1. Το άρθρο 1 του ν.4310/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η ανάπτυξη και η προαγωγή της επιστήμης και της έρευνας ως τομέων ζωτικού εθνικού ενδιαφέροντος αποτελεί θεμελιώδη και πρωταρχική υποχρέωση του Κράτους το οποίο και μεριμνά, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, για τη διάθεση των απαιτούμενων πόρων για το σκοπό αυτό».
2. Το άρθρο 2 του ν.4310/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί, που συμπληρώνονται από τους αναφερόμενους στις εκάστοτε ισχύουσες σχετικές διατάξεις εθνικού και ενωσιακού δικαίου:
1. «ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα»: τα Ιδρύματα που ορίζονται στο άρθρο 1 του ν.4009/2011.
2. «αξιολόγηση»: η διαδικασία καταγραφής και αποτίμησης του ερευνητικού και εκπαιδευτικού έργου με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, τη βελτιστοποίηση των υπαρχουσών υποδομών και την κοινωνικά επωφελή χρήση των διαθέσιμων πόρων, δημοσίων και μη, στα ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα.
3. «αριστεία»: η δυναμική διαδικασία η οποία αποσκοπεί στη συστηματική επιδίωξη υψηλής επιστημονικής ποιότητας κατά την ανάπτυξη νέων θεωριών ή και ερευνητικών μεθοδολογιών με στόχο την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος σε κάθε θεματική περιοχή δραστηριοποίησης.
4. «βασική έρευνα»: η θεωρητική ή πειραματική εργασία που έχει ως πρωταρχικό στόχο τη γνώση και κατανόηση του κόσμου και την παραγωγή νέας γνώσης.
5. «Γενικός Απαλλακτικός Κανονισμός (ΓΑΚ)»: γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης.
6. «δαπάνες προσωπικού»: οι πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλονται σε αντάλλαγμα για την εργασία που επιτελέσθηκε από το σύνολο του προσωπικού των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων.
7. «διανοητική ιδιοκτησία»: η πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία, και ενδεικτικά τα περιουσιακά και ηθικά δικαιώματα που απορρέουν από τα έργα που τις εμπεριέχουν, η τεχνογνωσία, τα σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα πιστοποιητικά χρησιμότητας.
8. «δράση ή πρόγραμμα ΕΤΑΚ»: το συνεκτικό πλαίσιο ενεργειών, εντός του οποίου υλοποιούνται και χρηματοδοτούνται έργα ΕΤΑΚ και το οποίο αποβλέπει στην ικανοποίηση οικονομικών και κοινωνικών αναγκών της χώρας.
9. «ένταση ενίσχυσης»: το ακαθάριστο ποσό της ενίσχυσης εκφραζόμενο ως ποσοστό των επιλέξιμων δαπανών, προ της αφαίρεσης φόρων ή άλλων επιβαρύνσεων.
10. «ένωση καινοτομίας (Innovation Union)»: πρωτοβουλία που εντάσσεται στη δράση «Ευρώπη 2020» και έχει ως στόχο, με κατάλληλη προώθηση από το ανώτατο πολιτικό επίπεδο, τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής προσέγγισης της καινοτομίας, ώστε να αντιμετωπιστούν προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή, η ασφάλεια του εφοδιασμού με ενέργεια και τρόφιμα, η υγεία και η δημογραφική γήρανση.
11. «επιστημονικό και τεχνολογικό πάρκο (ΕΤΠ)»: περιοχή ή δίκτυο διαμορφωμένων περιοχών, που δημιουργούνται με σκοπό: την ενίσχυση δεσμών των ακαδημαϊκών, ερευνητικών & τεχνολογικών φορέων με τις επιχειρήσεις και τους λοιπούς φορείς, τη μεταφορά τεχνολογίας και τη διάδοση της καινοτομίας και την υποστήριξη νέων επιχειρηματικών προσπαθειών.
12. «επιχείρηση»: κάθε μονάδα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα.
13. «επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία»: το αποτέλεσμα ερευνητικών &τεχνολογικών προσπαθειών που οδηγούν ή επιδιώκεται να οδηγήσουν στην υλοποίηση νέων ή τη βελτίωση υπαρχόντων προϊόντων, υπηρεσιών και διαδικασιών.
14. «έργο έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας (ΕΤΑΚ)» (εφεξής «έργο ΕΤΑΚ»): η σχεδιασμένη δραστηριότητα με συγκεκριμένο αντικείμενο, μεθοδολογία, χρονοδιάγραμμα και προϋπολογισμό για:
− την εκτέλεση κάθε είδους έρευνας,
− την προώθηση της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας προϊόντων, υπηρεσιών ή
διαδικασιών,
− την προβολή των δραστηριοτήτων και επιτευγμάτων ΕΤΑΚ, καθώς και για την ευαισθητοποίηση του κοινού σε επιστημονικά θέματα,
− την ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού,
− την δημιουργία, αναβάθμιση, δικτύωση ερευνητικών υποδομών, όπως αυτές ορίζονται στο εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων καθώς και την πρόσβαση σε αυτές.
15. «έρευνα»: οποιαδήποτε συστηματική και δημιουργική εργασία που αναλαμβάνεται με σκοπό την επαύξηση του αποθέματος της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης του ανθρώπου, του πολιτισμού και της κοινωνίας.
16. «ερευνητές»: οι επιστήμονες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 18 του παρόντος, που δραστηριοποιούνται για τη δημιουργία νέας γνώσης, προϊόντων, διαδικασιών, μεθόδων και συστημάτων και τη διαχείριση των αντιστοίχων έργων.
17. «έρευνα και ανάπτυξη (E και A)»: η δημιουργική εργασία η οποία καλύπτει τις δραστηριότητες της βασικής και της εφαρμοσμένης έρευνας και πραγματοποιείται σε συστηματική βάση με σκοπό την αύξηση του αποθέματος της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης του ανθρώπου, του πολιτισμού και της κοινωνίας, καθώς και η χρήση του αποθέματος της γνώσης για την ανάπτυξη νέων εφαρμογών.
18. «Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (ΕΠΙ)»: τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που έχουν συσταθεί δυνάμει των διατάξεων του ν.2083/1992 και του ν.3685/2008.
19. «“Ερευνητικός φορέας”: Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου που έχει ως κύριο σκοπό την επιστημονική και τεχνολογική έρευνα, σε συνδυασμό με τη πειραματική ανάπτυξη και επίδειξη, καθώς και τη διάδοση και εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας, μέσω των επιστημονικών δημοσιεύσεων και της αξιοποίησης των αποτελεσμάτων».
20. «δημόσιος ερευνητικός φορέας δημοσίου δικαίου ή υπηρεσία δημόσιου ερευνητικού φορέα δημοσίου δικαίου»: φορέας ή υπηρεσία, που έχει συσταθεί και λειτουργεί, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ως Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ή ως ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας ο οποίος ανήκει σε φορέα του δημόσιου τομέα.
21. «Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας»: η αυτοτελής μονάδα που λειτουργεί εντός δημόσιων ερευνητικών φορέων για τις ανάγκες ερευνητικών ή λοιπών προγραμμάτων. Για τις ανάγκες του κεφαλαίου Β’ του παρόντος νόμου και του ν.4310/2014 ως δημόσιος ερευνητικός φορέας νοείται και ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας των Α.Ε.Ι. και των ΝΠΔΔ.
22. «δημόσιος ερευνητικός οργανισμός ιδιωτικού δικαίου»: ο ερευνητικός οργανισμός, ο οποίος έχει συσταθεί και λειτουργεί, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή ως ανώνυμη εταιρία του δημόσιου τομέα ή ως ερευνητικό κέντρο και ανεξαρτήτως του τρόπου σύστασής του.
23. «εφαρμοσμένη ή βιομηχανική έρευνα»: η σχεδιασμένη έρευνα ή κριτική διερεύνηση ενός πεδίου που αποσκοπεί στην απόκτηση νέων γνώσεων και δεξιοτήτων για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, διεργασιών ή υπηρεσιών ή για τη σημαντική βελτίωση προϊόντων, διεργασιών ή υπηρεσιών που υπάρχουν.
24. «ευρεσιτεχνία διεθνώς αναγνωρισμένη»: η ευρεσιτεχνία στην οποία έχει απονεμηθεί σχετικό δίπλωμα, το οποίο είναι σε ισχύ και έχει πιστοποιηθεί από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ) ότι εμπίπτει σε μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας που χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (European Patent Office «EPO») και έχει κατοχυρωθεί στην Ελλάδα, β) Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας κατοχυρωμένο στον ΟΒΙ (αποκλειομένων των Πιστοποιητικών Υποδείγματος Χρησιμότητας (Π.Υ.Χ.)), το οποίο έχει κατοχυρωθεί σε ένα ακόμη κράτος (ενδεικτικά ΗΠΑ, Γερμανία, Κίνα, Ιαπωνία, Γαλλία, Ελβετία), που: i) έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (EPC) ή συνεργάζεται στο πλαίσιο αυτής ή ii) είναι μέλος του ΟΟΣΑ ή σε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας (accession candidate country) ή σε καθεστώς ενισχυμένης δέσμευσης (enhanced engagement country).
25. «ευρωπαϊκός χώρος έρευνας»: πλαίσιο εργασίας που περιγράφει και συστηματοποιεί τις ερευνητικές δραστηριότητες και την πολιτική καινοτομίας σε ολόκληρη την Ευρώπη και περιλαμβάνει: α) την εσωτερική αγορά για την έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας ερευνητές, τεχνολογία και γνώση διακινούνται ελεύθερα, β) το συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο των εθνικών και περιφερειακών ερευνητικών δραστηριοτήτων, προγραμμάτων και πολιτικών, γ) την εφαρμογή και χρηματοδότηση πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη συγκέντρωση και την εντατικοποίηση των προσπαθειών έρευνας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και το συντονισμό τους με εθνικές και διεθνείς πρωτοβουλίες.
26. «ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης»: η ημερομηνία της απονομής στον δικαιούχο του εννόμου δικαιώματος να λάβει την ενίσχυση σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό καθεστώς.
27. «καινοτομία», η αξιοποίηση υφιστάμενης ή/και νέας γνώσης: ή/και η μετατροπή μιας ιδέας σε προϊόν ή διαδικασία ή υπηρεσία.
28. «καθεστώς ενισχύσεων»: κάθε πράξη με βάση την οποία, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται μεμονωμένες ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και κάθε πράξη βάσει της οποίας μπορεί να χορηγείται ενίσχυση μη συνδεόμενη με συγκεκριμένο έργο σε μια ή περισσότερες επιχειρήσεις για αόριστο χρονικό διάστημα και/ή για απροσδιόριστο ποσό.
29. «καινοτόμος επιχείρηση», επιχείρηση η οποία αναπτύσσει προϊόντα, υπηρεσίες ή διεργασίες που είναι νέες και ουσιωδώς βελτιωμένες σε σχέση με τη σύγχρονη τεχνολογία στον σχετικό κλάδο,
30. «κοινότητες γνώσης και καινοτομίας (ΚΓΚ)», αυτόνομες εταιρικές συμπράξεις, οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθ. 294/2008, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008, στο πλαίσιο της καινοτομίας, μεταξύ ερευνητικών οργανισμών, επιχειρήσεων και λοιπών φορέων, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους και λειτουργούν ως ένα στρατηγικό δίκτυο που βασίζεται σε κοινό μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό καινοτομίας.
31. «κρατική ενίσχυση»: κάθε μέτρο το οποίο πληροί το σύνολο των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.
32. «μελέτη σκοπιμότητας»: η αξιολόγηση και ανάλυση των δυνατοτήτων ενός έργου με στόχο την υποστήριξη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων αποκαλύπτοντας κατά τρόπο αντικειμενικό και ορθολογικό τα δυνατά του σημεία και τις αδυναμίες του, τις ευκαιρίες και τις απειλές που προκύπτουν από αυτό, καθώς και προσδιορίζοντας τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεσή του και, τελικά, τις προοπτικές επιτυχίας του.
33. «μεταφορά τεχνολογίας»: η παροχή τεχνολογίας, όπως ορίζεται από τις κείμενες διατάξεις και κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου από τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν.1733/1987, όπως ισχύει.
34. «οικονομική δραστηριότητα»: κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά.
35. «πειραματική ανάπτυξη»: η απόκτηση, ο συνδυασμός, η διαμόρφωση και η χρήση υφισταμένων επιστημονικών, τεχνολογικών, και άλλων συναφών γνώσεων και δεξιοτήτων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη νέων ή βελτιωμένων προϊόντων, διαδικασιών ή υπηρεσιών.
36. «προ−εμπορικές δημόσιες συμβάσεις»: η αγορά υπηρεσιών έρευνας στην περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δεν αναλαμβάνει όλους τους κινδύνους, τα αποτελέσματα και τα οφέλη χρήσης κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του/της, αλλά τα μοιράζεται με τους παρόχους υπό όρους της αγοράς. Η σύμβαση, το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει σε μία ή περισσότερες κατηγορίες έρευνας και ανάπτυξης οριζόμενες στο παρόν πλαίσιο, είναι περιορισμένης διάρκειας. Με την εξαίρεση του πρωτοτύπου ή ενός περιορισμένου συνόλου πρώτων δοκιμαστικών στοιχείων, η αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών που αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας προ-εμπορικής δημόσιας σύμβασης δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο της ίδιας σύμβασης.
37. «σύμβαση ορισμένου χρόνου»: η σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία συνάπτεται απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου και η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως η παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή η εκτέλεση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.
38. «συμβουλευτικές υπηρεσίες συνεργασίας»: η παροχή συμβουλών, βοήθειας και εκπαίδευσης για την ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών, καθώς και για τη βελτίωση της συνεργασίας.
39. «τεχνολογικός φορέας»: νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που εποπτεύεται από τον Υπουργό Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, περιλαμβάνει στους στόχους του την ανάπτυξη τεχνολογίας και τεχνολογικών υποδομών και δραστηριοτήτων, την παροχή επιστημονικών, εξειδικευμένων εκπαιδευτικών και τεχνολογικών υπηρεσιών προς τρίτους σύμφωνα με τις ρυθμίσεις για τις κρατικές ενισχύσεις, και την επίλυση συγκεκριμένων τεχνολογικών προβλημάτων που εμπίπτουν στην επιστημονική περιοχή που υπηρετεί.
40. «τεχνολογική ανάπτυξη»: η ανάπτυξη και μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στην παραγωγική διαδικασία, που αποσκοπεί στη βελτίωση των τεχνολογικών και οικονομικών παραμέτρων παραγωγής προϊόντων ή προσφοράς υπηρεσιών, με την εφαρμογή μελετών και ερευνητικών προγραμμάτων και τη λήψη των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών μέτρων στην κατεύθυνση αυτή.
Σε ότι αφορά το άρθρο 1 Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης Νομική μορφή των Α.Ε.Ι. του Ν. 4009/2011 εκ παραδρομής στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) δεν αναφέρονται οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες.
Στην παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3442/2006 αναφέρεται ότι οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίας ανήκουν στην Ανώτατη Εκπαίδευση και ειδικότερα «2. Τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια και τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια ανήκουν στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες στην Ανώτατη Εκπαίδευση και τα Ιερατικά Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας αποτελούν φορείς δια βίου εκπαίδευσης».
Επίσης στην παρ. 3 του άρθρου 17 του ιδίου Νόμου αναφέρεται «3. Οι πτυχιούχοι των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, χειροτονούμενοι, κατατάσσονται στην Α΄ μισθολογική κατηγορία Εφημερίδων και εξελίσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια της κατηγορίας ΠΕ. Ειδικά οι κάτοχοι πτυχίου του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών μπορούν να εγγραφούν στον κατάλογο των προς Αρχιερατεία εκλόγιμων».
Επομένως, το άρθρο 1 του Ν. 4009/2011 θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να συμπεριληφθούν οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες στον Πανεπιστημιακό Τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης .
