος εκ των οποίων τουλάχιστο το 50% να είναι εργαζόμενοι στο Ε.Κ., και έναν εκπρόσωπο των Τεχνικών και Διοικητικών Υπαλλήλων του Ε.Κ. (Άρθρο 17) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1784.
το Επιστημονικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Ινστιτούτου (Ε.Γ.Σ.Ι.) να αποτελείται από 4-6 μέλη, Ερευνητές Α’, Β’, Γ’ ή Δ’ βαθμίδας ή Ε.Λ.Ε. και έναν εκπρόσωπο των Τεχνικών και Διοικητικών Υπαλλήλων του Ινστιτούτου. Ο Πρόεδρος του Ε.Γ.Σ.Ι. να εκλέγεται από τα μέλη του (Άρθρο 17) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1784.
4. Η ομαλή, φυσιολογική και σταδιακή εξέλιξη του Επιστημονικού Προσωπικού καθώς και «η χρησιμότητα της εισαγωγικής βαθμίδας του Δόκιμου Ερευνητή που επιτρέπει τη δοκιμαστική θητεία νέων ερευνητών πριν τη μονιμότερη συνεργασίας τους με τα Ε.Κ.» όπως τεκμηριώνει σχετικά και η Σύνοδος των Προέδρων Ε.Κ. στις 4 Ιανουαρίου 2012, πιστεύουμε πως διασφαλίζεται μέσα από τις τέσσερις βαθμίδες Ερευνητών και Ε.Λ.Ε. που προβλέπονται από τον 1514/85 και τον τροποποιητικό 2919/2001 αλλά και με την πρόβλεψη για εξέλιξη του υπόλοιπου επιστημονικού δυναμικού που προτείνουμε να καθιερωθεί στον νέο νόμο. Συνεπώς προτείνουμε:
οι Ερευνητές να συνεχίσουν να εξελίσσονται σε τέσσερις βαθμίδες με τη διατήρηση της Δ’ βαθμίδας (Δόκιμος Ερευνητής) (Άρθρο 18) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1783.
Το τεχνικό επιστημονικό προσωπικό να εντάσσεται και να εξελίσσεται στις τέσσερις βαθμίδες Ε.Λ.Ε. κατόπιν κρίσης με αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης (χρόνια εργασίας, ευθύνη π.χ. στην οργάνωση εργαστηρίου, κτλ). (Άρθρο 18) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1783.
Το ωράριο εργασίας και το μισθολόγιο των τεχνικών επιστημόνων που απασχολούνται άμεσα στα ερευνητικά προγράμματα θα πρέπει να συναρτάται με εκείνο των Ερευνητών και Ε.Λ.Ε. καθώς είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία στα πλαίσια ερευνητικών ομάδων για την επιτυχή υλοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων.
Σχετικά με τη χρηματοδότηση που θα διασφαλίσει τη βιωσιμότητα, ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη των Ερευνητικών Φορέων προτείνουμε να διατυπωθεί σαφώς στο νέο νόμο ότι:
ο κρατικός προϋπολογισμός καλύπτει το σύνολο των λειτουργικών δαπανών και της μισθοδοσίας των μονίμων και αορίστου χρόνου εργαζομένων των Ερευνητικών Φορέων
θεσμοθετούνται οι εθνικές συγχρηματοδοτήσεις (Matching Funds – MF) Ευρωπαϊκών Ανταγωνιστικών Προγραμμάτων, οι οποίες καταβάλλονται στο τέλος κάθε έτους (Άρθρο 23) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1788.
5. Σχετικά με τη δυνατότητα πρόσληψης του απαραίτητου προσωπικού για τη λειτουργία των Ερευνητικών Φορέων προτείνουμε:
στην παράγραφο 3 του Άρθρου 22 (http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1779) να προστεθεί: «Εξαιρετικά στις περιπτώσεις σχηματισμού των πόρων τους σύμφωνα με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 20 πλην της παρ. 1, 1.1 οι Ερευνητικοί Φορείς δικαιούνται να προσλαμβάνουν και ν’ απασχολούν Ερευνητικό και Υποστηρικτικό (τεχνικό, διοικητικό υποστηρικτικό, εποχικό) Προσωπικό κατά παρέκκλιση οποιωνδήποτε ειδικών, περιοριστικών ή μη νομοθετικών διατάξεων σχετικών με την απασχόληση προσωπικού για την αξιοποίηση Ερευνητικών Αποτελεσμάτων έργων διανοητικής ιδιοκτησίας τους ή τρίτων στο πλαίσιο πάσης φύσεως συμφωνιών ή συμπράξεων που αναφέρονται στην προηγούμενη διάταξη [2.1]»
6. Σχετικά με τη θητεία και τα όρια ηλικίας των Διευθυντών πιστεύουμε ότι κακώς αφαιρέθηκε η πρόβλεψη ορίου ηλικίας για τον Διευθυντή του Κέντρου όπως και του Ινστιτούτου. Συνεπώς
Προτείνουμε να επανέλθει πάλι το 62ο έτος κατά τη στιγμή της υποψηφιότητάς του (όπως υπήρχε στο Ν. 1514, άρθρ. 9, παρ.6δ) (Άρθρο 16) http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1785.
