3 Οι επιδόσεις του εθνικού συστήματος έρευνας και καινοτομίας και οι προκλήσεις στην πορεία για το 2020

Οι μέχρι σήμερα προσπάθειες της Ελλάδας να κινητοποιήσει τους βασικούς οικονομικούς πρωταγωνιστές μέσα από την ανάπτυξη υποδομών στήριξης της έρευνας και της καινοτομίας και της χρηματοδοτικής στήριξης της έρευνας στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, οδήγησαν σε μία βελτίωση των επιδόσεων της χώρας. Παρόλα αυτά  δεν στάθηκε δυνατό να μειώσουν την απόσταση από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο και να οδηγήσουν στην επίτευξη των εθνικών στόχων για το ύψος της εγχώριας δαπάνης για Έρευνα και Ανάπτυξη. Η συνολική ακαθάριστη εγχώρια δαπάνη για Έρευνα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από το 0,57% το 2003 στο 0,69% το 2012, ενώ το αντίστοιχο ποσοστόστην Ε.Ε των 28 αυξήθηκε το ίδιο διάστημα από το 1,85% στο 2,06% (Σχήμα 1).

 Σχήμα 1: Ακαθάριστη εγχώρια δαπάνη για Ε&Α (ΑΕΔΕΤΑ)ως ποσοστό του ΑΕΠ


Πηγή: Eurostat

Η χαμηλή επίδοση στις δαπάνες για Έρευνας και Ανάπτυξης,  συνοδεύεται επίσης από χαμηλές επιδόσεις στην καινοτομία και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ο σύνθετος δείκτης
καινοτομίας (Synthesis Innovation Index) του Innovation Union Scoreboard, κατατάσσει την Ελλάδα  στη 19η θέση ανάμεσα στα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σχήμα 2),
ενώ ο δείκτης ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum (WEF) την κατατάσσει
κάτω από την 100η θέση.
Σχήμα 2 Επίδοση στην καινοτομία των Κρατών Μελών της ΕΕ – Σύνθετος Δείκτης Καινοτομίας
– στοιχεία 2011/2012


Πηγή: Innovation Union Scoreboard 2014

Ωστόσο, το ελληνικό σύστημα Έρευνας, Τεχνολογικής ανάπτυξης και  Καινοτομίας (Ε.ΤΑ.Κ), έχει να επιδείξει ισχυρά σημεία όπως: καλές επιδόσεις στα συγχρηματοδοτούμενα από την Ε.Ε
Προγράμματα-Πλαίσια, σημαντική ελληνική εκπροσώπηση σε διεθνή ερευνητικά δίκτυα και έργα του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών, ύπαρξη ισχυρής ελληνικής ερευνητικής κοινότητας στο εξωτερικό, έμψυχο δυναμικό υψηλής ποιότητας και νησίδες αριστείας σε δημόσιους ερευνητικούς φορείς και στον ιδιωτικό τομέα, ελληνική παρουσία στο χώρο των επιστημονικών δημοσιεύσεων (άνω του μ.ο. της ΕΕ).

Τα πλεονεκτήματα αυτά όμως, δεν έχουν αξιοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεπεραστούν διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας και να ενσωματωθεί η ερευνητική δραστηριότητα στις παραγωγικές διαδικασίες, βελτιώνοντας τη συνολική εικόνα, σε σύγκριση με τις επιδόσεις των άλλων χωρών της ΕΕ.

Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους:

  • Η έρευνα είναι προσανατολισμένη σε πεδία που συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τα ενδιαφέροντα των ερευνητικών ομάδων και τις ευκαιρίες χρηματοδότησης που παρέχουν τα σχετικά προγράμματα και λιγότερο σε πεδία που αφορούν στις ανάγκες της οικονομίας. Επιπρόσθετα, εντοπίζεται έλλειψη καλλιέργειας επιχειρηματικού πνεύματος στην ελληνική ερευνητική και ακαδημαϊκή κοινότητα που θα είχε στόχο την εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. H ζήτηση από τις επιχειρήσεις, για νέα γνώση που προκύπτει μέσα από την έρευνα, είναι περιορισμένη.
  • Η διάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από επιχειρήσεις μικρού μεγέθους με δραστηριότητες χαμηλής έντασης γνώσης, με αποτέλεσμα την υποτονική  ζήτηση υπηρεσιών Έρευνας και Καινοτομίας, και
    τις χαμηλές επενδύσεις στην έρευνα από τις επιχειρήσεις.
  •  Η έλλειψη ειδικευμένων επενδυτικών κεφαλαίων και η έλλειψη μηχανισμών μεταφοράς τεχνολογίας, αποτελούν πρόσθετους ανασταλτικούς παράγοντες για την καινοτομικότητα των επιχειρήσεων και την καινοτομία συνολικά.

Συνέπεια των ανωτέρω και της οικονομικής κρίσης, είναι η μετανάστευση επιστημόνων, κυρίως νέων (“brain drain”).

Οι παραπάνω διαρθρωτικές αδυναμίες του συστήματος καινοτομίας της χώρας  και η αντιμετώπισή τους αποτελεί το μεγάλο στοίχημα της χώρας στην πορεία για το ορόσημο του
2020.