Είναι ακατανόητο και λυπηρό που ενώ ως αξιωματική αντιπολίτευση το κυρίως κυβερνών κόμμα υποστήριζε την έρευνα ως δημόσιο λειτούργημα και αγαθό που προστατεύεται από το Κράτος, ως κυβέρνηση διαγράφει από το νόμο 4310/2014 (Άρθρο 1) την αναφορά στο Άρθρο 16 του Συντάγματος που ορίζει την υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίζει την ελευθερία, την ανάπτυξη και την προαγωγή της.
Επίσης, ως αξιωματική αντιπολίτευση υποστήριζε την απόσυρση του Ν. 4310/2014 ως άκρως νεοφιλελεύθερου, ανεπαρκούς και απαράδεκτου, ενώ ως κυβέρνηση τον διατηρεί, προβαίνοντας -χωρίς διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς- σε αρκετά εκτεταμένη τροπολόγησή του και υποσχόμενη νέο νόμο στο μέλλον που θα αντιμετωπίσει τις σοβαρές ελλείψεις του 4310…
Επειδή πέρασαν πέντε μήνες ώστε να τεθεί σε διαβούλευση το παρόν ν/σ για την τροπολόγηση του 4310 και δεν γνωρίζουμε πότε θα γίνει νέος νόμος, ας επανέλθει τουλάχιστον η αναφορά στο Άρθρο 16 του Συντάγματος στην παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου.
Δρ Μαρία Θ. Στουμπούδη
Ερευνήτρια ΕΛΚΕΘΕ
π. Πρόεδρος ΔΣ Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών
Αναφορικά με το Άρθρο 15: Απαιτείται η πλήρης εναρμόνιση των ορισμών «Ερευνητές» & «Ερευνητικό Προσωπικό» με την Ευρωπαϊκή Χάρτα του Ερευνητή και τον Κώδικα δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών. Επιβεβλημένη είναι και η υιοθέτηση της κατηγοριοποίησης σε νέους και πεπειραμένους ερευνητές.
Το ΔΣ του Συλλόγου Εργαζομένων του ΕΚΕΤΑ (ΣΕΕΚΕΤΑ) θεωρεί ότι το γενικό πνεύμα των προτεινόμενων τροπολογιών αναφορικά με τον Ν4310/2014 είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και αρκετές από αυτές πράγματι συνεισφέρουν στη διόρθωση αντιφάσεων και την απάλειψη βασικών ελλείψεων του προαναφερθέντος Nόμου. Βεβαίως, θεωρούμε οτι υπάρχουν περαιτέρω δυνατότητες βελτίωσης με βάση τα σύντομα σχόλιά μας κατ΄άρθρο που παρατίθενται παρακάτω. Ωστόσο, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι πέραν από Νόμους, διατάξεις και τροπολογίες υπάρχουν και 2 βασικοί άξονες, οι οποίοι ανεξαρτήτως ισχύοντος θεσμικού πλαισίου καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματική και απρόσκοπτη υλοποίηση δραστηριοτήτων Ε&Κ από τους αρμοδίους φορείς. Πιο συγκεκριμένα:
1. Οι Προκηρύξεις έργων Ε&Κ οφείλουν να έχουν συνέχεια, να δημοσιοποιούνται στη βάση συγκεκριμένου μεσο-μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και να παρέχονται όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις υλοποίησής τους στη βάση ρεαλιστικών χρονοδιαγραμμάτων & των προτεινόμενων από τους φορείς επιστημονικών και τεχνολογικών δραστηριοτήτων. Δυστυχώς, η πρότερη εμπειρία αποδεικνύει οτι κατά κανόνα καμία από τις παραπάνω βασικές συνθήκες δεν πληρούται. Οι Προκηρύξεις ακολουθούν τυχαία χρονοδιαγράμματα (κατά κανόνα απελπιστικά οπισθοβαρή), με μακρές περιόδους αδράνειας τις οποίες διαδέχονται περίοδοι καταιγισμού δημοσιεύσεων/προσκλήσεων. Το αποτέλεσμα είναι αποσπασματικότητα, μη ορθή οργάνωση και καθυστέρηση αποτελεσμάτων αξιολόγησης, ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα υποβολής, οριζόντιες περικοπές προϋπολογισμών & διάρκειας έργων και αναπόφευκτα υποβάθμιση παραγόμενων αποτελεσμάτων και κατώτερη του αναμενομένου αξιοποίηση δράσεων. Οι μείζονος σημασίας μεσο-μακροπρόθεσμοι σχεδιασμοί καθυστερούν, παραμένουν ημιτελείς ή και ανακινούνται διαρκώς στη βάση μικρο-πολιτικών συμφερόντων. Tέλος, δυστυχώς δεν εκλείπουν και φαινόμενα δημοσιευμένων προκηρύξεων ή/και θετικά αξιολογημένων προτάσεων που παραμένουν «στον πάγο» για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προφανώς λόγω κακού ή ανύπαρκτου σχεδιασμού.
2. Οι διαδικασίες που αφορούν στην οικονομική διαχείριση δε μπορεί να αποτελούν το βασικό ζητούμενο υλοποίησης των έργων Ε&Κ. Είναι αυτονόητο ότι οι φορείς υλοποίησης θα πρέπει να διευκολύνονται σε σημαντικό βαθμό για την απρόσκοπτη υλοποίηση του επιστημονικού & τεχνολογικού τμήματος των έργων και οι ερευνητικές ομάδες να μην είναι δέσμιες γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. Ως παράδειγμα, θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι τα εγκεκριμένα τεχνικά δελτία κατά την ένταξη έργων δε μπορεί παρά να αποτελούν μια προσέγγιση της υλοποίησης έως το τέλος τους και άρα θα πρέπει να εξασφαλίζεται εύλογη ευελιξία με κύριο μέλημα τη διευκόλυνση των ουσιαστικών επιστημονικών και τεχνολογικών στόχων. Ως σημείο αναφοράς για σχετική βελτίωση προτείνονται τα Ευρωπαϊκά Ερευνητικά έργα, για τα οποία δεν είναι απαραίτητη η συνεχής αποστολή γνωστοποιήσεων και αιτημάτων τροποποίησης για ζητήματα ήσσονος σημασίας. Εύλογες διορθωτικές κινήσεις με σκοπό την κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο υλοποίηση των ερευνητικών στόχων θα πρέπει να θεωρούνται εξ ορισμού αποδεκτές και οι ερευνητικές ομάδες να μην αναλώνουν το χρόνο τους στην προετοιμασία και αποστολή αμέτρητων σχετικών εγγράφων. Επιπλέον, οι αξιολογήσεις του τεχνικού αντικειμένου θα πρέπει να διεξάγονται στην ώρα τους και οι αναφορές αποτελεσμάτων να είναι έγκαιρες και να παρέχουν ουσιατικές συμβουλές βελτιώσεων. Δε μπορεί, για παράδειγμα, να είναι αποδεκτή η ενδιάμεση αξιολόγηση έργων σε φάση λίγο πριν την ολοκλήρωσή τους.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ
ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος»,
15310 Αγία Παρασκευή Αττικής
Τηλ: 210 6503556, fax: 210 6511767
e-mail: mkonstan@bio.demokritos.gr
http://www.demokritos.gr/sed
Θέσεις του ΔΣ του ΣΕΔ επί του σχεδίου νόμου για
«Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα, την πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια εκπαίδευση και άλλες διατάξεις»
http://www.opengov.gr/ypepth/?p=2450
Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών Δημοκρίτου (ΣΕΔ) θα ήθελε να εκφράσει τις θέσεις της ερευνητικής κοινότητας του «Δ» σχετικά με το προτεινόμενο Σχέδιο νόμου: «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα, την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και άλλες διατάξεις» του ΥΠΟΠΑΙΘ που είναι σε διαβούλευση.
Η ερευνητική κοινότητα του «Δ» έχει εκφράσει πολλάκις την άποψη ότι ένας νόμος για την ΕΤΑΚ θα πρέπει να στηρίζεται στην αναμόρφωση του Ν1514 όσον αφορά σε αλλαγές:
• Στο πρότυπο διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων
• Στην αναβάθμιση της θέσης του Ερευνητή
• Στη διασύνδεση των Ερευνητικών Κέντρων (EK) με τα ΑΕΙ στο πλαίσιο του Ενιαίου Χώρου Έρευνας- Ανώτατης Εκπαίδευσης
• Στην ενίσχυση της διασύνδεσης της Έρευνας με τον Επιχειρηματικό τομέα.
Με τον τρόπο αυτό θα αξιοποιηθεί με το βέλτιστο τρόπο το ερευνητικό προσωπικό αλλά και οι Εθνικές ερευνητικές υποδομές, λειτουργώντας ως βασικός μοχλός ανάπτυξης της Χώρας.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Ν4310/2014 η ερευνητική κοινότητα του «Δ» εξέφρασε εγγράφως την αντίθεσή της στη φιλοσοφία καθώς και στους στόχους του νόμου, ζητώντας την απόσυρση του νομοσχεδίου (ή ακόμη και την καταψήφισή του), συντασσόμενη πλήρως με τις προτάσεις της ΕΕΕ (http://143.233.226.87/syllogos/sites/default/files/sed09-14.pdf, http://143.233.226.87/syllogos/sites/default/files/sed010-14.pdf).
Επιπροσθέτως ζητούσε την συνδιαμόρφωση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου για το ερευνητικό σύστημα της χώρας μας, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.
Δυστυχώς παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις για την κατάργηση του Ν. 4310/2014 για την Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία (ΕΤΑΚ), η σημερινή κυβέρνηση επιλέγει την εφαρμογή του εν λόγω νόμου, μέσω σειράς τροπολογιών.
Στο παρόν σ/ν υπάρχουν ορισμένες θετικές ρυθμίσεις όπως π.χ.: ο ορισμός του «Ερευνητικού φορέα», η επαναφορά της μονιμότητας των Ερευνητών Α’ και Β’ βαθμίδας, η θεσμοθέτηση ότι με νόμο συνιστώνται, συγχωνεύονται, διασπώνται και καταργούνται τα Ερευνητικά Κέντρα και τα Ινστιτούτα τους και η κατάργηση του Άρθρου 26 του Ν4310/2014.
Συμφωνώντας και με τις θέσεις της ΕΕΕ όπως αυτές εκφράστηκαν σε πρόσφατη επιστολή (http://www.eee-researchers.gr/wp-content/uploads/2015/05/EEE_EX-482-28-05-15_Epistoli-pros-YPOPAITH_gia-tis-tropologies-N4310.pdf) θεωρούμε ότι παρόλα ταύτα ο Ν. 4310/2014 και οι τροποποιήσεις του εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από την έλλειψη εξαιρετικά σημαντικών ρυθμίσεων για την ανέλιξη του εθνικού ερευνητικού συστήματος, οι οποίες –μεταξύ άλλων– αφορούν α) στη χάραξη και χρηματοδότηση Εθνικής Ερευνητικής Πολιτικής, β) στη δημιουργία Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, γ) στην αντιμετώπιση του κατακερματισμού του δημόσιου ερευνητικού ιστού και δ) στον εκδημοκρατισμό του προτύπου διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων.
Προτάσεις και σχόλια κατά άρθρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Άρθρα 1-14
Για την καταρχήν θεσμοθέτηση του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, ο ΣΕΔ προτείνει ως μέτρα προς άμεση θεσμοθέτηση:
• Δυνατότητα του Ερευνητή να ορίζεται κύριος επιβλέπων σε διδακτορική διατριβή, με απόφαση Γ.Σ.Ε.Σ (Γενική Συνέλευση Ειδικής Σύνθεσης του Τμήματος), δίχως την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικού Πρωτόκολλου Συνεργασίας μεταξύ του ΑΕΙ και του οικείου ΕΚ. Κατ’ ουσίαν το Άρθρο 8, παρ. 13 χρήζει νομοτεχνικής βελτίωσης ως εξής: «Στην περίπτωση συνεργασίας Α.Ε.Ι. και ερευνητικού κέντρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του ν.4009/2011 (Α’ 195), είναι δυνατός ο ορισμός ερευνητή ως επιβλέποντα υποψήφιου διδάκτορα εφόσον αυτό προβλέπεται στο πρωτόκολλο συνεργασίας και ύστερα από απόφαση της Γ.Σ.Ε.Σ.». Η βελτίωση αυτή διευκολύνει την απρόσκοπτη επίβλεψη διδακτορικών και από Ερευνητές χωρίς να αντικρούει τα πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ που περιγράφονται στο Άρθρο 42 του Ν. 4009/2011.
• Άμεση εφαρμογή του Άρθρου 42 του Ν. 4009/2011, με τροπολογία που θα αποδεσμεύει την υπογραφή Πρωτοκόλλων Συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ από τους εσωτερικούς κανονισμούς ΑΕΙ και ΕΚ (να αρκούν για την υπογραφή οι αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων σε επίπεδο ΑΕΙ και ΕΚ, ή Τμήματος και ΕΚ ή Ινστιτούτου αντίστοιχα).
• Θεσμοθέτηση της δυνατότητας των ΕΚ της ΓΓΕΤ να συνδιοργανώνουν μεταπτυχιακά προγράμματα 2ου και 3ου κύκλου σπουδών και με ΑΕΙ της αλλοδαπής, με ανάλογη προσθήκη στο Άρθρο 42 του Ν. 4009/2011.
• Ισότιμη, διακριτή, θεσμική μεταχείριση Καθηγητών ΑΕΙ και Ερευνητών. Οι όροι «Μέλη ΔΕΠ» και «Ερευνητές» είναι από μακράν θεσμοθετημένοι (Άρθρο 1, παρ. ιβ, Άρθρο 15, παρ. 16, και Άρθρο 29, παρ. 2 του παρόντος πολυνομοσχεδίου), αντίθετα από τον όρο «Ερευνητή σε Α.Ε.Ι.» που δεν υφίσταται. Επίσης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ταυτίζεται ο όρος «Μεταδιδακτορικοί Ερευνητές» με επιστήμονες που έχουν θέση μέλους ΔΕΠ ή ερευνητή σε ερευνητικό κέντρο. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 12 του Άρθρου 8, χρήζει νομοτεχνικής βελτίωσης, ως εξής «Με απόφαση της Γ.Σ. του Τμήματος ύστερα από πρόταση μέλους της ή του αρμόδιου Τομέα και για ειδικές εκπαιδευτικές ή ερευνητικές ανάγκες, καλούνται για ένα χρόνο ως (α) Επισκέπτες Καθηγητές, ή Μεταδιδακτορικοί Ερευνητές επιστήμονες που έχουν θέση μέλους ΔΕΠ ή ερευνητή σε Α.Ε.Ι. ή ερευνητικό κέντρο, (β) Μεταδιδακτορικοί Ερευνητές, νέοι επιστήμονες κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Εσωτερικό Κανονισμό του οικείου Α.Ε.Ι.
• Άμεση, δημοκρατική αναβάθμιση του προτύπου διοίκησης των ΕΚ κατ’ αντιστοιχία με τα ΑΕΙ.
• Στο πλαίσιο της δέσμης των απαραίτητων ρυθμίσεων προκειμένου να αποκατασταθεί το πνεύμα ισοτιμίας των ΑΕΙ και των ΕΚ, είναι απαραίτητο να επεκταθεί και στα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ η ρύθμιση του Άρθρου 8, παρ. 22.α), με νομοτεχνική βελτίωση, ως εξής: «Οι Ομότιμοι Καθηγητές Α.Ε.Ι. δεν καταλαμβάνουν θέσεις σε μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης ερευνητικών φορέων, τα οποία ανήκουν στα Α.Ε.Ι. και η διοίκηση ορίζεται από τα Α.Ε.Ι., των κέντρων τεχνολογικής έρευνας (ΚΤΕ), και των ερευνητικών πανεπιστημιακών ινστιτούτων (ΕΠΙ) και των ερευνητικών κέντρων της ΓΓΕΤ. Με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καταργείται κάθε αντίθετη σχετική διάταξη». Αντίστοιχη ρύθμιση θα πρέπει να προβλεφθεί και για τους «Ομότιμους Ερευνητές».