7. Για να εύρυθμη εκτέλεση των ερευνητικών προγραμμάτων του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. για την οποία απαιτούνται ωκεανογραφικές και αλιευτικές αποστολές αλλά και εργασίες πεδίου στην παράκτια ζώνη προτείνουμε:
να προστεθούν στην παράγραφο 8 του άρθρου 40 του νομοσχεδίου, οι παράγραφοι β, γ και δ του άρθρου 29 του 1514/85 ως έχουν.
8. Ο Εσωτερικός Κανονισμός εκτός του ότι καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας και τη δομή ενός οργανισμού ρυθμίζει εν πολλοίς και τις εργασιακές σχέσεις και άπτεται Συνταγματικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και άρα πιστεύουμε πως δε θα πρέπει να καταρτίζεται με απόφαση ενός υπουργού.
Συνεπώς προτείνουμε οι Εσωτερικοί Κανονισμοί να καταρτίζονται με Νόμο.
Τέλος αξιολογώντας γενικά το υπο διαβούλευση νομοσχεδίο, φοβόμαστε πως, παρά τις όποιες επιμέρους θετικές ρυθμίσεις του, εαν παραμείνει αμετάβλητο και πάνω στις βασικές κατευθύνσεις του, θα προστεθεί σε μια σειρά θνησιγενών νομοθετικών προσπαθειών που επιχειρήθηκαν την τελευταία πενταετία.
O νόμος 1514/85 ήταν μάλλον ένας πρωτοποριακός νόμος. Είναι όμως ένας παλιός νόμος, που χρειάζεται να εκσυγχρονιστεί. Γι αυτό κάθε ΓΓΕΤ που έρχεται (και μετά από κανένα εξάμηνο παρέρχεται) προσπαθεί να πλασάρει ένα νέο νόμο για την έρευνα και να βάλει ντε και καλά τη δική του σφραγίδα. Βέβαια δεν τα καταφέρνει. Κι αυτό γιατί δεν στηρίζεται στην εμπειρία που έχει αποκτήσει τόσα χρόνια η ερευνητική κοινότητα, αλλά φωνάζει παρατρεχάμενους, συνήθως, Καθηγητές που δεν έχουν καμμία σχέση με τα Ερευνητικά Κέντρα ή Διευθυντές που επίσης έρχονται και παρέρχονται να του σχεδιάσουν ένα νόμο. Ο ίδιος, συνήθως, δεν έχει άποψη για το που πρέπει να πάει η έρευνα σε μια χώρα, όπως η δική μας, ειδικότερα, μάλιστα σήμερα, που βιώνουμε μια οικονομική κρίση και πως θα μπορούσε η έρευνα να βοηθήσει πραγματικά στην ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού. Γι αυτό δεν δίνει κατευθύνσεις στους παρατρεχάμενους, οι οποίοι το πρώτο που προσπαθούν είναι πως θα βολευτούν (με θητείες που δεν τελειώνουν ποτέ, χωρίς όρια ηλικίας στην κατάληψη θέσεων Διευθυντών, με τους Διευθυντές να έχουν μόνο αυτοί το λόγο για την πορεία του Ινστιτούτου και να κυριαρχούν επί των ειλώτων ερευνητών). Αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαδικασίας είναι φαίνεται και το σχέδιο νόμου που έχει κατατεθεί για διαβούλευση. Το σχέδιο αυτό όποιος σεβόταν τον εαυτό του δεν θα το κατέθετε ποτέ σε αυτή του τη μορφή. Βρίθει λαθών, αντιφάσεων, ασαφειών, εσκεμμένων αοριστιών, κενών, και το κυριότερο δεν έχει στόχο και δεν έρχεται να διορθώσει προς το καλύτερο τα προβλήματα που τόσα χρόνια έχει συγκεντρώσει η εμπειρία της ερευνητικής κοινότητας από την εφαρμογή του 1514, (η οποία με μια φοβερή συνέπεια, ανελλιπώς, συμμετέχει σε κάθε προσπάθεια ανανέωσης του νομοθετικού πλαισίου), αλλά μάλλον έρχεται να δημιουργήσει νέα προβλήματα. Τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να θέσει όποιος διαβάσει το νόμο αυτό είναι: γιατί χρειάζεται αυτός ο νόμος; Φέρνει μήπως κάτι καινούριο που δεν το είχε ο ν. 1514/85; Λύνει κάποια προβλήματα που είχαν προκύψει από την εφαρμογή του και βελτιώνει μήπως τη θέση των ερευνητών; Λύνει το πρόβλημα της εθνικής χρηματοδότησης της έρευνας; Λύνει το πρόβλημα του brain-drain; Λύνει το πρόβλημα της γήρανσης του προσωπικού και της μη ανανέωσής του; Το ευχολόγιο του Άρθρου 1 πως καλύπτεται με τα επόμενα άρθρα;
Ο νέος νόμος για την έρευνα γενικά περιγράφει το πλαίσιο της προσπάθειας για τεχνολογική ανάπτυξη, αριστεία κ.λ.π. Κατά τη γνώμη μου έχει αρκετά καλά στοιχεία και αρκετά που χρειάζεται να βελτιωθούν/αποσαφηνιστούν.