3.1    Οι εθνικές προκλήσεις για την πολιτική έρευνας και καινοτομίας στην πορεία για το 2020

3.1.1      Στροφή από τη μεγέθυνση στηριγμένη στο δανεισμό στην ανάπτυξη βασισμένη στη γνώση και την εξειδίκευση

Όλοι οι δείκτες που σχετίζονται με τις επιδόσεις των επιχειρήσεων σε έρευνα και καινοτομία συστηματικά παραμένουν κατώτεροι του μέσου όρου της ΕΕ, αντανακλώντας τις δομικές αδυναμίες της Ελληνικής οικονομίας. Ο συνδυασμός των δομικών προβλημάτων, θεσμικών και γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και της ασυνέχειας στο επίπεδο της πολιτικής, οδήγησαν τις
επιχειρήσεις να επενδύουν είτε σε δραστηριότητες με υψηλές βραχυπρόθεσμες αποδόσεις είτε σε δραστηριότητες χαμηλού ρίσκου και μειωμένης έκθεσης στο διεθνή ανταγωνισμό[1].
Σταδιακά, η επιχειρηματική δραστηριότητα, οδηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό σε
δραστηριότητες μειωμένης έντασης γνώσης και προστιθέμενης αξίας που στοχεύουν
κυρίως στην εσωτερική αγορά και κατανάλωση (δημόσια ή ιδιωτική). H ζήτηση από
τις επιχειρήσεις για νέα γνώση που προκύπτει μέσα από την έρευνα, παρέμεινε περιορισμένη, ακόμα και σε κλάδους με υψηλή καινοτομική δραστηριότητα (π.χ. υπηρεσίες).
Σχήμα 3: Δαπάνες σε Ε&Α των επιχειρήσεων και αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας  –
Σύγκριση Ελλάδας ΕΕ


Πηγή:Eurostat

Σε παραγωγικό επίπεδο, η μεγέθυνση βασίστηκε στην επέκταση του παραγωγικού δυναμικού, αξιοποιώντας ευρέως διαδεδομένες τεχνολογίες σε συνδυασμό με οργανωσιακές καινοτομίες και καινοτομίες στο μάρκετιγκ. Ιδιαίτερα μετά το 2000, η σημαντική μεγέθυνση, συνοδεύτηκε από στασιμότητα στις δαπάνες των επιχειρήσεων για έρευνα ως ποσοστό του ΑΕΠ (Σχήμα 3).
Η τάση αυτή ανατράπηκε με το ξέσπασμα της κρίσης, οπότε και άρχισε μια μικρή στροφή των επιχειρήσεων προς την έρευνα.

Αποτελεί επομένως μέγιστη αναπτυξιακή πρόκληση, η επιδίωξη της αναστροφής του αναπτυξιακού μοντέλου, με τον προσανατολισμό της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε εξωστρεφείς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, που αντλούν την ανταγωνιστικότητά τους όχι από το χαμηλό κόστος αλλά από την αύξηση της παραγωγικότητας και της ενσωματωμένης γνώσης.

Μέχρι σήμερα οι προσπάθειες για την ενίσχυση της ερευνητικής και καινοτομικής δραστηριότητας στις επιχειρήσεις είχαν κυρίως οριζόντιο χαρακτήρα και   κατακερμάτιζαν τη
χρηματοδότηση σε μικρές παρεμβάσεις σε όλο το φάσμα της οικονομίας,  αγνοώντας τις ιδιαίτερες συστημικές αστοχίες των επιμέρους κλάδων και οικονομικών δραστηριοτήτων.

Αντιστρέφοντας το υφιστάμενο μοντέλο πολιτικής στη νέα προγραμματική περίοδο, η έμφαση της ενίσχυσης, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, θα επικεντρωθεί στις οικονομικές δραστηριότητες στις οποίες είτε διαθέτουμε είτε μπορούμε να αναπτύξουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία, στην ευημερία και στην απασχόληση.

Συγχρόνως, η διάχυση Βασικών Τεχνολογιών Γενικής Εφαρμογής (Key Enabling Technologies)[1]  σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, είτεμέσα από την ενεργή συμμετοχή στην ανάπτυξή τους, στους τομείς που διαθέτουμετο κατάλληλο επιχειρηματικό και ερευνητικό δυναμικό, είτε μέσα από τη δημιουργική μίμηση και μεταφορά τεχνολογίας, θα αναζωογονήσουν το παραγωγικό
δυναμικό και θα συμβάλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας σε όλο το φάσματης οικονομίας.

Παράλληλα, η δημιουργία μηχανισμών στήριξης του τεχνολογικού και καινοτομικού υπόβαθρου αναδυόμενων οικονομικών δραστηριοτήτων έντασης γνώσης, είτε αυτές προέρχονται από τον επιχειρηματικό κόσμο, είτε από την ακαδημαϊκή κοινότητα, θα ενισχύσουν την ετοιμότητα απόκρισης του συστήματος σε αλλαγές και ευκαιρίες.

Στόχοςμας είναι:Να χτίσουμε στα τωρινά μας πλεονεκτήματα (με γνώμονα την επιστήμη και την τεχνολογία)

 


[1] Ως Βασικές
Τεχνολογίες Γενικής Εφαρμογής, θεωρούνται η Νανοτεχνολογία, η Μικρο και Νανο-ηλεκτρονική
(συμπεριλαμβανομένων των ημιαγωγών) η Φωτονική, τα Προηγμένα Υλικά και η Βιοτεχνολογία.