• Τέλος, η υποχρέωση διαφάνειας πρέπει να ισχύει το ίδιο σε όλους τους ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς φορείς της χώρας. Ως εκ τούτου το Άρθρο 14, παρ. 18 χρήζει νομοτεχνικής βελτίωσης ως εξής: «Τα Α.Ε.Ι. και οι δημόσιοι ερευνητικοί φορείς της χώρας οφείλουν να ανταποκρίνονται στην υποχρέωση διαφάνειας παρέχοντας στο διαδικτυακό τους τόπο ή και με κάθε άλλον πρόσφορο τρόπο, κάθε δυνατή πληροφόρηση σχετικά με τα μέλη ΔΕΠ, τους Ερευνητές και κάθε άλλη κατηγορία προσωπικού, τα διοικητικά τους όργανα και τις αποφάσεις τους, τις πηγές και τη διαχείριση των πόρων, την οργάνωση σπουδών, την υλικοτεχνική υποδομή και το σύνολο των παρεχόμενων από αυτά υπηρεσιών».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ B’ – ΈΡΕΥΝΑ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ
Άρθρο 15 – Αντικείμενο – Ορισμοί ΕΤΑΚ
• Να επανέλθει η αναφορά του Άρθρου 16 του Συντάγματος στην παρ. 1.
• Να αντικατασταθεί στην παρ. 16 η αναφορά στο άρθρο «18 του παρόντος», με το «άρθρο 29 του παρόντος»
• Να επανέλθει –τουλάχιστον ως έχει– ο ορισμός των καινοτόμων επιχειρήσεων του Ν. 4310/2014 (Άρθρο 2, παρ. 32).
• Αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται σε όλους τους φορείς Έρευνας, με βάση διαφανείς, ουσιαστικούς και θεσμοθετημένους κανόνες. Η αξιολόγηση θα πρέπει δηλαδή να περιλαμβάνει –εκτός από τα ΑΕΙ και τα ΕΚ της ΓΓΕΤ– τους τεχνολογικούς φορείς, τους ερευνητικούς φορείς εκτός ΓΓΕΤ (δημόσιους και ιδιωτικούς) που λαμβάνουν ερευνητικές χρηματοδοτήσεις, καθώς και την ίδια τη ΓΓΕΤ.
Άρθρο 16 – Πεδίο Εφαρμογής για την ΕΤΑΚ
Στο πεδίο εφαρμογής θα πρέπει να αναφέρονται ονομαστικά και τα υπόλοιπα, κύρια, εκτός ΓΓΕΤ δημόσια Ερευνητικά Κέντρα ή Ινστιτούτα (που εποπτεύονται από άλλα Υπουργεία εκτός του ΥΠΟΠΑΙΘ), όπως αυτά προκύπτουν από σχετική μελέτη που διεξήχθη κατά παραγγελία της ΓΓΕΤ.
Άρθρα 17-18. – Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας / Διαδικασία έγκρισης ΕΣΕΤΑΚ
Δεν αναφέρεται πουθενά ο τρόπος της διασφάλισης της Εθνικής χρηματοδότησης του σχεδίου δράσης καθώς και η υποχρεωτική αποτίμηση της δράσης.
Όπως αναφερόταν και στην ανάλυση SWOT για το ελληνικό σύστημα Ε&Α που πραγματοποιήθηκε από τη Rand [A rapid review of the Greek research and development system, copyright 2011 RAND Corporation], στις σημαντικές αδυναμίες του ελληνικού ερευνητικού συστήματος ήταν (α) η «Έλλειψη συνεπούς και αξιόπιστης χρηματοδότησης, αταξία στον κύκλο προκηρύξεων διαγωνισμών (ITT), αναξιοπιστία στο χρόνο πληρωμής» και (β) η «Έλλειψη εθνικής στρατηγικής, που οδηγεί σε έλλειψη προτεραιοτήτων και μιας συνεκτικής ερευνητικής κοινότητας».
Επιπλέον: α) το Σχέδιο δράσης θα πρέπει να ψηφίζεται από τη Βουλή β) να συμπεριληφθεί η συντήρηση και ενίσχυση των Εθνικών ερευνητικών υποδομών καθώς και ο Ευρωπαϊκός χώρος έρευνας, και γ) να προστεθεί η ενσωμάτωση και η ενίσχυση του «Τριγώνου της Γνώσης» που συγκροτούν η Έρευνα, η Ανώτατη Εκπαίδευση και η Καινοτομία σύμφωνα με τους στόχους και προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (PE 67/13, PE 16939/13).
Άρθρο 20 – Γενική Γραμματεία Έρευνας, Τεχνολογίας
Να συμπεριληφθεί η υποχρεωτική περιοδική αξιολόγηση της ΓΓΕΤ με διεθνείς δείκτες αξιολόγησης.
Επιπλέον θεωρούμε ότι η ΓΓΕΤ δεν μπορεί να έχει διττό ρόλο και αξιολογητή και χρηματοδότη και για αυτό στηρίζουμε την πρόταση στο πλαίσιο του Ενιαίου Χώρου Παιδείας και Έρευνας να ανατεθεί στην ΑΔΙΠ η αξιολόγηση και των ΕΚ αφού βεβαίως τροποποιηθεί και η σύνθεσή της αναλόγως.
Προτείνουμε τη δημιουργία ενός Εθνικού Συμβούλιου Έρευνας, Ανώτατης Εκπαίδευσης και Καινοτομίας ως ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του ΥΠΟΠΑΙΘ και άλλων Υπουργείων στο οποίο θα ενσωματωθεί το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΚ).
Άρθρο 22 – Περιφερειακό Συμβούλιο Έρευνας και Καινοτομίας (ΠΣΕΚ)
Να εξειδικευτεί και να διασφαλιστεί η οριζόντια δικτύωση των μεγάλων δημοσίων Ερευνητικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ και ΕΚ), στα οποία βρίσκεται και μεγάλο τμήμα των Εθνικών ερευνητικών υποδομών και τα οποία έχουν την έδρα τους σε ορισμένες μόνο Περιφέρειες της χώρας (όπως Αττικής, Κεντρικής Μακεδονίας και Κρήτης) με ερευνητικούς φορείς των λοιπών Περιφερειών.
Άρθρο 23 – Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΣΕΚ) και Άρθρο 24 – Επιλογή, Διορισμός Μελών, Λειτουργία ΕΣΕΚ
Προτείνουμε τη δημιουργία ενός Εθνικού Συμβούλιου Έρευνας, Ανώτατης Εκπαίδευσης και Καινοτομίας ως ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του ΥΠΑΙΘ και άλλων Υπουργείων στο οποίο θα ενσωματωθεί το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΚ).
Άρθρο 25 – Ερευνητικά Κέντρα-Ινστιτούτα-Τεχνολογικοί φορείς
Δεν καταργούνται τα νέα ΕΚ και Ινστιτούτα του Ν. 4310/2014 που υπάγονται στη ΓΓΕΤ, απλώς αναστέλλεται προσωρινά η ίδρυσή τους. Η ίδρυση των οργανισμών αυτών δεν εντάσσεται σε κανένα εθνικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη του δημόσιου ερευνητικού συστήματος.
Προτείνεται η εισαγωγή ρητής νομοθετικής πρόβλεψης, με βάση την οποία όσοι νέοι δημόσιοι ερευνητικοί οργανισμοί δημιουργούνται θα εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου για την ΕΤΑΚ, ή/και στη ΓΓΕΤ. Το πεδίο εφαρμογής του νόμου θα πρέπει επίσης να επεκταθεί και σε όλους τους υπάρχοντες, εκτός ΓΓΕΤ, δημόσιους ερευνητικούς φορείς που είναι δικαιούχοι δημόσιας χρηματοδότησης.
Άρθρο 26 – Διοικητικό Συμβούλιο και Άρθρο 27 –Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου – Διευθυντές Ινστιτούτων
Προτείνουμε την θεσμοθέτηση μηχανισμού προκειμένου να εξασφαλιστεί η έγκαιρη διαδικασία εκλογής νέων Δ/ντών ΕΚ/Ινστιτούτου, σε συγκεκριμένα χρονικά όρια, όταν λήξει η θητεία τους ή συνταξιοδοτηθούν (κατ’ αντιστοιχία του Άρθρου 3.2.α του παρόντος).
Ζητούμε την απαλοιφή του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 5, η οποία επαναφέρει την τρίτη θητεία Διευθυντών που διανύουν ήδη τη δεύτερη θητεία τους ως εξής «Στο τέλος της παραγράφου 11 του άρθρου 16 του ν.4310/2014 προστίθεται η φράση «για την ίδια ακριβώς θέση. Η παρούσα περίπτωση καταλαμβάνει και του διευθυντές που υπηρετούν την πρώτη ή τη δεύτερη θητεία τους κατά τη δημοσίευση του παρόντος»..
Ο Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου και οι Διευθυντές των Ινστιτούτων είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και διορίζονται με Απόφαση του ΥΠΟΠΑΙΘ για ορισμένο χρόνο, διάρκειας τεσσάρων [4] ετών.
Ο Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου και οι Διευθυντές των Ινστιτούτων να μην έχουν συμπληρώσει κατά την ημέρα που προκηρύσσεται η πλήρωση της θέσης, το 63ο έτος της ηλικίας τους.
Ειδικότερα για την εκλογή του Διευθυντή Ινστιτούτου προτείνουμε:
Ο Δ/ντής Ερευνητικού Κέντρου και ο Δ/ντής Ινστιτούτου εκλέγονται από επταμελή επιτροπή που απαρτίζεται από τέσσερα εσωτερικά και τρία εξωτερικά μέλη. Τα εσωτερικά μέλη είναι Ερευνητές Α’ ή Β’ Βαθμίδας και εκλέγονται από το σύνολο των Ερευνητών του Κέντρου ή Ινστιτούτου αντίστοιχα. Τα εξωτερικά μέλη είναι διεθνώς καταξιωμένοι επιστήμονες, με έναν εξ αυτών τουλάχιστον να προέρχεται από την αλλοδαπή.
Ο Διευθυντής Ινστιτούτου είναι υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία του Ινστιτούτου σε όλα τα επίπεδα. Παρίσταται στις συνεδριάσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου χωρίς δικαίωμα ψήφου. Σε κρίσεις ερευνητών συμμετέχει αυτοδικαίως ως μέλος στις επιτροπές κρίσεων χωρίς να είναι ο εισηγητής.
Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του Άρθρου 26 πρέπει να απαλειφθούν.
Άρθρο 28 – Επιστημονικό Συμβούλιο Ερευνητικού Κέντρου – Επιστημονικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Ινστιτούτων
Ο ρόλος των ΕΓΣ Ινστιτούτων θα πρέπει να γίνει αποφασιστικός σε θέματα που αφορούν στις βασικές επιλογές των Ινστιτούτων. Έτσι δημιουργείται ένα πλαίσιο για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων με συναίνεση Δ/ντή – Ερευνητών.
Για αυτό προτείνουμε: την σύσταση του Επιστημονικού Συμβούλιου Ινστιτούτου (ΕΣΙ):
Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του ο Διευθυντής Ινστιτούτου επικουρείται από Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου (ΕΣΙ) το οποίο αποτελείται από πέντε (5) μέλη, Ερευνητές και Ειδικούς Λειτουργικούς Επιστήμονες Α‘ ή Β΄ βαθμίδας του αντίστοιχου Ινστιτούτου, Τα μέλη του ΕΣΙ, εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία για δύο (2) έτη από το σύνολο των Ερευνητών και των Ειδικών Λειτουργικών Επιστημόνων του Ινστιτούτου. Η πρόσκληση για την εκλογή των μελών του ΕΣΙ γίνεται υπό την εποπτεία της Διεύθυνσης Διοικητικού του Κέντρου. Αν δεν υπάρχουν αρκετοί ερευνητές και Ε.Λ.Ε. Α’ ή Β’ βαθμίδας, μπορούν να εκλεγούν και ερευνητές και Ε.Λ.Ε. Γ’ βαθμίδας. Στις συνεδριάσεις του ΕΣΙ μπορεί να συμμετάσχουν, ως σύμβουλοι, ή επισκέπτες, μέλη ΔΕΠ και Ερευνητές του Ινστιτούτου κατόπιν πρόσκλησης του Προέδρου του ΕΣΙ.
Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του ΕΣΙ εκλέγονται από τα μέλη του ΕΣΙ. Στο ΕΣΙ καλείται και συμμετέχει ο Διευθυντής του Ινστιτούτου ή σε περίπτωση γνωστοποίησης κωλύματος ή απουσίας του, ο Αναπληρωτής του.
Στις αρμοδιότητες του ΕΣΙ περιλαμβάνονται η λήψη αποφάσεων για τα θέματα στρατηγικής ανάπτυξης των Ινστιτούτων, έγκριση επιχειρηματικού σχεδίου για την υλοποίηση της ανάπτυξης, ορισμός και τροποποίηση οργανογράμματος, δημιουργία νέων θέσεων Ερευνητών, οικονομικός απολογισμός και προϋπολογισμός του Ινστιτούτου, έγκριση της ενδιάμεσης και της τελικής απολογιστικής έκθεσης του Διευθυντή Ινστιτούτου.
Ο Δ/ντής Ινστιτούτου υποβάλλει ετήσια απολογιστική έκθεση πεπραγμένων, προς έγκριση από το ΕΣΙ.
Να προστεθεί:
Αναπληρωτής Δ/ντής
Εκλέγεται για διετή θητεία από την Συνέλευση των Ερευνητών και ΕΛΕ με ψηφοφορία ξεχωριστή από αυτήν του Επιστημονικού Συμβουλίου Ινστιτούτου και δεν έχει δικαίωμα εκλογής σε αυτό. Παρίσταται στις συνεδριάσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο Αναπληρωτής Δ/ντής αναπληρώνει τον Δ/ντή του Ινστιτούτου σε όλες τις αρμοδιότητες του και έχει δικαίωμα ψήφου στο ΔΣ του Κέντρου.
Επιπλέον θεωρούμε πολύ σημαντικό για την εύρυθμη λειτουργία του Ινστιτούτου να συγκαλείται η Συνέλευση των Ερευνητών και ΕΛΕ του Ινστιτούτου σε τακτά διαστήματα και να έχει αρμοδιότητες. Προτείνουμε:
Η Συνέλευση των Ερευνητών και ΕΛΕ του Ινστιτούτου αποτελεί το ανώτατο όργανο ελέγχου του Ινστιτούτου. Συγκαλείται σε τακτική βάση από τον Δ/ντή του Ινστιτούτου και σε έκτακτες περιπτώσεις με απόφαση του Δ/ντή ή των 3/5 των μελών του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου ή μετά από συλλογή υπογραφών από την πλειοψηφία (50%+1) των Ερευνητών του. Εγκρίνει τις ερευνητικές κατευθύνσεις του Ινστιτούτου σε σχέση με το στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης και τις ετήσιες αυτο-αξιολογήσεις του Ινστιτούτου. Έχει γενικότερη ελεγκτική αρμοδιότητα για όλες τις πράξεις της Διοίκησης του Ινστιτούτου συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής διαχείρισης, η οποία παρουσιάζεται μέσω του ετήσιου οικονομικού απολογισμού και προϋπολογισμού. Η εισήγηση θα γίνεται είτε από Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου του Ινστιτούτου είτε από το ΕΣΙ. Η Γενική Συνέλευση θα εγκρίνει την εισήγηση της επιτροπής ή του ΕΣΙ για τα οικονομικά. Επιπλέον, με ειδική ενισχυμένη πλειοψηφία (δυο τρίτων των μελών του Ινστιτούτου συν ένας), μπορεί να εισηγείται στο ΔΣ του Κέντρου την άμεση παύση της θητείας του Δ/ντή για μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του.