Βασική προϋπόθεση ώστε να λειτουργήσει βοηθητικά προς την προαγωγή της έρευνας είναι να συνοδεύεται και από αύξηση της εθνικής χρηματοδότησης των ΕΚ, όπως αυτή περιγράφεται σε όλες τις εξωτερικές αξιολογήσεις των κέντρων (π.χ. Rand).
Αύξηση της χρηματοδότησης για την έρευνα αποκλειστικά από την συμμετοχή των Ελληνικών ιδιωτικών φορέων είναι εφικτή μόνο σε ένα μικρό κλάσμα των ερευνητικών δραστηριοτήτων της χώρας. Όταν η εθνική χρηματοδότηση φτάσει σε σημείο να καλύπτονται οι βασικές ερευνητικές ανάγκες κάθε ΕΚ, μόνο τότε θα αρχίσει να δρα πολλαπλασιαστικά η εύρεση Ευρωπαϊκών και εγχώριων ιδιωτικών πόρων.
Θα πρέπει να υπάρχει και μια πρόβλεψη ενίσχυσης της έρευνας των κοινωνικών επιστημών, καθώς από τη μια το πλαίσιο της «αγοράς» δεν βοηθά την χρηματοδότησή τους, από την άλλη ιδίως σε μια περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, οι επιστήμες αυτές έχουν τεράστια σημασία η οποία δεν αξιολογείται μόνο με οικονομικά κριτήρια.
Η Ελληνική επιχειρηματική βάση αποτελείται κατά 98% από ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ. Αν δεν εστιάσετε με αφετηρία αυτή την παράμετρο, σύνδεση έρευνας και επιχειρηματικής παραγωγής ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙ ΠΟΤΕ Η ΧΩΡΑ. Οι φραστικές διατυπώσεις ΔΕΝ αρκούν. Ο οδικός χάρτης ή έστω το ΠΛΑΙΣΙΟ του για εξειδίκευση στη συνέχεια με κάποιο τρόπο, απουσιάζει.
Ακούσαμε πρόσφατα σε εκδήλωση φοιτητών
για την καινοτομία και έρευνα – θέσεις εργασίας
στην Ε.Ε, μέλος του συμβουλίου διοίκησης να μας
λέει ότι η βουλή πχ της Ολλανδίας επισκέπτεται τα
πανεπιστήμια και ρωτάει: Τι κάνετε ώστε ο ολλανδός
φορολογούμενος να πληρώνει φόρους για σας;
Επίσης αν ακούσαμε καλά κάτι που όλη η Ευρώπη
πληρώνει 190 ευρώ, εδώ με το σύστημα που έχουμε
το πληρώνουμε 350! Άρα ιδού και η απάντηση. Γιατί
δεν ρωτάτε την βουλή γιατί ο γερμανός το ίδιο πράγμα
το πληρώνει 190 και εγώ 350;
Επίσης χρειάζεται απογευματινή βάρδια στις βιβλιοθήκες
των τμημάτων- φοιτητές έχουμε όχι σταβλιζόμενα σε
καφενεία. Επίσης γιατί δεν ρωτάτε τη βουλή γιατί ναρκοθέτησε
εργαστηριακά τμήματα με αριθμό φοιτητών που πρακτικά
δεν θα εκπαιδευτεί ποτέ. Ρωτήστε τους, τι φοβάστε!