3.1.2      Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω της παραγωγής, διάδοσης και ενσωμάτωσης της νέας γνώσης και της καινοτομίας: Σύνδεση της ακαδημαϊκής έρευνας με την οικονομία

Η υποτονική εγχώρια ζήτηση υπηρεσιών Έρευνας & Καινοτομίας (Ε&Κ), και οι χαμηλές
επενδύσεις
στην έρευνα, από πλευράς των επιχειρήσεων, επηρεάζει την πλευρά της προσφοράς, καθώς δεν επιτρέπει τη δημιουργία των κατάλληλων κινήτρων, όχι μόνο οικονομικών, που θα προσελκύσουν το ερευνητικό και εκπαιδευτικό σύστημα να προσανατολίσει κατάλληλα τη δραστηριότητά του προς τις ανάγκες της οικονομίας.

Η ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας στις επιχειρήσεις, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη συνεργασιών και δεσμών  με το ερευνητικό σύστημα, παράλληλα όμως
απαιτείται, η απάλειψη των εμποδίων, με τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού περιβάλλοντος. Τέλος, απαιτείται και η ανάπτυξη πολιτικών ενίσχυσης της ζήτησης (demand side policies) καθώς και των κρατικών προμηθειών με έντονη καινοτομική διάσταση.

3.1.3      Αντιμετώπιση κοινωνικών προκλήσεων και συμβολή στους στόχους της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020»

Συγχρόνως με τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες κοινωνικές προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις από τη διεθνοποίηση, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικές κοινωνικές προκλήσεις τις οποίες όξυνε σε υπερθετικό βαθμό η συνεχιζόμενη κρίση. Ενδεικτικά παραδείγματα του εύρους των προκλήσεων είναι:

  •  Η κατανόηση των σύγχρονων οικονομικών φαινομένων και ιδιαίτερα όσων σχετίζονται με τον πολύπλευρο χαρακτήρα  της ελληνικής κρίσης.
  • Οι περιφερειακές ανισότητες.
  • Η ποιότητα της διακυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης, η αποτελεσματικότητα, η παραγωγικότητα, η ποιότητα του σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιολόγησης των πολιτικών.
  • Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία οι οποίες αναδεικνύονται σε σημαντικά κοινωνικά προβλήματα με σημαντικές επιπτώσεις στη συνοχή της κοινωνίας και στο πολιτικό σύστημα.
    Το πρόβλημα της  απασχόλησης, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού το οποίο έχει ενταθεί λόγω της κρίσης.
  • Oι παγκόσμιες περιβαλλοντικές προκλήσεις και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος λόγω των τοπικών περιβαλλοντικών πιέσεων.
  • Η ανάδειξη και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς η οποία αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανάδειξης της ταυτότητας και των αξιών με πολλαπλές και πολυεπίπεδες επιδράσεις τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικονομία.

Η έρευνα και η καινοτομία μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων βελτιώνοντας την κατανόηση των φαινομένων, το σχεδιασμό και την υλοποίηση της πολιτικής.

3.1.4      Ανθρώπινο Δυναμικό: Αντιστοίχιση της προσφοράς με τη ζήτηση

Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατες μελέτες[1], υπάρχει σαφής αναντιστοιχία ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Η αναντιστοιχία οφείλεται τόσο στην ανεπαρκή ζήτηση  του ιδιωτικού τομέα όσο και στην αδυναμία της ανώτατης εκπαίδευσης να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικονομίας.

Επιπλέον η αντιμετώπιση των υποψηφίων διδακτόρων στα  ΑΕΙ ως υποκατάστατο του ερευνητικού δυναμικού (π.χ. μεταδιδακτόρων ή ερευνητών αποκλειστικής απασχόλησης), δημιουργεί εντός του ακαδημαϊκού χώρου, οριζόντια ζήτηση για παραγωγή νέων διδακτόρων,
ανεξάρτητα από τη δυνατότητα του παραγόμενου ερευνητικού δυναμικού να απασχοληθεί εκτός πανεπιστημίου. Οι επιπτώσεις είναι σημαντικές καθώς στρεβλώνουν την αγορά εργασίας και μετατρέπουν το διδακτορικό σε ένα επιπλέον τυπικό προσόν στη μάχη για μία θέση εργασίας.

3.1.4      Ανάπτυξητης αριστείας στην έρευνα

Η παραγωγικότητα της ακαδημαϊκής έρευνας βελτιώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια εξαλείφοντας το χάσμα με την Ε.Ε ως προς την παραγωγή δημοσιεύσεων ανά εκατομμύριο κατοίκων ήδη από το 2006. Το 2010 ο αριθμός των ελληνικών δημοσιεύσεων ανά εκατομμύριο κατοίκους ανήλθε σε 1001 έναντι 963 στο σύνολο της Ε.Ε. Επίσης, το χάσμα στην επιρροή των δημοσιεύσεων μειώνεται με ταχείς ρυθμούς καθώς την πενταετία 2006-2010 οι ελληνικές
δημοσιεύσεις λαμβάνουν κατά μέσο όρο 4,98 αναφορές σε σύγκριση με τις 4,79 των χωρών του ΟΟΣΑ, και 5,52 της ΕΕ[2].