Ακόμη προτείνουμε τη συγκρότηση Συμβουλευτικής Επιτροπής Ινστιτούτου: Αποτελείται από 5 διακεκριμένους επιστήμονες του εξωτερικού που καλύπτουν όλο το φάσμα δραστηριοτήτων του Ινστιτούτου. Τα μέλη της ορίζονται μετά από σχετικές εισηγήσεις της Συνέλευσης των ερευνητών του Ινστιτούτου. Κρίνει, βάσει του ετήσιου απολογισμού, παρουσιάσεων των ερευνητών και συνεντεύξεων με αυτούς, την ποιότητα και απόδοση των δραστηριοτήτων του Ινστιτούτου και προτείνει στον Δ/ντή και στο Επιστημονικό Συμβούλιο του Ινστιτούτου μέτρα για τη βελτίωση της απόδοσης. Οι προτάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Ινστιτούτου κοινοποιούνται άμεσα στην Συνέλευση των Ερευνητών του Ινστιτούτου.
Άρθρο 29.- Προσωπικό Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων
Προτείνουμε κατά αντιστοιχία με τα ΑΕΙ τη δημιουργία ενδιάμεσης βαθμίδας όπως οι Μόνιμοι Επίκουροι.
Να προστεθεί στην παράγραφο 12β) του άρθρου ότι: «Ο χρόνος Υποτροφίας λογίζεται, ως χρόνος προϋπηρεσίας σε περίπτωση διορισμού τους στο δημόσιο τομέα.».
Να προστεθεί: «Οι ερευνητές Γ’ βαθμίδας οι οποίοι δεν θα προαχθούν στη Β’ βαθμίδα δικαιούνται μόνιμη θέση (στα ΝΠΔΔ) ή αορίστου χρόνου (στα ΝΠΙΔ)» (όπως αυτό προβλεπόταν από το Ν. 1514), είτε να προστεθεί αντίστοιχη ρύθμιση όπως για τα μέλη ΔΕΠ στο Αρθρο 8 παράγραφος 16, ώστε να δίνεται η δυνατότητα επιλογής για μονιμοποίησή τους στη συγκεκριμένη βαθμίδα.
Στην παράγραφο 1 να αντικατασταθεί η αναφορά στο Άρθρου 13 με το Άρθρο 25 του παρόντος.
Άρθρο 30 – Πόροι των Ερευνητικών Κέντρων και Τεχνολογικών Φορέων – Αξιοποίηση της περιουσίας των Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων
Αναμόρφωση της παραγράφου 1 ως ακολούθως:
Οι πόροι των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων προέρχονται από:
Δημόσια Εθνική Χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΕΤΑΚ και το Σχέδιο Δράσης. Η χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους μισθοδοσίας των ερευνητών και των μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων αορίστου χρόνου, καθώς και του λειτουργικού κόστους συντήρησης των εθνικών ερευνητικών υποδομών.
Προτείνεται η απαλοιφή των παραγράφων 5 και 6 του Άρθρου 21 του Ν. 4310/2014.
Άρθρο 31 – Δημόσια Χρηματοδότηση
Να προστεθεί στην παράγραφο 2 β) Η χρηματοδότηση να καλύπτει και το λειτουργικό κόστος συντήρησης των εθνικών ερευνητικών υποδομών.
Άρθρο 32 – Διαδικασία Χρηματοδότησης έργων, μελετών και προγραμμάτων που υποβάλλονται για ΕΤΑΚ – Αξιολόγηση – Έλεγχος
Περικοπές της χρηματοδότησης άνω του 10%, θα πρέπει να συνοδεύονται από αντίστοιχη τεκμηριωμένη πρόταση περικοπής του φυσικού αντικειμένου της πρότασης. Η ΓΓΕΤ να προβλέπει σε κάθε προκήρυξη αξιολόγηση/αποτίμηση του έργου των κριτών, με δυνατότητα αποκλεισμού τους από μελλοντικές αξιολογήσεις, εφόσον δεν έχουν συμμορφωθεί προς τις οδηγίες για την αξιολόγηση ή έχουν περιπέσει σε άλλα παραπτώματα.
Άρθρο 33 – Μητρώο Πιστοποιημένων Αξιολογητών
Παράγραφος 3. Να περιγραφούν τα εξειδικευμένα προσόντα των μελών της επιτροπής. Απαραίτητο να είναι το διδακτορικό δίπλωμα, όπως επίσης και η αποδεδειγμένη ερευνητική εμπειρία και τεχνογνωσία στον τομέα της ΕΤΑΚ.
Άρθρο 28 του Νόμου 4310 (Βραβεία – υποτροφίες – Ερευνητική Άδεια) που δεν τροπολογείται στο παρόν σ/ν
Να συμπεριληφθεί και η «εκπαιδευτική άδεια» στο πλαίσιο της εδραίωσης πιο στενής συνεργασίας ΕΚ και ΑΕΙ.
Άρθρο 34 – Επιλογή προσωπικού ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων
Να προστεθεί ανάλογη ρύθμιση με τα ΑΕΙ για την θεσμοθέτηση τριμελούς εισηγητικής επιτροπής για τη σύνταξη της εισηγητικής έκθεσης στις κρίσεις ένταξης/εξέλιξης των Ερευνητών σε βαθμίδα.
Άρθρο 30 -Εθνικός Κατάλογος Κριτών
Δημιουργία Μητρώου αξιολογητών σε κάθε ΕΚ, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τα ΑΕΙ.
Το σύστημα ΑΠΕΛΛΑ του οποίου η λειτουργία αναστέλλεται (Άρθρο 8, παρ. 26) θα πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί, επεκτείνοντας την ισχύ του και στα ΕΚ και τις κρίσεις ένταξης/εξέλιξης των Ερευνητών σε βαθμίδα.
Άρθρο 35 του Νόμου 4310 (Σύνδεση Ερευνητικών οργανισμών) που δεν τροπολογείται στο παρόν σ/ν
Δυνατότητα του Ερευνητή να ορίζεται κύριος επιβλέπων σε διδακτορική διατριβή, με απόφαση Γ.Σ.Ε.Σ (Γενική Συνέλευση Ειδικής Σύνθεσης του Τμήματος), δίχως την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικού Πρωτόκολλου Συνεργασίας μεταξύ του ΑΕΙ και του οικείου ΕΚ. Κατ’ ουσίαν το Άρθρο 8, παρ. 13 χρήζει νομοτεχνικής βελτίωσης ως εξής: «Στην περίπτωση συνεργασίας Α.Ε.Ι. και ερευνητικού κέντρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του ν.4009/2011 (Α’ 195), είναι δυνατός ο ορισμός ερευνητή ως επιβλέποντα υποψήφιου διδάκτορα εφόσον αυτό προβλέπεται στο πρωτόκολλο συνεργασίας και ύστερα από απόφαση της Γ.Σ.Ε.Σ.». Η βελτίωση αυτή διευκολύνει την απρόσκοπτη επίβλεψη διδακτορικών και από ερευνητές, και χωρίς να αντικρούει τα πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ που περιγράφονται στο Άρθρο 42 του Ν. 4009/2011.
Άμεση εφαρμογή του Άρθρου 42 του Ν. 4009/2011, με τροπολογία που θα αποδεσμεύει την υπογραφή Πρωτοκόλλων Συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ από τους εσωτερικούς κανονισμούς ΑΕΙ και ΕΚ (να αρκούν για την υπογραφή οι αποφάσεις της Συγκλήτου του ΑΕΙ και του ΔΣ του ΕΚ, αντίστοιχα).
Θεσμοθέτηση της δυνατότητας των ΕΚ της ΓΓΕΤ να συνδιοργανώνουν μεταπτυχιακά προγράμματα 2ου και 3ου κύκλου σπουδών και με ΑΕΙ της αλλοδαπής, με ανάλογη προσθήκη στο Άρθρο 42 του Ν. 4009/2011.
Άρθρο 37 – Κινητικότητα Ερευνητών
Οι Ερευνητές να έχουν τη δυνατότητα απασχόλησης για ορισμένο χρόνο σε θέση Ερευνητή Ερευνητικού Κέντρου, ΑΕΙ ή τμήματος έρευνας και ανάπτυξης επιχείρησης και της ημεδαπής (όχι μόνο της αλλοδαπής, βλ. παρ. 2)
Άρθρο 42: Μεταβατικές και Τελικές διατάξεις για την Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία
Θα πρέπει να προβλεφθεί και να κατοχυρωθεί η κατά τακτά χρονικά διαστήματα προκήρυξη νέων θέσεων Ερευνητών ανά Ινστιτούτο.
Στην παράγραφο 2 η παράταση να επεκταθεί για εύλογο χρονικό διάστημα (π.χ. μέχρι 31/3/2016), ώστε να δοθεί ικανό χρονικό διάστημα στα ΕΚ να συντάξουν τους νέους Εσωτερικούς κανονισμούς τους.
Η παράγραφος 6 χρήζει νομοτεχνικής βελτίωσης ως εξής: «Το προσωπικό των δημόσιων ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων, μπορεί να μετακινείται εκτός έδρας, για τις ανάγκες των προγραμμάτων ή έργων τους που χρηματοδοτούνται ή συγχρηματοδοτούνται ή επιδοτούνται από Ευρωπαϊκούς ή διεθνείς οργανισμούς ή ίδιους πόρους ή ιδιωτικά κονδύλια κατά παρέκκλιση των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων για τους απασχολούμενους στο δημόσιο, εφόσον η σχετική δαπάνη τους καλύπτεται από τα προγράμματα ή τα έργα αυτά, για την ανάγκες των οποίων μετακινούνται. Η ισχύς της διάταξης αυτής ισχύει αναδρομικά, από την έναρξη ισχύος του ν. 2685/1999»
Στην παράγραφο 8 απαλοιφή της πρότασης: «Οι εν λόγω υποτροφίες δεν επιβαρύνουν το τακτικό προϋπολογισμό».
Επιπλέον προτείνουμε την προσθήκη της παραγράφου:
«Τα Ερευνητικά Κέντρα παρέχουν και υπηρεσίες εκπαίδευσης και κατάρτισης στο πλαίσιο της διάχυσης της Γνώσης που αναπτύσσουν μέσα από την εκπόνηση έρευνας και την υλοποίηση εθνικών και διεθνών ερευνητικών έργων. Η εκπαίδευση και κατάρτιση παρέχεται μέσω σεμιναρίων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων κ.λ.π.
Η εκπαίδευση που παρέχεται από τα Ερευνητικά Κέντρα, υπό μορφή σεμιναρίων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων κλπ, δεν υπόκειται σε ΦΠΑ, όπως προβλέπεται και από τον Ν576/1977 για την εκπαίδευση- κατάρτιση και το ΦΠΑ.»
Το ΔΣ του Συλλόγου Ερευνητών του Δημόκριτου
Σε πρόσφατο δημοσίευμα (βλ., P. Normand και Γ. Κορρές, ΑΥΓΗ, 07.06.2015), τοποθετηθήκαμε στο θέμα του εκδημοκρατισμού στον χώρο της έρευνας τονίζοντας μεταξύ άλλων την πλήρη αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρότυπο διοίκησης και λήψης αποφάσεων στα ΑΕΙ και σε αυτό των Ερευνητικών Κέντρων, την οποία ως φαίνεται, όχι μόνο αδυνατεί να αντιμετωπίσει αλλά συνεχίζει να προωθεί το υπό δημόσια διαβούλευση πολυνομοσχέδιο.
Το Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. συντηρεί κατ’ αυτό τον τρόπο μια σοβαρή παθογένεια που κυριαρχεί στα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ), η οποία στερεί για χρόνια το δικαίωμα και την δυνατότητα από την κατά κοινή ομολογία υψηλού επιπέδου ελληνική ερευνητική κοινότητα να συμμετέχει ουσιαστικά σε θεσμικά όργανα διαμόρφωσης και άσκησης ερευνητικής πολιτικής αποκτώντας μια πραγματική οντότητα με ουσιαστική συνεισφορά στην ανάπτυξη της χώρας.
Οι τροπολογίες που προτείνονται στο πολυνομοσχέδιο απέχουν πολύ από το να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για να πραγματοποιηθεί το αναγκαίο άλμα εκδημοκρατισμού που αναμένει για χρόνια η ερευνητική κοινότητα. Θα ήταν ανώφελο να περιγράψουμε εδώ τις σχετικές πλασματικές αλλαγές που εισάγονται στην κείμενη νομοθεσία όταν αυτές σηματοδοτούν μια προφανή έλλειψη βούλησης του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. να προωθήσει μια δημοκρατική διακυβέρνηση στη λειτουργία των ΕΚ.
Το πολυνομοσχέδιο δεν εισάγει καμία ουσιαστική βελτίωση στην οργανωτική δομή και λειτουργία των ΕΚ, τα οποία για άλλη μια φορά θα αναγκαστούν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται κάτω από ένα αναχρονιστικό και αυταρχικό μοντέλο διοίκησης που όπως αναφέρθηκε βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με το αντίστοιχο των ΑΕΙ και αυτό παρά τον οραματικό στόχο του ενιαίου χώρου έρευνας και ανώτατης εκπαίδευσης στην βάση της ισοτιμίας και της αυτοτέλειας.
Η ερευνητική κοινότητα, μέσω των συλλογικών της οργάνων, επί χρόνια διατυπώνει τις θέσεις και τις προτάσεις της όσον αφορά όχι μόνο το πρότυπο διοίκησης των ΕΚ και των Ινστιτούτων αλλά και σε πολλά άλλα κρίσιμα ζητήματα που άπτονται του δημόσιου ερευνητικού συστήματος ως μοχλού κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Η φωνή της δυστυχώς συνεχίζει να μην λαμβάνεται υπ’ όψη. Είναι καιρός η πολιτεία να ανοίξει έναν μόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο επικοινωνίας μαζί της με σκοπό την θέσπιση ενός μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού πρότυπου προς όφελος όλης της κοινωνίας. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. έχει την πολιτική βούληση και δεν θα παραμείνει τελικά εγκλωβισμένο στην αναποτελεσματική πολιτική των τελευταίων ετών προωθώντας την καθιέρωση ενός ουσιαστικού «τριγώνου της γνώσης» χαρακτηριζόμενο από συλλογικότητα, υπευθυνότητα και ελευθερία. Το υπό δημόσια διαβούλευση πολυνομοσχέδιο δίνει την ευκαιρία για να το αποδείξει άλλα αυτό πρωτίστως απαιτεί την επανεξέταση σειράς από τις προτεινόμενες τροπολογίες και την κατάλληλη διαμόρφωσή τους στην συνέχεια.
Pascal Normand* και Γεράσιμος Κορρές**
*Ερευνητής στο Ινστιτούτο Νανοεπιστήμης και Νανοτεχνολογίας του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος»
**Ερευνητής στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών
Σε πρόσφατο δημοσίευμα (βλ., P. Normand και Γ. Κορρές, ΑΥΓΗ, 07.06.2015), τοποθετηθήκαμε στο θέμα του εκδημοκρατισμού στον χώρο της έρευνας τονίζοντας μεταξύ άλλων την πλήρη αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρότυπο διοίκησης και λήψης αποφάσεων στα ΑΕΙ και σε αυτό των Ερευνητικών Κέντρων, την οποία ως φαίνεται, όχι μόνο αδυνατεί να αντιμετωπίσει αλλά συνεχίζει να προωθεί το υπό δημόσια διαβούλευση πολυνομοσχέδιο.
Το Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. συντηρεί κατ’ αυτό τον τρόπο μια σοβαρή παθογένεια που κυριαρχεί στα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ), η οποία στερεί για χρόνια το δικαίωμα και την δυνατότητα από την κατά κοινή ομολογία υψηλού επιπέδου ελληνική ερευνητική κοινότητα να συμμετέχει ουσιαστικά σε θεσμικά όργανα διαμόρφωσης και άσκησης ερευνητικής πολιτικής αποκτώντας μια πραγματική οντότητα με ουσιαστική συνεισφορά στην ανάπτυξη της χώρας.
Οι τροπολογίες που προτείνονται στο πολυνομοσχέδιο απέχουν πολύ από το να δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για να πραγματοποιηθεί το αναγκαίο άλμα εκδημοκρατισμού που αναμένει για χρόνια η ερευνητική κοινότητα. Θα ήταν ανώφελο να περιγράψουμε εδώ τις σχετικές πλασματικές αλλαγές που εισάγονται στην κείμενη νομοθεσία όταν αυτές σηματοδοτούν μια προφανή έλλειψη βούλησης του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. να προωθήσει μια δημοκρατική διακυβέρνηση στη λειτουργία των ΕΚ.