YG: ΟΙ επαναστάσεις θέλουν επαναστάτες
Σκοπός των Εθνικών Ερευνητικών Υποδομών είναι η κινητοποίηση των διδασκόντων και των διασκομένων σε σύγχρονες κατευθύνσεις. Τα Ερευνητικά Προγράμματα δεν πρέπει να είναι μόνον ανταγωνιστικά αλλά και παρακινητικά. Σε όλους τους καλούς ερευνητές πρέπει να τους δίνεται η ευκαιρία έρευνας. Είναι απαραίτητη για την προώθηση συναφών (π.χ. εκπαιδευτικών) σκοπών.
Ακούσαμε για ελληνογερμανικά προγράμματα, πράγμα θετικό γιατί μάλλον θα οδηγήσει σε πρακτικά αποτελέσματα με οικονομικό ενδιαφέρον. Το ποιός ακριβώς θα εισπράξει το όφελος αυτό είναι άλλο θέμα που πρέπει να απασχολεί το κράτος ως υπερασπιστή των συμφερόντων των υπηκόων του.Οι συνεργασίες πάντως είναι απαραίτητες. Σίγουρα οι περισσότεροι θα δουν άλλη μια ευκαιρία να εισπράξουν μεγάλα ποσά για τις ερευνητικές τους ομάδες κατά τον γνωστό ελληνικό τρόπο, οπότε αν υποχρεωθούν να δουλέψουν είτε με ξένους συνεργάτες είτε με ανταγωνιστές τους, ίσως μέσω της άμιλλας να παραχθεί οικονομικό αποτέλεσμα που είναι το ζητούμενο. Αλλά η επανάσταση ίσως δεν βρίσκεται στα μυθώδη ποσά που θα επενδυθούν. Ίσως να κρύβεται σε μεμονωμένους ανθρώπους ή ομάδες που πραγματικά καινοτομούν με στοιχειώδη χρηματοδότηση, αλλά που δυστυχώς το »περιβάλλον» τους, ως εργασιακός χώρος τους απομονώνει και δεν τους αφήνει ελεύθερο χώρο για να εφαρμόσουν την όποια καινοτομία. Και αυτό πιστέψτε ότι είναι το αντίθετο της υπέρογκης χρηματοδότησης, ίσως με τέτοιες συμπεριφορές δημουργείς ελλείματα ισόποσα μιας μεγάλης χρηματοδότησης. Πολλοί θα τρέξουν να υπογράψουν μια τέτοια προσέγγιση με στόχο αντίθετο προς αυτό που πραγματικά λέγεται, έχουμε δει και έχουμε ακούσει στα πανεπιστήμια πολλά. Η τελευταία απεργία απέδειξε ότι δεν είναι οι μηχανές και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές όπως πχ στη βιομηχανική επανάσταση που δημιουργούσαν και καταργούσαν θέσεις εργασίας, αλλά ένα απλό λουκέτο ή αντίθετα ένα μικρό λαστιχάκι 4 μέτρων με απλές αρχές υδραυλικής που παρέκαμπτε ένα ολόκληρο μηχανισμό διοίκησης. Το έχω ξαναπεί: δεν μπορεί να έχεις τόσο ήλιο και νερό και να χρησιμοποιείς τεχνολογίες Αγγλίας και Γερμανίας. Και να υπάρξουν καινοτομίες πιστεύετε ότι το κράτος όπως σκέπτεται και δρα θα τις αφήσει να λειτουργήσουν; Έμεινα έκπληκτος πριν λίγες μέρες όταν άκουσα αγρότες να μου λένε τι τραβάνε από τις κρατικές υπηρεσίες – κάναν τα χωράφια ένα είδος ΑΣΕΠ, …
Η υλοποίηση των ορισμών των Άρθρων 5Α και 16 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα οποία «… η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η δε ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελούν υποχρέωση του Kράτoυς ».
[Το σύνταγμα μπορεί να το γράφει αλλά στη πραγματικότητα η τέχνη, η επιστήμη η έρευνα και η διδασκαλία όλο και περισσότερο απο ιδέες που πλάθονται με το να μοιράζονται απο άνθρωπο σε άνθρωπο,μετατρέπονται σε ιδέες-εμπορέυματα που πουλιούνται και αγοράζονται.