Επιδιώκοντας τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας της έρευνας, θα πρέπει να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα στην «αριστεία» ως προσδιοριστικό στοιχείο της  ποιότητας στην έρευνα και στην «αριστεία» ως μέθοδο επιλογής. Ενώ η αριστεία με την έννοια της ποιότητας είναι θεμελιώδης επιδίωξη, η επιλογή αποκλειστικά με βάση την ποιότητα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και η παράμετρος της συνάφειας με τις ανάγκες, μόνο περιορισμένη χρησιμότητα μπορεί να έχει, σε μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδος. Επομένως η επίτευξη της αριστείας, θα επιδιωχθεί σε συνδυασμό με την αναπτυξιακή προσπάθεια, συνδυάζοντας την ποιότητα με τη συνάφεια. Στην αντίθετη περίπτωση, το χάσμα ανάμεσα στην ερευνητική κοινότητα και στις επιχειρήσεις θα διευρύνεται, μετατρέποντας τον στόχο της σύνδεσης της έρευνας με την οικονομία και την κοινωνία, σε κενό γράμμα.

Παράλληλα, η εξασφάλιση της ποιότητας του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου απαιτεί τη συνεχή και απρόσκοπτη ανάπτυξη της έρευνας σε όλους τους ακαδημαϊκούς τομείς που υπηρετούνται από το υφιστάμενο σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης. Επιπλέον, η εξέλιξη και προαγωγή του ακαδημαϊκού προσωπικού προϋποθέτει την παραγωγή σημαντικού ερευνητικού έργου (επιστημονικές δημοσιεύσεις). Επομένως στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο επίπεδο χρηματοδότησης για όλους τους υφιστάμενους τομείς ανεξάρτητα από τις εθνικές προτεραιότητες. Η χρηματοδότηση αυτή δεν μπορεί να αρκεστεί στο σημερινό επίπεδο των General University Funds (GUFs) τα οποία περιλαμβάνουν κυρίως τους υφιστάμενους μισθούς των ακαδημαϊκών φορέων, αλλά θα πρέπει να συμπληρωθεί με επιπλέον χρηματοδότηση η οποία όμως θα επιμερίζεται με ανταγωνιστικά κριτήρια τόσο ανάμεσα στους ερευνητές όσο και ανάμεσα στις ακαδημαϊκές μονάδες.

3.1.5      Αύξησητης επένδυσης σε  έρευνα και καινοτομία

Το συνολικό ύψος της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας ως  ποσοστό της συνολικής δαπάνης της κυβέρνησης, παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με το μέσο όρο της Ευρώπης αλλά και χωρών με ανάλογα χαρακτηριστικά με την Ελλάδα. Ακόμα και στην περίοδο της δημοσιονομικής επέκτασης, στην Έρευνα και Ανάπτυξη κατανεμήθηκε λιγότερο από το 0.8% της συνολικής δημόσιας χρηματοδότησης. Την ίδια περίοδο η Ιρλανδία διέθετε το διπλάσιο ποσοστό. Κατά την περίοδο της δημοσιονομικής συρρίκνωσης και την είσοδό της Ιρλανδίας σε
αυστηρή επιτήρηση η δημόσια δαπάνη για Ε&Α αρχικά μειώνεται αλλά μετά το 2010 ακολουθεί μια σταθερά αυξητική πορεία (Σχήμα 4)


[1]Lianos, T. (2007): Brain Drain and Brain Loss: Immigrants to Greece, Journal of Ethnic and Migration Studies, Volume 33, Number 1 January 2007, pp. 129-140(12) και Λαμπριανίδης
(2011): Επενδύοντας στη φυγή: Η διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα την εποχή της
παγκοσμιοποίησης. Εκδόσεις Κριτική.

[2]Σαχίνη Ε., Μάλλιου Ν., Χούσος Ν., Καραϊσκος Δ., (2013), Ελληνικές Επιστημονικές Δημοσιεύσεις 1996-2010: Βιβλιομετρική Ανάλυση Ελληνικών Δημοσιεύσεων σε Διεθνή Επιστημονικά Περιοδικά -Scopus, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης.

Σχήμα 4: Δημόσια χρηματοδότηση της Ε&Α ως % της γενικής δαπάνης της κυβέρνησης

Πηγή: Eurostat

Η έναρξη της νέας Προγραμματικής περιόδου 2014-2020, είναι η κατάλληλη στιγμή να θέσουμε τη χρηματοδότηση της έρευνας και καινοτομίας στη βάση ενός  Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου για την Έρευνα και την Καινοτομία (Ε.Σ.Π.Ε.Κ).
Η προσπάθεια αυτή, θα έχει ως στόχο, να μοχλεύσει σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις, μέσα από την αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης και τη στόχευση της πολιτικής έρευνας και καινοτομίας στις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στην πορεία προς το 2020.
Σχήμα 5: Στόχος για τη χρηματοδότηση της Έρευνας και Ανάπτυξης την περίοδο 2014-2020