Το πολυνομοσχέδιο δεν εισάγει καμία ουσιαστική βελτίωση στην οργανωτική δομή και λειτουργία των ΕΚ, τα οποία για άλλη μια φορά θα αναγκαστούν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται κάτω από ένα αναχρονιστικό και αυταρχικό μοντέλο διοίκησης που όπως αναφέρθηκε βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με το αντίστοιχο των ΑΕΙ και αυτό παρά τον οραματικό στόχο του ενιαίου χώρου έρευνας και ανώτατης εκπαίδευσης στην βάση της ισοτιμίας και της αυτοτέλειας.
Η ερευνητική κοινότητα, μέσω των συλλογικών της οργάνων, επί χρόνια διατυπώνει τις θέσεις και τις προτάσεις της όσον αφορά όχι μόνο το πρότυπο διοίκησης των ΕΚ και των Ινστιτούτων αλλά και σε πολλά άλλα κρίσιμα ζητήματα που άπτονται του δημόσιου ερευνητικού συστήματος ως μοχλού κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Η φωνή της δυστυχώς συνεχίζει να μην λαμβάνεται υπ’ όψη. Είναι καιρός η πολιτεία να ανοίξει έναν μόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο επικοινωνίας μαζί της με σκοπό την θέσπιση ενός μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού πρότυπου προς όφελος όλης της κοινωνίας. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. έχει την πολιτική βούληση και δεν θα παραμείνει τελικά εγκλωβισμένο στην αναποτελεσματική πολιτική των τελευταίων ετών προωθώντας την καθιέρωση ενός ουσιαστικού «τριγώνου της γνώσης» χαρακτηριζόμενο από συλλογικότητα, υπευθυνότητα και ελευθερία. Το υπό δημόσια διαβούλευση πολυνομοσχέδιο δίνει την ευκαιρία για να το αποδείξει άλλα αυτό πρωτίστως απαιτεί την επανεξέταση σειράς από τις προτεινόμενες τροπολογίες και την κατάλληλη διαμόρφωσή τους στην συνέχεια.
Pascal Normand* και Γεράσιμος Κορρές**
*Ερευνητής στο Ινστιτούτο Νανοεπιστήμης και Νανοτεχνολογίας του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος»
**Ερευνητής στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών
Προτάσεις του Συλλόγου Εργαζομένων Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ» στο υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα, την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και άλλες διατάξεις» του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων.
1. Εξασφάλιση των χρηματοδοτικών αναγκών των Κέντρων για μισθούς και ανελαστικές λειτουργικές δαπάνες μέσω του Τακτικού Προϋπολογισμού του Υπουργείου.
2. Θεσμοθέτηση του Ενιαίου χώρου Παιδείας και Έρευνας.
3. Δημοκρατική αναβάθμιση του προτύπου διοίκησης των ΕΚ και της διαδικασίας εκλογής των Προέδρων και των Διευθυντών των Ινστιτούτων των ΕΚ με συμμετοχή όλων των εργαζομένων στα ΕΚ.
4. Περιορισμός συμβάσεων έργου (μόνο αν υπάρχει ειδικός λόγος), και να συνάπτονται κυρίως συμβάσεις εργασίας.
5. Να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε το προσωπικό με σύμβαση ορισμένου χρόνου, κατόπιν διαφανής και αδιάβλητης διαδικασία κρίσης, να μπορεί να συνάψει μόνιμη σχέση εργασίας στον αντίστοιχο κλάδο και ειδικότητα (ερευνητικό, επιστημονικό, τεχνικό, διοικητικό κλπ).
6. Καθιέρωση μόνιμων διαδικασιών εσωτερικής εξέλιξης του Ειδικού Τεχνικού Επιστημονικού Προσωπικού σε Ερευνητές ή ΕΛΕ σύμφωνα με τα προσόντα που ορίζονται στον νόμο (διδακτορικό, ή μεταπτυχιακό για ΕΛΕ) και διαφανή διαδικασία κρίσης με βάση το έργο τους και το πεδίο δραστηριότητας τους.
7. Καθιέρωση οικονομικών κινήτρων με τη μορφή πρόσθετων αμοιβών χωρίς επιβάρυνση του Τακτικού Προϋπολογισμού, και επαναφορά του επιδόματος Ραδιενέργειας σε όλο ανεξαιρέτως το προσωπικό του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ, μόνιμο και ορισμένου χρόνου.
8. Ένας ενιαίος εσωτερικός κανονισμός στα ΝΠΔΔ με επιμέρους εξειδικεύσεις σε κάθε Κέντρο.
9. Η συμμετοχή του αιρετού εκπροσώπου του επιστημονικού ,τεχνικού και διοικητικού προσωπικού ΕΓΣ να είναι με δικαίωμα ψήφου και εκλογή αναπληρωτή.
10. Θεσμοθέτηση της συμμετοχής ως παρατηρητών στη Σύνοδο των Προέδρων των Ερευνητικών Κέντρων, ενός εκπροσώπου από κάθε ένα Δευτεροβάθμιο Συνδικαλιστικό όργανο.
11. Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί ο μηχανισμός και οι διαδικασίες στη βάση των οποίων θα διαμορφώνεται και θα επικαιροποιείται η ΕΣΕΤΑΚ, καθώς και ένα σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη χρηματοδότησή της. Η ΕΣΕΤΑΚ θα πρέπει να κατατίθεται σε δημόσια διαβούλευση και στη συνέχεια να ψηφίζεται από τη Βουλή των Ελλήνων.
12. Επίλυση των διαχειριστικών και διοικητικών προβλημάτων που προέκυψαν από την συγχώνευση Ερευνητικών Ινστιτούτων στο ΕΚΕΦΕ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ.
13. Αξιολόγηση της διοίκησης του κέντρου και των Ινστιτούτων, και έλεγχος των διοικητικών αποφάσεων του Δ.Σ..
14. Διασφάλιση διαφάνειας και ελέγχου στη διαχείριση κονδυλίων, και παράλληλα μείωση της γραφειοκρατίας με μηχανογράφηση διαδικασιών.
Οι ερευνητές της χώρας έχουν εκφράσει την ριζική αντίθεση τους στον νεοφιλελεύθερο νόμο 4310/2014 πριν την ψήφιση του και διαφώνησαν επίσης με την επιλογή του Υπουργείου και του Αν.Υπουργού Έρευνας να διατηρήσει «μεταβατικά» τον νόμο αυτό και να τροποποιήσει επιλεκτικά κάποια άρθρα του. Στο προτεινόμενο πολυνομοσχέδιο παραμένει αλώβητη η λογική και το πνεύμα του νόμου 4310 ενώ δεν προωθούνται η δημιουργία ενιαίου χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, ο σχεδιασμός μιας μακροπρόθεσμης εθνικής ερευνητικής πολιτικής, η αποκατάσταση της ισοτιμίας μεταξύ ΕΚ και ΑΕΙ, η θέσπιση μέτρων για ένα δημοκρατικό, μη συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης στα Ερευνητικά Κέντρα, ούτε τέλος τίθενται οι βάσεις για την άμεση διακοπή της φυγής ανθρώπινου επιστημονικού δυναμικού προς το εξωτερικό.
Το Υπουργείο πρέπει οπωσδήποτε να υιοθετήσει ορισμένες τροπολογίες επί του προτεινόμενου πολυνομοσχεδίου, δείχνοντας έμπρακτα την πρόθεση να προχωρήσει στην δημιουργία ενιαίου χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας και σε μία περισσότερο δημοκρατική λειτουργία των Ερευνητικών Κέντρων, ακολουθώντας τα πρότυπα των προηγμένων χωρών της Ευρώπης.
Άρθρο 15: Αντικείμενο – Ορισμοί Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας
Σχόλιο ορισμού 16: Με τον ορισμό «ερευνητές» διατηρείται η μη συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα στην Ευρωπαϊκή Σύσταση της 11ης Μαρτίου 2005 «Χάρτα του Ερευνητή – Κώδικας δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών», η οποία έχει ήδη υπογραφεί από 15 ελληνικούς οργανισμούς (ως επί τω πλείστον Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα) και αποτελεί κριτήριο χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού πλαισίου Horizon 2020. Η συμμόρφωση με την Ευρωπαϊκή Σύσταση – παρότι μη υποχρεωτική εκ του ευρωπαϊκού πλαισίου – είναι πρακτικά επιβεβλημένη από το χρηματοδοτικό πλαίσιο Horizon 2020 και ως εκ τούτου τυχόν μη πλήρης εφαρμογή της από το Νόμο θέτει εν αμφιβόλω μελλοντικές συμμετοχές σε χρηματοδοτικές προτάσεις όλων των ερευνητικών φορέων της χώρας.
Η Ευρωπαϊκή Σύσταση περιλαμβάνει το νομικό επανακαθορισμό του ορισμού του «Ερευνητή», προσφέροντας τη δυνατότητα εξέλιξης, κινητικότητας και αμοιβών σε επιστημονικό προσωπικό με συμμετοχή σε ερευνητικά έργα, χωρίς όμως να έχει τον τίτλο του εκλεγμένου ερευνητή βαθμίδας. Προς τούτο, προτείνεται να προστεθεί ορισμός του «ερευνητικού προσωπικού» συμβατός με τον ακριβή ορισμό του ερευνητή σύμφωνα με το «εγχειρίδιο Frascati»:
«ερευνητικό προσωπικό» λογίζεται το προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων με σύμβαση αορίστου (Ερευνητές, Ε.Λ.Ε., Επιστημονικό – τεχνικό προσωπικό) ή ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση ανάθεσης έργου (συνεργαζόμενοι Ερευνητές) που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή/και διδακτορικού τίτλου και έχουν ουσιαστική συμμετοχή (ασκούν έρευνα) σε ερευνητικά έργα.
Επιπλέον, να προστεθούν οι ορισμοί του «νέου ερευνητή» και του «πεπειραμένου ερευνητή» όπως αυτοί περιγράφονται στο «εγχειρίδιο Frascati». Συγκεκριμένα, γίνεται διάκριση μεταξύ των «νέων ερευνητών» και των «πεπειραμένων ερευνητών»:
ως «νέοι ερευνητές» ορίζονται οι ερευνητές που διανύουν τα 4 πρώτα έτη (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) της ερευνητικής τους δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου εκπαίδευσης στην έρευνα·
ως «πεπειραμένοι ερευνητές» ορίζονται οι ερευνητές με τουλάχιστον 4ετή εμπειρία στην έρευνα (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) από την κτήση του πανεπιστημιακού πτυχίου, που τους επιτρέπει να κάνουν διδακτορική μελέτη, στη χώρα κτήσης του πτυχίου/διπλώματος, ή οι ερευνητές που διαθέτουν ήδη διδακτορικό, ανεξαρτήτως του χρόνου που απαιτήθηκε για την κτήση του.
Βάσει των παραπάνω προτείνουμε τις παρακάτω αλλαγές σε επίπεδο ορισμών, οι οποίες βεβαίως δεν επιλύουν οριστικά το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης:
Τροποποίηση ορισμού 16: Ερευνητικό προσωπικό: λογίζεται το προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων με σύμβαση αορίστου (Ερευνητές, Ε.Λ.Ε., Επιστημονικό – τεχνικό προσωπικό) ή ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση ανάθεσης έργου (συνεργαζόμενοι Ερευνητές) που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή/και διδακτορικού τίτλου και έχουν ουσιαστική συμμετοχή (ασκούν έρευνα) σε ερευνητικά έργα.
Προσθήκη νέου ορισμού: Συμμετοχή σε ερευνητικά έργα (άσκηση έρευνας): τεκμηριώνεται από τη συμμετοχή σε πατέντες, συγγραφή επιστημονικών βιβλίων, δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά ή/και επιστημονικά συνέδρια, παραδοτέα ερευνητικών έργων, επιστημονικές επιτροπές, την επιστημονική επίβλεψη χρηματοδοτούμενου έργου με την ιδιότητα του επικεφαλής ή όλα τα προηγούμενα.
Προσθήκη νέου ορισμού (εγχειρίδιο Frascati): νέοι ερευνητές ορίζονται οι ερευνητές που διανύουν τα 4 πρώτα έτη (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) της ερευνητικής τους δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου εκπαίδευσης στην έρευνα.
Προσθήκη νέου ορισμού (εγχειρίδιο Frascati): πεπειραμένοι ερευνητές ορίζονται οι ερευνητές με τουλάχιστον 4ετή πείρα στην έρευνα (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) από την κτήση του πανεπιστημιακού πτυχίου που τους επιτρέπει να κάνουν διδακτορική μελέτη, στη χώρα κτήσης του πτυχίου/διπλώματος, ή οι ερευνητές που διαθέτουν ήδη διδακτορικό, ανεξαρτήτως του χρόνου που απαιτήθηκε για την κτήση του.
Σχόλια της Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Ι.Ι.Δ. επί του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα, την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και άλλες διατάξεις» του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων
Τα τελευταία χρόνια η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων κατέβαλε, επανειλημμένως, προσπάθειες αναδιατύπωσης συγκεκριμένων προτάσεων και αλλαγών για την ενίσχυση της Έρευνας, της Τεχνολογικής Ανάπτυξης και της Καινοτομίας (ΕΤΑΚ), με στόχο τη διαμόρφωση αποτελεσματικότερων και ευέλικτων δομών στον εθνικό ερευνητικό ιστό, που θα ενίσχυαν τη διασύνδεση της έρευνας και της τεχνολογίας με την καινοτομία, την παραγωγή και την επιχειρηματικότητα.
Πρόσφατο αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών αποτέλεσε η ψήφιση του Ν. 4310/14. Ο νόμος αυτός παρά τις αποσπασματικές βελτιώσεις που ευαγγελίζονταν (πλήρης χρηματοδότηση του Τακτικού Προϋπολογισμού των Ε.Κ., συμμετοχή εκπροσώπων του προσωπικού στα Δ.Σ. των Ε.Κ., δυνατότητα κρίσης των ΕΛΕ & ΕΤΕ με διδακτορικό για κατάληψη θέσης Ερευνητή ή ΕΛΕ), παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις ή στρεβλώσεις, όπως η πολυδιάσπαση και η χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό ανασύνθεση/ανακατανομή του ερευνητικού ιστού της χώρας, η ύπαρξη ελλιπούς θεσμικού πλαισίου για την ορθολογική χάραξη και υλοποίηση εθνικής ερευνητικής πολιτικής, η ενίσχυση της κρατικοδίαιτης «ερευνητικής» επιχειρηματικότητας, η φιλελευθεροποίηση/ιδιωτικοποίηση του δημόσιου και κοινωφελούς χαρακτήρα της έρευνας και η διατήρηση ενός μη ελεγχόμενου, υπερσυγκεντρωτικού, αδιαφανούς και αναποτελεσματικού μοντέλου διοίκησης στα Ερευνητικά Κέντρα.
Αφορμή για όλες τις προσπάθειες αλλαγών, αποτέλεσε και αποτελεί η διαπίστωση ότι η καθοριστική για το μέλλον της Χώρας αναδιάρθρωση του αναπτυξιακού μοντέλου της, απαιτεί έμφαση στην Παιδεία, την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία. Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε μια σύγχρονη «Οικονομία της Γνώσης και της Καινοτομίας», επενδύοντας στο ανθρώπινο κεφάλαιο και με στόχο την παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και γνωστικής αξίας, μπορεί να αποτελέσει τη διέξοδο από την κρίση που διέρχεται η Χώρα.
Ως εκ τούτου, όραμα της Ελληνικής Πολιτείας πρέπει να αποτελέσει η ανάδειξη της έρευνας σε πεδίο προώθησης της επιστήμης, σε μοχλό ανάπτυξης της Χώρας και σε κινητήριο δύναμη αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού της.