Και τα εμπορέυματα δεν είναι κάτι που μοιράζονται, αλλά κάτι που αποτελούν «πνευματική ιδιοκτησία». Έτσι η τέχνη αν πρέπει να πουλιέται θα αγοράζεται μόνο απο αυτούς που έχουν λεφτά. Η επιστήμη θα αναπτύσσεται μόνο απο μεγαλοεπενδυτές που οι έρευνες θα τους αποδώσουν την αυτοαναπαραγωγή του κεφαλαίου που επένδυσαν. Η διδασκαλία θα στοχέυει σε μια αυστηρή εξειδίκευση, η οποία με τους ρυθμούς παραγωγής ιδεών ίσως και να είναι άχρηστη με το τέλος των σπουδών, αφού η διαδασκαλία αυτή θα θεωρείτε απαρχαιωμένη πιά.
Το Σύνταγμα θα είχε ουσία αν εφαρμόζονταν πολιτικές που όντως άφηναν την ιδέα να διακινείτε και «χτίζεται» ελεύθερα, κάτι που δεν συνάδει με τις οικονομικές πολιτικές που προτείνουν τα μνημόνια που προωθούν κυρίως «ιδιωτικοποίησεις» ακόμα και της ιδέας!
Γνωρίζοντας ότι το καλοκαίρι, στην διαβούλευση με την μεγαλύτερη συμμετοχή για το νέο εκπαιδευτικό σύστημα
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1687
αγνοήσατε εκκλήσεις από διακεκριμένους ακαδημαϊκους και Ευρωβουλευτές, αλλά και την συλλογική απαίτηση για την διατήρηση του μαθήματος του Προγραμματισμού στην Τεχνολογική Κατεύθυνση και την αναβάθμισή του ως γνωστικό αντικείμενο που συνιστά απαραίτητο εφόδιο για την πρόσβαση και την συμμετοχή σε οικονομίες που στηρίζονται σε εργασία γνώσης, αναρωτιέμαι γιατί μπαίνω στον κόπο και συμμετέχω.
Έχοντας μάλιστα παρακολουθήσει από σχετικά κοντά τις «διαδικασίες» και τους θεσμικούς (ΝΠΔΔ) και όχι μόνο (συμβούλων χωρίς θεσμική θέση) παραγόντες που εμπλέχτηκαν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, καταβάλλω πραγματικά μεγάλη προσπάθεια να γράψω κάτι χρήσιμο.
Για όποιον νομίζει ότι τα δυο νομοσχέδια είναι άσχετα μεταξύ τους, ας κάνει τον κόπο να ακούσει τον Πρόεδρο των ΗΠΑ,
https://www.youtube.com/watch?v=6XvmhE1J9PY
ο οποίος περιγράφει πως η Επιστήμη Υπολογιστών είναι ζωτικής σημασίας για μια οικονομία όπως οι ΗΠΑ.
Εν κατακλείδι, αν θέλετε να προωθήσετε το οποιοδήποτε νομοσχέδιο σχετικό με Έρευνα, Καινοτομία και Τεχνολογία ξεκινήστε διορθώνοντας το καλοκαιρινό σας, ας το χαρακτηρίσουμε ήπια, κόσμια και καλοπροαίρετα «λάθος».
Όταν ξεκινάς να χτίσεις ένα οικοδόμημα πρώτα φροντίζει τα γερά θεμέλια, και μετά παραγγέλνεις πλακάκια και τζάκι. Αν δεν φροντίσετε τα θεμέλια τότε τέτοια νομοσχέδια θα αφορούν Επιτροπές, παρά-Επιτροπές, Κέντρα Αξιολόγησης και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.
Αγαπητέ κύριε υπουργέ, η επιστολή αυτή απευθύνεται προς εσας και τα στελέχη του υπουργείου υπεύθυνα για την χάραξη της στρατηγικής.
Πως καταφέρατε 2 χρόνια ΙΕΚ + 1 χρόνο πιστοποίηση (οι ερωτήσεις πιστοποίησης με τήν ύλη που έχει διδαχθεί σε ένα ΙΕΚ δεν έχει καμμία σχέση) +1/2 χρόνο πρακτική εξισώνονται με ένα χρόνο μαθητείας ΤΕΕ.
Σε εξίσωση: ΙΕΚ(2 ετη σπουδές)+ πιστοποίηση (1 έτος προετοιμασία)+(1/2 έτη πρακτική)σύνολο 3,5 έτη = Με ένα χρόνο μαθητείας (ΤΕΕ) βάσει του πρoσφάτως ψηφισμένου πλαισίου προσόντων.
Ποιός σκέφτηκε αυτήν την εξίσωση και τον αφήνουν να παραμένει στην θέση του?