Πηγή: ΓΓΕΤ

Το δημόσιο σκέλος του Ε.Σ.Π.Ε.Κ θα κινητοποιήσει τους αναγκαίους πόρους έτσι ώστε το σύνολο της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης για την Έρευνα να ανέλθει από το 0.69% του ΑΕΠ το 2012 στο 1,2% το 2020. Για την επίτευξη του στόχου, η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων για Ε&Α θα πρέπει να ανέλθει αντίστοιχα από το 0,21% του ΑΕΠ το 2012 περίπου στο 0,38% του ΑΕΠ το 2020. Αντίστοιχα όπως φαίνεται στο Σχήμα 5, η εθνική δημόσια χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, εκτός της συγχρηματοδότησης του ΕΣΠΑ και ΣΕΣ, θα ανέλθει κατά την εκκίνηση το 2014 σε περίπου €50 εκ. (0,03% του ΑΕΠ) και σταδιακά θα φτάσει τα €600 εκ. το 2020 (0,27% του ΑΕΠ).

  • 24 Ιουνίου 2014, 18:18 | Γιώργος Νυχάς

    ΘΑΛΗΣ, ΑΡΙΣΤΕΙΑ, ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ : τρία (3) ‘έργα’ στο πλαίσιο ΕΣΠΑ – μία (1) κύρια διαχειριστική αρχή (Υπουργείο Παιδείας) – εκτελείται από τρεις (3 ) διαφορετικές Δνσεις/τμήματα/’αρχές’ [ΑΡΙΣΤΕΙΑ: γγετ, ΘΑΛΗΣ: Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης επδβμ, – ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ: ευδε-ετακ] που υλοποιούν το έλεγχο, και διαχειρίζονται (στην ουσία) τα ίδια (διαδικαστικά) προβλήματα / ερωτήσεις (τουλάχιστον για τα ΑΕΙ) με διαφορετική ΟΜΩΣ προσέγγιση (!!!), οι έγγραφες απαντήσεις συνήθως είναι του τύπου ΠΥΘΙΑΣ, ενω στις προφορικές υπάρχει καλύτερη προσέγγιση και διάθεση για εξεύρεση λύσης- διευθέτησης του ερωτήματος που καταλήγει πάντα στην ‘κλισέ’ φράση ‘αλλά τελικά εξαρτάται απο τον ελεγκτή’.
    Τώρα από την άλλη πλευρά του ΄λόφου’ ΕΛΕΚ & επιστημονικοί υπεύθυνοι: πελαγοδρομούν στις ερμηνείες (ι) των ‘γηγενών’ υπαλλήλων των ΕΛΚΕ και στους φόβους τους για έλεγχο (ιι) των Νομικών συμβούλων, που πασπαλίζουν τους κανονισμούς επιπρόσθετες διευκρινήσεις – συστάσεις τροποποιήσεις (ιιι) των Επιστημονικών Υπευθύνων των έργων που όλο και με κάποιο νομομαθή κουβεντιάζουν ή με συναδέλφους απο αλλα Πανεπιστήμια που ο αντίστοιχος ΕΛΚΕ διαχειρίζεται με διαφορετικό τρόπο κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα- ερώτημα.
    Αποτέλεσμα: ένα ΧΑΟΣ που φαίνεται ότι κανείς δεν το επιθυμεί αλλά ΟΛΟΙ το συντηρούν.
    Το πρόβλημα είναι εντονότερο στις υποτιθέμενες διαπανεπιστημιακές συνεργασίες όπου ο ερευνητής – συνεργάτης μέλος ΔΕΠ, είναι αναγκασμένος να ακολουθεί τους κανόνες του ΕΛΚΕ που ανήκει ο συντονιστής του έργου, κανόνες που όπως εξήγησα είναι διαφορετικοί από την διαδικασία εντός τους ιδρύματος του, με αποτέλεσμα οι ανθρωποώρες της γραφειοκρατίας να εκμηδενίζουν την ουσία του συγκεκριμένου έργου ήτοι δημιουργία νέας γνώσης, δημιουργία αριστείας, δημιουργία εφαρμοσμένης γνώσης για την βιομηχανίαι που έχει ως τελικό σκοπό την εξωστρέφεια – καινοτομία και την ανάπτυξη της πατρίδας μας.
    Η σύγχυση επικρατεί, δημιουργεί τριβές, αφάνταστες δυσκολίες στην απορρόφηση των προϋπολογισμών, κακή λειτουργία των έργων, ασφυκτικές γραφειοκρατικές υποχρεώσεις που αναγκάζουν την ομάδα να υπηρετεί τους τύπους και όχι την ουσία της πρότασης που είναι η δημιουργία νέας γνώσης, απεγκλωβισμός των ερευνητών και η δημιουργία ομάδων, η μεταφορά γνώσης στις βιομηχανίες,
    ΠΡΟΤΑΣΗ: Δημιουργία μίας (1) διαχειριστικής αρχής που θα είναι ευέλικτη και θα κληθεί να εφαρμόσει ΕΝΑ ενιαίο διαχειριστικό μοντέλο, που θα βασίζεται είτε (ι) τους κανόνες ελέγχου του ΗΟΡΙΖΟΝ 2020, (ιι) στους ισχύοντες εσωτερικούς κανονισμούς των χρηματοδοτούμενων φορέων (ιι) θα δημιουργήσει ΕΝΑ ΝΕΟ Κανονισμό απλό, ευέλικτο και άκρως χρηστικό, με ΜΟΝΑΔΙΚΟ στόχο την ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΥΝΑΤΗ απορρόφηση των προϋπολογισμών από τους εμπλεκόμενους.
    Ο έλεγχος της νέας αυτής ΕΝΙΑΙΑΣ διαχειριστικής αρχής να είναι εποπτικός αλλά και ουσιαστικός ως προς το τελικό/ά παραδοτέο/α
    Αυτή η διαχειριστική αρχή δεν χρειάζεται να είναι νέα sensu stricto, αλλά αυτοί που ήδη το στελεχώνουν να έχουν μια συγκεκριμένη εκπαίδευση και να εκπαιδεύσουν/συνομιλήσουν με το προσωπικό των ΕΛΚΕ (και άλλων αντίστοιχων μονάδων).