Απαραίτητο «εργαλείο» για την επίτευξη όλων των παραπάνω, αποτελεί η ύπαρξη ενός καινοτόμου, ευέλικτου και πλήρη Νόμου – Πλαισίου για την ΕΤΑΚ, ο οποίος θα πρέπει να έχει ως στόχους:
α) Την εγκαθίδρυση αποτελεσματικού συστήματος διοίκησης και σχεδιασμού πολιτικής της έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας
β) Τη δημιουργία «Ενοποιημένου Χώρου Έρευνας» ο οποίος θα βασίζεται στην αξιοκρατία και την διαφάνεια με στόχο την ποιοτική και διεθνώς ανταγωνιστική έρευνα, η οποία θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον
γ) Την οργάνωση θεσμών και διαδικασιών για ουσιαστική και συνεχή χρηματοδότηση της έρευνας, βασισμένη στην διαρκή αξιολόγηση της ποιότητάς της
δ) Τη σύνδεση της έρευνας με την παραγωγική δραστηριότητα, με στόχο την υποστήριξη του εκσυγχρονισμού της παραγωγικής βάσης της Χώρας
Η δημιουργία του «Ενοποιημένου Χώρου Έρευνας» μεταξύ Α.Ε.Ι. και Ερευνητικών Κέντρων, τα οποία θα βρίσκονται σε υγιή, συνεχή και στενή συνεργασία με τη Βιομηχανία και τις επιχειρήσεις, απαιτεί καταρχάς και καταρχήν την ύπαρξη ενιαίου θεσμικού πλαισίου διοίκησης, λειτουργίας, εποπτείας, αξιολόγησης και ελέγχου για όλα τα Ε.Κ. της χώρας. Όμως πώς είναι δυνατό να επιτευχθεί «Ενοποιημένος Χώρος Έρευνας» μεταξύ Α.Ε.Ι. – Ερευνητικών Κέντρων – Βιομηχανίας – Επιχειρήσεων, όταν από μόνα τους τα Ερευνητικά Κέντρα, αποτελούν δείγμα λαμπρό καταστρατήγησης της έννοιας της «ενοποίησης» και «ομοψυχίας»;
Η πολυδιάσπαση του Ερευνητικού Ιστού της Xώρας με πλήθος Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων, τα οποία εποπτεύονται από διαφορετικά υπουργεία και διέπονται από διαφορετικά θεσμικά πλαίσια διοίκησης και λειτουργίας, ίσως είναι η πιο σοβαρή αιτία της χαμηλής παραγωγικότητας της Έρευνας σε επίπεδο καινοτόμων και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων.
Η στρεβλότητα του θεσμικού πλαισίου σε συνδυασμό με την μηδαμινή κρατική χρηματοδότηση, αποτελούν συχνά αιτίες ανταγωνισμού μεταξύ ερευνητικών ομάδων ή ερευνητικών κέντρων, τη στιγμή που θα έπρεπε ο κοινός εθνικός στόχος για Ανάπτυξη να επιδιώκεται μέσω της αγαστής συνεργασίας και της απόλυτης σύμπνοιας και ομοψυχίας του ερευνητικού δυναμικού της Xώρας.
Τώρα και μερικά χρόνια, είχε γίνει αντιληπτό από την Ερευνητική κοινότητα ότι ο Νόμος – Πλαίσιο για την Έρευνα, 1514/85 ήταν ανάγκη να αντικατασταθεί από ένα νέο Νόμο – Πλαίσιο για την ΕΤΑΚ, ο οποίος θα ανταποκρινόταν στις σύγχρονες απαιτήσεις.
Ο Νόμος 4310/14, ο οποίος ψηφίστηκε με αυτό το στόχο, παρουσιάζει συν τοις άλλοις, πολλές ασάφειες και αλληλοαναιρούμενες διατάξεις με άμεσο αποτέλεσμα την συγκεχυμένη άποψη ή προσωπική εκτίμηση (!) για το πεδίο και το εύρος εφαρμογής του.
Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι σε αρκετά Ερευνητικά Κέντρα του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. δεν ξεκίνησαν καν οι διαδικασίες υλοποίησης θεσμικών προβλέψεων του Ν.4310/14, των οποίων οι προθεσμίες έχουν ήδη παρέλθει.
Κατανοούμε απόλυτα ότι η σύνταξη, ψήφιση και κυρίως η υλοποίηση ενός νέου Νόμου – Πλαισίου για την Έρευνα απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο προετοιμασίας, εποικοδομητικής συζήτησης και Διαβούλευσης με τους εμπλεκόμενους και ενδιαφερόμενους φορείς και οργανισμούς.
Δεδομένου ότι υπάρχουν ζητήματα στο χώρο της Έρευνας, που απαιτούν άμεσες αλλαγές κρίνουμε ότι η αποσπασματική αλλά ταχεία εξομάλυνση αυτών, αποτελεί προσωρινά αποδεκτή λύση, μέχρι τη δημιουργία ενός νέου Νόμου – Πλαισίου για την ΕΤΑΚ.
Η παρούσα προσπάθεια, που βρίσκεται στη φάση της διαβούλευσης, κι ενώ έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος μεταξύ του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ., της Γ.Γ.Ε.Τ. και των Συλλογικών Φορέων της Έρευνας, δημιούργησε πολλές προσδοκίες στην Ερευνητική κοινότητα, καθώς ήταν εκπεφρασμένη η βούληση της πολιτικής ηγεσίας του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. και ολόκληρης της Κυβέρνησης για σημαντικές και ουσιαστικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της ορθολογικής χάραξης και υλοποίησης εθνικής ερευνητικής πολιτικής, με στόχο τη μεσομακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας, μέσω της Έρευνας και της Καινοτομίας, εισάγοντας ταυτόχρονα τους απαραίτητους κανόνες διαφάνειας και εκδημοκρατισμού των Ερευνητικών Κέντρων.
Κάνοντας μια σύντομη κριτική στις υπό διαβούλευση προτάσεις, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι αρκετά από τα διαχρονικά αιτήματα της Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Ι.Ι.Δ., της Π.Ο.Ε.Ε.Κ.-Ι., της Ε.Ε.Ε. και των Συλλόγων των Εργαζομένων των Ε.Κ. έχουν γίνει αποδεκτά, αν και αρκετά από αυτά χρειάζονται αποσαφήνιση και ρητή διάταξη, δηλαδή «επιβαλλόμενη από κείμενο νομοθετικού περιεχομένου χωρίς περιθώρια αποκλίσεως», ώστε να μην παρουσιαστεί πάλι το πρόβλημα της μη εφαρμογής τους «λόγω αμφιβολιών».
Στα θετικά του Σχεδίου Νόμου, όσον αφορά το «ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: ΕΡΕΥΝΑ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ» συμπεριλαμβάνονται:
1) Η πρόνοια ότι μόνο «με νόμο συνιστώνται, συγχωνεύονται, διασπώνται, καταργούνται τα ερευνητικά κέντρα και τα ινστιτούτα τους. Με νόμο, επίσης, ορίζεται ή τροποποιείται ο σκοπός και η νομική φύση τους»
2)Η πρόβλεψη ότι «σε περίπτωση ίδρυσης νέων ερευνητικών κέντρων ή ινστιτούτων, θα πρέπει να προηγείται μελέτη οικονομοτεχνική, μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας και έκθεση συμβατότητας με τον στρατηγικό σχεδιασμό και τον αναπτυξιακό προγραμματισμό»
3) η θεσμοθέτηση της αξιολόγησης των Διευθυντών του ΕΚ/Ινστιτούτων και των πεπραγμένων τους από όλους τους εργαζομένους και η έκφραση γνώμης κατά την εκλογή τους
4) η θεσμοθέτηση της συμμετοχής στο ΕΓΣΙ αιρετού εκπροσώπου, χωρίς δικαίωμα ψήφου, από το σύνολο του επιστημονικού-τεχνικού, τεχνικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού του Ινστιτούτου
5) η δυνατότητα παροχής προσθέτων αμοιβών σε όλο το προσωπικό των Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού
6) η οριστική αποσαφήνιση μέσω της θεσμοθέτησης της χρήσης των υφιστάμενων συστημάτων αξιολόγησης που διέθεταν τα ΕΚ για τις βαθμολογικές προαγωγές του επιστημονικού-τεχνικού, τεχνικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού
7) η επαναφορά της δυνατότητας χορήγησης στο προσωπικό των Ε.Κ.- ΝΠΙΔ του επιδόματος Επικίνδυνης & Ανθυγιεινής εργασίας
8) η δυνατότητα που δίδεται στους Ερευνητές Γ’, μετά από 3 ανεπιτυχείς κρίσεις, να καταλάβουν μετά από αίτησή τους προσωποπαγή θέση επιστημονικού-τεχνικού προσωπικού ή σε ανάλογη προς τα προσόντα τους θέση στο δημόσιο τομέα.
Θέλουμε όμως εδώ να τονίσουμε εμφατικά:
Είναι πλέον δεδομένη η ολιγωρία ή και η πεισματική άρνηση των Διοικήσεων κάποιων Ερευνητικών Κέντρων του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. – με την ανοχή ή αδιαφορία της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας – να εφαρμόσουν, κατά το πρόσφατο παρελθόν, διατάξεις ευεργετικές για το προσωπικό τους, επικαλούμενες «νομική ασάφεια» και ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησαν τα περιθώρια ευελιξίας που τους παρείχε ο νομοθέτης εις βάρος των συμφερόντων του προσωπικού τους.
Σε αρκετά σημεία του Σχεδίου Νόμου η διατύπωση είναι τόσο ασαφής, αόριστη και χωρίς κανένα χρονικό ορίζοντα υλοποίησης, ώστε η εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων να μπορεί να διαιωνίζεται στο διηνεκές χωρίς να υπάρξει καμία επίπτωση στις Διοικήσεις των Ε.Κ. ή της αρμόδιας Πολιτειακής ή Πολιτικής αρχής.
Ως εκ τούτου θα επιμείνουμε, στην διατύπωση ρητών διατάξεων, οι οποίες θα επιβάλλουν την εφαρμογή όλων των θετικών προβλέψεων, του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου, αίροντας οποιαδήποτε αντίφαση με υφιστάμενους νόμους.
Ουσιαστικό βήμα προς την ενιαία και χωρίς εξαιρέσεις, εφαρμογή του νέου θεσμικού πλαισίου θα είναι η σύνταξη προτύπου Ενιαίου Εσωτερικού Κανονισμού για όλα τα ΕΚ, υπό την ευθύνη του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. και της ΓΓΕΤ, ο οποίος στη συνέχεια θα τροποποιηθεί και θα προσαρμοστεί λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου.
Στην επιτροπή που θα συντάξει και θα επεξεργαστεί τον πρότυπο Ενιαίο Εσωτερικό Κανονισμό θα πρέπει να συμμετέχουν εκπρόσωποι της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων σε Ερευνητικά Ιδρύματα Ιδιωτικού Δικαίου (Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Ι.Ι.Δ.) της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων (Π.Ο.Ε.Ε.Κ.–Ι.) και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (Ε.Ε.Ε.), ενώ κατά την επεξεργασία και προσαρμογή του με βάση τις ιδιαιτερότητες του κάθε Ε.Κ. – Ι. θα πρέπει να συμμετέχει/ουν στην αντίστοιχη επιτροπή εκπρόσωπος/οι των αντίστοιχων Συλλογικών φορέων.
Ακολουθούν τα σχόλια, οι επισημάνσεις και οι προτάσεις μας, κατ’ άρθρο.
Στο νομοσχέδιο θα έπρεπε να επανέλθει η αναφορά του Άρθρου 16 του Συντάγματος στην παρ. 1.
Να αντικατασταθεί στην παρ. 16 η αναφορά στο άρθρο «18 του παρόντος», με το «άρθρο 29 του παρόντος»
Να επανέλθει –τουλάχιστον ως έχει– ο ορισμός των καινοτόμων επιχειρήσεων του Ν. 4310/2014 (Άρθρο 2, παρ. 32). Επιπλέον, να προβλεφθεί μηχανισμός για την επαναξιολόγηση των επιχειρήσεων αυτών, σε ετήσια, ή διετή βάση, ώστε να διατηρούν το χαρακτηρισμό τους ως καινοτόμες.
Η αξιολόγηση θα πρέπει γίνεται με διαφανείς και ουσιαστικούς όρους για όλους, θα πρέπει δηλαδή να περιλαμβάνει –εκτός από τα ΑΕΙ και τα ΕΚ της ΓΓΕΤ– τους τεχνολογικούς φορείς, τους ερευνητικούς φορείς εκτός ΓΓΕΤ (δημόσιους και ιδιωτικούς) που λαμβάνουν ερευνητικές χρηματοδοτήσεις, καθώς και την ίδια τη ΓΓΕΤ. Ανάλογες τροποποιήσεις πρέπει να γίνουν σε σχετικά Άρθρα, όπως το Άρθρο 31 του Ν. 4310/2014. Επιπρόσθετα θα πρέπει να αξιολογούνται/αποτιμώνται τα παρελθόντα, αλλά και τα τρέχοντα εθνικά προγράμματα ΕΤΑΚ.
Ο Ν. 4310/2014 «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία» που θεσπίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, με την προχειρότητα, την αποσπασματικότητα και την ασάφεια που τον διακρίνουν, δημιούργησε σειρά δυσχερειών και δυσλειτουργιών στα ερευνητικά κέντρα της χώρας. Ταυτόχρονα ο Νόμος δεν εξασφάλισε ένα συνεκτικό πλαίσιο για τη χάραξη και την εφαρμογή ερευνητικής πολιτικής βασισμένης στις δυνατότητες του ερευνητικού ιστού και προσαρμοσμένης στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, με κανόνες διαφάνειας και αποτελεσματικότητας.
Για τους λόγους αυτούς, ο Σύλλογός μας συντάσσεται με το αίτημα των άλλων συλλόγων προσωπικού των ερευνητικών κέντρων και της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών, που είναι η άμεση κατάργηση του Ν. 4310/2014 και η αντικατάστασή του από ένα νέο δημοκρατικό και μεταρρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο για την Έρευνα, προσανατολισμένο στην προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της, με σεβασμό στην ανεξαρτησία των ερευνητικών κέντρων. Μία τέτοια επιλογή απαιτεί τη διεξαγωγή ανοιχτού διαλόγου και μίας ψύχραιμης και συστηματικής διαδικασίας διαβούλευσης. Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με τις δημοκρατικές διαδικασίες διαλόγου και συναπόφασης με τις οποίες οφείλουμε να λειτουργούμε ως όργανα συλλογικής εκπροσώπησης των εργαζομένων των ερευνητικών κέντρων.
Πρόθεσή μας, ως ΔΣ του Συλλόγου Προσωπικού του ΕΚΚΕ, είναι να συμβάλουμε σε μια διαδικασία διαλόγου, με την προϋπόθεση να προβλεφθεί από την πολιτεία αυστηρά συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την κατάρτιση του νέου ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για την έρευνα. Αντίθετα, με την παρούσα διαδικασία, μας ζητείται η κατάθεση παρατηρήσεων σε έναν ευρύ αριθμό τροπολογιών, χωρίς να διευκρινίζεται το πλαίσιο και το πνεύμα των προθέσεων του Υπουργείου για το εξαιρετικά σοβαρό αυτό ζήτημα.
Εν ολίγοις, οι τροποποιήσεις/τροπολογίες που προτείνονται από το Υπουργείο αποτελούν μια βιαστική απόπειρα κάλυψης αδυναμιών αλλά και υποκατάστασης σημαντικών ρυθμίσεων που θα έπρεπε να προβλέπονται στο Ν. 4310/2014 για τον εκσυγχρονισμό του ερευνητικού ιστού και την αποτελεσματικότητα των ερευνητικών δομών. Υπό το πρίσμα αυτό, το εν λόγω ν/σ δεν προσήκει σ’ ένα νέο, σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο στρατηγικής υλοποίησης εθνικής ερευνητικής πολιτικής, προσανατολισμένο στις σημερινές ανάγκες για την ενίσχυση της έρευνας, της καινοτομίας και συνολικά για την ανάπτυξη της χώρας.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Ερευνητικού Προσωπικού της Ακαδημίας Αθηνών (ΔΣ/ΣΕΠΑΑ) έλαβε γνώση του σχεδίου νόμου «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα και άλλες διατάξεις» και συμμετέχει στη δημόσια διαβούλευση διατυπώνοντας απόψεις, παρατηρήσεις και προτάσεις του με σκοπό να συμβάλει στην πληρέστερη διαμόρφωση του τελικού νόμου.
Γενική παρατήρηση επί του Κεφαλαίου Β´ του Νομοσχεδίου:
Το παρόν Νομοσχέδιο (Κεφάλαιο Β´ «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία», Άρθρα 15-42) προσπαθεί να ρυθμίσει αδικίες και παραλήψεις του Ν. 4310/2014 και να καταστήσει ουσιαστικό και λειτουργικό τον ενιαίο χώρο έρευνας της χώρας. Παρατηρήσεις και προτάσεις του ΔΣ/ΣΕΠΑΑ επί συγκεκριμένων άρθρων του νομοσχεδίου παρατίθενται στη συνέχεια στα οικεία άρθρα.
Το κείμενο του Νόμου ασχολείται ελάχιστα με μια μεταρρύθμιση στο χώρο της Έρευνας και περισσότερο με διοικητικά θέματα των Ερευνητικών Κέντρων αλλά και άλλα – άσχετα με την Έρευνα – θέματα του Υπουργείου Παιδείας.
Επίσης, μετά την ανακήρυξη της Έρευνας σε αντικείμενο Αναπληρωτή Υπουργού (Ιανουάριος 2015), μάλλον πρέπει πρώτα να καθοριστούν οι αρμοδιότητες και η οργάνωση αυτού και στη συνέχεια να υποβληθεί το Νομοσχέδιο.
Τρίτη παρατήρηση είναι ότι πρέπει να επανατεθεί το θέμα του Υπουργείου στο οποίο ανήκει η Έρευνα.
Προτείνεται η προσθήκη των απαραίτητων Άρθρων που θα προσδίδουν στην Έρευνα έναν κεντρικό αναπτυξιακό ρόλο, βασικά σημεία του οποίου πρέπει να είναι η πολιτική ενίσχυση και η αυτονομία. Με άλλα λόγια πρέπει να εκφραστεί στο κείμενο η πολιτική βούληση της υποστήριξης της Έρευνας και της διαχείρισής της.
Αξιότιμοι κύριοι Υπουργοί,
Αξιότιμοι κύριοι Πρόεδροι και μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων και της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Έρευνας και Τεχνολογίας,
Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Ο Σύλλογος Εργαζομένων του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΣΕΙΤΕ), σε όλο το διάστημα της προσπάθειας, που ξεκίνησε το 2004, για τη δημιουργία ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου για την Έρευνα και την Ανάπτυξη, που έχει ως πρόσφατο αποτέλεσμα τη ψήφιση του Ν. 4310/14, έχει καταθέσει τις τεκμηριωμένες προτάσεις του (σχετ. 3), υπό την παραδοχή ότι η χώρα μας πρέπει να αποκτήσει ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο που θα ενθαρρύνει τη μετουσίωση της υψηλής επιστημονικής ποιότητας του επιστημονικού της προσωπικού και την απορροφητικότητα των ερευνητικών έργων σε επιδόσεις καινοτομίας, όπου ως χώρα υστερούμε. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρούμε ότι ένα από τα βασικότερα συστατικά της απαιτούμενης μεταρρύθμισης προς ένα Ενιαίο Χώρο Έρευνας (ΕΧΕ) είναι η επιβράβευση του έργου των εργαζομένων στα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ), από τον πρωτοετή υπότροφο και τον συμβασιούχο επιστήμονα ως και τον καθηγητή Πανεπιστημίου, βάσει της πραγματικής προσφοράς του και όχι βάσει της ιδιότητας ή της θέσης του, και όλοι μαζί συμβάλουν στην υλοποίηση μίας Εθνικής Στρατηγικής για την Έρευνα και την Ανάπτυξη και όχι σε συγκυριακά αποδοτικές πορείες στο όνομα της απορρόφησης πόρων.
Είναι οξύμωρο να επιζητούμε τη συνεκτικότητα του ερευνητικού ιστού σε έναν ΕΧΕ, που θα συνεργάζεται με τα Πανεπιστήμια και την Βιομηχανία, και από την άλλη να συντηρούμε τη πολυδιάσπασή του με πλήθος Ερευνητικών Κέντρων, που εποπτεύονται από διαφορετικά υπουργεία, που έχουν το δικό τους θεσμικό πλαίσιο το οποίο δεν εμπίπτει σε ένα ενιαίο σύστημα αξιολόγησης και ελέγχου, και ακόμη περισσότερο να δημιουργούνται νέα Ινστιτούτα με αλληλεπικαλύψεις αντικειμένων, με νέες θέσεις μελών διοίκησης, με επικεφαλής ερευνητικών ομάδων και μονάδων που ανταγωνίζονται και δεν (οφείλουν να) συνεργάζονται, και που απαιτούν πρόσθετες χρηματοδοτήσεις από ένα απίστευτα χαμηλό συνολικό ποσό επιχορήγησης της έρευνας από το Κράτος. Με βαριές υποδομές που θα όφειλαν να χρησιμοποιούνται ανοικτά και να βρίσκονται στη διάθεση όλων των επιστημόνων των ΕΚ και των Πανεπιστημίων χώρας, και με υψηλού επιπέδου εργαζομένους που θα μπορούσαν και θα όφειλε να εργάζονται σε κάθε μήκος και πλάτος της χώρας και να αξιοποιούνται από όλες τις υπηρεσίες των ΕΚ της χώρας. Μία ενοποίηση που και με όρους επικαιρότητας θα συντελούσε στην απόλυτα αναγκαία οικονομία κλίμακας.
Είναι εμφανές ότι ο 30εντής Νόμος 1514/85 έχει προ πολλού πάψει να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις, ενώ ο πρόσφατα ψηφισμένος Νόμος 4310/14 (σχετ. 1) έχει τόσες αλληλοαναιρούμενες διατάξεις και προβλήματα εφαρμοστικότητας ώστε να μην μπορεί να λειτουργήσει. Απόδειξη γι’ αυτό τον ισχυρισμό είναι η ότι αποκλειστική χρονική προθεσμία για την αλλαγή εσωτερικών κανονισμών ήρθε και παρήλθε άπρακτη, ενώ σχεδόν τίποτα από τον Νόμο δεν εφαρμόστηκε. Όμως μέχρι τη δημιουργία, ψήφιση, και κυρίως υλοποίηση ενός νέου νόμου-πλαίσιο για την Έρευνα, που θα αλλάξει άρδην την πορεία της Έρευνας από την στατιστική αριστεία προς την Ανάπτυξη, υπάρχουν επείγοντα ζητήματα που απαιτούν άμεσες λύσεις και όχι την ακινησία που προτάσσει το «ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο». Υπό αυτό το πρίσμα, οι επιδιορθωτικές κινήσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων (σχετ. 2), κρίνεται ότι εμπεριέχουν σημαντικές αλλαγές προσπαθώντας να καταφέρουν, έστω και σε μεταβατικό επίπεδο, να λειτουργήσει η Έρευνα.
Ορισμένες από τις τροπολογίες, εφόσον εφαρμοστούν ομοιόμορφα στην πράξη (για παράδειγμα με την υιοθέτηση ενός προτύπου Ενιαίου Εσωτερικού Κανονισμού από όλα τα ΕΚ), διαπιστώνουμε με χαρά μας ότι λαμβάνουν για πρώτη φορά στην ιστορία υπόψη βασικές από τις πάγιες θέσεις του ΣΕΙΤΕ αλλά και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων σε Ερευνητικά Ιδρύματα Ιδιωτικού Δικαίου (ΠΟΣΕΕΙΙΔ), που διαχρονικά έχουμε διεκδικήσει για απαραίτητες αλλαγές στο θεσμικό και εργασιακό πλαίσιο, αξιώνοντας τον ρόλο και την προσφορά κάθε εργαζομένου στα ΕΚ. Φυσικά πρόκειται για μερική διόρθωση του θεσμικού πλαισίου, καθώς μεταξύ άλλων απουσιάζει τόσο η Ενοποίηση του Χώρου της Έρευνας που κατ’ ελάχιστο απαιτεί την ενιαία εποπτεία όλων των ερευνητικών μονάδων υπό ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο και ένα κοινό σύστημα αξιολόγησης και ελέγχου πεπραγμένων των ΕΚ, όσο και γενναίες θεσμικές αλλαγές που επιτάσσει η πρακτικά επιβεβλημένη από το χρηματοδοτικό πλαίσιο Horizon 2020 «Χάρτα του Ερευνητή – Κώδικας δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών» (ΧκΚ) (σχετ. 4), που διαμορφώνει ένα «ενοποιημένο» ευρωπαϊκό χώρο έρευνας. Σε αυτό το θέμα μάλιστα η στιγμιαία εφαρμογή της ΧκΚ για την μετάταξη προσωπικού που ήδη δρα ερευνητικά εντός των ΕΚ, που ορίστηκε στον Ν. 4310/14, απαιτεί σημαντικές νομοτεχνικές βελτιώσεις για εφαρμοστεί χωρίς προβλήματα και να επιτελέσει το σκοπό της. Όμως οι παρούσες τροπολογίες κρίνουμε ότι μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για τη δημιουργία ενός νέου σύγχρονου πλαισίου, και κυρίως να δώσουν κάποιες λύσεις για το ενδιάμεσο διάστημα.
Εν συντομία, για τις εισαγόμενες ρυθμίσεις προκύπτουν τα παρακάτω θετικά στοιχεία τα οποία αποτελούσαν πάγιες θέσεις του ΣΕΙΤΕ και της ΠΟΣΕΕΙΙΔ:
• η πρόνοια ότι μόνο «με νόμο συνιστώνται, συγχωνεύονται, διασπώνται, καταργούνται τα ερευνητικά κέντρα και τα ινστιτούτα τους. Με νόμο, επίσης, ορίζεται ή τροποποιείται ο σκοπός και η νομική φύση τους»
• η πρόβλεψη ότι «σε περίπτωση ίδρυσης νέων ερευνητικών κέντρων ή ινστιτούτων, θα πρέπει να προηγείται μελέτη οικονομοτεχνική, μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας και έκθεση συμβατότητας με τον στρατηγικό σχεδιασμό και τον αναπτυξιακό προγραμματισμό»
• η θεσμοθέτηση της αξιολόγησης των Διευθυντών του ΕΚ/Ινστιτούτων και των πεπραγμένων τους από όλους τους εργαζομένους και η έκφραση γνώμης κατά την εκλογή τους
• η θεσμοθέτηση της συμμετοχής στο ΕΓΣΙ εκπροσώπου από το σύνολο του Επιστημονικού, Τεχνικού και Διοικητικού (Ε-Τ-Δ) προσωπικού του Ινστιτούτου
• η δυνατότητα παροχής προσθέτων αμοιβών σε όλο το προσωπικό των Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων χωρίς καμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού
• η οριστική αποσαφήνιση μέσω της θεσμοθέτησης της χρήσης των υφιστάμενων συστημάτων αξιολόγησης που διέθεταν τα ΕΚ για τις βαθμολογικές προαγωγές του επιστημονικού-τεχνικού, τεχνικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού
• η επαναφορά της δυνατότητας χορήγησης στο προσωπικό των ΕΚ των επιδομάτων Επικίνδυνης & Ανθυγιεινής εργασίας
Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται έλλειψη λύσεων για τα παρακάτω σημαντικά θεσμικά προβλήματα που αναμένουμε ότι στο επόμενο στάδιο διαμόρφωσης ενός νέου εκ βάθρων θεσμικού πλαισίου για την έρευνα θα υπάρξουν σημαντικές ανατροπές, ενώ παράλληλα κρίνουμε ότι απαιτούνται σημαντικές νομοτεχνικές βελτιώσεις σε ορισμένες διατάξεις που εισάγονται με το παρόν Νομοσχέδιο:
• Δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση όλων των ΕΚ κάτω από το ίδιο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, και κάτω από ένα ενιαίο σύστημα ελέγχου και αξιολόγησης καθώς πολλά από τα ΕΚ έχουν ιδρυθεί με ΦΕΚ που δεν εμπίπτουν στους Ν.1514/85 και Ν. 4310/14, είτε έχουν εσωτερικούς κανονισμούς που παρεκκλίνουν πλήρως των προβλέψεων των Νόμων αυτών,
• εξακολουθεί η μη συμπερίληψη της συμμόρφωσης με την Ευρωπαϊκή Σύσταση «Χάρτα του Ερευνητή – Κώδικας δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών», ενώ στην στιγμιαία της εφαρμογή που αφορά την μετάταξη προσωπικού σε βαθμίδα ερευνητή ή ΕΛΕ, που ήδη δρα ερευνητικά, εισάγονται αναδρομικά δυσχερέστερες διατάξεις με σοβαρά νομοτεχνικά προβλήματα,
• δεν αλλάζει τίποτα το ουσιαστικό στον τρόπο διοίκησης των ΕΚ, ενώ αντίθετα δίνεται εκ νέου η δυνατότητα τρίτης θητείας για τους Διευθυντές Κέντρων και Ινστιτούτων, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον ισοβιότητας των προσώπων της Διοίκησης των ΕΚ-Ι.
Η πρόταση του ΣΕΙΤΕ για τον διαχωρισμό της επιστημονικής καθοδήγησης από την οικονομοτεχνική διοίκηση ενός ΕΚ-Ι, με τη θεσμοθέτηση Επιστημονικού Συμβουλίου και Συμβουλίου Διοίκησης με διακριτούς ρόλους και αρμοδιότητες, που θα απάλειφε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων και ανεξέλεγκτης χρήσης πόρων, και σημαντικότερο όλων θα βελτίωνε τη νομιμότητα, ορθότητα και στιβαρότητα των αποφάσεων της Διοίκησης, εξακολουθεί να είναι σύγχρονη και άξια κριτικής.
Ένα ουσιαστικό βήμα προς την ενιαία εφαρμογή του νέου – τροποποιημένου θεσμικού πλαισίου είναι η κατασκευή προτύπου Ενιαίου Εσωτερικού Κανονισμού για όλα τα ΕΚ, υπό την ευθύνη του Υπουργείου και της ΓΓΕΤ, που συμβάλει μάλιστα και προς την κατεύθυνση της ενοποίησης του τρόπου λειτουργίας των ΕΚ και της επιτάχυνσης της εφαρμοστικότητας του Νόμου. Προς τούτο πρέπει το Υπουργείο να συστήσει επιτροπή που θα εργαστεί με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, και στην οποία να συμμετέχουν εκπρόσωποι της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων – Ιδρυμάτων και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Εργαζομένων σε Ερευνητικά Ιδρύματα Ιδιωτικού Δικαίου. Μόνο μέσα από την ενιαία εφαρμογή ενός πλαισίου που προσφέρει πρόνοιες για την εξέλιξη, τα κίνητρα, και την κινητικότητα των εργαζομένων των ΕΚ με διαφανείς και ισότιμους όρους, μπορεί να υποστηριχθεί στην πράξη ο ΕΧΕ.
Ο ΣΕΙΤΕ συνεισφέρει με το παρόν τις θέσεις του ανά άρθρο στις εισαγόμενες τροπολογίες (σχετ. 2) στο παράτημα Α, και ελπίζει οι όποιες αλλαγές επί του νομοσχεδίου να κινηθούν προς τη μεριά της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, του εκδημοκρατισμού του προτύπου διοίκησης των ΕΚ, της επίλυσης προβλημάτων διαφάνειας και κοινωνικής λογοδοσίας, που όλα αυτά θα συμβάλουν στην ισχυροποίηση και ενοποίηση του ερευνητικού ιστού, στην ενίσχυση της παραγωγής νέας γνώσης και εν τέλει στην ανάπτυξη της χώρας.