  • 16 Ιουνίου 2014, 17:27 | Κύρος Υάκινθος

    Τα ιδιωτικά κεφάλαια δε μοχλεύονται έτσι απλά.
    Πρέπει οι ερευνητικοί φορείς να ξανανέβουν επίπεδο στα μάτια του ιδιώτη και ο ιδιώτης να αισθάνεται ότι τα κεφάλαια που θα επενδύσει θα παράγουν ένα προϊόν που δε θα κολλήσει στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Τρομερά ζητήματα IPR εγείρονται σε θέματα IPR και η ΓΓΕΤ προκρίνει ένα σύμφωνο συνεργασίας και κατοχύρωσης πνευματικών δικαιωμάτων που είναι γραμμένο στο πόδι και αφήνει πάντοτε πολλά ερωτηματικά. Και στην πρόταση ας βάλουν οι φορείς τα δικά τους στοιχεία με βάση τις νομικές συμβουλές που θα εχουν από τα αντίστοιχα τμήματά τους, τότε πετυχαίνεται το απόλυτο χάος.

    Και ένα πολύ λεπτό σημείο: όντως έχουν δημιουργηθεί κέντρα αριστείας τα οποία τεκμηριώνουν τη θέση τους ως άριστα, με διάφορους δείκτες. Όμως, καλώς ή κακώς, τα κέντρα αυτά ξεκίνησαν εκ του μηδενός. Και στις παλιές καλές εποχές, όπου το χρήμα ήταν άφθονο, κατάφεραν και δημιούργησαν υποδομές, ως σημείο εκκίνησης. Τώρα, με τη λογική της αριστείας, που με βρίσκει ΑΠΟΛΥΤΩΣ σύμφωνο, πρέπει να βρεθεί και ένας τρόπος ώστε να δηιουργηθούν νέα κέντρα αριστείας. Με κάποια ελάχιστα κριτήρια. Και μάλιστα να εξετάζεται κατά πόσο αυτά μπορούν να εξελιχθούν σε παραγωγικές μονάδες και όχι σε μονάδες οι οποίες καταφέρνουν και ζουν από τις διαρκείς αναχρηματοδοτήσεις για έρευνα και ανάπτυξη. Σε ένα πλαίσιο στήριξης 2-3 χρόνων και κατόπιν καμμίας στήριξης προκειμένου να αποδείξουν ότι είναι κέντρα αριστείας παραγωγής νέων θέσεων εργασίας, με διαρκώς αυξανούμενη πορεία και όχι αναμονής για το επόμενο call.

    Το κείμενο εδώ, σε γενικές γραμμές, πέραν του να παραθέτει δείκτες και συγκρίσεις με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, δε νομίζω ότι λέει κάτι συγκεκριμένο. Σαφώς όμως υπάρχουν οι γενικές κατευθύνσεις οι οποίες εάν δεν παραμείνουν γενικά ευχολόγια, θα ήταν όμορφο να υλοποιηθούν στην πράξη.

  • Αν θέλουμε ανάπτυξη που να βασίζεται στην έρευνα και την τεχνολογία, τότε η αντίστοιχη χρονική κατανομή της χρηματοδότησης θα πρέπει να είναι εμπροσθοβαρής, όπως ήταν και οι σχετικές περικοπές δημοσιονομικής εξυγίανσης. Οι προτεινόμενοι στόχοι χρηματοδότησης είναι οπισθοβαρείς (η χρηματοδότηση ξεκινά χαμηλά και αυξάνεται στο απώτερο μέλλον), με αποτέλεσμα να μην υπηρετούν σωστά το σκοπό τους.

  • 14 Ιουνίου 2014, 20:24 | Γιώργος Λούντος

    Με την ιδιότητα του Επικ. Καθηγητή του ΤΕΙ Αθήνας και έχοντας τρέξει αρκετά έργα FP7, αλλά και έργα ΕΣΠΑ-Αρχιμήδης-Αριστεία, θα ήθελα να επισημάνω την ανάγκη «Αξιοποίησης» και όχι απλά «Απορρόφησης» των κονδυλίων, καθώς η Αξιοποίηση είναι αυτή που δημιουργεί πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Η τυχόν αύξηση των ερευνητικών κονδυλίων αν δε συνοδευτεί από απλοποίηση των διαδικασιών θα αποθαρρύνει πολλές ενεργές ομάδες από την υποβολή προτάσεων. Αντίστοιχες σκέψεις διατυπώνονται και από εταιρίες που θέλουν να συμμετέχουν σε ερευνητικά έργα, ειδικά όταν πρόκειται για προσπάθειες νέων επιστημόνων, που δεν έχουν την εμπειρία, το χρόνο και τα μέσα για να αντιμετωπίσουν δαιδαλώδεις διαδικασίες.
    Δυστυχώς τα τελευταία ερευνητικά έργα ΕΣΠΑ (Θαλής, Αρχιμήδης, Αριστεία) χαρακτηρίζονται από τεράστια γραφειοκρατία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τα πραγματοποιούμενα έργα να μην ακολουθήσουν τον αρχικό σχεδιασμό και οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες να απορροφήσουν απλά τα κονδύλια.
    Ενδεικτικά αναφέρω:
    – Ενώ υπάρχουν οργανωμένες ερευνητικές ομάδες, με συγκεκριμένη τεχνογνωσία (οι οποίες και αξιολογούνται στις προτασεις), μετά την έγκριση ενός έργου ζητείται διενέργεια ανοικτής προκήρυξης. Αφενός μια ερευνητική ομάδα προϋπάρχει και δε γίνεται να συσταθεί μετά την ανάθεση του έργου, από πρόσωπα που τυχαία θα επιλεγούν από κάποιον ΑΣΕΠ, ειδικά ενώ το έργο τρέχει. Ούτε μια ομάδα θα αντικαταστήσει βασικά της στελέχη (που έχουν γράψει την ερευνητική πρόταση), επειδή κάποιος με ίσως λίγο καλύτερο βιογραφικό έκανε αίτηση. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς τελικά όλες οι «ανοικτές» προκηρύξεις οδήγησαν στην πρόσληψη των ατομων που προϋπήρχαν στις ερευνητικές ομάδες. Με τίμημα όμως να χαθούν αρκετοί μήνες από την έναρξη των έργων, πολύτιμος χρόνος, χρήματα και ενέργεια!
    Πρόταση: Οι ομάδες θα πρέπει να αναφέρονται στην υποβολή προτάσεων και εφόσον αξιολογούνται θετικά, είναι ευθύνη του Επιστημονικά Υπεύθυνου (Ε.Υ), η επιλογή των προσώπων, ειδάλλως χάνεται και η έννοια του Ε.Υ.
    – Οι αναγκαστικές ομαδοποιήσεις εξοπλισμού, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη καθυστέρηση και τελικά είτε δεν αγοράστηκε ποτέ ο εξοπλισμός που ήταν αναγκαίος για τα έργα είτε αγοράστηκε κοντά στην ολοκλήρωσή τους. Επομένως ΔΕΝ χρησιμοποιήθηκε στα έργα, παρόλο που γι αυτό είχε ζητηθεί και είχε αξιολογηθεί. Άρα πως έγιναν τα παραδοτέα όταν δεν υπήρχε ο διαθέσιμος εξοπλισμός; Σε πολλές περιπτώσεις αναγκαστικά ο εξοπλισμός προσφέρθηκε απο έλληνες αντιπροσώπους σε πολλαπλάσιο κόστος από αυτό που μπορούσε να βρεθεί.
    Πρόταση: Η αγορά εξοπλισμού πρέπει να γίνεται με ταχείς διαδικασίες, βασισμένες στη συμφερότερη προσφορά είτε προέρχεται από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό.
    – Η επιβολή ΦΠΑ, μαζί με τον κανονικό φόρο, έχει ως αποτέλεσμα το 50% της χρηματοδότησης να γυρνά εξ αρχής στο κράτος. Ειδικά νέοι επιστήμονες-απόφοιτοι υποχρεούνται στο άνοιγμα βιβλίων, με αποτέλεσμα τελικά η συμμετοχή τους στα έργα να είναι ασύμφορη. Γι αυτό και στρέφονται στο εξωτερικό, παρόλο που φαινομενικά μεγάλα ερευνητικά έργα υλοποιούνται ακόμα και σήμερα.
    Πρόταση: Απαλλαγή από ΦΠΑ στα ερευνητικά έργα και ευνοϊκό καθεστώς, ειδικά σε νέους αποφοίτους ή μεταπτυχιακούς φοιτητές, ώστε να έχουν ανώτατο μισθολογικό όριο που επιτρέπει αυτόνομη διαβίωση (και όχι ποσά-χαρτζιλίκι).
    – Η κατάργηση της ημερίσιας αποζημίωσης (το σκεπτικό της οποίας είναι να δίνεται ένα μικρό ποσό που κατά μέσο όρο καλύπτει τα βασικά έξοδα σε ένα ταξίδι) αντικαταστάθηκε από περίπλοκους κανόνες. Οι εξωτερικοί ερευνητές και τα μέλη ΔΕΠ, αναγκάζονται να λύνουν περίπλοκους-γλαφυρούς γρίφους, για το ποιος θα μαζέψει όλες τις αποδείξεις, ποιος θα φανεί ότι πλήρωσε το γεύμα και ποιος όχι, μόνο και μόνο για να καλύψουν τα έξοδά τους. Αυτές οι αποδείξεις ελέγχονται σε επίπεδο Ε.Υ, φορέα, ΕΛΚΕ, υπουργείου και … για να πληρωθεί κάποιος ένα γεύμα και 3 καφέδες έχουν έμεσα ξοδευτεί πολλαπλάσια χρηματα σε εργατοώρες.
    Πρόταση: Επαναφορά «λογικής» μέγιστης ημερίσιας αποζημίωσης π.χ 40Ε για εσωτερικό και 70Ε για εξωτερικό.
    – Σε αρκετά έργα επιτρέπεται η συμμετοχή σε συνέδρια ενός ατόμου ανά εργασία. Αυτός ο κανόνας είναι εντελώς αντιεπιστημονικός και διεθνώς πρωτότυπος, ειδικά όταν προτιμούνται διεπιστημονικά έργα, στα οποία συμμετέχουν πολλοί φορείς. Επιστημονικά δεν είναι δυνατό να υποβάλλει μία ομάδα 5 ατόμων, 5 διαφορετικές εργασίες, ειδικά σε ένα μεγάλο αναγνωρισμένο συνέδριο. Κάτι τέτοιο θεωρείται άλλωστε «κατάτμηση αποτελεσμάτων». Ωστόσο, ένα συνέδριο έχει αφενός εκπαιδευτικό χαρακτήρα, αφετέρου μία καλή εργασία πρέπει να υποστήρίζεται από παραπάνω από έναν συγγραφείς. Αυτός ο πρωτότυπος κανόνας έχει ως αποτέλεσμα: α) να μη μπορούν νέοι επιστήμονες να παρακολουθήσουν μεγάλα διεθνή συνέδρια, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, β) να τσακώνονται οι φορείς για το ποιος θα πάει να παρουσιάσει μια έργασία, γ) να αναζητούμε συνέδρια σε μέρη «εξωτικά», ώστε να μη χαθούν τα χρήματα που έχουν δεσμευτεί σε ταξίδια, δ) να υποβάλλονται πολλαπλές εργασίες σε ελληνικά συνέδρια μικρής απήχησης, ώστε να εμφανιστούν ώς παραδοτέα των έργων, χωρίς επιστημονικό όφελος.
    Πρόταση: Να εναπόκειται στην κρίση του Ε.Υ. ο αριθμός των συμμετεχόντων σε ένα συνέδριο.