Με εκτίμηση,
Tο ΔΣ του ΣΕΙΤΕ
Άρθρο 15: Αντικείμενο – Ορισμοί Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας
Σχόλιο ορισμού 16: Με τον προτεινόμενο ορισμό «ερευνητές» συντηρείται η μη συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα στην Ευρωπαϊκή Σύσταση της 11ης Μαρτίου 2005 «Χάρτα του Ερευνητή – Κώδικας δεοντολογίας για την πρόσληψη ερευνητών», η οποία έχει ήδη υπογραφεί από 15 ελληνικούς οργανισμούς (ως επί τω πλείστον Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα) και αποτελεί κριτήριο χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού πλαισίου Horizon 2020. Η συμμόρφωση με την Ευρωπαϊκή Σύσταση – παρότι μη υποχρεωτική εκ του ευρωπαϊκού πλαισίου – είναι πρακτικά επιβεβλημένη από το χρηματοδοτικό πλαίσιο Horizon 2020 και ως εκ τούτου τυχόν μη πλήρης εφαρμογή της από το Νόμο θέτει εν αμφιβόλω μελλοντικές συμμετοχές σε χρηματοδοτικές προτάσεις όλων των ερευνητικών φορέων της χώρας.
Η Ευρωπαϊκή Σύσταση περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον νομικό επανακαθορισμό του ορισμού του «Ερευνητή», προσφέροντας μέσω αυτού του επανακαθορισμού τη δυνατότητα εξέλιξης, κινητικότητας και αμοιβών σε επιστημονικό προσωπικό με συμμετοχή σε ερευνητικά έργα, το οποίο δεν έχει τον τίτλο του εκλεγμένου ερευνητή βαθμίδας. Ως βήμα συμμόρφωσης θα πρέπει να προστεθεί συμβατός με τον ακριβή ορισμό του ερευνητή, σύμφωνα με το «εγχειρίδιο Frascati», ορισμός του ερευνητικού προσωπικού:
«ερευνητικό προσωπικό» λογίζεται το προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων με σύμβαση αορίστου (Ερευνητές, Ε.Λ.Ε., Επιστημονικό – τεχνικό προσωπικό) ή ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση ανάθεσης έργου (συνεργαζόμενοι Ερευνητές) που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή/και διδακτορικού τίτλου και έχουν ουσιαστική συμμετοχή (ασκούν έρευνα) σε ερευνητικά έργα.
Επιπλέον, θα πρέπει να προστεθούν οι ορισμοί του «νέου ερευνητή» και του «πεπειραμένου ερευνητή» που ορίζονται στο «εγχειρίδιο Frascati». Συγκεκριμένα, γίνεται διάκριση μεταξύ των «νέων ερευνητών» και των «πεπειραμένων ερευνητών»:
ως «νέοι ερευνητές» ορίζονται οι ερευνητές που διανύουν τα 4 πρώτα έτη (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) της ερευνητικής τους δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου εκπαίδευσης στην έρευνα
ως «πεπειραμένοι ερευνητές» ορίζονται οι ερευνητές με τουλάχιστον 4ετή πείρα στην έρευνα (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) από την κτήση του πανεπιστημιακού πτυχίου που τους επιτρέπει να κάνουν διδακτορική μελέτη, στη χώρα κτήσης του πτυχίου/διπλώματος, ή οι ερευνητές που διαθέτουν ήδη διδακτορικό, ανεξαρτήτως του χρόνου που απαιτήθηκε για την κτήση του.
Βάσει των παραπάνω προτείνουμε τις παρακάτω αλλαγές σε επίπεδο ορισμών, οι οποίες βεβαίως δεν επιλύουν οριστικά το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης:
Τροποποίηση ορισμού 16: Ερευνητικό προσωπικό: λογίζεται το προσωπικό των Ερευνητικών Κέντρων με σύμβαση αορίστου (Ερευνητές, Ε.Λ.Ε., Επιστημονικό – τεχνικό προσωπικό) ή ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση ανάθεσης έργου (συνεργαζόμενοι Ερευνητές) που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή/και διδακτορικού τίτλου και έχουν ουσιαστική συμμετοχή (ασκούν έρευνα) σε ερευνητικά έργα.
Προσθήκη νέου ορισμού: Συμμετοχή σε ερευνητικά έργα (άσκηση έρευνας): τεκμηριώνεται από τη συμμετοχή σε πατέντες, συγγραφή επιστημονικών βιβλίων, δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά ή/και επιστημονικά συνέδρια, παραδοτέα ερευνητικών έργων, επιστημονικές επιτροπές, την επιστημονική επίβλεψη χρηματοδοτούμενου έργου με την ιδιότητα του επικεφαλής ή όλα τα προηγούμενα.
Προσθήκη νέου ορισμού (εγχειρίδιο Frascati): νέοι ερευνητές: ορίζονται οι ερευνητές που διανύουν τα 4 πρώτα έτη (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) της ερευνητικής τους δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου εκπαίδευσης στην έρευνα.
Προσθήκη νέου ορισμού (εγχειρίδιο Frascati): πεπειραμένοι ερευνητές: ορίζονται οι ερευνητές με τουλάχιστον 4ετή πείρα στην έρευνα (ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης) από την κτήση του πανεπιστημιακού πτυχίου που τους επιτρέπει να κάνουν διδακτορική μελέτη, στη χώρα κτήσης του πτυχίου/διπλώματος, ή οι ερευνητές που διαθέτουν ήδη διδακτορικό, ανεξαρτήτως του χρόνου που απαιτήθηκε για την κτήση του.
Το πλήρες κείμενο του ΣΕΙΤΕ: http://www.forth.gr/se/pdfs/ΣΕΙΤΕ_2015-06-26_259.pdf
Προτάσεις Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης για την αναδιατύπωση των σημείων 4,15,17,23, 27,29,35 του άρθρου 15 Αντικείμενο – Ορισμοί Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας
Οι αλλαγές που προτείνονται έχουν στόχο τη συμφωνία και την ευθυγράμμιση με όσα ισχύουν στο:
1. Frascati Manual, Proposed Standard Practice for Surveys on Research and Experimental Development, OECD, 7th edition, 2015. (Πρόσφατα ολοκληρώθηκε η αναθεώρηση της 6ης έκδοσης του εγχειριδίου Frascati)
2. Oslo Manual “Guidelines for Collecting and Interpreting Innovation Data”, 3rd ed., 2005, Joint Publication of OECD and Eurostat
Ακολουθούν οι προτάσεις μας:
4. «βασική έρευνα»: η θεωρητική ή πειραματική εργασία που έχει ως πρωταρχικό στόχο τη γνώση και κατανόηση του κόσμου και την παραγωγή νέας γνώσης.
Προτείνεται να αντικατασταθεί από το ακόλουθο (Frascati Manual, νέα 7th edition, 2015):
«βασική έρευνα»: η πειραματική ή θεωρητική εργασία που εκτελείται με κύριο σκοπό την απόκτηση νέων γνώσεων σχετικά με τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά φαινομένων και παρατηρήσιμων γεγονότων, χωρίς να αποβλέπει σε συγκεκριμένη εφαρμογή ή χρήση.
15. «έρευνα»: οποιαδήποτε συστηματική και δημιουργική εργασία που αναλαμβάνεται με σκοπό την επαύξηση του αποθέματος της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης του ανθρώπου, του πολιτισμού και της κοινωνίας.
Σχόλιο
Στο Frascati Manual δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ «έρευνας» και «έρευνας και ανάπτυξης».
17. «έρευνα και ανάπτυξη (E και A)»: η δημιουργική εργασία η οποία καλύπτει τις δραστηριότητες της βασικής και της εφαρμοσμένης έρευνας και πραγματοποιείται σε συστηματική βάση με σκοπό την αύξηση του αποθέματος της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης του ανθρώπου, του πολιτισμού και της κοινωνίας, καθώς και η χρήση του αποθέματος της γνώσης για την ανάπτυξη νέων εφαρμογών.
Προτείνεται να αντικατασταθεί από το ακόλουθο (Frascati Manual, νέα 7th edition,2015):
Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α): η δημιουργική και συστηματική εργασία η οποία πραγματοποιείται με σκοπό την αύξηση του αποθέματος της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης του ανθρώπου, του πολιτισμού και της κοινωνίας, και την επινόηση νέων εφαρμογών της υπάρχουσας γνώσης. Περιλαμβάνει τις δραστηριότητες της βασικής έρευνας, της εφαρμοσμένης έρευνας και της πειραματικής ανάπτυξης.
23. «εφαρμοσμένη ή βιομηχανική έρευνα»: η σχεδιασμένη έρευνα ή κριτική διερεύνηση ενός πεδίου που αποσκοπεί στην απόκτηση νέων γνώσεων και δεξιοτήτων για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, διεργασιών ή υπηρεσιών ή για τη σημαντική βελτίωση προϊόντων, διεργασιών ή υπηρεσιών που υπάρχουν.
Προτείνεται να αντικατασταθεί από το ακόλουθο (Frascati Manual, νέα 7th edition,2015):
Εφαρμοσμένη έρευνα: Η εφαρμοσμένη έρευνα είναι πρωτότυπη έρευνα που γίνεται με σκοπό την απόκτηση νέας γνώσης. Ωστόσο, κατευθύνεται κυρίως προς έναν συγκεκριμένο πρακτικό στόχο ή σκοπό.
27. «καινοτομία», η αξιοποίηση υφιστάμενης ή/και νέας γνώσης: ή/και η μετατροπή μιας ιδέας σε προϊόν ή διαδικασία ή υπηρεσία.
Προτείνεται να αντικατασταθεί από το ακόλουθο (Oslo Manual, 3rd edition , 2005):
Καινοτομία: η εφαρμογή ενός νέου ή σημαντικά βελτιωμένου προϊόντος (αγαθού ή υπηρεσίας), ή διαδικασίας, ή μιας νέας μεθόδου μάρκετινγκ ή μιας νέας οργανωσιακής μεθόδου στις επιχειρησιακές πρακτικές, την οργάνωση εργασίας ή τις εξωτερικές σχέσεις.
29. «καινοτόμος επιχείρηση», επιχείρηση η οποία αναπτύσσει προϊόντα, υπηρεσίες ή διεργασίες που είναι νέες και ουσιωδώς βελτιωμένες σε σχέση με τη σύγχρονη τεχνολογία στον σχετικό κλάδο.
Προτείνεται να αντικατασταθεί από το ακόλουθο (Oslo Manual, 3rd edition , 2005):
Καινοτόμος επιχείρηση: η επιχείρηση η οποία έχει εφαρμόσει ένα νέο ή σημαντικά βελτιωμένο προϊόν (αγαθό ή υπηρεσία), ή διαδικασία, ή μια νέα μέθοδο μάρκετινγκ ή μια νέα οργανωσιακή μέθοδο στις επιχειρησιακές πρακτικές, την οργάνωση εργασίας ή τις εξωτερικές σχέσεις.
35. «πειραματική ανάπτυξη»: η απόκτηση, ο συνδυασμός, η διαμόρφωση και η χρήση υφισταμένων επιστημονικών, τεχνολογικών, και άλλων συναφών γνώσεων και δεξιοτήτων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη νέων ή βελτιωμένων προϊόντων, διαδικασιών ή υπηρεσιών.
Προτείνεται να αντικατασταθεί από το ακόλουθο (Frascati Manual, νέα 7th edition,2015):
Πειραματική ανάπτυξη: η συστηματική εργασία, η οποία αντλεί την υπάρχουσα γνώση που έχει αποκτηθεί από την έρευνα ή/και από την πρακτική εμπειρία και κατευθύνεται στην παραγωγή νέων υλικών, προϊόντων και συσκευών, στην εγκατάσταση νέων διαδικασιών, συστημάτων και υπηρεσιών ή στην ουσιαστική βελτίωση αυτών που ήδη παράγονται ή είναι εγκατεστημένα.
Στο πλαίσιο ενός συνολικά νέου νόμου θεωρούμε επιβεβλημένο να αναπτυχθούν περαιτέρω και να αποσαφηνιστούν μία σειρά θεμάτων όπως: τι εννοούμε ως Ενιαίο Χώρο Έρευνας και πως δομείται; Θέλουμε κεντρικό (από το Υπουργείο) απόλυτο έλεγχο (χρηματοδοτήσεις, διορισμοί, εθνικές επιλογές) ή επιτελικό ρόλο με έμφαση στην Περιφέρεια και στην αυτοτέλεια των Ιδρυμάτων; Θέλουμε συνέχεια στην έρευνα ή συνέχεια στη λογική της απορρόφησης κοινοτικών προγραμμάτων; Συνεργασία ή ανταγωνιστικότητα; Αξιολόγηση με ποιο μοντέλο; Είναι φανερό ότι επείγει η παραγωγή ενός νέου παραδείγματος για την έρευνα.
Σχετικά με την εγκεκριμένη ΕΣΕΤΑΚ (κυρίως μέσα από ΕΣΠΑ) πρέπει να προσέξουμε να μη βρούμε μπροστά μας τα ίδια προβλήματα που είχαμε με τις διατάξεις που διέπουν τα ΕΣΠΑ ως τώρα και αφορούν την υποχρέωση σχεδόν σε ελαστικές και εργολαβικές σχέσεις εργασίας, τους όρους αμοιβής για υπερεργασία, την κάλυψη των δαπανών και την παρακράτηση για τους ΕΛΚΕ.
Επίσης η διατήρηση των ΕΛΚΕ και η σχέση τους με την υπόλοιπη διοικητικο-οικονομική διάρθρωση και λειτουργία των ερευνητικών φορέων θα πρέπει να τη δούμε μέσα από τη συνολική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για την έρευνα. Το ίδιο και για την δυνατότητα που μας δίνουν οι τροπολογίες σχετικά με τις προσλήψεις μέσω (εκτός) Α.Σ.Ε.Π.
Μέσα στην τελευταία 15ετία η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων, που εντάχθηκαν ως νέο δυναμικό, στα δημόσια Ερευνητικά Κέντρα της χώρας αποτελούν εργαζόμενους με «ελαστικές» σχέσεις εργασίας. Είτε με τη μορφή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ΙΔΟΧ) είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες στελεχώνουν το ερευνητικό-τεχνικό-διοικητικό προσωπικό των ερευνητικών κέντρων έχοντας σήμερα φτάσει να αποτελούν το μισό περίπου ενεργό δυναμικό της έρευνας στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πρόβλημα της μετανάστευσης υψηλά καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού της χώρας έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια. Η αναγκαιότητα ένταξης αυτού ή ενός μέρους αυτού του δυναμικού και ανανέωσης των δημόσιων ερευνητικών φορέων είναι σήμερα παραπάνω από επιτακτική.
Αυτά με την προϋπόθεση της ρητής δέσμευση για εντός του έτους αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου Έρευνας, που προτείνεται και στην αρχή του παρόντος και στην προοπτική μιας εφ’ όλης της ύλης συζήτησης για τη φιλοσοφία του νέου νόμου.
Στις «νεοφιλελεύθερες θεωρήσεις» για την έρευνα έχει αφαιρεθεί ο ερευνητικός χαρακτήρας των καλών τεχνών. Παρατηρείται πως η έρευνα αναφέρεται μόνο σε επιστημονικούς τομείς που έχουν μόνο άμεση σχέση με την επιχειρηματικότητα και το επιχειρησιακό κέρδος. Προτείνω λοιπόν στο παραπάνω κείμενο του άρθρου 15 όπου υπάρχει η λέξη επιστήμη να συμπληρωθεί και η λέξη τέχνη και όπου υπάρχει το επίθετο επιστημονικός,ή,ό ναπροστεθεί και το επίθετο καλλιτεχνικός,ή,ό.
Παράδειγμα :
3. «αριστεία»: η δυναμική διαδικασία η οποία αποσκοπεί στη συστηματική επιδίωξη υψηλής επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ποιότητας κατά την ανάπτυξη νέων θεωριών ή και ερευνητικών μεθοδολογιών με στόχο την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος σε κάθε θεματική περιοχή δραστηριοποίησης.