    Τέλος, τα ερευνητικά έργα έχουν πάντα απρόοπτα ή ακολουθώντας τις εξελίξεις μπορεί να χρειαστεί επικαιροποίηση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο με τις διαδικασίες που ακολουθούνται καθίσταται πρακτικά πολύ αργό και ενίοτε μη συμφέρον.
    Με όλα τα παραπάνω παραδείγματα, θα ήθελα να καταθέσω τη σκέψη πως για ερευνητικές ομάδες με όραμα και διάθεση για σοβαρή εργασία, τα έργα ΕΣΠΑ ήταν τελικά μη συμφέροντα και στην καλύτερη περίπτωση ήταν μία πηγή χρηματοδότησης, η οποία όμως έπρεπε να συνδυαστεί με άλλα έργα, ώστε να πληρώνεται το προσωπικό στην ώρα του, ενώ ο εξοπλισμός έμεινε ως δώρο για μελλοντικά έργα. Σε ομάδες με μόνη χρηματοδότηση το ΕΣΠΑ, μεγάλο μέρος των νέων ερευνητών έφυγε εν μέσω του έργου, γιατί αν και τα χρήματα υπήρχαν, η απορρόφησή τους καθυστέρησε ιδιαιτέρως. Επίσης τα μεικτά ποσά και τα καθαρά ποσά λόγων Φόρου, ΦΠΑ, ΤΕΒΕ δεν ήταν τελικά ικανά να κρατήσουν υποσχόμενους επιστήμονες στη χώρα μας.
    Ένα σημαντικό σημείο είναι ότι η μεγάλη γραφειοκρατία ακυρώνει επίσης την έννοια του Επιστημονικά Υπεύθυνου, ο οποίος φέρει την ευθύνη επιλογής του τρόπου (εντός νομιμότητας) για να επιτευχθούν οι στόχοι του έργου. Αν τελικά αυτός αντικαθίσταται από διαρκείς επιτροπές (προσλήψεων, διαγωνισμών κλπ κλπ) τότε πρακτικά δεν έχει και την ευθύνη των τελικών επιλογών.
    Τέλος, παρά τη μεγάλη γραφειοκρατία ΠΡΙΝ από κάθε βήμα, δεν υπήρχε ο σοβαρός επιστημονικός έλεγχος των παραδοτέων ΚΑΤΑ τη διάρκεια του έργου, ο οποίος είναι και ο πιο απλός τρόπος, ώστε να αξιολογηθεί αν οι επιλογές του Ε.Υ. και της ερευνητικής ομάδας ήταν τελικά σωστές.

    Με εκτίμηση
    Γιώργος Λούντος
    Επικ. Καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας

    Σημειώνεται τέλος, ότι καθώς οι κανόνες αυτοί